2017-01-07 13:37:10
Είμαστε στον Ιανουάριο του 1925 στην Αλάσκα, όταν ο βαρύς αλπικός χειμώνας δεν θα ήταν το μόνο δεινό που θα μάστιζε την πόλη Νομ εκείνη τη χρονιά.
Ο γιατρός της πόλης των 2.000 νοματαίων άρχισε να αναγνωρίζει παντού συμπτώματα ενός θανάσιμου λοιμώδους νοσήματος και σύντομα θα καταλάβαινε πως η πόλη είχε χτυπηθεί από επιδημία διφθερίτιδας.
Το Άνκορατζ, πάνω από 800 χιλιόμετρα μακριά, ήταν το κοντινότερο μέρος με ικανό απόθεμα φαρμάκων, μόνο που η κακοκαιρία το έκανε απροσπέλαστο.
Η παροιμιώδης βαρυχειμωνιά της Αλάσκας, εκεί που οι θερμοκρασίες κλειδώνουν ακόμα και στους -40 βαθμούς Κελσίου και το χιόνι και ο πάγος μετριούνται σε μέτρα, προσυπέγραφε τον βέβαιο θάνατο της πόλης.
Τα αεροπλάνα δεν πετούσαν και το μοναδικό ανοιχτό μονοπάτι ήταν ένας εμπορικός δρόμος μήκους 1.000 χιλιομέτρων που συνέδεε τη Νομ με τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα. Με έλκηθρο, το ταξίδι θα έπαιρνε κάνα μήνα, πολύ αργά δηλαδή για να περιοριστεί η πανδημία που απειλούσε τις ζωές όλων των κατοίκων.
Μια σκυταλοδρομία ζωής θα ήταν η μοναδική λύση, αν και έμοιαζε σαν παραμύθι, μιας και η διφθερίτιδα αποδείχθηκε εντωμεταξύ ιδιαιτέρως μεταδοτική και το αντίδοτο παραήταν μακριά. Κι εκεί που έμοιαζαν όλα χαμένα και η πόλη καταδικασμένη, εκεί μπαίνει στην ιστορία μας ο Μπάλτο!
Σήμερα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τη φονική σημασία μιας επιδημίας διφθερίτιδας, μιας και η λοιμώδης νόσος έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη Δύση με τον αποτελεσματικό εμβολιασμό. Στη δεκαετία του 1920 θέριζε όμως και όλες οι ανεπτυγμένες χώρες την έτρεμαν. Μέχρι το 1921 εξάλλου περισσότεροι από 15.000 αμερικανοί πολίτες είχαν πεθάνει από το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας.
Η νόσος αποτελούσε μεγάλο πονοκέφαλο για τις απομονωμένες πόλεις, καθώς τα φάρμακα αποθηκεύονταν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση της Νομ, για παράδειγμα, η μόνη θεραπεία -ο αντιδιφθεριτικός ορός- βρισκόταν στο Άνκορατζ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Προσθέστε εδώ τον βάναυσο αλπικό χειμώνα της Αλάσκας που καθιστά επικοινωνίες, εμπόριο και μεταφορές αδύνατες, και ο θάνατος ήταν προ των πυλών για τους ασθενείς της Νομ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λήφθηκε η απέλπιδα απόφαση να προσπαθήσει ένα τσούρμο ελκήθρων να φτιάξει μια γέφυρα επικοινωνίας και να σώσει τη ζωή των κατοίκων Η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους
Γνωστός και ως Αγώνας Ορού της Νομ, η τιτάνια απόπειρα του 1925 θα γεννούσε έναν παράπλευρο ήρωα από αυτούς που σπάνια αναγνωρίζει ο άνθρωπος εκτός της δικής του επικράτειας. Με τον μοναδικό ανοιχτό δρόμο να μετρά το αστρονομικό νούμερο των 1.000 και πλέον χιλιόμετρων μέσα στις παγωμένες ερημιές της Αλάσκας, ο κατακερματισμός της διαδρομής ήταν μονόδρομος αν ήθελαν να φτάσουν τα φάρμακα σε λιγότερο από έναν μήνα.
Μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1925 ήταν όλα έτοιμα για να ξεκινήσει η κούρσα της ζωής. Ο οδηγός ελκήθρου «Τρελός Μπιλ» Σάνον παρέλαβε τον μαγικό ορό από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα, με το που κατέφτασε εκεί με κατεπείγον δρομολόγιο από το Άνκορατζ δηλαδή, και ως πρώτος δρομέας πήρε τον δρόμο για τη Νομ.
Αυτός και τα σκυλιά του παράδερναν στο ανείπωτο κρύο (στους -50 βαθμούς είχε καταποντιστεί εκείνον τον χειμώνα το θερμόμετρο), δίνοντας μια άνιση μάχη με τα αφιλόξενα καιρικά στοιχεία. Τέσσερα χάσκι του πέθαναν στην πορεία και εκείνος λίγο έλειψε να χάσει τη μύτη του από κρυοπάγημα. Κόντρα όμως σε κάθε πρόβλεψη, ο «Τρελός Μπιλ» παρέδωσε τον θεραπευτικό ορό στον επόμενο οδηγό.
Αυτό έγινε αρκετές φορές πριν φτάσουν τα φάρμακα στον Λέονχαρντ Σεπάλα, έναν νορβηγό οδηγό ελκήθρου με θρυλικές ικανότητες που ζούσε πια στη Νομ. Εκείνος είχε προμηθευτεί λίγα χρόνια πρωτύτερα μια σειρά από σιβηριανά χάσκι, τα οποία επιστράτευσε για τον δικό του μαραθώνιο, μιας και ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής.
Επικεφαλής των σκυλιών ήταν ο θρυλικός γερόλυκος Τόγκο, ένα 12χρονο χάσκι που είχε αποδείξει την αξία του στα δύσκολα. Ο Τόγκο οδήγησε αγέρωχα την αγέλη των χάσκι σε μια απόσταση μεγαλύτερη των 170 χιλιομέτρων, στο πιο κακοτράχαλο μάλιστα κομμάτι της διαδρομής, μέσα από παγωμένες λίμνες και πάνω στο όρος Μικρό ΜακΚίνλεϊ σε υψόμετρο 1.500 μέτρων.
Ο Σεπάλα έδωσε κατόπιν το πολύτιμο φορτίο στον Τσάρλι Όλσον, τον προτελευταίο οδηγό της Μεγάλης Κούρσας του Ελέους. Αυτός πέρασε τις δικές του περιπέτειες μέχρι να φτάσει στο σημείο που τον περίμενε ο Νορβηγός Γκούναρ Κάασεν, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ως τη Νομ. Θα ήταν ωστόσο τα δικά του 90 χιλιόμετρα αυτά που θα έγραφαν Ιστορία, καθώς με τον Κάασεν θα συναντήσουμε και τον Μπάλτο, τον απροσδόκητο ήρωα της περιπέτειάς μας…
Ο Μπάλτο που λατρεύτηκε ως σωτήρας
Πριν από την Κούρσα του Ελέους, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη μοίρα του ασπρόμαυρου χάσκι. Δεν ήταν εξάλλου παρά ένα ράθυμο σκυλί τριών ετών που τοποθετούνταν πάντα στις τελευταίες θέσεις του ελκήθρου, εκεί δηλαδή που κανένας οδηγός δεν θα έβαζε τα καλύτερα σκυλιά του. Ήταν σκύλος εργασίας και όχι σκύλος οδηγός, κι αυτό έχει όσο να πεις τη σημασία του για τη στιγμή που θα χτυπούσε την πόρτα του Μπάλτο η Ιστορία η ίδια.
Κι όμως, για άγνωστο λόγο ο πολύπειρος Κάασεν επέλεξε τον Μπάλτο να οδηγήσει την αγέλη των χάσκι και να γράψει μια λαμπρή ιστορία επιτυχίας κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Όχι τον Φοξ του, τον πολύπειρο οδηγό, αλλά τον νεοφώτιστο Μπάλτο. Όταν η αποστολή μπήκε στη Νομ στις 2 Φεβρουαρίου και παρέδωσε τα πολυπόθητα φάρμακα στην τοπική κλινική του ενός γιατρού και των 25 κρεβατιών, η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους τα είχε καταφέρει και με το παραπάνω έπειτα από μόλις έξι μέρες.
Τι ήταν όμως αυτό που έστεψε ήρωα τον Μπάλτο (και τον Κάασεν) των τελευταίων 90 χιλιομέτρων και όχι ένα από τα άλλα 150 σκυλιά (ή τους 20 οδηγούς) που είχαν διανύσει την υπόλοιπη διαδρομή των 900 και πλέον χιλιομέτρων; Το γεγονός φυσικά ότι ο άπειρος Μπάλτο έπεσε σε χιονοθύελλα στους -31 βαθμούς Κελσίου και δεν έχασε τον δρόμο!
Συνέχισε να βαδίζει στο μονοπάτι χωρίς να ξεστρατίσει ούτε στιγμή, παρά το γεγονός ότι η ορατότητα ήταν μηδαμινή. Ταυτοχρόνως, έσωσε την αποστολή σε μια περιπέτεια στο ποτάμι Τόπκοκ και συνέχιζε να βαδίζει αγέρωχα ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, καθώς καιρός για στάσεις δεν υπήρχε.
Κάασεν και Μπάλτο είδαν μάλιστα μια βοηθητική αποστολή που είχε σταλεί για τα τελευταία χιλιόμετρα της κούρσας να κοιμάται και αποφάσισαν να συνεχίσουν παρά την εξοντωτική κούραση. Κι έτσι όταν μπήκαν στη Νομ με τον θεραπευτικό ορό και όλοι έτρεχαν να συγχαρούν τον Κάασεν, εκείνος έδειχνε τον γενναίο του σκύλο ως τον απόλυτο ήρωα της οδύσσειας.
Ο μοναδικός γιατρός της Νομ κατάφερε να σώσει τους πολίτες και να περιορίσει την επιδημία, αφήνοντας τη διφθερίτιδα να διεκδικήσει μόλις πέντε (ή έξι ή εφτά, κατ’ άλλες πηγές) ανθρώπινες ζωές…
Ο περιπετειώδης απόηχος
Ο Σεπάλα και το αστέρι του Τόγκο, που ήταν εξάλλου θρύλος πολύ πριν από την κούρσα του 1925, ζήλεψαν όμως τη δόξα του Μπάλτο και του Κάασεν, ιδιαίτερα όταν τους συνεχάρη ο ίδιος ο πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ! Κι αν ομολογουμένως η δόξα για το κατόρθωμα έπρεπε να απλωθεί πάνω απ’ όλους τους οδηγούς και τα δεκάδες σκυλιά, ήταν ο Μπάλτο αυτός που έκλεβε την αγάπη του κοινού και την πραγματική λατρεία του Τύπου.
Ο Σεπάλα έκανε βέβαια τα δικά του κουμάντα, κι έτσι όταν ο ίδιος ο Ρόαλντ Αμούνδσεν βράβευσε τον νορβηγό οδηγό και τον Τόγκο στη Νέα Υόρκη, ο Μπάλτο έμεινε στην απέξω. Όλοι οι κάτοικοι της Νομ θυμούνταν όμως την αγωνιώδη έκφραση της μουσούδας του Μπάλτο όταν ορμούσε στην πόλη, μια γκριμάτσα που σφηνώθηκε στο μυαλό τους και κανείς δεν μπορούσε να βγάλει.
Η Νέα Υόρκη τίμησε τον γενναίο σκύλο με ένα άγαλμά του στο Σέντραλ Παρκ του Μανχάταν έναν χρόνο μετά τον άθλο του, το οποίο θαυμάζουν ακόμα και σήμερα οι περαστικοί. Και βέβαια όταν πέθανε το 1933, στα 14 του χρόνια πια, το σώμα του ταριχεύτηκε και εκτίθεται έκτοτε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Κλίβελαντ.
Ο Μπάλτο ήταν μέχρι τότε διασημότητα πρώτου μεγέθους, οργώνοντας με τον Κάασεν τα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, καθώς όλοι ήθελαν να τον δουν από κοντά και να χαϊδέψουν το φουντωτό του τρίχωμα. Ο δήμαρχος του Λος Άντζελες του έφτιαξε ένα κλειδί της πόλης σε σχήμα κόκαλου και του το παρέδωσε μπροστά από το δημαρχείο, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο αστέρι του βωβού σινεμά, η ίδια η Μέρι Πίκφορντ, έβαλε ένα στεφάνι γύρω από τον τριχωτό λαιμό του.
Ποιήματα, τραγούδια και ταινίες έγιναν για τον Μπάλτο και δεκάδες χιλιάδες παιδιά τού έγραφαν συγχαρητήριες επιστολές γεμάτες ευγνωμοσύνη. Χιλιάδες δολάρια μαζεύτηκαν επίσης σε φιλανθρωπικές δράσεις με τον Μπάλτο, που όλα τους πήγαν για καλό σκοπό. Η τύχη του ηρωικού χάσκι δεν θα συνέχιζε όμως στο ίδιο μοτίβο.
Κάποια στιγμή ο Κάασεν θέλησε να επιστρέψει στην Αλάσκα και μόλις το έκανε, η εταιρία που είχε χρηματοδοτήσει τη μεγαλειώδη τουρνέ του στις ΗΠΑ του τα πήρε όλα. Τα έβγαλε σε δημοπρασία και κατέληξαν τελικά σε ένα μουσείο με φρικιά του Λος Άντζελες.
Ο Μπάλτο δεν ήταν όμως φτιαγμένος για σόου, κι έτσι ήταν κλεισμένος σε ένα κλουβί και υποσιτισμένος. Εκεί τον βρήκε ταλαίπωρο ένας παλιός θηριοδαμαστής που ήταν τώρα επιτυχημένος επιχειρηματίας και πλήρωσε όσο-όσο για να τον σώσει από τη συμφορά. Ακόμα και τοπικές εφημερίδες επιστράτευσε για να γράψουν για το δράμα του Μπάλτο.
Το χάσκι και οι παλιοί του συνοδοιπόροι κατέληξαν στον ζωολογικό κήπο του Κλίβελαντ και έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό στις 19 Μαρτίου 1927. Το 1965, ο πατέρας των πιο διάσημων παπιών του κόσμου, Καρλ Μπαρκς, παρουσίασε έναν σκύλο-ήρωα στις περιπέτειες του Θείου Σκρουτζ που τον είπε «Μπάρκο». Δεν ήταν παρά φόρος τιμής στον Μπάλτο.
Ο παραγνωρισμένος ήρωας της ιστορίας μας όμως, ο Τόγκο του Σεπάλα, δεν έλεγε να εγκαταλείψει την κούρσα της φήμης. Είχε καλύψει εξάλλου το μεγαλύτερο και δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής και του άξιζαν όσο να πεις τα μετάλλια. Εκείνος είχε καλύψει κοντά 170 χιλιόμετρα, τα περισσότερα από κάθε άλλο οδηγό και σκύλο, και περνούσε στα «ψιλά» της Ιστορίας.
Όταν μάλιστα ο Σεπάλα έμαθε τα νέα για το άγαλμα του Μπάλτο στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, ξεσπάθωσε: «Ήταν σχεδόν περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να αντέξω όταν το ‘‘σκυλί των εφημερίδων’’ Μπάλτο έγινε άγαλμα για το ‘‘ένδοξο επίτευγμά’’ του». Σεπάλα και Τόγκο όργωσαν επίσης τις ΗΠΑ διεκδικώντας κομμάτι της πίτας. Κάποια στιγμή ο Νορβηγός πούλησε τα σκυλιά του σε ένα εκτροφείο χάσκι, επιστρέφοντας ωστόσο μια στο τόσο για να δει τον παλιόφιλό του. Όταν πέθανε ο Τόγκο το 1929, ταριχεύτηκε και εκτίθεται έκτοτε σε μουσείο της Αλάσκας.
Ό,τι κι αν έκανε όμως ο Σεπάλα, η εικόνα του εξουθενωμένου Μπάλτο που έμπαινε θριαμβευτής στη Νομ δεν ξεθώριασε ποτέ από τους ανθρώπους που τον είχαν τόσο ανάγκη και συνέχισαν να πίνουν νερό στο όνομά του χωρίς να εμπλακούν ποτέ στις μαρκετίστικες προσπάθειες των δυο οδηγών να πιάσουν την καλή με αιχμή του δόρατος τα ηρωικά σκυλιά τους
Tromaktiko
Ο γιατρός της πόλης των 2.000 νοματαίων άρχισε να αναγνωρίζει παντού συμπτώματα ενός θανάσιμου λοιμώδους νοσήματος και σύντομα θα καταλάβαινε πως η πόλη είχε χτυπηθεί από επιδημία διφθερίτιδας.
Το Άνκορατζ, πάνω από 800 χιλιόμετρα μακριά, ήταν το κοντινότερο μέρος με ικανό απόθεμα φαρμάκων, μόνο που η κακοκαιρία το έκανε απροσπέλαστο.
Η παροιμιώδης βαρυχειμωνιά της Αλάσκας, εκεί που οι θερμοκρασίες κλειδώνουν ακόμα και στους -40 βαθμούς Κελσίου και το χιόνι και ο πάγος μετριούνται σε μέτρα, προσυπέγραφε τον βέβαιο θάνατο της πόλης.
Τα αεροπλάνα δεν πετούσαν και το μοναδικό ανοιχτό μονοπάτι ήταν ένας εμπορικός δρόμος μήκους 1.000 χιλιομέτρων που συνέδεε τη Νομ με τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα. Με έλκηθρο, το ταξίδι θα έπαιρνε κάνα μήνα, πολύ αργά δηλαδή για να περιοριστεί η πανδημία που απειλούσε τις ζωές όλων των κατοίκων.
Μια σκυταλοδρομία ζωής θα ήταν η μοναδική λύση, αν και έμοιαζε σαν παραμύθι, μιας και η διφθερίτιδα αποδείχθηκε εντωμεταξύ ιδιαιτέρως μεταδοτική και το αντίδοτο παραήταν μακριά. Κι εκεί που έμοιαζαν όλα χαμένα και η πόλη καταδικασμένη, εκεί μπαίνει στην ιστορία μας ο Μπάλτο!
Σήμερα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τη φονική σημασία μιας επιδημίας διφθερίτιδας, μιας και η λοιμώδης νόσος έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη Δύση με τον αποτελεσματικό εμβολιασμό. Στη δεκαετία του 1920 θέριζε όμως και όλες οι ανεπτυγμένες χώρες την έτρεμαν. Μέχρι το 1921 εξάλλου περισσότεροι από 15.000 αμερικανοί πολίτες είχαν πεθάνει από το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας.
Η νόσος αποτελούσε μεγάλο πονοκέφαλο για τις απομονωμένες πόλεις, καθώς τα φάρμακα αποθηκεύονταν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση της Νομ, για παράδειγμα, η μόνη θεραπεία -ο αντιδιφθεριτικός ορός- βρισκόταν στο Άνκορατζ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.
Προσθέστε εδώ τον βάναυσο αλπικό χειμώνα της Αλάσκας που καθιστά επικοινωνίες, εμπόριο και μεταφορές αδύνατες, και ο θάνατος ήταν προ των πυλών για τους ασθενείς της Νομ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λήφθηκε η απέλπιδα απόφαση να προσπαθήσει ένα τσούρμο ελκήθρων να φτιάξει μια γέφυρα επικοινωνίας και να σώσει τη ζωή των κατοίκων Η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους
Γνωστός και ως Αγώνας Ορού της Νομ, η τιτάνια απόπειρα του 1925 θα γεννούσε έναν παράπλευρο ήρωα από αυτούς που σπάνια αναγνωρίζει ο άνθρωπος εκτός της δικής του επικράτειας. Με τον μοναδικό ανοιχτό δρόμο να μετρά το αστρονομικό νούμερο των 1.000 και πλέον χιλιόμετρων μέσα στις παγωμένες ερημιές της Αλάσκας, ο κατακερματισμός της διαδρομής ήταν μονόδρομος αν ήθελαν να φτάσουν τα φάρμακα σε λιγότερο από έναν μήνα.
Μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1925 ήταν όλα έτοιμα για να ξεκινήσει η κούρσα της ζωής. Ο οδηγός ελκήθρου «Τρελός Μπιλ» Σάνον παρέλαβε τον μαγικό ορό από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα, με το που κατέφτασε εκεί με κατεπείγον δρομολόγιο από το Άνκορατζ δηλαδή, και ως πρώτος δρομέας πήρε τον δρόμο για τη Νομ.
Αυτός και τα σκυλιά του παράδερναν στο ανείπωτο κρύο (στους -50 βαθμούς είχε καταποντιστεί εκείνον τον χειμώνα το θερμόμετρο), δίνοντας μια άνιση μάχη με τα αφιλόξενα καιρικά στοιχεία. Τέσσερα χάσκι του πέθαναν στην πορεία και εκείνος λίγο έλειψε να χάσει τη μύτη του από κρυοπάγημα. Κόντρα όμως σε κάθε πρόβλεψη, ο «Τρελός Μπιλ» παρέδωσε τον θεραπευτικό ορό στον επόμενο οδηγό.
Αυτό έγινε αρκετές φορές πριν φτάσουν τα φάρμακα στον Λέονχαρντ Σεπάλα, έναν νορβηγό οδηγό ελκήθρου με θρυλικές ικανότητες που ζούσε πια στη Νομ. Εκείνος είχε προμηθευτεί λίγα χρόνια πρωτύτερα μια σειρά από σιβηριανά χάσκι, τα οποία επιστράτευσε για τον δικό του μαραθώνιο, μιας και ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής.
Επικεφαλής των σκυλιών ήταν ο θρυλικός γερόλυκος Τόγκο, ένα 12χρονο χάσκι που είχε αποδείξει την αξία του στα δύσκολα. Ο Τόγκο οδήγησε αγέρωχα την αγέλη των χάσκι σε μια απόσταση μεγαλύτερη των 170 χιλιομέτρων, στο πιο κακοτράχαλο μάλιστα κομμάτι της διαδρομής, μέσα από παγωμένες λίμνες και πάνω στο όρος Μικρό ΜακΚίνλεϊ σε υψόμετρο 1.500 μέτρων.
Ο Σεπάλα έδωσε κατόπιν το πολύτιμο φορτίο στον Τσάρλι Όλσον, τον προτελευταίο οδηγό της Μεγάλης Κούρσας του Ελέους. Αυτός πέρασε τις δικές του περιπέτειες μέχρι να φτάσει στο σημείο που τον περίμενε ο Νορβηγός Γκούναρ Κάασεν, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ως τη Νομ. Θα ήταν ωστόσο τα δικά του 90 χιλιόμετρα αυτά που θα έγραφαν Ιστορία, καθώς με τον Κάασεν θα συναντήσουμε και τον Μπάλτο, τον απροσδόκητο ήρωα της περιπέτειάς μας…
Ο Μπάλτο που λατρεύτηκε ως σωτήρας
Πριν από την Κούρσα του Ελέους, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη μοίρα του ασπρόμαυρου χάσκι. Δεν ήταν εξάλλου παρά ένα ράθυμο σκυλί τριών ετών που τοποθετούνταν πάντα στις τελευταίες θέσεις του ελκήθρου, εκεί δηλαδή που κανένας οδηγός δεν θα έβαζε τα καλύτερα σκυλιά του. Ήταν σκύλος εργασίας και όχι σκύλος οδηγός, κι αυτό έχει όσο να πεις τη σημασία του για τη στιγμή που θα χτυπούσε την πόρτα του Μπάλτο η Ιστορία η ίδια.
Κι όμως, για άγνωστο λόγο ο πολύπειρος Κάασεν επέλεξε τον Μπάλτο να οδηγήσει την αγέλη των χάσκι και να γράψει μια λαμπρή ιστορία επιτυχίας κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Όχι τον Φοξ του, τον πολύπειρο οδηγό, αλλά τον νεοφώτιστο Μπάλτο. Όταν η αποστολή μπήκε στη Νομ στις 2 Φεβρουαρίου και παρέδωσε τα πολυπόθητα φάρμακα στην τοπική κλινική του ενός γιατρού και των 25 κρεβατιών, η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους τα είχε καταφέρει και με το παραπάνω έπειτα από μόλις έξι μέρες.
Τι ήταν όμως αυτό που έστεψε ήρωα τον Μπάλτο (και τον Κάασεν) των τελευταίων 90 χιλιομέτρων και όχι ένα από τα άλλα 150 σκυλιά (ή τους 20 οδηγούς) που είχαν διανύσει την υπόλοιπη διαδρομή των 900 και πλέον χιλιομέτρων; Το γεγονός φυσικά ότι ο άπειρος Μπάλτο έπεσε σε χιονοθύελλα στους -31 βαθμούς Κελσίου και δεν έχασε τον δρόμο!
Συνέχισε να βαδίζει στο μονοπάτι χωρίς να ξεστρατίσει ούτε στιγμή, παρά το γεγονός ότι η ορατότητα ήταν μηδαμινή. Ταυτοχρόνως, έσωσε την αποστολή σε μια περιπέτεια στο ποτάμι Τόπκοκ και συνέχιζε να βαδίζει αγέρωχα ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, καθώς καιρός για στάσεις δεν υπήρχε.
Κάασεν και Μπάλτο είδαν μάλιστα μια βοηθητική αποστολή που είχε σταλεί για τα τελευταία χιλιόμετρα της κούρσας να κοιμάται και αποφάσισαν να συνεχίσουν παρά την εξοντωτική κούραση. Κι έτσι όταν μπήκαν στη Νομ με τον θεραπευτικό ορό και όλοι έτρεχαν να συγχαρούν τον Κάασεν, εκείνος έδειχνε τον γενναίο του σκύλο ως τον απόλυτο ήρωα της οδύσσειας.
Ο μοναδικός γιατρός της Νομ κατάφερε να σώσει τους πολίτες και να περιορίσει την επιδημία, αφήνοντας τη διφθερίτιδα να διεκδικήσει μόλις πέντε (ή έξι ή εφτά, κατ’ άλλες πηγές) ανθρώπινες ζωές…
Ο περιπετειώδης απόηχος
Ο Σεπάλα και το αστέρι του Τόγκο, που ήταν εξάλλου θρύλος πολύ πριν από την κούρσα του 1925, ζήλεψαν όμως τη δόξα του Μπάλτο και του Κάασεν, ιδιαίτερα όταν τους συνεχάρη ο ίδιος ο πρόεδρος Κάλβιν Κούλιτζ! Κι αν ομολογουμένως η δόξα για το κατόρθωμα έπρεπε να απλωθεί πάνω απ’ όλους τους οδηγούς και τα δεκάδες σκυλιά, ήταν ο Μπάλτο αυτός που έκλεβε την αγάπη του κοινού και την πραγματική λατρεία του Τύπου.
Ο Σεπάλα έκανε βέβαια τα δικά του κουμάντα, κι έτσι όταν ο ίδιος ο Ρόαλντ Αμούνδσεν βράβευσε τον νορβηγό οδηγό και τον Τόγκο στη Νέα Υόρκη, ο Μπάλτο έμεινε στην απέξω. Όλοι οι κάτοικοι της Νομ θυμούνταν όμως την αγωνιώδη έκφραση της μουσούδας του Μπάλτο όταν ορμούσε στην πόλη, μια γκριμάτσα που σφηνώθηκε στο μυαλό τους και κανείς δεν μπορούσε να βγάλει.
Η Νέα Υόρκη τίμησε τον γενναίο σκύλο με ένα άγαλμά του στο Σέντραλ Παρκ του Μανχάταν έναν χρόνο μετά τον άθλο του, το οποίο θαυμάζουν ακόμα και σήμερα οι περαστικοί. Και βέβαια όταν πέθανε το 1933, στα 14 του χρόνια πια, το σώμα του ταριχεύτηκε και εκτίθεται έκτοτε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Κλίβελαντ.
Ο Μπάλτο ήταν μέχρι τότε διασημότητα πρώτου μεγέθους, οργώνοντας με τον Κάασεν τα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, καθώς όλοι ήθελαν να τον δουν από κοντά και να χαϊδέψουν το φουντωτό του τρίχωμα. Ο δήμαρχος του Λος Άντζελες του έφτιαξε ένα κλειδί της πόλης σε σχήμα κόκαλου και του το παρέδωσε μπροστά από το δημαρχείο, την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο αστέρι του βωβού σινεμά, η ίδια η Μέρι Πίκφορντ, έβαλε ένα στεφάνι γύρω από τον τριχωτό λαιμό του.
Ποιήματα, τραγούδια και ταινίες έγιναν για τον Μπάλτο και δεκάδες χιλιάδες παιδιά τού έγραφαν συγχαρητήριες επιστολές γεμάτες ευγνωμοσύνη. Χιλιάδες δολάρια μαζεύτηκαν επίσης σε φιλανθρωπικές δράσεις με τον Μπάλτο, που όλα τους πήγαν για καλό σκοπό. Η τύχη του ηρωικού χάσκι δεν θα συνέχιζε όμως στο ίδιο μοτίβο.
Κάποια στιγμή ο Κάασεν θέλησε να επιστρέψει στην Αλάσκα και μόλις το έκανε, η εταιρία που είχε χρηματοδοτήσει τη μεγαλειώδη τουρνέ του στις ΗΠΑ του τα πήρε όλα. Τα έβγαλε σε δημοπρασία και κατέληξαν τελικά σε ένα μουσείο με φρικιά του Λος Άντζελες.
Ο Μπάλτο δεν ήταν όμως φτιαγμένος για σόου, κι έτσι ήταν κλεισμένος σε ένα κλουβί και υποσιτισμένος. Εκεί τον βρήκε ταλαίπωρο ένας παλιός θηριοδαμαστής που ήταν τώρα επιτυχημένος επιχειρηματίας και πλήρωσε όσο-όσο για να τον σώσει από τη συμφορά. Ακόμα και τοπικές εφημερίδες επιστράτευσε για να γράψουν για το δράμα του Μπάλτο.
Το χάσκι και οι παλιοί του συνοδοιπόροι κατέληξαν στον ζωολογικό κήπο του Κλίβελαντ και έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό στις 19 Μαρτίου 1927. Το 1965, ο πατέρας των πιο διάσημων παπιών του κόσμου, Καρλ Μπαρκς, παρουσίασε έναν σκύλο-ήρωα στις περιπέτειες του Θείου Σκρουτζ που τον είπε «Μπάρκο». Δεν ήταν παρά φόρος τιμής στον Μπάλτο.
Ο παραγνωρισμένος ήρωας της ιστορίας μας όμως, ο Τόγκο του Σεπάλα, δεν έλεγε να εγκαταλείψει την κούρσα της φήμης. Είχε καλύψει εξάλλου το μεγαλύτερο και δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής και του άξιζαν όσο να πεις τα μετάλλια. Εκείνος είχε καλύψει κοντά 170 χιλιόμετρα, τα περισσότερα από κάθε άλλο οδηγό και σκύλο, και περνούσε στα «ψιλά» της Ιστορίας.
Όταν μάλιστα ο Σεπάλα έμαθε τα νέα για το άγαλμα του Μπάλτο στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, ξεσπάθωσε: «Ήταν σχεδόν περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να αντέξω όταν το ‘‘σκυλί των εφημερίδων’’ Μπάλτο έγινε άγαλμα για το ‘‘ένδοξο επίτευγμά’’ του». Σεπάλα και Τόγκο όργωσαν επίσης τις ΗΠΑ διεκδικώντας κομμάτι της πίτας. Κάποια στιγμή ο Νορβηγός πούλησε τα σκυλιά του σε ένα εκτροφείο χάσκι, επιστρέφοντας ωστόσο μια στο τόσο για να δει τον παλιόφιλό του. Όταν πέθανε ο Τόγκο το 1929, ταριχεύτηκε και εκτίθεται έκτοτε σε μουσείο της Αλάσκας.
Ό,τι κι αν έκανε όμως ο Σεπάλα, η εικόνα του εξουθενωμένου Μπάλτο που έμπαινε θριαμβευτής στη Νομ δεν ξεθώριασε ποτέ από τους ανθρώπους που τον είχαν τόσο ανάγκη και συνέχισαν να πίνουν νερό στο όνομά του χωρίς να εμπλακούν ποτέ στις μαρκετίστικες προσπάθειες των δυο οδηγών να πιάσουν την καλή με αιχμή του δόρατος τα ηρωικά σκυλιά τους
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ