2017-01-18 19:53:12
Φωτογραφία για Η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας – Όταν επιλέγουμε το βολικό ψέμα από μια άβολη αλήθεια
Μια από τις θεωρίες που διατυπώθηκαν στα πλαίσια της γνωστικής συνέπειας και της αλλαγής στάσεων είναι η θεωρία της γνωστικής δυσαρμονίας. Τη θεωρία αυτή τη διατύπωσε ο Leon Festinger (1957), ο οποίος ήταν μαθητής του Lewin. Οι Βασικές αρχές της θεωρίας της γνωστικής δυσαρμονίας είναι απλές. Γνωστική ασυμφωνία ή δυσαρμονία δημιουργείται όταν ένα άτομο συντηρεί δύο ασυνεπείς μεταξύ τους γνώσεις.

Η γνωστική δυσαρμονία είναι μια απωθητική κατάσταση και χρειάζεται να περιοριστεί, έτσι που το άτομο να επανέλθει σε κατάσταση γνωστικής συνέπειας κι αρμονίας. Υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι περιορισμού της σύγκρουσης:

Πρώτον, αλλάζοντας ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της μη αρμονικής σχέσης.

Δεύτερον, προσθέτοντας νέα στοιχεία στα δεδομένα. Τα στοιχεία αυτά είναι δυνατό να υποστηρίζουν τη μια από τις δύο αντίθετες απόψεις, οπότε διευκολύνεται η απόφαση προς τη μια πλευρά των ασυνεπών μεταξύ τους γνώσεων.


Τρίτον, μειώνοντας τη σημασία των στοιχείων που δημιουργούν τη δυσαρμονία. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ένταση της γνωστικής σύγκρουσης και, αντιστοίχως, το κίνητρο για αλλαγή των υπαρχουσών ιδεών.

Παράδειγμα γνωστικής ασυνέπειας μπορεί να θεωρηθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι καπνιστές, οι οποίοι, από τη μια, θέλουν να συνεχίσουν τη «θελκτική» για αυτούς συνήθεια και, από την άλλη, Βρίσκονται συνεχώς εκτεθειμένοι σε πληροφορίες του περιβάλλοντος σχετικά με τις βλάβες που προκαλεί το κάπνισμα. Πώς μπορούν να μειώσουν τη δυσαρ­μονία που δημιουργείται από αυτή την κατάσταση γνωστικής σύγκρουσης;

Μπορούν να αλλάξουν στοιχεία της κατάστασης, δηλαδή να κόψουν ή να μειώσουν το κάπνισμα, οπότε παύει ο λόγος της γνωστικής δυσαρμονίας. Αυτό όμως είναι και το δύσκολο μέρος της υπόθεσης. Αρα, η δυσαρμονία παραμένει.

Μπορούν τότε να προσθέσουν νέα στοιχεία στα δεδομένα των σχετικών γνώσεων, έτσι που να γείρει η πλάστιγγα προς τη μια από τις δύο πλευρές.

Μπορούν να προσθέσουν πληροφορίες που να τονίζουν τις βλά­βες από το τσιγάρο, οπότε θα επιδιώξουν το κόψιμο του καπνίσματος, ή πληροφορίες που να μειώνουν τις συνέπειες του καπνίσματος. Με τον τρό­πο αυτό συγκεντρώνουν πληροφορίες που να δείχνουν ότι το κάπνισμα δε βλάπτει. Λόγου χάρη: ο τάδε, ο τάδε, … , όλοι οι γνωστοί μου καπνίζουν χρόνια και δεν έπαθαν τίποτε. Άρα το κάπνισμα δε βλάπτει τόσο όσο λένε, και μπορώ να συνεχίσω να καπνίζω. Αυτό το μηχανισμό προσπαθούν να ενισχύσουν οι εταιρείες καπνού, όταν ανακοινώνουν δεδομένα από δικές τους έρευνες, τα οποία αμφισβητούν ή ανακρούουν τα δεδομένα των ε­ρευνών που βρίσκουν συσχετίσεις του καπνίσματος με βλάβες στην υγεία.

Η τρίτη δυνατότητα είναι να μεταβάλουν τη σπουδαιότητα των στοιχείων της σύγκρουσης. Αρχίζουν να τονίζουν τα αντισταθμιστικά οφέλη που προ­σφέρει το κάπνισμα —ότι σου φέρνει ευχαρίστηση, σε χαλαρώνει, σε κά­νει πιο ελκυστικό/ή, κ.ο.κ. Άρα το κάπνισμα δεν είναι τόσο κακό όσο το παρουσιάζουν, … Μια άλλη στρατηγική είναι να αμφισβητούνται τα ιατρικά δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις του καπνίσματος, οπότε πάλι μειώνεται η σημασία της ασυνέπειας ανάμεσα στο «καλό» και «κακό» του καπνίσμα­τος.

Η ένταση της δυσαρμονίας που αισθάνεται το άτομο δεν είναι όμοια σε όλες τις καταστάσεις γνωστικής ασυνέπειας. Άλλες συγκρούσεις είναι έ­ντονες και υποχρεώνουν το άτομο σε ενέργειες περιορισμού της ασυμφω­νίας, ενώ άλλες είναι λιγότερο ισχυρές, και το άτομο μπορεί να συντηρεί τη σχετική ασυμφωνία χωρίς μεγάλο πρόβλημα.

Η ένταση της δυσαρμο­νίας είναι συνάρτηση

α) της σπουδαιότατος των γνώσεων που εμπλέκονται στη σύγκρουση και

β) του αριθμού των γνώσεων που συγκρούονται στη δεδομένη περίπτωση δυσαρμονίας.

Με άλλα λόγια, αν κάποιος καπνίζει και δε διαβάζει τα επιστημονικά άρθρα που αφορούν τις βλάβες του καπνί­σματος ή μόνο περιστασιακά ακούει για αυτές, δε βιώνει τόσο έντονη σύ­γκρουση, οπότε και η πίεση για αλλαγή είναι πολύ μικρή. Αν, αντιθέτως, βρίσκεται συνεχώς εκτεθειμένος σε ποικιλία πληροφοριών και δεδομένων σχετικά με τις επιπτώσεις του τσιγάρου στην υγεία, τότε η δημιουργούμενη σύγκρουση είναι και πιο έντονη και συνεχής, διότι το άτομο πρέπει συνε­χώς να βρίσκει μηχανισμούς μείωσής της. Αυτός είναι ο λόγος που η αντικαπνιστική εκστρατεία άρχισε να αποδίδει μόνο όταν γινόταν μέσα από ποικιλία μέσων, και όχι μόνο στην ταμπέλα στο πακέτο, με τα μικρά γράμ­ματα: «το κάπνισμα βλάπτει στην υγεία».

Περιστάσεις όπου μπορεί να διακρίνει κανείς τη δημιουργία γνωστικής δυσαρμονίας είναι οι παρακάτω:

Πρώτον, οι συγκρούσεις μετά τη λήψη κάποιας απόφασης. Η γνωστική δυσαρμονία είναι δυνατό να ακολουθεί μιαν απόφαση, εφόσον οι θετικές και αρνητικές εναλλακτικές δυνατότητες πριν την απόφαση συγκρούονταν. Για να λυθεί μια τέτοιου είδους σύ­γκρουση πρέπει να αυξηθεί η ελκυστικότητα της επιλεγμένης εναλλακτικής λύσης. Έτσι, δικαιολογείται επαρκώς η απόφαση που ελήφθη. Χαρακτηρι­στική είναι η έρευνα του Brehm (1956) με φοιτήτριες, στις οποίες προσφέρθηκε επιλογή ανάμεσα σε διάφορες οικιακές συσκευές. Πριν την επι­λογή, οι κοπέλες είχαν εκτιμήσει την ελκυστικότητα οκτώ διαφορετικών οι­κιακών συσκευών. Στη συνέχεια, στη μια ομάδα φοιτητριών δόθηκε η δυ­νατότητα να διαλέξουν μια συσκευή από αυτές που είχαν εκτιμήσει ως ίσης ελκυστικότητας. Σε μια δεύτερη ομάδα η επιλογή ήταν ανάμεσα σε δύο συσκευές διαφορετικής ελκυστικότητας, όπου η μία ήταν προτιμότερη από την άλλη. Η πρώτη συνθήκη αντιπροσώπευε κατάσταση υψηλής ασυμφω­νίας, ενώ η δεύτερη χαμηλής, αφού η διαφορά στην προτίμηση ήταν σα­φής και η επιλογή ήταν αρκετά δικαιολογημένη. Αργότερα ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν την ελκυστικότητα και των οκτώ συσκευών που είχαν αξιολογήσει αρχικά. Βρέθηκε ότι τα υποκείμενα της πρώτης ο­μάδας —της υψηλής ασυμφωνίας— άλλαξαν τις αξιολογήσεις τους περισ­σότερο απ’ ό,τι τα υποκείμενα της δεύτερης ομάδας. Κι αυτό διότι έπρεπε να δικαιολογηθεί η απόφαση που είχε ήδη ληφθεί υπέρ της μιας συσκευ­ής έναντι της άλλης, άρα «έπρεπε» να διαθέτει περισσότερα θετικά στοιχεία έναντι αυτής που είχε απορριφθεί.

Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατό να παρατηρηθεί το αντίθετο φαινόμενο, το φαινόμενο της μετάνοιας. Στην περίπτωση αυτή μειώνουμε την αξία του επιλεγμένου στοιχείου και αυξάνουμε τη θελκτικότητα του μη επι­λεγμένου. Κατά τον Festinger (1964), η διαδικασία αυτή παρατηρείται σε άτομα που έχουν χαμηλή αντοχή στην ασυνέπεια, οπότε προσπαθούν να μει­ώσουν τη σύγκρουση «ακυρώνοντας» την απόφαση που έχει ήδη ληφθεί.

Μια δεύτερη περίπτωση γνωστικής δυσαρμονίας είναι αυτή που παρα­τηρείται σε καταστάσεις επιβεβλημένης σύμπλευσης. Πρόκειται για μια πο­λύ ειδική συνθήκη, όπου το άτομο αναγκάζεται να συμπλεύσει με κάποιον/οιους χωρίς να έχει επαρκείς λόγους για τη λήψη μιας τέτοιας απόφα­σης. Αν υπάρξει εμφανής εξωτερική πίεση για τη σύμπλευση, ή μια αμοιβή για αυτό, τότε στην πραγματικότητα δεν υπάρχει γνωστική σύγκρουση. Ο λόγος της απόφασης είναι καθαρά εκτός του ατόμου, οπότε δεν υπάρχει λόγος για εξέταση αντίθετων εναλλακτικών δυνατοτήτων, για σύγκριση και επαναξιολόγηση των πραγμάτων. Αν όμως κάποιος συμπλεύσει με κάτι χωρίς εμφανή εξωτερική αιτία, τότε ανακύπτει ανάγκη δικαιολόγησης της απόφασης. Τότε έχουμε περίπτωση δυσαρμονίας, η οποία είναι τόσο εντο­νότερη όσο πιο πολύ απέχει η ενέργεια σύμπλευσης από αυτό που το άτο­μο θα έκανε υπό συνθήκες κανονικές. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, να είστε έν­θερμος οπαδός των κινημάτων ειρήνης, και να βρεθείτε να συμμετέχετε, και μάλιστα με τη θέλησή σας, σε μια φιλοπολεμική πορεία! Πώς μπορείτε να το δικαιολογήσετε αυτό;

Οι Festinger και Carlsmith (1959) έκαναν μια έρευνα για να μελετήσουν ακριβώς αυτό το είδος σύγκρουσης. Έδωσαν σε υποκείμενα μια σειρά α­πό πολύ βαρετά έργα και στη συνέχεια τους ζήτησαν να πουν σε άλλα υπο­κείμενα ότι επρόκειτο για πάρα πολύ ενδιαφέροντα έργα. Μια από τις ομά­δες των υποκειμένων πήρε αμοιβή 1 δολλάριο για να το πουν αυτό στους άλλους. Η δεύτερη ομάδα υποκειμένων πληρώθηκε 20 δολλάρια. Μετά το πέρας αυτής της διαδικασίας, ζητήθηκε από τα υποκείμενα των δύο ομά­δων να βαθμολογήσουν τα έργα ως προς το ενδιαφέρον που είχαν. Όπως προβλεπόταν, τα υποκείμενα της πρώτης ομάδας, που δεν είχαν πάρει ε­παρκή αμοιβή για το «ψέμα» που είχαν πει, έδωσαν υψηλότερες τιμές εν­διαφέροντος για τα έργα απ’ ό,τι τα υποκείμενα της δεύτερης ομάδας. Τα υποκείμενα αυτά απέδωσαν τη συμπεριφορά ανακολουθίας τους στην εξω­τερική αμοιβή. Έτσι, δεν είχαν γνωστική δυσαρμονία και κράτησαν ανέπα­φη την αρχική τους εκτίμηση των έργων.

Την ουσία των σχετικών ερευνών συνόψισε ο Festinger ως εξής: φτά­νουμε να αγαπούμε αυτό για το οποίο έχουμε υποφέρει. Αυτό βέβαια είναι αληθινό μόνο αν έχουμε διαλέξει, σε ορισμένο Βαθμό, να υποφέρουμε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κάποιος πρέπει να υποστηρίζει μια ι­δέα αντίθετη προς τη στάση του, ανακαλεί από τη μνήμη του επιλεκτικά ε­μπειρίες που είναι δυνατό να υποστηρίξουν τη νέα θέση κι έτσι εφευρίσκει υποστηρικτικά επιχειρήματα. Αν αλλάξει κανείς στάση λόγω της αμοιβής που του δίνεται, τότε έχουμε την επίδραση του εξωτερικού κινήτρου. Αν αλλάξει λόγω μικρής αμοιβής, τότε έχουμε την επίδραση δυσαρμονίας.

Ωστόσο, το κρίσιμο στοιχείο για την εκδήλωση δυσαρμονίας είναι η δέσμευση προς το αναληθές. Και η δέσμευση αυτή είναι μεγαλύτερη όταν α­φορά δημόσια έκθεση του ατόμου. Με άλλα λόγια, δυσαρμονία γεννιέται όταν η περίσταση απαιτεί προσωπική δέσμευση του ατόμου ενώπιον άλ­λων —λόγου χάρη, να πει την αλήθεια — , ενώ δεν εμφανίζεται όταν το ά­τομο μπορεί να πει κάτι αντίθετο από αυτό που πιστεύει χωρίς να το κατα­λάβουν οι άλλοι, δηλαδή όταν ενεργεί ανώνυμα.

Ο Zimbardo (1969) παρουσίασε μια σειρά πειραματικών ερευνών που δείχνουν ότι η διαδικασία περιορισμού της γνωστικής δυσαρμονίας μπορεί να οδηγήσει και σε αλλαγή της εκτίμησης φυσιολογικών αναγκών του ατό­μου. Παράδειγμα, το αίσθημα της δίψας που βιώνει κάποιος. Σε μια έρευνα του Mansson (1969), τα υποκείμενα είχαν οδηγηθεί σε κατάσταση μεγάλης δίψας, μέσω συγκεκριμένων τροφών που έφαγαν. Μετά, μία ομάδα από αυ­τά οδηγήθηκε σε κατάσταση γνωστικής δυσαρμονίας μέσω εκούσιας συμ­μετοχής τους σε έρευνα για τη δίψα (δηλαδή να μην πιουν νερό για 24 ώ­ρες). Η δυσαρμονία προέκυπτε από το γεγονός ότι τα άτομα αυτά είχαν δια­λέξει να συμμετάσχουν στην έρευνα χωρίς επαρκή εξωτερική αιτία, ας πού­με, αμοιβή. Τα υποκείμενα αυτά παρουσίαζαν χαμηλότερες εκτιμήσεις ως προς τη δίψα που είχαν, έπιναν λιγότερο νερό, αντιλαμβάνονταν λιγότερες λέξεις με περιεχόμενο σχετικό με τη δίψα σε σχετικό μνημονικό έργο, κ.ο.κ., απ’ ό,τι υποκείμενα που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στην έρευ­να για τη δίψα.

Το ίδιο βρέθηκε ως προς το φόβο σε άλλη έρευνα. Οι έρευ­νες αυτές δείχνουν τη σημασία που έχουν για τη συμπεριφορά και τα εσωτε­ρικά αισθήματα οι σκέψεις που διαμεσολαβούν ανάμεσα στα αρχικά ερεθί­σματα και στην εμπειρία που συνδέεται με αυτά. Με άλλα λόγια, τα αισθήμα­τα δεν είναι άμεση αντανάκλαση των εξωτερικών ερεθισμών, όπως θα προέβλεπε η ψυχοφυσική ή η συνειρμική ερμηνεία των ψυχολογικών αντιδρά­σεων, που συνδέει τα αισθήματα με την ένταση της ορμής. Τα αισθήματα τροποποιούνται και διαμορφώνονται από μια συνεκτίμηση πολλών παραγό­ντων, ένας από τους οποίους είναι η ύπαρξη γνωστικής δυσαρμονίας.

Ένα άλλο θέμα που συζητά ο Festinger είναι αυτό που αφορά την έκ­θεση σε πληροφορίες. ‘Οταν κάποιος ακούσει κάτι που να απέχει από τη δική του γνώμη, τότε μπορεί να περιορίσει την ασυμφωνία είτε ψάχνοντας για νέες πληροφορίες που να περιορίζουν τη σύγκρουση είτε αποφεύγοντας τις νέες ασύμφωνες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι σύμφωνες με τη δική του γνώμη ή αντίθετες προς αυτήν. Αυτό που συμβαίνει συχνά είναι ότι το άτομο διαλέγει να λάβει υπόψη του υποστηρι­κτικές πληροφορίες που είναι δύσκολο να καταρριφθούν και αρνητικές πληροφορίες που είναι εύκολο να καταρριφθούν.

Εξαίρεση παρατηρείται όταν κανείς δεχτεί ένα πολύ μεγάλο ποσό ασύμφωνων πληροφοριών. Όταν οι ασύμφωνες πληροφορίες είναι υπερβολικά φορτικές, τότε το άτο­μο βρίσκει ευκολότερο να ψάξει για ένα μικρό πρόσθετο ποσό ασύμφω­νων πληροφοριών ώστε να αλλάξει τη στάση του, παρά να τη διατηρήσει και να βρίσκεται σε σύγκρουση. Σκεφτείτε την περίπτωση του οπαδού ενός κόμματος, ο οποίος διαβάζει στις εφημερίδες για οικονομικά σκάνδαλα που συνδέονται με το κόμμα του.

Τι θα κάνει; Στην αρχή θα επιδιώκει να βρει μαρτυρίες που ανακρούουν την κατηγορία και θα κλείνει τα αυτιά στις αντίθετες μαρτυρίες, ως καθαρά αντιπολιτευτικές. Αν όμως οι πληροφορίες πληθύνονται και δεν μπορούν να αγνοηθούν, τότε το άτομο πρέπει να α­ναπτύξει την άμυνά του. Ψάχνει για επιχειρήματα που υποστηρίζουν το κόμμα του και δύσκολα μπορούν να καταρριφθούν ενώ ταυτοχρόνως συ­γκεντρώνει από τα επιχειρήματα των αντιπάλων εκείνα που μπορούν εύκο­λα να καταρριφθούν ως μη ισχυρά. Αν τελικά βρεθεί αντιμέτωπος με πλη­ροφορίες αδιάσειστες, τότε αναγκάζεται να δει και την άλλη πλευρά, και ί­σως πειστεί, αν συγκεντρώσει πρόσθετα επιχειρήματα σχετικά με την άλλη άποψη.

Αυτό μπορεί να το κάνει αλλάζοντας, λόγου χάρη, την εφημερίδα που διάβαζε ή συζητώντας με άτομα που υποστηρίζουν την αντίθετη με αυ­τόν άποψη. Βεβαίως, μπορεί να συνεχίσει να αρνείται τις αντίθετες μαρτυ­ρίες, αν η σύγκρουση είναι τόσο επώδυνη που δεν επιτρέπει με κανένα τρόπο μετακίνηση από την αρχική θέση. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε άτομα που ανήκουν σε κάποια ομάδα και βρίσκονται σε στενή επαφή μαζί της κατά τη φάση της γνωστικής σύγκρουσης.

Πραγματικά, στην περίπτωση ομάδων ατόμων με κοινή πίστη σε κάτι, η γνωστική δυσαρμονία είναι δυνατό να περιορισθεί μέσω της αλληλεπίδρα­σης με άλλα μέλη της ομάδας. Συχνά, για να περιορίσει κανείς τη γνωστι­κή του σύγκρουση επικαλείται τις γνώμες άλλων ατόμων που έχουν την ί­δια στάση με αυτόν και μειώνει την αξιοπιστία ατόμων που έχουν αντίθετη γνώμη.

Όταν, λοιπόν, το άτομο που ανήκει σε μια ομάδα βρεθεί αντιμέτω­πο με τη διάψευση μιας προσδοκίας ή πρόβλεψης που έκανε η ομάδα του (διάψευση της προφητείας), τότε αλλάζει γνώμη για το θέμα που διαψεύστηκε, αν το άτομο είναι μόνο του και κάνει εκτίμηση των μαρτυριών. Παραμένει όμως υποστηρικτής της διαψευσμένης ιδέας, αν στη φάση της διά­ψευσης βρίσκεται μαζί με τους άλλους. Τότε γίνεται ακόμη πιο ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας, όσο παράλογο κι αν φαίνεται αυτό. Φαίνεται πως η δέσμευση προς την ιδέα, επειδή είναι παρόντες οι άλλοι που μοιράζο­νται την ίδια πίστη, είναι τόσο ισχυρή, που οποιαδήποτε μετακίνηση από αυτήν θα δημιουργούσε τρομερή ασυμφωνία. Την ασυμφωνία αυτή απο­φεύγουν τα μέλη της ομάδας εφευρίσκοντας πρόσθετα επιχειρήματα υπέρ των ιδεών τους, ώστε να μειώνεται η σπουδαιότατα των αντίθετων πληροφοριών. Η ένταση της αντίδρασης είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ισχυρή είναι η ματαίωση που βίωσαν.

Α. Κωσταρίδου-Ευκλείδη  – Ψυχολογία Κινήτρων
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ