2016-10-13 14:07:13
Ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης του 2008 ήταν αισθητός σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα έντονα ήταν όμως τα φαινόμενα στις χώρες της Μεσογείου, όπου, ακόμη και σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, η εύρεση αποτελεσματικών λύσεων για την έξοδο από την ύφεση εξακολουθεί να αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Είναι δεδομένο πως, λανθασμένα ή όχι, λόγω της κρίσης οι κρατικές δαπάνες για Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) έχουν περιοριστεί. Επίσης, αυστηρότερος έλεγχος των αντίστοιχων πολιτικών ως προς την αναγκαιότητα, αποδοτικότητα αλλά τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα. Παράλληλα, οι εν λόγω συνθήκες φέρνουν στο προσκήνιο και εντείνουν την ανάγκη για μέτρα, τα οποία στοχεύουν να προωθήσουν την καινοτομία με βάση τις ΤΠΕ ως μέσο για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η ψηφιοποίηση δεδομένων και διαδικασιών αλλά και η ανάπτυξη προηγμένων ηλεκτρονικών υπηρεσιών συγκεντρώνουν ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον ως μέσα για τη βελτιστοποίηση των επιδόσεων τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, την αναζήτηση τρόπων για τη μείωση του ελλείμματος αλλά και την άμβλυνση των διαφορών που ενυπάρχουν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου και εκείνων του Βορρά.
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι ΤΠΕ φέρονται ως ικανές να προωθήσουν την καινοτομία έγκεινται στη μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα που τις χαρακτηρίζει και που καθιστά δυνατή τη χρήση τους με ποικίλους τρόπους και για ποικίλους σκοπούς σε πολλούς τομείς της οικονομίας, ενώ επιτρέπει επιπλέον την επίτευξη σημαντικών καινοτομιών σε επιχειρησιακές διαδικασίες, προϊόντα και υπηρεσίες. Οι ΤΠΕ έχουν συμβάλει στη δραματική μείωση διαφόρων τύπων δαπανών και ειδικότερα εκείνων που σχετίζονται με την ανταλλαγή και επεξεργασία της πληροφορίας αλλά και στην άρση των χρονικών και φυσικών περιορισμών στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, στο πεδίο του σχεδιασμού και της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, οι ΤΠΕ δύνανται να επιφέρουν σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση του κόστους και βελτίωση της παρεχόμενης ποιότητας υπηρεσίας.
Ποιες είναι ωστόσο οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση των ΤΠΕ, ή αν θέσουμε το ερώτημα από διαφορετική σκοπιά, ποια η (προσδοκώμενη) συμβολή αυτών στην προσπάθεια των χωρών που έχουν πληγεί να εξέλθουν από την κρίση; Ας δούμε, χαρακτηριστικά, την πορεία τεσσάρων χωρών της Μεσογείου, ήτοι της Ελλάδας, τη Κύπρου, της Ισπανίας και της Ιταλίας, σε ό,τι αφορά στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, όπως αποτυπώνεται μέσα από μια σειρά αντιπροσωπευτικών δεικτών με σκοπό να εξετάσουμε κατά πόσο οι ΤΠΕ αποτελούν ένα σημαντικό πυλώνα που αν αξιοποιηθεί κατάλληλα μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής.
Ένας από τους σημαντικότερους δείκτες που είναι σε θέση να αποτυπώσει την κατάσταση της οικονομίας μια χώρας είναι ο Δείκτης Πραγματικού Κόστους (Index of Real Costs – IRC). Ο δείκτης αυτός έχει αναπτυχθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αποτυπώνει την κυκλική εξέλιξη της οικονομίας, ενώ υπολογίζεται ως ο μέσος όρος του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, του ποσοστού της ανεργίας και εκείνου του δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι τριών δεικτών ύψιστης σημασίας για την οικονομία μιας χώρας. Ο δείκτης βασίζεται στην παρατήρηση ότι ισχυρά συστημικά γεγονότα, όπως μια οικονομική κρίση, χαρακτηρίζονται πράγματι από μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που προκύπτουν από την ανάγκη περιορισμού του κόστους της κρίσης. Κατά συνέπεια, αντανακλά το πραγματικό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η οικονομία στην προσπάθεια χάραξης πολιτικών για τη συγκράτηση των επιπέδων της παραγωγής και της ανεργίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης συλλαμβάνει την εμφάνιση και το μέγεθος της οικονομικής κρίσης. Όπως απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα, σε μια χρονική περίοδο που καλύπτει τα έτη από το 1995 έως το 2012, η πορεία όλων των χωρών είναι σταθερή μέχρι το 2006, παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση κατά τη διάρκεια των ετών 2006-2007, αλλά χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση από το 2008 και μετά.
Ένας άλλος δείκτης που παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως για τις χώρες που βρίσκονται ή έχουν περάσει περίοδο παρατεταμένης κρίσης είναι το ποσοστό του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, που αντικατοπτρίζει τη σχέση ανάμεσα σε ένα μέτρο οικονομικής ανάπτυξης, όπως το ΑΕΠ και τη βαρύτητα που αποδίδεται στον τομέα των ΤΠΕ σε όρους των επενδύσεων, καθώς και παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Για την περίοδο μεταξύ 2000 και 2012, ο δείκτης παρουσιάζει για όλες τις χώρες πτωτική τάση, η οποία είναι εμφανής ακόμη και πριν από την έναρξη της κρίσης, δηλαδή πριν από το έτος 2008, ενώ η εξέλιξη του δείκτη είναι προφανώς χειρότερη στην περίπτωση της Ελλάδας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει να αναζητηθεί και το ποσοστό καταρτισμένων σε ΤΠΕ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, μιας και όπως προειπώθηκε η ενασχόληση με ΤΠΕ και η προώθηση τους φαντάζει ως ένα όχημα ικανό να δημιουργήσει καταλληλες συνθήκες ανήπτυξης, μείωσης των κρατικών δαπανών και επιτάγχυνσης του ρυθμού σύγκλισης με τις αναπτυγμένες οικονομίες του βορρά. Ο εν λόγω δείκτης παρουσιάζει το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που διαθέτει κατάρτιση σε ΤΠΕ και ως εκ τούτου παρέχει εμμέσως πληροφορίες σχετικά με το αν η τελευταία δημιουργεί περισσότερες προοπτικές απασχόλησης. Όπως φαίνεται και από το ακόλουθο γράφημα, ο δείκτης αποκαλύπτει ότι παρά την αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι θέσεις απασχόλησης και οι ειδικότητες που προϋποθέτουν γνώση των ΤΠΕ δε φαίνονται να έχουν επηρεαστεί, τουναντίον είναι σε ζήτηση, μιας και το ποσοστό των απασχολούμενων με κατάρτιση σε ΤΠΕ έχει ανοδική πορεία.
Τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από την πλατφόρμα Policy Compass, που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ομώνυμου ερευνητικού έργου το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ για την Έρευνα. Τα ευρήματα μπορούν να θεωρηθούν ενδιαφέροντα καθώς απεικονίζουν το καθεστώς της κρίσης, στο οποίο έχουν περιέλθει οι χώρες της Μεσογείου από το 2008, ενώ εκθέτουν επίσης το σκηνικό της αξιοποίησης ψηφιακών τεχνολογιών στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτά, εύκολα συνάγεται ότι το ποσοστό των καταρτισμένων σε ΤΠΕ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού παρουσιάζει, για τις περισσότερες χώρες, αντίθετη πορεία σε σχέση με την κρίση, αφού εξακολουθεί να αυξάνεται με χαμηλό αλλά σταθερό ρυθμό. Το γεγονός αυτό φανερώνει την έμφαση που δίνεται στην κατοχή δεξιοτήτων ΤΠΕ στον επιχειρηματικό στίβο και επομένως μια ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία των ΤΠΕ σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ωστόσο, η αύξηση αυτή μπορεί επίσης να τεκμηριωθεί από το γεγονός ότι η κατοχή δεξιοτήτων ΤΠΕ είναι ένα αρκετά γενικό χαρακτηριστικό που αποτελεί προϋπόθεση για την απασχόληση και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς πλην εκείνου των ΤΠΕ.
Η πραγματική εικόνα ωστόσο για την αξιοποίηση των ΤΠΕ ως μέσου για την ενίσχυση της παραγωγής μιας χώρας δίνεται από το μερίδιο του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, το οποίο μειώνεται κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Μάλιστα, φαίνεται ότι όσο χαμηλότερη είναι η συνεισφορά του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση και το πραγματικό κόστος της οικονομικής κρίσης (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας), ή υπό διαφορετικό πρίσμα όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της κρίσης, τόσο ο τομέας των ΤΠΕ φαίνεται να συρρικνώνεται, γεγονός που αποτελεί ανεπιθύμητη εξέλιξη.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν παύουν παρά να είναι διαισθητικές και δύνανται να επιβεβαιωθούν μόνο όταν οι χώρες της Μεσογείου εξέλθουν από την κρίση αλλά και εφόσον επιπλέον δεδομένα για τους παραπάνω δείκτες καταστούν διαθέσιμα για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην ανάκαμψη της οικονομίας των εν λόγω χωρών.
Πηγή Tromaktiko
Είναι δεδομένο πως, λανθασμένα ή όχι, λόγω της κρίσης οι κρατικές δαπάνες για Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) έχουν περιοριστεί. Επίσης, αυστηρότερος έλεγχος των αντίστοιχων πολιτικών ως προς την αναγκαιότητα, αποδοτικότητα αλλά τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη λαμβάνει χώρα. Παράλληλα, οι εν λόγω συνθήκες φέρνουν στο προσκήνιο και εντείνουν την ανάγκη για μέτρα, τα οποία στοχεύουν να προωθήσουν την καινοτομία με βάση τις ΤΠΕ ως μέσο για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η ψηφιοποίηση δεδομένων και διαδικασιών αλλά και η ανάπτυξη προηγμένων ηλεκτρονικών υπηρεσιών συγκεντρώνουν ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον ως μέσα για τη βελτιστοποίηση των επιδόσεων τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, την αναζήτηση τρόπων για τη μείωση του ελλείμματος αλλά και την άμβλυνση των διαφορών που ενυπάρχουν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου και εκείνων του Βορρά.
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι ΤΠΕ φέρονται ως ικανές να προωθήσουν την καινοτομία έγκεινται στη μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα που τις χαρακτηρίζει και που καθιστά δυνατή τη χρήση τους με ποικίλους τρόπους και για ποικίλους σκοπούς σε πολλούς τομείς της οικονομίας, ενώ επιτρέπει επιπλέον την επίτευξη σημαντικών καινοτομιών σε επιχειρησιακές διαδικασίες, προϊόντα και υπηρεσίες. Οι ΤΠΕ έχουν συμβάλει στη δραματική μείωση διαφόρων τύπων δαπανών και ειδικότερα εκείνων που σχετίζονται με την ανταλλαγή και επεξεργασία της πληροφορίας αλλά και στην άρση των χρονικών και φυσικών περιορισμών στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, στο πεδίο του σχεδιασμού και της παροχής δημόσιων υπηρεσιών, οι ΤΠΕ δύνανται να επιφέρουν σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, μείωση του κόστους και βελτίωση της παρεχόμενης ποιότητας υπηρεσίας.
Ποιες είναι ωστόσο οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χρήση των ΤΠΕ, ή αν θέσουμε το ερώτημα από διαφορετική σκοπιά, ποια η (προσδοκώμενη) συμβολή αυτών στην προσπάθεια των χωρών που έχουν πληγεί να εξέλθουν από την κρίση; Ας δούμε, χαρακτηριστικά, την πορεία τεσσάρων χωρών της Μεσογείου, ήτοι της Ελλάδας, τη Κύπρου, της Ισπανίας και της Ιταλίας, σε ό,τι αφορά στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, όπως αποτυπώνεται μέσα από μια σειρά αντιπροσωπευτικών δεικτών με σκοπό να εξετάσουμε κατά πόσο οι ΤΠΕ αποτελούν ένα σημαντικό πυλώνα που αν αξιοποιηθεί κατάλληλα μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής.
Ένας από τους σημαντικότερους δείκτες που είναι σε θέση να αποτυπώσει την κατάσταση της οικονομίας μια χώρας είναι ο Δείκτης Πραγματικού Κόστους (Index of Real Costs – IRC). Ο δείκτης αυτός έχει αναπτυχθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αποτυπώνει την κυκλική εξέλιξη της οικονομίας, ενώ υπολογίζεται ως ο μέσος όρος του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ, του ποσοστού της ανεργίας και εκείνου του δημοσιονομικού ελλείμματος, ήτοι τριών δεικτών ύψιστης σημασίας για την οικονομία μιας χώρας. Ο δείκτης βασίζεται στην παρατήρηση ότι ισχυρά συστημικά γεγονότα, όπως μια οικονομική κρίση, χαρακτηρίζονται πράγματι από μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που προκύπτουν από την ανάγκη περιορισμού του κόστους της κρίσης. Κατά συνέπεια, αντανακλά το πραγματικό κόστος με το οποίο επιβαρύνεται η οικονομία στην προσπάθεια χάραξης πολιτικών για τη συγκράτηση των επιπέδων της παραγωγής και της ανεργίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο δείκτης συλλαμβάνει την εμφάνιση και το μέγεθος της οικονομικής κρίσης. Όπως απεικονίζεται στο παρακάτω γράφημα, σε μια χρονική περίοδο που καλύπτει τα έτη από το 1995 έως το 2012, η πορεία όλων των χωρών είναι σταθερή μέχρι το 2006, παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση κατά τη διάρκεια των ετών 2006-2007, αλλά χαρακτηρίζεται από πτωτική τάση από το 2008 και μετά.
Ένας άλλος δείκτης που παρουσιάζει ενδιαφέρον κυρίως για τις χώρες που βρίσκονται ή έχουν περάσει περίοδο παρατεταμένης κρίσης είναι το ποσοστό του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, που αντικατοπτρίζει τη σχέση ανάμεσα σε ένα μέτρο οικονομικής ανάπτυξης, όπως το ΑΕΠ και τη βαρύτητα που αποδίδεται στον τομέα των ΤΠΕ σε όρους των επενδύσεων, καθώς και παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Για την περίοδο μεταξύ 2000 και 2012, ο δείκτης παρουσιάζει για όλες τις χώρες πτωτική τάση, η οποία είναι εμφανής ακόμη και πριν από την έναρξη της κρίσης, δηλαδή πριν από το έτος 2008, ενώ η εξέλιξη του δείκτη είναι προφανώς χειρότερη στην περίπτωση της Ελλάδας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει να αναζητηθεί και το ποσοστό καταρτισμένων σε ΤΠΕ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, μιας και όπως προειπώθηκε η ενασχόληση με ΤΠΕ και η προώθηση τους φαντάζει ως ένα όχημα ικανό να δημιουργήσει καταλληλες συνθήκες ανήπτυξης, μείωσης των κρατικών δαπανών και επιτάγχυνσης του ρυθμού σύγκλισης με τις αναπτυγμένες οικονομίες του βορρά. Ο εν λόγω δείκτης παρουσιάζει το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που διαθέτει κατάρτιση σε ΤΠΕ και ως εκ τούτου παρέχει εμμέσως πληροφορίες σχετικά με το αν η τελευταία δημιουργεί περισσότερες προοπτικές απασχόλησης. Όπως φαίνεται και από το ακόλουθο γράφημα, ο δείκτης αποκαλύπτει ότι παρά την αύξηση της ανεργίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι θέσεις απασχόλησης και οι ειδικότητες που προϋποθέτουν γνώση των ΤΠΕ δε φαίνονται να έχουν επηρεαστεί, τουναντίον είναι σε ζήτηση, μιας και το ποσοστό των απασχολούμενων με κατάρτιση σε ΤΠΕ έχει ανοδική πορεία.
Τα στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από την πλατφόρμα Policy Compass, που έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ομώνυμου ερευνητικού έργου το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ για την Έρευνα. Τα ευρήματα μπορούν να θεωρηθούν ενδιαφέροντα καθώς απεικονίζουν το καθεστώς της κρίσης, στο οποίο έχουν περιέλθει οι χώρες της Μεσογείου από το 2008, ενώ εκθέτουν επίσης το σκηνικό της αξιοποίησης ψηφιακών τεχνολογιών στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτά, εύκολα συνάγεται ότι το ποσοστό των καταρτισμένων σε ΤΠΕ στο σύνολο του εργατικού δυναμικού παρουσιάζει, για τις περισσότερες χώρες, αντίθετη πορεία σε σχέση με την κρίση, αφού εξακολουθεί να αυξάνεται με χαμηλό αλλά σταθερό ρυθμό. Το γεγονός αυτό φανερώνει την έμφαση που δίνεται στην κατοχή δεξιοτήτων ΤΠΕ στον επιχειρηματικό στίβο και επομένως μια ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία των ΤΠΕ σε επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ωστόσο, η αύξηση αυτή μπορεί επίσης να τεκμηριωθεί από το γεγονός ότι η κατοχή δεξιοτήτων ΤΠΕ είναι ένα αρκετά γενικό χαρακτηριστικό που αποτελεί προϋπόθεση για την απασχόληση και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς πλην εκείνου των ΤΠΕ.
Η πραγματική εικόνα ωστόσο για την αξιοποίηση των ΤΠΕ ως μέσου για την ενίσχυση της παραγωγής μιας χώρας δίνεται από το μερίδιο του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, το οποίο μειώνεται κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Μάλιστα, φαίνεται ότι όσο χαμηλότερη είναι η συνεισφορά του τομέα των ΤΠΕ στο ΑΕΠ, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση και το πραγματικό κόστος της οικονομικής κρίσης (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας), ή υπό διαφορετικό πρίσμα όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος της κρίσης, τόσο ο τομέας των ΤΠΕ φαίνεται να συρρικνώνεται, γεγονός που αποτελεί ανεπιθύμητη εξέλιξη.
Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν παύουν παρά να είναι διαισθητικές και δύνανται να επιβεβαιωθούν μόνο όταν οι χώρες της Μεσογείου εξέλθουν από την κρίση αλλά και εφόσον επιπλέον δεδομένα για τους παραπάνω δείκτες καταστούν διαθέσιμα για το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην ανάκαμψη της οικονομίας των εν λόγω χωρών.
Πηγή Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΟΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΣΠΑΝΟΥΛΗ... ΦΑΟΥΛ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙΣ! *ΒΙΝΤΕΟ*
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ