2016-12-01 18:13:22
Χωρίς αμφιβολία είναι το πιο διάσημο πιστόλι στην ιστορία της λογοτεχνίας. Την Τετάρτη, 30 Νοεμβρίου, το πιστόλι τέθηκε σε δημοπρασία και πουλήθηκε έναντι ...435.000 ευρώ! Σύντομη αναδρομή: Το πιστόλι χρησιμοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου 1873, στις οδό Brasseurs, στις Βρυξέλλες. Σε ένα δωμάτιο που μοιράζεται με τον νεαρό εραστή του Αρθούρο Ρεμπώ, ο Πολ Βερλαίν, κρατώντας ένα πιστόλι στο χέρι, φωνάζει:
«Ε, να λοιπόν, αφού θέλεις να φύγεις!». Του ρίχνει δύο σφαίρες. Ο Ρεμπώ τραυματίζεται στο χέρι, μια άλλη σφαίρα καταλήγει στον τοίχο.
Αυτή η εμβληματική ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, ζωντάνεψε την Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, στην αίθουσα δημοπρασιών Christie's, μπροστά στο πιστόλι που βρισκόταν εκεί για πώληση.
Ρεμπώ και Βερλαίν
Ο Ζαν Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ που γεννήθηκε στην αγροτική πόλη Σαρβίλ των Αρδενών τον Σεπτέμβριο του 1871 φθάνει στο Παρίσι προκειμένου να τον φιλοξενήσει ο ποιητής Πολ Βερλέν, στον οποίο είχε στείλει με αλληλογραφία μερικά ποιήματά του. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Βερλέν είχε παντρευτεί την φτωχή Ματίλντ, 17 χρόνια μικρότερή του, με την οποία είχε αποκτήσει ένα παιδί. Εκείνη όμως μετά την εγκυμοσύνη ασχήμυνε και ο Βερλέν πολύ γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον του γι αυτήν.
Ένα βράδυ κατά την διάρκεια των γεγονότων της Κομμούνας του Παρισιού, ο Βερλέν κλήθηκε στο πλευρό της μητέρας του. Λόγω όμως της παροιμιώδους δειλίας του, αντί να πάει αυτός στέλνει την Ματίλντ, η οποία κινδύνευσε αρκετές φορές να τραυματισθεί από τα πυρά των αντιμαχόμενων πλευρών στα οδοφράγματα του Παρισιού.
Την εποχή εκείνη ο Βερλέν δούλευε ως δημόσιος υπάλληλος στο Παρίσι και μόλις σχολούσε, μεθούσε πίνοντας αψέντι, γύρναγε αργά στο σπίτι και έπεφτε με τις κάλτσες στο κρεβάτι για να κακοποιήσει την Ματίλντ. Στην συνέχεια κοιμόταν ροχαλίζοντας. Όταν εκείνη παραπονιέται, εκείνος την χτυπά. Όταν δεν παραπονιέται, εκείνος πάλι την χτυπά. Ακόμα χειρότερα. Πετάει το μωρό το πάτωμα. Όταν όμως είναι ξεμέθυστος, γίνεται πάλι γλυκός και σεμνός. Γράφει ποιήματα για τον ανθρώπινο πόνο.
«Η μητέρα του Βερλέν έκανε τρεις αποβολές και κρατούσε τα έμβρυα σε βάζα, τους μιλούσε... Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγαλώνει ο μικρός Βερλέν ο οποίος είναι απίστευτα άσχημος. Είναι ο σωσίας των νεκρών εμβρύων, όπως του έλεγε συχνά η μητέρα του. Εκείνος πάλι αγαπά τις γυναίκες, τις έχει ανάγκη. Αυτές όμως ποτέ δεν τον θεώρησαν όμορφο. «Ο έρωτας της ζωής του ήταν η ξαδέλφη του Ελίζα την οποία είχε υιοθετήσει η μητέρα του. Η Ελίζα παντρεύτηκε έναν ζαχαροπλάστη και στη συνέχεια πέθανε στη γέννα. Ο Βερλέν ήταν πολύ συναισθηματικός, η περιφρόνηση όμως των γυναικών προς το πρόσωπό του, τον οδήγησε πολύ γρήγορα στους οίκους ανοχής, μετά παντρεύτηκε την πολύ μικρότερή του Ματίλντ, ύστερα είχε ερωτικές σχέσεις με άντρες και προς το τέλος της ζωής του ξαναγύρισε στις πόρνες», γράφει ο εικαστικός ο Ζαν Πιερ Ζενό στις Βρυξέλλες.
Πιστόλι επτά χιλιοστών με έξι σφαίρες
Όπως γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικαλούμενο δημοσιεύματα σε Le nouvel Observateur και Madame Figaro, έπειτα από ένα διάστημα αθώας ποιητικής συντροφιάς, οι Βερλέν και Ρεμπώ ερωτεύονται ο ένας τον άλλον. Τον Ιανουάριο του 1872 ο Βερλέν εντυπωσιασμένος από τον νεαρό χωρικό με την έντονη προφορά των Αρδενών αποφασίζει να τον «εγκαταστήσει» στο σπίτι του. Ξέρει ότι ο 17χρονος Ρεμπώ είναι αμφιφυλόφιλος.
Για αρκετούς μήνες οι δύο ποιητές μαζί με τη Ματίλντ ζουν ένα καταστροφικό τρίο «πνιγμένο» στην μαζική κατανάλωση αψέντι. Η Ματίλντ παρακολουθεί τα γράμματα και τα ποιήματα που ανταλλάσουν οι δύο εραστές. Νοιώθει ταπεινωμένη. Τον Ιούλιο του 1872 οι Ρεμπώ και Βερλέν φεύγουν για τις Βρυξέλλες. «Πρόκειται περισσότερο για απαγωγή του Βερλέν από τον Ρεμπώ ο οποίος είχε βαρεθεί το Παρίσι, ενώ ο Βερλέν ήταν πιο διστακτικός», εξηγεί ο γάλλος ιστορικός Λεφρέρ.
Η αυτοεξορία τους αποδεικνύεται επεισοδιακή. Οι δύο νέοι άνδρες τον περισσότερο καιρό είναι λιώμα στο μεθύσι, μάλιστα κάποια στιγμή ο Ρεμπώ προσπάθησε, όπως λένε, να μαχαιρώσει τον Βερλέν. Και φθάνουμε στην κρίσιμη ημέρα, εκείνη της 10ης Ιουλίου του 1873. Κάνει αφόρητη ζέστη. Στις εννέα το πρωί ο Βερλέν μπαίνει σε ένα κατάστημα όπλων και έναντι 23 φράγκων αγοράζει ένα πιστόλι 7 χιλιοστών που παίρνει έξι σφαίρες. Σκοπεύει να αυτοκτονήσει.
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο που μοιράζεται με τον εραστή του, γράφει γράμματα στους φίλους του, στην μητέρα του, ακόμα και στην μητέρα του Ρεμπώ λέγοντας τους «Θα σκοτωθώ». Στη συνέχεια περνάει το υπόλοιπο της ημέρας πίνοντας. Μετά το γεύμα, ο Ρεμπώ ανακοινώνει στον Βερλέν ότι θέλει να τον εγκαταλείψει. Τρελαμένος από τον πόνο του έρωτα ο Βερλέν, τού κλείνει την πόρτα και βγάζει το πιστόλι και φωνάζει: «Αυτό είναι για σένα, αφού με αφήνεις». Πυροβολεί δύο φορές, η μία σφαίρα χτυπάει στο ταβάνι και η άλλη το μπράτσο του Ρεμπώ.
Όταν ο Ρεμπώ παίρνει εξιτήριο από το νοσοκομείο, επαναλαμβάνει στον Βερλέν ότι θέλει να φύγει. Κατευθύνονται στον σιδηροδρομικό σταθμό. Στην πλατεία Ρουπ ο Βερλέν τον πλησιάζει και βάζει το χέρι του στην τσέπη. Ο Ρεμπώ νομίζει ότι θα βγάλει πάλι όπλο και τρομαγμένος ορμά πάνω σε έναν αστυνομικό που περνάει εκείνη τη στιγμή δίπλα τους.
Ο Βερλέν καταδικάστηκε στη μέγιστη τότε ποινή των δύο χρόνων, καθώς η ομοφυλοφιλία αποτελούσε επιβαρυντικό στοιχείο. Επιπλέον μία έκθεση που φθάνει στις Βρυξέλλες από το Παρίσι χαρακτηρίζει τον Βερλέν «Κομμουνάρο». Οι Βρυξέλλες εκείνη την περίοδο αποτελούσαν καταφύγιο για τους υποστηρικτές της παρισινής κομμούνας. Ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση δεν έδειξε καμιά ανοχή. Ζήτησε μάλιστα ο Βερλέν να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση προκειμένου να αποδειχθεί η ομοφυλοφιλία του. Η έκθεση αποτελεί κόλαφο για τον λεπτοκαμωμένο ποιητή. Ο Βερλέν είναι ομοφυλόφιλος, ενεργητικός και παθητικός.
Ο Βερλέν περνά 555 ημέρες στη φυλακή, μακριά από τα μπαρ και τα μπουκάλια αψέντι. Χάνει τα πάντα: γυναίκα, παιδί, εραστή. Ωστόσο η φυλακή του κάνει καλό. «Βάζει σε τάξη το εαυτό του και αντιλαμβάνεται αυτό για το οποίο είναι γεννημένος», λέει ο Ζενό. Γράφει πολλά ποιήματα τα οποία προσπαθεί να δημοσιεύσει και αργότερα συμπεριλαμβάνει σε ποιητικές συλλογές. Ο βίαιος χωρισμός ήταν η κύρια αιτία που οι Ρεμπώ- Βερλέν έγραψαν τα αριστουργήματά τους.
Την ίδια περίοδο, ο Ρεμπώ επιστρέφει στο πατρικό του και γράφει το αυτοβιογραφικό «Μία εποχή στην κόλαση». Ο Βερλέν μετά την αποφυλάκισή του αυτοεξορίζεται στην Αγγλία και επιστρέφει έπειτα από δέκα χρόνια στον κόσμο της ποίησης. «Ο Ρεμπώ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η λογοτεχνία ήταν κάτι απαγορευμένο για αυτόν», αναφέρει ο Ζενό.
Μία λεπτομέρεια ελάχιστα γνωστή: όταν ο Βερλέν βγαίνει από την φυλακή, συνεχίζει να αλληλογραφεί με τον Ρεμπώ. Το παιδί-θαύμα, όπως τον αποκαλούσαν, εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να εκβιάσει τον Βερλέν και του ζητά χρήματα.
«Συνέχιζαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, η αγάπη τους όμως δεν ήταν πλέον αμοιβαία», λέει ο Λεφρέφ. Ο Βερλέν παρέμεινε παθιασμένος με τον Ρεμπώ για όλη του τη ζωή, προσπαθώντας να κάνει γνωστό το έργο του Ρεμπώ. Για τον Ρεμπώ, η σχέση τους ήταν απλά ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος».
Tromaktiko
«Ε, να λοιπόν, αφού θέλεις να φύγεις!». Του ρίχνει δύο σφαίρες. Ο Ρεμπώ τραυματίζεται στο χέρι, μια άλλη σφαίρα καταλήγει στον τοίχο.
Αυτή η εμβληματική ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, ζωντάνεψε την Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, στην αίθουσα δημοπρασιών Christie's, μπροστά στο πιστόλι που βρισκόταν εκεί για πώληση.
Ρεμπώ και Βερλαίν
Ο Ζαν Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ που γεννήθηκε στην αγροτική πόλη Σαρβίλ των Αρδενών τον Σεπτέμβριο του 1871 φθάνει στο Παρίσι προκειμένου να τον φιλοξενήσει ο ποιητής Πολ Βερλέν, στον οποίο είχε στείλει με αλληλογραφία μερικά ποιήματά του. Ένα χρόνο νωρίτερα ο Βερλέν είχε παντρευτεί την φτωχή Ματίλντ, 17 χρόνια μικρότερή του, με την οποία είχε αποκτήσει ένα παιδί. Εκείνη όμως μετά την εγκυμοσύνη ασχήμυνε και ο Βερλέν πολύ γρήγορα έχασε το ενδιαφέρον του γι αυτήν.
Ένα βράδυ κατά την διάρκεια των γεγονότων της Κομμούνας του Παρισιού, ο Βερλέν κλήθηκε στο πλευρό της μητέρας του. Λόγω όμως της παροιμιώδους δειλίας του, αντί να πάει αυτός στέλνει την Ματίλντ, η οποία κινδύνευσε αρκετές φορές να τραυματισθεί από τα πυρά των αντιμαχόμενων πλευρών στα οδοφράγματα του Παρισιού.
Την εποχή εκείνη ο Βερλέν δούλευε ως δημόσιος υπάλληλος στο Παρίσι και μόλις σχολούσε, μεθούσε πίνοντας αψέντι, γύρναγε αργά στο σπίτι και έπεφτε με τις κάλτσες στο κρεβάτι για να κακοποιήσει την Ματίλντ. Στην συνέχεια κοιμόταν ροχαλίζοντας. Όταν εκείνη παραπονιέται, εκείνος την χτυπά. Όταν δεν παραπονιέται, εκείνος πάλι την χτυπά. Ακόμα χειρότερα. Πετάει το μωρό το πάτωμα. Όταν όμως είναι ξεμέθυστος, γίνεται πάλι γλυκός και σεμνός. Γράφει ποιήματα για τον ανθρώπινο πόνο.
«Η μητέρα του Βερλέν έκανε τρεις αποβολές και κρατούσε τα έμβρυα σε βάζα, τους μιλούσε... Μέσα σε αυτό το περιβάλλον μεγαλώνει ο μικρός Βερλέν ο οποίος είναι απίστευτα άσχημος. Είναι ο σωσίας των νεκρών εμβρύων, όπως του έλεγε συχνά η μητέρα του. Εκείνος πάλι αγαπά τις γυναίκες, τις έχει ανάγκη. Αυτές όμως ποτέ δεν τον θεώρησαν όμορφο. «Ο έρωτας της ζωής του ήταν η ξαδέλφη του Ελίζα την οποία είχε υιοθετήσει η μητέρα του. Η Ελίζα παντρεύτηκε έναν ζαχαροπλάστη και στη συνέχεια πέθανε στη γέννα. Ο Βερλέν ήταν πολύ συναισθηματικός, η περιφρόνηση όμως των γυναικών προς το πρόσωπό του, τον οδήγησε πολύ γρήγορα στους οίκους ανοχής, μετά παντρεύτηκε την πολύ μικρότερή του Ματίλντ, ύστερα είχε ερωτικές σχέσεις με άντρες και προς το τέλος της ζωής του ξαναγύρισε στις πόρνες», γράφει ο εικαστικός ο Ζαν Πιερ Ζενό στις Βρυξέλλες.
Πιστόλι επτά χιλιοστών με έξι σφαίρες
Όπως γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικαλούμενο δημοσιεύματα σε Le nouvel Observateur και Madame Figaro, έπειτα από ένα διάστημα αθώας ποιητικής συντροφιάς, οι Βερλέν και Ρεμπώ ερωτεύονται ο ένας τον άλλον. Τον Ιανουάριο του 1872 ο Βερλέν εντυπωσιασμένος από τον νεαρό χωρικό με την έντονη προφορά των Αρδενών αποφασίζει να τον «εγκαταστήσει» στο σπίτι του. Ξέρει ότι ο 17χρονος Ρεμπώ είναι αμφιφυλόφιλος.
Για αρκετούς μήνες οι δύο ποιητές μαζί με τη Ματίλντ ζουν ένα καταστροφικό τρίο «πνιγμένο» στην μαζική κατανάλωση αψέντι. Η Ματίλντ παρακολουθεί τα γράμματα και τα ποιήματα που ανταλλάσουν οι δύο εραστές. Νοιώθει ταπεινωμένη. Τον Ιούλιο του 1872 οι Ρεμπώ και Βερλέν φεύγουν για τις Βρυξέλλες. «Πρόκειται περισσότερο για απαγωγή του Βερλέν από τον Ρεμπώ ο οποίος είχε βαρεθεί το Παρίσι, ενώ ο Βερλέν ήταν πιο διστακτικός», εξηγεί ο γάλλος ιστορικός Λεφρέρ.
Η αυτοεξορία τους αποδεικνύεται επεισοδιακή. Οι δύο νέοι άνδρες τον περισσότερο καιρό είναι λιώμα στο μεθύσι, μάλιστα κάποια στιγμή ο Ρεμπώ προσπάθησε, όπως λένε, να μαχαιρώσει τον Βερλέν. Και φθάνουμε στην κρίσιμη ημέρα, εκείνη της 10ης Ιουλίου του 1873. Κάνει αφόρητη ζέστη. Στις εννέα το πρωί ο Βερλέν μπαίνει σε ένα κατάστημα όπλων και έναντι 23 φράγκων αγοράζει ένα πιστόλι 7 χιλιοστών που παίρνει έξι σφαίρες. Σκοπεύει να αυτοκτονήσει.
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο που μοιράζεται με τον εραστή του, γράφει γράμματα στους φίλους του, στην μητέρα του, ακόμα και στην μητέρα του Ρεμπώ λέγοντας τους «Θα σκοτωθώ». Στη συνέχεια περνάει το υπόλοιπο της ημέρας πίνοντας. Μετά το γεύμα, ο Ρεμπώ ανακοινώνει στον Βερλέν ότι θέλει να τον εγκαταλείψει. Τρελαμένος από τον πόνο του έρωτα ο Βερλέν, τού κλείνει την πόρτα και βγάζει το πιστόλι και φωνάζει: «Αυτό είναι για σένα, αφού με αφήνεις». Πυροβολεί δύο φορές, η μία σφαίρα χτυπάει στο ταβάνι και η άλλη το μπράτσο του Ρεμπώ.
Όταν ο Ρεμπώ παίρνει εξιτήριο από το νοσοκομείο, επαναλαμβάνει στον Βερλέν ότι θέλει να φύγει. Κατευθύνονται στον σιδηροδρομικό σταθμό. Στην πλατεία Ρουπ ο Βερλέν τον πλησιάζει και βάζει το χέρι του στην τσέπη. Ο Ρεμπώ νομίζει ότι θα βγάλει πάλι όπλο και τρομαγμένος ορμά πάνω σε έναν αστυνομικό που περνάει εκείνη τη στιγμή δίπλα τους.
Ο Βερλέν καταδικάστηκε στη μέγιστη τότε ποινή των δύο χρόνων, καθώς η ομοφυλοφιλία αποτελούσε επιβαρυντικό στοιχείο. Επιπλέον μία έκθεση που φθάνει στις Βρυξέλλες από το Παρίσι χαρακτηρίζει τον Βερλέν «Κομμουνάρο». Οι Βρυξέλλες εκείνη την περίοδο αποτελούσαν καταφύγιο για τους υποστηρικτές της παρισινής κομμούνας. Ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση δεν έδειξε καμιά ανοχή. Ζήτησε μάλιστα ο Βερλέν να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση προκειμένου να αποδειχθεί η ομοφυλοφιλία του. Η έκθεση αποτελεί κόλαφο για τον λεπτοκαμωμένο ποιητή. Ο Βερλέν είναι ομοφυλόφιλος, ενεργητικός και παθητικός.
Ο Βερλέν περνά 555 ημέρες στη φυλακή, μακριά από τα μπαρ και τα μπουκάλια αψέντι. Χάνει τα πάντα: γυναίκα, παιδί, εραστή. Ωστόσο η φυλακή του κάνει καλό. «Βάζει σε τάξη το εαυτό του και αντιλαμβάνεται αυτό για το οποίο είναι γεννημένος», λέει ο Ζενό. Γράφει πολλά ποιήματα τα οποία προσπαθεί να δημοσιεύσει και αργότερα συμπεριλαμβάνει σε ποιητικές συλλογές. Ο βίαιος χωρισμός ήταν η κύρια αιτία που οι Ρεμπώ- Βερλέν έγραψαν τα αριστουργήματά τους.
Την ίδια περίοδο, ο Ρεμπώ επιστρέφει στο πατρικό του και γράφει το αυτοβιογραφικό «Μία εποχή στην κόλαση». Ο Βερλέν μετά την αποφυλάκισή του αυτοεξορίζεται στην Αγγλία και επιστρέφει έπειτα από δέκα χρόνια στον κόσμο της ποίησης. «Ο Ρεμπώ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η λογοτεχνία ήταν κάτι απαγορευμένο για αυτόν», αναφέρει ο Ζενό.
Μία λεπτομέρεια ελάχιστα γνωστή: όταν ο Βερλέν βγαίνει από την φυλακή, συνεχίζει να αλληλογραφεί με τον Ρεμπώ. Το παιδί-θαύμα, όπως τον αποκαλούσαν, εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να εκβιάσει τον Βερλέν και του ζητά χρήματα.
«Συνέχιζαν να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, η αγάπη τους όμως δεν ήταν πλέον αμοιβαία», λέει ο Λεφρέφ. Ο Βερλέν παρέμεινε παθιασμένος με τον Ρεμπώ για όλη του τη ζωή, προσπαθώντας να κάνει γνωστό το έργο του Ρεμπώ. Για τον Ρεμπώ, η σχέση τους ήταν απλά ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος».
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ετήσια Ενημερωτική Ημερίδα Ξένων Ακολούθων Άμυνας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ