2016-08-08 00:31:56
ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΝ
ΕΝΑΙΣΙΜΟΣ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΝ ΣΧΟΛΗΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ.
ΑΘΗΝΑΙ 1969
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ
Ι. Ο σκοπός της Ποιμαντικής των φυλακισμένων.
Σκοπός της Ποιμαντικής του εν φυλακή ανθρώπου, ως και παντός ανθρώπου είναι αφ’ ενός μεν η καθοδήγησις και οικοδομή αυτού εις την κατά Χριστόν ζωήν, αφ’ ετέρου δε η παρηγορία και ενίσχυσις αυτού προς ανακούφισιν εκ των ψυχικών και σωματικών πόνων και στερήσεων[01].
α) Η οικοδομή εις την κατά Χριστόν ζωήν.
Εκάστη ψυχή είναι κεκλημένη υπό του Θεού εις ένωσιν μετά του Νυμφίου Χριστού εν τω σώματι Αυτού, τη Εκκλησία. Αλλ’ επειδή την ένωσιν ταύτην εμποδίζει η υποδούλωσις της ψυχής εις την αμαρτίαν, ήτις επαναλαμβανομένη και σταθεροποιουμένη καθίσταται εις τον άνθρωπον έξις και δευτέρα φύσις, ήτοι «πάθος»[02], προέχει η κάθαρσις από των παθών, δια ν’ ακολουθήση η αύξησις αύτης εις Χριστόν[03]
. Τα πάθη προσκολλώντα τον άνθρωπον δι’ όλων αυτού των δυνάμεων (νοητικών, βουλητικών και συναισθηματικών) εις την σάρκα και την ύλην σκοτίζουν τον νουν και τον εμποδίζουν να οδηγήση τον άνθρωπον εις την εσωτερικήν ενότητα, διά της ενώσεως με τον Θεόν και της αγάπης προς τους άλλους ανθρώπους[04]. Ως δε διδάσκει σοφώς και ο Μ. Βασίλειος «αρχή προς την ανάληψιν των καλών, η αναχώρησις των κακών»[05], ήτοι η θεραπευτική αγωγή δέον να άρχηται διά της εκριζώσεως των κακών έξεων, δια να επακολουθήση «η ενίσχυσις των εμφύτων προς το αγαθόν τάσεων του ανθρώπου»[06].
Το έργον της διαγνώσεως και εκριζώσεως των παθών είναι δυσκολώτατον, διότι «δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων και διά το προς την ηδονήν επιρρεπές του ορθού βίου καταμελούντας ημάς»[07]. Υποδεδουλωμένους εις ποικίλα «πάθη ατιμίας» (Ρωμ. α’ 26) θα εύρη ο ποιμήν της φυλακής τους περισσοτέρους εκ των φυλακισμένων. Και ενώ τινες φυλακισμένοι εκ των δουλευόντων εις τα πάθη έχουν συνείδησιν της καταστάσεώς των και ζητούν ελευθερωτήν, άλλοι θεωρούν την κατάστασίν των ως φυσικήν και απολύτως δεδικαιολογημένην. Διά τους της πρώτης κατηγορίας ο ποιμήν καλείται να προσφέρη τον ελευθερωτήν και τα κατάλληλα φάρμακα προς επούλωσιν των πληγών των. Διά τους της δευτέρας κατηγορίας το ποιμαντικόν έργον δέον να αποβλέπη εις την αφύπνισην αυτών, εις την συνειδητοποίησιν της δουλείας, υπό την οποίαν τελούν, διά να ακολουθήση εν συνεχεία ο πόθος της απελευθερώσεως[08]. Η κληθείσα και ενισχυθείσα υπό του ποιμένος ψυχή να απελευθερωθή από των ψυχοκτόνων παθών και διά της χάριτος του Θεού απελευθερωθείσα ή τουλάχιστον ευρισκομένη εις την οδόν της απελευθερώσεως, ανάγκη να προχωρήση αδέσμευτος πλέον και κεκαθαρμένη εις συνάντησιν και ένωσιν μετά του Χριστού. Ο ποιμήν καλείται ως νυμφαγωγός να χειραγωγήση την ψυχήν αυτήν εις την τελείωσιν, την αύξησιν, την ωρίμασίν της «εις άνδρα τέλειον εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ’ 13).
Η ουσία της τοιαύτης κατά Χριστόν τελειώσεως και άρα η αποστολή των ποιμένων έγκειται κατά τον Μέγαν Βασίλειον εις την μίμησιν του Χριστού «εν τω μέτρω της ενανθρωπήσεως, κατά το επιβάλλον τη εκάστου κλήσει»[09], της μιμήσεως ταύτης νοουμένης όχι μόνον ως προσπαθείας εξωτερικής απλώς συμμορφώσεως προς το θείον Αρχέτυπον, αλλά συμμετοχής εις το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού[10]. Ο πιστός, και εις την περίπτωσιν αυτήν ο φυλακισμένος, καθοδηγείται υπό του ιερέως να συσταυρωθή μετά του Χριστού, διά να συναντηθή μετ’ Αυτού εις την «καινήν ζωήν», να προσανατολίση τον όλον άνθρωπον προς τον Χριστόν διά της μιμήσεως Αυτού και να αποβλέπη συνεχώς εις την όσον το δυνατόν τελειοτέραν ταύτισιν της θελήσεώς του προς την θέλησιν του Χριστού[11]. Ούτως επιτυγχάνεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής: η αδιαίρετος και ασύγχυτος ένωσις του ανθρώπου μετά του Χριστού και της Αγίας Τριάδος και η θέωσις αυτού.
Επειδή η θεραπεία και τελείωσις του ανθρώπου συντελείται μόνον εν Χριστώ, ήτοι διά της υπό του Χριστού προσλήψεως και θεραπείας της ασθενούσης και τραυματισμένης και ανικάνου να αυτολυτρωθεί φύσεώς του («το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» κατά τον Γρηγόριον Ναζιανζηνόν[12]) έπεται ότι διά της εν Χριστώ σωτηρίας και του ταύτην επιδιώκοντος ποιμαντικού έργου επιτυγχάνεται όχι απλώς η πολιτιστική ή ηθική και παιδαγωγική βελτίωσις και καλλιέργεια του φυλακισμένου, αλλ’ η οντολογική[13] σωτηρία και μεταμόρφωσις αυτού εις «καινόν άνθρωπον». Εμβαθύνοντες εις το μυστήριον της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου κατά την ορθόδοξον Θεολογίαν, πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι η τοιαύτη πρόσληψις, θεραπεία και θέωσις της πεσούσης ανθρωπίνης φύσεως συντελείται εν Χριστώ και συγκεκριμένως εν τω σώματι του Χριστού, τη Εκκλησία, εν τη οποία μόνη ο άνθρωπος, και εν προκειμένω ο κρατούμενος, δύναται όχι απλώς να γνωρίσει τον Χριστόν εξωτερικώς, αλλά να εγκεντρισθεί εις Αυτόν, ως κλάδος εις το δένδρον της ζωής και να κοινωνήση της θείας ζωής του Θεανθρώπου, καθιστάμενος όμαιμος και σύναιμος τω Χριστώ[14].
Πάσα χριστοκεντρική Ποιμαντική, ήτις δεν είναι συγχρόνως και εκκλησιοκεντρική, ήτοι δεν ζητεί τον Χριστόν εις την Εκκλησίαν, παύει να είναι οντολογική και εκπίπτει εις έναν τύπον χριστιανικού ανθρωπισμού και ηθικισμού. Αντιθέτως η βασιζομένη επί της Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας Ποιμαντική είναι πάντοτε σωτηριολογική και οντολογική. Η τοιαύτη ορθόδοξος Ποιμαντική υπερβαίνει βεβαίως κατά πολύ τους υπό της σωφρονιστικής επιστήμης σκοπούς της φυλακίσεως, χωρίς εννοείται, και να τους απορρίπτη.
Κατά την ανθρωπιστικήν σωφρονιστικήν σκοπός της φυλακίσεως δεν είναι η τιμωρία του φυλακισμένου ως αντεκδίκησις της κοινωνίας, δι’ όσα ούτος έβλαψεν αυτήν, αλλ’ ηθική βελτίωσις και κοινωνική αποκατάστασις αυτού, ώστε να καταστή ούτος εν χρήσιμον ή τουλάχιστον αβλαβές μέλος του κοινωνικού συνόλου. Σκοπός επίσης της ανθρωπιστικής σωφρονιστικής είναι όχι απλώς η αλλαγή συμπεριφοράς του κρατουμένου, εν όσω ευρίσκεται εντός της φυλακής, αλλά η εν αυτώ εμφύτευσις γνησίας επιθυμίας αλλαγής, η ύπαρξις της οποίας και αποτελεί την μόνην ελπίδα αποκαταστάσεως αυτού[15].
Παρ’ ότι αι ανωτέρω απόψεις βεβαιούν ημάς διά μίαν ακόμη φοράν περί της υπό την επίδρασιν του χριστιανικού πνεύματος βελτιώσεως της σωφρονιστικής φιλοσοφίας, εν τούτοις δεν εξαντλούν και το περιεχόμενον της Ποιμαντικής, το οποίον ως είπομεν, δεν είναι μόνον κοινωνικόν ή ηθικόν, αλλά κυρίως και προεχόντως σωτηριολογικόν. Η εκκοσμικευθείσα Ποιμαντική της Δύσεως αποδέχεται τον περιορισμόν αυτής εις εν είδος αγωγής ή ψυχολογικής βοηθείας προς τον κρατούμενον[16]. Ούτως αυτοπεριοριζομένη και αυτοεκκοσμικευομένη γίνεται αποδεκτή εις τας φυλακάς ακόμη και υπό αθέων σωφρονιστών ως «εν μέσον αγωγής», ως επίσης γίνεται γενικώς αποδεκτή η θρησκεία εις τας εκκοσμικευθείσας κοινωνίας κυρίως ως εις χρήσιμος κοινωνικός θεσμός, μη εγείρουσα αξιώσεις διά τον αγιασμόν του πληρώματος της ζωής, αλλά καθισταμένη «θρησκεία της Κυριακής»[17]. Η ορθόδοξος Ποιμαντική, χωρίς να αποκλείη τους μερικωτέρους σκοπούς της σωφρονιστικής (κοινωνικήν αποκατάστασιν, ηθικήν βελτίωσιν, ψυχολογικήν βοήθειαν), σκοπεύει πολύ βαθύτερον: εις την εν Χριστώ σωτηρίαν του φυλακισμένου, η οποία βεβαίως θα επιφέρει και την ηθικοποίησιν αυτού και θα διευκολύνη την κοινωνικήν του αποκατάστασιν και προσαρμογήν. Αληθής άνθρωπος κατά τον ιερόν Χρυσόστομον είναι μόνον, όστις χαρακτηρίζεται υπό ευσεβείας και αρετής[18] και συνεπώς προς την καλλιέργειαν της ευσεβείας και της κατά Χριστόν αρετής δέον να κατατείνη κατά πρώτον μεν η Ποιμαντική, αλλά δευτερευόντως και η σωφρονιστική, εάν θέλη να είναι χριστιανική και όχι απλώς ανθρωπιστική.
β) Η «παράκλησις» των φυλακισμένων.
Ο έτερος σκοπός της Ποιμαντικής των φυλακισμένων είναι η προς αυτούς παραμυθία, ενίσχυσις και παρηγορία, την οποίαν εχαρακτηρίσαμεν ως παράκλησιν λόγω της βιβλικής προελεύσεως του όρου τούτου ήδη από της Παλαιάς Διαθήκης. «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου λέγει ο Θεός» (Ησ. μ’ 1). Ο φυλακισμένος, ως θα δείξομεν και εις προσεχή κεφάλαια της παρούσης εργασίας, ζει εντός ατμοσφαίρας κυριαρχουμένης υπό καταθλίψεως και άγχους. Ευρίσκεται εις κατ’ εξοχήν κρίσιμον κατάστασιν και έχει συνεπώς απόλυτον ανάγκην παραμυθίας και ενισχύσεως. Ο ποιμήν και οι συνεργάται αυτού, ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας και φορείς του πνεύματος του Χριστού, είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι, αλλά και αρμόδιοι διά το παρακλητικόν έργον.
Η εκ μέρους του ποιμένος και των συνεργατών του προσφορά ηθικής και υλικής ενισχύσεως και συμπαραστάσεως προς τον κρατούμενον αποτελεί άλλωστε την έκφρασιν της αληθείας, την οποίαν ζει και κηρύττει η Εκκλησία: ότι δηλαδή οι Χριστιανοί αποτελούν «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’ 27) και συνεπώς δεν δύνανται, παρά να χαίρουν μετά χαιρόντων και να κλαίουν μετά κλαιόντων (Ρωμ. ιβ’ 15). Όσον περισσότερον τα μέλη της Εκκλησίας είναι συνδεδεμένα με τον Χριστόν και αποτελούν μέλη αυτού, τόσον περισσότερον αισθάνονται και τους πάσχοντας και εν φυλακή αδελφούς των, ως μέλη των, μη δυνάμενοι να αδιαφορήσουν διά την τύχην των[19]. Ο ιερεύς της φυλακής προσφέρει την προς τον φυλακισμένον παράκλησιν ως εκπρόσωπος του όλου σώματος της Εκκλησίας η οποία, οσάκις διαθέτει πνευματικήν ευεξίαν, πλαισιώνει τον ιερέα εις το έργον του διά προσφοράς καταλλήλων συνεργατών, ως και ηθικής και υλικής βοηθείας. Ούτως ο κρατούμενος βιοί την Εκκλησίαν ως την κοινωνίαν της αγάπης, την οικογένειαν του Θεού εις την γην, η οποία δεν τον εγκαταλείπει εις τας στιγμάς του πόνου και του εξευτελισμού, αλλά τον συμπονεί, συμπάσχει και προσεύχεται διά την ανάστασίν του. Η εκκλησιολογική αντιμέτωπισις της ποιμαντικής παρακλήσεως προς τον φυλακισμένον είναι ουσιωδώς διάφορος από την κοσμικήν και ανθρωπιστικήν «φιλανθρωπίαν», η οποία δεν προσφέρεται εν τω ονόματι του Χριστού, διό και πολλάκις συντελεί εις την ταπείνωσιν του βοηθουμένου και την έπαρσιν του βοηθούντος.
Η ποιμαντική παράκλησις αποτελεί το έμπρακτον κήρυγμα της Εκκλησίας, την εν τη πράξει εφαρμογήν των υπό του ιερέως κηρυττομένων και ως εκ τούτου το βεβαιότερον και ασφαλέστερον μέσον, διά να τρωθεί η εν πολλοίς σκληρά και μη γνωρίσασα την αγάπην καρδία του κρατουμένου από την αγάπην του Χριστού.
……….
Ο ΠΟΙΜΗΝ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
Ι. Ο ποιμήν της φυλακής «διάκονος της καταλλαγής».
Εις το προηγούμενον κεφάλαιον εξητάσαμεν τον φυλακισμένον εις την ατομικήν και κοινωνικήν εντός της φυλακής ζωήν του. Διεπιστώσαμεν τη βοηθεία της ψυχολογίας, ότι η ύπαρξις αυτού πιέζεται και συνθλίβεται λόγω των αφυσίκων συνθηκών διαβιώσεως. Η αδυναμία τέλος κοινωνίας μετά του Θεού και των συνανθρώπων του, εκ της οποίας πάσχουν πολλοί εκ των φυλακισμένων και ένεκα της οποίας ωδηγήθησαν εις την εγκληματικήν ζωήν, εντείνουν την μόνωσιν και το άγχος αυτού. Η αμαρτία δηλητηριάζει την κοινωνικήν ζωήν της φυλακής περισσότερον πάσης άλλης ανθρωπίνης κοινωνίας, εκδηλουμένη ως διαίρεσις, σύγκρουσις, και ανοικτός ή λανθάνων πόλεμος των τάξεων.
Η βελτίωσις των όρων διαβιώσεως του κρατουμένου και η εφαρμογή καλυτέρων σωφρονιστικών μεθόδων αποτελεί βεβαίως μίαν απάντησιν εις το δράμα της φυλακής. Αλλ’ η απάντησις αύτη δεν δύναται να λύση το πρόβλημα του φυλακισμένου μονιμώτερον και ουσιαστικώτερον, διότι δεν αντιμετωπίζει την βαθυτέραν αιτίαν αυτού, την αμαρτίαν. Εάν είναι αληθές ότι η αμαρτία συνιστά την βαθυτέραν αιτίαν της δυστυχίας παντός ανθρώπου, ως και της διαιρέσεως των ανθρωπίνων κοινωνιών, τότε και η λύσις του προβλήματος δέον να αναζητηθεί εις το ιστορικόν πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, όστις αίρει «την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α’ 29) και εν τω αίματι Αυτού πραγματοποιεί την οριζόντιον και κάθετον συνδιαλλαγήν.
Αλλ’ η είσοδος του Ιησού Χριστού εις την φυλακήν, μόνου ικανού να φωτίση τα απύθμενα σκότη, τα οποία έχει εγκαθιδρύσει η αμαρτία εις την ατομικήν και κοινωνικήν ζωήν των φυλακισμένων, σημαίνει είσοδον της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός εισέρχεται εις την φυλακήν, όχι μόνον διά να κομίση μήνυμα παρηγορίας, συγγνώμης και υιοθεσίας προς τους καταπιεζομένους εξ εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων φυλακισμένους, αλλ’ επίσης διά να φέρη και την δυνατότητα μιας πραγματικής κοινωνίας, εν τη οποία αι πρώην διιστάμεναι και ανταγωνιζόμεναι ομάδες και άτομα δύνανται να ενοποιηθούν εις μίαν νέαν οικογένειαν και αδελφότητα, την Εκκλησίαν, όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ·πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 27-28).
Εις την επιστολήν προς Εφεσίους (β’ 11-22) ευρίσκομεν μίαν θαυμασίαν περιγραφήν των διαιρέσεων των ανθρώπων, αλλά και συγχρόνως την δυνατότητα της υπερβάσεως αυτών διά του ενοποιητικού έργου του Χριστού εν τη Εκκλησία. Την περικοπήν ταύτην δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν και εις την κοινωνίαν της φυλακής. Οι φυλακισμένοι (οι αντιστιχούντες προς την ακροβυστίαν) θεωρούνται υπό της περιτομής (εν προκειμένω, της νομιμόφρονος κοινωνίας) ως «ξένοι», «πάροικοι», «χωρίς Χριστού», «απηλλοτριωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ. β’ 11-13). Αλλά εν τω εισερχομένω εις την φυλακήν «Χριστώ Ιησού υμείς οι πότε όντες μακράν εγενήθητε εγγύς εν τω αίματι του Χριστού». Εν Χριστώ λύεται το «μεσότοιχον του φραγμού» και η «έχθρα» των αλληλοσυγκρουομένων ομάδων της φυλακής, ήτοι του προσωπικού ως εκπροσώπου της νομιμόφρονος κοινωνίας και των φυλακισμένων ως αποδιοπομπαίων κοινωνικώς αφ’ ενός, και των μεταξύ αυτών αλληλοϋποβλεπομένων ανωτέρων και κατωτέρων τάξεων των φυλακισμένων αφ’ ετέρου. Οι πρώην εχθροί αποκαταλλάσσονται εν «ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού» και κτίζονται «εν αυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον», αμφότεροι προσάγονται «εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα» καθιστάμενοι «οικοδομή», «όντως ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού», συναρμολογουμένη και αύξουσα «εις ναόν άγιον εν Κυρίω» και εις «κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι» (Εφ. β’ 14-22).
Ό,τι αποτελεί την ουσίαν της περικοπής αυτής και την σημασίαν αυτής διά το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή είναι ότι πάσα αληθής συμφιλίωσις δύναται να επιτευχθεί μόνον εν Χριστώ, και μάλιστα εν τω σώματι του Χριστού, τη Εκκλησία. Ο Χριστός, δηλαδή, συνάγει εν Αγίω Πνεύματι περί εαυτόν (εις Εκκλησίαν) τα πρώην διεσκορπισμένα τέκνα του Θεού διά να τα προσαγάγη προς τον Πατέρα. Η προσαγωγή προϋποθέτει την συναγωγήν. Πάσα άλλη συμφιλίωσις μη προϋποθέτουσα τον Χριστόν εν τη Αγία Τριάδι και τη Εκκλησία είναι εξωτερική και επιφανειακή, μη μεταμορφούσα τον διηρημένον κόσμον εις καινήν κτίσιν και Βασιλείαν Θεού.
Ως πάσα εκκλησιαστική κοινότης τελούσα εν κοινωνία μετά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αποτελεί παρά την εν Χριστώ ενοποιηθείσαν κτίσιν, εγκαινισθείσαν εν μέσω του παλαιού κόσμου της διαιρέσεως και της αμαρτίας, ούτω και εν εκάστη φυλακή, ήτις αποτελεί μέρος και εικόνα του πεπτωκότος κόσμου, εγκαινίζεται η Εκκλησία, ίνα, συνάγουσα τους φυλακισμένους περί τον Χριστόν και προσάγουσα αυτούς προς τον Πατέρα, ενοποιήση αυτούς, καθιστώσα αυτούς μίαν αδελφότητα και μίαν οικογένειαν. Σκοπός κατά ταύτα της εισόδου του Χριστού και της Εκκλησίας εις την φυλακήν είναι η συμμετοχή όλων των εν αυτή βιούντων εις την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, εν τη οποία πραγματοποιείται, ως είπομεν, και η αληθής συνδιαλλαγή.
Την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β’ Κορ. ε’ 18), ήτοι την διακονίαν του εισάγειν και αυξάνεσθαι την Εκκλησίαν εν τη φυλακή έχει θεόθεν αναλάβει ο ποιμήν της φυλακής, εικονίζων τον Χριστόν και ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού και Θεού[20]. Είναι κατά ταύτα ο «πρεσβευτής» (Β’ Κορ. ε’ 20) και ο «συνεργός» (Β’ Κορ. στ’ 1) του Χριστού εν τη φυλακή, φροντίζων διά παντοίων μέσων, ίνα «τους ούτω (εν έχθρα) διατεθειμένους τας ψυχάς υπό του πονηρού συμβιβάσαι, και ειρηνοποιήσαι, και πείσαι πάλιν διά της αγάπης εις ενότητα συνεισελθείν»[21]. Αποβαίνει ούτως ο εφημέριος ο αλιεύς, όστις ρίπτει τα δίκτυα, και η όρνις η ανοίγουσα τας πτέρυγάς της, διά να συνάξη τα νεοσσία εαυτής, τους φυλακισμένους, προσάγουσα αυτούς μετά του Χριστού προς τον Πατέρα. Ο εφημέριος της φυλακής είναι επίσης ο αντιπρόσωπος του όλου σώματος της Εκκλησίας ουχί βεβαίως εν τη προτεσταντική εννοία της γενικής ιερωσύνης και της προσφοράς προς τον φυλακισμένον αυτού, το οποίον έκαστον μέλος της Εκκλησίας ηδύνατο να προσφέρη[22].
ΙΙ. Τα προσόντα του ιερέως της φυλακής.
Δια να δυνηθή ο ποιμήν της φυλακής να επιτελεί το έργον τούτο της συναγωγής και προσαγωγής, ήτοι το έργον της πραγματοποιήσεως της Εκκλησίας, εν τη οποία αι ψυχαί αγιάζονται και ευρίσκουν την σωτηρίαν, ανάγκη όπως έχη δεόντως υπό του Αρχιποίμενος και «Επισκόπου των ψυχών» (Α’ Πέτρ. β’ 25) ημών Ιησού Χριστού χαριτωθή και ικανωθή, ίνα αντιπροσωπεύη και εικονίζη Αυτόν αξίως εν μέσω του ποιμνίου του[23]. Διά της χειροτονίας αυτού ο ποιμήν της φυλακής καθοσιούται και εγκαθίσταται υπό του Χριστού οιονεί τοποτηρητής αυτού, λειτουργός της ενότητος της Εκκλησίας, διδάσκαλος του αγίου Ευαγγελίου, ιερουργός των μυστηρίων και καθοδηγητής και φίλος των αμαρτωλών και των πασχόντων του συγκεκριμένου ποιμνίου διά το οποίον εχειροτονήθη, εφ’ όσον οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν το απολελυμένως χειροτονείσθαι.
Ο ποιμήν της φυλακής, ως και πας ποιμήν, κατά την χειροτονίαν αυτού λαμβάνει την «παρακαταθήκην», ήτοι τον Χριστόν, διά να φυλάσση Αυτόν, καθιστάμενος Χριστοφόρος ή εις άλλος Χριστός εν μέσω του ποιμνίου του. Διά της συνεχούς δε κανονικής εξαρτήσεως αυτού εκ του ορθοδόξου επισκόπου του τόπου, εν τω οποίω κείται η φυλακή, εξασφαλίζεται η ενότης αυτού και του ποιμνίου, το οποίον ποιμαίνει, μετά της Καθολικής Εκκλησίας, της ανά την οικουμένην και τους αιώνας εκτεινομένης.
Η κανονική χειροτονία και εξάρτησις του ποιμένος από τον κανονικόν επίσκοπον είναι βεβαίως όροι απαραίτητοι διά το έγκυρον και κανονικόν των υπ’ αυτού τελουμένων ιερών μυστηρίων. Αλλ’ είναι επίσης και προϋπόθεσις και απαρχή του προσωπικού αγιασμού αυτού, ώστε ο ποιμήν να μη είναι μηχανικόν και εξωτερικόν μόνον όργανον μεταδόσεως της χάριτος, αλλά και προσωπικός μέτοχος αυτής, ακτινοβολών αυτήν, ίνα εν τω προσώπω αυτού βλέπωσιν οι πιστοί μίαν ζώσαν και ανακαινισθείσαν εικόνα του Θεού.
Την χάριν της χειροτονίας ο ποιμήν δέον να διατηρή και αυξάνη, ώστε να καθίσταται καθημερινώς πιστότερον αντίγραφον του πρωτοτύπου. Εντεύθεν και η ανάγκη συνεχούς ασκήσεως, δι’ ης εξασφαλίζεται το «συνεργείν»[24] και «κοπιάζειν»[25] μετά της χάριτος. Ό,τι ο Θεός παρέχει ως δώρον εις τον ποιμένα, οφείλει ούτος να προσοικειωθεί και καλλιεργήση διά της προσωπικής του προσπαθείας και ασκήσεως. Η άσκησις περιλαμβάνει και την προετοιμασίαν διά την υποδοχήν της χάριτος της χειροτονίας. Η ζωή του υποψηφίου εν τη Εκκλησία και τοις μυστηρίοις αυτής, η βαθεία ορθόδοξος θεολογική μόρφωσις, η σπουδή των επιστημών εκείνων, αι οποίαι έχουν άμεσον σχέσιν μετά του εν φυλακή ανθρώπου (ψυχολογία, εγκληματολογία, σωφρονιστική, κοινωνιολογία)[26], πρακτική ποιμαντική πείρα και ειδίκευσις αποτελούν τα ουσιώδη στοιχεία της προετοιμασίας διά την ανάληψιν του έργου της Ποιμαντικής του φυλακισμένου. Θα ενεδείκνυτο μάλιστα η φοίτησις των μελλόντων να χειροτονηθούν ως εφημέριοι φυλακών λαϊκών Θεολόγων ή ήδη κεχειροτονημένων κληρικών εις ειδικά φροντιστήρια. Η ειδική επιμόρφωσις των μελλόντων εφημερίων φυλακών είναι απολύτως απαραίτητος, εάν ληφθή υπ’ όψιν, ότι το εν ταις φυλακαίς ποιμαντικόν έργον είναι το κρισιμώτερον και δυσκολώτερον. Κατά την επιμόρφωσιν ταύτην ο μέλλων εφημέριος δέον να ασκήται και πρακτικώς παρά φυλακή τινι, ώστε να προετοιμασθή κατά τον καλύτερον δυνατόν τρόπον[26].
Αλλά και όταν ακόμη ο υποψήφιος ποιμήν, επιστρατεύων τον ανθρώπινον παράγοντα, πράξη παν το δυνατόν, διά να προετοιμάση εαυτόν διά το δύσκολον έργον του εφημερίου των φυλακών, και όταν ακόμη κέκτηται πάντα τα υπό των ιερών Κανόνων οριζόμενα προσόντα διά την χειροτονίαν (καθαρότητα βίου πιστοποιουμένην υπό της συμμαρτυρίας και της έξωθεν καλής μαρτυρίας, κανονικήν ηλικίαν, αρτιότητα σωματικήν και ψυχικήν), και πάλιν δέον, πριν λάβη την τελικήν απόφασιν, να εξετάση εάν έχει την παρά Θεού κλήσιν. Βεβαίως, η ύπαρξις των ανωτέρω προϋποθέσεων αποτελεί ένδειξιν και σημείον ότι υπάρχει η θεία κλήσις. Αλλ’ ο υποψήφιος, πέρα των εξωτερικών τούτων σημείων, δέον να αισθάνεται εις τα βάθη της καρδίας αυτού ισχυράν την κλήσιν του Θεού, διά να υπηρετήση Αυτόν εις το έργον της διακονίας των φυλακών. Η κλήσις αύτη συνοδεύεται υπό μίας ισχυράς εσωτερικής ωθήσεως προς το έργον, δι ο ούτος καλείται. Η φωνή αύτη του Θεού, ηχούσα εις την καρδίαν του υποψηφίου ιερέως των φυλακών και προωθούσα αυτόν προς το δύσκολον τούτο έργον, θα τεθή υπό την κρίσιν του πνευματικού πατρός, ώστε ο υποψήφιος να είναι απολύτως βέβαιος ότι δεν πρόκειται περί τεχνάσματος του πονηρού μεταμορφωθέντος εις άγγελον φωτός, αλλά περί πραγματικώς θείας κλήσεως παρομοίας προς την κλήσιν των προφητών και των αποστόλων[27].
Δέον επίσης ο υποψήφιος ποιμήν της φυλακής να εξετάση, εάν κέκτηται ορισμένα ειδικά προσόντα απαραίτητα διά την εν τη φυλακή διακονίαν και μάλιστα το «ποιμαντικόν χάρισμα», δι’ ου ο ιερεύς καθίσταται όχι απλούς «τελετουργός» των ι. μυστηρίων ή «διοικητής», αλλά προεχόντως «ποιμήν»[28].
Το «ποιμαντικόν χάρισμα» συνίσταται κυρίως εις την μετά ζήλου, πόθου και αγωνίας επιδίωξιν της σωτηρίας του αμαρτωλού και της εν Χριστώ τελειώσεως αυτού, αλλά και εις την ικανότητα κατανοήσεως και συμπαθείας προς αυτόν, ήτις λαμβάνει την μορφήν της συνταυτίσεως προς τον αμαρτωλόν, ήτοι της εξ αγάπης μεταφοράς εις την θέσιν του πάσχοντος και αμαρτωλού ποιμαινομένου. Η συμμετοχή ποιμένος και ποιμαινομένου εις το κοινόν σώμα του Χριστού καθιστά δυνατήν την συνταύτισιν. Η Ποιμαντική της Καινής Διαθήκης προϋποθέτει την συνταύτισιν ταύτην τόσον εις την παραβολήν του καλού ποιμένος[29], όσον και εις τας σχετικάς περιγραφάς της ποιμαντορίας του Αποστόλου Παύλου, όστις «νύκτα και ημέραν» ουκ επαύετο «μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον» (Πρξ. κ’ 31) και ωδίνων, μέχρις ου μορφωθεί Χριστός εν τοις πνευματικοίς αυτού τέκνοις (Γαλ. δ’ 19). Ο ίδιος Απόστολος περιέγραψεν αριστοτεχνικώς την βασικήν ταύτην ποιμαντικήν ικανότητα εις το Α’ Κορινθίους, θ’ 19-23, ήτις συνοψίζεται εις τον στίχον· «τοις πάσιν γέγονα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (στ. 22).
Η πατρική ποιμαντική στάσις είναι απόρροια της πατρικής στάσεως του ουρανίου Πατρός. Είναι επίσης συνέχεια και της κενωτικής προσφοράς του Υιού, όστις «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπου γενόμενος» (Φιλιπ. β’ 7). Ο Υιός δεν θα ελύτρωνε τον κόσμον, εάν δεν κατήρχετο μέχρι των κατωτάτων μερών της γης και επτώχευε διά τον πεσόντα άνθρωπον, «πλούσιος ων», ίνα ούτος «τη εκείνου πτωχεία» πλουτήση (Β’ Κορ. η’ 9) και γίνει χριστοειδής και θεοειδής. Ούτω και ο ιερεύς, συνταυτιζόμενος μετά του αμαρτωλού, πτωχεύει, κενοί εαυτόν, διά να πλουτίση τον αμαρτωλόν. Εννοείται, ότι όπως ο Υιός επτώχευσεν, αλλά παρά την πτωχείαν Αυτού παρέμεινε πάντοτε αχώριστος τω Πατρί[30], ούτω και ο ποιμήν πτωχεύει, αλλ’ η πτωχεία του ουδ’ επί στιγμήν χωρίζει αυτόν από του Χριστού. Εάν εχωρίζετο από τον Χριστόν, διά να συναντήση τον αμαρτωλόν, κακόν μάλλον θα προϋξένει και καταστροφήν εις αυτόν, διότι θα επέτεινε την σύγχυσιν και το χάος, εντός του οποίου ούτος ζη. Ο ποιμήν πτωχεύει, διά να προσφέρη τον πλούτον του, τον Χριστόν. Εάν δεν έχη τον πλούτον αυτόν, η πτώχευσις εις ουδέν ωφελεί.
Εάν το χάρισμα της «συνταυτίσεως» είναι αναγκαίον διά πάντα ποιμένα[31], είναι πολλώ μάλλον αναγκαιότατον διά τον ποιμένα της φυλακής λόγω της ψυχικής καταστάσεως των μελών του ποιμνίου αυτού, την οποίαν ήδη περιεγράψαμεν. Εάν υπάρχει ελπίς τις να κερδηθή η εχθρικώς διακειμένη προς την κοινωνίαν ψυχή του φυλακισμένου, η πάσχουσα εκ συναισθημάτων μειονεξίας και κοινωνικής απορρίψεως και αποπομπής, τούτο δύναται να επιτευχθή μόνον διά μιας συμπασχούσης πατρικής και αδελφικής ψυχής[32].
Η συνταύτισις οδηγεί εις την κατάκτησιν της εμπιστοσύνης[33] και του σεβασμού του φυλακισμένου διά της προς αυτόν παροχής συμπαθείας και πατρικής βοηθείας εις πάσαν περίστασιν. Ούτω βαθμηδόν οι δεσμοί της σκληρότητος και αδιαφορίας θα διαρραγούν και η αγάπη του Θεού θα εισέλθη εις την ψυχήν του φυλακισμένου[34]. Πρόκειται περί μακράς και εργώδους διαδικασίας απαιτούσης ιδιαιτέραν αφοσίωσιν. Δι’ αυτό μέτριοι άνθρωποι δεν δύνανται να γίνουν εφημέριοι των φυλακών. Μόνον ο ιστάμενος παρά το πλευρόν των φυλακισμένων κατά τας θλίψεις αυτών ποιμήν, ο μη εξαιρών ουδέ τους αθέους, δύναται να νικήση την καχυποψίαν αυτών και να προετοιμάση το έδαφος διά το Ευαγγέλιον[35].
Το χάρισμα της συνταυτίσεως υπήρξε το μυστικόν της επιτυχίας πολλών ποιμένων και ιεραποστόλων των φυλακών, εν οις και της Φιλλανδής Ματθίλδης, Wrede, ήτις ησθάνετο ως ιδικόν της το βάρος των αμαρτιών των φυλακισμένων και έπινε μετ’ αυτών το ποτήριον της θλίψεώς των. Αλλά και η προσευχή κατά τον Hoyles διά να είναι αποτελεσματική διά την αλλαγήν της ζωής των επαναστατών, πρέπει να στοιχίζη κάτι. Φαίνεται ότι, μόνον όταν ο μεσολαβητής (ποιμήν) πονέση βαθέως, αι θείαι ενέργειαι εξαπολύονται διά την σωτηρίαν των ψυχών. Ιδού διατί μεγάλοι άγιοι ωμίλησαν περί «αγωνίας» εν τη προσευχή[36]. Και καταλήγει ούτος διά των κάτωθι βαρυσημάντων συμπερασμάτων: «Αύτη η μέθοδος, (δηλ. η συνταύτισις), είναι τελείως αντίθετος προς το ποινικόν σύστημα του κράτους… Εάν δεν υπάρξη η θέλησις να άρωμεν το φορτίον των αδυνάτων, η θρησκεία εις την φυλακήν δεν θα είναι τι πλέον μιας απάτης[37].
Η συνταύτισις αύτη, ήτις προϋποθέτει μεταφοράν εις την θέσιν του κρατουμένου, συνεπάγεται την συμμετοχήν εις τον πόνον αυτού. Η καρδία μου διερρήγνυτο, λέγει εις εφημέριος φυλακών, οσάκις εγενόμην κοινωνός των τύψεων και της αγωνίας φυλακισμένου τινός[38]. Κατά ταύτα μόνον πρόσωπα κατακοσμηθέντα υπό των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και ιδίως της βαθείας πίστεως και της αγάπης, ήτις εν εσχάτη αναλύσει σημαίνει συνταύτισιν, δύνανται να αναλάβουν το έργον ταύτο, ανερχόμενοι καθημερινώς εις τον Γολγοθάν μετά του Ιησού Χριστού και των φυλακισμένων και προσφέροντες τας ζωάς των θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, επ’ ελπίδι και της θριαμβευτικής απολαύσεως της ζωής του Χριστού εν τοις αναλωθείσι σώμασιν αυτών[39].
Διακονία καταλλαγής χωρίς θυσίαν απορρέουσαν εκ της αγωνίας και του αγώνος δεν νοείται, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο Μ. Βασίλειος, προκειμένου περί της Ποιμαντικής του κοινοβίου εχούσης ιδιαιτέραν σημασίαν και δια την Ποιμαντικήν της φυλακής: «Τον δε προεστώτα μη επαιρέτω το αξίωμα, ίνα μη και αυτός εκπέση του μακαρισμού της ταπεινοφροσύνης, ή και τυφωθείς εις κρίμα εμπέση του διαβόλου· αλλ’ εκείνο πεπείσθω, ότι η των πλειόνων επιμέλεια πλειόνων εστίν υπηρεσία. Ως ουν ο πολλοίς υπηρετών τετραυματισμένοις και αποξύων μεν τους ιχώρας ενός εκάστου τραύματος, προσάγων δε τα βοηθήματα κατά την ιδιότητα της υποκειμένης κακώσεως, ουχί επάρσεως αφορμήν την υπηρεσίαν λαμβάνει αλλά μάλλον ταπεινώσεως αγωνίας τε και αγώνος· ούτω και πολλώ πλέον ο τα ασθενήματα ιάσθαι της αδελφότητος πιστευθείς, ως πάντων υπηρέτης, και υπέρ πάντων λόγον δώσων, διανοείσθαι και αγωνιάν οφείλει[40].
Διετυπώθη μάλιστα η άποψις ότι συνταύτισις πραγματική δεν δύναται να λάβη χώραν, εάν ο εφημέριος των φυλακών δεν υπήρξε προσωπικότης έχουσα υποστή θλίψεις και δοκιμασίας εις την ζωήν, ώστε να δύναται, ως ομοιοπαθής, να κατανοεί τους δοκιμαζομένους φυλακισμένους[41].
Το προσόν τούτο της ποιμαντικής κατανοήσεως θεωρεί ως το σπουδαιότερον διά τον ποιμένα και η Επιτροπή Φυλακών της Εκκλησιαστικής Συνελεύσεως της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ουδείς ταλαντούχος κληρικός (διαθέτων μόρφωσιν, κηρυκτικήν ικανότητα κ.τ.π.) δύναται να χρησιμεύση ως υποκατάστατον ενός ιερέως με ποιμαντικήν καρδίαν (pastorally hearted priest). Η φυλακή έχει ανάγκην κυρίως από ποιμένα, του οποίου το πρώτιστον ενδιαφέρον δεν θα είναι υπηρεσίαι ή μέθοδοι, αλλά άνθρωποι, και άνθρωποι όχι εν τη μάζη, αλλ’ ατομικώς[42]. Ο εφημέριος δέον επίσης να είναι «άνθρωπος προσευχής, ωρίμου πείρας της ζωής και των ανθρώπων εν τη ζωή ως και σταθερών πεποιθήσεων, ώστε ουδείς να δύναται να αμφισβητήση την κλήσιν του»[43].
ΙΙΙ. Παράγοντες δυσχεραίνοντες το έργον του ποιμένος εν τη φυλακή.
Αι δυσκολίαι, τας οποίας ο ποιμήν έχει να αντιμετωπίση κατά την εν τη φυλακή διακονίαν αυτού, προέρχονται εκ πολλών κατευθύνσεων. Προέρχονται πρώτονεκ της πλευράς των ποιμενομένων. Κατά τα εξ έτη της διακονίας του εις φυλακάς, λέγει ο Henry J. Brevis, προσεπάθησε να ασκήση συμβουλευτικήν (counseling) επί 100 περίπου φυλακισμένων της θρησκείας αυτού (Ιουδαϊκής). Τινές εξ αυτών ήσαν ψυχοπαθείς, οίτινες δεν είχον την ικανότητα διακρίσεως μεταξύ καλού και κακού, στερούμενοι συνειδήσεως. Θα ηδύναντο να ληστεύσουν τους γονείς των ή τους στενούς φίλους των ως ξένους. Τινές ήσαν ψυχωτικού, άνθρωποι τελείως έξω της πραγματικότητος, των οποίων η θέσις δεν ανήκει εις την φυλακήν, αλλά εις άσυλον, ένθα θα ηδύναντο να λάβουν ψυχιατρικήν βοήθειαν. Τινές ήσαν βαθέως νευρωτικοί. Πολλοί εξ αυτών δεν ηδύναντο ή δεν ήθελον να επωφεληθούν της συμβουλευτικής[44].
Σχεδόν πάντες οι φυλακισμένοι εξ άλλου προέρχονται εκ των κατωτέρων και κατωτάτων κοινωνικών τάξεων, των οικονομικώς πτωχών και επαγγελματικώς μη ολοκληρωμένων. Οι πλείστοι εξ αυτών έζων τελείως μακράν της Εκκλησίας ή είχον ένα λίαν χαλαρόν δεσμόν μετ’ αυτής. Στερούνται συνεπώς των απαραιτήτων θρησκευτικών βιωμάτων και εκκλησιαστικών παραστάσεων, αι οποίαι θα διηυκόλυνον την χειραγωγίαν αυτών. Ενίοτε μάλιστα αι θρησκευτικαί των παραστάσεις είναι διεστραμμέναι.
Η διαπίστωσις αύτη ήγαγε τον Berggrav εις το συμπέρασμα ότι η θρησκευτικότης των φυλακισμένων χαρακτηρίζεται υπό νηπιακών τάσεωνκαι συγκεκριμένως εγωιστικού και μαγικού χαρακτήρος[45]. Ο εγωιστικός χαρακτήρ έγκειται εις το ότι καταφεύγουν εις την θρησκείαν συμφεροντολογικώς, όταν δεν έχουν που αλλού να καταφύγουν. Εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματα αυτών, εγκαταλείπουν τον Θεόν θεωρούντες αυτόν ως άχρηστον[46]. Βεβαίως τοιούτοι τύποι δεν είναι το προνόμιον της φυλακής, αλλά εις την φυλακήν, κατά τον Berggrav, ο θρησκευτικός οππορτουνισμός είναι πλέον εμφανής. Το έτερον χαρακτηριστικόν, «το μαγικόν», συνίσταται εις την προσδοκίαν ότι κάτι το απρόοπτον και καλόν θα λάβη χώραν. Η πρόληψις αυτή οδηγεί εις μίαν μορφή φαταλισμού. Ο φυλακισμένος έχει μίαν μορφήν «πίστεως», αλλά ουδέποτε προσεύχεται ή εργάζεται διά την βελτίωσίν του[47]. Έτερος τύπος νοσηράς θρησκευτικότητος είναι ο συναισθηματικός – νηπιακός (sentimental-infantile). Πρόκειται περί ανθρώπων καταφευγόντων εις τον Θεόν, διά να εύρουν τινά να λυπήται αυτούς. Εις τον Θεόν ευρίσκουν αυτόν, ο οποίος «κατανοεί αυτούς τελείως». Το είδος τούτο της θρησκευτικότητος αποτελεί μορφήν αμυντικού μηχανισμού κατά της μονώσεως. Οι τοιούτοι έχουν επίσης συναισθήματα αυτοδικαιώσεως[48]. Τέλος υπάρχει μία άλλη μορφή θρησκευτικότητος καλουμένη «θρησκευτικότης πανικού» (panic religiosity). Οι φυλακισμένοι κυρίως υπό την πίεσιν των πρώτων shocks της φυλακίσεως καταφεύγουν εις τον Θεόν. Μετά την αναγγελίαν της καταδίκης η θρησκευτικότης παραλύει[49]. Η νοσηρότης της θρησκευτικότητος των φυλακισμένων οφείλεται όχι μόνον εις την έλλειψην καταλλήλου χριστιανικής αγωγής αυτών, αλλά και εις την εγκληματικήν αυτών φύσιν, ήτις κατά τας παρατηρήσεις των εγκληματολόγων ρέπει προς μορφάς παραδόξου και ανωμάλου θρησκευτικότητος[50].
Ενίοτε οι φυλακισμένοι αισθάνονται αδιαφορίαν, καχυποψίαν ή και μίσος κατά του ιερέως, θεωρούντες αυτόν εκπρόσωπον της τιμωρούσης αυτούς κοινωνίας ή του Θεού, μετά του οποίου δεν έχουν καλάς σχέσεις[51]. Το μίσος φυλακισμένων τινών κατά του έργου του ιερέως διαπιστούται εκ της περιφρονήσεως μετά της οποίας ομιλούν ούτοι διά το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή[52]. Ορθώς παρετηρήθη ότι άνθρωποι, αισθανόμενοι εαυτούς απομεμονωμένους εκ του Θεού και των συνανθρώπων των, τείνουν να μισούν τον εαυτόν των[53] και είναι πολύ δύσκολον δι εν άτομον, το οποίον αισθάνεται ότι δεν είναι αγαπητόν, να δεχθή τας προσπαθείας των άλλων να αγαπηθή υπ΄αυτών[54].
Το μεγαλύτερον μέρος του ποιμνίου της φυλακής απαρτίζεται κατά ταύτα υπό ανθρώπων δυσκόλων εις την διαποίμανσιν και προβληματικών. Άλλοι εξ αυτών έχουν ανώμαλον προσωπικότητα, άλλοι στερούνται πάσης εκκλησιαστικής αγωγής και θρησκευτικών παραστάσεων, άλλοι τείνουν προς μορφάς νοσηράς θρησκευτικότητος και σχεδόν πάντες είναι άτομα εγκεκλεισμένα ασφυκτικώς εις τον εαυτόν των. Η ψυχολογική, ηθική, πνευματική και θρησκευτική κατάστασις των φυλακισμένων καθιστά αυτούς το δυσκολώτερον ποίμνιον, το οποίον δύναται τις να ποιμάνη.
Αλλ’ υπάρχουν δυστυχώς και έτεροι δυσμενείς παράγοντες δυσχεραίνοντες το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή. Το προσωπικόν των φυλακών εν πρώτοις δεν δεικνύει πάντοτε την προθυμίαν και τον απαιτούμενον σεβασμόν προς το έργον του εφημερίου. Συμβαίνει ενίοτε φύλακες να ειρωνεύωνται φυλακισμένους ζητούντας να ίδουν τον εφημέριον. Το σωφρονιστικόν σύστημα συνιστά μίαν άλλην αιτίαν δυσκολιών. Η κακή κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκονται πολλαί εκ των φυλακών, η παντελής σχεδόν έλλειψις μέσων απασχολήσεως και ψυχαγωγίας, αι περί την αλληλογραφίαν και την διατροφήν στερήσεις, ο επί το αυτό συγχρωτισμός φυλακισμένων πάσης κατηγορίας αλληλοδιαφθειρομένων δεν συνιστούν βεβαίως το κατάλληλον κλίμα δια την ευνοϊκήν άσκησιν του ποιμαντικού έργου[55]. Μία πραγματική εξ άλλου αλλαγή είναι δύσκολον να λάβη χώραν εις εν τεχνητόν περιβάλλον ως αυτό της φυλακής. Αυτή είναι η αιτία, κατά τον Berggav, διά την οποίαν οι εφημέριοι φυλακών δοκιμάζουν τόσον συχνάς απογοητεύσεις. Φυλακισμένοι δεικνύοντες βελτίωσιν εντός της φυλακής απολυόμενοι δεν αργούν να επιστρέψουν εις αυτήν[56]. Όταν ευρέθησαν εις την πραγματικήν και όχι τεχνητήν ζωήν, δεν ηδυνήθησαν να αντιστούν εις τους πειρασμούς.
Πάσαι αι ανωτέρω δυσκολίαι κάμνουν τον ιερέα να αισθάνεται μόνος εις την φυλακήν[57]. Το αντίδοτον εις το συναίσθημα μονώσεως, απογοητεύσεως και αδυναμίας, το οποίον είναι φυσικόν να βιοί ενίοτε ο ιερεύς των φυλακών, ως άνθρωπος περικείμενος ασθένειαν, είναι η διαρκής σύνδεσις αυτού μετά του ζωοδότου Χριστού και η εκζήτησις της πανσθενουργού δυνάμεώς Του. Η διαρκής αύτη σύνδεσις μετά του Χριστού επιτυγχάνεται διά της προσευχής (μάλιστα της νοεράς προσευχής), της μελέτης των Θείων Γραφών και της ιεράς Θεολογίας, της αναστροφής μετ’ άλλων συμποιμένων και πνευματικών προσώπων, δυναμένων να ενισχύσουν και κατευθύνουν αυτόν, και προ πάντων δια της αναθέσεως της ψυχής αυτού εις έμπειρον πνευματικόν πατέρα[58]. Η τοιαύτη σύνδεσις μετά του Χριστού και της εκτός της φυλακής Εκκλησίας θα ικανώση θαυμαστώς τον ιερέα εις ο βαρύ έργον του και η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού θα θριαμβεύει εν τω οστρακίνω σκεύει αυτού. Το Ευαγγέλιον θα κηρύσσεται «εν δυνάμει» (Α’ Κορ. δ’ 20) και αυτός θα δύναται να επαναλαμβάνη μετά του θείου Παύλου: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με» (Φιλιπ. δ’ 13).
ΙV. Η θέσις του εφημερίου των φυλακών εν αυταίς.
Τους ιερείς των φυλακών συγκαταλέγει ο Α.Ν. 125[59] εις το «προσωπικόν σωφρονιστικής αγωγής και εκπαιδεύσεως» ομού μετά των κοινωνικών λειτουργών, διδασκάλων γραμμάτων, διδασκάλων γυμναστικής και μουσικής (Άρθρον 132 § 2), ορίζων ότι εις τον ιερέα, εκτός των θρησκευτικών καθηκόντων, δύναται να ανατίθενται και καθήκοντα διδασκάλου των κρατουμένων (Άρθρον 144 § 2) ή και εφορεύοντος της βιβλιοθήκης (Άρθρον 77 § 6) . Διά παλαιοτέρου Νόμου[60] ορίζεται ότι εν ταις φυλακαίς α’ τάξεως διορίζεται ανά εις ιερεύς. Οι ιερείς τούτοι διορίζονται και προάγονται κατά τα ισχύοντα διά τους καθηγητάς της Θεολογίας της μέσης εκπαιδεύσεως, είναι δε σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Εν ταις φυλακαίς β’ και γ’ τάξεως τα θρησκευτικά καθήκοντα εκτελούνται υπό ιερέως υποδεικνυομένου υπό του αρμοδίου μητροπολίτου επί αποζημειώσει μη δυναμένη να υπερβή το ½ του μισθού του γραφέως β’ τάξεως. Οι ιερείς ούτοι δεν είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι[61].
Η καινοτομία του Α.Ν. 125[62] περί διορισμού κοινωνικών λειτουργών και αναθέσεως εις αυτούς κατ’ αρχάς μεν της προστασίας των αποφυλακιζομένων, πιθανώς δε βραδύτερον και της εντός των φυλακών προνοίας, ήτις υπήγετο εκ παραδόσεως εις την αρμοδιότητα της Εκκλησίας (Άρθρα 143, και 124-126), παρά τα θετικά σημεία, τα οποία και οφείλομεν να εξάρωμεν, μαρτυρεί εν τούτοις περί του και εις το εξωτερικόν παρατηρουμένου βαθμιαίου περιορισμού του εφημερίου εις τα στεν agioritikesmnimes
ΕΝΑΙΣΙΜΟΣ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΝ ΣΧΟΛΗΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ.
ΑΘΗΝΑΙ 1969
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ
Ι. Ο σκοπός της Ποιμαντικής των φυλακισμένων.
Σκοπός της Ποιμαντικής του εν φυλακή ανθρώπου, ως και παντός ανθρώπου είναι αφ’ ενός μεν η καθοδήγησις και οικοδομή αυτού εις την κατά Χριστόν ζωήν, αφ’ ετέρου δε η παρηγορία και ενίσχυσις αυτού προς ανακούφισιν εκ των ψυχικών και σωματικών πόνων και στερήσεων[01].
α) Η οικοδομή εις την κατά Χριστόν ζωήν.
Εκάστη ψυχή είναι κεκλημένη υπό του Θεού εις ένωσιν μετά του Νυμφίου Χριστού εν τω σώματι Αυτού, τη Εκκλησία. Αλλ’ επειδή την ένωσιν ταύτην εμποδίζει η υποδούλωσις της ψυχής εις την αμαρτίαν, ήτις επαναλαμβανομένη και σταθεροποιουμένη καθίσταται εις τον άνθρωπον έξις και δευτέρα φύσις, ήτοι «πάθος»[02], προέχει η κάθαρσις από των παθών, δια ν’ ακολουθήση η αύξησις αύτης εις Χριστόν[03]
Το έργον της διαγνώσεως και εκριζώσεως των παθών είναι δυσκολώτατον, διότι «δυσάγωγον προς αρετήν το γένος των ανθρώπων και διά το προς την ηδονήν επιρρεπές του ορθού βίου καταμελούντας ημάς»[07]. Υποδεδουλωμένους εις ποικίλα «πάθη ατιμίας» (Ρωμ. α’ 26) θα εύρη ο ποιμήν της φυλακής τους περισσοτέρους εκ των φυλακισμένων. Και ενώ τινες φυλακισμένοι εκ των δουλευόντων εις τα πάθη έχουν συνείδησιν της καταστάσεώς των και ζητούν ελευθερωτήν, άλλοι θεωρούν την κατάστασίν των ως φυσικήν και απολύτως δεδικαιολογημένην. Διά τους της πρώτης κατηγορίας ο ποιμήν καλείται να προσφέρη τον ελευθερωτήν και τα κατάλληλα φάρμακα προς επούλωσιν των πληγών των. Διά τους της δευτέρας κατηγορίας το ποιμαντικόν έργον δέον να αποβλέπη εις την αφύπνισην αυτών, εις την συνειδητοποίησιν της δουλείας, υπό την οποίαν τελούν, διά να ακολουθήση εν συνεχεία ο πόθος της απελευθερώσεως[08]. Η κληθείσα και ενισχυθείσα υπό του ποιμένος ψυχή να απελευθερωθή από των ψυχοκτόνων παθών και διά της χάριτος του Θεού απελευθερωθείσα ή τουλάχιστον ευρισκομένη εις την οδόν της απελευθερώσεως, ανάγκη να προχωρήση αδέσμευτος πλέον και κεκαθαρμένη εις συνάντησιν και ένωσιν μετά του Χριστού. Ο ποιμήν καλείται ως νυμφαγωγός να χειραγωγήση την ψυχήν αυτήν εις την τελείωσιν, την αύξησιν, την ωρίμασίν της «εις άνδρα τέλειον εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ’ 13).
Η ουσία της τοιαύτης κατά Χριστόν τελειώσεως και άρα η αποστολή των ποιμένων έγκειται κατά τον Μέγαν Βασίλειον εις την μίμησιν του Χριστού «εν τω μέτρω της ενανθρωπήσεως, κατά το επιβάλλον τη εκάστου κλήσει»[09], της μιμήσεως ταύτης νοουμένης όχι μόνον ως προσπαθείας εξωτερικής απλώς συμμορφώσεως προς το θείον Αρχέτυπον, αλλά συμμετοχής εις το απολυτρωτικόν έργον του Χριστού[10]. Ο πιστός, και εις την περίπτωσιν αυτήν ο φυλακισμένος, καθοδηγείται υπό του ιερέως να συσταυρωθή μετά του Χριστού, διά να συναντηθή μετ’ Αυτού εις την «καινήν ζωήν», να προσανατολίση τον όλον άνθρωπον προς τον Χριστόν διά της μιμήσεως Αυτού και να αποβλέπη συνεχώς εις την όσον το δυνατόν τελειοτέραν ταύτισιν της θελήσεώς του προς την θέλησιν του Χριστού[11]. Ούτως επιτυγχάνεται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής: η αδιαίρετος και ασύγχυτος ένωσις του ανθρώπου μετά του Χριστού και της Αγίας Τριάδος και η θέωσις αυτού.
Επειδή η θεραπεία και τελείωσις του ανθρώπου συντελείται μόνον εν Χριστώ, ήτοι διά της υπό του Χριστού προσλήψεως και θεραπείας της ασθενούσης και τραυματισμένης και ανικάνου να αυτολυτρωθεί φύσεώς του («το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» κατά τον Γρηγόριον Ναζιανζηνόν[12]) έπεται ότι διά της εν Χριστώ σωτηρίας και του ταύτην επιδιώκοντος ποιμαντικού έργου επιτυγχάνεται όχι απλώς η πολιτιστική ή ηθική και παιδαγωγική βελτίωσις και καλλιέργεια του φυλακισμένου, αλλ’ η οντολογική[13] σωτηρία και μεταμόρφωσις αυτού εις «καινόν άνθρωπον». Εμβαθύνοντες εις το μυστήριον της εν Χριστώ σωτηρίας του ανθρώπου κατά την ορθόδοξον Θεολογίαν, πρέπει να παρατηρήσωμεν ότι η τοιαύτη πρόσληψις, θεραπεία και θέωσις της πεσούσης ανθρωπίνης φύσεως συντελείται εν Χριστώ και συγκεκριμένως εν τω σώματι του Χριστού, τη Εκκλησία, εν τη οποία μόνη ο άνθρωπος, και εν προκειμένω ο κρατούμενος, δύναται όχι απλώς να γνωρίσει τον Χριστόν εξωτερικώς, αλλά να εγκεντρισθεί εις Αυτόν, ως κλάδος εις το δένδρον της ζωής και να κοινωνήση της θείας ζωής του Θεανθρώπου, καθιστάμενος όμαιμος και σύναιμος τω Χριστώ[14].
Πάσα χριστοκεντρική Ποιμαντική, ήτις δεν είναι συγχρόνως και εκκλησιοκεντρική, ήτοι δεν ζητεί τον Χριστόν εις την Εκκλησίαν, παύει να είναι οντολογική και εκπίπτει εις έναν τύπον χριστιανικού ανθρωπισμού και ηθικισμού. Αντιθέτως η βασιζομένη επί της Χριστολογίας και Εκκλησιολογίας Ποιμαντική είναι πάντοτε σωτηριολογική και οντολογική. Η τοιαύτη ορθόδοξος Ποιμαντική υπερβαίνει βεβαίως κατά πολύ τους υπό της σωφρονιστικής επιστήμης σκοπούς της φυλακίσεως, χωρίς εννοείται, και να τους απορρίπτη.
Κατά την ανθρωπιστικήν σωφρονιστικήν σκοπός της φυλακίσεως δεν είναι η τιμωρία του φυλακισμένου ως αντεκδίκησις της κοινωνίας, δι’ όσα ούτος έβλαψεν αυτήν, αλλ’ ηθική βελτίωσις και κοινωνική αποκατάστασις αυτού, ώστε να καταστή ούτος εν χρήσιμον ή τουλάχιστον αβλαβές μέλος του κοινωνικού συνόλου. Σκοπός επίσης της ανθρωπιστικής σωφρονιστικής είναι όχι απλώς η αλλαγή συμπεριφοράς του κρατουμένου, εν όσω ευρίσκεται εντός της φυλακής, αλλά η εν αυτώ εμφύτευσις γνησίας επιθυμίας αλλαγής, η ύπαρξις της οποίας και αποτελεί την μόνην ελπίδα αποκαταστάσεως αυτού[15].
Παρ’ ότι αι ανωτέρω απόψεις βεβαιούν ημάς διά μίαν ακόμη φοράν περί της υπό την επίδρασιν του χριστιανικού πνεύματος βελτιώσεως της σωφρονιστικής φιλοσοφίας, εν τούτοις δεν εξαντλούν και το περιεχόμενον της Ποιμαντικής, το οποίον ως είπομεν, δεν είναι μόνον κοινωνικόν ή ηθικόν, αλλά κυρίως και προεχόντως σωτηριολογικόν. Η εκκοσμικευθείσα Ποιμαντική της Δύσεως αποδέχεται τον περιορισμόν αυτής εις εν είδος αγωγής ή ψυχολογικής βοηθείας προς τον κρατούμενον[16]. Ούτως αυτοπεριοριζομένη και αυτοεκκοσμικευομένη γίνεται αποδεκτή εις τας φυλακάς ακόμη και υπό αθέων σωφρονιστών ως «εν μέσον αγωγής», ως επίσης γίνεται γενικώς αποδεκτή η θρησκεία εις τας εκκοσμικευθείσας κοινωνίας κυρίως ως εις χρήσιμος κοινωνικός θεσμός, μη εγείρουσα αξιώσεις διά τον αγιασμόν του πληρώματος της ζωής, αλλά καθισταμένη «θρησκεία της Κυριακής»[17]. Η ορθόδοξος Ποιμαντική, χωρίς να αποκλείη τους μερικωτέρους σκοπούς της σωφρονιστικής (κοινωνικήν αποκατάστασιν, ηθικήν βελτίωσιν, ψυχολογικήν βοήθειαν), σκοπεύει πολύ βαθύτερον: εις την εν Χριστώ σωτηρίαν του φυλακισμένου, η οποία βεβαίως θα επιφέρει και την ηθικοποίησιν αυτού και θα διευκολύνη την κοινωνικήν του αποκατάστασιν και προσαρμογήν. Αληθής άνθρωπος κατά τον ιερόν Χρυσόστομον είναι μόνον, όστις χαρακτηρίζεται υπό ευσεβείας και αρετής[18] και συνεπώς προς την καλλιέργειαν της ευσεβείας και της κατά Χριστόν αρετής δέον να κατατείνη κατά πρώτον μεν η Ποιμαντική, αλλά δευτερευόντως και η σωφρονιστική, εάν θέλη να είναι χριστιανική και όχι απλώς ανθρωπιστική.
β) Η «παράκλησις» των φυλακισμένων.
Ο έτερος σκοπός της Ποιμαντικής των φυλακισμένων είναι η προς αυτούς παραμυθία, ενίσχυσις και παρηγορία, την οποίαν εχαρακτηρίσαμεν ως παράκλησιν λόγω της βιβλικής προελεύσεως του όρου τούτου ήδη από της Παλαιάς Διαθήκης. «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου λέγει ο Θεός» (Ησ. μ’ 1). Ο φυλακισμένος, ως θα δείξομεν και εις προσεχή κεφάλαια της παρούσης εργασίας, ζει εντός ατμοσφαίρας κυριαρχουμένης υπό καταθλίψεως και άγχους. Ευρίσκεται εις κατ’ εξοχήν κρίσιμον κατάστασιν και έχει συνεπώς απόλυτον ανάγκην παραμυθίας και ενισχύσεως. Ο ποιμήν και οι συνεργάται αυτού, ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας και φορείς του πνεύματος του Χριστού, είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι, αλλά και αρμόδιοι διά το παρακλητικόν έργον.
Η εκ μέρους του ποιμένος και των συνεργατών του προσφορά ηθικής και υλικής ενισχύσεως και συμπαραστάσεως προς τον κρατούμενον αποτελεί άλλωστε την έκφρασιν της αληθείας, την οποίαν ζει και κηρύττει η Εκκλησία: ότι δηλαδή οι Χριστιανοί αποτελούν «σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’ 27) και συνεπώς δεν δύνανται, παρά να χαίρουν μετά χαιρόντων και να κλαίουν μετά κλαιόντων (Ρωμ. ιβ’ 15). Όσον περισσότερον τα μέλη της Εκκλησίας είναι συνδεδεμένα με τον Χριστόν και αποτελούν μέλη αυτού, τόσον περισσότερον αισθάνονται και τους πάσχοντας και εν φυλακή αδελφούς των, ως μέλη των, μη δυνάμενοι να αδιαφορήσουν διά την τύχην των[19]. Ο ιερεύς της φυλακής προσφέρει την προς τον φυλακισμένον παράκλησιν ως εκπρόσωπος του όλου σώματος της Εκκλησίας η οποία, οσάκις διαθέτει πνευματικήν ευεξίαν, πλαισιώνει τον ιερέα εις το έργον του διά προσφοράς καταλλήλων συνεργατών, ως και ηθικής και υλικής βοηθείας. Ούτως ο κρατούμενος βιοί την Εκκλησίαν ως την κοινωνίαν της αγάπης, την οικογένειαν του Θεού εις την γην, η οποία δεν τον εγκαταλείπει εις τας στιγμάς του πόνου και του εξευτελισμού, αλλά τον συμπονεί, συμπάσχει και προσεύχεται διά την ανάστασίν του. Η εκκλησιολογική αντιμέτωπισις της ποιμαντικής παρακλήσεως προς τον φυλακισμένον είναι ουσιωδώς διάφορος από την κοσμικήν και ανθρωπιστικήν «φιλανθρωπίαν», η οποία δεν προσφέρεται εν τω ονόματι του Χριστού, διό και πολλάκις συντελεί εις την ταπείνωσιν του βοηθουμένου και την έπαρσιν του βοηθούντος.
Η ποιμαντική παράκλησις αποτελεί το έμπρακτον κήρυγμα της Εκκλησίας, την εν τη πράξει εφαρμογήν των υπό του ιερέως κηρυττομένων και ως εκ τούτου το βεβαιότερον και ασφαλέστερον μέσον, διά να τρωθεί η εν πολλοίς σκληρά και μη γνωρίσασα την αγάπην καρδία του κρατουμένου από την αγάπην του Χριστού.
……….
Ο ΠΟΙΜΗΝ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ
Ι. Ο ποιμήν της φυλακής «διάκονος της καταλλαγής».
Εις το προηγούμενον κεφάλαιον εξητάσαμεν τον φυλακισμένον εις την ατομικήν και κοινωνικήν εντός της φυλακής ζωήν του. Διεπιστώσαμεν τη βοηθεία της ψυχολογίας, ότι η ύπαρξις αυτού πιέζεται και συνθλίβεται λόγω των αφυσίκων συνθηκών διαβιώσεως. Η αδυναμία τέλος κοινωνίας μετά του Θεού και των συνανθρώπων του, εκ της οποίας πάσχουν πολλοί εκ των φυλακισμένων και ένεκα της οποίας ωδηγήθησαν εις την εγκληματικήν ζωήν, εντείνουν την μόνωσιν και το άγχος αυτού. Η αμαρτία δηλητηριάζει την κοινωνικήν ζωήν της φυλακής περισσότερον πάσης άλλης ανθρωπίνης κοινωνίας, εκδηλουμένη ως διαίρεσις, σύγκρουσις, και ανοικτός ή λανθάνων πόλεμος των τάξεων.
Η βελτίωσις των όρων διαβιώσεως του κρατουμένου και η εφαρμογή καλυτέρων σωφρονιστικών μεθόδων αποτελεί βεβαίως μίαν απάντησιν εις το δράμα της φυλακής. Αλλ’ η απάντησις αύτη δεν δύναται να λύση το πρόβλημα του φυλακισμένου μονιμώτερον και ουσιαστικώτερον, διότι δεν αντιμετωπίζει την βαθυτέραν αιτίαν αυτού, την αμαρτίαν. Εάν είναι αληθές ότι η αμαρτία συνιστά την βαθυτέραν αιτίαν της δυστυχίας παντός ανθρώπου, ως και της διαιρέσεως των ανθρωπίνων κοινωνιών, τότε και η λύσις του προβλήματος δέον να αναζητηθεί εις το ιστορικόν πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού, όστις αίρει «την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιω. α’ 29) και εν τω αίματι Αυτού πραγματοποιεί την οριζόντιον και κάθετον συνδιαλλαγήν.
Αλλ’ η είσοδος του Ιησού Χριστού εις την φυλακήν, μόνου ικανού να φωτίση τα απύθμενα σκότη, τα οποία έχει εγκαθιδρύσει η αμαρτία εις την ατομικήν και κοινωνικήν ζωήν των φυλακισμένων, σημαίνει είσοδον της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός εισέρχεται εις την φυλακήν, όχι μόνον διά να κομίση μήνυμα παρηγορίας, συγγνώμης και υιοθεσίας προς τους καταπιεζομένους εξ εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων φυλακισμένους, αλλ’ επίσης διά να φέρη και την δυνατότητα μιας πραγματικής κοινωνίας, εν τη οποία αι πρώην διιστάμεναι και ανταγωνιζόμεναι ομάδες και άτομα δύνανται να ενοποιηθούν εις μίαν νέαν οικογένειαν και αδελφότητα, την Εκκλησίαν, όπου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ·πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. γ’ 27-28).
Εις την επιστολήν προς Εφεσίους (β’ 11-22) ευρίσκομεν μίαν θαυμασίαν περιγραφήν των διαιρέσεων των ανθρώπων, αλλά και συγχρόνως την δυνατότητα της υπερβάσεως αυτών διά του ενοποιητικού έργου του Χριστού εν τη Εκκλησία. Την περικοπήν ταύτην δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν και εις την κοινωνίαν της φυλακής. Οι φυλακισμένοι (οι αντιστιχούντες προς την ακροβυστίαν) θεωρούνται υπό της περιτομής (εν προκειμένω, της νομιμόφρονος κοινωνίας) ως «ξένοι», «πάροικοι», «χωρίς Χριστού», «απηλλοτριωμένοι της πολιτείας του Ισραήλ και ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω» (Εφ. β’ 11-13). Αλλά εν τω εισερχομένω εις την φυλακήν «Χριστώ Ιησού υμείς οι πότε όντες μακράν εγενήθητε εγγύς εν τω αίματι του Χριστού». Εν Χριστώ λύεται το «μεσότοιχον του φραγμού» και η «έχθρα» των αλληλοσυγκρουομένων ομάδων της φυλακής, ήτοι του προσωπικού ως εκπροσώπου της νομιμόφρονος κοινωνίας και των φυλακισμένων ως αποδιοπομπαίων κοινωνικώς αφ’ ενός, και των μεταξύ αυτών αλληλοϋποβλεπομένων ανωτέρων και κατωτέρων τάξεων των φυλακισμένων αφ’ ετέρου. Οι πρώην εχθροί αποκαταλλάσσονται εν «ενί σώματι τω Θεώ δια του σταυρού» και κτίζονται «εν αυτώ εις ένα καινόν άνθρωπον», αμφότεροι προσάγονται «εν ενί πνεύματι προς τον πατέρα» καθιστάμενοι «οικοδομή», «όντως ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού», συναρμολογουμένη και αύξουσα «εις ναόν άγιον εν Κυρίω» και εις «κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι» (Εφ. β’ 14-22).
Ό,τι αποτελεί την ουσίαν της περικοπής αυτής και την σημασίαν αυτής διά το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή είναι ότι πάσα αληθής συμφιλίωσις δύναται να επιτευχθεί μόνον εν Χριστώ, και μάλιστα εν τω σώματι του Χριστού, τη Εκκλησία. Ο Χριστός, δηλαδή, συνάγει εν Αγίω Πνεύματι περί εαυτόν (εις Εκκλησίαν) τα πρώην διεσκορπισμένα τέκνα του Θεού διά να τα προσαγάγη προς τον Πατέρα. Η προσαγωγή προϋποθέτει την συναγωγήν. Πάσα άλλη συμφιλίωσις μη προϋποθέτουσα τον Χριστόν εν τη Αγία Τριάδι και τη Εκκλησία είναι εξωτερική και επιφανειακή, μη μεταμορφούσα τον διηρημένον κόσμον εις καινήν κτίσιν και Βασιλείαν Θεού.
Ως πάσα εκκλησιαστική κοινότης τελούσα εν κοινωνία μετά της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν αποτελεί παρά την εν Χριστώ ενοποιηθείσαν κτίσιν, εγκαινισθείσαν εν μέσω του παλαιού κόσμου της διαιρέσεως και της αμαρτίας, ούτω και εν εκάστη φυλακή, ήτις αποτελεί μέρος και εικόνα του πεπτωκότος κόσμου, εγκαινίζεται η Εκκλησία, ίνα, συνάγουσα τους φυλακισμένους περί τον Χριστόν και προσάγουσα αυτούς προς τον Πατέρα, ενοποιήση αυτούς, καθιστώσα αυτούς μίαν αδελφότητα και μίαν οικογένειαν. Σκοπός κατά ταύτα της εισόδου του Χριστού και της Εκκλησίας εις την φυλακήν είναι η συμμετοχή όλων των εν αυτή βιούντων εις την εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, εν τη οποία πραγματοποιείται, ως είπομεν, και η αληθής συνδιαλλαγή.
Την «διακονίαν της καταλλαγής» (Β’ Κορ. ε’ 18), ήτοι την διακονίαν του εισάγειν και αυξάνεσθαι την Εκκλησίαν εν τη φυλακή έχει θεόθεν αναλάβει ο ποιμήν της φυλακής, εικονίζων τον Χριστόν και ιστάμενος εις τύπον και τόπον Χριστού και Θεού[20]. Είναι κατά ταύτα ο «πρεσβευτής» (Β’ Κορ. ε’ 20) και ο «συνεργός» (Β’ Κορ. στ’ 1) του Χριστού εν τη φυλακή, φροντίζων διά παντοίων μέσων, ίνα «τους ούτω (εν έχθρα) διατεθειμένους τας ψυχάς υπό του πονηρού συμβιβάσαι, και ειρηνοποιήσαι, και πείσαι πάλιν διά της αγάπης εις ενότητα συνεισελθείν»[21]. Αποβαίνει ούτως ο εφημέριος ο αλιεύς, όστις ρίπτει τα δίκτυα, και η όρνις η ανοίγουσα τας πτέρυγάς της, διά να συνάξη τα νεοσσία εαυτής, τους φυλακισμένους, προσάγουσα αυτούς μετά του Χριστού προς τον Πατέρα. Ο εφημέριος της φυλακής είναι επίσης ο αντιπρόσωπος του όλου σώματος της Εκκλησίας ουχί βεβαίως εν τη προτεσταντική εννοία της γενικής ιερωσύνης και της προσφοράς προς τον φυλακισμένον αυτού, το οποίον έκαστον μέλος της Εκκλησίας ηδύνατο να προσφέρη[22].
ΙΙ. Τα προσόντα του ιερέως της φυλακής.
Δια να δυνηθή ο ποιμήν της φυλακής να επιτελεί το έργον τούτο της συναγωγής και προσαγωγής, ήτοι το έργον της πραγματοποιήσεως της Εκκλησίας, εν τη οποία αι ψυχαί αγιάζονται και ευρίσκουν την σωτηρίαν, ανάγκη όπως έχη δεόντως υπό του Αρχιποίμενος και «Επισκόπου των ψυχών» (Α’ Πέτρ. β’ 25) ημών Ιησού Χριστού χαριτωθή και ικανωθή, ίνα αντιπροσωπεύη και εικονίζη Αυτόν αξίως εν μέσω του ποιμνίου του[23]. Διά της χειροτονίας αυτού ο ποιμήν της φυλακής καθοσιούται και εγκαθίσταται υπό του Χριστού οιονεί τοποτηρητής αυτού, λειτουργός της ενότητος της Εκκλησίας, διδάσκαλος του αγίου Ευαγγελίου, ιερουργός των μυστηρίων και καθοδηγητής και φίλος των αμαρτωλών και των πασχόντων του συγκεκριμένου ποιμνίου διά το οποίον εχειροτονήθη, εφ’ όσον οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν το απολελυμένως χειροτονείσθαι.
Ο ποιμήν της φυλακής, ως και πας ποιμήν, κατά την χειροτονίαν αυτού λαμβάνει την «παρακαταθήκην», ήτοι τον Χριστόν, διά να φυλάσση Αυτόν, καθιστάμενος Χριστοφόρος ή εις άλλος Χριστός εν μέσω του ποιμνίου του. Διά της συνεχούς δε κανονικής εξαρτήσεως αυτού εκ του ορθοδόξου επισκόπου του τόπου, εν τω οποίω κείται η φυλακή, εξασφαλίζεται η ενότης αυτού και του ποιμνίου, το οποίον ποιμαίνει, μετά της Καθολικής Εκκλησίας, της ανά την οικουμένην και τους αιώνας εκτεινομένης.
Η κανονική χειροτονία και εξάρτησις του ποιμένος από τον κανονικόν επίσκοπον είναι βεβαίως όροι απαραίτητοι διά το έγκυρον και κανονικόν των υπ’ αυτού τελουμένων ιερών μυστηρίων. Αλλ’ είναι επίσης και προϋπόθεσις και απαρχή του προσωπικού αγιασμού αυτού, ώστε ο ποιμήν να μη είναι μηχανικόν και εξωτερικόν μόνον όργανον μεταδόσεως της χάριτος, αλλά και προσωπικός μέτοχος αυτής, ακτινοβολών αυτήν, ίνα εν τω προσώπω αυτού βλέπωσιν οι πιστοί μίαν ζώσαν και ανακαινισθείσαν εικόνα του Θεού.
Την χάριν της χειροτονίας ο ποιμήν δέον να διατηρή και αυξάνη, ώστε να καθίσταται καθημερινώς πιστότερον αντίγραφον του πρωτοτύπου. Εντεύθεν και η ανάγκη συνεχούς ασκήσεως, δι’ ης εξασφαλίζεται το «συνεργείν»[24] και «κοπιάζειν»[25] μετά της χάριτος. Ό,τι ο Θεός παρέχει ως δώρον εις τον ποιμένα, οφείλει ούτος να προσοικειωθεί και καλλιεργήση διά της προσωπικής του προσπαθείας και ασκήσεως. Η άσκησις περιλαμβάνει και την προετοιμασίαν διά την υποδοχήν της χάριτος της χειροτονίας. Η ζωή του υποψηφίου εν τη Εκκλησία και τοις μυστηρίοις αυτής, η βαθεία ορθόδοξος θεολογική μόρφωσις, η σπουδή των επιστημών εκείνων, αι οποίαι έχουν άμεσον σχέσιν μετά του εν φυλακή ανθρώπου (ψυχολογία, εγκληματολογία, σωφρονιστική, κοινωνιολογία)[26], πρακτική ποιμαντική πείρα και ειδίκευσις αποτελούν τα ουσιώδη στοιχεία της προετοιμασίας διά την ανάληψιν του έργου της Ποιμαντικής του φυλακισμένου. Θα ενεδείκνυτο μάλιστα η φοίτησις των μελλόντων να χειροτονηθούν ως εφημέριοι φυλακών λαϊκών Θεολόγων ή ήδη κεχειροτονημένων κληρικών εις ειδικά φροντιστήρια. Η ειδική επιμόρφωσις των μελλόντων εφημερίων φυλακών είναι απολύτως απαραίτητος, εάν ληφθή υπ’ όψιν, ότι το εν ταις φυλακαίς ποιμαντικόν έργον είναι το κρισιμώτερον και δυσκολώτερον. Κατά την επιμόρφωσιν ταύτην ο μέλλων εφημέριος δέον να ασκήται και πρακτικώς παρά φυλακή τινι, ώστε να προετοιμασθή κατά τον καλύτερον δυνατόν τρόπον[26].
Αλλά και όταν ακόμη ο υποψήφιος ποιμήν, επιστρατεύων τον ανθρώπινον παράγοντα, πράξη παν το δυνατόν, διά να προετοιμάση εαυτόν διά το δύσκολον έργον του εφημερίου των φυλακών, και όταν ακόμη κέκτηται πάντα τα υπό των ιερών Κανόνων οριζόμενα προσόντα διά την χειροτονίαν (καθαρότητα βίου πιστοποιουμένην υπό της συμμαρτυρίας και της έξωθεν καλής μαρτυρίας, κανονικήν ηλικίαν, αρτιότητα σωματικήν και ψυχικήν), και πάλιν δέον, πριν λάβη την τελικήν απόφασιν, να εξετάση εάν έχει την παρά Θεού κλήσιν. Βεβαίως, η ύπαρξις των ανωτέρω προϋποθέσεων αποτελεί ένδειξιν και σημείον ότι υπάρχει η θεία κλήσις. Αλλ’ ο υποψήφιος, πέρα των εξωτερικών τούτων σημείων, δέον να αισθάνεται εις τα βάθη της καρδίας αυτού ισχυράν την κλήσιν του Θεού, διά να υπηρετήση Αυτόν εις το έργον της διακονίας των φυλακών. Η κλήσις αύτη συνοδεύεται υπό μίας ισχυράς εσωτερικής ωθήσεως προς το έργον, δι ο ούτος καλείται. Η φωνή αύτη του Θεού, ηχούσα εις την καρδίαν του υποψηφίου ιερέως των φυλακών και προωθούσα αυτόν προς το δύσκολον τούτο έργον, θα τεθή υπό την κρίσιν του πνευματικού πατρός, ώστε ο υποψήφιος να είναι απολύτως βέβαιος ότι δεν πρόκειται περί τεχνάσματος του πονηρού μεταμορφωθέντος εις άγγελον φωτός, αλλά περί πραγματικώς θείας κλήσεως παρομοίας προς την κλήσιν των προφητών και των αποστόλων[27].
Δέον επίσης ο υποψήφιος ποιμήν της φυλακής να εξετάση, εάν κέκτηται ορισμένα ειδικά προσόντα απαραίτητα διά την εν τη φυλακή διακονίαν και μάλιστα το «ποιμαντικόν χάρισμα», δι’ ου ο ιερεύς καθίσταται όχι απλούς «τελετουργός» των ι. μυστηρίων ή «διοικητής», αλλά προεχόντως «ποιμήν»[28].
Το «ποιμαντικόν χάρισμα» συνίσταται κυρίως εις την μετά ζήλου, πόθου και αγωνίας επιδίωξιν της σωτηρίας του αμαρτωλού και της εν Χριστώ τελειώσεως αυτού, αλλά και εις την ικανότητα κατανοήσεως και συμπαθείας προς αυτόν, ήτις λαμβάνει την μορφήν της συνταυτίσεως προς τον αμαρτωλόν, ήτοι της εξ αγάπης μεταφοράς εις την θέσιν του πάσχοντος και αμαρτωλού ποιμαινομένου. Η συμμετοχή ποιμένος και ποιμαινομένου εις το κοινόν σώμα του Χριστού καθιστά δυνατήν την συνταύτισιν. Η Ποιμαντική της Καινής Διαθήκης προϋποθέτει την συνταύτισιν ταύτην τόσον εις την παραβολήν του καλού ποιμένος[29], όσον και εις τας σχετικάς περιγραφάς της ποιμαντορίας του Αποστόλου Παύλου, όστις «νύκτα και ημέραν» ουκ επαύετο «μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον» (Πρξ. κ’ 31) και ωδίνων, μέχρις ου μορφωθεί Χριστός εν τοις πνευματικοίς αυτού τέκνοις (Γαλ. δ’ 19). Ο ίδιος Απόστολος περιέγραψεν αριστοτεχνικώς την βασικήν ταύτην ποιμαντικήν ικανότητα εις το Α’ Κορινθίους, θ’ 19-23, ήτις συνοψίζεται εις τον στίχον· «τοις πάσιν γέγονα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω» (στ. 22).
Η πατρική ποιμαντική στάσις είναι απόρροια της πατρικής στάσεως του ουρανίου Πατρός. Είναι επίσης συνέχεια και της κενωτικής προσφοράς του Υιού, όστις «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπου γενόμενος» (Φιλιπ. β’ 7). Ο Υιός δεν θα ελύτρωνε τον κόσμον, εάν δεν κατήρχετο μέχρι των κατωτάτων μερών της γης και επτώχευε διά τον πεσόντα άνθρωπον, «πλούσιος ων», ίνα ούτος «τη εκείνου πτωχεία» πλουτήση (Β’ Κορ. η’ 9) και γίνει χριστοειδής και θεοειδής. Ούτω και ο ιερεύς, συνταυτιζόμενος μετά του αμαρτωλού, πτωχεύει, κενοί εαυτόν, διά να πλουτίση τον αμαρτωλόν. Εννοείται, ότι όπως ο Υιός επτώχευσεν, αλλά παρά την πτωχείαν Αυτού παρέμεινε πάντοτε αχώριστος τω Πατρί[30], ούτω και ο ποιμήν πτωχεύει, αλλ’ η πτωχεία του ουδ’ επί στιγμήν χωρίζει αυτόν από του Χριστού. Εάν εχωρίζετο από τον Χριστόν, διά να συναντήση τον αμαρτωλόν, κακόν μάλλον θα προϋξένει και καταστροφήν εις αυτόν, διότι θα επέτεινε την σύγχυσιν και το χάος, εντός του οποίου ούτος ζη. Ο ποιμήν πτωχεύει, διά να προσφέρη τον πλούτον του, τον Χριστόν. Εάν δεν έχη τον πλούτον αυτόν, η πτώχευσις εις ουδέν ωφελεί.
Εάν το χάρισμα της «συνταυτίσεως» είναι αναγκαίον διά πάντα ποιμένα[31], είναι πολλώ μάλλον αναγκαιότατον διά τον ποιμένα της φυλακής λόγω της ψυχικής καταστάσεως των μελών του ποιμνίου αυτού, την οποίαν ήδη περιεγράψαμεν. Εάν υπάρχει ελπίς τις να κερδηθή η εχθρικώς διακειμένη προς την κοινωνίαν ψυχή του φυλακισμένου, η πάσχουσα εκ συναισθημάτων μειονεξίας και κοινωνικής απορρίψεως και αποπομπής, τούτο δύναται να επιτευχθή μόνον διά μιας συμπασχούσης πατρικής και αδελφικής ψυχής[32].
Η συνταύτισις οδηγεί εις την κατάκτησιν της εμπιστοσύνης[33] και του σεβασμού του φυλακισμένου διά της προς αυτόν παροχής συμπαθείας και πατρικής βοηθείας εις πάσαν περίστασιν. Ούτω βαθμηδόν οι δεσμοί της σκληρότητος και αδιαφορίας θα διαρραγούν και η αγάπη του Θεού θα εισέλθη εις την ψυχήν του φυλακισμένου[34]. Πρόκειται περί μακράς και εργώδους διαδικασίας απαιτούσης ιδιαιτέραν αφοσίωσιν. Δι’ αυτό μέτριοι άνθρωποι δεν δύνανται να γίνουν εφημέριοι των φυλακών. Μόνον ο ιστάμενος παρά το πλευρόν των φυλακισμένων κατά τας θλίψεις αυτών ποιμήν, ο μη εξαιρών ουδέ τους αθέους, δύναται να νικήση την καχυποψίαν αυτών και να προετοιμάση το έδαφος διά το Ευαγγέλιον[35].
Το χάρισμα της συνταυτίσεως υπήρξε το μυστικόν της επιτυχίας πολλών ποιμένων και ιεραποστόλων των φυλακών, εν οις και της Φιλλανδής Ματθίλδης, Wrede, ήτις ησθάνετο ως ιδικόν της το βάρος των αμαρτιών των φυλακισμένων και έπινε μετ’ αυτών το ποτήριον της θλίψεώς των. Αλλά και η προσευχή κατά τον Hoyles διά να είναι αποτελεσματική διά την αλλαγήν της ζωής των επαναστατών, πρέπει να στοιχίζη κάτι. Φαίνεται ότι, μόνον όταν ο μεσολαβητής (ποιμήν) πονέση βαθέως, αι θείαι ενέργειαι εξαπολύονται διά την σωτηρίαν των ψυχών. Ιδού διατί μεγάλοι άγιοι ωμίλησαν περί «αγωνίας» εν τη προσευχή[36]. Και καταλήγει ούτος διά των κάτωθι βαρυσημάντων συμπερασμάτων: «Αύτη η μέθοδος, (δηλ. η συνταύτισις), είναι τελείως αντίθετος προς το ποινικόν σύστημα του κράτους… Εάν δεν υπάρξη η θέλησις να άρωμεν το φορτίον των αδυνάτων, η θρησκεία εις την φυλακήν δεν θα είναι τι πλέον μιας απάτης[37].
Η συνταύτισις αύτη, ήτις προϋποθέτει μεταφοράν εις την θέσιν του κρατουμένου, συνεπάγεται την συμμετοχήν εις τον πόνον αυτού. Η καρδία μου διερρήγνυτο, λέγει εις εφημέριος φυλακών, οσάκις εγενόμην κοινωνός των τύψεων και της αγωνίας φυλακισμένου τινός[38]. Κατά ταύτα μόνον πρόσωπα κατακοσμηθέντα υπό των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος και ιδίως της βαθείας πίστεως και της αγάπης, ήτις εν εσχάτη αναλύσει σημαίνει συνταύτισιν, δύνανται να αναλάβουν το έργον ταύτο, ανερχόμενοι καθημερινώς εις τον Γολγοθάν μετά του Ιησού Χριστού και των φυλακισμένων και προσφέροντες τας ζωάς των θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, επ’ ελπίδι και της θριαμβευτικής απολαύσεως της ζωής του Χριστού εν τοις αναλωθείσι σώμασιν αυτών[39].
Διακονία καταλλαγής χωρίς θυσίαν απορρέουσαν εκ της αγωνίας και του αγώνος δεν νοείται, ως χαρακτηριστικώς διδάσκει και ο Μ. Βασίλειος, προκειμένου περί της Ποιμαντικής του κοινοβίου εχούσης ιδιαιτέραν σημασίαν και δια την Ποιμαντικήν της φυλακής: «Τον δε προεστώτα μη επαιρέτω το αξίωμα, ίνα μη και αυτός εκπέση του μακαρισμού της ταπεινοφροσύνης, ή και τυφωθείς εις κρίμα εμπέση του διαβόλου· αλλ’ εκείνο πεπείσθω, ότι η των πλειόνων επιμέλεια πλειόνων εστίν υπηρεσία. Ως ουν ο πολλοίς υπηρετών τετραυματισμένοις και αποξύων μεν τους ιχώρας ενός εκάστου τραύματος, προσάγων δε τα βοηθήματα κατά την ιδιότητα της υποκειμένης κακώσεως, ουχί επάρσεως αφορμήν την υπηρεσίαν λαμβάνει αλλά μάλλον ταπεινώσεως αγωνίας τε και αγώνος· ούτω και πολλώ πλέον ο τα ασθενήματα ιάσθαι της αδελφότητος πιστευθείς, ως πάντων υπηρέτης, και υπέρ πάντων λόγον δώσων, διανοείσθαι και αγωνιάν οφείλει[40].
Διετυπώθη μάλιστα η άποψις ότι συνταύτισις πραγματική δεν δύναται να λάβη χώραν, εάν ο εφημέριος των φυλακών δεν υπήρξε προσωπικότης έχουσα υποστή θλίψεις και δοκιμασίας εις την ζωήν, ώστε να δύναται, ως ομοιοπαθής, να κατανοεί τους δοκιμαζομένους φυλακισμένους[41].
Το προσόν τούτο της ποιμαντικής κατανοήσεως θεωρεί ως το σπουδαιότερον διά τον ποιμένα και η Επιτροπή Φυλακών της Εκκλησιαστικής Συνελεύσεως της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ουδείς ταλαντούχος κληρικός (διαθέτων μόρφωσιν, κηρυκτικήν ικανότητα κ.τ.π.) δύναται να χρησιμεύση ως υποκατάστατον ενός ιερέως με ποιμαντικήν καρδίαν (pastorally hearted priest). Η φυλακή έχει ανάγκην κυρίως από ποιμένα, του οποίου το πρώτιστον ενδιαφέρον δεν θα είναι υπηρεσίαι ή μέθοδοι, αλλά άνθρωποι, και άνθρωποι όχι εν τη μάζη, αλλ’ ατομικώς[42]. Ο εφημέριος δέον επίσης να είναι «άνθρωπος προσευχής, ωρίμου πείρας της ζωής και των ανθρώπων εν τη ζωή ως και σταθερών πεποιθήσεων, ώστε ουδείς να δύναται να αμφισβητήση την κλήσιν του»[43].
ΙΙΙ. Παράγοντες δυσχεραίνοντες το έργον του ποιμένος εν τη φυλακή.
Αι δυσκολίαι, τας οποίας ο ποιμήν έχει να αντιμετωπίση κατά την εν τη φυλακή διακονίαν αυτού, προέρχονται εκ πολλών κατευθύνσεων. Προέρχονται πρώτονεκ της πλευράς των ποιμενομένων. Κατά τα εξ έτη της διακονίας του εις φυλακάς, λέγει ο Henry J. Brevis, προσεπάθησε να ασκήση συμβουλευτικήν (counseling) επί 100 περίπου φυλακισμένων της θρησκείας αυτού (Ιουδαϊκής). Τινές εξ αυτών ήσαν ψυχοπαθείς, οίτινες δεν είχον την ικανότητα διακρίσεως μεταξύ καλού και κακού, στερούμενοι συνειδήσεως. Θα ηδύναντο να ληστεύσουν τους γονείς των ή τους στενούς φίλους των ως ξένους. Τινές ήσαν ψυχωτικού, άνθρωποι τελείως έξω της πραγματικότητος, των οποίων η θέσις δεν ανήκει εις την φυλακήν, αλλά εις άσυλον, ένθα θα ηδύναντο να λάβουν ψυχιατρικήν βοήθειαν. Τινές ήσαν βαθέως νευρωτικοί. Πολλοί εξ αυτών δεν ηδύναντο ή δεν ήθελον να επωφεληθούν της συμβουλευτικής[44].
Σχεδόν πάντες οι φυλακισμένοι εξ άλλου προέρχονται εκ των κατωτέρων και κατωτάτων κοινωνικών τάξεων, των οικονομικώς πτωχών και επαγγελματικώς μη ολοκληρωμένων. Οι πλείστοι εξ αυτών έζων τελείως μακράν της Εκκλησίας ή είχον ένα λίαν χαλαρόν δεσμόν μετ’ αυτής. Στερούνται συνεπώς των απαραιτήτων θρησκευτικών βιωμάτων και εκκλησιαστικών παραστάσεων, αι οποίαι θα διηυκόλυνον την χειραγωγίαν αυτών. Ενίοτε μάλιστα αι θρησκευτικαί των παραστάσεις είναι διεστραμμέναι.
Η διαπίστωσις αύτη ήγαγε τον Berggrav εις το συμπέρασμα ότι η θρησκευτικότης των φυλακισμένων χαρακτηρίζεται υπό νηπιακών τάσεωνκαι συγκεκριμένως εγωιστικού και μαγικού χαρακτήρος[45]. Ο εγωιστικός χαρακτήρ έγκειται εις το ότι καταφεύγουν εις την θρησκείαν συμφεροντολογικώς, όταν δεν έχουν που αλλού να καταφύγουν. Εάν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματα αυτών, εγκαταλείπουν τον Θεόν θεωρούντες αυτόν ως άχρηστον[46]. Βεβαίως τοιούτοι τύποι δεν είναι το προνόμιον της φυλακής, αλλά εις την φυλακήν, κατά τον Berggrav, ο θρησκευτικός οππορτουνισμός είναι πλέον εμφανής. Το έτερον χαρακτηριστικόν, «το μαγικόν», συνίσταται εις την προσδοκίαν ότι κάτι το απρόοπτον και καλόν θα λάβη χώραν. Η πρόληψις αυτή οδηγεί εις μίαν μορφή φαταλισμού. Ο φυλακισμένος έχει μίαν μορφήν «πίστεως», αλλά ουδέποτε προσεύχεται ή εργάζεται διά την βελτίωσίν του[47]. Έτερος τύπος νοσηράς θρησκευτικότητος είναι ο συναισθηματικός – νηπιακός (sentimental-infantile). Πρόκειται περί ανθρώπων καταφευγόντων εις τον Θεόν, διά να εύρουν τινά να λυπήται αυτούς. Εις τον Θεόν ευρίσκουν αυτόν, ο οποίος «κατανοεί αυτούς τελείως». Το είδος τούτο της θρησκευτικότητος αποτελεί μορφήν αμυντικού μηχανισμού κατά της μονώσεως. Οι τοιούτοι έχουν επίσης συναισθήματα αυτοδικαιώσεως[48]. Τέλος υπάρχει μία άλλη μορφή θρησκευτικότητος καλουμένη «θρησκευτικότης πανικού» (panic religiosity). Οι φυλακισμένοι κυρίως υπό την πίεσιν των πρώτων shocks της φυλακίσεως καταφεύγουν εις τον Θεόν. Μετά την αναγγελίαν της καταδίκης η θρησκευτικότης παραλύει[49]. Η νοσηρότης της θρησκευτικότητος των φυλακισμένων οφείλεται όχι μόνον εις την έλλειψην καταλλήλου χριστιανικής αγωγής αυτών, αλλά και εις την εγκληματικήν αυτών φύσιν, ήτις κατά τας παρατηρήσεις των εγκληματολόγων ρέπει προς μορφάς παραδόξου και ανωμάλου θρησκευτικότητος[50].
Ενίοτε οι φυλακισμένοι αισθάνονται αδιαφορίαν, καχυποψίαν ή και μίσος κατά του ιερέως, θεωρούντες αυτόν εκπρόσωπον της τιμωρούσης αυτούς κοινωνίας ή του Θεού, μετά του οποίου δεν έχουν καλάς σχέσεις[51]. Το μίσος φυλακισμένων τινών κατά του έργου του ιερέως διαπιστούται εκ της περιφρονήσεως μετά της οποίας ομιλούν ούτοι διά το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή[52]. Ορθώς παρετηρήθη ότι άνθρωποι, αισθανόμενοι εαυτούς απομεμονωμένους εκ του Θεού και των συνανθρώπων των, τείνουν να μισούν τον εαυτόν των[53] και είναι πολύ δύσκολον δι εν άτομον, το οποίον αισθάνεται ότι δεν είναι αγαπητόν, να δεχθή τας προσπαθείας των άλλων να αγαπηθή υπ΄αυτών[54].
Το μεγαλύτερον μέρος του ποιμνίου της φυλακής απαρτίζεται κατά ταύτα υπό ανθρώπων δυσκόλων εις την διαποίμανσιν και προβληματικών. Άλλοι εξ αυτών έχουν ανώμαλον προσωπικότητα, άλλοι στερούνται πάσης εκκλησιαστικής αγωγής και θρησκευτικών παραστάσεων, άλλοι τείνουν προς μορφάς νοσηράς θρησκευτικότητος και σχεδόν πάντες είναι άτομα εγκεκλεισμένα ασφυκτικώς εις τον εαυτόν των. Η ψυχολογική, ηθική, πνευματική και θρησκευτική κατάστασις των φυλακισμένων καθιστά αυτούς το δυσκολώτερον ποίμνιον, το οποίον δύναται τις να ποιμάνη.
Αλλ’ υπάρχουν δυστυχώς και έτεροι δυσμενείς παράγοντες δυσχεραίνοντες το ποιμαντικόν έργον εν τη φυλακή. Το προσωπικόν των φυλακών εν πρώτοις δεν δεικνύει πάντοτε την προθυμίαν και τον απαιτούμενον σεβασμόν προς το έργον του εφημερίου. Συμβαίνει ενίοτε φύλακες να ειρωνεύωνται φυλακισμένους ζητούντας να ίδουν τον εφημέριον. Το σωφρονιστικόν σύστημα συνιστά μίαν άλλην αιτίαν δυσκολιών. Η κακή κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκονται πολλαί εκ των φυλακών, η παντελής σχεδόν έλλειψις μέσων απασχολήσεως και ψυχαγωγίας, αι περί την αλληλογραφίαν και την διατροφήν στερήσεις, ο επί το αυτό συγχρωτισμός φυλακισμένων πάσης κατηγορίας αλληλοδιαφθειρομένων δεν συνιστούν βεβαίως το κατάλληλον κλίμα δια την ευνοϊκήν άσκησιν του ποιμαντικού έργου[55]. Μία πραγματική εξ άλλου αλλαγή είναι δύσκολον να λάβη χώραν εις εν τεχνητόν περιβάλλον ως αυτό της φυλακής. Αυτή είναι η αιτία, κατά τον Berggav, διά την οποίαν οι εφημέριοι φυλακών δοκιμάζουν τόσον συχνάς απογοητεύσεις. Φυλακισμένοι δεικνύοντες βελτίωσιν εντός της φυλακής απολυόμενοι δεν αργούν να επιστρέψουν εις αυτήν[56]. Όταν ευρέθησαν εις την πραγματικήν και όχι τεχνητήν ζωήν, δεν ηδυνήθησαν να αντιστούν εις τους πειρασμούς.
Πάσαι αι ανωτέρω δυσκολίαι κάμνουν τον ιερέα να αισθάνεται μόνος εις την φυλακήν[57]. Το αντίδοτον εις το συναίσθημα μονώσεως, απογοητεύσεως και αδυναμίας, το οποίον είναι φυσικόν να βιοί ενίοτε ο ιερεύς των φυλακών, ως άνθρωπος περικείμενος ασθένειαν, είναι η διαρκής σύνδεσις αυτού μετά του ζωοδότου Χριστού και η εκζήτησις της πανσθενουργού δυνάμεώς Του. Η διαρκής αύτη σύνδεσις μετά του Χριστού επιτυγχάνεται διά της προσευχής (μάλιστα της νοεράς προσευχής), της μελέτης των Θείων Γραφών και της ιεράς Θεολογίας, της αναστροφής μετ’ άλλων συμποιμένων και πνευματικών προσώπων, δυναμένων να ενισχύσουν και κατευθύνουν αυτόν, και προ πάντων δια της αναθέσεως της ψυχής αυτού εις έμπειρον πνευματικόν πατέρα[58]. Η τοιαύτη σύνδεσις μετά του Χριστού και της εκτός της φυλακής Εκκλησίας θα ικανώση θαυμαστώς τον ιερέα εις ο βαρύ έργον του και η υπερβολή της δυνάμεως του Θεού θα θριαμβεύει εν τω οστρακίνω σκεύει αυτού. Το Ευαγγέλιον θα κηρύσσεται «εν δυνάμει» (Α’ Κορ. δ’ 20) και αυτός θα δύναται να επαναλαμβάνη μετά του θείου Παύλου: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με» (Φιλιπ. δ’ 13).
ΙV. Η θέσις του εφημερίου των φυλακών εν αυταίς.
Τους ιερείς των φυλακών συγκαταλέγει ο Α.Ν. 125[59] εις το «προσωπικόν σωφρονιστικής αγωγής και εκπαιδεύσεως» ομού μετά των κοινωνικών λειτουργών, διδασκάλων γραμμάτων, διδασκάλων γυμναστικής και μουσικής (Άρθρον 132 § 2), ορίζων ότι εις τον ιερέα, εκτός των θρησκευτικών καθηκόντων, δύναται να ανατίθενται και καθήκοντα διδασκάλου των κρατουμένων (Άρθρον 144 § 2) ή και εφορεύοντος της βιβλιοθήκης (Άρθρον 77 § 6) . Διά παλαιοτέρου Νόμου[60] ορίζεται ότι εν ταις φυλακαίς α’ τάξεως διορίζεται ανά εις ιερεύς. Οι ιερείς τούτοι διορίζονται και προάγονται κατά τα ισχύοντα διά τους καθηγητάς της Θεολογίας της μέσης εκπαιδεύσεως, είναι δε σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Εν ταις φυλακαίς β’ και γ’ τάξεως τα θρησκευτικά καθήκοντα εκτελούνται υπό ιερέως υποδεικνυομένου υπό του αρμοδίου μητροπολίτου επί αποζημειώσει μη δυναμένη να υπερβή το ½ του μισθού του γραφέως β’ τάξεως. Οι ιερείς ούτοι δεν είναι σωφρονιστικοί υπάλληλοι[61].
Η καινοτομία του Α.Ν. 125[62] περί διορισμού κοινωνικών λειτουργών και αναθέσεως εις αυτούς κατ’ αρχάς μεν της προστασίας των αποφυλακιζομένων, πιθανώς δε βραδύτερον και της εντός των φυλακών προνοίας, ήτις υπήγετο εκ παραδόσεως εις την αρμοδιότητα της Εκκλησίας (Άρθρα 143, και 124-126), παρά τα θετικά σημεία, τα οποία και οφείλομεν να εξάρωμεν, μαρτυρεί εν τούτοις περί του και εις το εξωτερικόν παρατηρουμένου βαθμιαίου περιορισμού του εφημερίου εις τα στεν agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η... ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ