2017-01-02 18:03:06
Τον Ιούνιο του 1961 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του ξενοδοχείου της Πάρνηθας. Παρόντες ήταν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Σοφοκλής Βενιζέλος, ξένοι δημοσιογράφοι και ηθοποιοί από το εξωτερικό όπως ο Κουρτ Γιούργκενς, ο Αμαντέο Νατσάρι και ο Μισελίν Πρελ.
Το «Μον Παρνές», όπως ονομάστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποτελούσε μεγαλεπήβολο σχέδιο της κυβέρνησης με στόχο να ενισχυθεί η τουριστική ανάπτυξη της χώρας. Αν και πολλοί χαρακτήρισαν το κτίριο «έκτρωμα», ήταν από τα πρώτα πολυτελή ξενοδοχεία της Αττικής, το οποίο κατασκευάστηκε με σκοπό να γίνει το χειμερινό καταφύγιο των Αθηναίων αλλά και των Ευρωπαίων. Το πρότυπο ήταν η τουριστική ανάπτυξη των Άλπεων.
Χτίστηκε σε υψόμετρο 1.078 μέτρων στην τοποθεσία Μαυροβούνι της Πάρνηθας και διέθετε
εστιατόρια, μίνι γκολφ, κινηματογράφο, κολυμβητήριο και γήπεδο τένις. Το έργο κόστισε αρκετά εκατομμύρια και οι πολιτικοί της εποχής βρήκα αφορμή για τον καθιερωμένο καυγά. Οι αντίπαλοι κατηγόρησαν την κυβέρνηση Καραμανλή για υπερβολικές σπατάλες.
Η αριστερά έκανε λόγο για το «το παλάτι που έχτισε ο Καραμανλής με το αίμα του λαού»και η κυβέρνηση υπερασπίστηκε το όραμά της για «μια Ελλάδα που βλέπει και την ανάπτυξη μέσω των υψηλών πορτοφολιών». Μετά την κατασκευή του ξενοδοχείου, το Νομαρχιακό Ταμείο Αττικής αποφάσισε την κατασκευή σύγχρονου δρόμου από την Αθήνα για την Πάρνηθα, ώστε να εξυπηρετούνται όσοι θα «ανέβαιναν στο βουνό». Καθημερινά τα λεωφορεία ξεκινούσαν στις 12 το μεσημέρι και στις 6 το απόγευμα από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», για να μεταφέρουν τους εκδρομείς και η διοίκηση του ξενοδοχείου προχώρησε σε οικογενειακές εκπτώσεις προκειμένου να προσελκύσει την «καλή» αθηναϊκή κοινωνία.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες για διευκόλυνση των επισκεπτών και τη συχνή διαφήμιση στον
τύπο, η κίνηση του ξενοδοχείου ήταν μειωμένη και υπήρξαν σκέψεις να μετατραπεί σε σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, λειτουργούσε πλέον μόνο την καλοκαιρινή σεζόν και οι πελάτες ήταν ελάχιστοι. Το 1964 ο γενικός γραμματέας του ΕΟΤ, Δ. Παπαευστρατίου, ανακοίνωσε την κατασκευή του τελεφερίκ της Πάρνηθας, το οποίο θα ξεκινούσε από τη βάση του βουνού και θα κατέληγε στην κορυφή, εκεί όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο. Η επένδυση κινδύνευε να βουλιάξει και να εξελιχθεί σε φιάσκο. Τέλη της δεκαετίας του ‘60 αποφασίστηκε να γίνει καζίνο μέσα στο ξενοδοχείο.
Το ξενοδοχείο παραχωρήθηκε στον Κύπριο επιχειρηματία Φρίξο Δημητρίου και το 1971 το πρώτο καζίνο της Αττικής ήταν γεγονός. Στα εγκαίνια του παραβρέθηκαν 2.000 καλεσμένοι και η
κοσμική Αθήνα είχε βρει το καινούργιο της στέκι. Το καζίνο κατάφερε να προσελκύσει τους Αθηναίους και όχι μόνο και το ξενοδοχείο έκλεισε έπειτα από τρία χρόνια. Οι Αθηναίοι ανέβαιναν «στο βουνό» για να διασκεδάσουν παίζοντας ρουλέτα, φρουτάκια και μπλακ τζακ.
Η «απαγόρευση» της εισόδου
Δεν είχαν όλοι το δικαίωμα να παίξουν στο καζίνο της Πάρνηθας. Η είσοδος απαγορευόταν στους δημοσίους υπαλλήλους και σε όσους είχαν χαμηλή φορολογική δήλωση. Οι πελάτες έπρεπε να είναι καλοντυμένοι και ευπρεπείς, γι’αυτό όσοι είχαν αποκτήσει κάρτα μέλους του καζίνου θεωρείτο ότι ανήκαν στην υψηλή κοινωνία, δηλαδή στους εύπορους. Χαρακτηριστικά, ο κρουπιέρης Δημήτρης Δηλιγιάννης είχε αναφέρει στη Μηχανή του Χρόνουότι οι μάρκες του καζίνου ήταν πιο ισχυρές και από το νόμισμα και κάποιοι τις χρησιμοποιούσαν ακόμη και για καθημερινές
συναλλαγές. Στα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν οι Αθηναίοι φορούσαν τα καλά τους και περνούσαν όλο το βράδυ στο καζίνο.
Η βραδιά περιελάμβανε φαγητό από τους καλύτερους σεφ, μουσική από γνωστούς τραγουδιστές και φυσικά τζόγο. Ένας από τους γνωστούς πελάτες του καζίνου, σύμφωνα με τον κρουπιέρη Δηλιγιάννη, ήταν και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο οποίος έπαιζε μικροποσά για να περάσει ευχάριστα την ώρα του. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν το πουτουπάγκο. Φυσικά ήταν ένας από τους πολλούς καλλιτέχνες που διασκέδαζαν στο βουνό για να ξεφύγουν από την πίεση της δουλειάς. Όταν τελείωνε, πήγαινε στην ταβέρνα που ήταν στον κάτω όροφο, συζητούσε με τους πελάτες και τους εργαζομένους, έλεγε ανέκδοτα και πολλές φορές έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε.
Ο τύπος που ήρθε με ψίχουλα και κέρδισε 60 εκατομμύρια
Ο κρουπιέρης Δηλιγιάννης θυμόταν χαρακτηριστικά έναν πελάτη που είχε παίξει στο καζίνο, τις γιορτινές ημέρες, ελάχιστα χρήματα και είχε κερδίσει 60.000.000 δραχμές. Βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, εξαιτίας κάποιου οικογενειακού θέματος και ξεκίνησε να παίζει μπλακ τζακ με μάρκες 50 δραχμών, η οποία ήταν η χαμηλότερη μάρκα που υπήρχε.
Στην πορεία του παιχνιδιού κέρδισε σταδιακά μάρκες των 100, των 500, των 1000 δραχμών και σε κάποια στιγμή έφτασε να κερδίζει 60 εκατομμύρια δραχμές. Ωστόσο, απορροφήθηκε από το παιχνίδι και συνέχισε να παίζει, παρά τις προτροπές των υπολοίπων να σταματήσει. Το βράδυ κοιμήθηκε σε καναπέ και την επόμενη ημέρα συνέχισε να παίζει. Αυτή τη φορά, όμως, έχανε. Παρέμεινε στο καζίνο 3-4 ημέρες και πολλοί έβαζαν στοιχήματα πότε θα τα παρατήσει.
Μόλις τελείωσαν όλα τα λεφτά που είχε κερδίσει, έφυγε. Στην ουσία δεν είχε χάσει τίποτα, καθώς είχε έρθει με ελάχιστα χρήματα. Απλά αγνόησε τον κανόνα που όλοι γνώριζαν και οι περισσότεροι περιφρονούσαν. Σταμάτα όσο κερδίζεις.
Η Πάρνηθα λόγω της απόστασης και των περιορισμών δεν προσέλκυσε μαζικά τον κόσμο. Σταδιακά αναπτύχθηκε και η ιδέα του υγιούς τζόγου και της ελεγχόμενης διασκέδασης. «Παίξε όσα αντέχεις να χάσεις και όχι όσα έχεις». Κάτι που ισχύει ακόμη, πολύ περισσότερο σήμερα που ο καθένας μπορεί να ποντάρει ή να παίξει στοιχήματα από το κομπιούτερ του.
Πηγή
Tromaktiko
Το «Μον Παρνές», όπως ονομάστηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποτελούσε μεγαλεπήβολο σχέδιο της κυβέρνησης με στόχο να ενισχυθεί η τουριστική ανάπτυξη της χώρας. Αν και πολλοί χαρακτήρισαν το κτίριο «έκτρωμα», ήταν από τα πρώτα πολυτελή ξενοδοχεία της Αττικής, το οποίο κατασκευάστηκε με σκοπό να γίνει το χειμερινό καταφύγιο των Αθηναίων αλλά και των Ευρωπαίων. Το πρότυπο ήταν η τουριστική ανάπτυξη των Άλπεων.
Χτίστηκε σε υψόμετρο 1.078 μέτρων στην τοποθεσία Μαυροβούνι της Πάρνηθας και διέθετε
εστιατόρια, μίνι γκολφ, κινηματογράφο, κολυμβητήριο και γήπεδο τένις. Το έργο κόστισε αρκετά εκατομμύρια και οι πολιτικοί της εποχής βρήκα αφορμή για τον καθιερωμένο καυγά. Οι αντίπαλοι κατηγόρησαν την κυβέρνηση Καραμανλή για υπερβολικές σπατάλες.
Η αριστερά έκανε λόγο για το «το παλάτι που έχτισε ο Καραμανλής με το αίμα του λαού»και η κυβέρνηση υπερασπίστηκε το όραμά της για «μια Ελλάδα που βλέπει και την ανάπτυξη μέσω των υψηλών πορτοφολιών». Μετά την κατασκευή του ξενοδοχείου, το Νομαρχιακό Ταμείο Αττικής αποφάσισε την κατασκευή σύγχρονου δρόμου από την Αθήνα για την Πάρνηθα, ώστε να εξυπηρετούνται όσοι θα «ανέβαιναν στο βουνό». Καθημερινά τα λεωφορεία ξεκινούσαν στις 12 το μεσημέρι και στις 6 το απόγευμα από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», για να μεταφέρουν τους εκδρομείς και η διοίκηση του ξενοδοχείου προχώρησε σε οικογενειακές εκπτώσεις προκειμένου να προσελκύσει την «καλή» αθηναϊκή κοινωνία.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες για διευκόλυνση των επισκεπτών και τη συχνή διαφήμιση στον
τύπο, η κίνηση του ξενοδοχείου ήταν μειωμένη και υπήρξαν σκέψεις να μετατραπεί σε σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Λίγους μήνες αργότερα, λειτουργούσε πλέον μόνο την καλοκαιρινή σεζόν και οι πελάτες ήταν ελάχιστοι. Το 1964 ο γενικός γραμματέας του ΕΟΤ, Δ. Παπαευστρατίου, ανακοίνωσε την κατασκευή του τελεφερίκ της Πάρνηθας, το οποίο θα ξεκινούσε από τη βάση του βουνού και θα κατέληγε στην κορυφή, εκεί όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο. Η επένδυση κινδύνευε να βουλιάξει και να εξελιχθεί σε φιάσκο. Τέλη της δεκαετίας του ‘60 αποφασίστηκε να γίνει καζίνο μέσα στο ξενοδοχείο.
Το ξενοδοχείο παραχωρήθηκε στον Κύπριο επιχειρηματία Φρίξο Δημητρίου και το 1971 το πρώτο καζίνο της Αττικής ήταν γεγονός. Στα εγκαίνια του παραβρέθηκαν 2.000 καλεσμένοι και η
κοσμική Αθήνα είχε βρει το καινούργιο της στέκι. Το καζίνο κατάφερε να προσελκύσει τους Αθηναίους και όχι μόνο και το ξενοδοχείο έκλεισε έπειτα από τρία χρόνια. Οι Αθηναίοι ανέβαιναν «στο βουνό» για να διασκεδάσουν παίζοντας ρουλέτα, φρουτάκια και μπλακ τζακ.
Η «απαγόρευση» της εισόδου
Δεν είχαν όλοι το δικαίωμα να παίξουν στο καζίνο της Πάρνηθας. Η είσοδος απαγορευόταν στους δημοσίους υπαλλήλους και σε όσους είχαν χαμηλή φορολογική δήλωση. Οι πελάτες έπρεπε να είναι καλοντυμένοι και ευπρεπείς, γι’αυτό όσοι είχαν αποκτήσει κάρτα μέλους του καζίνου θεωρείτο ότι ανήκαν στην υψηλή κοινωνία, δηλαδή στους εύπορους. Χαρακτηριστικά, ο κρουπιέρης Δημήτρης Δηλιγιάννης είχε αναφέρει στη Μηχανή του Χρόνουότι οι μάρκες του καζίνου ήταν πιο ισχυρές και από το νόμισμα και κάποιοι τις χρησιμοποιούσαν ακόμη και για καθημερινές
συναλλαγές. Στα πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν οι Αθηναίοι φορούσαν τα καλά τους και περνούσαν όλο το βράδυ στο καζίνο.
Η βραδιά περιελάμβανε φαγητό από τους καλύτερους σεφ, μουσική από γνωστούς τραγουδιστές και φυσικά τζόγο. Ένας από τους γνωστούς πελάτες του καζίνου, σύμφωνα με τον κρουπιέρη Δηλιγιάννη, ήταν και ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο οποίος έπαιζε μικροποσά για να περάσει ευχάριστα την ώρα του. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν το πουτουπάγκο. Φυσικά ήταν ένας από τους πολλούς καλλιτέχνες που διασκέδαζαν στο βουνό για να ξεφύγουν από την πίεση της δουλειάς. Όταν τελείωνε, πήγαινε στην ταβέρνα που ήταν στον κάτω όροφο, συζητούσε με τους πελάτες και τους εργαζομένους, έλεγε ανέκδοτα και πολλές φορές έπαιρνε το μικρόφωνο και τραγουδούσε.
Ο τύπος που ήρθε με ψίχουλα και κέρδισε 60 εκατομμύρια
Ο κρουπιέρης Δηλιγιάννης θυμόταν χαρακτηριστικά έναν πελάτη που είχε παίξει στο καζίνο, τις γιορτινές ημέρες, ελάχιστα χρήματα και είχε κερδίσει 60.000.000 δραχμές. Βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, εξαιτίας κάποιου οικογενειακού θέματος και ξεκίνησε να παίζει μπλακ τζακ με μάρκες 50 δραχμών, η οποία ήταν η χαμηλότερη μάρκα που υπήρχε.
Στην πορεία του παιχνιδιού κέρδισε σταδιακά μάρκες των 100, των 500, των 1000 δραχμών και σε κάποια στιγμή έφτασε να κερδίζει 60 εκατομμύρια δραχμές. Ωστόσο, απορροφήθηκε από το παιχνίδι και συνέχισε να παίζει, παρά τις προτροπές των υπολοίπων να σταματήσει. Το βράδυ κοιμήθηκε σε καναπέ και την επόμενη ημέρα συνέχισε να παίζει. Αυτή τη φορά, όμως, έχανε. Παρέμεινε στο καζίνο 3-4 ημέρες και πολλοί έβαζαν στοιχήματα πότε θα τα παρατήσει.
Μόλις τελείωσαν όλα τα λεφτά που είχε κερδίσει, έφυγε. Στην ουσία δεν είχε χάσει τίποτα, καθώς είχε έρθει με ελάχιστα χρήματα. Απλά αγνόησε τον κανόνα που όλοι γνώριζαν και οι περισσότεροι περιφρονούσαν. Σταμάτα όσο κερδίζεις.
Η Πάρνηθα λόγω της απόστασης και των περιορισμών δεν προσέλκυσε μαζικά τον κόσμο. Σταδιακά αναπτύχθηκε και η ιδέα του υγιούς τζόγου και της ελεγχόμενης διασκέδασης. «Παίξε όσα αντέχεις να χάσεις και όχι όσα έχεις». Κάτι που ισχύει ακόμη, πολύ περισσότερο σήμερα που ο καθένας μπορεί να ποντάρει ή να παίξει στοιχήματα από το κομπιούτερ του.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο ΠΑΟΚ θέλει τον Σωτηρίου αλλά ο ΑΠΟΕΛ δεν πουλάει
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ