2016-09-18 14:18:59
Ιερομόναχος Ονούφριος Μαρουδάς (†1957)
Γέροντας του Ι. Χιλιανδαρινού Κελλιού
Γέννησης της Θεοτόκου (Μαρουδά)
από το 1925 έως το 1957
Προηγούμενο: 8899 - Αγιορείτικο διήγημα: «Το λεκιασμένο μαντήλι»
Αφιερωμένο στον Πνευματικό μου Ονούφριο Ιερομόναχο «Μαρουδά»
Ιερώνυμος Μοναχός
Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λ.π.
- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!
- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος; Είμαι νέος άνθρωπος, θα πάμε παρέα με συνομηλίκους μου, θ’ αστειευθούμε επάνω κει στ’ αστεία, θα αισχρολογήσωμε δεν γίνεται
. Ο κόσμος ο σημερινός, η κοινωνία αυτό ζητεί. Ναι μεν θέλει και λίγη προσοχή και αναλόγως με το μέρος που βρίσκεται κανείς, αλλά δεν βλέπω τι κακό μπορεί να κάμη μια λέξι που όταν βγη από το στόμα σου χάνεται στο κενό και ξεχνιέται. Τέλος αφού το λέτε σεις, μπορεί νάναι και κακό.
Ο πνευματικός τραβώντας το μαύρο του κομβοσχοίνι, άλλαξε για μια στιγμή την κουβέντα, και σε λίγα λεπτά ρώτησε το νέο.
- Δεν μου λες αλήθεια παιδί μου, τι δουλειά κάνεις;
- Είμαι βαφέας Γέροντα. Δηλαδή μπογιατζής, βάφω ρούχα, υφάσματα, νήματα σε διάφορα χρώματα.
- Και τι παίρνεις;
- Αναλόγως το ύφασμα, το χρωματισμό και της εργασίας. Όχι όμως και μεγάλα πράγματα.
Ο πνευματικός σκέφτηκε λίγο και έπειτα
- Έχω κ’ εγώ παιδάκι μου ένα άσπρο μανδήλι μεγάλο λινομέταξο και θέλω να το δώσω να μου το βάψουν γιατί το έχω να δένω τα ιερά μου όταν πηγαίνω να λειτουργήσω στα εξωκκλήσια, και επειδή είναι άσπρο, φοβούμαι ότι θα λερώνεται και θα θέλη κάθε μέρα πλύσιμο. Γι’ αυτό θα το χρωματίσω να σκουρίνη να μη φαίνεται η λέρα του. Τώρα δε με την ευκαιρία αυτή θα σου το δώσω εσένα να μου το βάψης. Μα θέλω όμως να βαφή μ’ ένα τρόπο δικό μου ιδιότροπο (βλέπεις όταν γεράση ο άνθρωπος αποκτά ιδιοτροπίες). Θα το πάρης, και αυτή την εβδομάδα όσα υφάσματα βάψης θα τα βουτάς ένα σφουγκάρι σε κάθε χρώμα, και θα τραβάς μια σφουγγαριά στο μανδήλι μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει το σχήμα που θα τυπωθή επάνω στο πανί, μ’ ενδιαφέρει να βαφή με τον τρόπο που θέλω εγώ. Να ιδώ δε και μ’ ένα κόπο τι χρωματισμούς κάνεις, είμαι περίεργος.
- Ω! πολύ ευχαρίστως Γέροντα! Όχι μόνο αυτό, αλλά αν έχης και κανένα ξεθωριασμένο ράσσο να μου το δώσης να σου το βάψω, θα γίνη ολοκαίνουργο γιατί κάνω καλή δουλειά∙ θα με υποχρεώσης δε πολύ - Όχι παιδάκι μου δεν έχω ανάγκη προς το παρόν, αργότερα βλέπουμε. Τώρα πηγαίνω να σου φέρω το μανδήλι μου.
Σηκώθηκε με σκυμμένο το κεφάλι του και πήγε στο δωμάτιό του άνοιξε το σεντούκι και πήρε το μανδήλι, και γύρισε στην εκκλησία.
- Να πάρτο παιδί μου είναι καινούργιο. Αλ’ όπως σου είπα παρακαλώ. Κάθε χρώμα και μια σφουγκαριά στο πανί μου, και την Κυριακή σε περιμένω νάλθης πάλι να τα πούμε, θα σε φιλέψω εδώ ότι θα βρεθή, και θα πληρώσω και τον κόπο σου.
Έβαλε μετάνοια κείνο στον πνευματικό, φίλησε το χέρι του πήρε το μανδήλι, βγήκε απ’ την εκκλησία, ξαναχαιρέτησε τον πνευματικό και έφυγε. Εκείνος το παρακολούθησε με το βλέμμα του πούφευγε και ψιθύρισε, «Κύριε Ιησού Χριστέ δόστου φώτησι».
***
Ο πνευματικός κάθεται τώρα στην αυλή του, κοντά στην πηγή, και μπροστά στο κηπάκι του σπητιού του. Δίπλα το παληκάρι κρατεί στα χέρια του το πανί τυλιγμένο ρόλο και το στριφογυρίζει μ’ απορία, και δεν μπορεί να το χωράση ο νους του γιατί ο πνευματικός θέλησε να καταστρέψη ένα τέτοιο ωραίο πράγμα έτσι για το γούστο του.
- Λοιπόν παιδί μου. Αφού το έβαψες όπως σου είπα, πάρτο τώρα κι έχω ζεστό νερό στη φωτιά, θα σου δώσω σαπούνι και ποτάσα, κι εκεί στην βρύσι την μαρμαρένια κοπάνα, κύτταξε να το πλύνης τρίψετο όσο μπορείς και προσπάθησε να βγάλης τα χρώματα που έβαλες.
Εκείνο γέλασε.
- Τα χρώματα είπες Γέροντα; Μα δεν βγαίνουν πειά. Είναι ανεξάλειπτα, γιατί έχουν μέσα δηλητήριο την «ανηλίνη» και είναι στημένα επάνω του, θα ξεσχισθή το πανί αλλά δεν βγαίνουν εκείνα.
- Εσύ προσπάθησε κι’ όσο να ετοιμάσω εγώ φαγητό άπλωσέ το στον ήλιο να στεγνώση.
Το πήρε το παιδί και όπως του είπε ο Γέρων άρχισε να το πλύνη και να το τρίβη μ’ όλη του τη δύναμι. Αλλά δεν βαρυέσαι. Όσο το έτριβε, τόσο και γυάλιζαν τα χρώματά του. Στο τέλος βαρέθηκε, το πέρασε ένα κρύο νερό και τα’ άπλωσε στον ήλιο. Ο πνευματικός ητοίμασε το φαγητό έφαγαν και μετά,
- Φέρτο τώρα παιδί μου το μανδήλι να ιδούμε τι έγινεν.
Όταν το είδε,
- Αχ κρίμα το μανδήλι μου, φώναξε με πόνο. Πόσο μετανοώ τώρα που σου είπα και μου τόβαψες έτσι. Φαίνεται όμως ότι δεν το έτριψες όπως έπρεπε.
- Όχι Γέροντα, απεναντίας το έτριψα μ’ όλη μου την δύναμι και προσπάθησα να βγάλω τα χρώματα, μα του κάκου. Κάθε χρωματισμένη κηλίδα είναι δηλητηριασμένη, δεν βγαίνει πειά. Εγώ αν και είξευρα τι χάλια θα γινόταν εξαρχής που μου τόδωσες να το βάψω με τον τρόπο που μούπες, όταν το είδα τελειωμένο το λυπήθηκεν αληθινά η ψυχή μου.
Τότε ο Γέρων γυρίζοντας και κυττάζοντάς τον κατάματα τον ρωτά.
- Ε! παιδί μου τι λες τώρα για την προχθεσινή μας ομιλία; Βλάπτει η αισχρολογία ή δεν βλάπτε; Σου το έδωσα να το καταλάβης μόνος σου με το παράδειγμα του μανδηλιού, γιατί δεν θα μπορούσα να σε πείσω με λόγια όσο κι αν προσπαθούσα. Κάθε σφουγκαριά κι’ ένας λεκές δηλητηριασμένος στο μανδήλι που δεν βγαίνει. Κάθε λέξι αισχρή και μια λεκιά φαρμακωμένη στην ψυχή που την ακούει. Η σφουγκαριά πετάχτηκε στο κενό, μα το στίγμα έμεινε στο μανδήλι. Τον αισχρό τον λόγο τον πήρε ο αέρας μα η κηλίδα τυπώθηκε στην ψυχή εκείνου που την άκουσε. Το μαντήλι μου λες πως το λυπήθηκεν η ψυχή σου που ήταν ένα άψυχο πράγμα, πόσες όμως ψυχές παιδάκι μου κατέστρεψες με τα λόγια σου σαν το λευκό μου το μανδήλι χωρίς να τις λυπηθής; Γνώρισα εγώ ψυχές αγνούλες να κυλιώνται στο βούρκο μόνο και μόνο γιατί άκουσαν αισχρά. Δεν είναι η ώρα και το μέρος παιδάκι μου να εκταθώ περισσότερο, σαν τι ρόλο παίζει η περιέργεια, έπειτα από μια παρατεταμένη αισχρολογία σε πρόσωπα άπρακτα και πρωτόβγαλτα στην ζωή. Τούτο μόνον σου λέγω ότι, ησφαίρα λέγει κάποιος ή το δηλητήριο, σκοτώνει μόνον το κορμί του ανθρώπου, μα η αισχρολογία του σκοτώνει την ψυχή. Η κοινωνία δεν ζητά την αισχρολογία, την ξετσιπωσιά, αλλά τη σεμνότητα. Καμμιά τιμημένη οικογένεια δεν δέχεται στο σπήτι της τον αισχρολόγο, κι’ αν ευρεθή εκεί δεν του επιτρέπει ποτέ να σαλιαρίζει μπροστά στα μέλη της. Οι πόρτες όλες γι αυτόν είναι κλειστές. Κανένας πατέρας δεν εμπιστεύεται στην συντροφιά του παιδιού του να είναι ο αισχρολόγος. Οι φίλοι του το αποστρέφονται στο τέλος, και το τέλος του θα είναι καταφρονημένο. Μη παιδάκι μου, μην αισχρολογήσης πειά. Αν για ένα αργό λόγο έχωμεν να δώσωμεν απολογίαν στον δίκαιον κριτήν την ώραν που θα κριθούμε, τι θα του πούμε για κείνες τις ψυχές που καταστρέψαμε με τα λόγια μας;
Δυό δάκρυα ολοστρόγγυλα κύλησαν απ’ τα δυό ματάκια του παιδιού κι’ ένας στεναγμός βγήκε απ’ την καρδιά του.
- Συγχώρησέ με Γέροντα ήμαρτον, αισθάνομαι το κακό που έκανα έως τώρα και μετανοώ αληθινά.
Έλαμψε το πρόσωπο του πνευματικού απ’ τη χαρά του∙ το είχε κερδίσει.
- Σκύψε παιδί μου, του λέγει τώρα, να σου διαβάσω την ευχή αφού κατάλαβες το σφάλμα σου και μετανοείς.
Έσκυψε κάτω το κεφαλάκι του, έβαλε ο πνευματικός το πετραχήλι του, σκέπασε με την άκρη το κεφάλι του παιδιού και βάζοντας το χέρι επάνω «Κύριε Ιησού Χριστέ (άρχισε να λέγει) Ποιμήν και Αμνέ ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» κλπ…
***
Αγαπητέ αναγνώστα, όποιος κι’ αν είσαι και σε ότι κλάδο κι αν ευρίσκεσαι, λέγω κι’ εγώ σε σένα κείνο που είπεν ο πνευματικός σ’ αυτό το παληκάρι. Μην ανοίξης ποτέ φίλε μου το στόμα σου να βγη αισχρή κουβέντα απ’ τα χείλη σου έστω και για αστείο. Είναι, αγαπητέ, ανυπολόγιστη η ζημία που προξενεί στην ψυχή και στην καρδιά εκείνου που την ακούει, και κυρίως σε νέους ανθρώπους μπροστά∙ τους καταστρέφεις. Ίσως και να μετανοήσης αργότερα πικρά, μα δεν θα μπορέσης ποτέ πειά να επανορθώσης το κακό που έκαμες σ’ αυτούς, «ομιλίαι γαρ κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά» λέγει το ρητό του Αποστόλου.
Εν τη Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος
Ιερώνυμος Μοναχός
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη,
έτος Ζ΄, Σεπτέμβριος 1942-Αύγουστος 1943, τεύχ. 73-84, σελ. 29-32.
agioritikesmnimes
Γέροντας του Ι. Χιλιανδαρινού Κελλιού
Γέννησης της Θεοτόκου (Μαρουδά)
από το 1925 έως το 1957
Προηγούμενο: 8899 - Αγιορείτικο διήγημα: «Το λεκιασμένο μαντήλι»
Αφιερωμένο στον Πνευματικό μου Ονούφριο Ιερομόναχο «Μαρουδά»
Ιερώνυμος Μοναχός
Ο πνευματικός που ζητούσε αφορμή, άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να το συμβουλεύη να παύση την αισχρολογία, γιατί είναι κακό, και να του λέγη χίλια δυό πράγματα γι αυτήν ότι είναι αμαρτία, ότι καταστρέφει την ψυχήν όχι μόνον εκείνου που αισχρολογεί, αλλά και εκείνου που ακούει, ότι «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί ο άνθρωπος» κ.τ.λ.π.
- Μα δεν μπορώ να το χωνεύσω Γέροντα αυτό που μου λες! Μου φαίνεται δε παράξενο πως ένα τέτοιο μικρό πράγμα σας έκανε τόσο πολύ εντύπωσι!
- Μικρό το λες πως είναι;
- Μα προς Θεού∙ το πώς θα πω ένα αστείο έστω και αισχρό χάλασ’ ο κόσμος; Είμαι νέος άνθρωπος, θα πάμε παρέα με συνομηλίκους μου, θ’ αστειευθούμε επάνω κει στ’ αστεία, θα αισχρολογήσωμε δεν γίνεται
Ο πνευματικός τραβώντας το μαύρο του κομβοσχοίνι, άλλαξε για μια στιγμή την κουβέντα, και σε λίγα λεπτά ρώτησε το νέο.
- Δεν μου λες αλήθεια παιδί μου, τι δουλειά κάνεις;
- Είμαι βαφέας Γέροντα. Δηλαδή μπογιατζής, βάφω ρούχα, υφάσματα, νήματα σε διάφορα χρώματα.
- Και τι παίρνεις;
- Αναλόγως το ύφασμα, το χρωματισμό και της εργασίας. Όχι όμως και μεγάλα πράγματα.
Ο πνευματικός σκέφτηκε λίγο και έπειτα
- Έχω κ’ εγώ παιδάκι μου ένα άσπρο μανδήλι μεγάλο λινομέταξο και θέλω να το δώσω να μου το βάψουν γιατί το έχω να δένω τα ιερά μου όταν πηγαίνω να λειτουργήσω στα εξωκκλήσια, και επειδή είναι άσπρο, φοβούμαι ότι θα λερώνεται και θα θέλη κάθε μέρα πλύσιμο. Γι’ αυτό θα το χρωματίσω να σκουρίνη να μη φαίνεται η λέρα του. Τώρα δε με την ευκαιρία αυτή θα σου το δώσω εσένα να μου το βάψης. Μα θέλω όμως να βαφή μ’ ένα τρόπο δικό μου ιδιότροπο (βλέπεις όταν γεράση ο άνθρωπος αποκτά ιδιοτροπίες). Θα το πάρης, και αυτή την εβδομάδα όσα υφάσματα βάψης θα τα βουτάς ένα σφουγκάρι σε κάθε χρώμα, και θα τραβάς μια σφουγγαριά στο μανδήλι μου. Δεν μ’ ενδιαφέρει το σχήμα που θα τυπωθή επάνω στο πανί, μ’ ενδιαφέρει να βαφή με τον τρόπο που θέλω εγώ. Να ιδώ δε και μ’ ένα κόπο τι χρωματισμούς κάνεις, είμαι περίεργος.
- Ω! πολύ ευχαρίστως Γέροντα! Όχι μόνο αυτό, αλλά αν έχης και κανένα ξεθωριασμένο ράσσο να μου το δώσης να σου το βάψω, θα γίνη ολοκαίνουργο γιατί κάνω καλή δουλειά∙ θα με υποχρεώσης δε πολύ - Όχι παιδάκι μου δεν έχω ανάγκη προς το παρόν, αργότερα βλέπουμε. Τώρα πηγαίνω να σου φέρω το μανδήλι μου.
Σηκώθηκε με σκυμμένο το κεφάλι του και πήγε στο δωμάτιό του άνοιξε το σεντούκι και πήρε το μανδήλι, και γύρισε στην εκκλησία.
- Να πάρτο παιδί μου είναι καινούργιο. Αλ’ όπως σου είπα παρακαλώ. Κάθε χρώμα και μια σφουγκαριά στο πανί μου, και την Κυριακή σε περιμένω νάλθης πάλι να τα πούμε, θα σε φιλέψω εδώ ότι θα βρεθή, και θα πληρώσω και τον κόπο σου.
Έβαλε μετάνοια κείνο στον πνευματικό, φίλησε το χέρι του πήρε το μανδήλι, βγήκε απ’ την εκκλησία, ξαναχαιρέτησε τον πνευματικό και έφυγε. Εκείνος το παρακολούθησε με το βλέμμα του πούφευγε και ψιθύρισε, «Κύριε Ιησού Χριστέ δόστου φώτησι».
***
Ο πνευματικός κάθεται τώρα στην αυλή του, κοντά στην πηγή, και μπροστά στο κηπάκι του σπητιού του. Δίπλα το παληκάρι κρατεί στα χέρια του το πανί τυλιγμένο ρόλο και το στριφογυρίζει μ’ απορία, και δεν μπορεί να το χωράση ο νους του γιατί ο πνευματικός θέλησε να καταστρέψη ένα τέτοιο ωραίο πράγμα έτσι για το γούστο του.
- Λοιπόν παιδί μου. Αφού το έβαψες όπως σου είπα, πάρτο τώρα κι έχω ζεστό νερό στη φωτιά, θα σου δώσω σαπούνι και ποτάσα, κι εκεί στην βρύσι την μαρμαρένια κοπάνα, κύτταξε να το πλύνης τρίψετο όσο μπορείς και προσπάθησε να βγάλης τα χρώματα που έβαλες.
Εκείνο γέλασε.
- Τα χρώματα είπες Γέροντα; Μα δεν βγαίνουν πειά. Είναι ανεξάλειπτα, γιατί έχουν μέσα δηλητήριο την «ανηλίνη» και είναι στημένα επάνω του, θα ξεσχισθή το πανί αλλά δεν βγαίνουν εκείνα.
- Εσύ προσπάθησε κι’ όσο να ετοιμάσω εγώ φαγητό άπλωσέ το στον ήλιο να στεγνώση.
Το πήρε το παιδί και όπως του είπε ο Γέρων άρχισε να το πλύνη και να το τρίβη μ’ όλη του τη δύναμι. Αλλά δεν βαρυέσαι. Όσο το έτριβε, τόσο και γυάλιζαν τα χρώματά του. Στο τέλος βαρέθηκε, το πέρασε ένα κρύο νερό και τα’ άπλωσε στον ήλιο. Ο πνευματικός ητοίμασε το φαγητό έφαγαν και μετά,
- Φέρτο τώρα παιδί μου το μανδήλι να ιδούμε τι έγινεν.
Όταν το είδε,
- Αχ κρίμα το μανδήλι μου, φώναξε με πόνο. Πόσο μετανοώ τώρα που σου είπα και μου τόβαψες έτσι. Φαίνεται όμως ότι δεν το έτριψες όπως έπρεπε.
- Όχι Γέροντα, απεναντίας το έτριψα μ’ όλη μου την δύναμι και προσπάθησα να βγάλω τα χρώματα, μα του κάκου. Κάθε χρωματισμένη κηλίδα είναι δηλητηριασμένη, δεν βγαίνει πειά. Εγώ αν και είξευρα τι χάλια θα γινόταν εξαρχής που μου τόδωσες να το βάψω με τον τρόπο που μούπες, όταν το είδα τελειωμένο το λυπήθηκεν αληθινά η ψυχή μου.
Τότε ο Γέρων γυρίζοντας και κυττάζοντάς τον κατάματα τον ρωτά.
- Ε! παιδί μου τι λες τώρα για την προχθεσινή μας ομιλία; Βλάπτει η αισχρολογία ή δεν βλάπτε; Σου το έδωσα να το καταλάβης μόνος σου με το παράδειγμα του μανδηλιού, γιατί δεν θα μπορούσα να σε πείσω με λόγια όσο κι αν προσπαθούσα. Κάθε σφουγκαριά κι’ ένας λεκές δηλητηριασμένος στο μανδήλι που δεν βγαίνει. Κάθε λέξι αισχρή και μια λεκιά φαρμακωμένη στην ψυχή που την ακούει. Η σφουγκαριά πετάχτηκε στο κενό, μα το στίγμα έμεινε στο μανδήλι. Τον αισχρό τον λόγο τον πήρε ο αέρας μα η κηλίδα τυπώθηκε στην ψυχή εκείνου που την άκουσε. Το μαντήλι μου λες πως το λυπήθηκεν η ψυχή σου που ήταν ένα άψυχο πράγμα, πόσες όμως ψυχές παιδάκι μου κατέστρεψες με τα λόγια σου σαν το λευκό μου το μανδήλι χωρίς να τις λυπηθής; Γνώρισα εγώ ψυχές αγνούλες να κυλιώνται στο βούρκο μόνο και μόνο γιατί άκουσαν αισχρά. Δεν είναι η ώρα και το μέρος παιδάκι μου να εκταθώ περισσότερο, σαν τι ρόλο παίζει η περιέργεια, έπειτα από μια παρατεταμένη αισχρολογία σε πρόσωπα άπρακτα και πρωτόβγαλτα στην ζωή. Τούτο μόνον σου λέγω ότι, ησφαίρα λέγει κάποιος ή το δηλητήριο, σκοτώνει μόνον το κορμί του ανθρώπου, μα η αισχρολογία του σκοτώνει την ψυχή. Η κοινωνία δεν ζητά την αισχρολογία, την ξετσιπωσιά, αλλά τη σεμνότητα. Καμμιά τιμημένη οικογένεια δεν δέχεται στο σπήτι της τον αισχρολόγο, κι’ αν ευρεθή εκεί δεν του επιτρέπει ποτέ να σαλιαρίζει μπροστά στα μέλη της. Οι πόρτες όλες γι αυτόν είναι κλειστές. Κανένας πατέρας δεν εμπιστεύεται στην συντροφιά του παιδιού του να είναι ο αισχρολόγος. Οι φίλοι του το αποστρέφονται στο τέλος, και το τέλος του θα είναι καταφρονημένο. Μη παιδάκι μου, μην αισχρολογήσης πειά. Αν για ένα αργό λόγο έχωμεν να δώσωμεν απολογίαν στον δίκαιον κριτήν την ώραν που θα κριθούμε, τι θα του πούμε για κείνες τις ψυχές που καταστρέψαμε με τα λόγια μας;
Δυό δάκρυα ολοστρόγγυλα κύλησαν απ’ τα δυό ματάκια του παιδιού κι’ ένας στεναγμός βγήκε απ’ την καρδιά του.
- Συγχώρησέ με Γέροντα ήμαρτον, αισθάνομαι το κακό που έκανα έως τώρα και μετανοώ αληθινά.
Έλαμψε το πρόσωπο του πνευματικού απ’ τη χαρά του∙ το είχε κερδίσει.
- Σκύψε παιδί μου, του λέγει τώρα, να σου διαβάσω την ευχή αφού κατάλαβες το σφάλμα σου και μετανοείς.
Έσκυψε κάτω το κεφαλάκι του, έβαλε ο πνευματικός το πετραχήλι του, σκέπασε με την άκρη το κεφάλι του παιδιού και βάζοντας το χέρι επάνω «Κύριε Ιησού Χριστέ (άρχισε να λέγει) Ποιμήν και Αμνέ ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» κλπ…
***
Αγαπητέ αναγνώστα, όποιος κι’ αν είσαι και σε ότι κλάδο κι αν ευρίσκεσαι, λέγω κι’ εγώ σε σένα κείνο που είπεν ο πνευματικός σ’ αυτό το παληκάρι. Μην ανοίξης ποτέ φίλε μου το στόμα σου να βγη αισχρή κουβέντα απ’ τα χείλη σου έστω και για αστείο. Είναι, αγαπητέ, ανυπολόγιστη η ζημία που προξενεί στην ψυχή και στην καρδιά εκείνου που την ακούει, και κυρίως σε νέους ανθρώπους μπροστά∙ τους καταστρέφεις. Ίσως και να μετανοήσης αργότερα πικρά, μα δεν θα μπορέσης ποτέ πειά να επανορθώσης το κακό που έκαμες σ’ αυτούς, «ομιλίαι γαρ κακαί φθείρουσιν ήθη χρηστά» λέγει το ρητό του Αποστόλου.
Εν τη Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος
Ιερώνυμος Μοναχός
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αγιορειτική Βιβλιοθήκη,
έτος Ζ΄, Σεπτέμβριος 1942-Αύγουστος 1943, τεύχ. 73-84, σελ. 29-32.
agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι «κόκκινες κάρτες» που έβγαλαν οι θεσμοί στην κυβέρνηση
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ