2016-10-25 00:29:09
Θα προσπαθήσω να σας αφηγηθώ μια ενδιαφέρουσα ιστορία αποκαλύπτοντας όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία για τον πρωταγωνιστή της και κυρίως ελπίζοντας να μην παραβιάσω στο ελάχιστο την ιδιωτικότητά του. Για αρχή, λοιπόν, να σας πω ότι ο άνθρωπος αυτός, παρ’ ότι πλησιάζει γοργά στη δύση της μέσης ηλικίας, αποτελεί ένα από τα σημαίνοντα στελέχη ενός μεγάλου hedge fund. Επιπλέον, αν και χάνει με γοργό ρυθμό τα (λιγοστά) μαλλιά του, το σώμα του εξακολουθεί να δείχνει εξαιρετικά γυμνασμένο, ενώ η μεγαλύτερη πολυτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του είναι οι ολιγοήμερες (αδιανόητα χλιδάτες) διακοπές που πηγαίνει κάθε χρόνο με την οικογένειά του σε κάποιον εξωτικό προορισμό.
Ο άνθρωπος αυτός έχει στην κατοχή του δύο αυτοκίνητα για τις καθημερινές του μετακινήσεις –το καθένα από τα οποία ξεπερνά σε αξία τα 90.000 ευρώ– αλλά και ένα τρίτο σπορ συλλεκτικό (και, κατά την ταπεινή μου πάντα άποψη, υπερτιμημένο) όχημα που συνηθίζει να οδηγεί μόνο τις Κυριακές. Επιπλέον, έχει στην κατοχή του τρία σπίτια, το μεγαλύτερο από τα οποία ανακαινίζεται την περίοδο αυτή, ενώ πολύ πρόσφατα απέκτησε κι έναν πανάκριβο πίνακα, έργο ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα.
Διάβασε σχετικά: Πού ξοδεύουν τα λεφτά τους οι πλούσιοι του πλανήτη;
Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός διακρίνεται από μια μικρή «εκκεντρικότητα», η οποία σπάνια απαντάται σε άτομα της οικονομικής του επιφάνειας: δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση (ακριβέστερα, διάθεση) να αγοράσει ιδιωτικό τζετ – για τα επαγγελματικά του ταξίδια προτιμά την άνεση που προσφέρει η business class των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών.
Ο λόγος που ο άνθρωπος αυτός ήθελε πάντα να γίνει πλούσιος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το χρήμα, πολύ προτού ξεκινήσει να τον κάνει χαρούμενο, τον έκανε δυστυχισμένο. Όπως με ενημερώνει, ο πατέρας του ήταν δικηγόρος που ειδικευόταν στο εταιρικό δίκαιο και παράλληλα «ο μεγαλύτερος τσιγκούνης του κόσμου». Σύμφωνα πάντα με το συνομιλητή μου, ο πατέρας του δε συνήθιζε να μοιράζεται τον πλούτο του με την οικογένειά του, κάτι που ωστόσο δεν είχε πρόβλημα να κάνει με τη νέα του σύντροφο και μετέπειτα γυναίκα του, την οποία γνώρισε όταν ο άνθρωπος που κάθεται απέναντί μου αυτή τη στιγμή βρισκόταν στην εφηβεία του.
Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι ο πλούσιος με τον οποίο μιλάω δηλώνει μισοαστεία μισοσοβαρά ως θρησκεία του τον καπιταλισμό, ενώ παραδέχεται ότι ο λόγος για τον οποίο στράφηκε στο συγκεκριμένο «δόγμα» δεν ήταν η επιδίωξη πλούτου per se ή έστω η επίτευξη ενός (υπερβολικά) άνετου τρόπου ζωής, αλλά ο φόβος. «Ο φόβος που ένιωθα επειδή ήμουν μόνος στον κόσμο και δεν είχα κανέναν απολύτως να μου σταθεί αν όλα πήγαιναν στραβά», όπως το θέτει ο ίδιος.
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να µιλήσεις ειλικρινά για το χρήµα. Ο πρώτος είναι να µιλήσεις χωρίς περιστροφές δηµόσια για τις πηγές των εισοδηµάτων σου, κάτι που ο συνοµιλητής µου κάνει µε ιδιαίτερη χαρά και προθυµία: «Αλήθεια, ξέρεις γιατί κάποιοι επιλέγουν να ασχοληθούν µε τα hedge funds; Η απάντηση στην πραγµατικότητα είναι εξαιρετικά απλή: πρόκειται για ένα µέσο που σου επιτρέπει να ασχοληθείς µε το επιχειρείν χωρίς όµως να είσαι υποχρεωµένος να δηµιουργήσεις επιχείρηση. Ουσιαστικά, ένα hedge fund αποτελεί ένα επενδυτικό όχηµα, στο οποίο όµως έχουν πρόσβαση µόνο οι µεγάλοι παίκτες – αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού.
Ωστόσο, ένα hedge fund στην πραγµατικότητα µπορεί να κάνει πολλά πράγµατα: να συµµετέχει στη διαπραγµάτευση µετοχών, ειδών όπως το πετρέλαιο, ακόµη και ακινήτων. Αυτό που καθιστά ένα hedge fund ιδιαίτερα προσοδοφόρο γι’ αυτούς που το διαχειρίζονται είναι ότι, σε αντίθεση µε ένα παραδοσιακό αµοιβαίο κεφάλαιο, χρεώνει αυτό που λέµε “performance fee”. Με άλλα λόγια, οι διαχειριστές του αποκτούν δικαίωµα σε ένα ποσοστό επί των κερδών του. Το ποσοστό αυτό συνήθως κυµαίνεται κοντά στο 20%. Για παράδειγµα, αν διαχειρίζεσαι 1 δισεκατοµµύριο δολάρια το χρόνο, αυτό σηµαίνει ότι θα έχεις κέρδη γύρω στα 200 εκατοµµύρια. Από αυτά τα 200 εκατοµµύρια, λοιπόν, τα 160 επιστρέφουν στους επενδυτές, ενώ τα υπόλοιπα 40 εκατοµµύρια –το 20% που λέγαµε– καταλήγει στους διαχειριστές. Τόσο απλά. Οπότε, ναι, τα λεφτά είναι πολλά, ειδικότερα δε αν λάβεις υπόψη ότι ένα hedge fund µπορεί να διαχειρίζεται κεφάλαια της τάξεως των 5 και των 10 δισεκατοµµυρίων δολαρίων. Πρόκειται για νούµερα ασύλληπτα ακόµη και για επιχειρήσεις ή οργανισµούς που διαθέτουν προσωπικό χιλιάδων υπαλλήλων, τα οποία ουσιαστικά καταφέρνουν να πετύχουν µόλις 20 µε 30 άνθρωποι, όσοι εργάζονται δηλαδή συνήθως σε κάποιο hedge fund. Ως εκ τούτου, αν θέλεις να το δούµε λίγο πιο φιλοσοφικά, ένα hedge fund δεν αποτελεί ακόµη ένα προϊόν του καπιταλισµού, αλλά την πεµπτουσία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήµατος».
Ο δεύτερος τρόπος για να μιλήσεις ειλικρινά για το χρήμα είναι να αποκαλύψεις χωρίς δισταγμούς πόσα λεφτά βγάζεις και κυρίως πόσα έχεις καταφέρει να αποταμιεύσεις. Μολονότι, λοιπόν, οι περισσότεροι πλούσιοι δε δίνουν τέτοιες πληροφορίες, κάτι ανάλογο δε φαίνεται να ισχύει για τον άνθρωπο µε τον οποίο κουβεντιάζω αυτή τη στιγμή: «Θυμάσαι που σου έλεγα πριν από μερικές εβδομάδες ότι η προπέρσινη χρονιά δεν ήταν και τόσο καλή επειδή τα κέρδη μας στο hedge fund ήταν μόλις 4,5 εκατομμύρια δολάρια; Ευτυχώς κάτι ανάλογο τελικά δε συνέβη πέρυσι, αφού το αντίστοιχο ποσό έφτασε τα 10 εκατομμύρια».
Ο τόνος της φωνής του καθώς εκφέρει αυτή την πρόταση είναι απόλυτα φυσιολογικός, χαλαρός και χωρίς ίχνος υπεροψίας. Για την ακρίβεια, κάπου βαθιά στα λεγόμενά του διακρίνω κάτι σαν θρησκευτική πίστη: την πίστη ενός ανθρώπου που θεωρεί τον καπιταλισμό ιερό. Ωστόσο, ο τρόπος που μιλά, η σιγουριά που αποπνέει όταν μου εξηγεί λεπτομερώς το πώς ακριβώς κατάφερε να χτίσει την περιουσία του μου δημιουργεί την εξής απορία: Τελικά, πότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πραγματικά χαρούμενος που κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά; Ή, καλύτερα, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της έως τώρα σταδιοδρομίας του;
«Θα έλεγα η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι επιτέλους είχα καταφέρει να δημιουργήσω το δικό μου δίχτυ ασφαλείας» απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ξέρεις, εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη ζουν μονίμως υπό καθεστώς φόβου. Φοβούνται ότι θα αρρωστήσουν σοβαρά, ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, ότι δε θα μπορέσουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή ότι δε θα είναι σε θέση να προσφέρουν στις οικογένειές τους. Το ξέρω καλά γιατί κι εγώ ζούσα με όλους αυτούς τους φόβους για πολλά χρόνια. Οπότε, για να επανέλθω στην ερώτησή σου, η στιγμή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος που κάνω αυτή τη δουλειά ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δε χρειαζόταν πια να ανησυχώ για τίποτα. Για να καταλάβεις, ο γιος μου φοιτά σε ένα από τα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, τα δίδακτρα του οποίου, όπως φαντάζεσαι, κοστίζουν μια ολόκληρη περιουσία. Είμαι όμως πια σε θέση να τα πληρώσω ακόμη κι αν αύριο το πρωί χάσω τη δουλειά μου...».
«Το δίχτυ ασφαλείας στο οποίο αναφέρεσαι, λοιπόν, είναι ένα χρηματικό ποσό που έχεις καταφέρει να συγκεντρώσεις;».
«Ναι».
«Αν επιτρέπεται, για τι ποσό μιλάμε;».
«Για 25 εκατομμύρια δολάρια».
«Σε αυτά περιλαμβάνονται ακίνητα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή αναφέρεσαι απλά σε χρήματα που βρίσκονται σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό;».
«Μιλάμε για χρήματα στην τράπεζα».
«Καθόλου άσχημα».
Ο άνθρωπος απέναντί μου γελάει. «Πράγματι, καθόλου άσχημα. Δε χωράει καμία αμφιβολία περί αυτού. Κι όμως, όλα αυτά δε διαφέρουν και πολύ από μια απλή μαθηματική πράξη, με την έννοια ότι κάποια στιγμή έκατσα και κατέγραψα σε ένα κομμάτι χαρτί τις ανάγκες μου και κυρίως τις υποχρεώσεις μου. Για παράδειγμα, τα λεφτά που θα χρειαστώ για να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ή το ποσό που έχουν ανάγκη τα παιδιά μου για τις σπουδές τους. Η διαδικασία αυτή δεν είχε κάτι το μαγικό, μόνο άγχος. Μέχρι τη στιγμή που κατάφερα τελικά να πιάσω το στόχο μου».
Τα λόγια του με κάνουν να νιώσω μια μικρή μελαγχολία, που οφείλεται στη (μοιραία) σύγκριση της οικονομικής κατάστασής του με τη δική μου. Μια σύγκριση που προκύπτει εντελώς φυσιολογικά. Οι άνθρωποι άλλωστε και πολύ περισσότερο οι άντρες έχουν μια έμφυτη τάση να συγκρίνουν αυτό που έχουν μ’ εκείνο που απολαμβάνει ο πλησίον τους, από την περιφέρεια στήθους της συντρόφου τους και το μέγεθος της «προίκας» τους μέσα στο παντελόνι τους μέχρι το αυτοκίνητο που βρίσκεται παρκαρισμένο στο γκαράζ του σπιτιού και τα λεφτά που έχουν στην τράπεζα ή έστω παραχωμένα στο στρώμα.
Ο γενικός αυτός κανόνας φαίνεται να ισχύει στον υπερθετικό βαθμό και για τους «έχοντες και κατέχοντες» αυτού του κόσμου. Το μόνο που αλλάζει είναι η κλίμακα. «Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί τύποι στην κάστα μου που θα ένιωθαν οίκτο αν γνώριζαν το ακριβές ποσό των καταθέσεών μου» λέει ο πλούσιος.
«Οίκτο; Για ποιο λόγο;».
«Επειδή θα θεωρούσαν ότι το ποσό που μόλις σου ανέφερα είναι πολύ μικρό. Πενταροδεκάρες για τα δεδομένα τους».
Στην επόμενη σελίδα ο τρίτος τρόπος για να μιλήσεις ειλικρινά για το χρήμα.
Πηγή
Tromaktiko
Ο άνθρωπος αυτός έχει στην κατοχή του δύο αυτοκίνητα για τις καθημερινές του μετακινήσεις –το καθένα από τα οποία ξεπερνά σε αξία τα 90.000 ευρώ– αλλά και ένα τρίτο σπορ συλλεκτικό (και, κατά την ταπεινή μου πάντα άποψη, υπερτιμημένο) όχημα που συνηθίζει να οδηγεί μόνο τις Κυριακές. Επιπλέον, έχει στην κατοχή του τρία σπίτια, το μεγαλύτερο από τα οποία ανακαινίζεται την περίοδο αυτή, ενώ πολύ πρόσφατα απέκτησε κι έναν πανάκριβο πίνακα, έργο ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους του δεύτερου μισού του περασμένου αιώνα.
Διάβασε σχετικά: Πού ξοδεύουν τα λεφτά τους οι πλούσιοι του πλανήτη;
Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός διακρίνεται από μια μικρή «εκκεντρικότητα», η οποία σπάνια απαντάται σε άτομα της οικονομικής του επιφάνειας: δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση (ακριβέστερα, διάθεση) να αγοράσει ιδιωτικό τζετ – για τα επαγγελματικά του ταξίδια προτιμά την άνεση που προσφέρει η business class των μεγαλύτερων αεροπορικών εταιρειών.
Ο λόγος που ο άνθρωπος αυτός ήθελε πάντα να γίνει πλούσιος έχει να κάνει με το γεγονός ότι το χρήμα, πολύ προτού ξεκινήσει να τον κάνει χαρούμενο, τον έκανε δυστυχισμένο. Όπως με ενημερώνει, ο πατέρας του ήταν δικηγόρος που ειδικευόταν στο εταιρικό δίκαιο και παράλληλα «ο μεγαλύτερος τσιγκούνης του κόσμου». Σύμφωνα πάντα με το συνομιλητή μου, ο πατέρας του δε συνήθιζε να μοιράζεται τον πλούτο του με την οικογένειά του, κάτι που ωστόσο δεν είχε πρόβλημα να κάνει με τη νέα του σύντροφο και μετέπειτα γυναίκα του, την οποία γνώρισε όταν ο άνθρωπος που κάθεται απέναντί μου αυτή τη στιγμή βρισκόταν στην εφηβεία του.
Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός ότι ο πλούσιος με τον οποίο μιλάω δηλώνει μισοαστεία μισοσοβαρά ως θρησκεία του τον καπιταλισμό, ενώ παραδέχεται ότι ο λόγος για τον οποίο στράφηκε στο συγκεκριμένο «δόγμα» δεν ήταν η επιδίωξη πλούτου per se ή έστω η επίτευξη ενός (υπερβολικά) άνετου τρόπου ζωής, αλλά ο φόβος. «Ο φόβος που ένιωθα επειδή ήμουν μόνος στον κόσμο και δεν είχα κανέναν απολύτως να μου σταθεί αν όλα πήγαιναν στραβά», όπως το θέτει ο ίδιος.
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να µιλήσεις ειλικρινά για το χρήµα. Ο πρώτος είναι να µιλήσεις χωρίς περιστροφές δηµόσια για τις πηγές των εισοδηµάτων σου, κάτι που ο συνοµιλητής µου κάνει µε ιδιαίτερη χαρά και προθυµία: «Αλήθεια, ξέρεις γιατί κάποιοι επιλέγουν να ασχοληθούν µε τα hedge funds; Η απάντηση στην πραγµατικότητα είναι εξαιρετικά απλή: πρόκειται για ένα µέσο που σου επιτρέπει να ασχοληθείς µε το επιχειρείν χωρίς όµως να είσαι υποχρεωµένος να δηµιουργήσεις επιχείρηση. Ουσιαστικά, ένα hedge fund αποτελεί ένα επενδυτικό όχηµα, στο οποίο όµως έχουν πρόσβαση µόνο οι µεγάλοι παίκτες – αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού.
Ωστόσο, ένα hedge fund στην πραγµατικότητα µπορεί να κάνει πολλά πράγµατα: να συµµετέχει στη διαπραγµάτευση µετοχών, ειδών όπως το πετρέλαιο, ακόµη και ακινήτων. Αυτό που καθιστά ένα hedge fund ιδιαίτερα προσοδοφόρο γι’ αυτούς που το διαχειρίζονται είναι ότι, σε αντίθεση µε ένα παραδοσιακό αµοιβαίο κεφάλαιο, χρεώνει αυτό που λέµε “performance fee”. Με άλλα λόγια, οι διαχειριστές του αποκτούν δικαίωµα σε ένα ποσοστό επί των κερδών του. Το ποσοστό αυτό συνήθως κυµαίνεται κοντά στο 20%. Για παράδειγµα, αν διαχειρίζεσαι 1 δισεκατοµµύριο δολάρια το χρόνο, αυτό σηµαίνει ότι θα έχεις κέρδη γύρω στα 200 εκατοµµύρια. Από αυτά τα 200 εκατοµµύρια, λοιπόν, τα 160 επιστρέφουν στους επενδυτές, ενώ τα υπόλοιπα 40 εκατοµµύρια –το 20% που λέγαµε– καταλήγει στους διαχειριστές. Τόσο απλά. Οπότε, ναι, τα λεφτά είναι πολλά, ειδικότερα δε αν λάβεις υπόψη ότι ένα hedge fund µπορεί να διαχειρίζεται κεφάλαια της τάξεως των 5 και των 10 δισεκατοµµυρίων δολαρίων. Πρόκειται για νούµερα ασύλληπτα ακόµη και για επιχειρήσεις ή οργανισµούς που διαθέτουν προσωπικό χιλιάδων υπαλλήλων, τα οποία ουσιαστικά καταφέρνουν να πετύχουν µόλις 20 µε 30 άνθρωποι, όσοι εργάζονται δηλαδή συνήθως σε κάποιο hedge fund. Ως εκ τούτου, αν θέλεις να το δούµε λίγο πιο φιλοσοφικά, ένα hedge fund δεν αποτελεί ακόµη ένα προϊόν του καπιταλισµού, αλλά την πεµπτουσία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήµατος».
Ο δεύτερος τρόπος για να μιλήσεις ειλικρινά για το χρήμα είναι να αποκαλύψεις χωρίς δισταγμούς πόσα λεφτά βγάζεις και κυρίως πόσα έχεις καταφέρει να αποταμιεύσεις. Μολονότι, λοιπόν, οι περισσότεροι πλούσιοι δε δίνουν τέτοιες πληροφορίες, κάτι ανάλογο δε φαίνεται να ισχύει για τον άνθρωπο µε τον οποίο κουβεντιάζω αυτή τη στιγμή: «Θυμάσαι που σου έλεγα πριν από μερικές εβδομάδες ότι η προπέρσινη χρονιά δεν ήταν και τόσο καλή επειδή τα κέρδη μας στο hedge fund ήταν μόλις 4,5 εκατομμύρια δολάρια; Ευτυχώς κάτι ανάλογο τελικά δε συνέβη πέρυσι, αφού το αντίστοιχο ποσό έφτασε τα 10 εκατομμύρια».
Ο τόνος της φωνής του καθώς εκφέρει αυτή την πρόταση είναι απόλυτα φυσιολογικός, χαλαρός και χωρίς ίχνος υπεροψίας. Για την ακρίβεια, κάπου βαθιά στα λεγόμενά του διακρίνω κάτι σαν θρησκευτική πίστη: την πίστη ενός ανθρώπου που θεωρεί τον καπιταλισμό ιερό. Ωστόσο, ο τρόπος που μιλά, η σιγουριά που αποπνέει όταν μου εξηγεί λεπτομερώς το πώς ακριβώς κατάφερε να χτίσει την περιουσία του μου δημιουργεί την εξής απορία: Τελικά, πότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε πραγματικά χαρούμενος που κάνει τη συγκεκριμένη δουλειά; Ή, καλύτερα, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της έως τώρα σταδιοδρομίας του;
«Θα έλεγα η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι επιτέλους είχα καταφέρει να δημιουργήσω το δικό μου δίχτυ ασφαλείας» απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Ξέρεις, εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη ζουν μονίμως υπό καθεστώς φόβου. Φοβούνται ότι θα αρρωστήσουν σοβαρά, ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, ότι δε θα μπορέσουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους ή ότι δε θα είναι σε θέση να προσφέρουν στις οικογένειές τους. Το ξέρω καλά γιατί κι εγώ ζούσα με όλους αυτούς τους φόβους για πολλά χρόνια. Οπότε, για να επανέλθω στην ερώτησή σου, η στιγμή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος που κάνω αυτή τη δουλειά ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δε χρειαζόταν πια να ανησυχώ για τίποτα. Για να καταλάβεις, ο γιος μου φοιτά σε ένα από τα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, τα δίδακτρα του οποίου, όπως φαντάζεσαι, κοστίζουν μια ολόκληρη περιουσία. Είμαι όμως πια σε θέση να τα πληρώσω ακόμη κι αν αύριο το πρωί χάσω τη δουλειά μου...».
«Το δίχτυ ασφαλείας στο οποίο αναφέρεσαι, λοιπόν, είναι ένα χρηματικό ποσό που έχεις καταφέρει να συγκεντρώσεις;».
«Ναι».
«Αν επιτρέπεται, για τι ποσό μιλάμε;».
«Για 25 εκατομμύρια δολάρια».
«Σε αυτά περιλαμβάνονται ακίνητα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή αναφέρεσαι απλά σε χρήματα που βρίσκονται σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό;».
«Μιλάμε για χρήματα στην τράπεζα».
«Καθόλου άσχημα».
Ο άνθρωπος απέναντί μου γελάει. «Πράγματι, καθόλου άσχημα. Δε χωράει καμία αμφιβολία περί αυτού. Κι όμως, όλα αυτά δε διαφέρουν και πολύ από μια απλή μαθηματική πράξη, με την έννοια ότι κάποια στιγμή έκατσα και κατέγραψα σε ένα κομμάτι χαρτί τις ανάγκες μου και κυρίως τις υποχρεώσεις μου. Για παράδειγμα, τα λεφτά που θα χρειαστώ για να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου ή το ποσό που έχουν ανάγκη τα παιδιά μου για τις σπουδές τους. Η διαδικασία αυτή δεν είχε κάτι το μαγικό, μόνο άγχος. Μέχρι τη στιγμή που κατάφερα τελικά να πιάσω το στόχο μου».
Τα λόγια του με κάνουν να νιώσω μια μικρή μελαγχολία, που οφείλεται στη (μοιραία) σύγκριση της οικονομικής κατάστασής του με τη δική μου. Μια σύγκριση που προκύπτει εντελώς φυσιολογικά. Οι άνθρωποι άλλωστε και πολύ περισσότερο οι άντρες έχουν μια έμφυτη τάση να συγκρίνουν αυτό που έχουν μ’ εκείνο που απολαμβάνει ο πλησίον τους, από την περιφέρεια στήθους της συντρόφου τους και το μέγεθος της «προίκας» τους μέσα στο παντελόνι τους μέχρι το αυτοκίνητο που βρίσκεται παρκαρισμένο στο γκαράζ του σπιτιού και τα λεφτά που έχουν στην τράπεζα ή έστω παραχωμένα στο στρώμα.
Ο γενικός αυτός κανόνας φαίνεται να ισχύει στον υπερθετικό βαθμό και για τους «έχοντες και κατέχοντες» αυτού του κόσμου. Το μόνο που αλλάζει είναι η κλίμακα. «Ξέρεις, υπάρχουν πολλοί τύποι στην κάστα μου που θα ένιωθαν οίκτο αν γνώριζαν το ακριβές ποσό των καταθέσεών μου» λέει ο πλούσιος.
«Οίκτο; Για ποιο λόγο;».
«Επειδή θα θεωρούσαν ότι το ποσό που μόλις σου ανέφερα είναι πολύ μικρό. Πενταροδεκάρες για τα δεδομένα τους».
Στην επόμενη σελίδα ο τρίτος τρόπος για να μιλήσεις ειλικρινά για το χρήμα.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΥΓΕΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 24/10
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
jr. NBA LEAGUE... ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ