2016-06-24 02:08:57
Ενημερωτική πρωτοβουλία από την ΕΕΜΜΟ
ΙΝ.GR
Αθήνα
Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια από τις πλέον ηλιόλουστες περιοχές του πλανήτη, δυστυχώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει γίνει αιτία υψηλό ποσοστό Ελλήνων να παρουσιάζει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση, δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται.
Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (ΕΕΜΜΟ) διαπιστώνοντας παράλληλα ένα σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης στην χώρα μας για την αξία της βιταμίνης D στην συνολική υγεία του ανθρώπου, αλλά και για τις πηγές πρόσληψής της και τους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενημέρωσης.
Στόχος είναι να κινητοποιηθεί το κοινό να διαγνωστεί για τυχόν ανεπάρκεια Βιταμίνης D, να δυναμώσει τον οργανισμό του με την ενδεδειγμένη πρόσληψη κατόπιν ιατρικής συμβουλής, διατηρώντας έτσι τη συνολική καλή υγεία του οργανισμού του και βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής του.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν μέλη της επιστημονικής εταιρείας, με αφορμή την ενημερωτική πρωτοβουλία, ο Χρήστος Κοσμίδης, Ορθοπεδικός και πρόεδρος της ΕΕΜΜΟ εξήγησε ότι το πρόβλημα της ανεπάρκειας βιταμίνης D, εμφανίζεται πια στο σύνολο των χωρών, λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής.
«Η πολύωρη παραμονή μας για λόγους δουλειάς σε κλειστούς χώρους, ο ρουχισμός, η χρήση των αντηλιακών κατά την έκθεση στον ήλιο, αλλά και η ατμοσφαιρική ρύπανση εμποδίζουν την απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας από τον οργανισμό μας» είπε.
«Στην Ελλάδα, σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στο παρελθόν, αναφέρουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους, γυναίκες μετά τον τοκετό, παιδιά και έφηβους, ενώ προκαταρκτικά αποτελέσματα από πρόσφατη μελέτη, δείχνουν ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων απ’ όλη την επικράτεια - αστικός και αγροτικός πληθυσμός - παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D» πρόσθεσε ο Γεώργιος Τροβάς, Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων «Θ. Γαροφαλίδης» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και ο κ. Κοσμίδης συμπλήρωσε ότι «ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση αίματος 25(OH)D (το κόστος κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50 ευρώ), δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται».
Η αξία της βιταμίνης D, η οποία παράγεται από τον οργανισμό μας όταν εκτιθέμεθα στον ήλιο, καθώς και από την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων (όπως ο ξιφίας, η πέστροφα, ο σολομός και ο τόνος, και εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά, γάλα σόγιας, χυμοί και δημητριακά), έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά αναφορικά με τη δράση της στα οστά.
Παράλληλα, συνεχώς νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας – οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας. Αν και το ‘κατώτερο όριο επάρκειας’ της βιταμίνης D από τους διεθνείς οργανισμούς δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται από 20ng/ml έως 30ng/ml, είναι αποδεδειγμένο ότι η επάρκειά της σχετίζεται τόσο με τη μειωμένη πιθανότητα πτώσεων όσο και με τη μειωμένη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Αναφερόμενος στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, όπως έχουν οριστεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης το 2013, ο κ. Κοσμίδης σημείωσε ότι «η ημερήσια χορήγηση ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D (800 μονάδων) σε ηλικιωμένους ασθενείς, επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων και των πτώσεων, ενώ σε γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών συνιστάται συνδυασμός ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D 800 μονάδων (Βαθμός Α)».
Ο κ. Τροβάς, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας σημείωσε ότι η ανεπάρκεια – έλλειψη της Βιταμίνης D που αφορά μεγάλο ηλικιακό φάσμα και σχετίζεται με πολλές νόσους, αναδεικνύεται σε επιδημία και τόνισε ότι «είναι χαρακτηριστικό ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε ελάττωση του κινδύνου καταγμάτων κατά 10% εφόσον υπήρχε ισορροπία στην πρόσληψη Βιταμίνης D, αφού τα χαμηλά επίπεδα της αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση - οστεομαλάκυνση και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων».
Τέλος, η Ευαγγελία Κασκάνη, Ρευματολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της ΕΕΜΜΟ ανέφερε ότι «η Βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα. Όμως η ανακάλυψη του υποδοχέα της βιταμίνης μέσω του οποίου ασκεί τη δράση της, εκτός από τα οστά, σε διάφορα όργανα, όπως το πάγκρεας, το έντερο, τους μύες, το νευρικό σύστημα, αποκάλυψε άγνωστες δράσεις σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού καταδεικνύοντας ότι επιδρά με θετικό τρόπο, στο ανοσολογικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα».
Η κ. Κασκάνη επέστησε την προσοχή στην πρόσληψη σωστής δόσης ασβεστίου και βιταμίνης D καθώς μεγαλύτερες δόσεις ασβεστίου δεν ωφελούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο νεφρολιθίασης, καρδιαγγειακών συμβαμάτων κ.λπ.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι στη θεραπεία της οστεοπόρωσης για άνδρες και γυναίκες, σκόπιμη είναι η συγχορήγηση 400 – 800 μονάδων (IU) βιταμίνης D3, αλλά και η πρόσληψη διαιτητική ή/και φαρμακευτική 1000-1200 mg ασβεστίου. Ορισμένοι ασθενείς (παχύσαρκοι, άτομα με δυσαπορρόφηση, φάρμακα που επιδρούν στον μεταβολισμό της βιταμίνης D) για να διατηρήσουν τα επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν ανάγκη από μεγαλύτερες δόσεις, με το πρόσφατο όριο ασφαλούς χορήγησης να είναι 4000 μονάδες (IU), ανάλογα πάντα με τις θεραπευτικές ανάγκες του κάθε ασθενή.
Αναφερόμενη στους ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, όπως Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη Λύκο επισήμανε ότι οι ασθενείς παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και καταγμάτων, κυρίως λόγω της χρόνιας φλεγμονής και βέβαια της κορτιζόνης, και τα δύο είναι γνωστά αίτια οστεοπόρωσης, και συμπλήρωσε ότι «παρόμοιοι μηχανισμοί ισχύουν και για ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn) που χαρακτηρίζονται από δυσαπορρόφηση ασβεστίου και βιταμίνης D, για ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε υψηλές δόσεις, όπως ασθενείς με βρογχικό άσθμα, με σκλήρυνση κατά πλάκας και έχουν ανάγκη από χορήγηση βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D,έχουν βρεθεί και σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και παχέως εντέρου».
Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr
ΙΝ.GR
Αθήνα
Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια από τις πλέον ηλιόλουστες περιοχές του πλανήτη, δυστυχώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει γίνει αιτία υψηλό ποσοστό Ελλήνων να παρουσιάζει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση, δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται.
Η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (ΕΕΜΜΟ) διαπιστώνοντας παράλληλα ένα σοβαρό έλλειμμα ενημέρωσης στην χώρα μας για την αξία της βιταμίνης D στην συνολική υγεία του ανθρώπου, αλλά και για τις πηγές πρόσληψής της και τους τρόπους διάγνωσης και θεραπείας, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενημέρωσης.
Στόχος είναι να κινητοποιηθεί το κοινό να διαγνωστεί για τυχόν ανεπάρκεια Βιταμίνης D, να δυναμώσει τον οργανισμό του με την ενδεδειγμένη πρόσληψη κατόπιν ιατρικής συμβουλής, διατηρώντας έτσι τη συνολική καλή υγεία του οργανισμού του και βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής του.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν μέλη της επιστημονικής εταιρείας, με αφορμή την ενημερωτική πρωτοβουλία, ο Χρήστος Κοσμίδης, Ορθοπεδικός και πρόεδρος της ΕΕΜΜΟ εξήγησε ότι το πρόβλημα της ανεπάρκειας βιταμίνης D, εμφανίζεται πια στο σύνολο των χωρών, λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής.
«Η πολύωρη παραμονή μας για λόγους δουλειάς σε κλειστούς χώρους, ο ρουχισμός, η χρήση των αντηλιακών κατά την έκθεση στον ήλιο, αλλά και η ατμοσφαιρική ρύπανση εμποδίζουν την απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας από τον οργανισμό μας» είπε.
«Στην Ελλάδα, σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στο παρελθόν, αναφέρουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους, γυναίκες μετά τον τοκετό, παιδιά και έφηβους, ενώ προκαταρκτικά αποτελέσματα από πρόσφατη μελέτη, δείχνουν ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων απ’ όλη την επικράτεια - αστικός και αγροτικός πληθυσμός - παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D» πρόσθεσε ο Γεώργιος Τροβάς, Ενδοκρινολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης του Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων «Θ. Γαροφαλίδης» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και ο κ. Κοσμίδης συμπλήρωσε ότι «ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση αίματος 25(OH)D (το κόστος κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50 ευρώ), δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται».
Η αξία της βιταμίνης D, η οποία παράγεται από τον οργανισμό μας όταν εκτιθέμεθα στον ήλιο, καθώς και από την κατανάλωση συγκεκριμένων τροφίμων (όπως ο ξιφίας, η πέστροφα, ο σολομός και ο τόνος, και εμπλουτισμένα γαλακτοκομικά, γάλα σόγιας, χυμοί και δημητριακά), έχει τεκμηριωθεί επιστημονικά αναφορικά με τη δράση της στα οστά.
Παράλληλα, συνεχώς νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας – οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας. Αν και το ‘κατώτερο όριο επάρκειας’ της βιταμίνης D από τους διεθνείς οργανισμούς δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται από 20ng/ml έως 30ng/ml, είναι αποδεδειγμένο ότι η επάρκειά της σχετίζεται τόσο με τη μειωμένη πιθανότητα πτώσεων όσο και με τη μειωμένη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Αναφερόμενος στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, όπως έχουν οριστεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης το 2013, ο κ. Κοσμίδης σημείωσε ότι «η ημερήσια χορήγηση ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D (800 μονάδων) σε ηλικιωμένους ασθενείς, επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων και των πτώσεων, ενώ σε γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών συνιστάται συνδυασμός ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D 800 μονάδων (Βαθμός Α)».
Ο κ. Τροβάς, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας σημείωσε ότι η ανεπάρκεια – έλλειψη της Βιταμίνης D που αφορά μεγάλο ηλικιακό φάσμα και σχετίζεται με πολλές νόσους, αναδεικνύεται σε επιδημία και τόνισε ότι «είναι χαρακτηριστικό ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε ελάττωση του κινδύνου καταγμάτων κατά 10% εφόσον υπήρχε ισορροπία στην πρόσληψη Βιταμίνης D, αφού τα χαμηλά επίπεδα της αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση - οστεομαλάκυνση και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων».
Τέλος, η Ευαγγελία Κασκάνη, Ρευματολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της ΕΕΜΜΟ ανέφερε ότι «η Βιταμίνη D βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα. Όμως η ανακάλυψη του υποδοχέα της βιταμίνης μέσω του οποίου ασκεί τη δράση της, εκτός από τα οστά, σε διάφορα όργανα, όπως το πάγκρεας, το έντερο, τους μύες, το νευρικό σύστημα, αποκάλυψε άγνωστες δράσεις σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού καταδεικνύοντας ότι επιδρά με θετικό τρόπο, στο ανοσολογικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα».
Η κ. Κασκάνη επέστησε την προσοχή στην πρόσληψη σωστής δόσης ασβεστίου και βιταμίνης D καθώς μεγαλύτερες δόσεις ασβεστίου δεν ωφελούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο νεφρολιθίασης, καρδιαγγειακών συμβαμάτων κ.λπ.
Ενδεικτικά ανέφερε ότι στη θεραπεία της οστεοπόρωσης για άνδρες και γυναίκες, σκόπιμη είναι η συγχορήγηση 400 – 800 μονάδων (IU) βιταμίνης D3, αλλά και η πρόσληψη διαιτητική ή/και φαρμακευτική 1000-1200 mg ασβεστίου. Ορισμένοι ασθενείς (παχύσαρκοι, άτομα με δυσαπορρόφηση, φάρμακα που επιδρούν στον μεταβολισμό της βιταμίνης D) για να διατηρήσουν τα επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν ανάγκη από μεγαλύτερες δόσεις, με το πρόσφατο όριο ασφαλούς χορήγησης να είναι 4000 μονάδες (IU), ανάλογα πάντα με τις θεραπευτικές ανάγκες του κάθε ασθενή.
Αναφερόμενη στους ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, όπως Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη Λύκο επισήμανε ότι οι ασθενείς παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και καταγμάτων, κυρίως λόγω της χρόνιας φλεγμονής και βέβαια της κορτιζόνης, και τα δύο είναι γνωστά αίτια οστεοπόρωσης, και συμπλήρωσε ότι «παρόμοιοι μηχανισμοί ισχύουν και για ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn) που χαρακτηρίζονται από δυσαπορρόφηση ασβεστίου και βιταμίνης D, για ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε υψηλές δόσεις, όπως ασθενείς με βρογχικό άσθμα, με σκλήρυνση κατά πλάκας και έχουν ανάγκη από χορήγηση βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D,έχουν βρεθεί και σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και παχέως εντέρου».
Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ