2017-08-02 11:26:02
Πρόκειται για στοιχεία που σοκάρουν: Mέσα σε 7 χρόνια (μνημόνια) ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 311.000 άτομα!
Στο τέλος-τέλος (που έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Επίτιμος) θα μείνουν πίσω μόνο ο Pakis, o Sakis και η Κάτια.
Την κοπανάνε ακόμη και τα ομορφόσογα όπως Αλβανοί, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Αφγανοί, Ουκρανοί και λοιποί που επειδή μοιάζουν με Ελληνάρες την είχαν καταβρεί στην Ελλάδα. Τώρα όμως που δεν υπάρχει σάλιο έγιναν Λούηδες. Ακόμη και οι τουρίστες που πλάκωσαν φέτος στην Ελλάδα είναι κάτι ταλαίπωροι από πρώην ανατολικές χώρες που έχουν μείνει ενδυματολογικά στη δεκαετία του ’70-σκέτη ταλαιπωρία της αισθητικής.
Γράφει η Gillian Rothschild
Aπό την Ελλάδα των Ωνάσηδων στην Ελλάδα της παρακμής
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το 2009, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στα 11,094 εκατομμύρια. Οι κάτοικοι, με καταγωγή εκτός χωρών της Ε.Ε., έφταναν σε 737.856 άτομα. Το 2016, ο πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμάται στα 10,78 εκατομμύρια άτομα παρουσιάζοντας μείωση κατά 311.000 ανθρώπους. Από αυτούς, οι 174.790 ήταν ελληνικής καταγωγής ενώ οι 153.143 προέρχονταν από χώρες εκτός Ευρωζώνης.
Να σημειωθεί ότι οι αριθμοί που αναφέρθηκαν αφορούν σε καθαρή μεταβολή πληθυσμού. Δηλαδή, στη διαφορά των ατόμων που εξήλθαν από τη χώρα (ή απεβίωσαν) από τα άτομα που εισήλθαν στην Ελλάδα ή γεννήθηκαν εδώ.
Το μερίδιο των ατόμων κυρίως από τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία) κ.λπ. στον συνολικό πληθυσμό της χώρας έφτανε στο 6,65% το 2009, ενώ το 2016 έχει μειωθεί στο 5,42%. Σήμερα, οι Αλβανοί, Βούλγαροι κ.λπ. που ζουν στην Ελλάδα έχουν περιοριστεί στις 584.713 το 2016, όταν το 2009 ήταν 737.856 άτομα.
Tην ίδια στιγμή σημαντική αύξηση της απασχόλησης, κατά 150.000 θέσεις εργασίας την τελευταία τριετία, παρά τη στασιμότητα του ΑΕΠ, διαπιστώνει η Εθνική Τράπεζα στο μηνιαίο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης για την ελληνική οικονομία.
Επειτα από μια περίοδο δραματικής συρρίκνωσης του ιδιωτικού τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις μεταξύ 2009-2013 αλλά και μιας επώδυνης αναδιάρθρωσης της εγχώριας οικονομίας, η τράπεζα, στην ανάλυσή της διαβλέπει δυνατότητες δημιουργίας ακόμη και 230.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2019.
Θέτει όμως ως προϋπόθεση, παράλληλα με την ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων και τη βελτίωση της ποιότητας των θέσεων αυτών, αναγνωρίζοντας βέβαια τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν η μείωση του κόστους εργασίας και η επικράτηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην αναστροφή του κλίματος.
Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 150.000 θέσεις (ή 5,2% σωρευτικά) από τα μέσα του 2014 μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2017, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της απασχόλησης να ανέρχεται σε 1,5%, σε μια περίοδο που το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν στάσιμο. Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 – 2013 – εκ των οποίων οι 780.000 ήταν μισθωτοί και οι 320.000 αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Στην ανάλυση επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με σχετικά μικρό αριθμό εβδομαδιαίων ωρών εργασίας και συχνά επισφαλή χαρακτηριστικά που κυριάρχησε στις νέες προσλήψεις, ωστόσο, ξεκαθαρίζεται ότι δεδομένου του πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας, αυτό που προείχε ήταν η δυνατότητα της οικονομίας να ανοίγει νέες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα με αυξανόμενο ρυθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τριετία οι δύο βασικοί παράγοντες που στήριξαν την απασχόληση, ήτοι η μείωση του κόστους εργασίας και η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, «βοήθησαν» στη δημιουργία της συντριπτικής πλειονότητας των νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Αναλυτικά, η σωρευτική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 12,6%, σε απόλυτες τιμές και κατά 17,7% συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους, την περίοδο 2012-2016, αντέστρεψε πλήρως την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους κατά την προηγούμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της ΕΤΕ, βοήθησε στη δημιουργία 57.000 θέσεων εργασίας την τελευταία τριετία.
Αντίστοιχα, περίπου 68.000 από τις συνολικά 150.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι σωρευτικές ετήσιες προσλήψεις και αποχωρήσεις προσέγγισαν το 60% της συνολικής απασχόλησης (ή περίπου 2 εκατομμύρια σε ετήσια βάση) το 2016, περίπου τριπλάσιες από την περίοδο 2010-2013.
Τα ποσοστά αυτά είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία και καταδεικνύουν ότι σημαντικός αριθμός εργαζομένων αλλάζει θέση εργασίας ή ανανεώνει τις συμβάσεις του μία ή περισσότερες φορές το χρόνο. Το χαρακτηριστικό αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΤΕ, αναμένεται να υποβοηθήσει την αναδιάταξη της απασχόλησης στους πλέον αποδοτικούς τομείς κατά τη φάση της ανάκαμψης και να συνοδευτεί με αύξηση των μέσων εργάσιμων ωρών μηνιαίως, αλλά και του μέσου ωρομισθίου, ώστε τα τελευταία να συμβαδίζουν με τη σταδιακή βελτίωση της παραγωγικότητας.
Για να συνεχιστεί και να επαυξηθεί η δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και να ανακοπεί η περαιτέρω εκροή πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου, οι αναλυτές υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα, το άνοιγμα των θέσεων να συνδυαστεί με τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης. Μετά την πολυετή αποεπένδυση απαιτείται άμεσα ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων.
Η διόρθωση αυτή θα απαιτήσει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της Εθνικής, τουλάχιστον μία πενταετία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (εκτός κατοικιών) θα πρέπει να διατηρηθεί, κατά μέσον όρο, σε επίπεδο υψηλότερο του 8%, ετησίως. Μια τέτοια αύξηση των επενδύσεων, άλλωστε, θα υποστηρίξει και την επίσης αναγκαία δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλότερη ποιότητα, παραγωγικότητα και αμοιβές, σε ένα μεγαλύτερο εύρος τομέων οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των αναλυτών, όπου οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5%, ετησίως, την περίοδο 2017-2019 –συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 2%, ετησίως, την ίδια περίοδο– θα δημιουργηθούν 230.000 νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 3% και ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 1%, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι 160.000 θέσεις.
Το 87% των νέων θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα την τελευταία τριετία (ήτοι 130.000 θέσεις) δημιουργήθηκε στους υποκλάδους παροχής καταλύματος και εστίασης, της μεταποίησης, καθώς και στο βαθύτατα αναδιαρθρωμένο κλάδο λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Επίσης, κατά την τελευταία διετία εξαιτίας μεταξύ άλλων, των αλλαγών στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, αλλά και της πίεσης που ασκούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές στη φορολογική συμμόρφωση των συγκεκριμένων κατηγοριών, τμήμα της μη εξαρτημένης εργασίας μετατράπηκε σε μισθωτή. Αυτό εκτιμάται ότι συνεισέφερε στην αύξηση της συνολικής απασχόλησης κατά 14.000 νέες θέσεις (κυρίως την περίοδο 2015-16), λόγω της συρρίκνωσης της παραοικονομίας.
Σε σταθερό πυλώνα ανάπτυξης αναδείχτηκαν τα ξενοδοχεία κατά τη διάρκεια της κρίσης, αυξάνοντας τη συνεισφορά τους στο ελληνικό ΑΕΠ στο 3,5% το 2016 από 2,5% το 2008 ω (έναντι 1,6% κ.μ.ο. στις βασικές ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες), σύμφωνα με τη μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Η μελέτη εστιάζει στον βεντοπισμό των κινητήριων δυνάμεων που έχουν τεθεί σε λειτουργία (κυρίως από τη δυναμική των ξένων τουριστών και την αναβάθμιση των υποδομών του κλάδου) αλλά και των
παραγόντων που φρενάρουν την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών ξενοδοχείων (κυρίως εποχικότητα και ποιότητα τουριστικού μείγματος).
Βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι η ύπαρξη σημαντικού κενού έναντι των ανταγωνιστικών προορισμών, το οποίο αν καλυφθεί με
(i) επαναφορά των ξενοδοχειακών επενδύσεων στο προ κρίσης επίπεδό τους και (ii) στρατηγική τους στόχευση για δημιουργία τουριστικού προϊόντος υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά 40% (με άνω του ήμισυ αυτών να κατευθύνεται στα ξενοδοχεία).
Ο ελληνικός ξενοδοχειακός κλάδος αύξησε την εξωστρέφειά του και υπερκάλυψε την πτώση της εγχώριας ζήτησης – με αποτέλεσμα η συνολική ζήτηση σε όρους αφίξεων να ανέβει κατά 12% στη διάρκεια της κρίσης.
Αιχμή της ανόδου αποτέλεσαν οι μεμονωμένοι ξένοι τουρίστες (οι οποίοι αύξησαν το μερίδιο τους στην εξωτερική ζήτηση ξενοδοχείων σε 45% το
2016 από 25% το 2008 – περιορίζοντας
αντίστοιχα τη συνεισφορά των πρακτορείων
εξωτερικού).
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, καθώς οι μεμονωμένες κρατήσεις είναι πιο προσοδοφόρες, με τις δαπάνες ανά διανυκτέρευση να είναι 8% υψηλότερες κ.μ.ο. την τελευταία δεκαετία έναντι των κρατήσεων μέσω πρακτορείων – με τη διαφορά να αγγίζει το 20% το 2016.
Επίσης αξιοσημείωτη εξέλιξη της περιόδου κρίσης είναι η ποιοτική αναβάθμιση (που συνοδεύτηκε από αύξηση κλινών κατά 10% την περίοδο 2008-2016), με περισσότερο από το 80% των νέων κλινών να αφορούν ξενοδοχεία 4-5 αστέρων, διαμορφώνοντας το συνολικό τους μερίδιο στο 43% των κλινών το 2016, έναντι 37% το 2008.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι πωλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 18% την περίοδο 2008-2015 και το περιθώριο λειτουργικού κέρδους επανήλθε κατά την τελευταία τετραετία στα επίπεδα προ κρίσης (24% το 2015 από 20% το 2010).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θετική μακροοικονομική εικόνα του κλάδου δεν είναι ομοιόμορφη για όλα τα ξενοδοχεία.
Συγκεκριμένα, βάσει έρευνας πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 200 μικρομεσαίων ξενοδοχείων, ξεχωρίζει στον κλάδο η παρουσία ενός σημαντικού κομματιού δυναμικών ξενοδοχείων (που καλύπτουν το ήμισυ των πωλήσεων) το οποίο φαίνεται να είναι η μηχανή ανάπτυξης του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα.
Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του δυναμικού αυτού κομμάτιου είναι:
– η υψηλή ποιότητα υποδομών (με τα τρία τέταρτα να αφορούν κλίνες 4 ή 5 αστεριών, έναντι 44% για το λοιπό τομέα),
– η υψηλή εξωστρέφεια (με το 73% των πωλήσεων του να προέρχεται από το εξωτερικό, έναντι 59% για το λοιπό τομέα), και
– το μεγάλο μερίδιο πελατών υψηλού εισοδήματος (28%, έναντι 18% για το λοιπό
τομέα).
Παρά τη σημαντική δυναμική του τουριστικού κλάδου κατά τα τελευταία χρόνια, η απόσταση που τον χωρίζει από τις ανταγωνιστικές χώρες παραμένει αισθητή και συνεπώς δυνητικά αξιοποίησιμη για περαιτέρω ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, ξεχωρίζουν δύο πτυχές του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που επιδέχονται στρατηγικές βελτίωσης:
(i) ποιότητα τουριστικού μείγματος και (ii) εποχικότητα.
Εστιάζοντας στην πρώτη παράμετρο,σημειώνεται από την Εθνική ότι η ημερήσια δαπάνη των ξένων τουριστών στην Ελλάδα (περίπου το ένα δεύτερο αυτής
κατευθύνεται στα ξενοδοχεία) παραμένει την
τελευταία δεκαετία κοντά στα €70 – επίπεδο
χαμηλότερο κατά 15% από τον μέσο όρο των
άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών. Πιθανή
ερμηνεία αυτής της εξέλιξης αποτελεί η ποιοτική σύνθεση των τουριστών, καθώς αυξάνεται το μερίδιο αφίξεων από τη ΝΑ Ευρώπη σε 11% το 2016 από 4% το 2005 (εν μέρει λόγω της
σταδιακής βελτίωσης των σχετικών υποδομών οδικής σύνδεσης, όπως η Εγνατία Οδός και οι νέοι συνοριακοί σταθμοί, αλλά και της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις χώρες
αυτές).
Επιβεβαιωτικά στοιχεία για αυτή την εξέλιξη ανέδειξε η προαναφερθείσα έρευνα πεδίου της ΕΤΕ, δεικνύοντας ότι το μερίδιο ξένων τουριστών υψηλού εισοδήματος μειώθηκε σε 23% το 2016 από 27% το 2008.
Όσον αφορά το δεύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή, με άνω των 3/4
των διανυκτερεύσεων να αφορούν την περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου (έναντι 60% για ανταγωνιστικούς προορισμούς), με αποτέλεσμα να περιορίζεται:
– η πληρότητα έτους στο 27% (έναντι 40%
για τους ανταγωνιστές) και
– η απόδοση των ξενοδοχειακών υποδομών,
η οποία είναι 8% χαμηλότερη έναντι των
ανταγωνιστών σε όρους λειτουργικής
κερδοφορίας ανά μονάδα παγίων (παρά τη στήριξη της κερδοφορίας από τις υψηλές τιμές των καλοκαιρινών μηνών).
Συνεπώς, μεσοπρόθεσμα (i) η διεύρυνση της
τουριστικής περιόδου στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών σε συνδυασμό με (ii) την προσέγγιση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστών στην Ελλάδα με αυτή σε άμεσους ανταγωνιστικούς προορισμούς, θα μπορούσε να αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά €5 δισ. ετησίως (αύξηση 40%).
Οι απαιτούμενες επιπλέον επενδύσεις για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι σωρευτικά €6 δις σε ξενοδοχεία και €16 δις σε λοιπές τουριστικές υποδομές – με τις αναβαθμισμένες υποδομές να προσελκύουν υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες λειτουργώντας αυξητικά τόσο
για τις τιμές των ξενοδοχείων όσο και για την ευρύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, αν οι
ετήσιες τουριστικές επενδύσεις επιστρέψουν κοντά στο προ κρίσης επίπεδό τους.
Επιπλέον, ο περιορισμός της εποχικότητας συνάδει με την προώθηση των αστικών
προορισμών, των οποίων τα ξενοδοχεία τονίζουν ως σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης την ανάδειξη ειδικών μορφών τουρισμού (συνεδριακός, ιατρικός, αθλητικός κτλ.).
πηγή
epixirimatias
Στο τέλος-τέλος (που έλεγε και ο συγχωρεμένος ο Επίτιμος) θα μείνουν πίσω μόνο ο Pakis, o Sakis και η Κάτια.
Την κοπανάνε ακόμη και τα ομορφόσογα όπως Αλβανοί, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Αφγανοί, Ουκρανοί και λοιποί που επειδή μοιάζουν με Ελληνάρες την είχαν καταβρεί στην Ελλάδα. Τώρα όμως που δεν υπάρχει σάλιο έγιναν Λούηδες. Ακόμη και οι τουρίστες που πλάκωσαν φέτος στην Ελλάδα είναι κάτι ταλαίπωροι από πρώην ανατολικές χώρες που έχουν μείνει ενδυματολογικά στη δεκαετία του ’70-σκέτη ταλαιπωρία της αισθητικής.
Γράφει η Gillian Rothschild
Aπό την Ελλάδα των Ωνάσηδων στην Ελλάδα της παρακμής
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το 2009, ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στα 11,094 εκατομμύρια. Οι κάτοικοι, με καταγωγή εκτός χωρών της Ε.Ε., έφταναν σε 737.856 άτομα. Το 2016, ο πληθυσμός της Ελλάδας εκτιμάται στα 10,78 εκατομμύρια άτομα παρουσιάζοντας μείωση κατά 311.000 ανθρώπους. Από αυτούς, οι 174.790 ήταν ελληνικής καταγωγής ενώ οι 153.143 προέρχονταν από χώρες εκτός Ευρωζώνης.
Να σημειωθεί ότι οι αριθμοί που αναφέρθηκαν αφορούν σε καθαρή μεταβολή πληθυσμού. Δηλαδή, στη διαφορά των ατόμων που εξήλθαν από τη χώρα (ή απεβίωσαν) από τα άτομα που εισήλθαν στην Ελλάδα ή γεννήθηκαν εδώ.
Το μερίδιο των ατόμων κυρίως από τις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Βουλγαρία) κ.λπ. στον συνολικό πληθυσμό της χώρας έφτανε στο 6,65% το 2009, ενώ το 2016 έχει μειωθεί στο 5,42%. Σήμερα, οι Αλβανοί, Βούλγαροι κ.λπ. που ζουν στην Ελλάδα έχουν περιοριστεί στις 584.713 το 2016, όταν το 2009 ήταν 737.856 άτομα.
Tην ίδια στιγμή σημαντική αύξηση της απασχόλησης, κατά 150.000 θέσεις εργασίας την τελευταία τριετία, παρά τη στασιμότητα του ΑΕΠ, διαπιστώνει η Εθνική Τράπεζα στο μηνιαίο δελτίο μακροοικονομικής ανάλυσης για την ελληνική οικονομία.
Επειτα από μια περίοδο δραματικής συρρίκνωσης του ιδιωτικού τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις μεταξύ 2009-2013 αλλά και μιας επώδυνης αναδιάρθρωσης της εγχώριας οικονομίας, η τράπεζα, στην ανάλυσή της διαβλέπει δυνατότητες δημιουργίας ακόμη και 230.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2019.
Θέτει όμως ως προϋπόθεση, παράλληλα με την ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων και τη βελτίωση της ποιότητας των θέσεων αυτών, αναγνωρίζοντας βέβαια τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν η μείωση του κόστους εργασίας και η επικράτηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στην αναστροφή του κλίματος.
Η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 150.000 θέσεις (ή 5,2% σωρευτικά) από τα μέσα του 2014 μέχρι και το 1ο τρίμηνο του 2017, με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της απασχόλησης να ανέρχεται σε 1,5%, σε μια περίοδο που το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν στάσιμο. Η βελτίωση αυτή έρχεται μετά τη δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα κατά 1,1 εκατ. θέσεις (ή 23% σωρευτικά) μεταξύ 2009 – 2013 – εκ των οποίων οι 780.000 ήταν μισθωτοί και οι 320.000 αυτοαπασχολούμενοι και άμισθοι εργαζόμενοι σε οικογενειακές επιχειρήσεις.
Στην ανάλυση επισημαίνεται ο σημαντικός ρόλος των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με σχετικά μικρό αριθμό εβδομαδιαίων ωρών εργασίας και συχνά επισφαλή χαρακτηριστικά που κυριάρχησε στις νέες προσλήψεις, ωστόσο, ξεκαθαρίζεται ότι δεδομένου του πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας, αυτό που προείχε ήταν η δυνατότητα της οικονομίας να ανοίγει νέες θέσεις στον ιδιωτικό τομέα με αυξανόμενο ρυθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τριετία οι δύο βασικοί παράγοντες που στήριξαν την απασχόληση, ήτοι η μείωση του κόστους εργασίας και η αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, «βοήθησαν» στη δημιουργία της συντριπτικής πλειονότητας των νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Αναλυτικά, η σωρευτική μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 12,6%, σε απόλυτες τιμές και κατά 17,7% συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους, την περίοδο 2012-2016, αντέστρεψε πλήρως την απώλεια ανταγωνιστικότητας κόστους κατά την προηγούμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης της ΕΤΕ, βοήθησε στη δημιουργία 57.000 θέσεων εργασίας την τελευταία τριετία.
Αντίστοιχα, περίπου 68.000 από τις συνολικά 150.000 θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την τελευταία τριετία να είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Είναι ενδεικτικό ότι οι σωρευτικές ετήσιες προσλήψεις και αποχωρήσεις προσέγγισαν το 60% της συνολικής απασχόλησης (ή περίπου 2 εκατομμύρια σε ετήσια βάση) το 2016, περίπου τριπλάσιες από την περίοδο 2010-2013.
Τα ποσοστά αυτά είναι πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία και καταδεικνύουν ότι σημαντικός αριθμός εργαζομένων αλλάζει θέση εργασίας ή ανανεώνει τις συμβάσεις του μία ή περισσότερες φορές το χρόνο. Το χαρακτηριστικό αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές της ΕΤΕ, αναμένεται να υποβοηθήσει την αναδιάταξη της απασχόλησης στους πλέον αποδοτικούς τομείς κατά τη φάση της ανάκαμψης και να συνοδευτεί με αύξηση των μέσων εργάσιμων ωρών μηνιαίως, αλλά και του μέσου ωρομισθίου, ώστε τα τελευταία να συμβαδίζουν με τη σταδιακή βελτίωση της παραγωγικότητας.
Για να συνεχιστεί και να επαυξηθεί η δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και να ανακοπεί η περαιτέρω εκροή πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου, οι αναλυτές υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα, το άνοιγμα των θέσεων να συνδυαστεί με τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης. Μετά την πολυετή αποεπένδυση απαιτείται άμεσα ανάκαμψη των παραγωγικών επενδύσεων.
Η διόρθωση αυτή θα απαιτήσει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της Εθνικής, τουλάχιστον μία πενταετία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (εκτός κατοικιών) θα πρέπει να διατηρηθεί, κατά μέσον όρο, σε επίπεδο υψηλότερο του 8%, ετησίως. Μια τέτοια αύξηση των επενδύσεων, άλλωστε, θα υποστηρίξει και την επίσης αναγκαία δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλότερη ποιότητα, παραγωγικότητα και αμοιβές, σε ένα μεγαλύτερο εύρος τομέων οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των αναλυτών, όπου οι παραγωγικές επενδύσεις προβλέπεται να αυξάνονται κατά 8,5%, ετησίως, την περίοδο 2017-2019 –συμβαδίζοντας με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ ύψους 2%, ετησίως, την ίδια περίοδο– θα δημιουργηθούν 230.000 νέες θέσεις απασχόλησης έως τα τέλη του 2019, οδηγώντας το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 18,5% από 21,7% σήμερα. Σε ένα δυσμενέστερο σενάριο, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 3% και ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 1%, η αύξηση της απασχόλησης θα είναι 160.000 θέσεις.
Το 87% των νέων θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα την τελευταία τριετία (ήτοι 130.000 θέσεις) δημιουργήθηκε στους υποκλάδους παροχής καταλύματος και εστίασης, της μεταποίησης, καθώς και στο βαθύτατα αναδιαρθρωμένο κλάδο λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Επίσης, κατά την τελευταία διετία εξαιτίας μεταξύ άλλων, των αλλαγών στο φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, αλλά και της πίεσης που ασκούν οι ηλεκτρονικές πληρωμές στη φορολογική συμμόρφωση των συγκεκριμένων κατηγοριών, τμήμα της μη εξαρτημένης εργασίας μετατράπηκε σε μισθωτή. Αυτό εκτιμάται ότι συνεισέφερε στην αύξηση της συνολικής απασχόλησης κατά 14.000 νέες θέσεις (κυρίως την περίοδο 2015-16), λόγω της συρρίκνωσης της παραοικονομίας.
Σε σταθερό πυλώνα ανάπτυξης αναδείχτηκαν τα ξενοδοχεία κατά τη διάρκεια της κρίσης, αυξάνοντας τη συνεισφορά τους στο ελληνικό ΑΕΠ στο 3,5% το 2016 από 2,5% το 2008 ω (έναντι 1,6% κ.μ.ο. στις βασικές ανταγωνίστριες μεσογειακές χώρες), σύμφωνα με τη μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Η μελέτη εστιάζει στον βεντοπισμό των κινητήριων δυνάμεων που έχουν τεθεί σε λειτουργία (κυρίως από τη δυναμική των ξένων τουριστών και την αναβάθμιση των υποδομών του κλάδου) αλλά και των
παραγόντων που φρενάρουν την περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνικών ξενοδοχείων (κυρίως εποχικότητα και ποιότητα τουριστικού μείγματος).
Βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης είναι η ύπαρξη σημαντικού κενού έναντι των ανταγωνιστικών προορισμών, το οποίο αν καλυφθεί με
(i) επαναφορά των ξενοδοχειακών επενδύσεων στο προ κρίσης επίπεδό τους και (ii) στρατηγική τους στόχευση για δημιουργία τουριστικού προϊόντος υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά 40% (με άνω του ήμισυ αυτών να κατευθύνεται στα ξενοδοχεία).
Ο ελληνικός ξενοδοχειακός κλάδος αύξησε την εξωστρέφειά του και υπερκάλυψε την πτώση της εγχώριας ζήτησης – με αποτέλεσμα η συνολική ζήτηση σε όρους αφίξεων να ανέβει κατά 12% στη διάρκεια της κρίσης.
Αιχμή της ανόδου αποτέλεσαν οι μεμονωμένοι ξένοι τουρίστες (οι οποίοι αύξησαν το μερίδιο τους στην εξωτερική ζήτηση ξενοδοχείων σε 45% το
2016 από 25% το 2008 – περιορίζοντας
αντίστοιχα τη συνεισφορά των πρακτορείων
εξωτερικού).
Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική, καθώς οι μεμονωμένες κρατήσεις είναι πιο προσοδοφόρες, με τις δαπάνες ανά διανυκτέρευση να είναι 8% υψηλότερες κ.μ.ο. την τελευταία δεκαετία έναντι των κρατήσεων μέσω πρακτορείων – με τη διαφορά να αγγίζει το 20% το 2016.
Επίσης αξιοσημείωτη εξέλιξη της περιόδου κρίσης είναι η ποιοτική αναβάθμιση (που συνοδεύτηκε από αύξηση κλινών κατά 10% την περίοδο 2008-2016), με περισσότερο από το 80% των νέων κλινών να αφορούν ξενοδοχεία 4-5 αστέρων, διαμορφώνοντας το συνολικό τους μερίδιο στο 43% των κλινών το 2016, έναντι 37% το 2008.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι πωλήσεις των ελληνικών ξενοδοχείων αυξήθηκαν κατά 18% την περίοδο 2008-2015 και το περιθώριο λειτουργικού κέρδους επανήλθε κατά την τελευταία τετραετία στα επίπεδα προ κρίσης (24% το 2015 από 20% το 2010).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θετική μακροοικονομική εικόνα του κλάδου δεν είναι ομοιόμορφη για όλα τα ξενοδοχεία.
Συγκεκριμένα, βάσει έρευνας πεδίου της ΕΤΕ σε δείγμα 200 μικρομεσαίων ξενοδοχείων, ξεχωρίζει στον κλάδο η παρουσία ενός σημαντικού κομματιού δυναμικών ξενοδοχείων (που καλύπτουν το ήμισυ των πωλήσεων) το οποίο φαίνεται να είναι η μηχανή ανάπτυξης του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα.
Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του δυναμικού αυτού κομμάτιου είναι:
– η υψηλή ποιότητα υποδομών (με τα τρία τέταρτα να αφορούν κλίνες 4 ή 5 αστεριών, έναντι 44% για το λοιπό τομέα),
– η υψηλή εξωστρέφεια (με το 73% των πωλήσεων του να προέρχεται από το εξωτερικό, έναντι 59% για το λοιπό τομέα), και
– το μεγάλο μερίδιο πελατών υψηλού εισοδήματος (28%, έναντι 18% για το λοιπό
τομέα).
Παρά τη σημαντική δυναμική του τουριστικού κλάδου κατά τα τελευταία χρόνια, η απόσταση που τον χωρίζει από τις ανταγωνιστικές χώρες παραμένει αισθητή και συνεπώς δυνητικά αξιοποίησιμη για περαιτέρω ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, ξεχωρίζουν δύο πτυχές του ελληνικού τουριστικού προϊόντος που επιδέχονται στρατηγικές βελτίωσης:
(i) ποιότητα τουριστικού μείγματος και (ii) εποχικότητα.
Εστιάζοντας στην πρώτη παράμετρο,σημειώνεται από την Εθνική ότι η ημερήσια δαπάνη των ξένων τουριστών στην Ελλάδα (περίπου το ένα δεύτερο αυτής
κατευθύνεται στα ξενοδοχεία) παραμένει την
τελευταία δεκαετία κοντά στα €70 – επίπεδο
χαμηλότερο κατά 15% από τον μέσο όρο των
άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών. Πιθανή
ερμηνεία αυτής της εξέλιξης αποτελεί η ποιοτική σύνθεση των τουριστών, καθώς αυξάνεται το μερίδιο αφίξεων από τη ΝΑ Ευρώπη σε 11% το 2016 από 4% το 2005 (εν μέρει λόγω της
σταδιακής βελτίωσης των σχετικών υποδομών οδικής σύνδεσης, όπως η Εγνατία Οδός και οι νέοι συνοριακοί σταθμοί, αλλά και της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος στις χώρες
αυτές).
Επιβεβαιωτικά στοιχεία για αυτή την εξέλιξη ανέδειξε η προαναφερθείσα έρευνα πεδίου της ΕΤΕ, δεικνύοντας ότι το μερίδιο ξένων τουριστών υψηλού εισοδήματος μειώθηκε σε 23% το 2016 από 27% το 2008.
Όσον αφορά το δεύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή, με άνω των 3/4
των διανυκτερεύσεων να αφορούν την περίοδο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου (έναντι 60% για ανταγωνιστικούς προορισμούς), με αποτέλεσμα να περιορίζεται:
– η πληρότητα έτους στο 27% (έναντι 40%
για τους ανταγωνιστές) και
– η απόδοση των ξενοδοχειακών υποδομών,
η οποία είναι 8% χαμηλότερη έναντι των
ανταγωνιστών σε όρους λειτουργικής
κερδοφορίας ανά μονάδα παγίων (παρά τη στήριξη της κερδοφορίας από τις υψηλές τιμές των καλοκαιρινών μηνών).
Συνεπώς, μεσοπρόθεσμα (i) η διεύρυνση της
τουριστικής περιόδου στα πρότυπα των άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών σε συνδυασμό με (ii) την προσέγγιση της ποιοτικής σύνθεσης των τουριστών στην Ελλάδα με αυτή σε άμεσους ανταγωνιστικούς προορισμούς, θα μπορούσε να αυξήσει τις τουριστικές εισπράξεις κατά €5 δισ. ετησίως (αύξηση 40%).
Οι απαιτούμενες επιπλέον επενδύσεις για την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής είναι σωρευτικά €6 δις σε ξενοδοχεία και €16 δις σε λοιπές τουριστικές υποδομές – με τις αναβαθμισμένες υποδομές να προσελκύουν υψηλότερου εισοδήματος τουρίστες λειτουργώντας αυξητικά τόσο
για τις τιμές των ξενοδοχείων όσο και για την ευρύτερη κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Οι παραπάνω υποδομές θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν σε ορίζοντα πενταετίας, αν οι
ετήσιες τουριστικές επενδύσεις επιστρέψουν κοντά στο προ κρίσης επίπεδό τους.
Επιπλέον, ο περιορισμός της εποχικότητας συνάδει με την προώθηση των αστικών
προορισμών, των οποίων τα ξενοδοχεία τονίζουν ως σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης την ανάδειξη ειδικών μορφών τουρισμού (συνεδριακός, ιατρικός, αθλητικός κτλ.).
πηγή
epixirimatias
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επέκταση ωραρίου εργασίας για υπαλλήλους δήμων και περιφερειών
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ