2016-10-29 08:40:09
Σύμφωνα μ’ έναν λαϊκό κινέζικο μύθο, τον πολύ παλιό καιρό, γη και ουρανός ήταν χωρισμένα μεταξύ τους αλλά ήταν ακόμα πολύ κοντά. Θεοί κατέβαιναν κι άνθρωποι ανέβαιναν όποτε τους έκανε κέφι.
Μια μέρα, ένας πιτσιρίκος έστησε τη σκάλα του κι ανέβηκε. Εκεί που τριγυρνούσε με τα χέρια στις τσέπες και χάζευε τα πέριξ, πέφτει πάνω στον Κίτρινο Αυτοκράτορα που έκανε τον πρωινό του περίπατο.
‘Καιαι…, πώς τα περνάτε εκεί κάτω, νεαρέ;’ ρώτησε ο Αυτοκράτορας, αφού αντάλλαξαν τις απαραίτητες ευγένειες.
‘Καλά, Κύριε.’, είπε το παιδί. ‘Μόνο λίγο βαρετά.’
‘Και τι τρώτε;’
‘Φύλλα από δέντρα και φύτρες από μπαμπού.’
‘Μμμ,’ σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας. ‘Πάρε αυτό το σακουλάκι και μοίρασε στο χωριό τους σπόρους που έχει μέσα. Φυτέψτε τους και θα ‘χετε να τρώτε πράματα πιο νόστιμα απ’ τα φύλλα. Εκτός αυτού, θα ‘χετε και δουλειά να κάνετε και δε θα μπερδεύεστε κάθε λίγο και λιγάκι στα πόδια μας.’
Το παιδί ευχαρίστησε, πήρε το σακουλάκι και γύρισε στη γη. Οι σπόροι φυτεύτηκαν, φύτρωσαν κι ωρίμασαν του κόσμου τα καλά: άσπρο ρύζι, μοβ ρύζι, κολλώδες ρύζι, σόργο, κεχρί, βρώμη, στάρι. Όταν, όμως, οι άνθρωποι επιχείρησαν να φάνε τα στάχυα όπως ήταν, δεν ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα. Ο Αυτοκράτορας του Ουρανού που είχε το νου του και είδε τι συνέβαινε, φώναξε το Πνεύμα του Αλέσματος.
‘Σύρε μια βόλτα κάτω,’ του είπε, ‘και δείξε σ’ αυτούς τους ανόητους τι να κάνουν με τα γεννήματα. Και πες τους, στις τρεις μέρες να τρώνε μια φορά.’
Το Πνεύμα του Αλέσματος, στη δουλειά του ήταν μάστορας αλλά, παραπέρα, δεν τού έκοβε και πολύ. Κατέβηκε λοιπόν, έδειξε στους ανθρώπους πώς να θερίζουν, πώς να αλωνίζουν, πώς να αλέθουν ό,τι χρειάζεται άλεσμα και πώς να βράζουν ό,τι θέλει βράσιμο. Καθώς έκανε να φύγει, κοντοστάθηκε.
‘Α!’, έκανε, ‘να μην το ξεχάσω: ο Μεγάλος είπε να τρώτε τρεις φορές τη μέρα.’
Γύρισε το Πνεύμα του Αλέσματος στον ουρανό κι οι άνθρωποι, πανευτυχείς, έκαναν ό,τι τούς είχε συμβουλέψει. Τα στομάχια γέμιζαν, καλογέμιζαν, παραγέμιζαν, κι ύστερα άδειαζαν. Κι ήρθε σιγά – σιγά η γη κι έγινε χαβούζα ένα πράμα, κι ανέβηκε η μπόχα ως τον ουρανό. Ένα πρωί, ξύπνησε ο Αυτοκράτορας, άνοιξε το παράθυρο κι έκανε να τεντωθεί να ξεμουδιάσει στον καθαρό αέρα. Άξαφνα, σούρωσε τη μύτη του με αηδία και μουρμούρισε:
‘Τι σκατά ζέχνει έτσι;…’
Μια κακή υποψία του μπήκε στο μυαλό. Βγήκε έξω, κοίταξε κατά τη γη, είδε ό,τι ήταν να δει και μετά έστειλε να πουν στο Πνεύμα του Αλέσματος να τσακιστεί να ‘ρθει αμέσως.
‘Δε μου λες παιδί μου’, τού είπε, δείχνοντας με ένα δάχτυλο που έτρεμε από θυμό κατά τη μεριά της γης, ‘πόσες φορές τους είπες να τρώνε;’
‘Όσες μου είπες, Ύψιστε’, απάντησε το Πνεύμα του Αλέσματος. ‘Τρεις φορές τη μέρα.’
‘Α, όσες σού είπα… Περιττώματα τα ‘κανες, άχρηστε!’, ξέσπασε ο Αυτοκράτορας, που πρόσεχε το λεξιλόγιό του μπροστά στους κατώτερους θεούς, για να μη δίνει δικαιώματα. ‘Και τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτή τη μπόχα, μου λες;;;’
Αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Άντε να πείσεις τους ανθρώπους που είχαν καλομάθει να τρώνε τρεις φορές τη μέρα, ν’ αρχίσουν να τρώνε μια φορά στις τρεις. Πήρε, λοιπόν την απόφαση ο Αυτοκράτορας, φώναξε τα καθ’ ύλην αρμόδια Πνεύματα και τούς έδωσε εντολή να σηκώσουν τον ουρανό όσο πιο ψηλά μπορεί να πάει.
Έκτοτε ζούμε εμείς οι άνθρωποι με τη μπόχα μας κι ο ουρανός είναι πολύ μακριά μας.
Πηγή
Tromaktiko
Μια μέρα, ένας πιτσιρίκος έστησε τη σκάλα του κι ανέβηκε. Εκεί που τριγυρνούσε με τα χέρια στις τσέπες και χάζευε τα πέριξ, πέφτει πάνω στον Κίτρινο Αυτοκράτορα που έκανε τον πρωινό του περίπατο.
‘Καιαι…, πώς τα περνάτε εκεί κάτω, νεαρέ;’ ρώτησε ο Αυτοκράτορας, αφού αντάλλαξαν τις απαραίτητες ευγένειες.
‘Καλά, Κύριε.’, είπε το παιδί. ‘Μόνο λίγο βαρετά.’
‘Και τι τρώτε;’
‘Φύλλα από δέντρα και φύτρες από μπαμπού.’
‘Μμμ,’ σκέφτηκε ο Αυτοκράτορας. ‘Πάρε αυτό το σακουλάκι και μοίρασε στο χωριό τους σπόρους που έχει μέσα. Φυτέψτε τους και θα ‘χετε να τρώτε πράματα πιο νόστιμα απ’ τα φύλλα. Εκτός αυτού, θα ‘χετε και δουλειά να κάνετε και δε θα μπερδεύεστε κάθε λίγο και λιγάκι στα πόδια μας.’
Το παιδί ευχαρίστησε, πήρε το σακουλάκι και γύρισε στη γη. Οι σπόροι φυτεύτηκαν, φύτρωσαν κι ωρίμασαν του κόσμου τα καλά: άσπρο ρύζι, μοβ ρύζι, κολλώδες ρύζι, σόργο, κεχρί, βρώμη, στάρι. Όταν, όμως, οι άνθρωποι επιχείρησαν να φάνε τα στάχυα όπως ήταν, δεν ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα. Ο Αυτοκράτορας του Ουρανού που είχε το νου του και είδε τι συνέβαινε, φώναξε το Πνεύμα του Αλέσματος.
‘Σύρε μια βόλτα κάτω,’ του είπε, ‘και δείξε σ’ αυτούς τους ανόητους τι να κάνουν με τα γεννήματα. Και πες τους, στις τρεις μέρες να τρώνε μια φορά.’
Το Πνεύμα του Αλέσματος, στη δουλειά του ήταν μάστορας αλλά, παραπέρα, δεν τού έκοβε και πολύ. Κατέβηκε λοιπόν, έδειξε στους ανθρώπους πώς να θερίζουν, πώς να αλωνίζουν, πώς να αλέθουν ό,τι χρειάζεται άλεσμα και πώς να βράζουν ό,τι θέλει βράσιμο. Καθώς έκανε να φύγει, κοντοστάθηκε.
‘Α!’, έκανε, ‘να μην το ξεχάσω: ο Μεγάλος είπε να τρώτε τρεις φορές τη μέρα.’
Γύρισε το Πνεύμα του Αλέσματος στον ουρανό κι οι άνθρωποι, πανευτυχείς, έκαναν ό,τι τούς είχε συμβουλέψει. Τα στομάχια γέμιζαν, καλογέμιζαν, παραγέμιζαν, κι ύστερα άδειαζαν. Κι ήρθε σιγά – σιγά η γη κι έγινε χαβούζα ένα πράμα, κι ανέβηκε η μπόχα ως τον ουρανό. Ένα πρωί, ξύπνησε ο Αυτοκράτορας, άνοιξε το παράθυρο κι έκανε να τεντωθεί να ξεμουδιάσει στον καθαρό αέρα. Άξαφνα, σούρωσε τη μύτη του με αηδία και μουρμούρισε:
‘Τι σκατά ζέχνει έτσι;…’
Μια κακή υποψία του μπήκε στο μυαλό. Βγήκε έξω, κοίταξε κατά τη γη, είδε ό,τι ήταν να δει και μετά έστειλε να πουν στο Πνεύμα του Αλέσματος να τσακιστεί να ‘ρθει αμέσως.
‘Δε μου λες παιδί μου’, τού είπε, δείχνοντας με ένα δάχτυλο που έτρεμε από θυμό κατά τη μεριά της γης, ‘πόσες φορές τους είπες να τρώνε;’
‘Όσες μου είπες, Ύψιστε’, απάντησε το Πνεύμα του Αλέσματος. ‘Τρεις φορές τη μέρα.’
‘Α, όσες σού είπα… Περιττώματα τα ‘κανες, άχρηστε!’, ξέσπασε ο Αυτοκράτορας, που πρόσεχε το λεξιλόγιό του μπροστά στους κατώτερους θεούς, για να μη δίνει δικαιώματα. ‘Και τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτή τη μπόχα, μου λες;;;’
Αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Άντε να πείσεις τους ανθρώπους που είχαν καλομάθει να τρώνε τρεις φορές τη μέρα, ν’ αρχίσουν να τρώνε μια φορά στις τρεις. Πήρε, λοιπόν την απόφαση ο Αυτοκράτορας, φώναξε τα καθ’ ύλην αρμόδια Πνεύματα και τούς έδωσε εντολή να σηκώσουν τον ουρανό όσο πιο ψηλά μπορεί να πάει.
Έκτοτε ζούμε εμείς οι άνθρωποι με τη μπόχα μας κι ο ουρανός είναι πολύ μακριά μας.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Ιταλός υπ. Οικονομικών εξηγεί την απόκλιση από τους στόχους
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ