2016-10-22 02:26:08
Η παραδοχή του Αντώνη Μανιτάκη ότι οι παραδόσεις του Συνταγματικού δικαίου από τον Αριστόβουλο Μάνεση συνιστούσαν ταυτόχρονα νομική επιστήμη και πολιτική θέση, θέτει άμεσα ένα ζήτημα: πώς επηρέαζε και ανατροφοδοτούσε η μια την άλλη; Ο Α. Μανιτάκης αναφέρει ότι η διδασκαλία του Α. Μάνεση στην δεκαετία του 1960 προκαλούσε ρίγη στους πρωτοετείς φοιτητές. Προφανώς αυτά ήταν πολιτικά και όχι επιστημονικά, παρότι η σχέση των δυο είναι, ως ένα σημείο, προφανής. Το παρόν άρθρο απαντά στο αντίστοιχο του Α. Μανιτάκη με τίτλο “Η λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή και η διδασκαλία του Μάνεση” που δημοσιεύτηκε στην διαδικτυακή σελίδα constitutionalism.gr και στην κατηγορία “συνταγματισμός”. Κρίνει τον συνταγματισμό ως ιστορικό θέμα και, ιδιαίτερα, ως παράμετρο της ιδρυτικής πράξης του ελληνικού κράτους. Έμμεσα, θίγει και το θέμα “η ταυτότητα της Ελληνικής Επανάστασης”.
Ο Α. Μανιτάκης είναι ιδιαίτερα ειλικρινής
. Δέχεται ότι “ο συνταγματικός δημοκρατικός λόγος του Μάνεση, ήταν συγχρονισμένος με τα δημοκρατικά, λαϊκά, αιτήματα της εποχής του” και συμπύκνωνε το καυτό πολιτικό ερώτημα της μεταπολεμικής Ελλάδας:“ποιος κυβερνά τον τόπο, ο βασιλιάς ή ο λαός;”. Το αν το ερώτημα αυτό αποτελούσε επαναχρησιμοποίηση ενός προηγηθέντος λαϊκισμού, το αν δηλαδή ήταν παραπλανητικό, αν το χρησιμοποιούσαν κάποιοι ως πρόσχημα, προκειμένου να πετύχουν μέσω των πολιτειακών εξελίξεων έναν μη κατονομαζόμενο στόχο, θεωρείται ανύπαρκτο θέμα, άρα δεν εξετάζεται. Εξίσου αυτονόητη θεωρείται και η αναγωγή της “συνταγματικότητας” του 20ου αι. σε ταξικό ζήτημα, εφόσον αυτήν την ταξικότητα υπονοεί ο όρος “λαϊκό αίτημα”. Με τον τρόπο αυτό ορίζεται ο εξής αυτοματισμός: αν η λαϊκή τάξη, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας καθορίσει ή ελέγξει την εκτελεστική εξουσία και εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τότε θα αποφύγει de facto την κοινωνική αδικία / καταπίεση που υφίσταται από μια αριστοκρατική ελίτ, η οποία συστηματικά -λόγω κοινωνικής θέσης- δρα εναντίον της. Και μόνον αυτή η έμμεση αναφορά, αποδίδει στο Σύνταγμα μια τεχνική ιδιότητα. Θεωρεί το Σύνταγμα και την ψήφο ως ανασταλτικούς παράγοντες της άνισης κατανομής του πλούτου. Φυσικά, ένα Σύνταγμα και μια λαϊκή ψήφος θεωρείται ότι εξασφαλίζουν κάτι περισσότερο σημαντικό όπως η “φυσική ανθρώπινη ελευθερία”, όμως το ζήτημα που ήδη εμφανίζεται, είναι ότι αυτή η έμμεση αναφορά θεωρεί πρωτογενή πηγή δικαιοσύνης την ανθρώπινη σκέψη / πράξη ενός όντος που αποτελεί τυχαία εμφάνιση και απροσδόκητη συνάθροιση κυττάρων. Στην εντός Συντάγματος προβλεπόμενη σχέση μεταξύ ελευθερίας και κατανομής των μέσων προς επιβίωση υποκρύπτεται ο λαϊκισμός. Η κατανομή του πλούτου επισκιάζει, τελικά, ως έμμεσο αίτημα και διαρκές υλιστικό ζητούμενο, οποιοδήποτε άλλο, κεντρικό ζήτημα προτάσσεται στον καταστατικό χάρτη: ελευθερία συνείδησης, οντολογική πίστη, σχέση κράτους-εκκλησίας. Αυτά τα ολίγα, αρχικά, ως προς το Σύνταγμα που, θεωρητικά, έρχεται να προφυλάξει και να ανυψώσει τον άνθρωπο, ουσιαστικά, έρχεται να επανακαθορίσει την οντολογική του πεποίθηση, επειδή υπόρρητα προωθεί έναν στόχο βασισμένο στο αξίωμα “η πίστη στον Θεό δημιουργούσε κοινωνίες και κράτη που αναγκαστικά αποτύγχαναν στην ισονομία και στην δικαιοσύνη”.
Ο πλέον δραστήριος εκπρόσωπος της νεωτερικότητας, ο Θ. Νέγρης, ήδη πριν την Α΄ Εθνοσυνέλευση προβλέπει την αναζήτηση βασιλιά της Ελλάδος στην Χριστιανική Ευρώπη
Στην φράση όμως του Α. Μανιτάκη αξιοπρόσεκτο είναι και το -υπό μορφή διλήμματος- ερώτημα “ένας ή πολλοί είναι σωστότερο να κυβερνούν;”(βασιλιάς ή λαός;). Και μόνη η αναφορά “λαός” σε ένα τέτοιου επιπέδου ερώτημα, συνιστά έναν υπερμεγέθη πολιτικάντικο λαϊκισμό. Ήταν ανέκαθεν η κατάργηση της μοναρχίας ένα ζήτημα λαϊκισμού για την Δύση; Συμπυκνωνόταν στο πρόσωπο του μονάρχη μια αντιπαλότητα που έκρυβε έναν μη κατονομαζόμενο στόχο; Ακόμα κι ένα τόσο πλατύ ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με την βοήθεια της ιστορίας. Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με το δόγμα της Γαλλικής Επανάστασης και του κοσμικού διαφωτισμού. Ενώ η Παρισινή εξέγερση παρουσιάζεται ως μαζική, ταξική εξέγερση, η ιστορία δείχνει ότι προκλήθηκε από μια ελίτ αριστοκρατών-διανοουμένων, δικτυωμένων σε υπερεθνικές μυστικές εταιρείες. Επί πλέον, η κατάργηση της βασιλείας δεν υπήρχε καν στην ατζέντα του 18ου αιώνα, αλλά προέκυψε -όπως και η εξέγερση- ως αντίδραση στην δράση της αντίπαλης πλευράς. Δεν εξηγεί, δηλαδή, η ιστορία γιατί ο σκληρός πυρήνας της νεωτερικής διανόησης (Bentham, Voltaire, Diderot) μεταβάλλει ξαφνικά την άποψή του, παύοντας να καθοδηγεί την Αικατερίνη της Ρωσίας, τον Φρειδερίκο της Πρωσίας, τον Ιωσήφ της Αυστρίας και υποστηρίζοντας το σφαιριστήριο, το διευθυντήριο και την γκιλοτίνα. Γιατί έξαφνα αλλάζει η έννοια του φωτός; Πώς και δεν βρέθηκε ένας μη ρασοφόρος να περιγράψει την “τρίτη τάξη”; Ποια ήταν η σχέση της Γαλλικής Επανάστασης με την (προγενέστερη) Ελληνική; Πώς μετατράπηκε το κίνημα της πεφωτισμένης δεσποτείας σε πεφωτισμένη δημοκρατία και (πρόσκαιρα) σε αυτοκρατορικό κοσμικό κράτος; Γιατί ο Hegel και ο Κοραής εξυμνούν τον Ναπολέοντα; Πώς και γιατί προέκυψε ξαφνικά “ο λαός”, όταν το κίνημα της κοινωνικής μεταβολής ξεκίνησε και συνέχισε να κατευθύνεται “από πάνω”; Σταδιακά εμπεδώνεται μια πλασματική προϊστορία που κολακεύει και πείθει ευκολότερα τον άνθρωπο ότι η επόμενη εμφάνιση ενός ανάλογα “διάχυτου” αιτήματος προέρχεται επίσης από “λαϊκές δυνάμεις”, όπως και στο παρελθόν είχε γίνει. Κύρια συνιστώσα του θέματος είναι το “Σύνταγμα” (πρόσκαιρα και ο Αστικός ή Ναπολεόντειος Κώδικας) μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε ως σύνθημα, από κοινού -και σε αντιδιαστολή- με τον όρο “τυραννία”. Υπ’ αυτή την έννοια, κάθε τι “συνταγματικό” δεν μπορούσε να είναι “τυραννικό” και αντιστρόφως. Αυτό φώναζε σε περιόδους “αιχμής” μια ελίτ διανοουμένων της Δύσης, αυτό (ή κάποιο παραπλήσιο αίτημα) επαναλάμβανε ένας όχλος, μικρός ή μεγάλος, είτε κατευθυνόταν στην άδεια Βαστίλη, είτε κατά του Κάρολου Ι΄, του Καποδίστρια, του Όθωνα. Άρα, στην εμφάνισή του, το “λαϊκό αίτημα”, μόνο αυθόρμητο και λαϊκό δεν ήταν.
Σήμερα έχουμε την πολυτέλεια ενός διαλόγου, καθώς δεν βρισκόμαστε σε περίοδο κλασικής οχλοκρατίας και επειδή μια μερίδα νομικών-πολιτικών προσώπων αναλύουν το παρόν, κάνοντας πολιτικές προτάσεις για το μέλλον με πυξίδα την νομική-πολιτική παρακαταθήκη του Αριστόβουλου Μάνεση. Ως εδικοί, αλλά όχι μόνον, οι συνταγματολόγοι διαμορφώνουν έναν όμιλο προβληματισμού που έχει και χαρακτηριστικά ενός πολιτικού ρεύματος· ενός ρεύματος που αναλύει αδογμάτιστα και επιστημονικά κάτω όμως από το δόγμα του συνταγματισμού το οποίο κυρίως χτίζεται γύρω από την λαϊκή κυριαρχία. Γιατί δόγμα; Γιατί μη αποδείξιμη είναι η προβαλλόμενη υπεροχή της φύσης του· μια υπεροχή που στηρίζεται σε δυο χαρακτηρισμούς: σύγχρονοκαι προοδευτικό πολίτευμα. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί -συνδυαζόμενοι με την αξιωματική προ-απόρριψη του “αντίθετου” πολιτεύματος- συγκροτούν μια ψυχική κατάσταση που διαμορφώνει προσωπική προτίμηση. Δεν ορίζουν κάποια αντικειμενικά χαρακτηριστικά, αντίθετα, κεφαλαιοποιούν την ευκταία δυνατότητα του πολίτη να καθορίζει την Πολιτεία. Το ερώτημα “βασιλιάς ή λαός” δεν τίθεται για πρώτη φορά στην Γαλλία του 18ου αιώνα. Όμως, παραμένει ένα λαϊκιστικό ερώτημα που έχει πάντα ψυχολογικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα. Γι αυτό και στην Ελλάδα του 20ου αιώνα που προετοιμάζεται για την είσοδο στην Ε.Ο.Κ. τίθεται πάλι το στοχοποιητικό ερώτημα, μόνο και μόνο για να μεγεθύνει το δίλημμα “Συνταγματισμός υπό μονάρχη ή πρόεδρο;”. Το δίλημμα αυτό (που θα εκφράσει και ο Αρ. Μάνεσης) έχει τεθεί για να διαχωρίσει με πλασματικό τρόπο τις δυο τάσεις που αναπτύσσονται· υπέρ ή εναντίον της ενταξιακής ελληνικής πορείας σ’ έναν υπερκρατικό οργανισμό όπου συνυπάρχουν τόσο η μοναρχική, όσο και η προεδρευόμενη / προεδρική δημοκρατία. Θετικό είναι ότι ο όμιλος “Αριστόβουλος Μάνεσης” εμφανίζεται να ενδοσκοπεί και να διερευνά κάποιες ιστορικές αστοχίες των θέσεών του. Απέχει όμως μακράν ενός βαθύτερου προβληματισμού. Το ερώτημα “ένας ή πολλοί;” τείνει να προσπερνά την πράξη και να επικεντρώνεται στην θεωρία. Οι υποστηρικτές του το προβάλλουν ως ερώτημα αυτοματοποιημένου αποτελέσματος, ανεξάρτητου από άλλες παραμέτρους όπως ο έλεγχος του νομίσματος και ο δανεισμός. Σε τελική ανάλυση, το (ψυχολογικού τύπου) ερώτημα “ένας ή πολλοί;” αποτελεί ένα πρόσφατα διαψευσμένο ερώτημα στην Ελλάδα, εφόσον στην πρωθυπουργική δημοκρατία που επικρατεί από το 1974, και περισσότερο με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 1985 και 2001, ένας και μόνον ένας ασκεί πραγματική εξουσία. Ένας έχει το ακαταδίωκτο και το μοιράζεται με τους συνυπογράφοντες υπουργούς. Αυτό που γινόταν προσπάθεια να αλλάξει, αυτό που άλλαξε ως ένα βαθμό, είναι ότι ο ένας δεν εφαρμόζει τον νόμο που απορρέει από τον νόμο του Θεού. Εφαρμόζει τον νόμο των ανθρώπων εκείνων που μάχονται για να εκλείψει η πίστη όλων των ανθρώπων στον Θεό. Το ζήτημα είναι αν κι αυτός ο ένας (που εκλέγεται με λαϊκιστικά κριτήρια), μπορεί, αν θέλει, να λειτουργήσει ακώλυτα υπέρ της κοινωνίας με τα κριτήρια που η κοσμική διάσταση -καθ’ ομοίωση της χριστιανικής- θέτει. Αυτό θα το εξετάσουμε στην ιστορική του διάσταση στα δυο τελευταία κεφάλαια.
Η ιστορία του συνταγματισμού στην Ελλάδα
«Βυζάντιο» για την νεωτερική πλευρά σήμαινε «Τουρκία». Ο όρος «Βυζάντιο» δεν εμφανίζεται στα κείμενα της παραδοσιακής πλευράς (όπως και οι όροι «Ρωμηός, ρωμέϊκο»). Από την άλλη πλευρά, το πρώτο ελληνικό κράτος (η Επτάνησος Πολιτεία) και η σχέση του με την Επανάσταση απουσιάζει από την ιστορία
Το φαινόμενο μιας ελληνικής πολιτικής άποψης που στηρίζεται στον θεωρητικό συνταγματισμό (συνταγματολατρεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί), μοιάζει να έχει τις ρίζες στην Επίδαυρο (1822), στο Άστρος (1823) και στην Τροιζήνα (1827). Ως πολιτική άποψη είναι σεβαστή. Ως ιστορική διαπίστωση όμως τι βλέπουμε; Πού βρίσκεται η σχετική τεκμηρίωση; Κατηγορηματικά αρνούνται οι “συνταγματιστές” που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί, να διαπιστώσουν ότι στην περίοδο δημιουργίας του ελληνικού κράτους και ως το 1843 ο συνταγματισμός και το συνεπακόλουθο αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας είναι απόλυτα προσχηματικό. Τα πρόσωπα που τον επικαλούνται, δεν εμφανίζουν την πραγματική τους πρόθεση. Υποκρύπτεται μια αντίθεση με μια αντίπαλη πολιτική άποψη που επίσης δεν κατονομάζει και δεν κατονομάζεται. Μάλιστα, η αντίπαλη άποψη είναι επίσης “συνταγματική”, αλλά αυτό είτε αποσιωπήθηκε στην ιστορία, είτε δεν πρόλαβε να διαπιστωθεί. Οι “αντιστυνταγματικοί” του 21 έχουν πρωτοπορία και αποδεδειγμένη συνταγματική προϊστορία στα Επτάνησα (1800-07). Την περίοδο αυτή συμβαίνουν αρκετές συγκρούσεις και αλλαγές επί του συνταγματικού κειμένου. Επειδή όμως η ιστορία του πρώτου ελληνικού κράτους έχει σβηστεί από την κοινή θέα και έχει αποσυνδεθεί από το 1821, αντίστοιχα έχει υποβαθμιστεί και η συνταγματική του ιστορία. Στην περίοδο του 1824 οι Επτανήσιοι “συνταγματικοί” αναπτύσσουν δράση αντισυνταγματική που θα αποφέρει τα πρώτα αποτελέσματα στην Εθνοσυνέλευση του 1826 (αναστολή του Συντάγματος στην 2η Επίδαυρο) και περισσότερο καίρια το 1828 (έλευση Καποδίστρια). Την εμφάνιση ενός Συντάγματος από την “αντιστυνταγματική” πλευρά που θα περιέγραφε το επαναστατικό αποτέλεσμα και την προοπτική του ανολοκλήρωτου στόχου σταμάτησε η αναταραχή του 1830, οι ανταρσίες και η δολοφονία του 1831.
Η αντίθεση λοιπόν δεν βρίσκεται στην ταμπέλα, αλλά στην ουσία. Όχι στο Σύνταγμα, αλλά στον προσδιορισμό του Έλληνα. Όχι στο Σύνταγμα, αλλά στον αυτοχθονισμό και στην λαϊκή κυριαρχία που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για να προσδιορίσουν τον Έλληνα και το κράτος του. Όταν οι “συνταγματιστές” στερούνται το συγκεκριμένο Σύνταγμα (1828), αρχικά τηρούν στάση αναμονής και στη συνέχεια εμφανίζουν μια μειοψηφική αναταραχή ως λαϊκή απαίτηση. Για το πώς μια μειοψηφική -τότε- τάση μπορούσε να εμφανιστεί ως πλειοψηφούσα, θα πούμε δυο λόγια στη συνέχεια. Αντί να αναλύονται και να εξηγούνται όλα αυτά, επικρατεί από τότε μια επιλεκτική αναφορά των -ομολογουμένως- πολύπλοκων γεγονότων που παγιδεύει αμφότερες τις ιστορικές σχολές. Οι επιλεκτικές αναφορές και οι συνεπακόλουθες προβληματικές ερμηνείες επικεντρώνουν την στοιχειώδη πληροφόρηση, αλλά και την γνώση του 1821 πάνω σε ετικέτες, χαρακτηρισμούς, πομπώδεις εκφράσεις και αντιστροφές εννοιών. Έτσι, δεν γίνεται αντιληπτή η αιτία της διαμάχης μεταξύ δυο πλευρών. Η σύγκρουση γίνεται γύρω από το είδος του κράτους που θα χτιστεί, και η διαμάχη μεταξύ των δυο υπερεθνικών τάσεων δεν λήγει το 1832 ή στον 19ο αιώνα. Η σύγκρουση γύρω από τον πρώτο κρατισμό στηρίζεται σε μια σύγκρουση ταυτότητας και δικαιωμάτων. Ποιος έκανε την Επανάσταση, άρα, ποιος δικαιούται να ορίσει το πρώτο (ατελές) αποτέλεσμα. Οι τότε “συνταγματιστές” με δεδομένη την δυσεξήγητη έκρηξη του Φεβρουαρίου 1821 και την “παράδοξη” στάση της Ρωσίας και του οικουμενικού Πατριαρχείου προσπαθούν να θεμελιώσουν μια εκ των υστέρων Επαναστατική ταυτότητα, να ορίσουν, δηλαδή, το έθνος και να δημιουργήσουν ένα κράτος που θα ελέγχει την ταυτότητά του, άρα και τις εξελίξεις. Το ζήτημα, συνεπώς, ιστορικά ανάγεται στην απροσδιοριστία (πολυερμηνεία) της Ελληνικής Επανάστασης και στην επικράτηση αρκετών μονολεκτικών στερεότυπων που κάθε άλλο παρά περιγράφουν την ουσία. Μιλάμε για δεκάδες όρους και χαρακτηρισμούς προσώπων, αλλά κυρίως για τον όρο “εμφύλιος” που έρχεται να περιγράψει τηνσύγκρουση 1823-25. Όμως, αυτή η σύγκρουση απλώς κορυφώνεται το 1824, επανέρχεται στα μέσα του 1826, μόλις και μετά βίας αποφεύγεται η ρήξη με την “ενωτική” Τροιζήνα, επανακάμπτει το 1829, κορυφώνεται στο διάστημα 1831-32, επανεμφανίζεται το 1833-34 και για να μην τα πολυλογούμε, συνεχίζεται ως σήμερα, παρά την σημαντική τομή στην κρατική εξάρτηση που έγινε το 1864 (η τριμερής εγγύηση δημιουργίας του κράτους γίνεται ουσιαστικά βρετανική).
Εφόσον η αποσύνδεση του «Έλληνα» από την πίστη στον Χριστό ήταν αδύνατη, οι προσπάθειες των συνταγματιστών επικεντρώθηκαν στην αποσύνδεση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη και στην σύνδεση της εθνικότητας με τα κρατικά όρια και την ελληνική γλώσσα (Άστρος, 1823)
Η σύγκρουση δεν είναι άλλη από την σύγκρουση νεωτερικότητας-παράδοσης, η οποία έχει εμφανιστεί ήδη το 1818-20 στους κόλπους της μυστικής Εταιρείας που προετοιμάζει την δημιουργία ελληνικού κράτους. Μόλις την εντοπίσει κάποιος, εύκολα κατανοεί ότι ούτε το 1818 γεννήθηκε. Είναι μια αναμφισβήτητη και εύκολα αναγνωρίσιμη διάσταση, που, αν περιγραφεί στην ουσία της, τότε το θέμα “συνταγματισμός – λαϊκή κυριαρχία” θα διατυπωθεί κάπως έτσι: είναι χριστιανικό το ελληνικό έθνος ή όχι; Πρέπει να αποχριστιανιστεί το κράτος ή όχι; Είναι υπερεθνικό ζήτημα ο χριστιανισμός ή όχι; Μπορεί ένα “έθνος” να έχει υπερεθνικό χαρακτήρα ή όχι; Είναι “πρόοδος” το έθνος-κράτος έναντι του υπερέθνους-κράτους ή όχι; Ποια είναι η sine qua non θεμελιώδης αρχή η οποία θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά ενός κράτος που λέγεται “Ελλάς” στο εσωτερικό και “Γραικία” στο εξωτερικό; κλπ κλπ. Για την καλύτερη κατανόηση του βάθους και του πλάτους αυτής της διάστασης, αρκεί να ξεκαθαρίσει στοιχειωδώς το ιστορικό τοπίο 1750-1850 και να ενταχθεί η ελληνική Επανάσταση στο πλαίσιο που όντως ανήκει: ένα διεθνές γεγονός που αφορά σε σημαντικότατο βαθμό τις ανακατατάξεις στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτικό οικοδόμημα.
“Συνταγματισμός” και “Ελλάδα” είναι αλληλένδετες έννοιες. Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι κατά την προσπάθεια δημιουργίας του κράτους ο (όρος) “Έλληνας” δεν είναι καθολικά αποδεκτός, ο δε ορισμός του αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δυο πλευρών. Μη λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, δημιουργούνται προδιαθέσεις που στηρίζονται σε λάθος δεδομένα. Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις και προβληματική τοποθέτηση του λαϊκού πολιτεύματος.
Λαϊκή κυριαρχία και λαϊκισμός: σχέσεις περιστασιακές ή μόνιμες;
Ο Α. Μανιτάκης αρνείται να σχετίσει δομικά την λαϊκή κυριαρχία με τον λαϊκισμό. Εμφανίζει τον δεύτερο ως παρακμιακό-εκφυλιστικό-νοσηρό σύμπτωμα, οφειλόμενο σε συγκυριακούς παράγοντες και σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Σωστά εντοπίζει ο Α. Μανιτάκης την μετατροπή της λαϊκής κυριαρχίας σε ψηφοθηρική-πελατειακή σχέση βουλευτή και ψηφοφόρων, αυτή όμως την βλέπει ως ένα πρόσφατο παρακμιακό χαρακτηριστικό. Δεν συμφωνούμε. Ο πολιτικός λαϊκισμός δεν υπάρχει μόνον στις ακραίες εκφράσεις και στις καταφανείς κολακείες της μάζας (βλ. Αντρέα). Λαϊκισμός είναι κάθε συνειδητή ή μισοσυνειδητή πολιτική πράξη που οδηγεί στην διατήρηση (ανακύκλωση) μιας κακής κατάστασης με αλλαγή του περιτυλίγματος, μόνο και μόνο για να δοθεί μια επίφαση αλλαγής και για να εξαγοραστεί η εύνοια ή η ψήφος, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα ατομικά προνόμια του εκλεγμένου. Ο λαϊκισμός αποτελεί έναν αυτοματισμό που προέρχεται από την διαδικασία της ανταγωνιστικής ψήφου. Λαϊκισμό αποτελεί το πρόσχημα της “νωπής λαϊκής εντολής” ή του “σπουδαίου εθνικού θέματος” που επικαλείται μια κυβέρνηση για να δικαιολογήσει πρόωρες εκλογές σε ευνοϊκή γι’ αυτήν στιγμή. Λαϊκισμός είναι η πάγια αντίδραση της αντιπολίτευσης σε κάθε κυβερνητική απόφαση· είναι το “εμείς…-εσείς…” που εκατέρωθεν εκτοξεύεται υπό μορφήν αυτοεπαίνου ή μομφής σε οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Λαϊκισμός είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στα 17. Λαϊκισμός είναι και η κυβερνητική απόφαση “μειώνω τις εξετάσεις του Γυμνασίου για να αυξηθεί ο χρόνος διδασκαλίας και να μειωθεί το άγχος”. Δεν είναι περιστασιακή παρενέργεια της λαϊκής κυριαρχίας ο λαϊκισμός. Είναι εγγενής παρενέργεια που ποικίλει σε ένταση, ύφος και τομέα. Εφόσον το πολίτευμα είναι δημοκρατικό (λαϊκό), ο λαϊκισμός είναι δομικό του στοιχείο (ενυπάρχουσα αδυναμία), αφού η επιλογή των λαϊκών αντιπροσώπων δεν γίνεται με κλήρωση, αλλά με ψηφοφορία. Ο ανταγωνισμός για την ψήφο προκαλεί την πλειοδοσία σε επίπεδο κομμάτων ή προσώπων και η δημοκρατία δεν μπορεί να αποκλείσει ένα πρόσωπο που συνειδητά ψεύδεται και παραπλανά, ούτε να προβλέψει διαδικασία μετεκλογικής έκπτωσης της κυβέρνησης που κάνει τα αντίθετα από εκείνα που προεκλογικά διακήρυξε. Στο σημείο αυτό ο Α. Μανιτάκης κάνει μια λογική παρατήρηση για την σχέση που έχει η τήρηση του προεκλογικού προγράμματος και η υπηρέτηση του κοινού καλού. Υποστηρίζει την δυνατότητα του κυβερνώντος να αναπροσαρμόσει την πολιτική του, χωρίς να καταστεί υπόλογος πολιτικής εξαπάτησης. Ωστόσο, η παρατήρηση μένει περιορισμένη (ίσως και επιλεκτική). Ο συνταγματολόγος κλείνει τα μάτια στην δομική αδυναμία της ψήφου, την παρακάμπτει και επιστρέφει στην πανάκεια της λαϊκής κυριαρχίας και στην εσωτερική ευχή (;) να εκφράσει ο ψηφοφόρος την προτίμησή του χωρίς ιδιοτελή κριτήρια. Η αδυναμία του μέσου ψηφοφόρου να γνωρίζει διπλωματικά ή τεχνικά οικονομικά ζητήματα τον οδηγεί στο να κρίνει ενστικτωδώς τα πρόσωπα. Αναγκαστικά, το βασικό κριτήριο επιλογής της ψήφου είναι η προσωπική του ωφέλεια, κάτι που ενισχύεται ποικιλοτρόπως από τους υποψήφιους. Σε βαθύτερη ανάλυση, η λαϊκή κυριαρχία είναι εκείνη η έννοια η οποία, λανθασμένα, θεωρείται πανάκεια, για τρεις λόγους:
Ο ψηφοφόρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι του κομματάρχη, αγνοώντας στοιχεία που ο τελευταίος μπορεί να αποκρύπτει ή να τα παραλλάσσει σκόπιμα, ισχυριζόμενος εκ των υστέρων ό,τι τον βολεύει.
Ο ψηφοφόρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι του κομματάρχη, επειδή η ψήφος του είναι εύκολα ανταλλάξιμη ή εξαγοράσιμη.
Η πλειοψηφία και η αλήθεια (ή ο νόμος) είναι έννοιες που εσφαλμένα μπορεί να ταυτιστούν, καθώς η πρώτη έρχεται -ψυχολογικά- να νομιμοποιήσει την δεύτερη.
Η έννοια της ανταποδοτικής δημοκρατίας λειτουργεί και σε άλλους τομείς της πολιτικής ζωής, το ίδιο ή περισσότερο σοβαρούς. Κατά την ψήφιση των νόμων οι αντιπρόσωποι του λαού έχουν να επιλέξουν μεταξύ κομματικής πειθαρχίας και ψήφου κατά συνείδηση, όπου “πειθαρχία” είναι η ευπρεπής ονομασία του εκβιαστικού διλήμματος που εξαγοράζει την συνείδηση και μετατρέπει τον αντιπρόσωπο του λαού σε αντιπρόσωπο του εαυτού του. Αντίστοιχα λειτουργεί η εκλογή αρχηγού κόμματος που γίνεται είτε από κομματικά συνέδρια, είτε από τις κοινοβουλευτικές ομάδες.
Η πολιτική ευθύνη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία
Ενώ η δημοκρατία επικρατεί ως το πολίτευμα στο οποίο ο κυβερνώμενος νομιμοποιεί τον κυβερνήτη, ζούμε τελευταία το φαινόμενο η δημοκρατία να γίνεται το πολίτευμα στο οποίο νομικά απενοχοποιείται ο κυβερνήτης, ενώ ενοχοποιείται ο κυβερνώμενος επειδή επέλεξε “λάθος” πρόσωπο, “λάθος” κόμμα ή είχε “λάθος” αίτημα ατομικής συναλλαγής με τον κυβερνήτη. Το σημείο αυτό το επισημαίνουμε, επειδή γνωστή είναι η παραπλανητικά χυδαία φράση “τα φάγαμε όλοι μαζί”, αλλά και η διακριτική -παρόμοια επί της ουσίας- δημόσια τοποθέτηση του Α. Μανιτάκη που πολλαπλασιάζει την ευθύνη του κυβερνωμένου, φέρνοντάς την στο ίδιο επίπεδο με αυτήν του κυβερνώντος. Στην ακραία του μορφή -για να γίνει περισσότερο κατανοητό- το νομικό σύστημα μιας αστικής-φιλελεύθερης δημοκρατίας θεωρεί “επενδυτή” μιας Τράπεζας τον καταθέτη της, καθιστώντας τον συνυπεύθυνο για τα επισφαλή δάνεια (επιεικής όρος) και τις αποφάσεις της Διοίκησης. Έτσι νομιμοποιείται η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων με βάση το σκεπτικό ότι ο καταθέτης συνειδητά ανέλαβε ρίσκο, όταν τοποθέτησε τα χρήματά του σ’ έναν αποταμιευτικό λογαριασμό μιας Τράπεζας!
Ως εδώ μιλήσαμε για γνωστές αδυναμίες της λαϊκής κυριαρχίας που είναι σοβαρές, αλλά και αντιμετωπίσιμες. Το κρισιμότερο ζήτημα τίθεται, όταν διαγνωστεί μια σταθερά υποκριτική συμπεριφορά της πηγής απ’ όπου αναβλύζει η έννοια “λαϊκή κυριαρχία” και μια αθέατη, αλλά εξίσου σταθερή, εξωθεσμική εξάρτηση των δημοκρατικών θεσμών όπως αυτοί θεμελιώθηκαν στην Δύση. Στην περίπτωση αυτή καταρρέει σχεδόν το επιχείρημα του “ένοχου / υπεύθυνου ψηφοφόρου”. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στην αρχή της προσπάθειας για επιβολή “λαϊκής κυριαρχίας” στην Ελλάδα, ενώ το κρατικό ζήτημα δεν είχε διευθετηθεί και επρόκειτο να εκλεγούν οι αντιπρόσωποι της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, ο αρχηγός του κράτους έκανε προσπάθειες για να προστατέψει τον ανίδεο ή αδύναμο (χωρίς περιουσία) ψηφοφόρο από την παγίδα παραπλάνησης ή την εξαγορά, ανάλογη μ’ αυτήν που νωρίτερα είχε στηθεί εις βάρος του.
Ανατρέχοντας και πάλι στις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους
Είναι σύμπτωμα του 20ου αιώνα και της μεταπολίτευσης η δημοκρατική έκπτωση που ο Α. Μανιτάκης περιγράφει με τους όρους δικομματισμός, αθέμιτες σχέσεις ΜΜΕ, πολιτικής εξουσίας και εργολάβων, πελατειακό και φαυλοκρατικό κράτος, σκάνδαλα διαφθοράς, ταύτιση κυβέρνησης και κόμματος, κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικό- κομματικές ελίτ; Αν πάμε στο 1844 και -ακόμα χειρότερα- στο 1824 τι θα βρούμε; Στην πρώτη περίπτωση θα βρούμε ατέρμονες συζητήσεις στην Βουλή για την εγκυρότητα ή μη των ψήφων που περιέχονται στις αποσφραγισμένες και επί μήνες περιφερόμενες κάλπες. Μικρό το κακό, σχετικά, αν συνυπολογίσουμε ότι το αίτημα Συντάγματος του 1843 στηρίχθηκε σε μια “λαϊκή” δυσαρέσκεια απέναντι στον Όθωνα· και η δυσαρέσκεια προήλθε από την σκόπιμη οικονομική ασφυξία που προκάλεσε η μη καταβολή της τρίτης δόσης του τριμερούς δανείου του 1833 που δεν δόθηκε το 1828-29. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε την έναρξη ενός “εμφύλιου” που έχει ως αφορμή την ανάδειξη νέας κυβέρνησης, η οποία και θα παραλάβει το α΄ δάνειο του Λονδίνου. Αυτός που δανειοδοτεί την Επανάσταση, ουσιαστικά χρηματοδοτεί την μια από τις δυο απόψεις για τον επαναστατικό στόχο, συνεπώς χρηματοδοτεί και δημιουργεί την σύγκρουση. Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής του δανείου αποτελεί τον θεσμικό πάτρονα των ελληνικών συνταγμάτων της “εθνικής ανεξαρτησίας” και τον χρηματοδότη τριών εφημερίδων.
Συμπερασματικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα της στρεβλωτικής εικόνας που αναπτύσσουν ορισμένοι “συνταγματιστές” έγκειται στην αποσιώπηση ή και στην αντιστροφή όσων φαινομένων εμφανίζονται με το θεσμικό “καλημέρα” του 1822 στο υπό ίδρυση κράτος. Ενδεικτικά, αναφέρουμε μερικά συνταγματικά / νομικά θέματα:
Εμφανίζεται ο “αυτοχθονισμός” ως “γραικική” κρατική προοπτική εθνικής συρρίκνωσης και δύναμη αντίρροπη προς την υπερεθνική “ελληνική” διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη;
Είναι νόμιμη η έκπτωση του προσωρινού προέδρου της κυβέρνησης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και των μελών Σωτήρη Χαραλάμπη και Ανδρέα Μεταξά που αποφάσισε τμήμα της Βουλής;
Είναι νόμιμη η ανάδειξη του Γ. Κουντουριώτη ως προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης και η συνεπακόλουθη παραλαβή-διαχείριση του δανείου;
Ιδρύει πελατειακό κράτος πριν από το κράτος η διαχείριση του α΄ δανείου;
Εμφανίζουν οι βρετανοί βουλευτές που μετέχουν στην Επιτροπή του Λονδίνου εικόνα δημοκρατικής κερδοσκοπικής επιχείρησης που προτρέπει άμεσα την ελληνική προσωρινή κυβέρνηση να χτίσει ένα πελατειακό κράτος ημετέρων;
Είναι απόλυτα συνδεδεμένα τα “βρετανικά δάνεια” με τους συνταγματικούς θεσμούς του “ανεξάρτητου” εθνικού κράτους, την κοινοβουλευτική μοναρχία και την έκδοση εφημερίδων στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια των “εμφυλίων”;
Είναι παραβίαση του Συντάγματος του Άστρους η προτροπή της Επιτροπής του Λονδίνου (και μερικής του συντάκτριας) για πενταπλάσια “θητεία” του Γ. Κουντουριώτη;
Είναι δημοκρατική κατάκτηση η κυβερνητική επικήρυξη “ανταρτών” που αργότερα θα αμνηστευτούν ως πολιτικοί κρατούμενοι / διωκόμενοι;
Είναι δικαστική ή διοικητική-παραταξιακή η απόφαση του “κριτηρίου” που συνεδριάζει στο Αιτωλικό κατά του Καραϊσκάκη;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Πώς ερμηνεύεται η προκαταβολική (πριν τη δίκη) δημοσίευση της ενοχής του Καραϊσκάκη από τον κυβερνητικό τύπο; Πώς εξηγείται η προσπάθεια δολοφονίας του αμέσως μετά την καταδίκη (εξορία) του;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Πώς ερμηνεύεται η δολοφονία του Ανδρούτσου; Πώς ερμηνεύεται ο έπαινος, η προτροπή και η εκβιαστική εκζήτηση των πολιτικών δολοφονιών από το Λονδίνο όπως τις μεταφέρουν οι Έλληνες διαπραγματευτές των δανείων;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Διαπιστώνεται η λειτουργία κράτους δικαίου επί Καποδίστρια;
Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύεται από ερωτήματα όπως αυτά, είναι κατά πόσον η επίκληση του “σύγχρονου και προοδευτικού” πολιτεύματος συμβάδιζε με την εξαγορά συνειδήσεων και δημιουργία κράτους ημετέρων όπου οι νόμοι έχουν επιλεκτική εφαρμογή και η δικαιοσύνη κακοποιείται συστηματικά. Κάτι τέτοιο όχι μόνον συνέβαινε, αλλά υπάρχουν και αποδείξεις της συνειδητής στόχευσης προς αυτή την κατεύθυνση. Ο λεγόμενος “γενικός και απρόσωπος κανόνας δικαίου” που συνιστά τον “οργανικό νόμο” στην Επίδαυρο και στο Άστρος, στην πράξη λειτουργεί με κριτήρια αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας, ωμής συκοφαντίας και εξαγοράς συνειδήσεων. Και μόνον η είδηση της προβλεπόμενης σύναψης δανείου είναι αρκετή για να δημιουργήσει το στρατόπεδο των μελλοντικώς μισθοδοτούμενων υπαλλήλων μιας πολιτικής παράταξης και όχι της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης. Η πολιτική αυτή παράταξη, που αποτελεί την εκλεκτή του Λονδίνου, χρίζεται κυβέρνηση από τμήμα της Βουλής, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Το Σύνταγμα του Άστρους παραβιάζεται, κάτι που φαίνεται και από το κατηγορητήριο βάσει του οποίου οι βουλευτές αποφασίζουν την αντικατάσταση τριών μελών της κυβέρνησης. Οι έμμισθοι υπάλληλοι του Λονδίνου καταδιώκουν ως “παραβάτες της νομιμότητας και αντάρτες της νόμιμης κυβέρνησης Κουντουριώτη” όσους δεν υποτάσσονται σ’ αυτήν. Έμμισθη σχέση με το δάνειο του Λονδίνου έχουν και οι βουλευτές που ρίχνουν την κυβέρνηση Πετρόμπεη. Πέρα από τη σειρά των γεγονότων που δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση, υπάρχει και μια βασική καταγγελία που μιλάει για “φθορά παραστατών” (χρηματισμό βουλευτών) η οποία προφανώς γίνεται από την προκαταβολή του Byron. Ποια είναι η πηγή απ’ όπου αναβλύζει αυτή η εφαρμοζόμενη πρακτική στον επαναστατημένο χώρο;
J.Bentham: Υπεράσπιση της τοκογλυφίας (1788)
Ο Άγγλος Ιερεμίας Μπένθαμ εκτός από μέντορας του Κοραή, κριτής του Συντάγματος, πνευματικός ηγέτης του Τύπου (Μεσολόγγι, Αθήνα, Ύδρα), είναι και ο ιδεολογικός αρχηγός της Επιτροπής του Λονδίνου που δανειοδοτεί και νομιμοποιεί δια του έμμεσου χρηματισμού την έκνομη κυβέρνηση Κουντουριώτη. Η Επιτροπή αυτή δεν κερδοσκοπεί απλώς εις βάρος της ελληνικής Επανάστασης. Εκτρέπει την Επανάσταση και χτίζει το κράτος των ημετέρων, το οποίο χρησιμοποιεί για την φυσική εξόντωση των ηγετών της αντίπαλης πλευράς. Ο Μπένθαμ (επίτιμος Γάλλος πολίτης για την προσφορά του στην Γαλλική Επανάσταση) είναι ο νομικός που κερδοσκοπεί και προσωπικά από τα χρήματα του δανείου, ενός δανείου που αντλείται από το χρηματιστήριο, προκειμένου οι χειραγωγημένες τιμές να αποτελούν μοχλό πίεσης στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, ώστε να μην διστάζει στην εξόντωση εκείνων που πίεσαν για να ξεκινήσει η Επανάσταση και να εξελιχθεί σε επιτυχία μεγαλύτερη του αναμενομένου (ουσιαστικά, της Φιλικής Εταιρείας). Αυτός λοιπόν που το 1824 και το 1844 προβάλλεται στον ελληνικό χώρο ως ο “περίφημος νομολόγος”, του οποίου η γνώμη -και για το πιο δευτερεύον θέμα- πρέπει να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητη σοφία, είναι ο ίδιος που ζητά να παραταθεί η προεδρία του Κουντουριώτη, είναι ο ίδιος που ζητά να δημοσιεύονται στον “δικό του” ελληνικό Τύπο (Meyer, Chiappe , Ψύλλας) τα πολιτικά εγκλήματα και οι αποφάσεις. Είναι και ο ηθικός συναυτουργός μιας σειράς δολοφονιών, μηδέ του Byron εξαιρουμένου, εφόσον ο τελευταίος είχε το θράσος να αμφισβητήσει τις εντολές που λάμβανε και να αποφασίσει κατά συνείδηση ποια πρόσωπα και πολιτικές θα υποστηρίξει στην Επανάσταση.
Στο πρόσωπο του Μπένθαμ διασταυρώνονται οι ιδιώτες δανειστές, το χρηματιστήριο, το Σύνταγμα και ο Τύπος της νεωτερικότητας. Το προοδευτικό κράτος δικαίου που προτείνει είναι το κράτος του κοινωνικού ωφελιμισμού, δηλαδή, στην πράξη, το κράτος του ατομικού ωφελιμισμού, το κράτος με την κοινωνία του διαιρεμένη σε τόσα κομμάτια, όσα και τα πρόσωπά της. Στο πακέτο αυτό προστίθεται και ο έλεγχος του νομίσματος μέσω μιας ιδιωτικής κεντρικής Τράπεζας, οπότε το κράτος που απολαμβάνει μια νεωτερική ελευθερία και ανεξαρτησία, είναι αυτό στο οποίο ο πολίτης έχει σχεδόν μηδενικά περιθώρια παρέμβασης στην λήψη σημαντικών αποφάσεων, είναι αυτό πουεξαρτάται από τις διαθέσεις του δανειστή και νομισματοκόπου του. Ο Bentham αναπτύσσει μια πρώιμη θεωρία του υλισμού. Στις αρχές του και στις πράξεις του διασταυρώνονται ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός της εποχής, συνεπώς το πρόσωπό του (αλλά και ολόκληρη η London Greek Committee) αποτελεί μια ευκαιρία μελέτης του κατά πόσον η κομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιπροσωπεύεται από δυο “αντίθετες” δυνάμεις.
Για να μην τα πολυλογούμε, αυτοί που συστηματικά περιφρονούσαν και παραβίαζαν το Σύνταγμα ήταν αυτοί που προβάλλονται στην ιστορία ως “συνταγματιστές, εκσυγχρονιστές, προοδευτικοί”. Ήταν αυτοί που το χρησιμοποιούσαν ως λαϊκιστικό σύνθημα εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων και αυτοί που δεν άντεχαν να το εφαρμόσουν, στο βαθμό που περιείχε διατάξεις με τις οποίες καμία διαφωνία δεν θα είχαν οι “αντισυνταγματικοί”.
Ιστορικές διαπραγματεύσεις της νομικής συγκρότησης και των πολιτικών ελευθεριών της Ελλάδας όπως του Αρ. Μάνεση ή του Αντ. Μανιτάκη στηρίζονται σε ελλειπτικές και προκατειλημμένες θεωρήσεις των ιστορικών γεγονότων. Στηριζόμενοι σε δίπολα συναισθηματικού περιεχομένου όπως “βασιλιάς-λαός”, αποσιωπούν ακόμα και το γεγονός ότι από το πρώτο έτος της Επανάστασης η νεωτερική πλευρά “αναζητά” μονάρχη σε πρόσωπα ιεραρχικά προκαθορισμένα εντός των μυστικών οργανώσεων οι οποίες κινούν επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση των λονδρέζικων δανείων που συνοδεύεται από προτάσεις για ανάληψη του ελληνικού βασιλείου από τον Ευγένιο Μποαρνέ (γιο της Ιωσηφίνας), τον Λεοπόλδο του Σάξ-Κόμπουργκ-Γκόθα ή τον Δούκα του Σάσεξ.
Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Αν τα πράγματα είναι όντως έτσι, γιατί παραμένουν άγνωστα για το ευρύ κοινό; Το ερώτημα αφορά στους ιστορικούς και ιδιαίτερα τους πανεπιστημιακούς, μόνον που οι ίδιοι αδυνατούν να το απαντήσουν. Α) διότι δεν διαπιστώνεται κενό. Το ιστορικό κενό έχει καλυφθεί με παραπλανητική ή αντίστροφη ερμηνεία, λ.χ. ο “εμφύλιος” δεν ερμηνεύεται απλώς λανθασμένα, ονομάζεται και με τρόπο που υπονοεί μια κεντρική, αναπόδεικτη θέση της Επανάστασης (Ελληνόφωνη), άρα οδηγεί εύκολα στην αποδοχή άλλων λανθασμένων ερμηνειών. Την ίδια, λανθασμένη οπτική υπηρετεί ο όρος “ξένες, μεγάλες δυνάμεις”. Β) Επειδή η προδιάθεση της σημερινής ιδεολογικής συγκρότησης έρχεται να δει αναχρονιστικά τα συμβαίνοντα του 1800. Ο αναχρονισμός είναι το κοινό στοιχείο στις περισσότερες πραγματεύσεις του 20ου αιώνα, καθόσον το θέμα του 21 δεν έχει λήξει, άρα δεν το βλέπουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, αλλά ως συμμετέχοντες στην εξέλιξή του. Βλέπουμε τον πυρήνα του, επηρεασμένοι από την τροχιά που διεξάγουμε γύρω απ’ αυτόν. Ο αναχρονισμός οδηγεί σε εφησυχασμό έναντι των ελλιπέστατων ιστορικών στοιχείων και υποτίμηση όλων των τεκμηρίων που παραπέμπουν σε ανατροπή του προβληματικού οικοδομήματος. Εκεί, μάλλον, πρέπει να αναζητηθεί η σχέση του επηρεασμού – ανατροφοδότησης μεταξύ της νομικής επιστήμης και της πολιτικής θέσης που αναφέραμε στην αρχή. Ο νεωτερικός προκαθορισμός του “αντικειμενικά δίκαιου” στρώνει τον δρόμο για την μεταγωγή της ιστορίας από το πραγματικό στο επιθυμητό. Η ακούσια αναγωγή της επιθυμητής ιστορίας σε πραγματικό γεγονός, ενδυναμώνει την πεποίθηση της επιστημονικής ορθότητας για ζητήματα όπως η “λαϊκή κυριαρχία”.
Ο συνταγματισμός ως πολιτική θεώρηση συνίσταται στον δογματικό αυτοματισμό· στην προτεραιότητα του τύπου έναντι της ουσίας. Δεν ενδιαφέρει η πολιτική που ασκείται, αλλά η ύπαρξη λαϊκής κυριαρχίας. Δεν ενδιαφέρει η δικαιοσύνη που εφαρμόζεται, επειδή θεωρείται πως ελλείψει ενός “συντάγματος” με “λαϊκή κυριαρχία” αποκλείεται να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη και η εξουσία να ασκείται υπέρ των πολλών. Φαίνεται πως η στενοκέφαλη αυτή αντίληψη επικρατεί, όταν έχει προηγηθεί η σχηματοποίηση του “εχθρού”. Πρώτα επικρατούν οι ποικίλες διαδόσεις που ερμηνεύουν την ανελευθερία και την ανισότητα, στην συνέχεια εμφανίζεται η “λύση” του ψευδώς τοποθετημένου προβλήματος. Αυτή η διαδοχή εμφανίζεται σ’ ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής ιστορίας από την “λαϊκή” Επανάσταση και τον “αυταρχικό” Καποδίστρια μέχρι τον “δημοκράτη-εθνάρχη” Κ. Καραμανλή που (χωρίς λαϊκή ετυμηγορία) βάζει την Ελλάδα στην Ε.Ο.Κ., λέγοντας ότι έτσι εξασφαλίζεται “η πλήρης εθνική ανεξαρτησία, η ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, η ισοδύναμη ψήφος στην Ευρώπη των ισχυρών”. Ο συνταγματισμός ως πολιτική πρόταση διαρκείας εμπεδώνεται από ορισμένες πρώιμες, αποσπασματικές εξιστορήσεις της Επανάστασης ως τους πιο πρόσφατους ιστορικοπολιτικούς ακαδημαϊσμούς που επεκτείνουν την λανθασμένη θέαση του παρελθόντος. Οι προκατειλημμένες διαπραγματεύσεις όπως του J. Petropulos και του Ν. Διαμαντούρου κολακεύουν και παραπλανούν, αφού διαπραγματεύονται τα επιμέρους ζητήματα μέσω ψυχολογίας και όχι μέσω επιστημονικών κριτηρίων. Οι -αντίστοιχα προκατειλημμένες- διαπραγματεύσεις της νομικής ιστορίας όπως του Α. Μανιτάκη στηρίζονται και στηρίζουν την εξελικτική θεωρία των πολιτευμάτων, που περιέχει λάθη, όπως η αντίστοιχη δαρβινική θεωρία των ειδών.
Πηγή
Tromaktiko
Ο Α. Μανιτάκης είναι ιδιαίτερα ειλικρινής
Ο πλέον δραστήριος εκπρόσωπος της νεωτερικότητας, ο Θ. Νέγρης, ήδη πριν την Α΄ Εθνοσυνέλευση προβλέπει την αναζήτηση βασιλιά της Ελλάδος στην Χριστιανική Ευρώπη
Στην φράση όμως του Α. Μανιτάκη αξιοπρόσεκτο είναι και το -υπό μορφή διλήμματος- ερώτημα “ένας ή πολλοί είναι σωστότερο να κυβερνούν;”(βασιλιάς ή λαός;). Και μόνη η αναφορά “λαός” σε ένα τέτοιου επιπέδου ερώτημα, συνιστά έναν υπερμεγέθη πολιτικάντικο λαϊκισμό. Ήταν ανέκαθεν η κατάργηση της μοναρχίας ένα ζήτημα λαϊκισμού για την Δύση; Συμπυκνωνόταν στο πρόσωπο του μονάρχη μια αντιπαλότητα που έκρυβε έναν μη κατονομαζόμενο στόχο; Ακόμα κι ένα τόσο πλατύ ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με την βοήθεια της ιστορίας. Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με το δόγμα της Γαλλικής Επανάστασης και του κοσμικού διαφωτισμού. Ενώ η Παρισινή εξέγερση παρουσιάζεται ως μαζική, ταξική εξέγερση, η ιστορία δείχνει ότι προκλήθηκε από μια ελίτ αριστοκρατών-διανοουμένων, δικτυωμένων σε υπερεθνικές μυστικές εταιρείες. Επί πλέον, η κατάργηση της βασιλείας δεν υπήρχε καν στην ατζέντα του 18ου αιώνα, αλλά προέκυψε -όπως και η εξέγερση- ως αντίδραση στην δράση της αντίπαλης πλευράς. Δεν εξηγεί, δηλαδή, η ιστορία γιατί ο σκληρός πυρήνας της νεωτερικής διανόησης (Bentham, Voltaire, Diderot) μεταβάλλει ξαφνικά την άποψή του, παύοντας να καθοδηγεί την Αικατερίνη της Ρωσίας, τον Φρειδερίκο της Πρωσίας, τον Ιωσήφ της Αυστρίας και υποστηρίζοντας το σφαιριστήριο, το διευθυντήριο και την γκιλοτίνα. Γιατί έξαφνα αλλάζει η έννοια του φωτός; Πώς και δεν βρέθηκε ένας μη ρασοφόρος να περιγράψει την “τρίτη τάξη”; Ποια ήταν η σχέση της Γαλλικής Επανάστασης με την (προγενέστερη) Ελληνική; Πώς μετατράπηκε το κίνημα της πεφωτισμένης δεσποτείας σε πεφωτισμένη δημοκρατία και (πρόσκαιρα) σε αυτοκρατορικό κοσμικό κράτος; Γιατί ο Hegel και ο Κοραής εξυμνούν τον Ναπολέοντα; Πώς και γιατί προέκυψε ξαφνικά “ο λαός”, όταν το κίνημα της κοινωνικής μεταβολής ξεκίνησε και συνέχισε να κατευθύνεται “από πάνω”; Σταδιακά εμπεδώνεται μια πλασματική προϊστορία που κολακεύει και πείθει ευκολότερα τον άνθρωπο ότι η επόμενη εμφάνιση ενός ανάλογα “διάχυτου” αιτήματος προέρχεται επίσης από “λαϊκές δυνάμεις”, όπως και στο παρελθόν είχε γίνει. Κύρια συνιστώσα του θέματος είναι το “Σύνταγμα” (πρόσκαιρα και ο Αστικός ή Ναπολεόντειος Κώδικας) μια λέξη που χρησιμοποιήθηκε ως σύνθημα, από κοινού -και σε αντιδιαστολή- με τον όρο “τυραννία”. Υπ’ αυτή την έννοια, κάθε τι “συνταγματικό” δεν μπορούσε να είναι “τυραννικό” και αντιστρόφως. Αυτό φώναζε σε περιόδους “αιχμής” μια ελίτ διανοουμένων της Δύσης, αυτό (ή κάποιο παραπλήσιο αίτημα) επαναλάμβανε ένας όχλος, μικρός ή μεγάλος, είτε κατευθυνόταν στην άδεια Βαστίλη, είτε κατά του Κάρολου Ι΄, του Καποδίστρια, του Όθωνα. Άρα, στην εμφάνισή του, το “λαϊκό αίτημα”, μόνο αυθόρμητο και λαϊκό δεν ήταν.
Σήμερα έχουμε την πολυτέλεια ενός διαλόγου, καθώς δεν βρισκόμαστε σε περίοδο κλασικής οχλοκρατίας και επειδή μια μερίδα νομικών-πολιτικών προσώπων αναλύουν το παρόν, κάνοντας πολιτικές προτάσεις για το μέλλον με πυξίδα την νομική-πολιτική παρακαταθήκη του Αριστόβουλου Μάνεση. Ως εδικοί, αλλά όχι μόνον, οι συνταγματολόγοι διαμορφώνουν έναν όμιλο προβληματισμού που έχει και χαρακτηριστικά ενός πολιτικού ρεύματος· ενός ρεύματος που αναλύει αδογμάτιστα και επιστημονικά κάτω όμως από το δόγμα του συνταγματισμού το οποίο κυρίως χτίζεται γύρω από την λαϊκή κυριαρχία. Γιατί δόγμα; Γιατί μη αποδείξιμη είναι η προβαλλόμενη υπεροχή της φύσης του· μια υπεροχή που στηρίζεται σε δυο χαρακτηρισμούς: σύγχρονοκαι προοδευτικό πολίτευμα. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί -συνδυαζόμενοι με την αξιωματική προ-απόρριψη του “αντίθετου” πολιτεύματος- συγκροτούν μια ψυχική κατάσταση που διαμορφώνει προσωπική προτίμηση. Δεν ορίζουν κάποια αντικειμενικά χαρακτηριστικά, αντίθετα, κεφαλαιοποιούν την ευκταία δυνατότητα του πολίτη να καθορίζει την Πολιτεία. Το ερώτημα “βασιλιάς ή λαός” δεν τίθεται για πρώτη φορά στην Γαλλία του 18ου αιώνα. Όμως, παραμένει ένα λαϊκιστικό ερώτημα που έχει πάντα ψυχολογικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα. Γι αυτό και στην Ελλάδα του 20ου αιώνα που προετοιμάζεται για την είσοδο στην Ε.Ο.Κ. τίθεται πάλι το στοχοποιητικό ερώτημα, μόνο και μόνο για να μεγεθύνει το δίλημμα “Συνταγματισμός υπό μονάρχη ή πρόεδρο;”. Το δίλημμα αυτό (που θα εκφράσει και ο Αρ. Μάνεσης) έχει τεθεί για να διαχωρίσει με πλασματικό τρόπο τις δυο τάσεις που αναπτύσσονται· υπέρ ή εναντίον της ενταξιακής ελληνικής πορείας σ’ έναν υπερκρατικό οργανισμό όπου συνυπάρχουν τόσο η μοναρχική, όσο και η προεδρευόμενη / προεδρική δημοκρατία. Θετικό είναι ότι ο όμιλος “Αριστόβουλος Μάνεσης” εμφανίζεται να ενδοσκοπεί και να διερευνά κάποιες ιστορικές αστοχίες των θέσεών του. Απέχει όμως μακράν ενός βαθύτερου προβληματισμού. Το ερώτημα “ένας ή πολλοί;” τείνει να προσπερνά την πράξη και να επικεντρώνεται στην θεωρία. Οι υποστηρικτές του το προβάλλουν ως ερώτημα αυτοματοποιημένου αποτελέσματος, ανεξάρτητου από άλλες παραμέτρους όπως ο έλεγχος του νομίσματος και ο δανεισμός. Σε τελική ανάλυση, το (ψυχολογικού τύπου) ερώτημα “ένας ή πολλοί;” αποτελεί ένα πρόσφατα διαψευσμένο ερώτημα στην Ελλάδα, εφόσον στην πρωθυπουργική δημοκρατία που επικρατεί από το 1974, και περισσότερο με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις του 1985 και 2001, ένας και μόνον ένας ασκεί πραγματική εξουσία. Ένας έχει το ακαταδίωκτο και το μοιράζεται με τους συνυπογράφοντες υπουργούς. Αυτό που γινόταν προσπάθεια να αλλάξει, αυτό που άλλαξε ως ένα βαθμό, είναι ότι ο ένας δεν εφαρμόζει τον νόμο που απορρέει από τον νόμο του Θεού. Εφαρμόζει τον νόμο των ανθρώπων εκείνων που μάχονται για να εκλείψει η πίστη όλων των ανθρώπων στον Θεό. Το ζήτημα είναι αν κι αυτός ο ένας (που εκλέγεται με λαϊκιστικά κριτήρια), μπορεί, αν θέλει, να λειτουργήσει ακώλυτα υπέρ της κοινωνίας με τα κριτήρια που η κοσμική διάσταση -καθ’ ομοίωση της χριστιανικής- θέτει. Αυτό θα το εξετάσουμε στην ιστορική του διάσταση στα δυο τελευταία κεφάλαια.
Η ιστορία του συνταγματισμού στην Ελλάδα
«Βυζάντιο» για την νεωτερική πλευρά σήμαινε «Τουρκία». Ο όρος «Βυζάντιο» δεν εμφανίζεται στα κείμενα της παραδοσιακής πλευράς (όπως και οι όροι «Ρωμηός, ρωμέϊκο»). Από την άλλη πλευρά, το πρώτο ελληνικό κράτος (η Επτάνησος Πολιτεία) και η σχέση του με την Επανάσταση απουσιάζει από την ιστορία
Το φαινόμενο μιας ελληνικής πολιτικής άποψης που στηρίζεται στον θεωρητικό συνταγματισμό (συνταγματολατρεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί), μοιάζει να έχει τις ρίζες στην Επίδαυρο (1822), στο Άστρος (1823) και στην Τροιζήνα (1827). Ως πολιτική άποψη είναι σεβαστή. Ως ιστορική διαπίστωση όμως τι βλέπουμε; Πού βρίσκεται η σχετική τεκμηρίωση; Κατηγορηματικά αρνούνται οι “συνταγματιστές” που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί, να διαπιστώσουν ότι στην περίοδο δημιουργίας του ελληνικού κράτους και ως το 1843 ο συνταγματισμός και το συνεπακόλουθο αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας είναι απόλυτα προσχηματικό. Τα πρόσωπα που τον επικαλούνται, δεν εμφανίζουν την πραγματική τους πρόθεση. Υποκρύπτεται μια αντίθεση με μια αντίπαλη πολιτική άποψη που επίσης δεν κατονομάζει και δεν κατονομάζεται. Μάλιστα, η αντίπαλη άποψη είναι επίσης “συνταγματική”, αλλά αυτό είτε αποσιωπήθηκε στην ιστορία, είτε δεν πρόλαβε να διαπιστωθεί. Οι “αντιστυνταγματικοί” του 21 έχουν πρωτοπορία και αποδεδειγμένη συνταγματική προϊστορία στα Επτάνησα (1800-07). Την περίοδο αυτή συμβαίνουν αρκετές συγκρούσεις και αλλαγές επί του συνταγματικού κειμένου. Επειδή όμως η ιστορία του πρώτου ελληνικού κράτους έχει σβηστεί από την κοινή θέα και έχει αποσυνδεθεί από το 1821, αντίστοιχα έχει υποβαθμιστεί και η συνταγματική του ιστορία. Στην περίοδο του 1824 οι Επτανήσιοι “συνταγματικοί” αναπτύσσουν δράση αντισυνταγματική που θα αποφέρει τα πρώτα αποτελέσματα στην Εθνοσυνέλευση του 1826 (αναστολή του Συντάγματος στην 2η Επίδαυρο) και περισσότερο καίρια το 1828 (έλευση Καποδίστρια). Την εμφάνιση ενός Συντάγματος από την “αντιστυνταγματική” πλευρά που θα περιέγραφε το επαναστατικό αποτέλεσμα και την προοπτική του ανολοκλήρωτου στόχου σταμάτησε η αναταραχή του 1830, οι ανταρσίες και η δολοφονία του 1831.
Η αντίθεση λοιπόν δεν βρίσκεται στην ταμπέλα, αλλά στην ουσία. Όχι στο Σύνταγμα, αλλά στον προσδιορισμό του Έλληνα. Όχι στο Σύνταγμα, αλλά στον αυτοχθονισμό και στην λαϊκή κυριαρχία που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα για να προσδιορίσουν τον Έλληνα και το κράτος του. Όταν οι “συνταγματιστές” στερούνται το συγκεκριμένο Σύνταγμα (1828), αρχικά τηρούν στάση αναμονής και στη συνέχεια εμφανίζουν μια μειοψηφική αναταραχή ως λαϊκή απαίτηση. Για το πώς μια μειοψηφική -τότε- τάση μπορούσε να εμφανιστεί ως πλειοψηφούσα, θα πούμε δυο λόγια στη συνέχεια. Αντί να αναλύονται και να εξηγούνται όλα αυτά, επικρατεί από τότε μια επιλεκτική αναφορά των -ομολογουμένως- πολύπλοκων γεγονότων που παγιδεύει αμφότερες τις ιστορικές σχολές. Οι επιλεκτικές αναφορές και οι συνεπακόλουθες προβληματικές ερμηνείες επικεντρώνουν την στοιχειώδη πληροφόρηση, αλλά και την γνώση του 1821 πάνω σε ετικέτες, χαρακτηρισμούς, πομπώδεις εκφράσεις και αντιστροφές εννοιών. Έτσι, δεν γίνεται αντιληπτή η αιτία της διαμάχης μεταξύ δυο πλευρών. Η σύγκρουση γίνεται γύρω από το είδος του κράτους που θα χτιστεί, και η διαμάχη μεταξύ των δυο υπερεθνικών τάσεων δεν λήγει το 1832 ή στον 19ο αιώνα. Η σύγκρουση γύρω από τον πρώτο κρατισμό στηρίζεται σε μια σύγκρουση ταυτότητας και δικαιωμάτων. Ποιος έκανε την Επανάσταση, άρα, ποιος δικαιούται να ορίσει το πρώτο (ατελές) αποτέλεσμα. Οι τότε “συνταγματιστές” με δεδομένη την δυσεξήγητη έκρηξη του Φεβρουαρίου 1821 και την “παράδοξη” στάση της Ρωσίας και του οικουμενικού Πατριαρχείου προσπαθούν να θεμελιώσουν μια εκ των υστέρων Επαναστατική ταυτότητα, να ορίσουν, δηλαδή, το έθνος και να δημιουργήσουν ένα κράτος που θα ελέγχει την ταυτότητά του, άρα και τις εξελίξεις. Το ζήτημα, συνεπώς, ιστορικά ανάγεται στην απροσδιοριστία (πολυερμηνεία) της Ελληνικής Επανάστασης και στην επικράτηση αρκετών μονολεκτικών στερεότυπων που κάθε άλλο παρά περιγράφουν την ουσία. Μιλάμε για δεκάδες όρους και χαρακτηρισμούς προσώπων, αλλά κυρίως για τον όρο “εμφύλιος” που έρχεται να περιγράψει τηνσύγκρουση 1823-25. Όμως, αυτή η σύγκρουση απλώς κορυφώνεται το 1824, επανέρχεται στα μέσα του 1826, μόλις και μετά βίας αποφεύγεται η ρήξη με την “ενωτική” Τροιζήνα, επανακάμπτει το 1829, κορυφώνεται στο διάστημα 1831-32, επανεμφανίζεται το 1833-34 και για να μην τα πολυλογούμε, συνεχίζεται ως σήμερα, παρά την σημαντική τομή στην κρατική εξάρτηση που έγινε το 1864 (η τριμερής εγγύηση δημιουργίας του κράτους γίνεται ουσιαστικά βρετανική).
Εφόσον η αποσύνδεση του «Έλληνα» από την πίστη στον Χριστό ήταν αδύνατη, οι προσπάθειες των συνταγματιστών επικεντρώθηκαν στην αποσύνδεση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη και στην σύνδεση της εθνικότητας με τα κρατικά όρια και την ελληνική γλώσσα (Άστρος, 1823)
Η σύγκρουση δεν είναι άλλη από την σύγκρουση νεωτερικότητας-παράδοσης, η οποία έχει εμφανιστεί ήδη το 1818-20 στους κόλπους της μυστικής Εταιρείας που προετοιμάζει την δημιουργία ελληνικού κράτους. Μόλις την εντοπίσει κάποιος, εύκολα κατανοεί ότι ούτε το 1818 γεννήθηκε. Είναι μια αναμφισβήτητη και εύκολα αναγνωρίσιμη διάσταση, που, αν περιγραφεί στην ουσία της, τότε το θέμα “συνταγματισμός – λαϊκή κυριαρχία” θα διατυπωθεί κάπως έτσι: είναι χριστιανικό το ελληνικό έθνος ή όχι; Πρέπει να αποχριστιανιστεί το κράτος ή όχι; Είναι υπερεθνικό ζήτημα ο χριστιανισμός ή όχι; Μπορεί ένα “έθνος” να έχει υπερεθνικό χαρακτήρα ή όχι; Είναι “πρόοδος” το έθνος-κράτος έναντι του υπερέθνους-κράτους ή όχι; Ποια είναι η sine qua non θεμελιώδης αρχή η οποία θα αποτελέσει την ραχοκοκαλιά ενός κράτος που λέγεται “Ελλάς” στο εσωτερικό και “Γραικία” στο εξωτερικό; κλπ κλπ. Για την καλύτερη κατανόηση του βάθους και του πλάτους αυτής της διάστασης, αρκεί να ξεκαθαρίσει στοιχειωδώς το ιστορικό τοπίο 1750-1850 και να ενταχθεί η ελληνική Επανάσταση στο πλαίσιο που όντως ανήκει: ένα διεθνές γεγονός που αφορά σε σημαντικότατο βαθμό τις ανακατατάξεις στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτικό οικοδόμημα.
“Συνταγματισμός” και “Ελλάδα” είναι αλληλένδετες έννοιες. Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι κατά την προσπάθεια δημιουργίας του κράτους ο (όρος) “Έλληνας” δεν είναι καθολικά αποδεκτός, ο δε ορισμός του αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δυο πλευρών. Μη λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, δημιουργούνται προδιαθέσεις που στηρίζονται σε λάθος δεδομένα. Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε λανθασμένες εκτιμήσεις και προβληματική τοποθέτηση του λαϊκού πολιτεύματος.
Λαϊκή κυριαρχία και λαϊκισμός: σχέσεις περιστασιακές ή μόνιμες;
Ο Α. Μανιτάκης αρνείται να σχετίσει δομικά την λαϊκή κυριαρχία με τον λαϊκισμό. Εμφανίζει τον δεύτερο ως παρακμιακό-εκφυλιστικό-νοσηρό σύμπτωμα, οφειλόμενο σε συγκυριακούς παράγοντες και σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Σωστά εντοπίζει ο Α. Μανιτάκης την μετατροπή της λαϊκής κυριαρχίας σε ψηφοθηρική-πελατειακή σχέση βουλευτή και ψηφοφόρων, αυτή όμως την βλέπει ως ένα πρόσφατο παρακμιακό χαρακτηριστικό. Δεν συμφωνούμε. Ο πολιτικός λαϊκισμός δεν υπάρχει μόνον στις ακραίες εκφράσεις και στις καταφανείς κολακείες της μάζας (βλ. Αντρέα). Λαϊκισμός είναι κάθε συνειδητή ή μισοσυνειδητή πολιτική πράξη που οδηγεί στην διατήρηση (ανακύκλωση) μιας κακής κατάστασης με αλλαγή του περιτυλίγματος, μόνο και μόνο για να δοθεί μια επίφαση αλλαγής και για να εξαγοραστεί η εύνοια ή η ψήφος, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα ατομικά προνόμια του εκλεγμένου. Ο λαϊκισμός αποτελεί έναν αυτοματισμό που προέρχεται από την διαδικασία της ανταγωνιστικής ψήφου. Λαϊκισμό αποτελεί το πρόσχημα της “νωπής λαϊκής εντολής” ή του “σπουδαίου εθνικού θέματος” που επικαλείται μια κυβέρνηση για να δικαιολογήσει πρόωρες εκλογές σε ευνοϊκή γι’ αυτήν στιγμή. Λαϊκισμός είναι η πάγια αντίδραση της αντιπολίτευσης σε κάθε κυβερνητική απόφαση· είναι το “εμείς…-εσείς…” που εκατέρωθεν εκτοξεύεται υπό μορφήν αυτοεπαίνου ή μομφής σε οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ κυβέρνησης-αντιπολίτευσης. Λαϊκισμός είναι και η παροχή δικαιώματος ψήφου στα 17. Λαϊκισμός είναι και η κυβερνητική απόφαση “μειώνω τις εξετάσεις του Γυμνασίου για να αυξηθεί ο χρόνος διδασκαλίας και να μειωθεί το άγχος”. Δεν είναι περιστασιακή παρενέργεια της λαϊκής κυριαρχίας ο λαϊκισμός. Είναι εγγενής παρενέργεια που ποικίλει σε ένταση, ύφος και τομέα. Εφόσον το πολίτευμα είναι δημοκρατικό (λαϊκό), ο λαϊκισμός είναι δομικό του στοιχείο (ενυπάρχουσα αδυναμία), αφού η επιλογή των λαϊκών αντιπροσώπων δεν γίνεται με κλήρωση, αλλά με ψηφοφορία. Ο ανταγωνισμός για την ψήφο προκαλεί την πλειοδοσία σε επίπεδο κομμάτων ή προσώπων και η δημοκρατία δεν μπορεί να αποκλείσει ένα πρόσωπο που συνειδητά ψεύδεται και παραπλανά, ούτε να προβλέψει διαδικασία μετεκλογικής έκπτωσης της κυβέρνησης που κάνει τα αντίθετα από εκείνα που προεκλογικά διακήρυξε. Στο σημείο αυτό ο Α. Μανιτάκης κάνει μια λογική παρατήρηση για την σχέση που έχει η τήρηση του προεκλογικού προγράμματος και η υπηρέτηση του κοινού καλού. Υποστηρίζει την δυνατότητα του κυβερνώντος να αναπροσαρμόσει την πολιτική του, χωρίς να καταστεί υπόλογος πολιτικής εξαπάτησης. Ωστόσο, η παρατήρηση μένει περιορισμένη (ίσως και επιλεκτική). Ο συνταγματολόγος κλείνει τα μάτια στην δομική αδυναμία της ψήφου, την παρακάμπτει και επιστρέφει στην πανάκεια της λαϊκής κυριαρχίας και στην εσωτερική ευχή (;) να εκφράσει ο ψηφοφόρος την προτίμησή του χωρίς ιδιοτελή κριτήρια. Η αδυναμία του μέσου ψηφοφόρου να γνωρίζει διπλωματικά ή τεχνικά οικονομικά ζητήματα τον οδηγεί στο να κρίνει ενστικτωδώς τα πρόσωπα. Αναγκαστικά, το βασικό κριτήριο επιλογής της ψήφου είναι η προσωπική του ωφέλεια, κάτι που ενισχύεται ποικιλοτρόπως από τους υποψήφιους. Σε βαθύτερη ανάλυση, η λαϊκή κυριαρχία είναι εκείνη η έννοια η οποία, λανθασμένα, θεωρείται πανάκεια, για τρεις λόγους:
Ο ψηφοφόρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι του κομματάρχη, αγνοώντας στοιχεία που ο τελευταίος μπορεί να αποκρύπτει ή να τα παραλλάσσει σκόπιμα, ισχυριζόμενος εκ των υστέρων ό,τι τον βολεύει.
Ο ψηφοφόρος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι του κομματάρχη, επειδή η ψήφος του είναι εύκολα ανταλλάξιμη ή εξαγοράσιμη.
Η πλειοψηφία και η αλήθεια (ή ο νόμος) είναι έννοιες που εσφαλμένα μπορεί να ταυτιστούν, καθώς η πρώτη έρχεται -ψυχολογικά- να νομιμοποιήσει την δεύτερη.
Η έννοια της ανταποδοτικής δημοκρατίας λειτουργεί και σε άλλους τομείς της πολιτικής ζωής, το ίδιο ή περισσότερο σοβαρούς. Κατά την ψήφιση των νόμων οι αντιπρόσωποι του λαού έχουν να επιλέξουν μεταξύ κομματικής πειθαρχίας και ψήφου κατά συνείδηση, όπου “πειθαρχία” είναι η ευπρεπής ονομασία του εκβιαστικού διλήμματος που εξαγοράζει την συνείδηση και μετατρέπει τον αντιπρόσωπο του λαού σε αντιπρόσωπο του εαυτού του. Αντίστοιχα λειτουργεί η εκλογή αρχηγού κόμματος που γίνεται είτε από κομματικά συνέδρια, είτε από τις κοινοβουλευτικές ομάδες.
Η πολιτική ευθύνη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία
Ενώ η δημοκρατία επικρατεί ως το πολίτευμα στο οποίο ο κυβερνώμενος νομιμοποιεί τον κυβερνήτη, ζούμε τελευταία το φαινόμενο η δημοκρατία να γίνεται το πολίτευμα στο οποίο νομικά απενοχοποιείται ο κυβερνήτης, ενώ ενοχοποιείται ο κυβερνώμενος επειδή επέλεξε “λάθος” πρόσωπο, “λάθος” κόμμα ή είχε “λάθος” αίτημα ατομικής συναλλαγής με τον κυβερνήτη. Το σημείο αυτό το επισημαίνουμε, επειδή γνωστή είναι η παραπλανητικά χυδαία φράση “τα φάγαμε όλοι μαζί”, αλλά και η διακριτική -παρόμοια επί της ουσίας- δημόσια τοποθέτηση του Α. Μανιτάκη που πολλαπλασιάζει την ευθύνη του κυβερνωμένου, φέρνοντάς την στο ίδιο επίπεδο με αυτήν του κυβερνώντος. Στην ακραία του μορφή -για να γίνει περισσότερο κατανοητό- το νομικό σύστημα μιας αστικής-φιλελεύθερης δημοκρατίας θεωρεί “επενδυτή” μιας Τράπεζας τον καταθέτη της, καθιστώντας τον συνυπεύθυνο για τα επισφαλή δάνεια (επιεικής όρος) και τις αποφάσεις της Διοίκησης. Έτσι νομιμοποιείται η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων με βάση το σκεπτικό ότι ο καταθέτης συνειδητά ανέλαβε ρίσκο, όταν τοποθέτησε τα χρήματά του σ’ έναν αποταμιευτικό λογαριασμό μιας Τράπεζας!
Ως εδώ μιλήσαμε για γνωστές αδυναμίες της λαϊκής κυριαρχίας που είναι σοβαρές, αλλά και αντιμετωπίσιμες. Το κρισιμότερο ζήτημα τίθεται, όταν διαγνωστεί μια σταθερά υποκριτική συμπεριφορά της πηγής απ’ όπου αναβλύζει η έννοια “λαϊκή κυριαρχία” και μια αθέατη, αλλά εξίσου σταθερή, εξωθεσμική εξάρτηση των δημοκρατικών θεσμών όπως αυτοί θεμελιώθηκαν στην Δύση. Στην περίπτωση αυτή καταρρέει σχεδόν το επιχείρημα του “ένοχου / υπεύθυνου ψηφοφόρου”. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στην αρχή της προσπάθειας για επιβολή “λαϊκής κυριαρχίας” στην Ελλάδα, ενώ το κρατικό ζήτημα δεν είχε διευθετηθεί και επρόκειτο να εκλεγούν οι αντιπρόσωποι της Δ΄ Εθνικής Συνέλευσης, ο αρχηγός του κράτους έκανε προσπάθειες για να προστατέψει τον ανίδεο ή αδύναμο (χωρίς περιουσία) ψηφοφόρο από την παγίδα παραπλάνησης ή την εξαγορά, ανάλογη μ’ αυτήν που νωρίτερα είχε στηθεί εις βάρος του.
Ανατρέχοντας και πάλι στις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους
Είναι σύμπτωμα του 20ου αιώνα και της μεταπολίτευσης η δημοκρατική έκπτωση που ο Α. Μανιτάκης περιγράφει με τους όρους δικομματισμός, αθέμιτες σχέσεις ΜΜΕ, πολιτικής εξουσίας και εργολάβων, πελατειακό και φαυλοκρατικό κράτος, σκάνδαλα διαφθοράς, ταύτιση κυβέρνησης και κόμματος, κρατικοδίαιτες συνδικαλιστικό- κομματικές ελίτ; Αν πάμε στο 1844 και -ακόμα χειρότερα- στο 1824 τι θα βρούμε; Στην πρώτη περίπτωση θα βρούμε ατέρμονες συζητήσεις στην Βουλή για την εγκυρότητα ή μη των ψήφων που περιέχονται στις αποσφραγισμένες και επί μήνες περιφερόμενες κάλπες. Μικρό το κακό, σχετικά, αν συνυπολογίσουμε ότι το αίτημα Συντάγματος του 1843 στηρίχθηκε σε μια “λαϊκή” δυσαρέσκεια απέναντι στον Όθωνα· και η δυσαρέσκεια προήλθε από την σκόπιμη οικονομική ασφυξία που προκάλεσε η μη καταβολή της τρίτης δόσης του τριμερούς δανείου του 1833 που δεν δόθηκε το 1828-29. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε την έναρξη ενός “εμφύλιου” που έχει ως αφορμή την ανάδειξη νέας κυβέρνησης, η οποία και θα παραλάβει το α΄ δάνειο του Λονδίνου. Αυτός που δανειοδοτεί την Επανάσταση, ουσιαστικά χρηματοδοτεί την μια από τις δυο απόψεις για τον επαναστατικό στόχο, συνεπώς χρηματοδοτεί και δημιουργεί την σύγκρουση. Επιπλέον, ο διαμεσολαβητής του δανείου αποτελεί τον θεσμικό πάτρονα των ελληνικών συνταγμάτων της “εθνικής ανεξαρτησίας” και τον χρηματοδότη τριών εφημερίδων.
Συμπερασματικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα της στρεβλωτικής εικόνας που αναπτύσσουν ορισμένοι “συνταγματιστές” έγκειται στην αποσιώπηση ή και στην αντιστροφή όσων φαινομένων εμφανίζονται με το θεσμικό “καλημέρα” του 1822 στο υπό ίδρυση κράτος. Ενδεικτικά, αναφέρουμε μερικά συνταγματικά / νομικά θέματα:
Εμφανίζεται ο “αυτοχθονισμός” ως “γραικική” κρατική προοπτική εθνικής συρρίκνωσης και δύναμη αντίρροπη προς την υπερεθνική “ελληνική” διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη;
Είναι νόμιμη η έκπτωση του προσωρινού προέδρου της κυβέρνησης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και των μελών Σωτήρη Χαραλάμπη και Ανδρέα Μεταξά που αποφάσισε τμήμα της Βουλής;
Είναι νόμιμη η ανάδειξη του Γ. Κουντουριώτη ως προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης και η συνεπακόλουθη παραλαβή-διαχείριση του δανείου;
Ιδρύει πελατειακό κράτος πριν από το κράτος η διαχείριση του α΄ δανείου;
Εμφανίζουν οι βρετανοί βουλευτές που μετέχουν στην Επιτροπή του Λονδίνου εικόνα δημοκρατικής κερδοσκοπικής επιχείρησης που προτρέπει άμεσα την ελληνική προσωρινή κυβέρνηση να χτίσει ένα πελατειακό κράτος ημετέρων;
Είναι απόλυτα συνδεδεμένα τα “βρετανικά δάνεια” με τους συνταγματικούς θεσμούς του “ανεξάρτητου” εθνικού κράτους, την κοινοβουλευτική μοναρχία και την έκδοση εφημερίδων στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια των “εμφυλίων”;
Είναι παραβίαση του Συντάγματος του Άστρους η προτροπή της Επιτροπής του Λονδίνου (και μερικής του συντάκτριας) για πενταπλάσια “θητεία” του Γ. Κουντουριώτη;
Είναι δημοκρατική κατάκτηση η κυβερνητική επικήρυξη “ανταρτών” που αργότερα θα αμνηστευτούν ως πολιτικοί κρατούμενοι / διωκόμενοι;
Είναι δικαστική ή διοικητική-παραταξιακή η απόφαση του “κριτηρίου” που συνεδριάζει στο Αιτωλικό κατά του Καραϊσκάκη;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Πώς ερμηνεύεται η προκαταβολική (πριν τη δίκη) δημοσίευση της ενοχής του Καραϊσκάκη από τον κυβερνητικό τύπο; Πώς εξηγείται η προσπάθεια δολοφονίας του αμέσως μετά την καταδίκη (εξορία) του;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Πώς ερμηνεύεται η δολοφονία του Ανδρούτσου; Πώς ερμηνεύεται ο έπαινος, η προτροπή και η εκβιαστική εκζήτηση των πολιτικών δολοφονιών από το Λονδίνο όπως τις μεταφέρουν οι Έλληνες διαπραγματευτές των δανείων;
Συμφωνεί η θεωρία του “κράτους δικαίου” με την πράξη; Διαπιστώνεται η λειτουργία κράτους δικαίου επί Καποδίστρια;
Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύεται από ερωτήματα όπως αυτά, είναι κατά πόσον η επίκληση του “σύγχρονου και προοδευτικού” πολιτεύματος συμβάδιζε με την εξαγορά συνειδήσεων και δημιουργία κράτους ημετέρων όπου οι νόμοι έχουν επιλεκτική εφαρμογή και η δικαιοσύνη κακοποιείται συστηματικά. Κάτι τέτοιο όχι μόνον συνέβαινε, αλλά υπάρχουν και αποδείξεις της συνειδητής στόχευσης προς αυτή την κατεύθυνση. Ο λεγόμενος “γενικός και απρόσωπος κανόνας δικαίου” που συνιστά τον “οργανικό νόμο” στην Επίδαυρο και στο Άστρος, στην πράξη λειτουργεί με κριτήρια αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας, ωμής συκοφαντίας και εξαγοράς συνειδήσεων. Και μόνον η είδηση της προβλεπόμενης σύναψης δανείου είναι αρκετή για να δημιουργήσει το στρατόπεδο των μελλοντικώς μισθοδοτούμενων υπαλλήλων μιας πολιτικής παράταξης και όχι της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης. Η πολιτική αυτή παράταξη, που αποτελεί την εκλεκτή του Λονδίνου, χρίζεται κυβέρνηση από τμήμα της Βουλής, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Το Σύνταγμα του Άστρους παραβιάζεται, κάτι που φαίνεται και από το κατηγορητήριο βάσει του οποίου οι βουλευτές αποφασίζουν την αντικατάσταση τριών μελών της κυβέρνησης. Οι έμμισθοι υπάλληλοι του Λονδίνου καταδιώκουν ως “παραβάτες της νομιμότητας και αντάρτες της νόμιμης κυβέρνησης Κουντουριώτη” όσους δεν υποτάσσονται σ’ αυτήν. Έμμισθη σχέση με το δάνειο του Λονδίνου έχουν και οι βουλευτές που ρίχνουν την κυβέρνηση Πετρόμπεη. Πέρα από τη σειρά των γεγονότων που δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση, υπάρχει και μια βασική καταγγελία που μιλάει για “φθορά παραστατών” (χρηματισμό βουλευτών) η οποία προφανώς γίνεται από την προκαταβολή του Byron. Ποια είναι η πηγή απ’ όπου αναβλύζει αυτή η εφαρμοζόμενη πρακτική στον επαναστατημένο χώρο;
J.Bentham: Υπεράσπιση της τοκογλυφίας (1788)
Ο Άγγλος Ιερεμίας Μπένθαμ εκτός από μέντορας του Κοραή, κριτής του Συντάγματος, πνευματικός ηγέτης του Τύπου (Μεσολόγγι, Αθήνα, Ύδρα), είναι και ο ιδεολογικός αρχηγός της Επιτροπής του Λονδίνου που δανειοδοτεί και νομιμοποιεί δια του έμμεσου χρηματισμού την έκνομη κυβέρνηση Κουντουριώτη. Η Επιτροπή αυτή δεν κερδοσκοπεί απλώς εις βάρος της ελληνικής Επανάστασης. Εκτρέπει την Επανάσταση και χτίζει το κράτος των ημετέρων, το οποίο χρησιμοποιεί για την φυσική εξόντωση των ηγετών της αντίπαλης πλευράς. Ο Μπένθαμ (επίτιμος Γάλλος πολίτης για την προσφορά του στην Γαλλική Επανάσταση) είναι ο νομικός που κερδοσκοπεί και προσωπικά από τα χρήματα του δανείου, ενός δανείου που αντλείται από το χρηματιστήριο, προκειμένου οι χειραγωγημένες τιμές να αποτελούν μοχλό πίεσης στην κυβέρνηση Κουντουριώτη, ώστε να μην διστάζει στην εξόντωση εκείνων που πίεσαν για να ξεκινήσει η Επανάσταση και να εξελιχθεί σε επιτυχία μεγαλύτερη του αναμενομένου (ουσιαστικά, της Φιλικής Εταιρείας). Αυτός λοιπόν που το 1824 και το 1844 προβάλλεται στον ελληνικό χώρο ως ο “περίφημος νομολόγος”, του οποίου η γνώμη -και για το πιο δευτερεύον θέμα- πρέπει να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητη σοφία, είναι ο ίδιος που ζητά να παραταθεί η προεδρία του Κουντουριώτη, είναι ο ίδιος που ζητά να δημοσιεύονται στον “δικό του” ελληνικό Τύπο (Meyer, Chiappe , Ψύλλας) τα πολιτικά εγκλήματα και οι αποφάσεις. Είναι και ο ηθικός συναυτουργός μιας σειράς δολοφονιών, μηδέ του Byron εξαιρουμένου, εφόσον ο τελευταίος είχε το θράσος να αμφισβητήσει τις εντολές που λάμβανε και να αποφασίσει κατά συνείδηση ποια πρόσωπα και πολιτικές θα υποστηρίξει στην Επανάσταση.
Στο πρόσωπο του Μπένθαμ διασταυρώνονται οι ιδιώτες δανειστές, το χρηματιστήριο, το Σύνταγμα και ο Τύπος της νεωτερικότητας. Το προοδευτικό κράτος δικαίου που προτείνει είναι το κράτος του κοινωνικού ωφελιμισμού, δηλαδή, στην πράξη, το κράτος του ατομικού ωφελιμισμού, το κράτος με την κοινωνία του διαιρεμένη σε τόσα κομμάτια, όσα και τα πρόσωπά της. Στο πακέτο αυτό προστίθεται και ο έλεγχος του νομίσματος μέσω μιας ιδιωτικής κεντρικής Τράπεζας, οπότε το κράτος που απολαμβάνει μια νεωτερική ελευθερία και ανεξαρτησία, είναι αυτό στο οποίο ο πολίτης έχει σχεδόν μηδενικά περιθώρια παρέμβασης στην λήψη σημαντικών αποφάσεων, είναι αυτό πουεξαρτάται από τις διαθέσεις του δανειστή και νομισματοκόπου του. Ο Bentham αναπτύσσει μια πρώιμη θεωρία του υλισμού. Στις αρχές του και στις πράξεις του διασταυρώνονται ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός της εποχής, συνεπώς το πρόσωπό του (αλλά και ολόκληρη η London Greek Committee) αποτελεί μια ευκαιρία μελέτης του κατά πόσον η κομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιπροσωπεύεται από δυο “αντίθετες” δυνάμεις.
Για να μην τα πολυλογούμε, αυτοί που συστηματικά περιφρονούσαν και παραβίαζαν το Σύνταγμα ήταν αυτοί που προβάλλονται στην ιστορία ως “συνταγματιστές, εκσυγχρονιστές, προοδευτικοί”. Ήταν αυτοί που το χρησιμοποιούσαν ως λαϊκιστικό σύνθημα εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων και αυτοί που δεν άντεχαν να το εφαρμόσουν, στο βαθμό που περιείχε διατάξεις με τις οποίες καμία διαφωνία δεν θα είχαν οι “αντισυνταγματικοί”.
Ιστορικές διαπραγματεύσεις της νομικής συγκρότησης και των πολιτικών ελευθεριών της Ελλάδας όπως του Αρ. Μάνεση ή του Αντ. Μανιτάκη στηρίζονται σε ελλειπτικές και προκατειλημμένες θεωρήσεις των ιστορικών γεγονότων. Στηριζόμενοι σε δίπολα συναισθηματικού περιεχομένου όπως “βασιλιάς-λαός”, αποσιωπούν ακόμα και το γεγονός ότι από το πρώτο έτος της Επανάστασης η νεωτερική πλευρά “αναζητά” μονάρχη σε πρόσωπα ιεραρχικά προκαθορισμένα εντός των μυστικών οργανώσεων οι οποίες κινούν επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση των λονδρέζικων δανείων που συνοδεύεται από προτάσεις για ανάληψη του ελληνικού βασιλείου από τον Ευγένιο Μποαρνέ (γιο της Ιωσηφίνας), τον Λεοπόλδο του Σάξ-Κόμπουργκ-Γκόθα ή τον Δούκα του Σάσεξ.
Προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα. Αν τα πράγματα είναι όντως έτσι, γιατί παραμένουν άγνωστα για το ευρύ κοινό; Το ερώτημα αφορά στους ιστορικούς και ιδιαίτερα τους πανεπιστημιακούς, μόνον που οι ίδιοι αδυνατούν να το απαντήσουν. Α) διότι δεν διαπιστώνεται κενό. Το ιστορικό κενό έχει καλυφθεί με παραπλανητική ή αντίστροφη ερμηνεία, λ.χ. ο “εμφύλιος” δεν ερμηνεύεται απλώς λανθασμένα, ονομάζεται και με τρόπο που υπονοεί μια κεντρική, αναπόδεικτη θέση της Επανάστασης (Ελληνόφωνη), άρα οδηγεί εύκολα στην αποδοχή άλλων λανθασμένων ερμηνειών. Την ίδια, λανθασμένη οπτική υπηρετεί ο όρος “ξένες, μεγάλες δυνάμεις”. Β) Επειδή η προδιάθεση της σημερινής ιδεολογικής συγκρότησης έρχεται να δει αναχρονιστικά τα συμβαίνοντα του 1800. Ο αναχρονισμός είναι το κοινό στοιχείο στις περισσότερες πραγματεύσεις του 20ου αιώνα, καθόσον το θέμα του 21 δεν έχει λήξει, άρα δεν το βλέπουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, αλλά ως συμμετέχοντες στην εξέλιξή του. Βλέπουμε τον πυρήνα του, επηρεασμένοι από την τροχιά που διεξάγουμε γύρω απ’ αυτόν. Ο αναχρονισμός οδηγεί σε εφησυχασμό έναντι των ελλιπέστατων ιστορικών στοιχείων και υποτίμηση όλων των τεκμηρίων που παραπέμπουν σε ανατροπή του προβληματικού οικοδομήματος. Εκεί, μάλλον, πρέπει να αναζητηθεί η σχέση του επηρεασμού – ανατροφοδότησης μεταξύ της νομικής επιστήμης και της πολιτικής θέσης που αναφέραμε στην αρχή. Ο νεωτερικός προκαθορισμός του “αντικειμενικά δίκαιου” στρώνει τον δρόμο για την μεταγωγή της ιστορίας από το πραγματικό στο επιθυμητό. Η ακούσια αναγωγή της επιθυμητής ιστορίας σε πραγματικό γεγονός, ενδυναμώνει την πεποίθηση της επιστημονικής ορθότητας για ζητήματα όπως η “λαϊκή κυριαρχία”.
Ο συνταγματισμός ως πολιτική θεώρηση συνίσταται στον δογματικό αυτοματισμό· στην προτεραιότητα του τύπου έναντι της ουσίας. Δεν ενδιαφέρει η πολιτική που ασκείται, αλλά η ύπαρξη λαϊκής κυριαρχίας. Δεν ενδιαφέρει η δικαιοσύνη που εφαρμόζεται, επειδή θεωρείται πως ελλείψει ενός “συντάγματος” με “λαϊκή κυριαρχία” αποκλείεται να υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη και η εξουσία να ασκείται υπέρ των πολλών. Φαίνεται πως η στενοκέφαλη αυτή αντίληψη επικρατεί, όταν έχει προηγηθεί η σχηματοποίηση του “εχθρού”. Πρώτα επικρατούν οι ποικίλες διαδόσεις που ερμηνεύουν την ανελευθερία και την ανισότητα, στην συνέχεια εμφανίζεται η “λύση” του ψευδώς τοποθετημένου προβλήματος. Αυτή η διαδοχή εμφανίζεται σ’ ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής ιστορίας από την “λαϊκή” Επανάσταση και τον “αυταρχικό” Καποδίστρια μέχρι τον “δημοκράτη-εθνάρχη” Κ. Καραμανλή που (χωρίς λαϊκή ετυμηγορία) βάζει την Ελλάδα στην Ε.Ο.Κ., λέγοντας ότι έτσι εξασφαλίζεται “η πλήρης εθνική ανεξαρτησία, η ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, η ισοδύναμη ψήφος στην Ευρώπη των ισχυρών”. Ο συνταγματισμός ως πολιτική πρόταση διαρκείας εμπεδώνεται από ορισμένες πρώιμες, αποσπασματικές εξιστορήσεις της Επανάστασης ως τους πιο πρόσφατους ιστορικοπολιτικούς ακαδημαϊσμούς που επεκτείνουν την λανθασμένη θέαση του παρελθόντος. Οι προκατειλημμένες διαπραγματεύσεις όπως του J. Petropulos και του Ν. Διαμαντούρου κολακεύουν και παραπλανούν, αφού διαπραγματεύονται τα επιμέρους ζητήματα μέσω ψυχολογίας και όχι μέσω επιστημονικών κριτηρίων. Οι -αντίστοιχα προκατειλημμένες- διαπραγματεύσεις της νομικής ιστορίας όπως του Α. Μανιτάκη στηρίζονται και στηρίζουν την εξελικτική θεωρία των πολιτευμάτων, που περιέχει λάθη, όπως η αντίστοιχη δαρβινική θεωρία των ειδών.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ (22/10) ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δωρεάν Τεστ Παπ στο Κέντρο Υγείας Βάρης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ