2016-07-04 16:52:05
Η νίκη των υπέρμαχων της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ στο δημοψήφισμα της περασμένης εβδομάδας θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης που οξύνεται απότομα. Η ένταση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης συμβάλλει αναμφίβολα σε μια τέτοια κατεύθυνση. Για χρόνια ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεγάλα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ συγκαλυπτόταν πίσω από τα χαμόγελα και τις αβρότητες που αντήλλασσαν μεταξύ τους οι εθνικοί εκπρόσωποι των 28 εταίρων στις Βρυξέλλες. Η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού έσβηνε τις αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στα κεφάλαια των ξεχωριστών κρατών-μελών, που ανταγωνίζονταν λυσσαλέα για την αγορά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου και δη αυτό των αστικών κομμάτων που εναλλάσσονταν στις διακυβερνήσεις των κρατών-μελών επένδυε συστηματικά την προπαγάνδα του στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και έβρισκε τεράστια απήχηση στην πλειοψηφία των εργαζομένων της Ευρώπης.
Η σημαντική χρονική διάρκεια του πολιτικού εποικοδομήματος της ΕΕ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πλειοψηφία των λαών της ΕΕ υιοθετούσε πλήρως την κυρίαρχη προπαγάνδα, οδήγησε σε νέα ιδεολογήματα που απομόνωναν ορισμένες πλευρές του εποικοδομήματος και τοποθετώντας τα «με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω», κατέληγαν σε μια νέα ερμηνεία της οικονομικής βάσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Συγκεκριμένα, επινοούσαν ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, στο οποίο τεράστια πολυεθνικά και διεθνικά κεφάλια, με αξεδιάλυτους οικονομικούς δεσμούς λόγω κυρίως της γιγαντιαίας ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τείνουν με μεγάλη ταχύτητα σε ένα ενιαίο παγκόσμιο μονοπώλιο. Σε αυτή τη διαδικασία, βέβαια, εμφανίζονται και τριγμοί και πισωγυρίσματα, αντικατοπτρίζοντας τις κατά καιρούς συγκρούσεις στους κόλπους της Ενωσης (π.χ. κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού και του τιμήματος που πρέπει να καταβάλλει κάθε χώρα), αλλά αυτά τα φαινόμενα παρουσιάζονταν ως δευτερεύοντα. Κατέληγαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι διαμορφώνεται μια νέα παντοδύναμη διεθνής οικονομική ελίτ στην κοινωνική πυραμίδα που ελέγχει τις τύχες του πλανήτη.
Το παραμύθι (ή το αφήγημα, όπως είναι της… μοδός να αποκαλείται), της ενωμένης Ευρώπης των λαών, της ευημερίας, της ειρήνης και της προόδου λαμβάνει πια τέλος. Μαζί του, όμως, καταρρέουν και τα ιδεολογήματα που επινοούσαν ένα νέο στάδιο στην οικονομική βάση του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ενιαία αγορά της ΕΕ ήταν εξαρχής ένα πεδίο αναμέτρησης των μονοπωλίων των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ηπειρωτικής Ευρώπης και συγκεκριμένα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι πρώην μεγάλοι αντίπαλοι ήταν εμφανώς εξαντλημένοι έναντι των μεγάλων τους πιστωτών, των ΗΠΑ και της νικήτριας του πολέμου Μεγάλης Βρετανίας, και δεν είχαν τη δύναμη να δράσουν αυτόνομα, να οχυρωθούν πίσω από δασμούς και ποσοστώσεις, παλεύοντας να κατακτήσουν την αγορά της Ευρώπης για τα εμπορεύματα της βιομηχανίας τους. Μέσα στη δεκαετία του '50 άρχισαν να διαπραγματεύονται έναν πρώτο κοινό βηματισμό με την Ενιαία Κοινότητα Χάλυβα-Ανθρακα, που αφορούσε τα βασικά εμπορεύματα που παρήγαγε η βιομηχανική ζώνη του Ρουρ στη Δυτική Γερμανία και χρειάζονταν οι γάλλοι βιομήχανοι σε φτηνές τιμές. Η τρίτη μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη της ηπείρου, η Ιταλία, συμμετείχε κι αυτή με τη δύναμη που της προσέφερε ο βιομηχανοποιημένος Βορράς της. Η Μεγάλη Βρετανία έμεινε εξαρχής εκτός αυτής της συνεργασίας, επιδιώκοντας να στήσει μια τελωνειακή ένωση με δικούς της δορυφόρους. Τα σχέδιά της ναυάγησαν. Οταν τελικά θέλησαν οι Βρετανοί να συμμετάσχουν στην ένωση, αντιμετώπισαν την πεισματική άρνηση του Ντε Γκολ που δεν ήθελε τον ανταγωνισμό της βιομηχανίας της Μεγάλης Βρετανίας μέσα στην ενιαία αγορά. Οι Βρετανοί εντάχθηκαν στην ΕΕ τη δεκαετία του ‘70. Μέσα στη σχηματιζόμενη τελωνειακή ένωση κάθε χώρα κέρδιζε το κομμάτι της αγοράς που της αναλογούσε σύμφωνα με τη δύναμη του κεφαλαίου της.
Από την αρχή του εικοστού αιώνα, η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση οδήγησε -μέσω του ανταγωνισμού του κέρδους και της αναρχίας της παραγωγής- σε τεράστια συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και των κεφαλαίων σε λίγα χέρια. Οι ανεξάρτητοι βιομήχανοι που ανταγωνίζονταν στην εσωτερική αγορά κάθε χώρας και διαμοίραζαν την υπεραξία των εργατών της παραγωγής, στο δικό τους κέρδος, σε φόρους για το κράτος, σε τόκους για τις τράπεζες που δάνειζαν κεφάλαιο, σε κέρδος για το εμπορικό κεφάλαιο που έφερνε τα εμπορεύματα της βιομηχανίας στην αγορά, καθώς και σε πρόσοδο για τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης, έδωσαν τη θέση τους στα μεγάλα μονοπώλια και τα τραστ. Με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι μεγάλες βιομηχανικές εταιρίες εντάχθηκαν στο χρηματιστήριο, συγκεντρώνοντας τεράστια κεφάλαια από μικρούς και μεγάλους επενδυτές. Αρκετές φορές το κεφάλαιο που συγκεντρωνόταν σε μετοχές ήταν 100% μεγαλύτερο της πραγματικής τους αξίας σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας εξαρχής ένα τεράστιο ιδρυτικό κέρδος. Οι τράπεζες, από μεσολαβητές πληρωμών ανάμεσα στους κεφαλαιούχους, άρχισαν να συγκεντρώνουν μέσω των καταθέσεων και των λογαριασμών μικρών και μεγάλων ιδιοκτητών κεφαλαίων τεράστιες ποσότητες δανείσιμου κεφαλαίου που κατέληγε στη χρηματοδότηση των μεγάλων εταιριών. Η συγχώνευση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου οδήγησε στα μονοπώλια και τα τραστ, στη συγκρότηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η συγκεντροποίηση της παραγωγής μέσω των μονοπωλίων οδήγησε σε τεράστια εξοικονόμηση εξόδων, σε εξορθολογισμό της ίδιας της παραγωγής και βεβαίως σε υπεροχή έναντι κάθε ανεξάρτητου βιομήχανου ή άλλου βιοτέχνη και εμπόρου.
Εφόσον σκοπός της παραγωγής εξακολουθούσε να είναι το κέρδος, άρχισαν να αναπτύσσονται ταχύτατα κλάδοι της οικονομίας που προσέφεραν το μέγιστο κέρδος στα μονοπώλια. Αντίστοιχα, άλλοι κλάδοι, όπως η αγροτική οικονομία, άρχισαν να καθυστερούν σημαντικά έναντι της βιομηχανίας. Η ανισομετρία της ανάπτυξης, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άρχισε να αποκτά απόλυτη ισχύ. Το χάσμα ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο άρχισε να γιγαντώνεται, με την ψαλίδα ανάμεσα στα αγροτικά εμπορεύματα που αποτελούν πρώτη ύλη για τη βιομηχανία και στα βιομηχανικά εμπορεύματα να ανοίγει θεαματικά λόγω της μεσολάβησης των μονοπωλίων. Η φτωχή και μεσαία αγροτιά άρχισε να ξεκληρίζεται μέσα στις ίδιες τις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού. Η καλλιεργήσιμη γη με υψηλή απόδοση άρχισε να συγκεντρώνεται στα χέρια πλούσιων αγροτών και την ίδια στιγμή η ύπαιθρος άρχισε να ερημοποιείται. Παράλληλα, σχηματίστηκε ένας τεράστιος αριθμός παπαγάλων του χρηματιστικού κεφαλαίου στα επιτελεία των εφημερίδων, των ραδιοφώνων και την τηλεοπτικών σταθμών, που στόχο έχει συνεχώς να παραπληροφορεί όλους τους επενδυτές για την εξέλιξη των τιμών των μετοχών και να ευνοεί πρώτα και κύρια το χρηματιστικό κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αναζητά συνεχώς το μέγιστο κέρδος, και όχι το μέσο κέρδος που προκύπτει μέσω του ανταγωνισμού στις διάφορες σφαίρες επένδυσης της κυκλοφορίας και της παραγωγής. Αυτός στην τελική ήταν και ο λόγος της συγκρότησής του. Η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους για τα μονοπώλια σημαίνει αντίστοιχα μειωμένα κέρδη -κάτω από το μέσο κέρδος- για όλους τους άλλους ανταγωνιστές τους, μεταφράζεται σε τεράστιες κρατικές εγγυήσεις και επιδοτήσεις στο χρηματιστικό κεφάλαιο, αυξάνοντας το κρατικό χρέος, μεταθέτοντας το βάρος σε όλο τον εργαζόμενο λαό, που είναι το μόνιμο φορολογικό υποζύγιο.
Τα υπερκέρδη που άρχισαν να σχηματίζονται από αυτές τις δραστηριότητες δεν μπορούσαν να επανατοποθετηθούν ξανά στη ντόπια αγορά, αποδίδοντας το μέγιστο κέρδος. Ετσι, η εξαγωγή κεφαλαίου σε άλλες χώρες του πλανήτη, όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν ακόμη στα σπάργανα, όπου η τιμή της γης ήταν μικρή, όπου τα μεροκάματα ήταν πολύ χαμηλά, άρχισε να είναι μια από τις βασικότερες δραστηριότητες του χρηματιστικού κεφαλαίου κάθε χώρας. Πολύ πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όλος ο πλανήτης είχε μοιραστεί ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ανάλογα με τη δύναμη των κεφαλαίων τους και βεβαίως τη στρατιωτική τους ισχύ και υπεροχή. Παράλληλα, με την ανισομετρία της ανάπτυξης μέσα στους διαφορετικούς κλάδους της ίδιας της οικονομίας, άρχισαν να αναπτύσσονται ανισόμετρα και οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η βαριά βιομηχανία απέδιδε τεράστια κέρδη σε ορισμένες ιμπεριαλιστικές χώρες, ειδικά τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, και την ίδια στιγμή άλλες χώρες εμφάνιζαν μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης, μιας και βρίσκονταν σε άλλη φάση ανάπτυξης, προσανατολιζόμενες σε κερδοφόρες επενδύσεις του πιστωτικού τους συστήματος ή του εμπορίου. Η ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση άρχισε να οξύνεται απότομα και οδήγησε σε δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους με εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες για τη διευθέτηση των αγορών και των σφαιρών επιρροής του πλανήτη.
Οι χώρες σαν την Ελλάδα, τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, την Ιρλανδία δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν το επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, αντίστοιχου των ιμπεριαλιστικών χωρών. Δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκροτήσουν μια ολοκληρωμένη βιομηχανία μέσων παραγωγής, αυτό που λέμε βαριά βιομηχανία. Παρέμεναν και θα παραμένουν χώρες εξαρτημένες από τα μονοπώλια, χώρες μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης. Η βιομηχανία τους είναι στην καλύτερη περίπτωση τμήμα της αλυσίδας της παραγωγής των μονοπωλίων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε κλάδους της μεταποίησης και της εξορυκτικής βιομηχανίας. Οι ντόπιοι καπιταλιστές, βιομήχανοι και τραπεζίτες, εξασφαλίζουν το μέγιστο κέρδος στα πολύ μικρότερα κεφάλαιά τους, συγκριτικά με τα κεφάλαια που διαθέτουν οι μεγιστάνες του πλούτου των ιμπεριαλιστικών χωρών, κερδίζοντας από την υπεραξία που τους αναλογεί σε αυτές τις σφαίρες τοποθέτησης. Οι ιμπεριαλιστές τους επιτρέπουν να λειτουργούν μεσιτικά και κομπραντόρικα. Την ίδια στιγμή, οι ιμπεριαλιστές εξασφαλίζουν τεράστια υπερκέρδη, λαμβάνοντας φτηνές πρώτες ύλες και μεταπωλώντας ακριβά τελικά εμπορεύματα της βιομηχανίας τους, σαρώνοντας την αγορά των εξαρτημένων χωρών. Οι χώρες μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης δεν μπορούν να σπάσουν τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, που επιβλήθηκε και συνεχίζεται να επιβάλλεται από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο της ΕΕ και αργότερα της νομισματικής ένωσης η εξάρτηση των χωρών αυτών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Μόνο η προλεταριακή επανάσταση στο μέλλον μπορεί να μετατρέψει τις χώρες αυτές σε οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητες, με τη δική τους βαριά βιομηχανία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η σύγχρονη ιστορία του μεταπολεμικού καπιταλιστικού κόσμου, ειδικά μετά την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, τη δεκαετία του ‘60, καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τις επιδιώξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και της αναδυόμενης μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης της Κίνας, που από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αρχίζει να αποκτά τεράστια δύναμη στις διεθνείς αγορές, έχοντας την πρωτοκαθεδρία στη γειτονιά της, τη νοτιοανατολική Ασία. Οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατάφεραν να ανακάμψουν πολύ γρήγορα, μέχρι τη δεκαετία του ’50, και σήμερα να ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ. Μια σειρά από οικονομικά φαινόμενα, που δεν έχουμε το χώρο να περιγράψουμε σε αυτό σημείωμα, οδήγησαν σε σημαντική χρονική επιμήκυνση του βιομηχανικού κύκλου ανάπτυξης, από την αναζωογόνηση και την άνθιση της βιομηχανίας μέχρι τη στασιμότητα και την κρίση. Ενας από τους βασικούς λόγους ήταν η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ακολούθησε τη διασύνδεση όλων των μεγάλων κεφαλαιαγορών του πλανήτη. Το παραγωγικό κεφάλαιο, ακόμη και στον προ-μονοπωλιακό καπιταλισμό, αναπτύσσει την κερδοφορία του, κατακτά νέες αγορές για τα εμπορεύματά του μέσω της ενίσχυσης της πίστωσης. Ετσι, έχει συνεχώς παραγγελίες για τη βιομηχανία του, έτσι ανοίγεται σε νέες επενδύσεις, μέχρι τη στιγμή που οι αποθήκες γεμίζουν από εμπορεύματα και δεν μπορούν πλέον να καταναλωθούν από τη ντόπια και διεθνή ζήτηση και ξεσπάει η κρίση. Ο παρασιτισμός που προκύπτει από τη διοχέτευση τεράστιων δυνάμεων εργασίας στον πιστωτικό τομέα είναι αναπόφευκτος όρος της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο παρασιτισμός διογκώνεται συνεχώς μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Τα χρηματιστήρια αξιών και παραγώγων δεν παράγουν αξίες, μοιράζουν την υπεραξία που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής, προς όφελος των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, που βάση εφόρμησης εξακολουθούν να έχουν τις μητροπόλεις των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Σε μια επίπλαστη ευημερία στις μητροπόλεις, ειδικά του ιμπεριαλιστικού Βορρά, και δευτερευόντως στις εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα, ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων συσκοτιζόταν. Μέσω του ανταγωνισμού, η Γερμανία και δευτερευόντως η Γαλλία ωφελούνται πρωτίστως από την ΕΕ και τη νομισματική ένωση. Η νέα διεθνής κρίση βγάζει τις τσίμπλες από πολλούς, αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα προσανατολιστεί αυτόματα η πλειοψηφία σε μια επαναστατική κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλισμού. Δυστυχώς, την κρίση την πληρώνει πάντα η εργατική τάξη και σε αυτή την περίπτωση βρέθηκε απολύτως απροετοίμαστη να την αποκρούσει, αφού οι πολιτικοί της φορείς, που θα εκφράζουν γνήσια τα συμφέροντά της, τα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα, δεν υπάρχουν πια. Μέσα στα κυρίαρχα αστικά κόμματα της Ευρώπης σχηματίζονται ομάδες που ζητούν δασμούς, ποσοστώσεις, κατάργηση της νομισματικής ένωσης, κατάργηση της ΕΕ. Νέα αστικά κόμματα με εθνικιστικό και νεοφασιστικό προσανατολισμό αρπάζουν την ευκαιρία και δημαγωγικά σαρώνουν στις εκλογές, αποδίδοντας τις ευθύνες της κρίσης, της εκ νέου προλεταριοποίησης μεγάλου τμήματος των μικροαστών και της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης στις ξένες και αντίπαλες δυνάμεις της χώρας που εκπροσωπούν. Το χρηματιστικό κεφάλαιο σε κάθε χώρα, στην πλειοψηφία του, δεν είναι έτοιμο αυτή τη στιγμή να φτάσει σε τέτοιες λύσεις. Ομως, τμήμα του ποντάρει στο μέλλον. Η κρίση μπορεί να βαθύνει απότομα πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζουμε, φέρνοντας τεράστιες ανακατατάξεις στις διεθνείς συμμαχίες και στους διεθνείς συσχετισμούς. Τα τραστ του παρελθόντος θα θρυμματιστούν ακαριαία στο μέλλον. Η νίκη του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία είναι ένδειξη αυτής της σύγκρουσης.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι ο καπιταλισμός που υπερωρίμασε και σαπίζει. Δεν μπορεί, όμως, να πεθάνει μόνος του. Η έσχατη λύση για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι η τεράστια καταστροφή αξιών και ο πόλεμος. Αν χρειαστούν να φτάσουν σε αυτό το σημείο, δε θα διστάσουν. Το θέμα είναι τι θα κάνει η εργατική τάξη.
Πηγή Tromaktiko
Η σημαντική χρονική διάρκεια του πολιτικού εποικοδομήματος της ΕΕ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η πλειοψηφία των λαών της ΕΕ υιοθετούσε πλήρως την κυρίαρχη προπαγάνδα, οδήγησε σε νέα ιδεολογήματα που απομόνωναν ορισμένες πλευρές του εποικοδομήματος και τοποθετώντας τα «με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω», κατέληγαν σε μια νέα ερμηνεία της οικονομικής βάσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Συγκεκριμένα, επινοούσαν ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, στο οποίο τεράστια πολυεθνικά και διεθνικά κεφάλια, με αξεδιάλυτους οικονομικούς δεσμούς λόγω κυρίως της γιγαντιαίας ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τείνουν με μεγάλη ταχύτητα σε ένα ενιαίο παγκόσμιο μονοπώλιο. Σε αυτή τη διαδικασία, βέβαια, εμφανίζονται και τριγμοί και πισωγυρίσματα, αντικατοπτρίζοντας τις κατά καιρούς συγκρούσεις στους κόλπους της Ενωσης (π.χ. κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού και του τιμήματος που πρέπει να καταβάλλει κάθε χώρα), αλλά αυτά τα φαινόμενα παρουσιάζονταν ως δευτερεύοντα. Κατέληγαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι διαμορφώνεται μια νέα παντοδύναμη διεθνής οικονομική ελίτ στην κοινωνική πυραμίδα που ελέγχει τις τύχες του πλανήτη.
Το παραμύθι (ή το αφήγημα, όπως είναι της… μοδός να αποκαλείται), της ενωμένης Ευρώπης των λαών, της ευημερίας, της ειρήνης και της προόδου λαμβάνει πια τέλος. Μαζί του, όμως, καταρρέουν και τα ιδεολογήματα που επινοούσαν ένα νέο στάδιο στην οικονομική βάση του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η ενιαία αγορά της ΕΕ ήταν εξαρχής ένα πεδίο αναμέτρησης των μονοπωλίων των βασικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της ηπειρωτικής Ευρώπης και συγκεκριμένα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι πρώην μεγάλοι αντίπαλοι ήταν εμφανώς εξαντλημένοι έναντι των μεγάλων τους πιστωτών, των ΗΠΑ και της νικήτριας του πολέμου Μεγάλης Βρετανίας, και δεν είχαν τη δύναμη να δράσουν αυτόνομα, να οχυρωθούν πίσω από δασμούς και ποσοστώσεις, παλεύοντας να κατακτήσουν την αγορά της Ευρώπης για τα εμπορεύματα της βιομηχανίας τους. Μέσα στη δεκαετία του '50 άρχισαν να διαπραγματεύονται έναν πρώτο κοινό βηματισμό με την Ενιαία Κοινότητα Χάλυβα-Ανθρακα, που αφορούσε τα βασικά εμπορεύματα που παρήγαγε η βιομηχανική ζώνη του Ρουρ στη Δυτική Γερμανία και χρειάζονταν οι γάλλοι βιομήχανοι σε φτηνές τιμές. Η τρίτη μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη της ηπείρου, η Ιταλία, συμμετείχε κι αυτή με τη δύναμη που της προσέφερε ο βιομηχανοποιημένος Βορράς της. Η Μεγάλη Βρετανία έμεινε εξαρχής εκτός αυτής της συνεργασίας, επιδιώκοντας να στήσει μια τελωνειακή ένωση με δικούς της δορυφόρους. Τα σχέδιά της ναυάγησαν. Οταν τελικά θέλησαν οι Βρετανοί να συμμετάσχουν στην ένωση, αντιμετώπισαν την πεισματική άρνηση του Ντε Γκολ που δεν ήθελε τον ανταγωνισμό της βιομηχανίας της Μεγάλης Βρετανίας μέσα στην ενιαία αγορά. Οι Βρετανοί εντάχθηκαν στην ΕΕ τη δεκαετία του ‘70. Μέσα στη σχηματιζόμενη τελωνειακή ένωση κάθε χώρα κέρδιζε το κομμάτι της αγοράς που της αναλογούσε σύμφωνα με τη δύναμη του κεφαλαίου της.
Από την αρχή του εικοστού αιώνα, η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση οδήγησε -μέσω του ανταγωνισμού του κέρδους και της αναρχίας της παραγωγής- σε τεράστια συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και των κεφαλαίων σε λίγα χέρια. Οι ανεξάρτητοι βιομήχανοι που ανταγωνίζονταν στην εσωτερική αγορά κάθε χώρας και διαμοίραζαν την υπεραξία των εργατών της παραγωγής, στο δικό τους κέρδος, σε φόρους για το κράτος, σε τόκους για τις τράπεζες που δάνειζαν κεφάλαιο, σε κέρδος για το εμπορικό κεφάλαιο που έφερνε τα εμπορεύματα της βιομηχανίας στην αγορά, καθώς και σε πρόσοδο για τους μεγάλους ιδιοκτήτες γης, έδωσαν τη θέση τους στα μεγάλα μονοπώλια και τα τραστ. Με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι μεγάλες βιομηχανικές εταιρίες εντάχθηκαν στο χρηματιστήριο, συγκεντρώνοντας τεράστια κεφάλαια από μικρούς και μεγάλους επενδυτές. Αρκετές φορές το κεφάλαιο που συγκεντρωνόταν σε μετοχές ήταν 100% μεγαλύτερο της πραγματικής τους αξίας σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας εξαρχής ένα τεράστιο ιδρυτικό κέρδος. Οι τράπεζες, από μεσολαβητές πληρωμών ανάμεσα στους κεφαλαιούχους, άρχισαν να συγκεντρώνουν μέσω των καταθέσεων και των λογαριασμών μικρών και μεγάλων ιδιοκτητών κεφαλαίων τεράστιες ποσότητες δανείσιμου κεφαλαίου που κατέληγε στη χρηματοδότηση των μεγάλων εταιριών. Η συγχώνευση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου οδήγησε στα μονοπώλια και τα τραστ, στη συγκρότηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η συγκεντροποίηση της παραγωγής μέσω των μονοπωλίων οδήγησε σε τεράστια εξοικονόμηση εξόδων, σε εξορθολογισμό της ίδιας της παραγωγής και βεβαίως σε υπεροχή έναντι κάθε ανεξάρτητου βιομήχανου ή άλλου βιοτέχνη και εμπόρου.
Εφόσον σκοπός της παραγωγής εξακολουθούσε να είναι το κέρδος, άρχισαν να αναπτύσσονται ταχύτατα κλάδοι της οικονομίας που προσέφεραν το μέγιστο κέρδος στα μονοπώλια. Αντίστοιχα, άλλοι κλάδοι, όπως η αγροτική οικονομία, άρχισαν να καθυστερούν σημαντικά έναντι της βιομηχανίας. Η ανισομετρία της ανάπτυξης, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άρχισε να αποκτά απόλυτη ισχύ. Το χάσμα ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο άρχισε να γιγαντώνεται, με την ψαλίδα ανάμεσα στα αγροτικά εμπορεύματα που αποτελούν πρώτη ύλη για τη βιομηχανία και στα βιομηχανικά εμπορεύματα να ανοίγει θεαματικά λόγω της μεσολάβησης των μονοπωλίων. Η φτωχή και μεσαία αγροτιά άρχισε να ξεκληρίζεται μέσα στις ίδιες τις μητροπόλεις του ιμπεριαλισμού. Η καλλιεργήσιμη γη με υψηλή απόδοση άρχισε να συγκεντρώνεται στα χέρια πλούσιων αγροτών και την ίδια στιγμή η ύπαιθρος άρχισε να ερημοποιείται. Παράλληλα, σχηματίστηκε ένας τεράστιος αριθμός παπαγάλων του χρηματιστικού κεφαλαίου στα επιτελεία των εφημερίδων, των ραδιοφώνων και την τηλεοπτικών σταθμών, που στόχο έχει συνεχώς να παραπληροφορεί όλους τους επενδυτές για την εξέλιξη των τιμών των μετοχών και να ευνοεί πρώτα και κύρια το χρηματιστικό κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αναζητά συνεχώς το μέγιστο κέρδος, και όχι το μέσο κέρδος που προκύπτει μέσω του ανταγωνισμού στις διάφορες σφαίρες επένδυσης της κυκλοφορίας και της παραγωγής. Αυτός στην τελική ήταν και ο λόγος της συγκρότησής του. Η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους για τα μονοπώλια σημαίνει αντίστοιχα μειωμένα κέρδη -κάτω από το μέσο κέρδος- για όλους τους άλλους ανταγωνιστές τους, μεταφράζεται σε τεράστιες κρατικές εγγυήσεις και επιδοτήσεις στο χρηματιστικό κεφάλαιο, αυξάνοντας το κρατικό χρέος, μεταθέτοντας το βάρος σε όλο τον εργαζόμενο λαό, που είναι το μόνιμο φορολογικό υποζύγιο.
Τα υπερκέρδη που άρχισαν να σχηματίζονται από αυτές τις δραστηριότητες δεν μπορούσαν να επανατοποθετηθούν ξανά στη ντόπια αγορά, αποδίδοντας το μέγιστο κέρδος. Ετσι, η εξαγωγή κεφαλαίου σε άλλες χώρες του πλανήτη, όπου η καπιταλιστική ανάπτυξη ήταν ακόμη στα σπάργανα, όπου η τιμή της γης ήταν μικρή, όπου τα μεροκάματα ήταν πολύ χαμηλά, άρχισε να είναι μια από τις βασικότερες δραστηριότητες του χρηματιστικού κεφαλαίου κάθε χώρας. Πολύ πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όλος ο πλανήτης είχε μοιραστεί ανάμεσα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ανάλογα με τη δύναμη των κεφαλαίων τους και βεβαίως τη στρατιωτική τους ισχύ και υπεροχή. Παράλληλα, με την ανισομετρία της ανάπτυξης μέσα στους διαφορετικούς κλάδους της ίδιας της οικονομίας, άρχισαν να αναπτύσσονται ανισόμετρα και οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η βαριά βιομηχανία απέδιδε τεράστια κέρδη σε ορισμένες ιμπεριαλιστικές χώρες, ειδικά τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, και την ίδια στιγμή άλλες χώρες εμφάνιζαν μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης, μιας και βρίσκονταν σε άλλη φάση ανάπτυξης, προσανατολιζόμενες σε κερδοφόρες επενδύσεις του πιστωτικού τους συστήματος ή του εμπορίου. Η ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση άρχισε να οξύνεται απότομα και οδήγησε σε δυο μεγάλους παγκόσμιους πολέμους με εκατομμύρια νεκρούς και τραυματίες για τη διευθέτηση των αγορών και των σφαιρών επιρροής του πλανήτη.
Οι χώρες σαν την Ελλάδα, τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, την Ιρλανδία δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν το επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της παραγωγής, αντίστοιχου των ιμπεριαλιστικών χωρών. Δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκροτήσουν μια ολοκληρωμένη βιομηχανία μέσων παραγωγής, αυτό που λέμε βαριά βιομηχανία. Παρέμεναν και θα παραμένουν χώρες εξαρτημένες από τα μονοπώλια, χώρες μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης. Η βιομηχανία τους είναι στην καλύτερη περίπτωση τμήμα της αλυσίδας της παραγωγής των μονοπωλίων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε κλάδους της μεταποίησης και της εξορυκτικής βιομηχανίας. Οι ντόπιοι καπιταλιστές, βιομήχανοι και τραπεζίτες, εξασφαλίζουν το μέγιστο κέρδος στα πολύ μικρότερα κεφάλαιά τους, συγκριτικά με τα κεφάλαια που διαθέτουν οι μεγιστάνες του πλούτου των ιμπεριαλιστικών χωρών, κερδίζοντας από την υπεραξία που τους αναλογεί σε αυτές τις σφαίρες τοποθέτησης. Οι ιμπεριαλιστές τους επιτρέπουν να λειτουργούν μεσιτικά και κομπραντόρικα. Την ίδια στιγμή, οι ιμπεριαλιστές εξασφαλίζουν τεράστια υπερκέρδη, λαμβάνοντας φτηνές πρώτες ύλες και μεταπωλώντας ακριβά τελικά εμπορεύματα της βιομηχανίας τους, σαρώνοντας την αγορά των εξαρτημένων χωρών. Οι χώρες μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης δεν μπορούν να σπάσουν τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, που επιβλήθηκε και συνεχίζεται να επιβάλλεται από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο της ΕΕ και αργότερα της νομισματικής ένωσης η εξάρτηση των χωρών αυτών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Μόνο η προλεταριακή επανάσταση στο μέλλον μπορεί να μετατρέψει τις χώρες αυτές σε οικονομικά και πολιτικά ανεξάρτητες, με τη δική τους βαριά βιομηχανία.
Υπό αυτό το πρίσμα, η σύγχρονη ιστορία του μεταπολεμικού καπιταλιστικού κόσμου, ειδικά μετά την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, τη δεκαετία του ‘60, καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από τις επιδιώξεις των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και της αναδυόμενης μεγάλης ιμπεριαλιστικής δύναμης της Κίνας, που από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 αρχίζει να αποκτά τεράστια δύναμη στις διεθνείς αγορές, έχοντας την πρωτοκαθεδρία στη γειτονιά της, τη νοτιοανατολική Ασία. Οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατάφεραν να ανακάμψουν πολύ γρήγορα, μέχρι τη δεκαετία του ’50, και σήμερα να ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ. Μια σειρά από οικονομικά φαινόμενα, που δεν έχουμε το χώρο να περιγράψουμε σε αυτό σημείωμα, οδήγησαν σε σημαντική χρονική επιμήκυνση του βιομηχανικού κύκλου ανάπτυξης, από την αναζωογόνηση και την άνθιση της βιομηχανίας μέχρι τη στασιμότητα και την κρίση. Ενας από τους βασικούς λόγους ήταν η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ακολούθησε τη διασύνδεση όλων των μεγάλων κεφαλαιαγορών του πλανήτη. Το παραγωγικό κεφάλαιο, ακόμη και στον προ-μονοπωλιακό καπιταλισμό, αναπτύσσει την κερδοφορία του, κατακτά νέες αγορές για τα εμπορεύματά του μέσω της ενίσχυσης της πίστωσης. Ετσι, έχει συνεχώς παραγγελίες για τη βιομηχανία του, έτσι ανοίγεται σε νέες επενδύσεις, μέχρι τη στιγμή που οι αποθήκες γεμίζουν από εμπορεύματα και δεν μπορούν πλέον να καταναλωθούν από τη ντόπια και διεθνή ζήτηση και ξεσπάει η κρίση. Ο παρασιτισμός που προκύπτει από τη διοχέτευση τεράστιων δυνάμεων εργασίας στον πιστωτικό τομέα είναι αναπόφευκτος όρος της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ο παρασιτισμός διογκώνεται συνεχώς μέσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Τα χρηματιστήρια αξιών και παραγώγων δεν παράγουν αξίες, μοιράζουν την υπεραξία που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής, προς όφελος των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων, που βάση εφόρμησης εξακολουθούν να έχουν τις μητροπόλεις των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Σε μια επίπλαστη ευημερία στις μητροπόλεις, ειδικά του ιμπεριαλιστικού Βορρά, και δευτερευόντως στις εξαρτημένες χώρες σαν την Ελλάδα, ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων συσκοτιζόταν. Μέσω του ανταγωνισμού, η Γερμανία και δευτερευόντως η Γαλλία ωφελούνται πρωτίστως από την ΕΕ και τη νομισματική ένωση. Η νέα διεθνής κρίση βγάζει τις τσίμπλες από πολλούς, αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα προσανατολιστεί αυτόματα η πλειοψηφία σε μια επαναστατική κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλισμού. Δυστυχώς, την κρίση την πληρώνει πάντα η εργατική τάξη και σε αυτή την περίπτωση βρέθηκε απολύτως απροετοίμαστη να την αποκρούσει, αφού οι πολιτικοί της φορείς, που θα εκφράζουν γνήσια τα συμφέροντά της, τα επαναστατικά κομμουνιστικά κόμματα, δεν υπάρχουν πια. Μέσα στα κυρίαρχα αστικά κόμματα της Ευρώπης σχηματίζονται ομάδες που ζητούν δασμούς, ποσοστώσεις, κατάργηση της νομισματικής ένωσης, κατάργηση της ΕΕ. Νέα αστικά κόμματα με εθνικιστικό και νεοφασιστικό προσανατολισμό αρπάζουν την ευκαιρία και δημαγωγικά σαρώνουν στις εκλογές, αποδίδοντας τις ευθύνες της κρίσης, της εκ νέου προλεταριοποίησης μεγάλου τμήματος των μικροαστών και της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης στις ξένες και αντίπαλες δυνάμεις της χώρας που εκπροσωπούν. Το χρηματιστικό κεφάλαιο σε κάθε χώρα, στην πλειοψηφία του, δεν είναι έτοιμο αυτή τη στιγμή να φτάσει σε τέτοιες λύσεις. Ομως, τμήμα του ποντάρει στο μέλλον. Η κρίση μπορεί να βαθύνει απότομα πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζουμε, φέρνοντας τεράστιες ανακατατάξεις στις διεθνείς συμμαχίες και στους διεθνείς συσχετισμούς. Τα τραστ του παρελθόντος θα θρυμματιστούν ακαριαία στο μέλλον. Η νίκη του Brexit στη Μεγάλη Βρετανία είναι ένδειξη αυτής της σύγκρουσης.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι ο καπιταλισμός που υπερωρίμασε και σαπίζει. Δεν μπορεί, όμως, να πεθάνει μόνος του. Η έσχατη λύση για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι η τεράστια καταστροφή αξιών και ο πόλεμος. Αν χρειαστούν να φτάσουν σε αυτό το σημείο, δε θα διστάσουν. Το θέμα είναι τι θα κάνει η εργατική τάξη.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΝΑΜΕΙΚΤΑ... ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΦΙΝΜΠΟΓΚΑΣΟΝ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ