2017-01-30 17:17:14
Ο ψευδοχαρακτήρας πού προσλαμβάνει η νόηση γίνεται καλύτερα κατανοητός από το ψευδοχαρακτήρα της βούλησης και των αισθημάτων. Είναι κατά συνέπεια προτιμότερο να αρχίσουμε το θέμα μας εξετάζοντας τις διαφορές ανάμεσα στη γνήσια νόηση και στην ψεύτικη νόηση.
“Ας υποθέσουμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα νησί όπου υπάρχουν ψαράδες και θερινοί επισκέπτες από την πόλη. Θέλουμε να μάθουμε τι καιρό κάνει και ρωτάμε έναν ψαρά και δύο επισκέπτες που ξέρουμε πως άκουσαν το ραδιοφωνικό μετεωρολογικό δελτίο. Ο ψαράς, με τη μακρόχρονη πείρα του και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον πού έχει για το πρόβλημα τού καιρού, θα αρχίσει να σκέφτεται, καθώς δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα πριν τον ρωτήσουμε.
Ξέροντας τη διεύθυνση του ανέμου, τη θερμοκρασία, την υγρασία και διάφορα άλλα στοιχεία χρήσιμα για την πρόγνωση τού καιρού, θα ζυγίσει τους διάφορους παράγοντας ανάλογα με την αντίστοιχη σπουδαιότητά τους και θα καταλήξει σε μια λίγο-πολύ οριστική κρίση. Θα θυμάται φυσικά το μετεωρολογικό δελτίο και θα το επικαλεστεί ενισχυτικό ή όχι της γνώμης του. “Αν δεν είναι ενισχυτικό, θα είναι προσεχτικός ως προς τούς διάφορους λόγους πού θα στηρίξει τη σκέψη του. “Όμως αυτό πού θα πει, και αυτό είναι το ουσιώδες, είναι δική του γνώμη, το αποτέλεσμα της σκέψης του.
Ο πρώτος από τους δύο επισκέπτες είναι ένας άνθρωπος, ο όποιος, όταν ρωτήσαμε τη γνώμη του, ήξερε πώς δε γνωρίζει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ούτε και νοιώθει πώς έχει υποχρέωση να ξέρει. Μπορεί να απαντήσει απλά «δεν μπορώ να κρίνω. Το μόνο πού ξέρω είναι πώς το ραδιόφωνο είπε το και το».
Ο άλλος πού ρωτάμε είναι διαφορετικός τύπος. Πιστεύει πώς ξέρει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ενώ στην πραγματικότητα ξέρει πολύ λίγα. Είναι από τα πρόσωπα πού νομίζουν πως πρέπει να απαντούν σε κάθε ερώτημα. Σκέφτεται για ένα λεπτό και ύστερα λέει τη γνώμη «του», που στην πραγματικότητα είναι αυτά που είπε το ραδιόφωνο. Κι όταν ρωτηθεί πού στηρίζει αυτή τη γνώμη, απαντά πως αυτό είναι το συμπέρασμα σύμφωνα με τη διεύθυνση του ανέμου, τη θερμοκρασία και την υγρασία.
Η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου, όπως τη βλέπουμε εξωτερικά, είναι ίδια με κείνη του ψαρά. Άν όμως την αναλύσουμε προσεκτικότερα γίνεται φανερό πως άκουσε την πρόγνωση του ραδιοφώνου και την υιοθέτησε. Νιώθοντας όμως υποχρεωμένος να ακούσει τη γνώμη μας σχετικά, ξεχνά και απλώς επαναλαμβάνει την έγκυρη γνώμη κάποιου άλλου και πιστεύει πως στη γνώμη αυτή κατέληξε με τη δική του σκέψη. Φαντάζεται πως οι λόγοι που μας ανέφερε ήταν εκείνοι που του επέτρεψαν να διαμορφώσει αυτή τη γνώμη, αν όμως εξετάσουμε αυτούς τούς λόγους διαπιστώνουμε πως προφανώς δε θα τον οδηγούσαν σ’ αυτό το συμπέρασμα σχετικά με τον καιρό αν δεν είχε σχηματίσει γνώμη εκ των προτέρων.
Ουσιαστικά είναι ψεύτικοι λόγοι, που προορισμό έχουν να κάνουν τη γνώμη του να φαίνεται σαν απόρροια της σκέψης του. Έχει την αυταπάτη πως διαμόρφωσε δική του γνώμη, στην πραγματικότητα όμως υιοθέτησε τη γνώμη μιας έγκυρης πηγής, χωρίς να αντιληφθεί τη διαδικασία αυτή. Πιθανόν να αποδειχτεί αλήθεια ό,τι είπε σχετικά με τον καιρό και να διαψευστεί ο ψαράς, αλλά στην περίπτωση αυτή δε θα είναι η γνώμη «του» που θα αποδειχτεί σωστή, έστω και αν ο ψαράς έπεσε έξω σχετικά με τη «δική του» γνώμη.
Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί αν μελετήσουμε τη γνώμη των ανθρώπων σχετικά με ορισμένα θέματα, π. χ. την πολιτική. Ρωτήστε έναν μέσο αναγνώστη εφημερίδας τι φρονεί για ένα ορισμένο πολιτικό θέμα. Θα σας δώσει σα γνώμη «του» έναν λίγο -πολύ ακριβή απολογισμό των όσων έχει διαβάσει, παρ’ όλα αυτά όμως — και αυτό είναι το σημαντικό — πιστεύει πώς αυτό που είπε είναι απόρροια της δικής του σκέψης. Αν είναι μέλος μιας μικρής κοινότητας, όπου οι πολιτικές απόψεις μεταδίνονται από τον πατέρα στο παιδί, η «δική του» γνώμη μπορεί να ελέγχεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο αυτός θα μπορούσε να φανταστεί σε μια δοσμένη στιγμή, από τη λανθάνουσα εξουσία ενός αυστηρού πατέρα.
Έριχ Φρομ: Η ώριμη ερωτική αγάπη
H γνώμη ενός άλλου αναγνώστη μπορεί να είναι απόρροια της σύγχυσης- μιας στιγμής, του φόβου μήπως φανεί απληροφόρητος και γι’ αυτό η «σκέψη» είναι η πρόσοψη ουσιαστικά, και όχι απόρροια φυσικού συνδυασμού εμπειρίας, επιθυμίας και γνώσεων. Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται και στις αισθητικές κρίσεις. Το μέσο πρόσωπο που επισκέπτεται ένα μουσείο και παρατηρεί έναν πίνακα διάσημου ζωγράφου, ας πούμε του Ρέμπραντ, κρίνει πως o πίνακας είναι ωραίος και προκαλεί εντύπωση. Αν αναλύσουμε την κρίση του, διαπιστώνουμε πως o πίνακας δεν του προκαλεί καμιά ιδιαίτερη εσωτερική αντίδραση, αλλά φρονεί πως είναι ωραίος γιατί ξέρει πως θα πρέπει να φρονεί πώς είναι ωραίος.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται επίσης σχετικά με την κρίση των ανθρώπων για τη μουσική, καθώς και σχετικά με τον τρόπο που συλλαμβάνουν τις εικόνες. Πολλά πρόσωπα που βλέπουν ένα περίφημο τοπίο, ουσιαστικά αναπαράγουν στη μνήμη τους εικόνες που έχουν δει πολλές φορές, ας πούμε σε καρτ – ποστάλ, και ενώ πιστεύουν πως «είδαν» το τοπίο, έχουν μπροστά στα μάτια τους τις εικόνες αυτές. Ή όταν είναι παρόντες σ’ ένα ατύχημα, βλέπουν ή ακούν τα γεγονότα όπως θα τα ήθελαν σε ένα ρεπορτάζ εφημερίδας. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ανθρώπους μια εμπειρία που γνώρισαν, ένα καλλιτεχνικό γεγονός ή μια συγκέντρωση στην όποια παραβρέθηκαν, παίρνει γι’ αυτούς τη διάσταση του πραγματικού μόνο αφού διαβάσουν τα σχετικά στην εφημερίδα.
Η καταστολή της κριτικής σκέψης αρχίζει συνήθως από πολύ νωρίς. Ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, π.χ., μπορεί να αντιληφθεί την ειλικρίνεια της μητέρας του είτε διαπιστώνοντες με οξυδέρκεια πως, ενώ ή μητέρα μιλά συνέχεια για Αγάπη και φιλία, στην πραγματικότητα είναι ψυχρή και εγωίστρια, είτε με πιο ωμό τρόπο, παρατηρώντας πως ή μητέρα του, ενώ διακηρύσσει συνέχεια την άμεμπτη ηθική της, τα έχει φτιάξει με άλλον. Το παιδί αισθάνεται τη διαφορά. Το αίσθημά του για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια πληγώνεται και ακόμη, όντας εξαρτημένο από τη μητέρα του, η όποια δε θα επέτρεπε κανένα είδος κριτικής, και έχοντας, ας πούμε, άβουλο πατέρα, στον οποίο δε θα μπορούσε να στηριχτεί, το παιδί αναγκάζεται να καταστείλει την κριτική του ικανότητα.
Πολύ σύντομα δε θα παρατηρεί την ανειλικρίνεια ή την απιστία της μητέρας του. Θα χάσει την ικανότητα να σκέφτεται κριτικά, αφού θα φαίνεται πως είναι όχι μόνο άσκοπο αλλά και επικίνδυνο να τη διατηρεί οξυμένη. Από το άλλο μέρος, στο παιδί εντυπώνεται o κανόνας πως θα πρέπει να πιστεύει ότι η μητέρα του είναι ειλικρινής και καθωσπρέπει και ότι ο γάμος των γονέων του ήταν πετυχημένος και θα είναι πρόθυμο να αποδεχτεί την ιδέα αυτή σα να ήταν δική του.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα της ψευδοσκέψης το πρόβλημα είναι κατά πόσο ή διαμορφωνόμενη γνώμη είναι απόρροια της σκέψης του ατόμου, δηλαδή της δικής του δραστηριότητας. Το πρόβλημα δεν είναι αν είναι, ή όχι, σωστό το περιεχόμενο της γνώμης. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην περίπτωση του ψαρά που προλέγει τον καιρό, η γνώμη «του» μπορεί να είναι σφαλερή, και η γνώμη εκείνου που επαναλαμβάνει αυτά που του έβαλαν στο μυαλό του να είναι σωστή.
Η ψευδοσκέψη μπορεί επίσης να ευσταθεί και να στηρίζεται στη λογική. Ο ψευδοχαρακτήρας της δεν εμφανίζεται σε άλογα στοιχεία. Το θέμα αυτό μπορεί να μελετηθεί στις αιτιολογήσεις που τείνουν να στηρίξουν ένα αίσθημα ή μια ενέργεια σε λογικά και ρεαλιστικά βάθρα, μολονότι καθορίζεται από παράλογους και υποκειμενικούς παράγοντες. Η αιτιολόγηση μπορεί να αντιφάσκει στα γεγονότα ή στους κανόνες της λογικής σκέψης. Συνήθως όμως είναι αυτή καθαυτή λογική. Στην περίπτωση αυτή, ο παραλογισμός της βρίσκεται μόνο στο γεγονός πώς δεν είναι το πραγματικό κίνητρο της δράσης που ισχυρίζεται πώς προκάλεσε.
Πηγή Tromaktiko
“Ας υποθέσουμε πως βρισκόμαστε σ’ ένα νησί όπου υπάρχουν ψαράδες και θερινοί επισκέπτες από την πόλη. Θέλουμε να μάθουμε τι καιρό κάνει και ρωτάμε έναν ψαρά και δύο επισκέπτες που ξέρουμε πως άκουσαν το ραδιοφωνικό μετεωρολογικό δελτίο. Ο ψαράς, με τη μακρόχρονη πείρα του και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον πού έχει για το πρόβλημα τού καιρού, θα αρχίσει να σκέφτεται, καθώς δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα πριν τον ρωτήσουμε.
Ξέροντας τη διεύθυνση του ανέμου, τη θερμοκρασία, την υγρασία και διάφορα άλλα στοιχεία χρήσιμα για την πρόγνωση τού καιρού, θα ζυγίσει τους διάφορους παράγοντας ανάλογα με την αντίστοιχη σπουδαιότητά τους και θα καταλήξει σε μια λίγο-πολύ οριστική κρίση. Θα θυμάται φυσικά το μετεωρολογικό δελτίο και θα το επικαλεστεί ενισχυτικό ή όχι της γνώμης του. “Αν δεν είναι ενισχυτικό, θα είναι προσεχτικός ως προς τούς διάφορους λόγους πού θα στηρίξει τη σκέψη του. “Όμως αυτό πού θα πει, και αυτό είναι το ουσιώδες, είναι δική του γνώμη, το αποτέλεσμα της σκέψης του.
Ο πρώτος από τους δύο επισκέπτες είναι ένας άνθρωπος, ο όποιος, όταν ρωτήσαμε τη γνώμη του, ήξερε πώς δε γνωρίζει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ούτε και νοιώθει πώς έχει υποχρέωση να ξέρει. Μπορεί να απαντήσει απλά «δεν μπορώ να κρίνω. Το μόνο πού ξέρω είναι πώς το ραδιόφωνο είπε το και το».
Ο άλλος πού ρωτάμε είναι διαφορετικός τύπος. Πιστεύει πώς ξέρει πολλά πράγματα σχετικά με τον καιρό, ενώ στην πραγματικότητα ξέρει πολύ λίγα. Είναι από τα πρόσωπα πού νομίζουν πως πρέπει να απαντούν σε κάθε ερώτημα. Σκέφτεται για ένα λεπτό και ύστερα λέει τη γνώμη «του», που στην πραγματικότητα είναι αυτά που είπε το ραδιόφωνο. Κι όταν ρωτηθεί πού στηρίζει αυτή τη γνώμη, απαντά πως αυτό είναι το συμπέρασμα σύμφωνα με τη διεύθυνση του ανέμου, τη θερμοκρασία και την υγρασία.
Η συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου, όπως τη βλέπουμε εξωτερικά, είναι ίδια με κείνη του ψαρά. Άν όμως την αναλύσουμε προσεκτικότερα γίνεται φανερό πως άκουσε την πρόγνωση του ραδιοφώνου και την υιοθέτησε. Νιώθοντας όμως υποχρεωμένος να ακούσει τη γνώμη μας σχετικά, ξεχνά και απλώς επαναλαμβάνει την έγκυρη γνώμη κάποιου άλλου και πιστεύει πως στη γνώμη αυτή κατέληξε με τη δική του σκέψη. Φαντάζεται πως οι λόγοι που μας ανέφερε ήταν εκείνοι που του επέτρεψαν να διαμορφώσει αυτή τη γνώμη, αν όμως εξετάσουμε αυτούς τούς λόγους διαπιστώνουμε πως προφανώς δε θα τον οδηγούσαν σ’ αυτό το συμπέρασμα σχετικά με τον καιρό αν δεν είχε σχηματίσει γνώμη εκ των προτέρων.
Ουσιαστικά είναι ψεύτικοι λόγοι, που προορισμό έχουν να κάνουν τη γνώμη του να φαίνεται σαν απόρροια της σκέψης του. Έχει την αυταπάτη πως διαμόρφωσε δική του γνώμη, στην πραγματικότητα όμως υιοθέτησε τη γνώμη μιας έγκυρης πηγής, χωρίς να αντιληφθεί τη διαδικασία αυτή. Πιθανόν να αποδειχτεί αλήθεια ό,τι είπε σχετικά με τον καιρό και να διαψευστεί ο ψαράς, αλλά στην περίπτωση αυτή δε θα είναι η γνώμη «του» που θα αποδειχτεί σωστή, έστω και αν ο ψαράς έπεσε έξω σχετικά με τη «δική του» γνώμη.
Το ίδιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί αν μελετήσουμε τη γνώμη των ανθρώπων σχετικά με ορισμένα θέματα, π. χ. την πολιτική. Ρωτήστε έναν μέσο αναγνώστη εφημερίδας τι φρονεί για ένα ορισμένο πολιτικό θέμα. Θα σας δώσει σα γνώμη «του» έναν λίγο -πολύ ακριβή απολογισμό των όσων έχει διαβάσει, παρ’ όλα αυτά όμως — και αυτό είναι το σημαντικό — πιστεύει πώς αυτό που είπε είναι απόρροια της δικής του σκέψης. Αν είναι μέλος μιας μικρής κοινότητας, όπου οι πολιτικές απόψεις μεταδίνονται από τον πατέρα στο παιδί, η «δική του» γνώμη μπορεί να ελέγχεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο αυτός θα μπορούσε να φανταστεί σε μια δοσμένη στιγμή, από τη λανθάνουσα εξουσία ενός αυστηρού πατέρα.
Έριχ Φρομ: Η ώριμη ερωτική αγάπη
H γνώμη ενός άλλου αναγνώστη μπορεί να είναι απόρροια της σύγχυσης- μιας στιγμής, του φόβου μήπως φανεί απληροφόρητος και γι’ αυτό η «σκέψη» είναι η πρόσοψη ουσιαστικά, και όχι απόρροια φυσικού συνδυασμού εμπειρίας, επιθυμίας και γνώσεων. Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται και στις αισθητικές κρίσεις. Το μέσο πρόσωπο που επισκέπτεται ένα μουσείο και παρατηρεί έναν πίνακα διάσημου ζωγράφου, ας πούμε του Ρέμπραντ, κρίνει πως o πίνακας είναι ωραίος και προκαλεί εντύπωση. Αν αναλύσουμε την κρίση του, διαπιστώνουμε πως o πίνακας δεν του προκαλεί καμιά ιδιαίτερη εσωτερική αντίδραση, αλλά φρονεί πως είναι ωραίος γιατί ξέρει πως θα πρέπει να φρονεί πώς είναι ωραίος.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται επίσης σχετικά με την κρίση των ανθρώπων για τη μουσική, καθώς και σχετικά με τον τρόπο που συλλαμβάνουν τις εικόνες. Πολλά πρόσωπα που βλέπουν ένα περίφημο τοπίο, ουσιαστικά αναπαράγουν στη μνήμη τους εικόνες που έχουν δει πολλές φορές, ας πούμε σε καρτ – ποστάλ, και ενώ πιστεύουν πως «είδαν» το τοπίο, έχουν μπροστά στα μάτια τους τις εικόνες αυτές. Ή όταν είναι παρόντες σ’ ένα ατύχημα, βλέπουν ή ακούν τα γεγονότα όπως θα τα ήθελαν σε ένα ρεπορτάζ εφημερίδας. Στην πραγματικότητα, για πολλούς ανθρώπους μια εμπειρία που γνώρισαν, ένα καλλιτεχνικό γεγονός ή μια συγκέντρωση στην όποια παραβρέθηκαν, παίρνει γι’ αυτούς τη διάσταση του πραγματικού μόνο αφού διαβάσουν τα σχετικά στην εφημερίδα.
Η καταστολή της κριτικής σκέψης αρχίζει συνήθως από πολύ νωρίς. Ένα πεντάχρονο κοριτσάκι, π.χ., μπορεί να αντιληφθεί την ειλικρίνεια της μητέρας του είτε διαπιστώνοντες με οξυδέρκεια πως, ενώ ή μητέρα μιλά συνέχεια για Αγάπη και φιλία, στην πραγματικότητα είναι ψυχρή και εγωίστρια, είτε με πιο ωμό τρόπο, παρατηρώντας πως ή μητέρα του, ενώ διακηρύσσει συνέχεια την άμεμπτη ηθική της, τα έχει φτιάξει με άλλον. Το παιδί αισθάνεται τη διαφορά. Το αίσθημά του για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια πληγώνεται και ακόμη, όντας εξαρτημένο από τη μητέρα του, η όποια δε θα επέτρεπε κανένα είδος κριτικής, και έχοντας, ας πούμε, άβουλο πατέρα, στον οποίο δε θα μπορούσε να στηριχτεί, το παιδί αναγκάζεται να καταστείλει την κριτική του ικανότητα.
Πολύ σύντομα δε θα παρατηρεί την ανειλικρίνεια ή την απιστία της μητέρας του. Θα χάσει την ικανότητα να σκέφτεται κριτικά, αφού θα φαίνεται πως είναι όχι μόνο άσκοπο αλλά και επικίνδυνο να τη διατηρεί οξυμένη. Από το άλλο μέρος, στο παιδί εντυπώνεται o κανόνας πως θα πρέπει να πιστεύει ότι η μητέρα του είναι ειλικρινής και καθωσπρέπει και ότι ο γάμος των γονέων του ήταν πετυχημένος και θα είναι πρόθυμο να αποδεχτεί την ιδέα αυτή σα να ήταν δική του.
Σε όλα αυτά τα παραδείγματα της ψευδοσκέψης το πρόβλημα είναι κατά πόσο ή διαμορφωνόμενη γνώμη είναι απόρροια της σκέψης του ατόμου, δηλαδή της δικής του δραστηριότητας. Το πρόβλημα δεν είναι αν είναι, ή όχι, σωστό το περιεχόμενο της γνώμης. Όπως ήδη αναφέρθηκε στην περίπτωση του ψαρά που προλέγει τον καιρό, η γνώμη «του» μπορεί να είναι σφαλερή, και η γνώμη εκείνου που επαναλαμβάνει αυτά που του έβαλαν στο μυαλό του να είναι σωστή.
Η ψευδοσκέψη μπορεί επίσης να ευσταθεί και να στηρίζεται στη λογική. Ο ψευδοχαρακτήρας της δεν εμφανίζεται σε άλογα στοιχεία. Το θέμα αυτό μπορεί να μελετηθεί στις αιτιολογήσεις που τείνουν να στηρίξουν ένα αίσθημα ή μια ενέργεια σε λογικά και ρεαλιστικά βάθρα, μολονότι καθορίζεται από παράλογους και υποκειμενικούς παράγοντες. Η αιτιολόγηση μπορεί να αντιφάσκει στα γεγονότα ή στους κανόνες της λογικής σκέψης. Συνήθως όμως είναι αυτή καθαυτή λογική. Στην περίπτωση αυτή, ο παραλογισμός της βρίσκεται μόνο στο γεγονός πώς δεν είναι το πραγματικό κίνητρο της δράσης που ισχυρίζεται πώς προκάλεσε.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Είναι ξανά μαζί Λούκας Γιώρκας & Έλενα Ράπτη; Τι δήλωσε η βουλευτής
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ