2016-06-30 00:02:06
Αιμίλιος Γάσπαρης
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
Υπήρχε η ιδέα και η επιθυμία. Ο καιρός ήταν κατάλληλος μετά τις εξετάσεις. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία και με λιγοστά πράγματα βρέθηκα στο δρόμο για το Άγιο Όρος. Πρώτο ταξίδι προς τη Βόρεια Ελλάδα. Σαν αστραπή η πρώτη εντύπωση στη Θεσσαλονίκη. Ο Άγιος Δημήτριος, η πιο λαμπρή εκκλησία της πόλης και η έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τα χρυσά των Μακεδόνων και τα πολύτιμα αντικείμενα από τα μοναστήρια, το Πανεπιστήμιο επίσης κι αυτό μυθικό για τους νότιους τότε.
Μετά η πορεία ανατολικά προς τη Χαλκιδική και το Χολομώντα. Κατάφυτο βουνό, ψηλόκορμες βελανιδιές και καστανιές σκέπαζαν τις απαλές κορφές του και τις πλαγιές που κατέβαιναν στη θάλασσα.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κατάφυτο βουνό. Πόσο πράσινο και πόση ξεκούραση στα μάτια. Αρναία, Στάγιρα, Στρατώνι. Ο Στρυμονικός κόλπος απλώνει τις όμορφες και απέραντες αμμουδιές του.
Φτάσαμε στην Ιερισσό. Ένα τουριστικό χωριό στα πρόθυρα του Άγιου Όρους που κιόλας μας χάριζε στο βλέμμα μας τις υποβλητικές του γραμμές. Το καΐκι ξεκίνησε και γέμισε επιβάτες μετά στη Νέα Ρόδη που ήταν κι ο τελευταίος σταθμός πριν πιάσουμε τους πολύχρονους ταρσανάδες της Ιερής Πολιτείας. Καλόγεροι και εργάτες, μπιστικοί των μοναστηριών και τουρίστες γέμιζαν το μικρό καΐκι που το κυματάκι το ανεβοκατέβαζε παίζοντας καθώς βγαίναμε από το μικρό κόλπο. Πλατύς ο Στρυμονικός, γραφικές και πολύμορφες οι ακτές. Μικρές αμμουδιές, θυμάρι και άλλοι θάμνοι και πεύκα, που και που ξεχώριζες κάποιο ερειπωμένο κτίσμα, καμιά παρουσία ανθρώπου, άδειες από κινήσεις της στιγμής. Άλλες απότομες με βράχια καφετιά, άλλες φαγωμένες από το κύμα, σπηλιές και μικρά νησάκια όλο πέτρα. Ήλιος και θάλασσα, σιγά- σιγά οι ακτές της Μακεδονίας χάνονταν και μπροστά το Όρος στο δυνατό φως, το μεσημεριάτικο.
Πρώτος σταθμός το Χελαντάρι, στον ταρσανά του. Μεγάλη πόρτα ξυλόφραχτη, καταφύγιο για τις βάρκες το χειμώνα. Το Σέρβικο μοναστήρι στα μεσόγεια, δεν φαίνεται. Το μουράγιο πήρε ζωή, οι βάρκες τριγύρω και άλλα ζωντανά κι ύστερα από τις δυνατές φωνές και τους χαιρετισμούς φύγαμε. Πάλι ξετύλιγμα ακτών στα μάτια μας, σύντομο γιατί φτάσαμε πια στο πρώτο μοναστήρι που θα το βλέπαμε, σημάδι πως έχουμε μπει στον Άθωνα, αυτό του Εσφιγμένου. Στο άνοιγμα του κόλπου βλέπαμε να φανερώνεται το κτίσμα. Σ’ ένα μυχό, σε μια γωνιά στέκονταν οι τοίχοι του, σαν αυτούς σε κάστρο, ψηλοί. Κελιά και μπαλκόνια κρέμονταν και παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες και κιόσκια, στολίδια πάνω τους. Μοναχοί επαναστάτες, ατίθασοι, κατά καιρούς αναστατώνουν την πολιτεία. Γνωστοί για την άκαμπτη τους προσήλωση στην αληθινή πίστη. Σημάδι η «Ορθοδοξία ή Θάνατος» στο μαύρο πανί που κρέμονταν σε περίβλεπτο σημείο. Δίπλα στο κύμα το μοναστήρι και πάνω στο κύμα οι ταρσανάδες του.
Του τρώγανε την πέτρα τα κύματα και θα είχε πέσει πριν λίγα χρόνια, αν δεν του βάζανε αυτούς τους τσιμεντόλιθους στα θεμέλια, έλεγε ο Αγιορείτης. Αφήσαμε το μοναστήρι με κατεύθυνση το Βατοπαίδι. Απόσταση αρκετή και το ταξίδι κουραστικό. Είχαμε λουστεί στην αλμύρα. Όμως ο αέρας καθαρός και κρύος. Φυσούσε. Ο ήλιος σιγά – σιγά έγερνε. Οι ακτές γαλήνευαν. Η κοιλάδα άνοιγε στη θάλασσα και στο φιλί της με το κύμα φιλοξενούσε την κόκκινη πολιτεία. Φθαρμένοι από τα χρόνια ταρσανάδες, σπίτια στο ακροθαλάσσι, πάνω στην άμμο. Δίπλα περβόλια και το καλντερίμι που έφερνε στο μοναστήρι. Κόκκινο το βλέπαμε από τη βάρκα προς τα πάνω και τα παράθυρα άσπρα και οι τοίχοι βαμμένοι σαν με πορφύρα. Μεγάλο, πλούσιο και εντυπωσιακό, εικόνα μαγευτική με την ακτή πλατιά και μετά με την κοιλάδα. Πρώτη επαφή με τις αρχές. Ο αστυνόμος δεν επιτρέπει την αποβίβαση εκεί των προσκυνητών που δεν είναι εφοδιασμένοι με το διαμονητήριο. Έτσι έπρεπε να προχωρήσουμε στο ταξίδι μας. Φύγαμε.
Σταυροί στα βράχια, ανάμεσα στα δέντρα, τάφοι θα είναι ή σήματα. Τώρα η βλάστηση άρχισε να γίνεται πιο πυκνή. Οι ακτές είναι κατάφυτες και μετά το μοναστήρι του Παντοκράτορα σαν πύργος παλιάς εποχής, κάτι από το χρόνο των παραμυθιών σ’ ένα μικρό, γραφικό κόλπο. Πιο πέρα, στα μεσόγεια, στην πλαγιά ξεχώριζε ένα μεγαλόπρεπο κτιριακό συγκρότημα. Δεν ήταν μοναστήρι αυτό, παρά μια σκήτη, αυτή του Προφήτη Ηλία, η Ρωσική. Σπαθίζανε τα ψηλά καμπαναριά και οι ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τρούλοι. Μπροστά μας στη σειρά του πάνω στο βράχο η μονή Σταυρονικήτα, στηριγμένη σε δυο πελώριες καμάρες τυφλές.
Μετά ο ταρσανάς της Καλιάργας και η μονή των Ιβήρων, όπου θα αφήναμε τη βάρκα. Ένα ζωντανό χωριό έμοιαζε το μοναστήρι. Αποθήκες και πολύς κόσμος, ταρσανάδες και πολλή ξυλεία και μια κίνηση που μάλλον είναι ασυνήθιστη για το Όρος. Ο δρόμος το ενώνει με την πρωτεύουσα, τις Καρυές. Περιμέναμε το λεωφορείο για να πάμε εκεί πριν νυχτώσει και το καράβι να πάρει κι άλλους επιβάτες για τη Μέγιστη Λαύρα. Σ’ ένα καΐκι δίπλα μας φόρτωναν γουρούνια καλοθρεμμένα. Ο δρόμος για τις Καρυές είναι ανηφορικός, χωματένιος και στενός και όλο στροφές καθώς ανέβαινε την πλαγιά. Αγριόθαμνοι σκέπαζαν τα χαντάκια, βάτοι και κλήματα. Λίγη η διαδρομή στο όμορφο και παράξενο τοπίο.
Ερείπια και εκκλησιές και κατοικίες και τοίχοι σημάδια του καιρού και κισσός πλεγμένος σε δέντρα και σε κτίσματα. Πέτρες που ο χρόνος έσβησε την μορφή τους. Να ήταν σκήτες ή προσκυνητάρια, εκκλησιές ή κονάκια ή ερημητήρια; Κάποιες γωνιές κρατούνε ακόμα τη ζωή και εκεί μια ψυχή, μπορεί και δυο παραμένουν και ζωντανεύουν μια σταλιά περβόλι, μια πετρόκτιστη εκκλησιά. Ενθυμήματα ποικίλων εποχών, κάθε εποχή έχει αφήσει τα σημάδια, κάθε εποχή μετράει τα δικά της ερείπια. Βιαστικοί σταθμοί σ’ αυτή την υπέροχη φύση, σ’ αυτά τα πολύχρωμα βήματα, στάλες βροχής ανθρώπινης ή θείας ποίησης. Που και που μνήματα. Στάση μια. Μπορεί και δυο. Τι θα έχεις να δεις και τι να πιστέψεις. Προορισμός όλων οι Καρυές, το κέντρο του Όρους, η πρωτεύουσα, το Πρωτάτο.
Απαγορεύεται η διέλευση εφίππων στους δρόμους, το κάπνισμα στα καντούνια, στην πλατεία. Απαγορεύονται οι φωνές, τα γέλια και τα σφυρίγματα. Πρωτάτο. Παλιός ο ναός, τρίκλιτη βασιλική με τοιχογραφίες εκπληκτικές και θαυμάσιες φορητές εικόνες. Καμάρες και παράθυρα γυριστά και επιβλητικό καμπαναριό. Στον τέταρτο αιώνα ανάγεται η θεμελίωσή του. Στολίδι πραγματικό και η μοναδική βασιλική του Όρους. Μετά είναι η αστυνομία. Τώρα μπορούμε να φιλοξενηθούμε. Βραδιάζει και έχει κλείσει η Ιερά Επιστασία για τα διαμονητήριά μας. Απόψε θα μείνουμε στο ξενοδοχείο, ένα δίπατο σπίτι με το κρεμαστό μπαλκόνι και τα μικρά παράθυρα. Κάτω είναι το εστιατόριο. Μια μικρή γωνιά, πολύ γραφική και με ωραίο κρασί του τόπου και με ακόμα πιο γευστική παραδοσιακή φασολάδα. Αυτό θα είναι το πρώτο βράδυ στις Καρυές, την πρωτεύουσα του Όρους. Τριγυρίσαμε το σούρουπο τα καλντερίμια σε τούτο το μοναδικό χωριό. Είδαμε το εργαστήρι των Ιωσαφαίων ζωγράφων, το μαγαζάκι των λαϊκών ειδών που μαζί με την αστυνομία και το ξενοδοχείο και τον ΟΤΕ αποτελούν το μικρό πυρήνα με κέντρο το Πρωτάτο και τις αντιπροσωπείες των μοναστηριών, τα περίφημα κονάκια. Όσο πιο πλούσιο το μοναστήρι, τόσο πιο επιβλητικό το κονάκι του με τους αντιπροσώπους του. Το Σέρβικο, το Ρωσικό, το Βουλγάρικο και αυτά των ελληνικών. Μοναχοί και πολλοί λαϊκοί που διάλεξαν να ζήσουν μακριά από τις γυναίκες, εκεί υπάρχουν και εργάζονται. Γεμάτα τα μαγαζιά εμπορεύματα και θα έλεγες πάλι πως μπορεί και να βρίσκεσαι σ’ ένα νησί τουριστικό, βλέποντας τόσα αναμνηστικά και κάρτες και κάθε λογής ενθύμια και βιβλία και εικόνες και βιβλιαράκια και κομποσχίνια και κάθε έντυπο με ιστορίες στη σειρά των μαρτύρων και αυτά να είναι καμωμένα από τα χέρια των μοναχών στο λίγο χρόνο που μένει πέρα από τις προσευχές και τα πολλαπλά καθήκοντα. Στις Καρυές που βρίσκονται στο μικρό πλάτωμα της πλαγιάς και με ορίζοντα την πολύδεντρη κοιλάδα και τον Άθωνα, το ιερό βουνό και τις σκήτες και τα κονάκια και το πιο κοντινό εκεί μοναστήρι, του Κουτλουμουσίου.
Ήρθε το βράδυ. Λιγοστά τα φώτα των καντηλιών. Τριζόνια και κουκουβάγιες γεμίζουν τη νύχτα με την ασταμάτητη παρουσία τους. Ο άνθρωπος ένα σημάδι στο σύμπαν μηδαμινό. Τ’ αεράκι παίζει στα δέντρα. Οι τελευταίες λάμψεις σβήνουν σιγά-σιγά. Αστροφεγγιά, λάμπει το φεγγάρι. Λες και θα ακούσεις τη φωνή της φύσης. Λες και έχει σταματήσει η ζωή σ’ αυτή την πρωτεύουσα καθώς γαληνεύουν οι ψυχές στα κελιά της προσευχής. Λες και θα επικοινωνήσεις με το θείο, εκεί που είναι τόσο διάχυτα απλωμένη η θέλησή του. Ίσως πραγματικά ο χρόνος τόσο λίγο παίζει εδώ. Ίσως ο ρυθμός, ο αγώνας είναι τόσο προσφιλής εδώ. Ίσως γιατί έντονα οι μνήμες και η ιστορία φυλάσσει τον άνθρωπο εδώ απείραχτο από τα σημάδια του καιρού και του πολιτισμού, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Ίσως γιατί τα νέα υλικά τόσο αδιόρατα δένονται με τα παλιά και παντρεύονται κι όπου κισσοί πλέκουν απάνω τους τα στεφάνια τους σβήνουν κάθε μαρτυρία και ένδειξη του χθες.
Περιήγηση στα δρομάκια του Αγίου Όρους
Τα ξύλα διαβρώνονται, οι τοίχοι φουσκώνουν και το σίδερο σκουριάζει. Στις σκιερές στοές οι εικόνες μένουν στην συνεχή πίεση μιας διαπεραστικής υγρασίας, στην κυκλωτική παρουσία του ιστού της αράχνης. Το πρωί, πολύ πρωί οι καμπάνες ξυπνούν την ιερή κοινότητα. Κάθε πρωί. Η ώρα και η ζωή αρχίζει εδώ με το πρώτο φως της μέρας και τελειώνει με τη δύση του ήλιου. Πρώτες ενέργειες, τα διαμονητήρια, πολύ απλά για τους φοιτητές κοστίζει πενήντα δραχμές. Τώρα θα κινηθούμε προς κάθε κατεύθυνση, ελεύθερα προς κάθε μεριά της χερσονήσου και του βουνού.
Πρώτος γρήγορος σταθμός το Κουτλουμούσι. Βρίσκεται μόνο πέντε λεπτά με τα πόδια από τις Καρυές. Δρομάκι με υγρό καλντερίμι από τις πηγές και σκεπασμένο με πλατάνια, καστανιές και φρουτόδεντρα. Το μοναστήρι μικρό, σχεδόν τετράγωνο, σαν φωλιά με κόκκινες στέγες τα κελιά και ο ξενώνας. Η κρήνη με το τάσι απέναντι στην εξώθυρα, που έχει δυο παρεκκλήσια ψηλά, τόσο όμορφα και τόσο καμαρωτά. Επιγραφές τονίζουν την αξία του χώρου και υπενθυμίζουν το σκοπό. Παλιό μοναστήρι που τώρα ανακαινίζεται. Λιγοστοί μοναχοί, δεν κοιτάζουν τους επισκέπτες, οι ξένοι περνούν κι αυτοί μένουν εκεί μέσα στην αγκαλιά της πίστης και της αφοσίωσης. Σαν μια φωλιά το κοινόβιο αυτό με το καθολικό στη μέση της αυλής, μικρό και πορφυρένιο, κλειστό και γοητευτικό. Οι δικοί μας και οι ξένοι έβλεπαν τις στοές, τις καμάρες, τις ωραίες τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα. Γερασμένα γέρνουν επικίνδυνα οι κρεβατίνες στην αυλή. Πελώριοι κορμοί για το είδος βαραίνουν τα μισοσαπιμένα στηρίγματα. Είναι έτοιμα να πέσουν. Εκείνη την ώρα ετοίμαζαν την τράπεζα, άλλοι μοναχοί καθάριζαν τα λαχανικά για το μεσημεριανό. Φτωχική τράπεζα, αρκετή ακαταστασία. Σιωπή και ερήμωση
Φεύγουμε από τις Καρυές για το Βατοπαίδι. Με κρύο νερό γεμίσαμε το παγούρι. Μας έδειξαν το δρόμο. Μας καθοδήγησαν. Περάσαμε το κονάκι των Βουλγάρων, μια ψυχή μένει εκεί πια. Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το Ρωσικό, τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα. Είχαμε ανέβει ψηλότερα και βλέπαμε από πάνω τα καμπαναριά και τους αμέτρητους τρούλους να σπαθίζουν με την ξεχωριστή ρωσική αρχιτεκτονική τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω η είσοδος. Μισοριγμένη, μισάνοιχτη. Οι τοίχοι της χαλασμένοι και η σιδεριά πλεγμένη με αγριόχορτα. Η παλιά αυλή πλακόστρωτη μπροστά μας. Τα πρόπυλα της εκκλησιάς. Μετά δεξιά κι αριστερά παρεκκλήσια, κτίσματα με τέχνη δουλεμένα και η Αθωνιάδα Σχολή μεγαλόπρεπη, σχεδόν κολλημένη στη σκήτη. Ερήμωση κι εδώ και εγκατάλειψη, δεν υπάρχει ψυχή. Τα παράθυρα πεσμένα και η πελώρια πόρτα κατάκλειστη. Τα αγριόχορτα, παντού αγριόχορτα και τα λουλούδια πλέκουν στα γείσα, στις κολώνες και στα παλιά μάρμαρα. Ψηλά οι τρούλοι πολύχρωμοι με μεγάλους ολοστόλιστους σταυρούς, ακόμα και η αυλή είναι στρωμένη με το χαλί των λουλουδιών κάθε λογής. Οι καναπέδες πεταμένοι ρημάζουν και τα πεζούλια έγιναν για τα στοιχειά της φύσης. Πήραμε το πλακόστρωτο για τα πίσω της αυλής. Μάρτυρες γίναμε σ’ ένα θέαμα πρωτοφανές και μοναδικό. Τα δέντρα είχαν τόσο θεριέψει και αγριέψει, οι τριανταφυλλιές έπλεξαν τον πιο πολύπλοκο ιστό και τα λουλούδια τους άλλαζαν την όψη σε μια χρωματική πανδαισία, λιγόφυλλα και λεπτόφυλλα και αρωματικά, έκρυβαν τον ουρανό, έπαιρναν τη θέση της σκεπής. Οι ροδακινιές και οι κορομηλιές, τα κυπαρίσσια και οι ευκάλυπτοι κι άλλα χωρίς όνομα, δέντρα άγρια ενώθηκαν και συντρόφευαν το κτίσμα. Ο κισσός και το αγιόκλημα και ο βάτος ενώθηκαν και βάσταξαν τα κλαδιά και τους κορμούς. Έγιναν ένα κορμί και ο τοίχος απόκτησε ένα χρώμα βαθύ πράσινο. Τα σταφύλια από τις κληματαριές κρέμονται αγίνωτα. Το φως λιγοστό. Υγρασία στα φυλλώματα και τις πέτρες. Βρέχει δροσιά. Πουθενά σκόνη. Σαύρες και μύγες και πεταλούδες τριγυρνούν και αράχνες πλέκουν τους ιστούς τους και κλείνουν το σχεδόν αδιάβατο δρομάκι. Περνώντας σου αφήνουν με το δίχτυ τους στο πρόσωπο, στα χέρια σαν ένα φίλημα το ανατρίχιασμα. Μεγάλες είναι εκεί οι αράχνες, ατάραχες υφάντρες που δεν φαίνεται να ενοχλούνται από το πέρασμα του ανθρώπου και από την ελαφριά κηδεμονία της ιστορίας. Ψυχές πιάνουν και κελαηδίσματα πουλιών.
Η πόρτα ανοιχτή και σε οδηγεί σε μια άλλη μικρή και αυτή αυλή. Παλιά θα ήταν αυλή των ανθρώπων, τώρα είναι γη, είναι για τα δέντρα και τους βάτους. Κι από εδώ οι πεσμένοι τοίχοι και τα ανοιχτά παράθυρα. Μια πελώρια πόρτα μας οδηγούσε μέσα, σιδερένια με χίλια στολίδια που κρατούσε αντίσταση στου κισσού το φίλημα. Παντού κισσός, στα δέντρα, στους τοίχους, στις πόρτες, στα παράθυρα, τα μισορημαγμένα, τα ανοιχτά.
Μέσα στα δωμάτια, παλιά θα ήταν αρχονταρίκια και ξενώνες και κελιά, μέσα τώρα οι κισσοί γλύφουν τους τοίχους, απλώνουν πλοκάμια, καλύπτουν τον πεσμένο σοβά με το πράσινό τους στρώμα. Ξεθωριασμένο στη σκιά πράσινο, μα δυνατό και αρπαχτικό και χωρίς ενδοιασμούς. Σιωπή κρατούν τα στοιχειά και κάθε φωνή πνίγεται που λες να θέλει να ταράξει το φυσικό έργο. Δουλεύει στο χρόνο το δέντρο και το άνθος και το αναρριχητικό. Στην σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στην πίσω αυλή άφησε ο άνθρωπος τη φύση χρόνια να προχωρήσει και να καλύψει τα έργα του, να σκεπάσει τους τοίχους με το φιλί της. Ο χρόνος παίρνει ζηλόφθονα αυτά που του ανήκουν και σβήνει τα ίχνη, σταθερά ξανά και ξανά η ίδια ιστορία. Ερείπια μιας παλιάς δόξας, μιας παλιάς εποχής, μιας αρχαίας πίστης που όμως ξέρει να επιμένει. Τώρα τα σημάδια και τώρα τα ζητούμενα ίχνη, καθώς μόνο η φύση εκεί δουλεύει και υψώνει νέα κλαδιά και νέα λουλούδια και νέους φραγμούς και αναγγέλλει τους επομένους θανάτους, την νέα άνοιξη και τους νέους καρπούς και γεννά τα φυλλώματα, γίνονται μαγικά και δυσεύρετα. Σίγουρα περιμένουν εκείνο τον Μάιο και εκείνους τους νέους που θα κτίσουν και θα στερεώσουν τα καινούρια έργα στων παλιών τα κουρασμένα βήματα.
Μέσα να μπεις στη ρωσική σκήτη είναι αδύνατο. Κλεισμένες οι πόρτες, οι δουλεμένες σιδεριές καλά κρατούν, τα παραθύρια ψηλά και πελώριοι τοίχοι κι όπου τοίχος κισσός κι αδιαπέραστοι όγκοι πρασίνων και μ’ αγκάθια και στις σκιερές ρίζες φωλιάζουν τα φίδια. Κι όπου τα φύλλα αφήνουν λίγο γαλάζιο στα μάτια, τότε ο ήλιος ζεστός και πασίχαρος στέλνει λίγες ακτίνες έτσι για χάρη, για λίγη λάμψη στα φύλλα, να παίξει το φως και ν’ αλλάξει το χρώμα, ν’ ανοίξει λίγο και να δώσει νέες δυνάμεις. Μετά γίνονται όλο και πιο πολλές οι ακτίνες. Κι όπου δέντρα σ’ αφήνουν να δεις πιο πέρα τις άλλες πλαγιές κα τις άλλες σκήτες και τους άλλους τρούλους, μακριά τα άλλα ερείπια και τα άλλα σημάδια. Το πράσινο πνίγει τούτους τους λόφους, τα δέντρα θεριεύουν και τα πράσινα αγκάθια. Στη ρωσική σκήτη, που είναι στην πρωτεύουσα του Όρους κονάκι του μεγάλου μοναστηριού, του Αγίου Παντελεήμονα, σταμάτησε ο χρόνος και το αύριο είναι άδηλο και κρυφό. Η φθορά κυριαρχεί, μα στο βλέμμα κρατούν λίγα σημάδια καλά προφυλαγμένα. Λίγα από την παλιά δόξα και που προσμένουν τα χέρια εκείνα που θα ελευθερώσουν και θα ξαναδώσουν μια αίσθηση από το πρότερο χρώμα. Μα ίσως και τούτη η μορφή να ταιριάζει, εκεί που οι τελευταίοι καλά κλειδώσανε και έφυγαν και μετεωρίστηκαν στο χώρο και στο χρόνο, στο πνεύμα και στην ύπαρξη και στον προορισμό τους.
Τα μοναστήρια Βατοπαιδίου και Παντοκράτορα
Με τα πόδια ο δρόμος Καρυές – Βατοπαίδι. Καλντερίμι καλοφτιαγμένο ανάμεσα σε πυκνά δάση βελανιδιών, ανηφορικό και φαγωμένο από τις χιλιάδες τα βήματα. Πίσω σπαθίζουν οι τρούλοι της σκήτης. Κόκκινο χρώμα, όποιο θες χρώμα. Περίλαμπρα κτίρια και πράσινο, πράσινο και γαλάζιο, πέρα μακριά η θάλασσα αχνίζει, ο ήλιος πυροβολεί τα καμπαναριά και οι σταυροί λάμπουν και τα μάρμαρα κι όλα τα χρώματα είναι ζωντανά και οι άνθρωποι φεύγουν και λείπουν. Μπροστά μας το δάσος. Πυκνό και ακόμα παρθένο. Τα φυλλώματα κλείνουν το δρόμο και πνίγουν σιγά-σιγά κονάκια και σκήτες. Όλο δροσιά και πηγές που αναβλύζουν στο δρόμο μας. Άλλοτε λάσπωναν ανάμεσα στους βάτους κι αλλού γίνονταν ένα ρυάκι. Βρύσες κάτω από τα πλατάνια και το πράσινο τόσο πλούσιο και τα φυλλώματα τόσο πυκνά. Χαιρόμαστε τα γύρω μας, χόρταινε το μάτι τόση ομορφιά. Πολλά σημάδια, εκκλησάκια και έρημες σκήτες. Παλιά θα έσφυζε από ζωή ο τόπος. Τώρα το λεωφορείο Καρυές-Ιβήρων περνά τούτη την ώρα και κορνάρει και ο ήχος παράταιρος. Μπορεί να φέρνει καινούριους τουρίστες ή και προσκυνητές, ίσως και αυτούς που διάλεξαν να συνεχίσουν εδώ την χιλιόχρονη παράδοση να μείνουν και να προσεύχονται.
Τώρα η φύση οργιάζει, ακόμα και έτσι πλούτη χαρίζει. Τα δάση υλοτομούνται και οι κορμοί που πέφτουν αποδίδουν σ’ όσα μοναστήρια έτσι δραστηριοποιούνται. Τα δάση είναι πλούτος και τις αποδοχές δεν περιφρονεί κανείς. Ευτυχώς ακόμα τα δάση είναι τόσο πυκνά που δεν γίνεται αισθητή η διαφορά. Μπορεί να τους κάνουν και καλό. Τώρα, γιατί αργότερα η κοπή των δέντρων θα είναι κάτι αιματηρό. Από ψηλά, από το λόφο το είδαμε το Βατοπαίδι. Διακρίνεται από μακριά με τα καμπαναριά και τους πύργους. Ολόκληρη πολιτεία. Πνιγμένη σ’ ένα πράσινο ελιάς, στην άκρη της κοιλάδας που κλείνεται από χαμηλούς πευκόφυτους λόφους. Στη θάλασσα, στον απάνεμο κόλπο καθρεπτίζονται οι ταρσανάδες, τα καρνάγια και οι αποθήκες.
Περνώντας πλακόστρωτα με μια ιδιαίτερη τέχνη, το όμορφο ξυλόστεγο κιόσκι του πηγαδιού με τις γούρνες και τα πεζούλια μπαίνεις στο μοναστήρι. Τα σκαλοπάτια που ανεβαίνεις μισοφέγγαρο, δεν κόβονται πουθενά μέχρι την πύλη. Πλούσιο, ιδιόρρυθμο μοναστήρι, τα έσοδά του, λένε, είναι περίπου τέσσερα και μισό εκατομμύρια δραχμές το χρόνο. Όμως οι καλόγεροι εκεί είναι λίγοι και γέροντες. Εκείνη τη μέρα δεν δέχονται επισκέπτες γιατί περιμένουν μια ομάδα σαράντα μοναχών και δεν διαθέτουν ούτε χρόνο ούτε χώρο. Μια απρόσμενη υποδοχή από τον αρχοντάρη. Έπρεπε να φύγουμε. Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο μοναστήρι. Οι πύργοι, τα παρεκκλήσια, η φιάλη, η τράπεζα, το καθολικό, τα είδαμε. Όλα ήταν κλειστά και έτσι το εσωτερικό μας παρέμεινε κρυφό. Η αυλή χορταριασμένη. Παντού η σιωπή ή η άσκηση της σιωπής. Ερημιά, μια μεγαλόπρεπη ερημιά και μια προσμονή. Άλλη ψυχή δεν είδαμε εκτός από τον πορτιέρη και τον αρχοντάρη. Έξω είχε πολλή κίνηση. Άφθονη ξυλεία στο μουράγιο. Οι εργάτες κουβαλούσαν με τα ζωντανά κορμούς κομμένους. Τα γύρω περιβόλια χέρσα, μισόξερα και παρατημένα. Οι ταρσανάδες μεγάλοι, ένα μικρό λιμάνι και η αστυνομία. Η θάλασσα μπροστά και η παραλία ένα σύνολο αδιαμφισβήτητο.
Μεσημέρι, ανηφοριά και ο δρόμος μακρύς για το μοναστήρι του Παντοκράτορα. Ιδρώτας και κούραση και η συντροφιά ενός παλιού αγιορείτη και τώρα ιεροκήρυκα ανά την Ελλάδα, του Μόδεστου:
-Τους άθεους τους τιμωρεί ο Θεός.
-Τους ιεχωβάδες δεν τους κυνηγά ο Καραμανλής. Πήγα και χτυπήθηκα στη Ριζούπολη με τους χωροφυλάκους που τους φυλάγανε για την πίστη μας. Όλοι είναι όμως αμαρτωλοί.
-Ο Καραμανλής έχει ενενήντα βαθμούς «κριτικής» επειδή δεν κυνηγά τους άπιστους, στα άλλα είναι καλός. Μόνο ο Μεταξάς έχει πεντακόσιους βαθμούς (άγνωστο γιατί). Ο Παπαντρέου τριάντα, ο Ηλιού είναι συμπαθητικός, έχει σαράντα. Ο Παπαδόπουλος είχε δέκα.
Μας τα έλεγε ο ερημίτης που τη νύχτα του τα έλεγε ο θεός. Για τον Φλωράκη δεν ρώτησε και σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν θα περιμέναμε περίπλοκη μέθοδο εξακρίβωσης και ψυχολογική διερεύνηση του επιχειρήματος. Ελαφρολογίες με το χαρακτήρα και τη συναίσθηση της ώρας και ανάλογα με την αποστολή και την πνευματική κατάσταση.
Φτάσαμε το απογευματάκι στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Μικρό και όμορφο, στα πλαίσια των ανθρώπων. Με πύργο. Καλή υποδοχή, ήπιαμε καφέ. Αμέσως τραβήξαμε για τα μεσόγεια για να δούμε πριν βραδιάσει την επιβλητική ρωσική σκήτη του Προφήτη Ηλία. Φαινόταν μεγάλη και πλούσια και από τόσο μακριά τόσο μεγαλόπρεπη πριν δύσει ο ήλιος. Αφήσαμε τα πράγματα στη Μονή Παντοκράτορα που θα διανυκτερεύαμε και μαζί με τον Μόδεστο, τον ιεροκήρυκα, πήραμε την ανηφόρα. Μικρή διαδρομή, απογευματινή δροσιά και ανάλογη φλυαρία. Έπεφτε ο ήλιος. Τα κτίρια αποκτούσαν μια πιο πλούσια διάσταση. Παλιά είχε τετρακόσιους μοναχούς, τώρα είναι ζήτημα αν είναι εκεί δυο με τρία άτομα. Τώρα και εκεί ερημιά. Στρογγυλοί οι ρωσικοί τρούλοι μας υποδέχονταν. Κλειστή η είσοδος, χαλάσματα οι πρώτοι κήποι. Το νοσοκομείο άδειο, γερνούσε και δεν είχε ποιους να θεραπεύει. Πεντακάθαρη η εσωτερική αυλή. Στο μέσο της η εκκλησία, πέτρα άσπρη και γρανιτένια καλά δουλεμένη. Σαν να μην την έχει αγγίξει τίποτα. Λάμπουν στον ουρανό οι τρούλοι και το καμπαναριό. Όμορφα διατηρημένα τριγύρω το πηγάδι, τα παρεκκλήσια και τα κελιά. Ένας αμερικάνος καλόγερος μα ξενάγησε στην εκκλησία. Ένα δημιούργημα του 19ου αιώνα με τα χρήματα του τότε τσάρου της Ρωσίας. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και στα υπόγεια υπήρχαν κρύπτες. Η αρχιτεκτονική είχε ποικίλα ρωσικά στοιχεία. Μέσα στο καθολικό οι τοίχοι άδειοι και λευκός ο τρούλος, θόλοι και κολώνες όλα άδεια.
[Συνεχίζεται]
http://www.pemptousia.gr
(Αγιορείτικα Στοιχεία από ένα ταξίδι στη δεκαετία 70-80)
Υπήρχε η ιδέα και η επιθυμία. Ο καιρός ήταν κατάλληλος μετά τις εξετάσεις. Χωρίς κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία και με λιγοστά πράγματα βρέθηκα στο δρόμο για το Άγιο Όρος. Πρώτο ταξίδι προς τη Βόρεια Ελλάδα. Σαν αστραπή η πρώτη εντύπωση στη Θεσσαλονίκη. Ο Άγιος Δημήτριος, η πιο λαμπρή εκκλησία της πόλης και η έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τα χρυσά των Μακεδόνων και τα πολύτιμα αντικείμενα από τα μοναστήρια, το Πανεπιστήμιο επίσης κι αυτό μυθικό για τους νότιους τότε.
Μετά η πορεία ανατολικά προς τη Χαλκιδική και το Χολομώντα. Κατάφυτο βουνό, ψηλόκορμες βελανιδιές και καστανιές σκέπαζαν τις απαλές κορφές του και τις πλαγιές που κατέβαιναν στη θάλασσα.
Πρώτη φορά έβλεπα τόσο κατάφυτο βουνό. Πόσο πράσινο και πόση ξεκούραση στα μάτια. Αρναία, Στάγιρα, Στρατώνι. Ο Στρυμονικός κόλπος απλώνει τις όμορφες και απέραντες αμμουδιές του.
Φτάσαμε στην Ιερισσό. Ένα τουριστικό χωριό στα πρόθυρα του Άγιου Όρους που κιόλας μας χάριζε στο βλέμμα μας τις υποβλητικές του γραμμές. Το καΐκι ξεκίνησε και γέμισε επιβάτες μετά στη Νέα Ρόδη που ήταν κι ο τελευταίος σταθμός πριν πιάσουμε τους πολύχρονους ταρσανάδες της Ιερής Πολιτείας. Καλόγεροι και εργάτες, μπιστικοί των μοναστηριών και τουρίστες γέμιζαν το μικρό καΐκι που το κυματάκι το ανεβοκατέβαζε παίζοντας καθώς βγαίναμε από το μικρό κόλπο. Πλατύς ο Στρυμονικός, γραφικές και πολύμορφες οι ακτές. Μικρές αμμουδιές, θυμάρι και άλλοι θάμνοι και πεύκα, που και που ξεχώριζες κάποιο ερειπωμένο κτίσμα, καμιά παρουσία ανθρώπου, άδειες από κινήσεις της στιγμής. Άλλες απότομες με βράχια καφετιά, άλλες φαγωμένες από το κύμα, σπηλιές και μικρά νησάκια όλο πέτρα. Ήλιος και θάλασσα, σιγά- σιγά οι ακτές της Μακεδονίας χάνονταν και μπροστά το Όρος στο δυνατό φως, το μεσημεριάτικο.
Πρώτος σταθμός το Χελαντάρι, στον ταρσανά του. Μεγάλη πόρτα ξυλόφραχτη, καταφύγιο για τις βάρκες το χειμώνα. Το Σέρβικο μοναστήρι στα μεσόγεια, δεν φαίνεται. Το μουράγιο πήρε ζωή, οι βάρκες τριγύρω και άλλα ζωντανά κι ύστερα από τις δυνατές φωνές και τους χαιρετισμούς φύγαμε. Πάλι ξετύλιγμα ακτών στα μάτια μας, σύντομο γιατί φτάσαμε πια στο πρώτο μοναστήρι που θα το βλέπαμε, σημάδι πως έχουμε μπει στον Άθωνα, αυτό του Εσφιγμένου. Στο άνοιγμα του κόλπου βλέπαμε να φανερώνεται το κτίσμα. Σ’ ένα μυχό, σε μια γωνιά στέκονταν οι τοίχοι του, σαν αυτούς σε κάστρο, ψηλοί. Κελιά και μπαλκόνια κρέμονταν και παράθυρα μικρά σαν πολεμίστρες και κιόσκια, στολίδια πάνω τους. Μοναχοί επαναστάτες, ατίθασοι, κατά καιρούς αναστατώνουν την πολιτεία. Γνωστοί για την άκαμπτη τους προσήλωση στην αληθινή πίστη. Σημάδι η «Ορθοδοξία ή Θάνατος» στο μαύρο πανί που κρέμονταν σε περίβλεπτο σημείο. Δίπλα στο κύμα το μοναστήρι και πάνω στο κύμα οι ταρσανάδες του.
Του τρώγανε την πέτρα τα κύματα και θα είχε πέσει πριν λίγα χρόνια, αν δεν του βάζανε αυτούς τους τσιμεντόλιθους στα θεμέλια, έλεγε ο Αγιορείτης. Αφήσαμε το μοναστήρι με κατεύθυνση το Βατοπαίδι. Απόσταση αρκετή και το ταξίδι κουραστικό. Είχαμε λουστεί στην αλμύρα. Όμως ο αέρας καθαρός και κρύος. Φυσούσε. Ο ήλιος σιγά – σιγά έγερνε. Οι ακτές γαλήνευαν. Η κοιλάδα άνοιγε στη θάλασσα και στο φιλί της με το κύμα φιλοξενούσε την κόκκινη πολιτεία. Φθαρμένοι από τα χρόνια ταρσανάδες, σπίτια στο ακροθαλάσσι, πάνω στην άμμο. Δίπλα περβόλια και το καλντερίμι που έφερνε στο μοναστήρι. Κόκκινο το βλέπαμε από τη βάρκα προς τα πάνω και τα παράθυρα άσπρα και οι τοίχοι βαμμένοι σαν με πορφύρα. Μεγάλο, πλούσιο και εντυπωσιακό, εικόνα μαγευτική με την ακτή πλατιά και μετά με την κοιλάδα. Πρώτη επαφή με τις αρχές. Ο αστυνόμος δεν επιτρέπει την αποβίβαση εκεί των προσκυνητών που δεν είναι εφοδιασμένοι με το διαμονητήριο. Έτσι έπρεπε να προχωρήσουμε στο ταξίδι μας. Φύγαμε.
Σταυροί στα βράχια, ανάμεσα στα δέντρα, τάφοι θα είναι ή σήματα. Τώρα η βλάστηση άρχισε να γίνεται πιο πυκνή. Οι ακτές είναι κατάφυτες και μετά το μοναστήρι του Παντοκράτορα σαν πύργος παλιάς εποχής, κάτι από το χρόνο των παραμυθιών σ’ ένα μικρό, γραφικό κόλπο. Πιο πέρα, στα μεσόγεια, στην πλαγιά ξεχώριζε ένα μεγαλόπρεπο κτιριακό συγκρότημα. Δεν ήταν μοναστήρι αυτό, παρά μια σκήτη, αυτή του Προφήτη Ηλία, η Ρωσική. Σπαθίζανε τα ψηλά καμπαναριά και οι ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τρούλοι. Μπροστά μας στη σειρά του πάνω στο βράχο η μονή Σταυρονικήτα, στηριγμένη σε δυο πελώριες καμάρες τυφλές.
Μετά ο ταρσανάς της Καλιάργας και η μονή των Ιβήρων, όπου θα αφήναμε τη βάρκα. Ένα ζωντανό χωριό έμοιαζε το μοναστήρι. Αποθήκες και πολύς κόσμος, ταρσανάδες και πολλή ξυλεία και μια κίνηση που μάλλον είναι ασυνήθιστη για το Όρος. Ο δρόμος το ενώνει με την πρωτεύουσα, τις Καρυές. Περιμέναμε το λεωφορείο για να πάμε εκεί πριν νυχτώσει και το καράβι να πάρει κι άλλους επιβάτες για τη Μέγιστη Λαύρα. Σ’ ένα καΐκι δίπλα μας φόρτωναν γουρούνια καλοθρεμμένα. Ο δρόμος για τις Καρυές είναι ανηφορικός, χωματένιος και στενός και όλο στροφές καθώς ανέβαινε την πλαγιά. Αγριόθαμνοι σκέπαζαν τα χαντάκια, βάτοι και κλήματα. Λίγη η διαδρομή στο όμορφο και παράξενο τοπίο.
Ερείπια και εκκλησιές και κατοικίες και τοίχοι σημάδια του καιρού και κισσός πλεγμένος σε δέντρα και σε κτίσματα. Πέτρες που ο χρόνος έσβησε την μορφή τους. Να ήταν σκήτες ή προσκυνητάρια, εκκλησιές ή κονάκια ή ερημητήρια; Κάποιες γωνιές κρατούνε ακόμα τη ζωή και εκεί μια ψυχή, μπορεί και δυο παραμένουν και ζωντανεύουν μια σταλιά περβόλι, μια πετρόκτιστη εκκλησιά. Ενθυμήματα ποικίλων εποχών, κάθε εποχή έχει αφήσει τα σημάδια, κάθε εποχή μετράει τα δικά της ερείπια. Βιαστικοί σταθμοί σ’ αυτή την υπέροχη φύση, σ’ αυτά τα πολύχρωμα βήματα, στάλες βροχής ανθρώπινης ή θείας ποίησης. Που και που μνήματα. Στάση μια. Μπορεί και δυο. Τι θα έχεις να δεις και τι να πιστέψεις. Προορισμός όλων οι Καρυές, το κέντρο του Όρους, η πρωτεύουσα, το Πρωτάτο.
Απαγορεύεται η διέλευση εφίππων στους δρόμους, το κάπνισμα στα καντούνια, στην πλατεία. Απαγορεύονται οι φωνές, τα γέλια και τα σφυρίγματα. Πρωτάτο. Παλιός ο ναός, τρίκλιτη βασιλική με τοιχογραφίες εκπληκτικές και θαυμάσιες φορητές εικόνες. Καμάρες και παράθυρα γυριστά και επιβλητικό καμπαναριό. Στον τέταρτο αιώνα ανάγεται η θεμελίωσή του. Στολίδι πραγματικό και η μοναδική βασιλική του Όρους. Μετά είναι η αστυνομία. Τώρα μπορούμε να φιλοξενηθούμε. Βραδιάζει και έχει κλείσει η Ιερά Επιστασία για τα διαμονητήριά μας. Απόψε θα μείνουμε στο ξενοδοχείο, ένα δίπατο σπίτι με το κρεμαστό μπαλκόνι και τα μικρά παράθυρα. Κάτω είναι το εστιατόριο. Μια μικρή γωνιά, πολύ γραφική και με ωραίο κρασί του τόπου και με ακόμα πιο γευστική παραδοσιακή φασολάδα. Αυτό θα είναι το πρώτο βράδυ στις Καρυές, την πρωτεύουσα του Όρους. Τριγυρίσαμε το σούρουπο τα καλντερίμια σε τούτο το μοναδικό χωριό. Είδαμε το εργαστήρι των Ιωσαφαίων ζωγράφων, το μαγαζάκι των λαϊκών ειδών που μαζί με την αστυνομία και το ξενοδοχείο και τον ΟΤΕ αποτελούν το μικρό πυρήνα με κέντρο το Πρωτάτο και τις αντιπροσωπείες των μοναστηριών, τα περίφημα κονάκια. Όσο πιο πλούσιο το μοναστήρι, τόσο πιο επιβλητικό το κονάκι του με τους αντιπροσώπους του. Το Σέρβικο, το Ρωσικό, το Βουλγάρικο και αυτά των ελληνικών. Μοναχοί και πολλοί λαϊκοί που διάλεξαν να ζήσουν μακριά από τις γυναίκες, εκεί υπάρχουν και εργάζονται. Γεμάτα τα μαγαζιά εμπορεύματα και θα έλεγες πάλι πως μπορεί και να βρίσκεσαι σ’ ένα νησί τουριστικό, βλέποντας τόσα αναμνηστικά και κάρτες και κάθε λογής ενθύμια και βιβλία και εικόνες και βιβλιαράκια και κομποσχίνια και κάθε έντυπο με ιστορίες στη σειρά των μαρτύρων και αυτά να είναι καμωμένα από τα χέρια των μοναχών στο λίγο χρόνο που μένει πέρα από τις προσευχές και τα πολλαπλά καθήκοντα. Στις Καρυές που βρίσκονται στο μικρό πλάτωμα της πλαγιάς και με ορίζοντα την πολύδεντρη κοιλάδα και τον Άθωνα, το ιερό βουνό και τις σκήτες και τα κονάκια και το πιο κοντινό εκεί μοναστήρι, του Κουτλουμουσίου.
Ήρθε το βράδυ. Λιγοστά τα φώτα των καντηλιών. Τριζόνια και κουκουβάγιες γεμίζουν τη νύχτα με την ασταμάτητη παρουσία τους. Ο άνθρωπος ένα σημάδι στο σύμπαν μηδαμινό. Τ’ αεράκι παίζει στα δέντρα. Οι τελευταίες λάμψεις σβήνουν σιγά-σιγά. Αστροφεγγιά, λάμπει το φεγγάρι. Λες και θα ακούσεις τη φωνή της φύσης. Λες και έχει σταματήσει η ζωή σ’ αυτή την πρωτεύουσα καθώς γαληνεύουν οι ψυχές στα κελιά της προσευχής. Λες και θα επικοινωνήσεις με το θείο, εκεί που είναι τόσο διάχυτα απλωμένη η θέλησή του. Ίσως πραγματικά ο χρόνος τόσο λίγο παίζει εδώ. Ίσως ο ρυθμός, ο αγώνας είναι τόσο προσφιλής εδώ. Ίσως γιατί έντονα οι μνήμες και η ιστορία φυλάσσει τον άνθρωπο εδώ απείραχτο από τα σημάδια του καιρού και του πολιτισμού, τουλάχιστον μέχρι τώρα. Ίσως γιατί τα νέα υλικά τόσο αδιόρατα δένονται με τα παλιά και παντρεύονται κι όπου κισσοί πλέκουν απάνω τους τα στεφάνια τους σβήνουν κάθε μαρτυρία και ένδειξη του χθες.
Περιήγηση στα δρομάκια του Αγίου Όρους
Τα ξύλα διαβρώνονται, οι τοίχοι φουσκώνουν και το σίδερο σκουριάζει. Στις σκιερές στοές οι εικόνες μένουν στην συνεχή πίεση μιας διαπεραστικής υγρασίας, στην κυκλωτική παρουσία του ιστού της αράχνης. Το πρωί, πολύ πρωί οι καμπάνες ξυπνούν την ιερή κοινότητα. Κάθε πρωί. Η ώρα και η ζωή αρχίζει εδώ με το πρώτο φως της μέρας και τελειώνει με τη δύση του ήλιου. Πρώτες ενέργειες, τα διαμονητήρια, πολύ απλά για τους φοιτητές κοστίζει πενήντα δραχμές. Τώρα θα κινηθούμε προς κάθε κατεύθυνση, ελεύθερα προς κάθε μεριά της χερσονήσου και του βουνού.
Πρώτος γρήγορος σταθμός το Κουτλουμούσι. Βρίσκεται μόνο πέντε λεπτά με τα πόδια από τις Καρυές. Δρομάκι με υγρό καλντερίμι από τις πηγές και σκεπασμένο με πλατάνια, καστανιές και φρουτόδεντρα. Το μοναστήρι μικρό, σχεδόν τετράγωνο, σαν φωλιά με κόκκινες στέγες τα κελιά και ο ξενώνας. Η κρήνη με το τάσι απέναντι στην εξώθυρα, που έχει δυο παρεκκλήσια ψηλά, τόσο όμορφα και τόσο καμαρωτά. Επιγραφές τονίζουν την αξία του χώρου και υπενθυμίζουν το σκοπό. Παλιό μοναστήρι που τώρα ανακαινίζεται. Λιγοστοί μοναχοί, δεν κοιτάζουν τους επισκέπτες, οι ξένοι περνούν κι αυτοί μένουν εκεί μέσα στην αγκαλιά της πίστης και της αφοσίωσης. Σαν μια φωλιά το κοινόβιο αυτό με το καθολικό στη μέση της αυλής, μικρό και πορφυρένιο, κλειστό και γοητευτικό. Οι δικοί μας και οι ξένοι έβλεπαν τις στοές, τις καμάρες, τις ωραίες τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα. Γερασμένα γέρνουν επικίνδυνα οι κρεβατίνες στην αυλή. Πελώριοι κορμοί για το είδος βαραίνουν τα μισοσαπιμένα στηρίγματα. Είναι έτοιμα να πέσουν. Εκείνη την ώρα ετοίμαζαν την τράπεζα, άλλοι μοναχοί καθάριζαν τα λαχανικά για το μεσημεριανό. Φτωχική τράπεζα, αρκετή ακαταστασία. Σιωπή και ερήμωση
Φεύγουμε από τις Καρυές για το Βατοπαίδι. Με κρύο νερό γεμίσαμε το παγούρι. Μας έδειξαν το δρόμο. Μας καθοδήγησαν. Περάσαμε το κονάκι των Βουλγάρων, μια ψυχή μένει εκεί πια. Σταθήκαμε να θαυμάσουμε το Ρωσικό, τη σκήτη του Αγίου Ανδρέα. Είχαμε ανέβει ψηλότερα και βλέπαμε από πάνω τα καμπαναριά και τους αμέτρητους τρούλους να σπαθίζουν με την ξεχωριστή ρωσική αρχιτεκτονική τους. Λίγα μέτρα πιο κάτω η είσοδος. Μισοριγμένη, μισάνοιχτη. Οι τοίχοι της χαλασμένοι και η σιδεριά πλεγμένη με αγριόχορτα. Η παλιά αυλή πλακόστρωτη μπροστά μας. Τα πρόπυλα της εκκλησιάς. Μετά δεξιά κι αριστερά παρεκκλήσια, κτίσματα με τέχνη δουλεμένα και η Αθωνιάδα Σχολή μεγαλόπρεπη, σχεδόν κολλημένη στη σκήτη. Ερήμωση κι εδώ και εγκατάλειψη, δεν υπάρχει ψυχή. Τα παράθυρα πεσμένα και η πελώρια πόρτα κατάκλειστη. Τα αγριόχορτα, παντού αγριόχορτα και τα λουλούδια πλέκουν στα γείσα, στις κολώνες και στα παλιά μάρμαρα. Ψηλά οι τρούλοι πολύχρωμοι με μεγάλους ολοστόλιστους σταυρούς, ακόμα και η αυλή είναι στρωμένη με το χαλί των λουλουδιών κάθε λογής. Οι καναπέδες πεταμένοι ρημάζουν και τα πεζούλια έγιναν για τα στοιχειά της φύσης. Πήραμε το πλακόστρωτο για τα πίσω της αυλής. Μάρτυρες γίναμε σ’ ένα θέαμα πρωτοφανές και μοναδικό. Τα δέντρα είχαν τόσο θεριέψει και αγριέψει, οι τριανταφυλλιές έπλεξαν τον πιο πολύπλοκο ιστό και τα λουλούδια τους άλλαζαν την όψη σε μια χρωματική πανδαισία, λιγόφυλλα και λεπτόφυλλα και αρωματικά, έκρυβαν τον ουρανό, έπαιρναν τη θέση της σκεπής. Οι ροδακινιές και οι κορομηλιές, τα κυπαρίσσια και οι ευκάλυπτοι κι άλλα χωρίς όνομα, δέντρα άγρια ενώθηκαν και συντρόφευαν το κτίσμα. Ο κισσός και το αγιόκλημα και ο βάτος ενώθηκαν και βάσταξαν τα κλαδιά και τους κορμούς. Έγιναν ένα κορμί και ο τοίχος απόκτησε ένα χρώμα βαθύ πράσινο. Τα σταφύλια από τις κληματαριές κρέμονται αγίνωτα. Το φως λιγοστό. Υγρασία στα φυλλώματα και τις πέτρες. Βρέχει δροσιά. Πουθενά σκόνη. Σαύρες και μύγες και πεταλούδες τριγυρνούν και αράχνες πλέκουν τους ιστούς τους και κλείνουν το σχεδόν αδιάβατο δρομάκι. Περνώντας σου αφήνουν με το δίχτυ τους στο πρόσωπο, στα χέρια σαν ένα φίλημα το ανατρίχιασμα. Μεγάλες είναι εκεί οι αράχνες, ατάραχες υφάντρες που δεν φαίνεται να ενοχλούνται από το πέρασμα του ανθρώπου και από την ελαφριά κηδεμονία της ιστορίας. Ψυχές πιάνουν και κελαηδίσματα πουλιών.
Η πόρτα ανοιχτή και σε οδηγεί σε μια άλλη μικρή και αυτή αυλή. Παλιά θα ήταν αυλή των ανθρώπων, τώρα είναι γη, είναι για τα δέντρα και τους βάτους. Κι από εδώ οι πεσμένοι τοίχοι και τα ανοιχτά παράθυρα. Μια πελώρια πόρτα μας οδηγούσε μέσα, σιδερένια με χίλια στολίδια που κρατούσε αντίσταση στου κισσού το φίλημα. Παντού κισσός, στα δέντρα, στους τοίχους, στις πόρτες, στα παράθυρα, τα μισορημαγμένα, τα ανοιχτά.
Μέσα στα δωμάτια, παλιά θα ήταν αρχονταρίκια και ξενώνες και κελιά, μέσα τώρα οι κισσοί γλύφουν τους τοίχους, απλώνουν πλοκάμια, καλύπτουν τον πεσμένο σοβά με το πράσινό τους στρώμα. Ξεθωριασμένο στη σκιά πράσινο, μα δυνατό και αρπαχτικό και χωρίς ενδοιασμούς. Σιωπή κρατούν τα στοιχειά και κάθε φωνή πνίγεται που λες να θέλει να ταράξει το φυσικό έργο. Δουλεύει στο χρόνο το δέντρο και το άνθος και το αναρριχητικό. Στην σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στην πίσω αυλή άφησε ο άνθρωπος τη φύση χρόνια να προχωρήσει και να καλύψει τα έργα του, να σκεπάσει τους τοίχους με το φιλί της. Ο χρόνος παίρνει ζηλόφθονα αυτά που του ανήκουν και σβήνει τα ίχνη, σταθερά ξανά και ξανά η ίδια ιστορία. Ερείπια μιας παλιάς δόξας, μιας παλιάς εποχής, μιας αρχαίας πίστης που όμως ξέρει να επιμένει. Τώρα τα σημάδια και τώρα τα ζητούμενα ίχνη, καθώς μόνο η φύση εκεί δουλεύει και υψώνει νέα κλαδιά και νέα λουλούδια και νέους φραγμούς και αναγγέλλει τους επομένους θανάτους, την νέα άνοιξη και τους νέους καρπούς και γεννά τα φυλλώματα, γίνονται μαγικά και δυσεύρετα. Σίγουρα περιμένουν εκείνο τον Μάιο και εκείνους τους νέους που θα κτίσουν και θα στερεώσουν τα καινούρια έργα στων παλιών τα κουρασμένα βήματα.
Μέσα να μπεις στη ρωσική σκήτη είναι αδύνατο. Κλεισμένες οι πόρτες, οι δουλεμένες σιδεριές καλά κρατούν, τα παραθύρια ψηλά και πελώριοι τοίχοι κι όπου τοίχος κισσός κι αδιαπέραστοι όγκοι πρασίνων και μ’ αγκάθια και στις σκιερές ρίζες φωλιάζουν τα φίδια. Κι όπου τα φύλλα αφήνουν λίγο γαλάζιο στα μάτια, τότε ο ήλιος ζεστός και πασίχαρος στέλνει λίγες ακτίνες έτσι για χάρη, για λίγη λάμψη στα φύλλα, να παίξει το φως και ν’ αλλάξει το χρώμα, ν’ ανοίξει λίγο και να δώσει νέες δυνάμεις. Μετά γίνονται όλο και πιο πολλές οι ακτίνες. Κι όπου δέντρα σ’ αφήνουν να δεις πιο πέρα τις άλλες πλαγιές κα τις άλλες σκήτες και τους άλλους τρούλους, μακριά τα άλλα ερείπια και τα άλλα σημάδια. Το πράσινο πνίγει τούτους τους λόφους, τα δέντρα θεριεύουν και τα πράσινα αγκάθια. Στη ρωσική σκήτη, που είναι στην πρωτεύουσα του Όρους κονάκι του μεγάλου μοναστηριού, του Αγίου Παντελεήμονα, σταμάτησε ο χρόνος και το αύριο είναι άδηλο και κρυφό. Η φθορά κυριαρχεί, μα στο βλέμμα κρατούν λίγα σημάδια καλά προφυλαγμένα. Λίγα από την παλιά δόξα και που προσμένουν τα χέρια εκείνα που θα ελευθερώσουν και θα ξαναδώσουν μια αίσθηση από το πρότερο χρώμα. Μα ίσως και τούτη η μορφή να ταιριάζει, εκεί που οι τελευταίοι καλά κλειδώσανε και έφυγαν και μετεωρίστηκαν στο χώρο και στο χρόνο, στο πνεύμα και στην ύπαρξη και στον προορισμό τους.
Τα μοναστήρια Βατοπαιδίου και Παντοκράτορα
Με τα πόδια ο δρόμος Καρυές – Βατοπαίδι. Καλντερίμι καλοφτιαγμένο ανάμεσα σε πυκνά δάση βελανιδιών, ανηφορικό και φαγωμένο από τις χιλιάδες τα βήματα. Πίσω σπαθίζουν οι τρούλοι της σκήτης. Κόκκινο χρώμα, όποιο θες χρώμα. Περίλαμπρα κτίρια και πράσινο, πράσινο και γαλάζιο, πέρα μακριά η θάλασσα αχνίζει, ο ήλιος πυροβολεί τα καμπαναριά και οι σταυροί λάμπουν και τα μάρμαρα κι όλα τα χρώματα είναι ζωντανά και οι άνθρωποι φεύγουν και λείπουν. Μπροστά μας το δάσος. Πυκνό και ακόμα παρθένο. Τα φυλλώματα κλείνουν το δρόμο και πνίγουν σιγά-σιγά κονάκια και σκήτες. Όλο δροσιά και πηγές που αναβλύζουν στο δρόμο μας. Άλλοτε λάσπωναν ανάμεσα στους βάτους κι αλλού γίνονταν ένα ρυάκι. Βρύσες κάτω από τα πλατάνια και το πράσινο τόσο πλούσιο και τα φυλλώματα τόσο πυκνά. Χαιρόμαστε τα γύρω μας, χόρταινε το μάτι τόση ομορφιά. Πολλά σημάδια, εκκλησάκια και έρημες σκήτες. Παλιά θα έσφυζε από ζωή ο τόπος. Τώρα το λεωφορείο Καρυές-Ιβήρων περνά τούτη την ώρα και κορνάρει και ο ήχος παράταιρος. Μπορεί να φέρνει καινούριους τουρίστες ή και προσκυνητές, ίσως και αυτούς που διάλεξαν να συνεχίσουν εδώ την χιλιόχρονη παράδοση να μείνουν και να προσεύχονται.
Τώρα η φύση οργιάζει, ακόμα και έτσι πλούτη χαρίζει. Τα δάση υλοτομούνται και οι κορμοί που πέφτουν αποδίδουν σ’ όσα μοναστήρια έτσι δραστηριοποιούνται. Τα δάση είναι πλούτος και τις αποδοχές δεν περιφρονεί κανείς. Ευτυχώς ακόμα τα δάση είναι τόσο πυκνά που δεν γίνεται αισθητή η διαφορά. Μπορεί να τους κάνουν και καλό. Τώρα, γιατί αργότερα η κοπή των δέντρων θα είναι κάτι αιματηρό. Από ψηλά, από το λόφο το είδαμε το Βατοπαίδι. Διακρίνεται από μακριά με τα καμπαναριά και τους πύργους. Ολόκληρη πολιτεία. Πνιγμένη σ’ ένα πράσινο ελιάς, στην άκρη της κοιλάδας που κλείνεται από χαμηλούς πευκόφυτους λόφους. Στη θάλασσα, στον απάνεμο κόλπο καθρεπτίζονται οι ταρσανάδες, τα καρνάγια και οι αποθήκες.
Περνώντας πλακόστρωτα με μια ιδιαίτερη τέχνη, το όμορφο ξυλόστεγο κιόσκι του πηγαδιού με τις γούρνες και τα πεζούλια μπαίνεις στο μοναστήρι. Τα σκαλοπάτια που ανεβαίνεις μισοφέγγαρο, δεν κόβονται πουθενά μέχρι την πύλη. Πλούσιο, ιδιόρρυθμο μοναστήρι, τα έσοδά του, λένε, είναι περίπου τέσσερα και μισό εκατομμύρια δραχμές το χρόνο. Όμως οι καλόγεροι εκεί είναι λίγοι και γέροντες. Εκείνη τη μέρα δεν δέχονται επισκέπτες γιατί περιμένουν μια ομάδα σαράντα μοναχών και δεν διαθέτουν ούτε χρόνο ούτε χώρο. Μια απρόσμενη υποδοχή από τον αρχοντάρη. Έπρεπε να φύγουμε. Ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στο μοναστήρι. Οι πύργοι, τα παρεκκλήσια, η φιάλη, η τράπεζα, το καθολικό, τα είδαμε. Όλα ήταν κλειστά και έτσι το εσωτερικό μας παρέμεινε κρυφό. Η αυλή χορταριασμένη. Παντού η σιωπή ή η άσκηση της σιωπής. Ερημιά, μια μεγαλόπρεπη ερημιά και μια προσμονή. Άλλη ψυχή δεν είδαμε εκτός από τον πορτιέρη και τον αρχοντάρη. Έξω είχε πολλή κίνηση. Άφθονη ξυλεία στο μουράγιο. Οι εργάτες κουβαλούσαν με τα ζωντανά κορμούς κομμένους. Τα γύρω περιβόλια χέρσα, μισόξερα και παρατημένα. Οι ταρσανάδες μεγάλοι, ένα μικρό λιμάνι και η αστυνομία. Η θάλασσα μπροστά και η παραλία ένα σύνολο αδιαμφισβήτητο.
Μεσημέρι, ανηφοριά και ο δρόμος μακρύς για το μοναστήρι του Παντοκράτορα. Ιδρώτας και κούραση και η συντροφιά ενός παλιού αγιορείτη και τώρα ιεροκήρυκα ανά την Ελλάδα, του Μόδεστου:
-Τους άθεους τους τιμωρεί ο Θεός.
-Τους ιεχωβάδες δεν τους κυνηγά ο Καραμανλής. Πήγα και χτυπήθηκα στη Ριζούπολη με τους χωροφυλάκους που τους φυλάγανε για την πίστη μας. Όλοι είναι όμως αμαρτωλοί.
-Ο Καραμανλής έχει ενενήντα βαθμούς «κριτικής» επειδή δεν κυνηγά τους άπιστους, στα άλλα είναι καλός. Μόνο ο Μεταξάς έχει πεντακόσιους βαθμούς (άγνωστο γιατί). Ο Παπαντρέου τριάντα, ο Ηλιού είναι συμπαθητικός, έχει σαράντα. Ο Παπαδόπουλος είχε δέκα.
Μας τα έλεγε ο ερημίτης που τη νύχτα του τα έλεγε ο θεός. Για τον Φλωράκη δεν ρώτησε και σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν θα περιμέναμε περίπλοκη μέθοδο εξακρίβωσης και ψυχολογική διερεύνηση του επιχειρήματος. Ελαφρολογίες με το χαρακτήρα και τη συναίσθηση της ώρας και ανάλογα με την αποστολή και την πνευματική κατάσταση.
Φτάσαμε το απογευματάκι στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Μικρό και όμορφο, στα πλαίσια των ανθρώπων. Με πύργο. Καλή υποδοχή, ήπιαμε καφέ. Αμέσως τραβήξαμε για τα μεσόγεια για να δούμε πριν βραδιάσει την επιβλητική ρωσική σκήτη του Προφήτη Ηλία. Φαινόταν μεγάλη και πλούσια και από τόσο μακριά τόσο μεγαλόπρεπη πριν δύσει ο ήλιος. Αφήσαμε τα πράγματα στη Μονή Παντοκράτορα που θα διανυκτερεύαμε και μαζί με τον Μόδεστο, τον ιεροκήρυκα, πήραμε την ανηφόρα. Μικρή διαδρομή, απογευματινή δροσιά και ανάλογη φλυαρία. Έπεφτε ο ήλιος. Τα κτίρια αποκτούσαν μια πιο πλούσια διάσταση. Παλιά είχε τετρακόσιους μοναχούς, τώρα είναι ζήτημα αν είναι εκεί δυο με τρία άτομα. Τώρα και εκεί ερημιά. Στρογγυλοί οι ρωσικοί τρούλοι μας υποδέχονταν. Κλειστή η είσοδος, χαλάσματα οι πρώτοι κήποι. Το νοσοκομείο άδειο, γερνούσε και δεν είχε ποιους να θεραπεύει. Πεντακάθαρη η εσωτερική αυλή. Στο μέσο της η εκκλησία, πέτρα άσπρη και γρανιτένια καλά δουλεμένη. Σαν να μην την έχει αγγίξει τίποτα. Λάμπουν στον ουρανό οι τρούλοι και το καμπαναριό. Όμορφα διατηρημένα τριγύρω το πηγάδι, τα παρεκκλήσια και τα κελιά. Ένας αμερικάνος καλόγερος μα ξενάγησε στην εκκλησία. Ένα δημιούργημα του 19ου αιώνα με τα χρήματα του τότε τσάρου της Ρωσίας. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και στα υπόγεια υπήρχαν κρύπτες. Η αρχιτεκτονική είχε ποικίλα ρωσικά στοιχεία. Μέσα στο καθολικό οι τοίχοι άδειοι και λευκός ο τρούλος, θόλοι και κολώνες όλα άδεια.
[Συνεχίζεται]
http://www.pemptousia.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΠΡΟΤΑΘΗΚΕ ΓΙΑ... ΑΝΤΙ-ΓΟΥΑΪΤ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ