2016-06-24 08:37:15
Εθελούσια αποχώρηση. Στις υφιστάμενες συνθήκες δεν προβλέπεται ρήτρα αποχώρησης για κάποιο κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ένωση και οι εν λόγω συνθήκες έχουν συναφθεί με αόριστη διάρκεια. Το μόνο προηγούμενο σχετικώς υπήρξε η αποχώρηση της Γροιλανδίας το 1985
Η εν λόγω μεταβολή εδαφικής εφαρμογής των συνθηκών κατέστη δυνατή έπειτα από τροποποίηση των συνθηκών που κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Το Σύνταγμα εισάγει ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης, κάτι που αποτελεί σημαντική καινοτομία (άρθρο I-60).
Η αποχώρηση δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και δεν συνδέεται με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος ή άλλες προϋποθέσεις. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης αυτής. Η Ένωση προβαίνει σε διαπραγμάτευση με το εν λόγω κράτος μέλος συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομέρειες της αποχώρησής του και ρυθμίζει το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση
. Η διαδικασία που εφαρμόζεται είναι η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο ΙΙΙ-325. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο των Υπουργών, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Επισημαίνεται ότι ο αντιπρόσωπος του κράτους μέλους που επιθυμεί να αποχωρήσει δεν συμμετέχει ούτε στις αποφάσεις ούτε στην ψηφοφορία.
Το Σύνταγμα παύει να ισχύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση της επιθυμίας για αποχώρηση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι δυνατόν, κατόπιν ομόφωνης απόφασης και σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να παρατείνει το διάστημα αυτό. Το ανωτέρω γεγονός σημαίνει ότι η αποχώρηση δύναται να τεθεί σε ισχύ χωρίς τη συναίνεση της Ένωσης. Συνεπώς, αυτή η ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης αποτελεί σημαντική καινοτομία.
Το κράτος μέλος που αποχώρησε από την Ένωση είναι δυνατόν να προσχωρήσει εκ νέου σε αυτήν, ακολουθώντας τη συνήθη διαδικασία προσχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο I-58.
Αποβολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η λέξη “αποβολή” δεν υπάρχει σε καμία συνθήκη. Υπάρχει όμως η “αναστολή συμμετοχής”,σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος, δεν πληροί πλέον τα κριτήρια.
Η ρήτρα αναστολής εισήχθη στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 7) με τη συνθήκη του Άμστερνταμ.
Η ρήτρα αυτή προβλέπει ότι σε περίπτωση παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών επί των οποίων βασίζεται η Ένωση (ελευθερία, δημοκρατία, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και κράτος δικαίου), μπορούν να ανασταλούν ορισμένα δικαιώματα του εν λόγω κράτους μέλους (για παράδειγμα, το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο). Αντίθετα, οι υποχρεώσεις που βαρύνουν το εν λόγω κράτος θα συνεχίσουν να το δεσμεύουν.
Με πρόταση από το 1/3 των χωρών (9 χώρες) για “αναστολή” και έγκριση από τα 4/5 των μελών (22 χώρες), μια χώρα μπορεί να οδηγηθεί στην έξοδο από την Ε.Ε. Για να αποβληθεί λοιπόν μια χώρα από την Ε.Ε. πρέπει να το προτείνουν τουλάχιστον 9 εταίροι και να το ψηφίσουν (εγκρίνουν) τουλάχιστον 22.
Η συνθήκη της Νίκαιας ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή με έναν μηχανισμό πρόληψης. Βάσει πρότασης του ενός τρίτου των κρατών μελών, της Επιτροπής ή του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων των μελών του, και αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, μπορεί να διαπιστώσει ότι υφίσταται σαφής κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος και του απευθύνει τις κατάλληλες συστάσεις.
Τότε Σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισαβόνας:
4. Εάν συμμετέχον κράτος μέλος δεν πληροί πλέον τα κριτήρια ή δεν μπορεί πλέον να τηρήσει τις δεσμεύσεις των άρθρων 1 και 2 του Πρωτοκόλλου για τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία, το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει απόφαση για την αναστολή της συμμετοχής του κράτους αυτού.
Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, αποκλειομένου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, λαμβάνουν μέρος στη ψηφοφορία.
Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 205, παράγραφος 3, στοιχείο α), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
http://europa.eu/scadplus/constitution/index_el.htm
“H νομική δυνατότητα είτε αποχώρησης είτε αποβολής κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη”
του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) δεν υπήρχε πρόβλεψη, πολύ περισσότερο θεσμοθετημένος και λεπτομερειακός μηχανισμός μονομερούς ή συμφωνημένης αποχώρησης χώρας από την ΕΕ και την ΟΝΕ, η διάρκεια των οποίων, ούτως ή άλλως, έχει συμφωνηθεί να είναι απεριόριστη, ενώ το αρ. 49 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθ.ΕΕ) καθορίζει μόνο προϋποθέσεις ένταξης κάποιας χώρας.
Πριν το 2007, λοιπόν, το δικαιοδοτικό θεμέλιο της αποσκίρτησης από την ΕΕ ήταν η Σύμβαση της Βιέννης (1969) για το Δίκαιο των Συνθηκών, σύμφωνα με την οποία όπου σε διεθνή συνθήκη δεν προβλέπεται δικαίωμα αποχώρησης συμμετέχοντος σ’ αυτήν κράτους, αυτό in principio δεν μπορεί να αποχωρήσει κατ’ εφαρμογή της δημοσίου διεθνούς δικαίου αρχής ‘‘τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται’’ (pacta sunt servanda), εκτός αν κάτι τέτοιο συνάγεται από το πνεύμα της συνθήκης ή γίνεται ανεκτό από τα συμβληθέντα κράτη (1η περίπτωση) ή όταν τυγχάνει εφαρμογής η ρήτρα clausula rebus sic stantibus, ήτοι η ρήτρα της θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων – δεδομένων. Δηλαδή όταν η απρόβλεπτη άρδην μεταβολή των δεδομένων είναι τέτοια που αλλοιώνει τόσο και έτσι το πλέγμα της αρχικής συμφωνίας και το φάσμα των συμβατικών υποχρεώσεων-δικαιωμάτων του κράτους-μέλους, ώστε η παραμονή του συμβαλλόμενου κράτους να είναι λόγω χειροτέρευσης της συμβατικής θέσης του άκρως πιο ασύμφορη από ό,τι η αποχώρηση του (2η περίπτωση). Η πρώτη περίπτωση παρέμεινε ιστορικά ανενεργής, ενώ η δεύτερη, που ούτως ή άλλως απαιτεί εξαιρετικές συνθήκες για να υλοποιηθεί πρακτικώς, λογοκρίνεται ως ασύμβατη με την κοινοτική έννομη τάξη.
Το άρθρο 50, ωστόσο, της Συνθήκης της Λισαβόνας, για πρώτη φορά στην ιστορία του ενοποιητικού ευρωπαϊκού οράματος, προβλέπει διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υποβάλλει αίτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο και του παρέχει οδηγίες, στη βάση των οποίων θα συναφθεί, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η συμφωνία απόσχισης. Το Συμβούλιο ενεργώντας με αυξημένη πλειοψηφία και με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπογράφει εκ μέρους της ΕΕ τη συμφωνία αποχώρησης και το αντισυμβαλλόμενο αποχωρούν κράτος παύει να είναι μέλος και να δεσμεύεται από το νομικό πλαίσιο της ΕΕ είτε όταν η συμφωνία αποχώρησης το προβλέπει, είτε όταν παρέλθουν 2 χρόνια μετά την εκδήλωση της πρόθεσης του να αποσκιρτήσει από την Ένωση.
Η μονομερής δε απόσχιση κράτους με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης είναι δυνατή, και δη σε τρεις περιπτώσεις: α) αν ένα άλλο κράτος-μέλος παραβίασε θεμελιωδώς και συνεχίζει να παραβιάζει την Συνθ.ΕΕ, β) αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτούργησαν ultra vires, δηλαδή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας και της καθ’ ύλη προδιαγεγραμμένης αρμοδιότητας τους και γ) όταν ένα κράτος-μέλος αντιμετωπίζει τέτοιες δυσκολίες που δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Όταν δεν υπάρχει ενδοκοινοτική θεραπεία σε όλα τα ανωτέρω, έσχατη λύση ή ‘‘ακροτελεύτια καταφυγή’’ είναι η έξοδος από την ΕΕ.
Παρά ταύτα, κάποιο από τα τρία άνω ενδεχόμενα θεωρείται ότι είναι δύσκολο να αποκτήσουν πρακτική διάσταση, διότι ο δυναμικός χαρακτήρας της Συνθ.ΕΕ επιτρέπει προσαρμογές, σε ενδεχόμενο ραγδαίας ουσιώδους μεταβολής των περιστάσεων, μέσω τροποποίησης της συνθήκης και διότι στην ίδια τη συνθήκη προβλέπεται ότι όλες οι διχογνωμίες και διαμάχες λύνονται εντός ΕΕ δια των οργάνων της και των θεσμοθετημένων διαδικασιών λειτουργίας τους. Επί παραδείγματι το αρ. 226 Συνθ.ΕΕ δίνει το δικαίωμα στην Κομισιόν να φέρει ‘‘απείθαρχο’’ κράτος-μέλος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ή το αρ. 227 εξοπλίζει κράτος μέλος με δικαίωμα εναγωγής άλλου κράτους-μέλος προς το άνω Δικαστήριο.
Περαιτέρω, η Ελληνική Βουλή στις 19-4-2005 επικύρωσε το Ευρωσύνταγμα, το οποίο εμπεριέχει ρήτρα εξόδου από την ΕΕ και δυνατότητα οικειοθελούς αποχώρησης κράτους-μέλους, αλλά το άνω νομοθέτημα, μετά τα αρνητικά δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία τον Μάϊο και Ιούνιο του 2005 αντίστοιχα, προς το παρόν τουλάχιστον, μάλλον νομικό απολίθωμα αποτελεί παρά κάτι άλλο.
Είναι, επομένως, άμεσα φανερό και αντιληπτό ότι η ρήτρα εξόδου από την ΕΕ, που αποκρυσταλλώνει το αρ. 50 της Συνθ. Λισαβόνας, δεν προβλέπει απολύτως τίποτε για το τι επακολουθεί για το αποσυρόμενο από την ΕΕ κράτος, που συμμετείχε όμως και στη ζώνη του ευρώ. Το ανέγγιχτο αυτό όμως ζήτημα είναι απολύτου καίριας σημασίας, καθώς έχει να κάνει με το ερώτημα αν η έξοδος μιας χώρας από την ΕΕ συνεπάγεται και έξοδο της από την ευρωζώνη ή και το αντίστροφο, αν δηλαδή τυχόν νομιμοποιημένη έξοδος από την ευρωζώνη σημαίνει και αποχώρηση από την ΕΕ.
Καταρχήν, τα άρθρα 4§2, 118 και 123 της Συνθ.ΕΕ και το 24ο Πρωτόκολλο αναφορικά με τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της νομισματικής ένωσης ρητά προβλέπει για παγίωση μη αναστρέψιμης ισοτιμίας μετατροπής εθνικού νομίσματος και ευρώ και για μη αναστρέψιμη διαδικασία υιοθέτησης του ευρώ από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μάλιστα τα αρ. 122§2 και 123§4 επιβάλλουν, επιπροσθέτως, και υποχρέωση των μη συμμετεχόντων στην ευρωζώνη χωρών να ακολουθούν οικονομική πολιτική δημοσιονομικής σύγκλισης με σκοπό την (τελική) ένταξη τους σ’ αυτήν.
Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει μηχανισμός εξόδου από το ευρώ και ως εκ τούτου, στη διεθνή θεωρία, μονομερής απόπειρα κράτους-μέλους για δημιουργία εθνικού νομίσματος, λογίζεται ότι συνιστά παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών. Συνεπώς, προκρίνεται ως λύση ‘‘αφεύκτου ανάγκης’’, σε περίπτωση εκδήλωσης βούλησης χώρας για αποχώρηση από το ευρώ, η κατόπιν διαπραγματεύσεων με την ΕΕ επίτευξη συμφωνίας για το ουσιαστικό πλαίσιο της απόσχισης και τους όρους της, η οποία αναντίρρητα θα συνεπάγονταν τροποποίηση της Συνθ.ΕΕ, πράγμα που θα προϋπόθετε ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης. Επομένως, τεκμαίρεται, αν και τα κριτήρια ένταξης στην ΕΕ (κριτήρια Κοπεγχάγης) είναι διαφορετικά από τα κριτήρια ένταξης στην ΟΝΕ (κριτήρια Μάαστριχτ), ότι τυχόν αποχώρηση από την ΟΝΕ, ως παραβίαση της Συνθ.ΕΕ, θα σήμαινε ταυτόχρονη αποχώρηση και από την ΕΕ. Και αυτό επειδή η Κεντρική Τράπεζα κράτους-μέλους (National Central Bank) θα αποσχίζονταν από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ESCB), το πρωτόκολλο όμως του οποίου (συστήματος) είναι αναπόσπαστο παράρτημα της Συνθ.ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη στη Συνθ.ΕΕ ούτε για την αποβολή κράτους-μέλους. Η πιο σπουδαία κυρωτικού τύπου αναφορά για συμπεριφορά κράτους είναι αυτή του αρ. 7§2 και 3 κατά την οποία το Συμβούλιο μπορεί να στερήσει προσωρινά το δικαίωμα ψήφου (άρα να το αποβάλει από τις διαδικασίες λήψης απόφασης και ευρύτερης ενεργούς συμμετοχής στην ΕΕ), από ένα κράτος-μέλος μόνο σε περίπτωση εξαιρετικά σοβαρής και μόνιμου χαρακτήρα παραβίασης απ’ αυτό της Συνθήκης και των θεμελιωδών αρχών επί των οποίων αυτή είναι δομημένη, όπως αυτές ορίζονται στο αρ. 6 αυτής. Επομένως, και στην περίπτωση της αποβολής απαιτείται τροποποίηση της Συνθήκης που προαπαιτεί καθολικό consensus όλων των συμμετεχόντων στην ΕΕ χωρών. Με την τροποποίηση θα προβλεφθεί η δυνατότητα αποβολής, οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της και η διαδικασία, ωστόσο τέτοια τροποποίηση θα είναι, από πάσης απόψεως, ένα παράτολμο ενέργημα, καθώς ευνόητο γίνεται ότι μια τέτοιου τύπου πολιτική και νομική επιλογή δυνητικά θα συνιστούσε θρυαλλίδα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σε τελική ανάλυση, η αποχώρηση ή η αποβολή από το Ευρώ είναι μια νομικά αμφιλεγόμενη διαδικασία, και φυσικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα ευρύ φάσμα πολυδιάστατων νομικών, πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων και πολύπλευρων επιπτώσεων, δηλαδή και για το κράτος-μέλος και για την ευρωζώνη, και για τους δανειστές του και για τις Αγορές συνολικά, που, τουλάχιστον από την ακολουθούσα μια τέτοια επιλογή χώρα θα πρέπει να εξετάζονται με εξαιρετική σοβαρότητα και σε ουσιαστικό βάθος και αφού πρώτα η χώρα αυτή έχει απτές απαντήσεις για την ‘‘επόμενη μέρα’’ της και έτοιμο το στρατηγικό πλάνο της δημοσιονομικής τροχιάς της και τον οικονομοτεχνικό και πολιτικό της σχεδιασμό.
Χρήστος Γκουγκουρελας, Δικηγόρος, LLM στο ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Πηγή
Tromaktiko
Η εν λόγω μεταβολή εδαφικής εφαρμογής των συνθηκών κατέστη δυνατή έπειτα από τροποποίηση των συνθηκών που κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη. Το Σύνταγμα εισάγει ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης, κάτι που αποτελεί σημαντική καινοτομία (άρθρο I-60).
Η αποχώρηση δύναται να πραγματοποιηθεί ανά πάσα στιγμή και δεν συνδέεται με τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος ή άλλες προϋποθέσεις. Το κράτος μέλος που επιθυμεί να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης αυτής. Η Ένωση προβαίνει σε διαπραγμάτευση με το εν λόγω κράτος μέλος συμφωνίας που καθορίζει τις λεπτομέρειες της αποχώρησής του και ρυθμίζει το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση
Το Σύνταγμα παύει να ισχύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση της επιθυμίας για αποχώρηση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι δυνατόν, κατόπιν ομόφωνης απόφασης και σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, να παρατείνει το διάστημα αυτό. Το ανωτέρω γεγονός σημαίνει ότι η αποχώρηση δύναται να τεθεί σε ισχύ χωρίς τη συναίνεση της Ένωσης. Συνεπώς, αυτή η ρήτρα εθελούσιας αποχώρησης αποτελεί σημαντική καινοτομία.
Το κράτος μέλος που αποχώρησε από την Ένωση είναι δυνατόν να προσχωρήσει εκ νέου σε αυτήν, ακολουθώντας τη συνήθη διαδικασία προσχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο I-58.
Αποβολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η λέξη “αποβολή” δεν υπάρχει σε καμία συνθήκη. Υπάρχει όμως η “αναστολή συμμετοχής”,σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος, δεν πληροί πλέον τα κριτήρια.
Η ρήτρα αναστολής εισήχθη στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 7) με τη συνθήκη του Άμστερνταμ.
Η ρήτρα αυτή προβλέπει ότι σε περίπτωση παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών επί των οποίων βασίζεται η Ένωση (ελευθερία, δημοκρατία, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και κράτος δικαίου), μπορούν να ανασταλούν ορισμένα δικαιώματα του εν λόγω κράτους μέλους (για παράδειγμα, το δικαίωμα ψήφου στο Συμβούλιο). Αντίθετα, οι υποχρεώσεις που βαρύνουν το εν λόγω κράτος θα συνεχίσουν να το δεσμεύουν.
Με πρόταση από το 1/3 των χωρών (9 χώρες) για “αναστολή” και έγκριση από τα 4/5 των μελών (22 χώρες), μια χώρα μπορεί να οδηγηθεί στην έξοδο από την Ε.Ε. Για να αποβληθεί λοιπόν μια χώρα από την Ε.Ε. πρέπει να το προτείνουν τουλάχιστον 9 εταίροι και να το ψηφίσουν (εγκρίνουν) τουλάχιστον 22.
Η συνθήκη της Νίκαιας ολοκλήρωσε τη διαδικασία αυτή με έναν μηχανισμό πρόληψης. Βάσει πρότασης του ενός τρίτου των κρατών μελών, της Επιτροπής ή του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με πλειοψηφία τεσσάρων πέμπτων των μελών του, και αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, μπορεί να διαπιστώσει ότι υφίσταται σαφής κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος και του απευθύνει τις κατάλληλες συστάσεις.
Τότε Σύμφωνα με τη συνθήκη της Λισαβόνας:
4. Εάν συμμετέχον κράτος μέλος δεν πληροί πλέον τα κριτήρια ή δεν μπορεί πλέον να τηρήσει τις δεσμεύσεις των άρθρων 1 και 2 του Πρωτοκόλλου για τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία, το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει απόφαση για την αναστολή της συμμετοχής του κράτους αυτού.
Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, αποκλειομένου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, λαμβάνουν μέρος στη ψηφοφορία.
Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 205, παράγραφος 3, στοιχείο α), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
http://europa.eu/scadplus/constitution/index_el.htm
“H νομική δυνατότητα είτε αποχώρησης είτε αποβολής κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη”
του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) δεν υπήρχε πρόβλεψη, πολύ περισσότερο θεσμοθετημένος και λεπτομερειακός μηχανισμός μονομερούς ή συμφωνημένης αποχώρησης χώρας από την ΕΕ και την ΟΝΕ, η διάρκεια των οποίων, ούτως ή άλλως, έχει συμφωνηθεί να είναι απεριόριστη, ενώ το αρ. 49 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθ.ΕΕ) καθορίζει μόνο προϋποθέσεις ένταξης κάποιας χώρας.
Πριν το 2007, λοιπόν, το δικαιοδοτικό θεμέλιο της αποσκίρτησης από την ΕΕ ήταν η Σύμβαση της Βιέννης (1969) για το Δίκαιο των Συνθηκών, σύμφωνα με την οποία όπου σε διεθνή συνθήκη δεν προβλέπεται δικαίωμα αποχώρησης συμμετέχοντος σ’ αυτήν κράτους, αυτό in principio δεν μπορεί να αποχωρήσει κατ’ εφαρμογή της δημοσίου διεθνούς δικαίου αρχής ‘‘τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται’’ (pacta sunt servanda), εκτός αν κάτι τέτοιο συνάγεται από το πνεύμα της συνθήκης ή γίνεται ανεκτό από τα συμβληθέντα κράτη (1η περίπτωση) ή όταν τυγχάνει εφαρμογής η ρήτρα clausula rebus sic stantibus, ήτοι η ρήτρα της θεμελιώδους αλλαγής των περιστάσεων – δεδομένων. Δηλαδή όταν η απρόβλεπτη άρδην μεταβολή των δεδομένων είναι τέτοια που αλλοιώνει τόσο και έτσι το πλέγμα της αρχικής συμφωνίας και το φάσμα των συμβατικών υποχρεώσεων-δικαιωμάτων του κράτους-μέλους, ώστε η παραμονή του συμβαλλόμενου κράτους να είναι λόγω χειροτέρευσης της συμβατικής θέσης του άκρως πιο ασύμφορη από ό,τι η αποχώρηση του (2η περίπτωση). Η πρώτη περίπτωση παρέμεινε ιστορικά ανενεργής, ενώ η δεύτερη, που ούτως ή άλλως απαιτεί εξαιρετικές συνθήκες για να υλοποιηθεί πρακτικώς, λογοκρίνεται ως ασύμβατη με την κοινοτική έννομη τάξη.
Το άρθρο 50, ωστόσο, της Συνθήκης της Λισαβόνας, για πρώτη φορά στην ιστορία του ενοποιητικού ευρωπαϊκού οράματος, προβλέπει διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υποβάλλει αίτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο και του παρέχει οδηγίες, στη βάση των οποίων θα συναφθεί, κατόπιν διαπραγματεύσεων, η συμφωνία απόσχισης. Το Συμβούλιο ενεργώντας με αυξημένη πλειοψηφία και με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπογράφει εκ μέρους της ΕΕ τη συμφωνία αποχώρησης και το αντισυμβαλλόμενο αποχωρούν κράτος παύει να είναι μέλος και να δεσμεύεται από το νομικό πλαίσιο της ΕΕ είτε όταν η συμφωνία αποχώρησης το προβλέπει, είτε όταν παρέλθουν 2 χρόνια μετά την εκδήλωση της πρόθεσης του να αποσκιρτήσει από την Ένωση.
Η μονομερής δε απόσχιση κράτους με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης είναι δυνατή, και δη σε τρεις περιπτώσεις: α) αν ένα άλλο κράτος-μέλος παραβίασε θεμελιωδώς και συνεχίζει να παραβιάζει την Συνθ.ΕΕ, β) αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτούργησαν ultra vires, δηλαδή καθ’ υπέρβαση της εξουσίας και της καθ’ ύλη προδιαγεγραμμένης αρμοδιότητας τους και γ) όταν ένα κράτος-μέλος αντιμετωπίζει τέτοιες δυσκολίες που δεν του επιτρέπουν να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις συμβατικές του υποχρεώσεις. Όταν δεν υπάρχει ενδοκοινοτική θεραπεία σε όλα τα ανωτέρω, έσχατη λύση ή ‘‘ακροτελεύτια καταφυγή’’ είναι η έξοδος από την ΕΕ.
Παρά ταύτα, κάποιο από τα τρία άνω ενδεχόμενα θεωρείται ότι είναι δύσκολο να αποκτήσουν πρακτική διάσταση, διότι ο δυναμικός χαρακτήρας της Συνθ.ΕΕ επιτρέπει προσαρμογές, σε ενδεχόμενο ραγδαίας ουσιώδους μεταβολής των περιστάσεων, μέσω τροποποίησης της συνθήκης και διότι στην ίδια τη συνθήκη προβλέπεται ότι όλες οι διχογνωμίες και διαμάχες λύνονται εντός ΕΕ δια των οργάνων της και των θεσμοθετημένων διαδικασιών λειτουργίας τους. Επί παραδείγματι το αρ. 226 Συνθ.ΕΕ δίνει το δικαίωμα στην Κομισιόν να φέρει ‘‘απείθαρχο’’ κράτος-μέλος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ή το αρ. 227 εξοπλίζει κράτος μέλος με δικαίωμα εναγωγής άλλου κράτους-μέλος προς το άνω Δικαστήριο.
Περαιτέρω, η Ελληνική Βουλή στις 19-4-2005 επικύρωσε το Ευρωσύνταγμα, το οποίο εμπεριέχει ρήτρα εξόδου από την ΕΕ και δυνατότητα οικειοθελούς αποχώρησης κράτους-μέλους, αλλά το άνω νομοθέτημα, μετά τα αρνητικά δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία τον Μάϊο και Ιούνιο του 2005 αντίστοιχα, προς το παρόν τουλάχιστον, μάλλον νομικό απολίθωμα αποτελεί παρά κάτι άλλο.
Είναι, επομένως, άμεσα φανερό και αντιληπτό ότι η ρήτρα εξόδου από την ΕΕ, που αποκρυσταλλώνει το αρ. 50 της Συνθ. Λισαβόνας, δεν προβλέπει απολύτως τίποτε για το τι επακολουθεί για το αποσυρόμενο από την ΕΕ κράτος, που συμμετείχε όμως και στη ζώνη του ευρώ. Το ανέγγιχτο αυτό όμως ζήτημα είναι απολύτου καίριας σημασίας, καθώς έχει να κάνει με το ερώτημα αν η έξοδος μιας χώρας από την ΕΕ συνεπάγεται και έξοδο της από την ευρωζώνη ή και το αντίστροφο, αν δηλαδή τυχόν νομιμοποιημένη έξοδος από την ευρωζώνη σημαίνει και αποχώρηση από την ΕΕ.
Καταρχήν, τα άρθρα 4§2, 118 και 123 της Συνθ.ΕΕ και το 24ο Πρωτόκολλο αναφορικά με τη μετάβαση στο τρίτο στάδιο της νομισματικής ένωσης ρητά προβλέπει για παγίωση μη αναστρέψιμης ισοτιμίας μετατροπής εθνικού νομίσματος και ευρώ και για μη αναστρέψιμη διαδικασία υιοθέτησης του ευρώ από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Μάλιστα τα αρ. 122§2 και 123§4 επιβάλλουν, επιπροσθέτως, και υποχρέωση των μη συμμετεχόντων στην ευρωζώνη χωρών να ακολουθούν οικονομική πολιτική δημοσιονομικής σύγκλισης με σκοπό την (τελική) ένταξη τους σ’ αυτήν.
Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει μηχανισμός εξόδου από το ευρώ και ως εκ τούτου, στη διεθνή θεωρία, μονομερής απόπειρα κράτους-μέλους για δημιουργία εθνικού νομίσματος, λογίζεται ότι συνιστά παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών. Συνεπώς, προκρίνεται ως λύση ‘‘αφεύκτου ανάγκης’’, σε περίπτωση εκδήλωσης βούλησης χώρας για αποχώρηση από το ευρώ, η κατόπιν διαπραγματεύσεων με την ΕΕ επίτευξη συμφωνίας για το ουσιαστικό πλαίσιο της απόσχισης και τους όρους της, η οποία αναντίρρητα θα συνεπάγονταν τροποποίηση της Συνθ.ΕΕ, πράγμα που θα προϋπόθετε ομόφωνη απόφαση των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 48 της Συνθήκης. Επομένως, τεκμαίρεται, αν και τα κριτήρια ένταξης στην ΕΕ (κριτήρια Κοπεγχάγης) είναι διαφορετικά από τα κριτήρια ένταξης στην ΟΝΕ (κριτήρια Μάαστριχτ), ότι τυχόν αποχώρηση από την ΟΝΕ, ως παραβίαση της Συνθ.ΕΕ, θα σήμαινε ταυτόχρονη αποχώρηση και από την ΕΕ. Και αυτό επειδή η Κεντρική Τράπεζα κράτους-μέλους (National Central Bank) θα αποσχίζονταν από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ESCB), το πρωτόκολλο όμως του οποίου (συστήματος) είναι αναπόσπαστο παράρτημα της Συνθ.ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη στη Συνθ.ΕΕ ούτε για την αποβολή κράτους-μέλους. Η πιο σπουδαία κυρωτικού τύπου αναφορά για συμπεριφορά κράτους είναι αυτή του αρ. 7§2 και 3 κατά την οποία το Συμβούλιο μπορεί να στερήσει προσωρινά το δικαίωμα ψήφου (άρα να το αποβάλει από τις διαδικασίες λήψης απόφασης και ευρύτερης ενεργούς συμμετοχής στην ΕΕ), από ένα κράτος-μέλος μόνο σε περίπτωση εξαιρετικά σοβαρής και μόνιμου χαρακτήρα παραβίασης απ’ αυτό της Συνθήκης και των θεμελιωδών αρχών επί των οποίων αυτή είναι δομημένη, όπως αυτές ορίζονται στο αρ. 6 αυτής. Επομένως, και στην περίπτωση της αποβολής απαιτείται τροποποίηση της Συνθήκης που προαπαιτεί καθολικό consensus όλων των συμμετεχόντων στην ΕΕ χωρών. Με την τροποποίηση θα προβλεφθεί η δυνατότητα αποβολής, οι νομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της και η διαδικασία, ωστόσο τέτοια τροποποίηση θα είναι, από πάσης απόψεως, ένα παράτολμο ενέργημα, καθώς ευνόητο γίνεται ότι μια τέτοιου τύπου πολιτική και νομική επιλογή δυνητικά θα συνιστούσε θρυαλλίδα στα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σε τελική ανάλυση, η αποχώρηση ή η αποβολή από το Ευρώ είναι μια νομικά αμφιλεγόμενη διαδικασία, και φυσικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα ευρύ φάσμα πολυδιάστατων νομικών, πολιτικών και οικονομικών ζητημάτων και πολύπλευρων επιπτώσεων, δηλαδή και για το κράτος-μέλος και για την ευρωζώνη, και για τους δανειστές του και για τις Αγορές συνολικά, που, τουλάχιστον από την ακολουθούσα μια τέτοια επιλογή χώρα θα πρέπει να εξετάζονται με εξαιρετική σοβαρότητα και σε ουσιαστικό βάθος και αφού πρώτα η χώρα αυτή έχει απτές απαντήσεις για την ‘‘επόμενη μέρα’’ της και έτοιμο το στρατηγικό πλάνο της δημοσιονομικής τροχιάς της και τον οικονομοτεχνικό και πολιτικό της σχεδιασμό.
Χρήστος Γκουγκουρελας, Δικηγόρος, LLM στο ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
MSI και ASUS κλέβουν στα benchmarks
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ