2016-10-11 10:32:42
Νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, με συμμετοχή 5 Ελλήνων ερευνητών, δείχνει πως υπάρχουν γενετικές διαφορές που εξηγούν το γιατί κάποια μωρά γεννιούνται πιο μεγάλα ή πιο μικρά από τα υπόλοιπα. Το βάρος ενός μωρού τη στιγμή της γέννησης καθορίζεται σε ένα βαθμό και από ορισμένα γονίδια του, τα οποία επίσης εμπλέκονται στον αυξημένο κίνδυνο για διάφορες παθήσεις αργότερα στη ζωή του, όπως η καρδιοπάθεια ή ο διαβήτης τύπου 2.
Οι ερευνητές από 17 χώρες, με επικεφαλής τον Μαρκ ΜακΚάρθι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature και ανέλυσαν γενετικά δεδομένα από περίπου 153.000 ανθρώπους, τα οποία είχαν συλλεχθεί στο πλαίσιο 37 προηγούμενων μελετών. Η ομάδα αποτελείται από περισσότερους από 160 ερευνητές από 6 διαφορετικά ιδρύματα: το Πανεπιστήμιο του Έξετερ, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, το Πανεπιστήμιο του Cambridge, το Πανεπιστήμιο Queensland και το Ιατρικό Κέντρο Erasmus στο Ρότερνταμ.
Οι 5 ελληνικής καταγωγής επιστήμονες που συμμετείχαν στην ομάδα είναι οι: Ιωάννα Ντάλλα που συνεργάζεται με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Queen Mary Λονδίνου, η Βασιλική Λαγού που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Καλλιόπη Πανουτσοπούλου από το Wellcome Trust Sanger Institute, η Ελευθερία Ζεγγίνη από το Wellcome Trust Sanger Institute και ο Γιώργος Δεδούσης από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Η νέα έρευνα κατέληξε στην εκτίμηση ότι οι διαφορές στο βάρος των μωρών κατά τη γέννα οφείλονται κατά το ένα έκτο περίπου (15%) σε γενετικούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους είναι οι ίδιοι που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για κατοπινές αρρώστιες.
Οι ερευνητές εντόπισαν 60 περιοχές του γονιδιώματος, που επηρεάζουν περισσότερο από τις άλλες το βάρος του μωρού. Διαπίστωσαν επίσης ότι ο κίνδυνος υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2 και στεφανιαίας νόσου συνδέεται γενετικά με το χαμηλό βάρος κατά τον τοκετό. Το μεγάλο βάρος στη γέννα σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα παχυσαρκίας αργότερα.
Tromaktiko
Οι ερευνητές από 17 χώρες, με επικεφαλής τον Μαρκ ΜακΚάρθι του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature και ανέλυσαν γενετικά δεδομένα από περίπου 153.000 ανθρώπους, τα οποία είχαν συλλεχθεί στο πλαίσιο 37 προηγούμενων μελετών. Η ομάδα αποτελείται από περισσότερους από 160 ερευνητές από 6 διαφορετικά ιδρύματα: το Πανεπιστήμιο του Έξετερ, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, το Πανεπιστήμιο του Cambridge, το Πανεπιστήμιο Queensland και το Ιατρικό Κέντρο Erasmus στο Ρότερνταμ.
Οι 5 ελληνικής καταγωγής επιστήμονες που συμμετείχαν στην ομάδα είναι οι: Ιωάννα Ντάλλα που συνεργάζεται με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Queen Mary Λονδίνου, η Βασιλική Λαγού που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Καλλιόπη Πανουτσοπούλου από το Wellcome Trust Sanger Institute, η Ελευθερία Ζεγγίνη από το Wellcome Trust Sanger Institute και ο Γιώργος Δεδούσης από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
Η νέα έρευνα κατέληξε στην εκτίμηση ότι οι διαφορές στο βάρος των μωρών κατά τη γέννα οφείλονται κατά το ένα έκτο περίπου (15%) σε γενετικούς παράγοντες, πολλοί από τους οποίους είναι οι ίδιοι που αποτελούν παράγοντες κινδύνου για κατοπινές αρρώστιες.
Οι ερευνητές εντόπισαν 60 περιοχές του γονιδιώματος, που επηρεάζουν περισσότερο από τις άλλες το βάρος του μωρού. Διαπίστωσαν επίσης ότι ο κίνδυνος υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2 και στεφανιαίας νόσου συνδέεται γενετικά με το χαμηλό βάρος κατά τον τοκετό. Το μεγάλο βάρος στη γέννα σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα παχυσαρκίας αργότερα.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ