2016-04-17 12:47:25
Δεν νομίζουμε πως θα διαφωνήσει κανείς στην εκτίμηση ότι ο Θ. Δρίτσας είναι ένας πολιτικός κλόουν, σαν πολλούς άλλους που έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν. Τη μια μέρα βγαίνει και διακηρύσσει την αντίθεσή του στην πώληση του λιμανιού του Πειραιά στην Cosco, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο αγώνας συνεχίζεται από τα υπουργικά έδρανα, και την άλλη -έχοντας μάλλον εισπράξει την οργή του μεγάρου Μαξίμου, όπου φιλοξενήθηκε η υπογραφή της συμφωνίας πώλησης του λιμανιού στην Cosco, κάνει νέο ραδιοτηλεοπτικό σουλάτσο για να μαζέψει όσα είπε προηγούμενα. Οργανώνει και δίωρη συνέντευξη Τύπου, για να δώσει έναν ακόμα όρκο πίστης στον Τσίπρα και στην… Cosco: «Η νέα περίοδος στο λιμάνι του Πειραιά υπό την πλειοψηφική κατοχή των μετοχών και το διευθυντικό δικαίωμα της Cosco, κολοσσού με μεγάλη επιχειρηματική και οικονομική επιφάνεια, θα έχει αναπτυξιακή διάσταση, κυρίως στο ζήτημα της προσέλκυσης πελατών» (στο Mega είχε πει ότι «η πώληση του λιμανιού γίνεται για να ικανοποιηθούν οι δανειστές, όχι για την ανάπτυξή του»!).
Μια αποστροφή της παραληρηματικής συνέντευξης Δρίτσα παρουσιάζει πολιτικό ενδιαφέρον: «Διαχειρίζομαι τη δομική διαφορά που προέκυψε μετά τη συμφωνία σε σχέση με τις προγραμματικές μας δηλώσεις». Σε ελεύθερη απόδοση, ο Δρίτσας ανέθεσε στον εαυτό του το ρόλο της κυβερνητικής Πυθίας, που θα λέει και θα ξελέει, σε μια προσπάθεια να απαλύνει την οργή εκείνων των λαϊκών στρωμάτων που αισθάνονται ότι υπέστησαν διπλή εξαπάτηση, γενικώς και ειδικώς (όπως π.χ. οι εργαζόμενοι του ΟΛΠ). Επειδή, όμως, οι Τσιπραίοι δεν του ανέθεσαν τέτοιο ρόλο, είναι σίγουρο πως εκείνο που προσπαθεί να διαχειριστεί ο Δρίτσας είναι η προσωπική του πολιτική σωτηρία. Να ξαναβγεί βουλευτής στον Πειραιά θέλει ο άνθρωπος, αν κι αυτό ακόμα γίνεται δύσκολη υπόθεση πια.
Ο ανανήψας Δρίτσας συμφωνεί με τον Τσίπρα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν αναπτυξιακή διάσταση. Και το ερώτημα είναι πότε το κατάλαβαν αυτό;
Μέχρι να γίνουν κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάθετα αντίθετοι στις ιδιωτικοποιήσεις, παρουσιάζοντας μια λίγο-πολύ σωστή επιχειρηματολογία σε ό,τι αφορά τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων. Βλέποντας μάλιστα τα πράγματα από τη σκοπιά μιας σοσιαλδημοκρατικής, κεϊνσιανού τύπου διαχείρισης του αστικού κράτους, θεωρούσαν ότι χωρίς τις βασικές υποδομές και τις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις το κράτος ούτε τον αναπτυξιακό του ρόλο θα μπορέσει να παίξει, ούτε κοινωνική πολιτική να ασκήσει.
Οταν έγιναν κυβέρνηση, ο Δραγασάκης το είχε «μοντάρει» κάπως διαφορετικά: όχι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά συμφωνίες αναπτυξιακού χαρακτήρα με καπιταλιστικούς ομίλους (ντόπιους και ξένους), χωρίς το δημόσιο να χάσει. Οταν υπέγραψαν το Μνημόνιο, συμφώνησαν σε ιδιωτικοποιήσεις νέτα-σκέτα, με την εξής ταπεινωτική «ομολογία πίστης», όπως γράφεται στο Μνημόνιο: «Η ιδιωτικοποίηση μπορεί να συμβάλει στο να καταστεί αποδοτικότερη η οικονομία και να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Ενώ η διαδικασία ιδιωτικοποίησης έχει σταματήσει από τις αρχές του έτους, η κυβέρνηση είναι πλέον αποφασισμένη να προχωρήσει με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και να διερευνήσει όλες τις δυνατότητες μείωσης της συνολικής χρηματοδότησης μέσω μιας εναλλακτικής δημοσιονομικής πορείας ή μέσω μεγαλύτερων εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις».
Πέρα από τον Δρίτσα, υπάρχουν και άλλοι που προσπαθούν να «διαχειριστούν» το λουμπάγκο από την κωλοτούμπα (με πρώτον και καλύτερο τον υπουργό των εργολάβων Σπίρτζη). Υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο μιλά για εννιά ιδιωτικοποιήσεις και κακώς η τρόικα ζητάει περισσότερες. Να τελειώνει η πλάκα. Το Μνημόνιο αναφέρει ρητά τα λιμάνια Πειραιά και Θεσσαλονίκης, την ΤΡΑΙΝΟΣΕ ROSCO, τα περιφερειακά αεροδρόμια και «περίπου 20 επιλεγείσες δράσεις του ΤΑΙΠΕΔ που βρίσκονται σε εκκρεμότητα» (αναφέρονται σε ειδικό παράρτημα). Κι όχι μόνον αυτό, αλλά προβλέπεται και η δημιουργία ενός νέου Ταμείου Ξεπουλήματος, που θα πρέπει να βγάλει 50 δισ. ευρώ. Αυτό το Ταμείο δεν μπήκε ακόμα στη συζήτηση με τους ιμπεριαλιστές δανειστές. Οταν έρθει η ώρα ν' ανοίξει η συζήτηση για τη νέα επιμήκυνση του χρέους, τότε θα συντελεστεί και αυτό το έγκλημα κατά της κρατικής περιουσίας, που σχηματίστηκε με τον ιδρώτα και το αίμα του ελληνικού λαού.
Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασικό στοιχείο του νεο-αποικισμού που προωθείται με εργαλείο το χρέος. Οι καπιταλιστικοί όμιλοι παίρνουν ό,τι τους ενδιαφέρει επιχειρηματικά, σε εξευτελιστική τιμή, ενώ το κράτος στερείται μια σειρά εσόδων. Παράλληλα, στις ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις ανατρέπονται πλήρως οι εργασιακές σχέσεις και δίνεται ώθηση στη γενική διαδικασία κινεζοποίησης της εργατικής τάξης, καθώς πέφτουν και τα τελευταία οχυρά που υπήρχαν (χαρακτηριστικότατο παράδειγμα ο ΟΤΕ). Η ελληνική κεφαλαιοκρατία, εξαρτημένη και μεταπρατική από τα γεννοφάσκια της, δεν έχει καμιά αντίρρηση στο ξεπούλημα της περιουσίας του δικού της κράτους. Σπεύδει να πάρει θέση στο πλευρό των μονοπωλιακών ομίλων, παίζει το ρόλο του μειοψηφικού μετόχου και του υπεργολάβου τους, ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από την κινεζοποίηση του προλεταριάτου για να αυξήσει την κερδοφορία της ακόμα και στις συνθήκες της κρίσης. Αυτή είναι, εν συντομία, η λογική της ιδιωτικοποίησης.
Πηγή Tromaktiko
Μια αποστροφή της παραληρηματικής συνέντευξης Δρίτσα παρουσιάζει πολιτικό ενδιαφέρον: «Διαχειρίζομαι τη δομική διαφορά που προέκυψε μετά τη συμφωνία σε σχέση με τις προγραμματικές μας δηλώσεις». Σε ελεύθερη απόδοση, ο Δρίτσας ανέθεσε στον εαυτό του το ρόλο της κυβερνητικής Πυθίας, που θα λέει και θα ξελέει, σε μια προσπάθεια να απαλύνει την οργή εκείνων των λαϊκών στρωμάτων που αισθάνονται ότι υπέστησαν διπλή εξαπάτηση, γενικώς και ειδικώς (όπως π.χ. οι εργαζόμενοι του ΟΛΠ). Επειδή, όμως, οι Τσιπραίοι δεν του ανέθεσαν τέτοιο ρόλο, είναι σίγουρο πως εκείνο που προσπαθεί να διαχειριστεί ο Δρίτσας είναι η προσωπική του πολιτική σωτηρία. Να ξαναβγεί βουλευτής στον Πειραιά θέλει ο άνθρωπος, αν κι αυτό ακόμα γίνεται δύσκολη υπόθεση πια.
Ο ανανήψας Δρίτσας συμφωνεί με τον Τσίπρα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν αναπτυξιακή διάσταση. Και το ερώτημα είναι πότε το κατάλαβαν αυτό;
Μέχρι να γίνουν κυβέρνηση, εμφανίζονταν κάθετα αντίθετοι στις ιδιωτικοποιήσεις, παρουσιάζοντας μια λίγο-πολύ σωστή επιχειρηματολογία σε ό,τι αφορά τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων. Βλέποντας μάλιστα τα πράγματα από τη σκοπιά μιας σοσιαλδημοκρατικής, κεϊνσιανού τύπου διαχείρισης του αστικού κράτους, θεωρούσαν ότι χωρίς τις βασικές υποδομές και τις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις το κράτος ούτε τον αναπτυξιακό του ρόλο θα μπορέσει να παίξει, ούτε κοινωνική πολιτική να ασκήσει.
Οταν έγιναν κυβέρνηση, ο Δραγασάκης το είχε «μοντάρει» κάπως διαφορετικά: όχι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά συμφωνίες αναπτυξιακού χαρακτήρα με καπιταλιστικούς ομίλους (ντόπιους και ξένους), χωρίς το δημόσιο να χάσει. Οταν υπέγραψαν το Μνημόνιο, συμφώνησαν σε ιδιωτικοποιήσεις νέτα-σκέτα, με την εξής ταπεινωτική «ομολογία πίστης», όπως γράφεται στο Μνημόνιο: «Η ιδιωτικοποίηση μπορεί να συμβάλει στο να καταστεί αποδοτικότερη η οικονομία και να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Ενώ η διαδικασία ιδιωτικοποίησης έχει σταματήσει από τις αρχές του έτους, η κυβέρνηση είναι πλέον αποφασισμένη να προχωρήσει με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και να διερευνήσει όλες τις δυνατότητες μείωσης της συνολικής χρηματοδότησης μέσω μιας εναλλακτικής δημοσιονομικής πορείας ή μέσω μεγαλύτερων εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις».
Πέρα από τον Δρίτσα, υπάρχουν και άλλοι που προσπαθούν να «διαχειριστούν» το λουμπάγκο από την κωλοτούμπα (με πρώτον και καλύτερο τον υπουργό των εργολάβων Σπίρτζη). Υποστηρίζουν ότι το Μνημόνιο μιλά για εννιά ιδιωτικοποιήσεις και κακώς η τρόικα ζητάει περισσότερες. Να τελειώνει η πλάκα. Το Μνημόνιο αναφέρει ρητά τα λιμάνια Πειραιά και Θεσσαλονίκης, την ΤΡΑΙΝΟΣΕ ROSCO, τα περιφερειακά αεροδρόμια και «περίπου 20 επιλεγείσες δράσεις του ΤΑΙΠΕΔ που βρίσκονται σε εκκρεμότητα» (αναφέρονται σε ειδικό παράρτημα). Κι όχι μόνον αυτό, αλλά προβλέπεται και η δημιουργία ενός νέου Ταμείου Ξεπουλήματος, που θα πρέπει να βγάλει 50 δισ. ευρώ. Αυτό το Ταμείο δεν μπήκε ακόμα στη συζήτηση με τους ιμπεριαλιστές δανειστές. Οταν έρθει η ώρα ν' ανοίξει η συζήτηση για τη νέα επιμήκυνση του χρέους, τότε θα συντελεστεί και αυτό το έγκλημα κατά της κρατικής περιουσίας, που σχηματίστηκε με τον ιδρώτα και το αίμα του ελληνικού λαού.
Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασικό στοιχείο του νεο-αποικισμού που προωθείται με εργαλείο το χρέος. Οι καπιταλιστικοί όμιλοι παίρνουν ό,τι τους ενδιαφέρει επιχειρηματικά, σε εξευτελιστική τιμή, ενώ το κράτος στερείται μια σειρά εσόδων. Παράλληλα, στις ιδιωτικοποιούμενες επιχειρήσεις ανατρέπονται πλήρως οι εργασιακές σχέσεις και δίνεται ώθηση στη γενική διαδικασία κινεζοποίησης της εργατικής τάξης, καθώς πέφτουν και τα τελευταία οχυρά που υπήρχαν (χαρακτηριστικότατο παράδειγμα ο ΟΤΕ). Η ελληνική κεφαλαιοκρατία, εξαρτημένη και μεταπρατική από τα γεννοφάσκια της, δεν έχει καμιά αντίρρηση στο ξεπούλημα της περιουσίας του δικού της κράτους. Σπεύδει να πάρει θέση στο πλευρό των μονοπωλιακών ομίλων, παίζει το ρόλο του μειοψηφικού μετόχου και του υπεργολάβου τους, ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από την κινεζοποίηση του προλεταριάτου για να αυξήσει την κερδοφορία της ακόμα και στις συνθήκες της κρίσης. Αυτή είναι, εν συντομία, η λογική της ιδιωτικοποίησης.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ