2016-05-07 11:42:11
Γυρισμένο κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, και με ένα ιστορικό πλαίσιο που παραπέμπει στο αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν, το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νατζί Αμπού Νοβάρ αποτέλεσε την πρώτη υποψηφιότητα της Ιορδανίας για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στην οθωμανική επαρχία Χιτζάζ, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας νεαρός Βεδουίνος, ο Τεέμπ, ακολουθεί τον μεγαλύτερο αδερφό του σε ένα επικίνδυνο ταξίδι στην έρημο, καθώς προσπαθούν να οδηγήσουν έναν Βρετανό αξιωματικό στον μυστικό προορισμό του. Eνα ταξίδι που θα σημάνει το τέλος της αθωότητας για τον μικρό Τεέμπ.
Στη φετινή κούρσα των οσκαρικών υποψηφιοτήτων, η μεγαλύτερη έκπληξη στην πάντοτε απρόβλεπτη κατηγορία των ξενόγλωσσων ταινιών δεν ήταν άλλη από το φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου Νατζί Αμπού Νοβάρ: το χρονικό ενηλικίωσης ενός αγοριού από τη φυλή των Βεδουίνων και ταυτόχρονα μια ιστορία προδοσίας και επιβίωσης με φόντο την έρημο της Ιορδανίας. Το πρώτο βεδουίνικο γουέστερν στην ιστορία του σινεμά, όπως το αποκάλεσαν πολλοί, ήταν γεγονός.
Ξεκινώντας από μια ιδέα που αρχικά προοριζόταν για μικρού μήκους ταινία, ο Νοβάρ και ο σεναριογράφος και παραγωγός του, Μπασέλ Γκαντούρ, εμπνεύστηκαν την ιστορία του Τεέμπ από τον άγραφο νόμο των Βεδουίνων που επιβάλλει στα μέλη της φυλής να προσφέρουν προστασία σε οποιονδήποτε ξένο αναζητήσει καταφύγιο, ακόμα κι αν πρόκειται για εχθρό τους, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η απειλή. Μια παράδοση που –πέρα από κανόνα φιλοξενίας– αποτελεί σχεδόν αναγκαίο κακό κάτω από τις αφιλόξενες συνθήκες τις ερήμου, όπου συχνά η επιβίωση εξαρτάται από την καλοσύνη των ξένων.
Σε αυτή την καλοσύνη βασίστηκε συχνά και η δημιουργία της ίδιας της ταινίας. Γυρίζοντας το φιλμ στις μαγευτικές αλλά δυσπρόσιτες εκτάσεις του Ουάντι Ραμ, γνωστού και ως Κοιλάδα του Φεγγαριού, όπου γυρίστηκε επίσης ο «Λόρενς της Αραβίας», το συνεργείο είχε να αντιμετωπίσει την άμμο, που εισέβαλε απρόσκλητη παντού, τις εξωφρενικά υψηλές θερμοκρασίες, που συχνά ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς Κελσίου, αλλά και τις ξαφνικές καταιγίδες, χωρίς καμία δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας. «Κολλούσαμε διαρκώς στην άμμο – ήταν αμέτρητες οι φορές που οι Βεδουίνοι έπρεπε να σπεύσουν για να μας σώσουν» θυμάται ο Νοβάρ.
Διόλου τυχαία, το «Theeb: Ο Λύκος της Ερήμου» προκάλεσε αρκετές συγκρίσεις με το κλασικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν, όχι μόνο λόγω των περιοχών όπου εκτυλίσσεται, αλλά και του χρονικού πλαισίου στο οποίο τοποθετείται, καθώς η ταινία διαδραματίζεται επίσης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο που άρχιζε να σιγοβράζει η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά, όμως, με τα γεγονότα ιδωμένα από την πλευρά των ντόπιων, οι οποίοι έχοντας ζυμωθεί σε έναν τρόπο ζωής που έμεινε αναλλοίωτος για αιώνες, μοιάζουν να μην έχουν συναίσθηση των τρομακτικών ανακατατάξεων που συμβαίνουν γύρω τους.
Βασικός στόχος του Νοβάρ και των συνεργατών του ήταν η αληθοφάνεια και η αυθεντικότητα – γι’ αυτό και πέρασαν σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο σε ένα χωριό Βεδουίνων στην έρημο, μελετώντας τον τρόπο ζωής και τις παραδόσεις των κατοίκων. Και γι’ αυτό επέλεξαν αποκλειστικά ερασιτέχνες για να υποδυθούν τους Βεδουίνους χαρακτήρες της ταινίας – ανάμεσά τους και τον χαρισματικό Τζασίρ Αΐντ Αλ-Χιουτάτ, που ερμηνεύει τον μικρό Τεέμπ. «Αν οι άνθρωποι της φυλής είχαν νιώσει ότι αυτό δεν είναι η δική τους κουλτούρα, η δική τους διήγηση, θα το είχα θεωρήσει πλήρη αποτυχία» ορκίζεται ο γεννημένος στην Αγγλία αλλά Ιορδανός στην καταγωγή σκηνοθέτης.
Ομως η υποδοχή της ταινίας άξιζε και με το παραπάνω τον κόπο: έπειτα από μια πρεμιέρα κάτω από τ’ αστέρια της ερήμου, στον τόπο όπου γυρίστηκε και με αρκετούς από τους παρόντες να βλέπουν για πρώτη φορά στη ζωή τους μια ταινία, οι ντόπιοι έδωσαν την έγκρισή τους. Λίγο αργότερα, θα ερχόταν και η διεθνής αποδοχή: το «Theeb: Ο Λύκος της Ερήμου» έκανε τη διεθνή του πρεμιέρα στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, όπου και απέσπασε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας για να γίνει στη συνέχεια η πρώτη ταινία με καταγωγή την Ιορδανία που προτάθηκε ποτέ για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Πηγή
Tromaktiko
Στην οθωμανική επαρχία Χιτζάζ, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας νεαρός Βεδουίνος, ο Τεέμπ, ακολουθεί τον μεγαλύτερο αδερφό του σε ένα επικίνδυνο ταξίδι στην έρημο, καθώς προσπαθούν να οδηγήσουν έναν Βρετανό αξιωματικό στον μυστικό προορισμό του. Eνα ταξίδι που θα σημάνει το τέλος της αθωότητας για τον μικρό Τεέμπ.
Στη φετινή κούρσα των οσκαρικών υποψηφιοτήτων, η μεγαλύτερη έκπληξη στην πάντοτε απρόβλεπτη κατηγορία των ξενόγλωσσων ταινιών δεν ήταν άλλη από το φιλμ του πρωτοεμφανιζόμενου Νατζί Αμπού Νοβάρ: το χρονικό ενηλικίωσης ενός αγοριού από τη φυλή των Βεδουίνων και ταυτόχρονα μια ιστορία προδοσίας και επιβίωσης με φόντο την έρημο της Ιορδανίας. Το πρώτο βεδουίνικο γουέστερν στην ιστορία του σινεμά, όπως το αποκάλεσαν πολλοί, ήταν γεγονός.
Ξεκινώντας από μια ιδέα που αρχικά προοριζόταν για μικρού μήκους ταινία, ο Νοβάρ και ο σεναριογράφος και παραγωγός του, Μπασέλ Γκαντούρ, εμπνεύστηκαν την ιστορία του Τεέμπ από τον άγραφο νόμο των Βεδουίνων που επιβάλλει στα μέλη της φυλής να προσφέρουν προστασία σε οποιονδήποτε ξένο αναζητήσει καταφύγιο, ακόμα κι αν πρόκειται για εχθρό τους, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η απειλή. Μια παράδοση που –πέρα από κανόνα φιλοξενίας– αποτελεί σχεδόν αναγκαίο κακό κάτω από τις αφιλόξενες συνθήκες τις ερήμου, όπου συχνά η επιβίωση εξαρτάται από την καλοσύνη των ξένων.
Σε αυτή την καλοσύνη βασίστηκε συχνά και η δημιουργία της ίδιας της ταινίας. Γυρίζοντας το φιλμ στις μαγευτικές αλλά δυσπρόσιτες εκτάσεις του Ουάντι Ραμ, γνωστού και ως Κοιλάδα του Φεγγαριού, όπου γυρίστηκε επίσης ο «Λόρενς της Αραβίας», το συνεργείο είχε να αντιμετωπίσει την άμμο, που εισέβαλε απρόσκλητη παντού, τις εξωφρενικά υψηλές θερμοκρασίες, που συχνά ξεπερνούσαν τους 40 βαθμούς Κελσίου, αλλά και τις ξαφνικές καταιγίδες, χωρίς καμία δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας. «Κολλούσαμε διαρκώς στην άμμο – ήταν αμέτρητες οι φορές που οι Βεδουίνοι έπρεπε να σπεύσουν για να μας σώσουν» θυμάται ο Νοβάρ.
Διόλου τυχαία, το «Theeb: Ο Λύκος της Ερήμου» προκάλεσε αρκετές συγκρίσεις με το κλασικό αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιν, όχι μόνο λόγω των περιοχών όπου εκτυλίσσεται, αλλά και του χρονικού πλαισίου στο οποίο τοποθετείται, καθώς η ταινία διαδραματίζεται επίσης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο που άρχιζε να σιγοβράζει η Μεγάλη Αραβική Εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά, όμως, με τα γεγονότα ιδωμένα από την πλευρά των ντόπιων, οι οποίοι έχοντας ζυμωθεί σε έναν τρόπο ζωής που έμεινε αναλλοίωτος για αιώνες, μοιάζουν να μην έχουν συναίσθηση των τρομακτικών ανακατατάξεων που συμβαίνουν γύρω τους.
Βασικός στόχος του Νοβάρ και των συνεργατών του ήταν η αληθοφάνεια και η αυθεντικότητα – γι’ αυτό και πέρασαν σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο σε ένα χωριό Βεδουίνων στην έρημο, μελετώντας τον τρόπο ζωής και τις παραδόσεις των κατοίκων. Και γι’ αυτό επέλεξαν αποκλειστικά ερασιτέχνες για να υποδυθούν τους Βεδουίνους χαρακτήρες της ταινίας – ανάμεσά τους και τον χαρισματικό Τζασίρ Αΐντ Αλ-Χιουτάτ, που ερμηνεύει τον μικρό Τεέμπ. «Αν οι άνθρωποι της φυλής είχαν νιώσει ότι αυτό δεν είναι η δική τους κουλτούρα, η δική τους διήγηση, θα το είχα θεωρήσει πλήρη αποτυχία» ορκίζεται ο γεννημένος στην Αγγλία αλλά Ιορδανός στην καταγωγή σκηνοθέτης.
Ομως η υποδοχή της ταινίας άξιζε και με το παραπάνω τον κόπο: έπειτα από μια πρεμιέρα κάτω από τ’ αστέρια της ερήμου, στον τόπο όπου γυρίστηκε και με αρκετούς από τους παρόντες να βλέπουν για πρώτη φορά στη ζωή τους μια ταινία, οι ντόπιοι έδωσαν την έγκρισή τους. Λίγο αργότερα, θα ερχόταν και η διεθνής αποδοχή: το «Theeb: Ο Λύκος της Ερήμου» έκανε τη διεθνή του πρεμιέρα στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, όπου και απέσπασε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας για να γίνει στη συνέχεια η πρώτη ταινία με καταγωγή την Ιορδανία που προτάθηκε ποτέ για Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Πηγή
Tromaktiko
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ... ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΑΠΟΝΟΜΗ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ