2016-10-01 04:48:09
Μια μέρα, εκεί λίγο πριν από το 2004, η Μαρία Μπελδέκου, Γ.Γ. Πρόνοιας, επί υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου, είχε επισκεφθεί μία από τις σχολές εκμάθησης υφαντουργίας που λειτουργούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας στο πλαίσιο του προγράμματος «Οικοτεχνία» του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας. Η συγκεκριμένη λειτουργούσε στις γυναικείες φυλακές. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια εικόνα» λέει στην «Κ». «Μια ισοβίτισσα που ύφαινε με πολλή προσοχή ένα κέντημα με καραβάκια. “Γιατί καραβάκια;” την είχα ρωτήσει. “Μπας και με πάρουνε από εδώ” μου είπε».
Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και το δικό της έργο σε αυτή την αποθήκη του Πειραιά, όπου από το 2010, οπότε το πρόγραμμα ανεστάλη, μεταφέρθηκαν χιλιάδες χειροποίητα χαλιά, υφαντά και κεντήματα από τις σχολές όλης της χώρας, ένα πολύτιμο εμπόρευμα συνολικής αξίας 4 εκατ. ευρώ. Ανάμεσα στα χαλιά και τα υφαντά που φυλάσσονται στην αποθήκη, θα βρεις ένα μεγάλο ταπίς του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, την «Υδρα», ένα υφαντό του Τσαρούχη, καθώς και ένα κιλίμι σε σχέδιο του Μόραλη
. «Πρόκειται για έναν πραγματικό πλούτο, ο οποίος μένει αναξιοποίητος», λέει η κ. Μπελδέκου. «Ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη το θέμα της διατήρησης της λαϊκής παράδοσης, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ενδιαφέρον να μπουν αυτά τα χρήματα στα κρατικά ταμεία». Σε κρούσεις της στις αρμόδιες υπηρεσίες, έλαβε την απάντηση ότι δεν υπάρχει «θεσμικό πλαίσιο» για την πώληση του εμπορεύματος. Να σημειωθεί ότι για τη χρήση της αποθήκης καταβάλλεται ενοίκιο, ενώ τα είδη συντηρούνται με απεντομώσεις και ψεκασμούς.
Η «Οικοτεχνία» δημιουργήθηκε το 1947 ως δράση του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας, με στόχο την παροχή ενός μικρού εισοδήματος σε γυναίκες στις ακριτικές και παραμεθόριες περιοχές. Ο πρώτος αργαλειός στήθηκε το 1953 στο Λέχοβο της Καστοριάς και έκτοτε σχολές εκμάθησης ταπητουργίας, κεντημάτων και άλλων οικιακών δράσεων αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα. Σε αυτές τα κορίτσια ύφαιναν καταπληκτικά μάλλινα χαλιά εμπνευσμένα από τη λαϊκή παράδοση (για την παραγωγή των σχεδίων συνεργάζονταν λαογράφοι, ζωγράφοι, άνθρωποι των τεχνών), αλλά και εξαιρετικής ποιότητας τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, σεντόνια με παραδοσιακές βελονιές. Τα είδη της «Οικοτεχνίας» πωλούνταν σε κεντρικά σημεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και γίνονταν ανάρπαστα, λόγω της ασυναγώνιστης ποιότητάς τους. Χαλιά, ταπίς και κεντήματα των εργαστηρίων είχαν μπει σε πάμπολλα μεγαλοαστικά σπίτια της Αθήνας, ενώ ζήτηση υπήρχε σταθερά και από το εξωτερικό.
Τη δεκαετία του ’90 άρχισαν οι αθρόες εισαγωγές χαλιών και λόγω κακής διαχείρισης και αδιάφορου μάρκετινγκ από το κράτος το πρόγραμμα δυσκολεύτηκε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. «Οταν πήγα στο υπουργείο το 2000, υπήρχε έτοιμος ο νόμος για κλείσιμο της Οικοτεχνίας, αλλά προσπάθησα και τελικά κατάφερα να το κρατήσω», λέει η κ. Μπελδέκου, που με έξοδά της είχε διακοσμήσει το υπουργείο Υγείας με τρία ταπίς που υπάρχουν εκεί ακόμη (η ίδια αποχώρησε το 2004). «Το κράτος όμως δεν ήταν καλός έμπορος. Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει συμφωνία με ξεναγούς να φέρνουν τον κόσμο στα πωλητήρια». Η θεσμική απαξίωση ξεκίνησε το 2005, όταν η δράση απορροφήθηκε στο νέο Ινστιτούτο Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης, ενώ το οριστικό λουκέτο μπήκε το 2010 επί υπουργίας Ανδρέα Λοβέρδου, όταν το Ινστιτούτο συγχωνεύθηκε με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και η λειτουργία της «Οικοτεχνίας» ανεστάλη. Ολα τα ταπητουργεία έκλεισαν και τα είδη σφραγίστηκαν σε μία αποθήκη. «Δεν μάζεψαν ούτε τους αργαλειούς, που αποτελούν μουσειακά κομμάτια», λέει εργαζόμενος στην «Οικοτεχνία», που έχει καταθέσει αρμοδίως πρόταση διάθεσης των προϊόντων μέσω e-shop και ειδικών εκθέσεων, αφού λόγω ελλιπούς προσωπικού το άνοιγμα καταστήματος είναι σχεδόν αδύνατο. «Χιλιάδες κομμάτια αμύθητης αξίας, περιουσία του κράτους, περιμένουν να αξιοποιηθούν.
Πηγή Tromaktiko
Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και το δικό της έργο σε αυτή την αποθήκη του Πειραιά, όπου από το 2010, οπότε το πρόγραμμα ανεστάλη, μεταφέρθηκαν χιλιάδες χειροποίητα χαλιά, υφαντά και κεντήματα από τις σχολές όλης της χώρας, ένα πολύτιμο εμπόρευμα συνολικής αξίας 4 εκατ. ευρώ. Ανάμεσα στα χαλιά και τα υφαντά που φυλάσσονται στην αποθήκη, θα βρεις ένα μεγάλο ταπίς του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, την «Υδρα», ένα υφαντό του Τσαρούχη, καθώς και ένα κιλίμι σε σχέδιο του Μόραλη
Η «Οικοτεχνία» δημιουργήθηκε το 1947 ως δράση του Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας, με στόχο την παροχή ενός μικρού εισοδήματος σε γυναίκες στις ακριτικές και παραμεθόριες περιοχές. Ο πρώτος αργαλειός στήθηκε το 1953 στο Λέχοβο της Καστοριάς και έκτοτε σχολές εκμάθησης ταπητουργίας, κεντημάτων και άλλων οικιακών δράσεων αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα. Σε αυτές τα κορίτσια ύφαιναν καταπληκτικά μάλλινα χαλιά εμπνευσμένα από τη λαϊκή παράδοση (για την παραγωγή των σχεδίων συνεργάζονταν λαογράφοι, ζωγράφοι, άνθρωποι των τεχνών), αλλά και εξαιρετικής ποιότητας τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, σεντόνια με παραδοσιακές βελονιές. Τα είδη της «Οικοτεχνίας» πωλούνταν σε κεντρικά σημεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και γίνονταν ανάρπαστα, λόγω της ασυναγώνιστης ποιότητάς τους. Χαλιά, ταπίς και κεντήματα των εργαστηρίων είχαν μπει σε πάμπολλα μεγαλοαστικά σπίτια της Αθήνας, ενώ ζήτηση υπήρχε σταθερά και από το εξωτερικό.
Τη δεκαετία του ’90 άρχισαν οι αθρόες εισαγωγές χαλιών και λόγω κακής διαχείρισης και αδιάφορου μάρκετινγκ από το κράτος το πρόγραμμα δυσκολεύτηκε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. «Οταν πήγα στο υπουργείο το 2000, υπήρχε έτοιμος ο νόμος για κλείσιμο της Οικοτεχνίας, αλλά προσπάθησα και τελικά κατάφερα να το κρατήσω», λέει η κ. Μπελδέκου, που με έξοδά της είχε διακοσμήσει το υπουργείο Υγείας με τρία ταπίς που υπάρχουν εκεί ακόμη (η ίδια αποχώρησε το 2004). «Το κράτος όμως δεν ήταν καλός έμπορος. Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει συμφωνία με ξεναγούς να φέρνουν τον κόσμο στα πωλητήρια». Η θεσμική απαξίωση ξεκίνησε το 2005, όταν η δράση απορροφήθηκε στο νέο Ινστιτούτο Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης, ενώ το οριστικό λουκέτο μπήκε το 2010 επί υπουργίας Ανδρέα Λοβέρδου, όταν το Ινστιτούτο συγχωνεύθηκε με το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και η λειτουργία της «Οικοτεχνίας» ανεστάλη. Ολα τα ταπητουργεία έκλεισαν και τα είδη σφραγίστηκαν σε μία αποθήκη. «Δεν μάζεψαν ούτε τους αργαλειούς, που αποτελούν μουσειακά κομμάτια», λέει εργαζόμενος στην «Οικοτεχνία», που έχει καταθέσει αρμοδίως πρόταση διάθεσης των προϊόντων μέσω e-shop και ειδικών εκθέσεων, αφού λόγω ελλιπούς προσωπικού το άνοιγμα καταστήματος είναι σχεδόν αδύνατο. «Χιλιάδες κομμάτια αμύθητης αξίας, περιουσία του κράτους, περιμένουν να αξιοποιηθούν.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ομόφωνο ψήφισμα της συγκλήτου του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ