2012-05-16 08:43:58
By Marcus Miller και Robert Skidelsky
Πριν 100 περίπου χρόνια, ένας νεαρός αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ επιχειρούσε να προσφέρει συμβουλές στους Ευρωπαίους ρυθμιστές για το ποια θα ήταν η καλύτερη, ίσως, διαχείριση των μεγάλων εξωτερικών χρεών τους. Υπήρχε, ισχυριζόταν, ένα όριο στα εθνικά περιθώρια εξυπηρέτησης χρέους. Όσοι περίμεναν παραπάνω πληρωμές, θα απογοητεύονταν.
Επιπλέον, οι προσπάθειες των πιστωτών να επιμένουν σε πρόσθετες αποπληρωμές χρέους, θα μπορούσαν να γίνουν πολιτικά επικίνδυνες. «Αν τελικά το συμφωνήσουν», έγραφε σε έναν φίλο, «δεν είναι δυνατόν να τηρήσουν κάποιους από τους όρους και το αποτέλεσμα θα είναι γενική αταξία και αναταραχή παντού». Συνιστούσε έναν κύκλο ακυρώσεων χρεών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ένα πλάνο που, με μια μολυβιά, θα αφαιρούσε μεγάλο κομμάτι του προβλήματος. Αφού τον αγνόησαν οι πιστώτριες κυβερνήσεις, ο John Maynard Keynes παραιτήθηκε για να συγγράψει τις «Οικονομικές Επιπτώσεις της Ειρήνης».
Στην σημερινή Ευρώπη, βεβαίως, το παιχνίδι έχει αλλάξει εντελώς. Δεν είναι η Γερμανία που υποφέρει υπό αφόρητο δανειακό βάρος, αλλά οι Νότιοι εταίροι της στην ευρωζώνη.
Και τι συμβουλεύει η Γερμανία; Απάντηση: Την οικονομολογία της λιτότητας. Οι χώρες με μεγάλα κρατικά χρέη πρέπει να αυξήσουν τους φόρους και να κόψουν τις δαπάνες ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Στην Angela Merkelαρέσει να επαναλαμβάνει τομότο της Γερμανίδας νοικοκυράς: «Μακροπρόθεσμα, δεν μπορείς να τρως περισσότερα από όσα βγάζεις».
Κίνητρο στην γερμανική θέση είναι η πεποίθηση ότι η επίλυση του προβλήματος χρέους είναιαποκλειστική ευθύνη του δανειολήπτη. Ο Keynes, αντιθέτως, πίστευε ότι και ο πιστωτης και ο δανειολήπτης πρέπει να μοιραζονται το βάρος της προσπάθειας να βγάλουν τις οικονομίες από την τρύπα στην οποία μαζί τις έσπρωξαν.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής γίνονται όλο πιο ξεκάθαρες κάθε μέρα: Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις Bric(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), η Ευρώπη έχει ουσιαστικά σταματήσει να αναπτύσσεται, και δεν υπάρχουν σοβαρές ελπίδες να επιστρέψει η ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα. Ούτε, όπως φαίνεται, έχουν λυθεί τα προβλήματα με τα χρέη. Αφού η εγγύηση για τα εθνικά χρέη είναι οι δυνατότητες των πολιτών να πληρώνουν φόρους, η ύφεση και η ανεργία υπονομεύουν την δυνατότητα εξυπηρέτησης χρεών και την εθνική αξιοπιστία στις αγορές κεφαλαίου, όπως φάνηκε ξανά αυτή την εβδομάδα, με τις αυξήσεις στα yields στις αγορές ομολόγων της νοτίου Ευρώπης.
Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι τουλάχιστον χειρότερες. Οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Ελλάδα έχουν καταρρεύσει. Και ήταν αναμενόμενο: Καμία κυβέρνηση που δεσμεύεται σε "απείραχτη" λιτότητα δεν μπορεί να αντικρίσει τους ψηφοφόρους με εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα είναι ακραίο παράδειγμα; Οι κεντρώες κυβερνήσεις σε όλη την Μεσόγειο όλο και περισσότερο αντιμετωπίζονται από τους πολίτες ως ανίσχυρες. Δεν έχουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, ούτε δυνατότητα να υποτιμήσουν, ούτε δικαίωμα να θέσουν ελέγχους κεφαλαίων. Εχουν περιορισμένες δυνατότητες να στηρίξουν τις εθνικές επιχειρήσεις τους που καταρρέουν και τώρα είναι και δεσμευμένες σε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.
Όταν ο συντηρητισμός αποτυγχάνει, έρχεται η ώρα να στραφούν οι πολίτες σε εκείνους που υπόσχονται να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, είτε είναι από την δεξιά είτε την αριστερά –οτιδήποτε εκτός από το μικρόψυχο κέντρο!
Αυτό είχε συμβεί στην δεκαετία του 1930. Αποτελεί ιστορική ειρωνεία ότι οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες μπόρεσαν να αποφύγουν το Μεγάλο Κραχ μετά την τραπεζική κρίση, οδεύουν τώρα προς το τυφλό αδιέξοδο που είχε οδηγήσει στον εξτρεμισμό σε εκείνη την προηγούμενη καταστροφή. Η γερμανική ιστορική μνήμη έχει έντονες εικόνες από τον υπερπληθωρισμό του 1920-23. Αλλά είναι αδύνατον να ξεχάσουμε ότι ήταν ο αποπληθωρισμός και το Μεγάλο Κραχ που ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Ένα από τα μαθήματα της Ιστορίας είναι ότι στα εθνικά χρέη πρέπει να γίνεται διαχείριση με τρόπους που δεν καταστρέφουν ούτε την οικονομία ούτε τον χώρο του πολιτικού κέντρου. Η Ευρώπη φιλοξενεί κάποιους από τους καλύτερους -και πιο καλοπληρωμένους- οικονομικούς εμπειρογνώμονες στον κόσμο. Ας αφήσει τα ταλέντα τους να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να πετάξουν τις στοίβες χαρτιά από τα γραφεία και να εφεύρουν τρόπους μείωσης χρέους χωρίς λιτότητα.
Αν αυτό σημαίνει δαπάνες σε έργα, χρηματοδοτούμενα εκτός ισολογισμών από κοινές εγγυήσεις ή υψηλότερους φόρους, ας γίνει έτσι. Αν σημαίνει σημαντική αναδιάρθρωση εθνικών χρεών που θα ανταλλαχθούν με "δεικτοποιημένα" χρεόγραφα ή αναπτυξιακά ομόλογα, ή περιόδους χάριτος μέχρι να επιστρέψει η ανάπτυξη, ας γίνει έτσι. Αν απαιτεί μετατόπιση τμήματος του βάρους της χρηματοδότησης χρέους σε παλαιότερες γενεές οι οποίες κατέχουν το χρέος, αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα που πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί.
Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις χώρες της ευρωζώνης να αναπτυχθούν και πάλι. Για μια χώρα σε τόσο απελπιστική κατάσταση όπως η Ελλάδα, όμως, η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ ώστε να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της, μοιάζει ως η καλύτερη επιλογή. Αλλά είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της, η επακόλουθη υποτίμηση να είναι ελεγχόμενη. Δεν πρέπει να προσθέσουμε και τους νομισματικούς πολέμους στον μεγάλο σωρό από προβλήματα που ήδη έχουμε.
Οι αρθρογράφοι είναι καθηγητές Οικονομικών και Πολιτικής Οικονομίας, αντίστοιχα, στο University of Warwick.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Πριν 100 περίπου χρόνια, ένας νεαρός αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ επιχειρούσε να προσφέρει συμβουλές στους Ευρωπαίους ρυθμιστές για το ποια θα ήταν η καλύτερη, ίσως, διαχείριση των μεγάλων εξωτερικών χρεών τους. Υπήρχε, ισχυριζόταν, ένα όριο στα εθνικά περιθώρια εξυπηρέτησης χρέους. Όσοι περίμεναν παραπάνω πληρωμές, θα απογοητεύονταν.
Επιπλέον, οι προσπάθειες των πιστωτών να επιμένουν σε πρόσθετες αποπληρωμές χρέους, θα μπορούσαν να γίνουν πολιτικά επικίνδυνες. «Αν τελικά το συμφωνήσουν», έγραφε σε έναν φίλο, «δεν είναι δυνατόν να τηρήσουν κάποιους από τους όρους και το αποτέλεσμα θα είναι γενική αταξία και αναταραχή παντού». Συνιστούσε έναν κύκλο ακυρώσεων χρεών μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ένα πλάνο που, με μια μολυβιά, θα αφαιρούσε μεγάλο κομμάτι του προβλήματος. Αφού τον αγνόησαν οι πιστώτριες κυβερνήσεις, ο John Maynard Keynes παραιτήθηκε για να συγγράψει τις «Οικονομικές Επιπτώσεις της Ειρήνης».
Στην σημερινή Ευρώπη, βεβαίως, το παιχνίδι έχει αλλάξει εντελώς. Δεν είναι η Γερμανία που υποφέρει υπό αφόρητο δανειακό βάρος, αλλά οι Νότιοι εταίροι της στην ευρωζώνη.
Και τι συμβουλεύει η Γερμανία; Απάντηση: Την οικονομολογία της λιτότητας. Οι χώρες με μεγάλα κρατικά χρέη πρέπει να αυξήσουν τους φόρους και να κόψουν τις δαπάνες ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία. Στην Angela Merkelαρέσει να επαναλαμβάνει τομότο της Γερμανίδας νοικοκυράς: «Μακροπρόθεσμα, δεν μπορείς να τρως περισσότερα από όσα βγάζεις».
Κίνητρο στην γερμανική θέση είναι η πεποίθηση ότι η επίλυση του προβλήματος χρέους είναιαποκλειστική ευθύνη του δανειολήπτη. Ο Keynes, αντιθέτως, πίστευε ότι και ο πιστωτης και ο δανειολήπτης πρέπει να μοιραζονται το βάρος της προσπάθειας να βγάλουν τις οικονομίες από την τρύπα στην οποία μαζί τις έσπρωξαν.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής γίνονται όλο πιο ξεκάθαρες κάθε μέρα: Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις Bric(Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), η Ευρώπη έχει ουσιαστικά σταματήσει να αναπτύσσεται, και δεν υπάρχουν σοβαρές ελπίδες να επιστρέψει η ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα. Ούτε, όπως φαίνεται, έχουν λυθεί τα προβλήματα με τα χρέη. Αφού η εγγύηση για τα εθνικά χρέη είναι οι δυνατότητες των πολιτών να πληρώνουν φόρους, η ύφεση και η ανεργία υπονομεύουν την δυνατότητα εξυπηρέτησης χρεών και την εθνική αξιοπιστία στις αγορές κεφαλαίου, όπως φάνηκε ξανά αυτή την εβδομάδα, με τις αυξήσεις στα yields στις αγορές ομολόγων της νοτίου Ευρώπης.
Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι τουλάχιστον χειρότερες. Οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Ελλάδα έχουν καταρρεύσει. Και ήταν αναμενόμενο: Καμία κυβέρνηση που δεσμεύεται σε "απείραχτη" λιτότητα δεν μπορεί να αντικρίσει τους ψηφοφόρους με εμπιστοσύνη.
Η Ελλάδα είναι ακραίο παράδειγμα; Οι κεντρώες κυβερνήσεις σε όλη την Μεσόγειο όλο και περισσότερο αντιμετωπίζονται από τους πολίτες ως ανίσχυρες. Δεν έχουν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική, ούτε δυνατότητα να υποτιμήσουν, ούτε δικαίωμα να θέσουν ελέγχους κεφαλαίων. Εχουν περιορισμένες δυνατότητες να στηρίξουν τις εθνικές επιχειρήσεις τους που καταρρέουν και τώρα είναι και δεσμευμένες σε σφιχτή δημοσιονομική πολιτική.
Όταν ο συντηρητισμός αποτυγχάνει, έρχεται η ώρα να στραφούν οι πολίτες σε εκείνους που υπόσχονται να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, είτε είναι από την δεξιά είτε την αριστερά –οτιδήποτε εκτός από το μικρόψυχο κέντρο!
Αυτό είχε συμβεί στην δεκαετία του 1930. Αποτελεί ιστορική ειρωνεία ότι οι ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες μπόρεσαν να αποφύγουν το Μεγάλο Κραχ μετά την τραπεζική κρίση, οδεύουν τώρα προς το τυφλό αδιέξοδο που είχε οδηγήσει στον εξτρεμισμό σε εκείνη την προηγούμενη καταστροφή. Η γερμανική ιστορική μνήμη έχει έντονες εικόνες από τον υπερπληθωρισμό του 1920-23. Αλλά είναι αδύνατον να ξεχάσουμε ότι ήταν ο αποπληθωρισμός και το Μεγάλο Κραχ που ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Ένα από τα μαθήματα της Ιστορίας είναι ότι στα εθνικά χρέη πρέπει να γίνεται διαχείριση με τρόπους που δεν καταστρέφουν ούτε την οικονομία ούτε τον χώρο του πολιτικού κέντρου. Η Ευρώπη φιλοξενεί κάποιους από τους καλύτερους -και πιο καλοπληρωμένους- οικονομικούς εμπειρογνώμονες στον κόσμο. Ας αφήσει τα ταλέντα τους να βοηθήσουν τις κυβερνήσεις να πετάξουν τις στοίβες χαρτιά από τα γραφεία και να εφεύρουν τρόπους μείωσης χρέους χωρίς λιτότητα.
Αν αυτό σημαίνει δαπάνες σε έργα, χρηματοδοτούμενα εκτός ισολογισμών από κοινές εγγυήσεις ή υψηλότερους φόρους, ας γίνει έτσι. Αν σημαίνει σημαντική αναδιάρθρωση εθνικών χρεών που θα ανταλλαχθούν με "δεικτοποιημένα" χρεόγραφα ή αναπτυξιακά ομόλογα, ή περιόδους χάριτος μέχρι να επιστρέψει η ανάπτυξη, ας γίνει έτσι. Αν απαιτεί μετατόπιση τμήματος του βάρους της χρηματοδότησης χρέους σε παλαιότερες γενεές οι οποίες κατέχουν το χρέος, αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα που πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί.
Θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις χώρες της ευρωζώνης να αναπτυχθούν και πάλι. Για μια χώρα σε τόσο απελπιστική κατάσταση όπως η Ελλάδα, όμως, η συντεταγμένη έξοδος από το ευρώ ώστε να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητά της, μοιάζει ως η καλύτερη επιλογή. Αλλά είναι προς το συμφέρον τόσο της Ελλάδας όσο και των πιστωτών της, η επακόλουθη υποτίμηση να είναι ελεγχόμενη. Δεν πρέπει να προσθέσουμε και τους νομισματικούς πολέμους στον μεγάλο σωρό από προβλήματα που ήδη έχουμε.
Οι αρθρογράφοι είναι καθηγητές Οικονομικών και Πολιτικής Οικονομίας, αντίστοιχα, στο University of Warwick.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
STRATFOR ΓΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε.
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με το δίλλημα Ευρώπη ή δραχμή κατεβαίνει ο Σαμαράς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ