2017-08-03 00:03:10
Χριστιανικά κόμματα στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου- Η Εκκλησία της Ελλάδος ζητάει να συμμετέχει στα νομοθετικά όργανα- Η Πολιτεία διορίζει αρχιεπίσκοπο και μητροπολίτες- H Iεραρχία συζητά για την ίδρυση χριστιανικού κόμματος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Tην περίοδο του Μεσοπολέμου στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης έκαναν την εμφάνισή τους κόμματα χριστιανικά. Η Καθολική Εκκλησία με την συγκεντρωτική υπό τον Πάπα διοίκηση και η Προτεσταντική με τις πολλές μορφές της είχαν κάνει κεντρικό σημείο της προπαγάνδας τους την πάλη εναντίον του μπολσεβικισμού αλλά και γενικότερα της Αριστεράς. Έτσι στις χώρες όπου κυριαρχούσαν αυτά τα δύο χριστιανικά δόγματα υπήρξε άμεση ανάμιξη των Εκκλησιών στην πολιτική ζωή, τις περισσότερες φορές με κόμματα τα οποία τοποθετούνταν στη Δεξιά και την άκρα Δεξιά. Όσο για τις χώρες όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ανήκε στο ορθόδοξο δόγμα, οι επιμέρους Εκκλησίες μπορεί να μην πρωτοστάτησαν στην συγκρότηση αυτοτελών χριστιανικών κομμάτων, αλλά οι ηγεσίες τους στήριξαν τις αστικές δυνάμεις και σε ορισμένες περιπτώσεις, κορυφαίοι εκπρόσωποί τους ανέλαβαν και απευθείας κυβερνητικά καθήκοντα.
Στην Ελλάδα, με τον συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό, η Εκκλησία παρενέβη στηρίζοντας τις συντηρητικές δυνάμεις στον αγώνα τους κατά των νέων ιδεών του κομμουνισμού και του δημοτικισμού, που ήταν κι αυτός στη βάση του ένα βαθειά πολιτικό κίνημα (εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου κατά του υλισμού, Μαρασλειακά, στήριξη στο βενιζελικό ιδιώνυμο και τη δικτατορία Μεταξά κ.λπ).
Όμως, παρά το ότι κατά καιρούς έγιναν συζητήσεις για την άμεση παρέμβαση με τη δημιουργία χριστιανικού κόμματος, ακόμη και σε επίπεδο Ιεράς Συνόδου, και παρά το γεγονός ότι η βάση γι’ αυτό υπήρχε, με τις πολυάριθμες και μαζικές χριστιανικές οργανώσεις, η ελλαδική Εκκλησία δεν απέκτησε το κόμμα της. Η συζήτηση επανήλθε και στην «καυτή» μεταπολεμική πενταετία 1945-1950, και μάλιστα σε μια στιγμή που οι προϋποθέσεις ήταν πολύ καλύτερες για ένα τέτοιο κόμμα, με την μαζική παρουσία της οργάνωσης «Ζωή» και των γύρω από αυτήν οργανώσεων. Όμως και τότε οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν.
Αυτές ακριβώς τις χαμένες ευκαιρίες για το «κόμμα της Εκκλησίας» την περίοδο 1920-1950 θα προσπαθήσουμε αναλύσουμε με τρία σημειώματα σε μια προσπάθεια να φωτίσουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, άγνωστες πλευρές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Τα καθολικά κόμματα
Ο Πάπας Πίος ΙΑ΄
Στις χώρες όπου κυριαρχούσε ο καθολικισμός δημιουργήθηκαν πολιτικά κόμματα με την υποστήριξη της Εκκλησίας. Κυρίαρχο στοιχείο της παρέμβασης της Εκκλησίας σε όλες αυτές τις χώρες ήταν η απόρριψη κάθε σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής ιδέας. Μια πολιτική που συμπυκνωνόταν στην εγκύκλιο Quadragesimo Anno (Τεσσαρακοστό έτος) του Πάπα Πίου ΙΑ΄, το 1931. Σ’ αυτήν ο Πάπας ασκούσε μια γενικόλογη κριτική στις ανισότητες του καπιταλισμού και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, καταδίκαζε με τον πιο σκληρό τρόπο τον κομμουνισμό και διεκήρυσσε ότι οι υλιστικές αρχές του σοσιαλισμού είναι ασυμβίβαστες με τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο καθολικός ιερωμένος Δον Λουίτζι Στούρζο, ιδρυτής του Ιταλικού Λαικού Κόμματος
Στην Ιταλία το 1919 ιδρύθηκε το καθολικό Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα, με ηγέτη τον Σικελό ιερέα, Δον Λουίτζι Στούρζο, και άμεση στήριξη από το Βατικανό. Η εκλογική του βάση ήταν κυρίως αγρότες αλλά και μεσαία στρώματα. Το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου το 1926 από τον Μουσολίνι και τα στελέχη του και ο κύριος όγκος των οπαδών του απορροφήθηκαν από το Φασιστικό Κόμμα. Το 1929 η Καθολική Εκκλησία προχώρησε σε ένα συμβιβασμό με το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι με την συνθήκη του Λατερανού. Ο καθολικισμός αναγνωρίστηκε ως η μόνη κρατική θρησκεία στην Ιταλία με την υποχρέωση να τηρεί στάση πολιτικής παθητικότητας και ανοχής απέναντι στο φασιστικό κράτος. Σε αντάλλαγμα ιδρύθηκε το κράτους του Βατικανού, που είχε πάψει να υφίσταται από το 1870, όταν ολοκληρώθηκε η ιταλική ενοποίηση. Το Βατικανό σιώπησε για το όργιο βίας των φασιστικών συμμοριών, δεν αντέδρασε όταν ψηφίστηκαν φυλετικοί νόμοι και χαιρέτησε την εισβολή στην Αιθιοπία. Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ δεν είπε κουβέντα για το ολοκαύτωμα των Εβραίων και τα εκατομμύρια θυμάτων του ναζισμού στις κατεχόμενες χώρες, αν και γνώριζε το δράμα.
Χάινριχ Μπρύνινγκ, ο οπαδός του χριστιανικού κορπορατισμού που διετέλεσε καγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1930-1932.
Στη Γερμανία η καθολική ιεραρχία στήριξε το κόμμα του κέντρου του Χάινριχ Μπρύνινγκ που έπαιξε κεντρικό πολιτικό ρόλο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Μπρύνινγκ, ο οποίος διετέλεσε καγκελάριος και υπουργός των Εξωτερικών από το 1930 έως το 1932, ήταν οπαδός του «χριστιανικού κορπορατισμού» και ουσιαστικά συνέβαλε με την πολιτική του στην άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, την επόμενη χρονιά. Για ένα μεγάλο διάστημα ουσιαστικός καθοδηγητής του κόμματος αυτού ήταν ο παπικός νούντσιος ( σ.σ. πρεσβευτής του κράτους του Βατικανού) Eουτζένιο Πατσέλι, ο μετέπειτα Πάπας Πίος ΙΒ΄. Οι καθολικοί ιεράρχες της Γερμανίας, αν και πριν από το 1933 είχαν προειδοποιήσει με προσεκτικές διατυπώσεις για το αντιχριστιανικό περιεχόμενο του ναζισμού, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία κάλεσαν τους πιστούς να στηρίξουν το νέο καθεστώς. Και στα μεγάλα ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση των Εβραίων, ή το «πρόγραμμα ευθανασίας», η σιωπή των καθολικών επισκόπων ήταν καθολική, με εξαιρέσεις λιγότερες και από τα δάχτυλα του ενός χεριού, που απλώς επιβεβαίωναν τον κανόνα. Οι μόνες διαμαρτυρίες του Βατικανού προς το χιτλερικό καθεστώς αφορούσαν τον περιορισμό της δράσης των καθολικών οργανώσεων.
Ευνοϊκή για τους ναζί ήταν η αντιμετώπισή τους από την διαιρεμένη δογματικά αλλά και γεωγραφικά Προτεσταντική Εκκλησία. Ένα πλειοψηφικό μέρος κληρικών και θεολόγων χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ ως ένα σημάδι «εθνικής αφύπνισης» που θα βοηθούσε και στην αναζωογόνηση της πίστης. Οι «Γερμανοί Χριστιανοί», που απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη ως εβραϊκή και χαρακτηρίζονταν ως «τάγματα εφόδου του Ιησού Χριστού», προρορίζονταν να αποτελέσουν τη μαγιά για μια ενιαία «Εκκλησία του Ράιχ», που ήταν ο στόχος των ναζί. Όμως το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε γιατί αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από μια ισχυρή μερίδα του κλήρου και των πιστών.
Στην Αυστρία το καθολικό χριστιανοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘30, είχε από την εποχή της ίδρυσής του έντονο αντισημιτικό χαρακτήρα. Κεντρικό πρόσωπο του αυστριακού πολιτικού καθολικισμού ήταν ο ηγέτης του κόμματος, ιερέας Ίγκνατς Σέιπελ, που έγινε δύο φορές καγκελάριος στο διάστημα 1922-1924 και βοήθησε στην ανάπτυξη του φασισμού στη χώρα του.
Ο «γιός» του Χίτλερ
Λεόν Ντεγκρέλ
Στο Βέλγιο, δίπλα στο παραδοσιακό καθολικό κόμμα, ιδρύθηκε το 1935 το βελγικό φασιστικό κόμμα των «Ρεξιστών». Αρχηγός του ήταν ο Λέων Ντεγκρέλ, διευθυντής της καθολικής εκδοτικής επιχείρησης Rex ( Cristus Rex), που ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως προπαγανδιστής του καθολικού κόμματος. Ο Ντεγκρέλ, επικεφαλής λεγεώνας Βαλώνων εθελοντών των Ες Ες, πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο και παρασημοφορήθηκε από τον Χίτλερ, ο οποίος του είπε ότι «αν είχε παιδί θα ήθελε να του μοιάσει». Ο Ντεγκρέλ, αμετανόητος ναζιστής έως το θάνατό του, το 1994 στην Ισπανία όπου κατέφυγε μετά τον πόλεμο, είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο από βελγικό δικαστήριο.
Ο αρχηγός του Σλοβακικού κράτους-μαριονέτα Γιόζεφ Τίσο με τον Αδόλφο Χίτλερ
O καθολικός ιερωμένος Αντρέι Χλίνκα ήταν ο ηγέτης της σλοβακικής αυτονομιστικής οργάνωσης (Σλοβακικό Λαϊκό Κόμμα). Μετά το θάνατό του, το 1938, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε ο ανώτερος καθολικός κληρικός Γιόζεφ Τίσο, ο οποίος ηγήθηκε του σλοβακικού κράτους- μαριονέτα που δημιουργήθηκε μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τους ναζί. Δεκαέξι άλλοι καθολικοί ιερέις υπηρετούσαν στο Συμβούλιο του Κράτους στη Μπρατισλάβα. Ο Τίσο εκτελέσθηκε το 1947 για τη συνεργασία του με τους χιτλερικούς, καταδικασμένος από τσεχοσλοβακικό δικαστήριο.
Ο Άντε Πάβελιτς (τέταρτος από δεξιά) με τον αρχιεπίσκοπο Αλόις Στέπινατς (πρώτος δεξιά)
Στην καθολική Κροατία δρούσε η ακραία εθνικιστική και αντισημιτική οργάνωση των Ουστάσι με τρομοκρατικές ενέργειες κυρίως κατά των Σέρβων και των Εβραίων. Ο αρχηγός της, Άντε Πάβελιτς, που είχε γίνει δεκτός και σε ακρόαση από τον Πάπα Πίο τον ΙΒ΄, είχε την πλήρη στήριξη και κάλυψη του αρχιεπισκόπου Αλόις Στέπινατς . Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν δημιουργήθηκε ένα ακόμη κράτος-μαριονέτα των ναζί, οι Ουστάσι με τις ευλογίες της καθολικής Εκκλησίας εξολόθρευσαν εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους , Εβραίους , αντιστασιακούς και τσιγγάνους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν δημιουργήσει. Σε πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις εξόντωσης (και ιδίως στις περιπτώσεις Σέρβων, που αρνούνταν να γίνουν καθολικοί) πρωτοστατούσαν φραγκισκανοί ιερείς. Για όλες αυτές τις πράξεις του, ο Στέπινατς καταδικάσθηκε από γιουγκοσλαβικό δικαστήριο και φυλακίστηκε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Πολωνός Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, ανακήρυξε τον Στέπινατς όσιο της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πάβελιτς, μετά τον πόλεμο, κατάφερε να διαφύγει αρχικά στην Αργεντινή και στη συνέχεια στη φασιστική Ισπανία του Φράνκο όπου και πέθανε το 1959.
Στη Γαλλία, δίπλα στους καθολικούς πολιτικούς που συμμετείχαν στα κόμματα του δεξιού φάσματος της πολιτικής (όπως ο Πιέρ Λαβάλ, πρωθυπουργός στο υπό τον στρατάρχη Πεταίν κράτος του Βισύ, που δικάστηκε και εκτελέστηκε για δοσιλογισμό μετά τον πόλεμο ), δημιουργήθηκαν φασιστικές οργανώσεις με έντονο το καθολικό χρώμα, όπως οι La croix de feu (Πύρινος Σταυρός), Les camelots du Roi και οι Cagoulards, που οργάνωναν ένοπλες διαδηλώσεις και έκαναν επιθέσεις εναντίον των σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
Στην Ισπανία η Καθολική Εκκλησία αποτέλεσε το κυριώτερο στήριγμα του αυταρχικού καθεστώτος του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄ και το 1936 του φασιστικού κινήματος του Φράνκο, που κατέλυσε την Ισπανική Δημοκρατία. Το ίδιο συνέβη και στην Πορτογαλία. Η Καθολική Εκκλησία στήριξε με όλες της τις δυνάμεις τη δικτατορία του Αντόνιο Σαλαζάρ. Αλλά και στην βαθειά καθολική Πολωνία, ο δικτάτορας στρατάρχης Πιλσούντσκι κυβερνούσε στηριγμένος στον στρατό και τον καθολικό κλήρο.
Το «προσευχόμενο Συντηρητικό Κόμμα»
Όσο για τη Μεγάλη Βρετανία και τον πολυδιαφημισμένο κοινοβουλευτισμό της, ένας από τους βασικούς πυλώνες του αστικού συστήματος ήταν η Αγγλικανική Εκκλησία, αρχηγός της οποίας, ως γνωστόν, ήταν και είναι ο εκάστοτε βασιλιάς, ή η βασίλισσα, ενώ ανώτεροι κληρικοί συμμετέχουν στη Βουλή των λόρδων. Ένας πυλώνας, που συχνά αποκαλούνταν «το προσευχόμενο Συντηρητικό κόμμα».
Για το Λαϊκό Ευαγγελικό Κόμμα, που υπήρχε στην Ελβετία πληροφορούσε τους αναγνώστες του το περιοδικό «Εκκλησία», της 10ης 4.1930.
(Για τις χριστιανοκοινωνικές κινήσεις σε όλη την Ευρώπη έγραψε σε σειρά άρθρων του στο περιοδικό «Ανάπλασις», ο Π. Μπρατσιώτης. Το τελευταίο άρθρο δημοσιεύθηκε στις 15.3 .1933)
Οι περιπτώσεις της Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας
Ο πατριάρχης Ρουμανίας Μύρων σκληρός εθνικιστής και αντισημίτης
Στον ορθόδοξο χώρο και σε χώρες με πλειοψηφία των ορθοδόξων όπως η Γιουγκοσλαβία, ή με συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό όπως η Ρουμανία, συναντάμε τη θεσμοποιημένη συμμετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας στα νομοθετικά όργανα.
Για τη Γιουγκοσλαβία και τη συμμετοχή ιερέων στα νομοθετικά όργανα υπάρχει ειδική αναφορά στο περιοδικό «Εκκλησία»( 9.4.1926). Στη Ρουμανία ο πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου συμμετείχαν στη Γερουσία. Μάλιστα, το διάστημα 1927-1930, ο πατριάρχης Μύρων διετέλεσε μέλος της τριμελούς αντιβασιλείας που επιτρόπευε τον ανήλικο βασιλιά Μιχαήλ. Το 1938, όταν ο φιλογερμανός βασιλιάς Κάρολος κατέλυσε το υποτυπώδες αντιπροσωπευτικό σύστημα και περιβλήθηκε με δικτατορικές εξουσίες, διόρισε τον πατριάρχη Μύρωνα πρωθυπουργό. Βαθειά εθνικιστική και αντισημιτική η ρουμανική Εκκλησία στην καλύτερη περίπτωση αντιμετώπισε με αδιαφορία (αν όχι και με την έγκρισή της) την εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τη χώρα κυβερνούσε ο δικτάτορας στρατάρχης Αντωνέσκου. (Ειδικότερα για την ρουμανική Εκκλησία και την κατάστασή της στη δεκαετία του ’30 πολλά στοιχεία υπάρχουν στα αφιερώματα της «Εκκλησία» 8.2 και 22.2.1941).
Αίτημα για συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα
Στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές του 1920, πολλοί μητροπολίτες ζήτησαν την ενεργότερη ανάμιξη της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της στα νομοθετικά όργανα της χώρας. Στις 24 Ιανουαρίου 1920 το Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο (ΕΑΣ) (σ.σ. είχε συσταθεί από φιλοβενιζελικούς ιεράρχες των λεγομένων « Νέων Χωρών», με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου ο Βενιζέλος είχε συγκροτήσει ξεχωριστή κυβέρνηση της «Εθνικής Αμύνης») με επιστολή του προς τον υπουργό των Εκκλησιαστικών Δ. Δίγκα, ζητούσε τη συμμετοχή ανώτερων κληρικών στη Βουλή, τη Γερουσία και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε η Εκκλησία να έχει λόγο στα νομοθετήματα που την αφορούν και έτσι να ενισχυθεί το κύρος της στην ελληνική κοινωνία.
Στην επιστολή αφού γινόταν αναφορά σε άλλα ορθόδοξα κράτη όπου εκπρόσωποι της Εκκλησίας συμμετείχαν στα νομοθετικά όργανα σημειώνονταν και τα εξής:
« Η ορθόδοξος Ιεραρχία δεν δύναται να παραδεχθή ότι η κυβέρνησις των Φιλελευθέρων και ο μεγαλοπράγμων αυτής ηγέτης, ο το παν ανακαινίσας εν τω Κράτει, ο κλείσας αυτό και οδηγήσας δόξη και τιμή εστεφανωμένον (…) θα θελήση να εγκαταλείψη την ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν έρμαιον του πρώτου τυχόντος μικροκομματάρχου, εν τω τέλματι εν τω οποίω αύτη λιμνάζει και βαθμηδόν αποσυντίθεται, αλλά θα καλέση εις παρεδρίαν εν τη συγκληθησομένη προσεχώς Συντακτική ή Αναθεωρητική Συνελεύσει ανάλογον αριθμόν αντιπροσώπων της Ιεραρχίας, και πάση δυνάμει θα επιδιώξη την ανύψωσιν αυτής εις την εμπρέπουσαν περιωπήν, δια της εφαρμογής εν τω μέλλοντι των υφ’ ημών υποδεικνυομένων μέτρων…».
Την πρόταση υιοθέτησε και ο μητροπολίτης Αθηνών ( σ.σ. από το 1923 καθιερώθηκε ο τίτλος αρχιεπίσκοπος) Μελέτιος Μεταξάκης ο οποίος μάλιστα δεν μίλησε μόνο για τα στενά εκκλησιαστικά θέματα, αλλά αναφέρθηκε και σε ζητήματα συνδεόμενα «προς την ολικήν τάξιν της κοινωνίας».
Η πρόταση αυτή δεν πρόλαβε να συζητηθεί. Μεσολάβησαν οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η ήττα του Βενιζέλου και η άνοδος στην εξουσία των εκπροσώπων του αντιβενιζελικού στρατοπέδου.
Στη δίνη του διχασμού
Νικόλαος Πλαστήρας αρχηγός του κινήματος του 1922. Απομάκρυνε τον βασιλικό αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Μηνόπουλο και τοποθέτησε τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Στη φωτογραφία με το Στυλιανό Γονατά μπαίνουν στην Αθήνα μετά την επιτυχία του κινήματος
Τα επόμενα χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος βουτήχτηκε στη δίνη ενός ακόμη επεισοδίου του εκκλησιαστικού διχασμού, που αποτελούσε «καθρέφτισμα» στον εκκλησιαστικό χώρο του πολιτικού διχασμού της περιόδου 1915-1922. Ο Μέλετιος Μεταξάκης απομακρύνθηκε και τον διαδέχθηκε ο φιλοβασιλικός Θεόκλητος Μηνόπουλος, που είχε απομακρυνθεί το 1917 μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς μητροπολίτες. Με το κίνημα των αξιωματικών, το Σεπτέμβριο του 1922, απομακρύνθηκαν οι οπαδοί του Κωνσταντίνου από την κυβέρνηση, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα και η Επαναστατική Επιτροπή προώθησε νέο μητροπολίτη Αθηνών τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, μαζί με οκτώ νέους μητροπολίτες, όλους ανήκοντες στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο.
Όλο αυτό το διάστημα, οι κορυφές της Εκκλησίας, παρά το ότι η θέση τους οφειλόταν σε καθαρά πολιτικές πράξεις, επέμεναν , στα λόγια τουλάχιστον, να εξορκίζουν οποιαδήποτε ανάμιξη στην πολιτική και πολύ περισσότερο την ίδρυση κόμματος χριστιανικού.
Τον Ιούνιο του 1923 διαβάζουμε στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία»:«… Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι παντή ξένη προς σκοπούς πολιτικούς και αλλοτρία προς πολιτικάς βλέψεις και κοσμικά συμφέροντα…»
Οι «Εργάται της εθνικής ιδέας»
Όμως την ίδια εποχή στον εκκλησιαστικό χώρο συγκροτούνταν κινήσεις με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, οι οποίες ασχέτως της μαζικότητας ή της επιρροής τους, εξέφραζαν θέσεις άμεσης ανάμιξης στην πολιτική μέσα σε ανθρώπους της Εκκλησίας. Μία από αυτές ήταν η «Χριστιανική Αδελφότης, “Οι εργάται της Εθνικής Ιδέας”». Ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1923 στην Αθήνα και στους σκοπούς της περιλαμβάνονταν ένα μίγμα από καλογερίστικες ηθικολογίες ( «χριστιανοπρεπής αμφίεσις των γυναικών τα νύν παρουσιαζούσης εν παντί τόπω μορφήν αχαλινώτου διαφθοράς», «διάσωσις της νεολαίας, από τον βόρβορον της ασωτείας και του υλισμού εις όν κυλίεται» κ.λπ.) αλλά και εθνικιστικές κορώνες μαζί με σαφέστατους πολιτικούς στόχους: « …Επιδίωξις της Εθνικής Πανελληνίου Ενότητος καταπολεμουμένης πάσης διαιρέσεως παρά τω λαώ, και τιθεμένης της Εκκλησίας επί κεφαλής, αγιαζούσης πάσαν τοιαύτην αγαθήν προσπάθειαν(…)
Η αναζωπύρωσις της προς την πατρίδα αγάπης , και επαναφορά του κλέους και του μεγαλείου των Βυζαντινών χρόνων όπότε θρησκεία και έθνος ήκμαζον και εμεγαλούργουν».
Κατά της ψήφου των γυναικών
Πολιτική παρέμβαση συνιστά και η πολεμική της αδελφότητας θεολόγων «Ζωή» στις κινήσεις για την παροχή δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Το Μάιο του 1921 σε άρθρο του περιοδικού «Ζωή» με τίτλο « Η ψήφος των γυναικών» καταδικάζεται ως «ψευδοπολιτισμός» το δικαίωμα των γυναικών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους στη Βουλή. Η γυναίκα , αναφέρεται « επλάσθη δια να είνε βασίλισσα εντός του οίκου και να επιτελέση το υψηλόν έργον της ανατροφής των τέκνων αυτής» (σ.σ: Για τον πολιτικό ρόλο της «Ζωής» στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και τα σχέδια για την ελληνική Χριστιανοδημοκρατία με κορμό στελέχη των ελεγχόμενων από αυτή οργανώσεων θα αναφερθούμε στα επόμενα σημειώματα).
Ένα μήνα λίγο πριν κηρύξει και τυπικά την δικτατορία του ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος απέρριψε το αίτημα της Ιεράς Συνόδου για συμμετοχή κληρικών στη Γερουσία
Το 1925 η Ιερά Σύνοδος επανέρχεται στο αίτημα για συμμετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας στη Γερουσία, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε από τη δικτατορική κυβέρνηση του Πάγκαλου. Στην «Εστία» της 25ης Δεκεμβρίου της χρονιάς εκείνης διαβάζουμε: «Ο υπουργός Παιδείας Ριχάρδος Λιβαθινόπολυος απαντώντας σε έγγραφο της Ιεράς Συνόδου για τη συμμετοχή του κλήρου στην Γερουσία απάντησε ότι «δια την συμμετοχήν εις την Γερουσίαν ipse jure των επτά μελών της Ιεράς Συνόδου και ετέρων τριών ιεραρχών εκλεγομένων υπό του κλήρου, θα εχρειάζετο τροποποίησις των περί Γερουσίας άρθρων του Συντάγματος».
Δυό χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1927, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της στην κυβέρνηση ζητά πάλι να εκπροσωπηθεί στη Γερουσία με τρία τουλάχιστον μέλη της (ο αρχιεπίσκοπος και δύο μητροπολίτες ) εκλεγόμενα από αυτήν. Η κυβέρνηση δεν απάντησε, αλλά η Ιερά Σύνοδος επανήλθε στο αίτημα.
Στην «Εστία» της 14ης Δεκεμβρίου1927 διαβάζουμε: «Η Ιερά Σύνοδος σε έγγραφό της στον πρωθυπουργό και υπουργό Εσωτερικών Ζαίμη αναφέρει ότι «ο ορθόδοξος κλήρος, οποίος αριθμει υπέρ τας δέκα χιλιάδας μελών και αποτελεί, κατά συνέπειαν, πολυάριθμον και ωργανωμένην τάξιν, πρέπει απαραιτήτως να συμπεριληφθή εις τας οργανώσεις εκείνας, αι οποίαι θα αντιπροσωπευθούν εις την μέλλουσαν να συγκροτηθή Γερουσίαν».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή κληρικών στα νομοθετικά όργανα γιατί, όπως έλεγε, έτσι η Εκκλησία θα αναμειγνυόταν άμεσα στην πολιτική. Ήταν της άποψης πως αντί για την άμεση συμμετοχή έπρεπε να κατοχυρωθεί η υποχρέωση της Πολιτείας να υλοποιεί τις διατάξεις που θα της πρότεινε η Ιερά Σύνοδος για θέματα εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά ή των ηθών. Όμως η ομάδα των ιεραρχών που ζητούσαν τη συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει τις απόψεις της.
Πολύκαρπος Συνοδινός, μητροπολίτης Γόρτυνος και μετέπειτα Μεσσηνίας. Γι’ αυτόν η Δημοκρατία «δεν ήταν πανάκεια της σωτηρίας του Έθνους»
Ένας από αυτούς που ζητούσαν τη συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα ήταν ο μητροπολίτης Γόρτυνος ( και μετέπειτα Μεσσηνίας) Πολύκαρπος. Συμμαθητής και φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου ήταν ακραία συντηρητικός. Το 1925 επί δικτατορίας του Πάγκαλου σε άρθρο του στο περιοδικό «Θεολογία» σημείωνε πως ο χριστιανός «οφείλει να υποτάσσεται τη κοσμική αρχή και εξουσία υφ’ οιανδήποτε μορφήν και αν εκδηλούται». Όσο για τη Δημοκρατία τόνιζε: «Φρονούμεν ότι η Δημοκρατία δεν είναι η πανάκεια της σωτηρίας του Έθνους και της ανυψώσεως αυτού». Αυτός λοιπόν ο κατά τα άλλα «λάτρης» της Δημοκρατίας ήταν υπέρ της συμμετοχής κληρικών στη Γερουσία, αλλά όχι των απλών, μόνο των ανωτέρων. Σε άρθρο του στην «Εκκλησία» (15.9.1928) ανέφερε:
« Ο ιερός κλήρος φρονούμεν και ημείς δεν πρέπει να κατέρχεται εις τας βουλευτικάς εκλογάς, ως γίνεται αλλαχού, διότι τα κομματικά πάθη εν Ελλάδι ανεπτύχθησαν και ωξύνθησαν και δη μάλιστα κατά τους τελευταίους χρόνους . Άλλωστε οι περισσότεροι ατυχώς των εφημερίων δεν έχουν ανάπτυξιν και μόρφωσιν ούτως ώστε να δύνανται ν’ αντιπροσωπεύσουν εν τη Βουλή τον λαόν (…) Αλλ’ αν εις τας βουλευτικάς εκλογάς δεν πρέπει να κατέρχωνται οι κληρικοί, εν τη Γερουσία όμως δύνανται να εκλέγονται υπό της Ιεραρχίας, ικανοί και χρηστοί Αρχιερείς οίτινες θ’ αντιπροσωπεύσουν την Εκκλησίαν, ως θ’ αντιπροσωπεύσουν διάφοροι οργανώσεις …». Όμως και αυτή τη φορά στη συζήτηση η πρόταση απορρίφθηκε. Στη σχετική διάταξη για τη Γερουσία προστέθηκε άρθρο για την αντιπροσώπευση της Εκκλησίας από δύο ιεράρχες. Όμως η πρόταση απορρίφθηκε από την κοινοβουλευτική επιτροπή κατά πλειοψηφίαν.
Η κατευθυνόμενη ψήφος
Τον Οκτώβριο του 1934 στη Σύνοδο της Ιεραρχίας έγινε ουσιαστικά μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για την παρέμβαση της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα. Αφορμή; Η μη ικανοποίηση από την κυβέρνηση των αιτημάτων της Εκκλησίας για τον εφημεριακό κλήρο. Ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιαστικό που επέτρεπε όμως στους ιεράρχες να «εκβιάσουν» τις πολιτικές δυνάμεις.
Ο Δαμασκηνός Παπανδρέου ως μητροπολίτης Κορινθίας ένας από τους ισχυρούς της Ιεραρχίας στο μεσοπόλεμο. Στη φωτογραφία το 1941 με τον πρώτο κουίσλινγκ πρωθυπουργό Τσολάκογλου τη μέρα της εγκατάστασης του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο
Την αρχή την έκανε ο μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός ( ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος, αντιβασιλιάς και πρωθυπουργός) που πρότεινε να εκδόσει η Εκκλησία εβδομαδιαία εφημερίδα και ακολούθησε ο μητροπολίτης Κασανδρείας Συνέσιος, που πρότεινε να υπάρχουν τακτικά επί πληρωμή δημοσιεύματα στον Τύπου .
Η συζήτηση έφτασε και στην παροχή του δικαιώματος ψήφου εις τους κληρικούς. Ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος ( αργότερα στη διάρκεια της κατοχής θα τον συναντήσουμε να συνεργάζεται με το ΕΑΜ της Σάμου) εξέφρασε ενδοιασμούς γιατί όπως εξήγησε υπάρχει κίνδυνος «εφ’ όσον δεν υπάρχη εσωτερική πειθαρχία» στην Ιεραρχία οι διάφοροι μητροπολίτες να κατευθύνουν τις ψήφους πιστών και κληρικών σύμφωνα με τις προσωπικές πολιτικές τοποθετήσεις τους. Ναι στην ψήφο, είπε , αλλά με την προϋπόθεση της πειθαρχίας «εις μίαν κεντρικήν διοίκησιν της Εκκλησίας, αποτελουμένην από ανωτέρους και ισχυροτέρους από πάσης απόψεως αδελφούς, οι οποίοι παρακολουθούντες εδώ εις την πρωτεύουσαν τα πρόσωπα και τα πράγματα και ζυγίζοντες τας ευμενείς ή δυσμενείς διαθέσεις των ισχυρών, θα ορίζωσι τας γραμμάς της πολιτικής μας ενεργείας, επ’ αγαθώ της Εκλησίας και της Κοινωνίας».
Συζήτηση και για «κόμμα χριστιανικό»
Φυσικό ήταν, μετά τα παραπάνω, οι ιεράρχες να μπουν και στο κυρίως θέμα αφού ο στόχος ήταν να «στριμωχτούν» οι πολιτικές δυνάμεις και να ικανοποιήσουν το αίτημα της Εκκλησίας.
Ο μητροπολίτης Σπάρτης Γερμανός μίλησε για την ανάγκη «συμπήξεως κόμματος εκκλησιαστικού ή θρησκευτικού». Ο ίδιος και άλλοι μητροπολίτες εξήγησαν ότι είναι ανάγκη « ανασυντάξεως των δυνάμεων της Εκκλησίας και επιδιώξεως της ιδρύσεως ιδίας πολιτικής Οργανώσεως προς διεκδίκησιν των δικαίων της Εκλησίας εν τοις νομοθετικοίς Σώμασι και άμυναν μετ’ αυτής κατά των ποικίλων ανατρεπτικών ιδεών και προπαγανδών, προάσπισιν δε του λαού δια της υποστηρίξεως των χριστιανικών αρχών…».
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κράτησε μεσοβέζικη στάση, όπως έκανε σε όλη τη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του, παραπέμποντας στο μέλλον τα σχέδια για το κόμμα: Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί η Εκκλησία «να έχη ιδίους αντιπροσώπους δυναμένους να υποστηρίξωσι τους σκοπούς της», όμως πρόσθεσε: « Αλλά πάντως η ίδρυσις πολιτικής οργανώσεως χριστιανικών αρχών είναι έργον του μέλλοντος».
Ο φόβος των πολιτικών
Δημήτριος Μπαλάνος
Οι προτάσεις ( για την ακρίβεια οι μόλις συγκαλυπτόμενες απειλές) των ιεραρχών για το «χριστιανικό κόμμα» πυροδότησαν έντονες συζητήσεις. O ακαδημαϊκός, Δ. Μπαλάνος, σε άρθρο του στο «Ελεύθερο Βήμα», απέρριψε την πρόταση επικαλούμενος τους Ιερούς κανόνες και θύμισε την θέση του Αδαμάντιου Κοραή ότι ο ορθόδοξος κλήρος πρέπει να αποφύγη «την αλλόκοτον και αντίχριστον ένωσιν της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας». Στον Μπαλάνο απάντησε ο μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός με δύο επιστολές του στην εφημερίδα. Ο Δαμασκηνός επεδίωξε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να καθησυχάσει τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που φοβήθηκαν πως η απ’ ευθείας ανάμιξη του κλήρου στα πολιτικά πράγματα μέσα από την ίδρυση ενός πολιτικού χριστιανικού κόμματος θα ανέτρεπε τα πολιτικά δεδομένα και τους συσχετισμούς στερώντας από τις δυό μεγάλες παρατάξεις,το Φιλελεύθερο και το Λαικό Κόμμα, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους. Ο Δαμασκηνός διευκρίνησε ότι στην οργάνωση δεν θα συμμετείχαν απευθείας παράγοντες της Εκκλησίας. Αντίθετα όπως έγραφε «απαραίτητον προϋπόθεσιν της οργανώσεως ταύτης αποτελεί ο αποκλεισμός των εκπροσώπων της Εκκλησίας από του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, επί του παρόντος δε , και μέχρι ου ημερωθούν τα παρ’ ημίν πολιτικά πράγματα, και του δικαιώματος του εκλέγειν». Η οργάνωση αυτή, σύμφωνα με τον μητροπολίτη Κορινθίας, θ’ αποτελούσε εκδήλωση του «ενδιαφέροντος και της ευθύνης της εκκλησίας δια την δημόσιαν ζωήν με τελικήν επιδίωξιν:1) Να προστατευθούν τα παραγνωριζόμενα δίκαια της Εκκλησίας και οι προπηλακιζόμενοι ιεροί της θεσμοί με μίαν έντονον παραλήλως προσπάθειαν δια την ανύψωσιν του μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου του εφημεριακού κλήρου. 2) Να αμυνθή ενεργώς η εκκλησία κατά των ανατρεπτικών στοιχείων, τα οποία , υπό την ανοχήν της πολιτείας βυσσοδομούν την ανατροπήν του χριστιανικού πολιτισμού και την κατάλυσιν των υπερτίμων θρησκευτικών συμβόλων και αξιών. 3) Να εκτιμηθή βραδύτερον η σημασία της οργανώσεως και των κατευθύνσεων της σχολικής ζωής δια την κοινωνικήν ανάπλασιν και ζωήν του έθνους.4) Να συστηματοποιηθή η ασυνάρτητος κοινωνική πολιτική του κράτους επί τη βάσει των χριστιανικών αρχών προς ανακούφισιν των τάξεων των αναξιοπαθούντων (….) . 5) Να γίνη γενικώτερον ευρεία χρήσις των δυνάμεων της εκκλησίας δια την τόνωσιν του χριστιανικού αισθήματος και του εθνικού φρονήματος παρά τω λαώ , τα οποία έχουν υποστή σοβαρωτάτην αβαρίαν κατά τους τελευταίους χρόνους…».
Δήλωση νομιμοφροσύνης στο σύστημα
Παράλληλα, ο Δαμασκηνός διαβεβαίωνε τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις για την νομιμοφροσύνη της Εκκλησίας έναντι του κράτους, σημειώνοντας ότι «ουδέποτε μέχρι τούδε επέδειξεν αντικρατικήν τάσιν, και όταν ευρίσκεται εν αμύνη ουδ’ εκήρυξε ποτέ την ασέβειαν των πολιτών κατά του κράτους, αλλ’ απ’ εναντίας, υπήρξε πάντοτε ο κυριώτερος στυλοβάτης του κρατικού οικοδομήματος».
Ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος
Στη δημόσια συζήτηση παρενέβη και ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος. Σε άρθρο του στην «Εστία» με τίτλο «Τι ήθελεν η Εκκλησία» ήταν περισσότερο αποκαλυπτικός για τους πραγματικούς στόχους των ιεραρχών. Υποστήριξε ότι η Ιεραρχία για να «αναλάβη αποτελεσματικώς τον αγώνα κατά των υπονομευτών των πνευματικών του έθνους κληρονομιών, εφ’ όσον ουδέν άλλον αποτελεσματικόν μέσον διαθέτει κατήντησεν να σκεφθή μη τυχόν θα συνετέλει εις την επιβολήν της θέσεως της εν τω Κράτει η απόκτησις του δικαιώματος της ψήφου και η συγκρότησις κόμματος διαπνεομένου υπό χριστιανικών αρχών, το οποίον με την παράλλληλον δράσιν της εκκλησίας επί του πνευματικού εδάφους να έδρα εντός των νομοθετικών σωμάτων προς ασφαλεστέραν περιφρούρησιν της πνευματικής ζωής του έθνους».
(Περίληψη των συζητήσεων δημοσιεύθηκε στην «Εκκλησία» 27.10.1934 , και 3.11.1934).
Η ουσία είναι πως, είτε ως εκβιασμός προς την Πολιτεία εκληφθεί, είτε ως ένα καθοριστικό βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας κόμματος στα πρότυπα των χριστιανικών κομμάτων άλλων ευρωπαικών χωρών, τα στελέχη της Εκκλησίας μίλησαν ανοιχτά για ένα σχέδιο που κυοφορούνταν καιρό στο μυαλό πολλών απ αυτούς. Και το σχέδιο αυτό προέβλεπε μια ξεκάθαρη και απ’ ευθείας ανάμιξη των εκκλησιαστικών παραγόντων στα πολιτικά πράγματα. Και αυτό δείχνουν και τα δύο σημειώματα του Δαμασκηνού παρά την προσπάθειά του να καλύψει τους ξεκάθαρα πολιτικούς (κομματικούς) στόχους του εγχειρήματος. Τα σημειώματά του, περιγράφουν ένα ξεκάθαρο σχέδιο πολιτικού κόμματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι δέκα χρόνια μετά ο ίδιος ο Δαμασκηνός συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του αρχιεπισκόπου του αντιβασιλιά και του πρωθυπουργού.
Οι άλλες κινήσεις
Χριστιανικές κινήσεις με σαφέστατους πολιτικούς στόχους δίπλα στην επίσημη Εκκλησία βρίσκουμε πολλές στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Ξεχωρίζει ο ρόλος του περιοδικού «Ανάπλασις» , όργανο του ομώνυμου θρησκευτικού συλλόγου που ιδρύθηκε το 1887, αλλά η δύναμή του να επηρεάζει σημαντικές μάζες πιστών αυξήθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Υπό τον Μιχαήλ Γαλανό και την υποστήριξη του αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου η
«Αναπλασις» και τα σωματεία που επηρρέαζε απλώθηκαν σε όλη τη χώρα και κάλυπταν όλες τις κοινωνικές ομάδες και στρώματα. Ο Μιχ. Γαλανός σήκωσε μεγάλο μέρος της προσπάθειας μέσα από την «Ανάπλασι». Το 1927 η Ιερά Σύνοδος του ανέθεσε το κήρυγμα σε όλη τη χώρα όχι μόνο σε εκκλησίες αλλά και έξω από αυτές για την αντιμετώπιση του «αθεϊσμού και ψυχοφθόρων ιδεών ανατρεπτικών των βάσεων της θρησκείας, της οικογενείας και της πατρίδος» και του απένειμε τον τίτλο του «Διδασκάλου του Ευαγγελίου». Δίπλα στην «Ανάπλασι», σημαντικός ήταν ο ρόλος της Ένωσης των «Ορθοδόξων Χριστιανικών Σωματείων». Ακόμη, το 1932 ιδρύθηκε η Χριστιανική Κοινωνική Ένωσις. Ένας από τους κεντρικούς στόχους της ήταν «να εξυγιανθούν αι λαικαί ακοαί με χρηστήν και φωτεινήν πολιτικήν διαπαιδαγώγισιν και ανάπτυξιν του λαού». Στο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης βρίσκουμε δύο ακαδημαϊκούς, ένα στρατηγό, δύο ανώτατους δικαστικούς , δύο καθηγητές πανεπιστημίου, δύο δικηγόρους και ένα μεγαλέμπορο.
Στην πρώτη επίσκεψη του Διοικητικού Συμβουλίου στον αρχιεπίσκοπο, ο πρόεδρος, ακαδημαϊκός Α.Κούζης, είπε στον Χρυσόστομο: « Ο καιρός είναι οξύς , αι περιστάσεις επείγουσαι και δέον ταχέως να εργασθώμεν ίνα επικρατήσωσιν αι κοινωνικαί αύται αρχαί προς αναδημιουργίαν εν Ελλάδι νέας υγιούς και ευημερούσης κοινωνίας, ίνα μη ποτε είπωμεν, ότι ηρξάμεθα μεριμνώντες πολύ αργά».
Τον Οκτώβριο του 1933, με την υποστήριξη της Εκκλησίας, οργανώθηκε το πρώτο συνέδριο της «Χριστιανικής Δράσεως της Νεολαίας».
Αποφασίσθηκε η ενιαία δράση όλων των χριστιανικών οργανώσεων νεολαίας με τη συγκρότηση Ομοσπονδίας, για να «επιτύχη η προσπάθεια δημιουργίας κοινωνικών εργατών, ικανών να μεταδώσωσιν εις την νοσούσαν κοινωνίαν, το ζωοποιόν πνεύμα της χριστιανικής αγάπης (…)και των κοινωνικών αξιών του χριστιανισμού».
Όλες αυτές οι χριστιανικές κινήσεις απορροφήθηκαν τα επόμενα χρόνια, ή υποχρεώθηκαν να συνεργασθούν, με το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, που εμφανίστηκε ως ο κυριώτερος εκφραστής του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού» Βασική βιβλιογραφία
-«Αι Συνοδικαί εγκύκλιοι» 1901-1933», εκ του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας , Αθήναι 1955.
-Θεοκλήτου Α. Στράγκα «Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1917-1967», τ. Α΄, ´Ò
-Πολύκαρπου Καραμούζη «Κράτος, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία στη νεώτερη Ελλάδα ( Κλήρος, θεολόγοι και θρησκευτικές οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο), διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
-Χρήστου Γιανναρά «Καταφύγιο Ιδεών», εκδόσεις «Δόμος» 1987, εκδόσεις Ίκαρος 2000 και « Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», εκδόσεις Δόμος.
-Τα τεύχη των περιοδικών «Εκκλησία», « Ανάπλασις» «Zωή» , της περιόδου του Μεσοπολέμου ( υπάρχουν στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Συνόδου, Ιασίου 1, στη μονή Πετράκη)
-Γιώργου Μουστάκη « Η γέννηση του Χριστιανοφασισμού- Ζωή, ο Σωτήρ», εκδόσεις Κάκτος.
-Θεοδόση Τσιρώνη «Εκκλησία πολιτευομένη- O πολιτικό λόγος και ρόλος της Εκκλησίας ( 1913-1941)», εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2010.
-Αλέξανδρου Σακελλαρίου «Δικτατορίες και Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα στον 20ο αιώνα: Πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές– νοηματικές σχέσεις υπό καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης», διδακτορική διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
– Άβρο Μανχάταν «Το Βατικανό και ο 20ος αιώνας», εκδόσεις Ηριδανός.
Στο επόμενο: Ο Εμφύλιος Πόλεμος και η οργάνωση «Ζωή», το ελληνικό Opus Dei: «Εθνικισμός-Χριστιανισμός- Αντικομμουνισμός»- Ο Παύλος η Φρειδερίκη και οι «καλοί στρατιώτες του Χριστού». Τα σχέδια για νέο κόμμα και πρωθυπουργοποίηση του καθηγητή Αλέξανδρου Τσιριντάνη.
ΠΗΓΗ: http://www.imerodromos.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Tην περίοδο του Μεσοπολέμου στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης έκαναν την εμφάνισή τους κόμματα χριστιανικά. Η Καθολική Εκκλησία με την συγκεντρωτική υπό τον Πάπα διοίκηση και η Προτεσταντική με τις πολλές μορφές της είχαν κάνει κεντρικό σημείο της προπαγάνδας τους την πάλη εναντίον του μπολσεβικισμού αλλά και γενικότερα της Αριστεράς. Έτσι στις χώρες όπου κυριαρχούσαν αυτά τα δύο χριστιανικά δόγματα υπήρξε άμεση ανάμιξη των Εκκλησιών στην πολιτική ζωή, τις περισσότερες φορές με κόμματα τα οποία τοποθετούνταν στη Δεξιά και την άκρα Δεξιά. Όσο για τις χώρες όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ανήκε στο ορθόδοξο δόγμα, οι επιμέρους Εκκλησίες μπορεί να μην πρωτοστάτησαν στην συγκρότηση αυτοτελών χριστιανικών κομμάτων, αλλά οι ηγεσίες τους στήριξαν τις αστικές δυνάμεις και σε ορισμένες περιπτώσεις, κορυφαίοι εκπρόσωποί τους ανέλαβαν και απευθείας κυβερνητικά καθήκοντα.
Στην Ελλάδα, με τον συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό, η Εκκλησία παρενέβη στηρίζοντας τις συντηρητικές δυνάμεις στον αγώνα τους κατά των νέων ιδεών του κομμουνισμού και του δημοτικισμού, που ήταν κι αυτός στη βάση του ένα βαθειά πολιτικό κίνημα (εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου κατά του υλισμού, Μαρασλειακά, στήριξη στο βενιζελικό ιδιώνυμο και τη δικτατορία Μεταξά κ.λπ).
Όμως, παρά το ότι κατά καιρούς έγιναν συζητήσεις για την άμεση παρέμβαση με τη δημιουργία χριστιανικού κόμματος, ακόμη και σε επίπεδο Ιεράς Συνόδου, και παρά το γεγονός ότι η βάση γι’ αυτό υπήρχε, με τις πολυάριθμες και μαζικές χριστιανικές οργανώσεις, η ελλαδική Εκκλησία δεν απέκτησε το κόμμα της. Η συζήτηση επανήλθε και στην «καυτή» μεταπολεμική πενταετία 1945-1950, και μάλιστα σε μια στιγμή που οι προϋποθέσεις ήταν πολύ καλύτερες για ένα τέτοιο κόμμα, με την μαζική παρουσία της οργάνωσης «Ζωή» και των γύρω από αυτήν οργανώσεων. Όμως και τότε οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν.
Αυτές ακριβώς τις χαμένες ευκαιρίες για το «κόμμα της Εκκλησίας» την περίοδο 1920-1950 θα προσπαθήσουμε αναλύσουμε με τρία σημειώματα σε μια προσπάθεια να φωτίσουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, άγνωστες πλευρές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Τα καθολικά κόμματα
Ο Πάπας Πίος ΙΑ΄
Στις χώρες όπου κυριαρχούσε ο καθολικισμός δημιουργήθηκαν πολιτικά κόμματα με την υποστήριξη της Εκκλησίας. Κυρίαρχο στοιχείο της παρέμβασης της Εκκλησίας σε όλες αυτές τις χώρες ήταν η απόρριψη κάθε σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής ιδέας. Μια πολιτική που συμπυκνωνόταν στην εγκύκλιο Quadragesimo Anno (Τεσσαρακοστό έτος) του Πάπα Πίου ΙΑ΄, το 1931. Σ’ αυτήν ο Πάπας ασκούσε μια γενικόλογη κριτική στις ανισότητες του καπιταλισμού και του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, καταδίκαζε με τον πιο σκληρό τρόπο τον κομμουνισμό και διεκήρυσσε ότι οι υλιστικές αρχές του σοσιαλισμού είναι ασυμβίβαστες με τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο καθολικός ιερωμένος Δον Λουίτζι Στούρζο, ιδρυτής του Ιταλικού Λαικού Κόμματος
Στην Ιταλία το 1919 ιδρύθηκε το καθολικό Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα, με ηγέτη τον Σικελό ιερέα, Δον Λουίτζι Στούρζο, και άμεση στήριξη από το Βατικανό. Η εκλογική του βάση ήταν κυρίως αγρότες αλλά και μεσαία στρώματα. Το κόμμα τέθηκε εκτός νόμου το 1926 από τον Μουσολίνι και τα στελέχη του και ο κύριος όγκος των οπαδών του απορροφήθηκαν από το Φασιστικό Κόμμα. Το 1929 η Καθολική Εκκλησία προχώρησε σε ένα συμβιβασμό με το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι με την συνθήκη του Λατερανού. Ο καθολικισμός αναγνωρίστηκε ως η μόνη κρατική θρησκεία στην Ιταλία με την υποχρέωση να τηρεί στάση πολιτικής παθητικότητας και ανοχής απέναντι στο φασιστικό κράτος. Σε αντάλλαγμα ιδρύθηκε το κράτους του Βατικανού, που είχε πάψει να υφίσταται από το 1870, όταν ολοκληρώθηκε η ιταλική ενοποίηση. Το Βατικανό σιώπησε για το όργιο βίας των φασιστικών συμμοριών, δεν αντέδρασε όταν ψηφίστηκαν φυλετικοί νόμοι και χαιρέτησε την εισβολή στην Αιθιοπία. Στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ δεν είπε κουβέντα για το ολοκαύτωμα των Εβραίων και τα εκατομμύρια θυμάτων του ναζισμού στις κατεχόμενες χώρες, αν και γνώριζε το δράμα.
Χάινριχ Μπρύνινγκ, ο οπαδός του χριστιανικού κορπορατισμού που διετέλεσε καγκελάριος της Γερμανίας την περίοδο 1930-1932.
Στη Γερμανία η καθολική ιεραρχία στήριξε το κόμμα του κέντρου του Χάινριχ Μπρύνινγκ που έπαιξε κεντρικό πολιτικό ρόλο στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Μπρύνινγκ, ο οποίος διετέλεσε καγκελάριος και υπουργός των Εξωτερικών από το 1930 έως το 1932, ήταν οπαδός του «χριστιανικού κορπορατισμού» και ουσιαστικά συνέβαλε με την πολιτική του στην άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, την επόμενη χρονιά. Για ένα μεγάλο διάστημα ουσιαστικός καθοδηγητής του κόμματος αυτού ήταν ο παπικός νούντσιος ( σ.σ. πρεσβευτής του κράτους του Βατικανού) Eουτζένιο Πατσέλι, ο μετέπειτα Πάπας Πίος ΙΒ΄. Οι καθολικοί ιεράρχες της Γερμανίας, αν και πριν από το 1933 είχαν προειδοποιήσει με προσεκτικές διατυπώσεις για το αντιχριστιανικό περιεχόμενο του ναζισμού, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία κάλεσαν τους πιστούς να στηρίξουν το νέο καθεστώς. Και στα μεγάλα ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση των Εβραίων, ή το «πρόγραμμα ευθανασίας», η σιωπή των καθολικών επισκόπων ήταν καθολική, με εξαιρέσεις λιγότερες και από τα δάχτυλα του ενός χεριού, που απλώς επιβεβαίωναν τον κανόνα. Οι μόνες διαμαρτυρίες του Βατικανού προς το χιτλερικό καθεστώς αφορούσαν τον περιορισμό της δράσης των καθολικών οργανώσεων.
Ευνοϊκή για τους ναζί ήταν η αντιμετώπισή τους από την διαιρεμένη δογματικά αλλά και γεωγραφικά Προτεσταντική Εκκλησία. Ένα πλειοψηφικό μέρος κληρικών και θεολόγων χαρακτήρισαν την άνοδο του Χίτλερ ως ένα σημάδι «εθνικής αφύπνισης» που θα βοηθούσε και στην αναζωογόνηση της πίστης. Οι «Γερμανοί Χριστιανοί», που απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη ως εβραϊκή και χαρακτηρίζονταν ως «τάγματα εφόδου του Ιησού Χριστού», προρορίζονταν να αποτελέσουν τη μαγιά για μια ενιαία «Εκκλησία του Ράιχ», που ήταν ο στόχος των ναζί. Όμως το σχέδιο αυτό δεν προχώρησε γιατί αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από μια ισχυρή μερίδα του κλήρου και των πιστών.
Στην Αυστρία το καθολικό χριστιανοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘30, είχε από την εποχή της ίδρυσής του έντονο αντισημιτικό χαρακτήρα. Κεντρικό πρόσωπο του αυστριακού πολιτικού καθολικισμού ήταν ο ηγέτης του κόμματος, ιερέας Ίγκνατς Σέιπελ, που έγινε δύο φορές καγκελάριος στο διάστημα 1922-1924 και βοήθησε στην ανάπτυξη του φασισμού στη χώρα του.
Ο «γιός» του Χίτλερ
Λεόν Ντεγκρέλ
Στο Βέλγιο, δίπλα στο παραδοσιακό καθολικό κόμμα, ιδρύθηκε το 1935 το βελγικό φασιστικό κόμμα των «Ρεξιστών». Αρχηγός του ήταν ο Λέων Ντεγκρέλ, διευθυντής της καθολικής εκδοτικής επιχείρησης Rex ( Cristus Rex), που ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως προπαγανδιστής του καθολικού κόμματος. Ο Ντεγκρέλ, επικεφαλής λεγεώνας Βαλώνων εθελοντών των Ες Ες, πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο και παρασημοφορήθηκε από τον Χίτλερ, ο οποίος του είπε ότι «αν είχε παιδί θα ήθελε να του μοιάσει». Ο Ντεγκρέλ, αμετανόητος ναζιστής έως το θάνατό του, το 1994 στην Ισπανία όπου κατέφυγε μετά τον πόλεμο, είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο από βελγικό δικαστήριο.
Ο αρχηγός του Σλοβακικού κράτους-μαριονέτα Γιόζεφ Τίσο με τον Αδόλφο Χίτλερ
O καθολικός ιερωμένος Αντρέι Χλίνκα ήταν ο ηγέτης της σλοβακικής αυτονομιστικής οργάνωσης (Σλοβακικό Λαϊκό Κόμμα). Μετά το θάνατό του, το 1938, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε ο ανώτερος καθολικός κληρικός Γιόζεφ Τίσο, ο οποίος ηγήθηκε του σλοβακικού κράτους- μαριονέτα που δημιουργήθηκε μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τους ναζί. Δεκαέξι άλλοι καθολικοί ιερέις υπηρετούσαν στο Συμβούλιο του Κράτους στη Μπρατισλάβα. Ο Τίσο εκτελέσθηκε το 1947 για τη συνεργασία του με τους χιτλερικούς, καταδικασμένος από τσεχοσλοβακικό δικαστήριο.
Ο Άντε Πάβελιτς (τέταρτος από δεξιά) με τον αρχιεπίσκοπο Αλόις Στέπινατς (πρώτος δεξιά)
Στην καθολική Κροατία δρούσε η ακραία εθνικιστική και αντισημιτική οργάνωση των Ουστάσι με τρομοκρατικές ενέργειες κυρίως κατά των Σέρβων και των Εβραίων. Ο αρχηγός της, Άντε Πάβελιτς, που είχε γίνει δεκτός και σε ακρόαση από τον Πάπα Πίο τον ΙΒ΄, είχε την πλήρη στήριξη και κάλυψη του αρχιεπισκόπου Αλόις Στέπινατς . Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν δημιουργήθηκε ένα ακόμη κράτος-μαριονέτα των ναζί, οι Ουστάσι με τις ευλογίες της καθολικής Εκκλησίας εξολόθρευσαν εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβους , Εβραίους , αντιστασιακούς και τσιγγάνους, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν δημιουργήσει. Σε πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις εξόντωσης (και ιδίως στις περιπτώσεις Σέρβων, που αρνούνταν να γίνουν καθολικοί) πρωτοστατούσαν φραγκισκανοί ιερείς. Για όλες αυτές τις πράξεις του, ο Στέπινατς καταδικάσθηκε από γιουγκοσλαβικό δικαστήριο και φυλακίστηκε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Πολωνός Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, ανακήρυξε τον Στέπινατς όσιο της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πάβελιτς, μετά τον πόλεμο, κατάφερε να διαφύγει αρχικά στην Αργεντινή και στη συνέχεια στη φασιστική Ισπανία του Φράνκο όπου και πέθανε το 1959.
Στη Γαλλία, δίπλα στους καθολικούς πολιτικούς που συμμετείχαν στα κόμματα του δεξιού φάσματος της πολιτικής (όπως ο Πιέρ Λαβάλ, πρωθυπουργός στο υπό τον στρατάρχη Πεταίν κράτος του Βισύ, που δικάστηκε και εκτελέστηκε για δοσιλογισμό μετά τον πόλεμο ), δημιουργήθηκαν φασιστικές οργανώσεις με έντονο το καθολικό χρώμα, όπως οι La croix de feu (Πύρινος Σταυρός), Les camelots du Roi και οι Cagoulards, που οργάνωναν ένοπλες διαδηλώσεις και έκαναν επιθέσεις εναντίον των σοσιαλιστών και κομμουνιστών.
Στην Ισπανία η Καθολική Εκκλησία αποτέλεσε το κυριώτερο στήριγμα του αυταρχικού καθεστώτος του βασιλιά Αλφόνσου ΙΓ΄ και το 1936 του φασιστικού κινήματος του Φράνκο, που κατέλυσε την Ισπανική Δημοκρατία. Το ίδιο συνέβη και στην Πορτογαλία. Η Καθολική Εκκλησία στήριξε με όλες της τις δυνάμεις τη δικτατορία του Αντόνιο Σαλαζάρ. Αλλά και στην βαθειά καθολική Πολωνία, ο δικτάτορας στρατάρχης Πιλσούντσκι κυβερνούσε στηριγμένος στον στρατό και τον καθολικό κλήρο.
Το «προσευχόμενο Συντηρητικό Κόμμα»
Όσο για τη Μεγάλη Βρετανία και τον πολυδιαφημισμένο κοινοβουλευτισμό της, ένας από τους βασικούς πυλώνες του αστικού συστήματος ήταν η Αγγλικανική Εκκλησία, αρχηγός της οποίας, ως γνωστόν, ήταν και είναι ο εκάστοτε βασιλιάς, ή η βασίλισσα, ενώ ανώτεροι κληρικοί συμμετέχουν στη Βουλή των λόρδων. Ένας πυλώνας, που συχνά αποκαλούνταν «το προσευχόμενο Συντηρητικό κόμμα».
Για το Λαϊκό Ευαγγελικό Κόμμα, που υπήρχε στην Ελβετία πληροφορούσε τους αναγνώστες του το περιοδικό «Εκκλησία», της 10ης 4.1930.
(Για τις χριστιανοκοινωνικές κινήσεις σε όλη την Ευρώπη έγραψε σε σειρά άρθρων του στο περιοδικό «Ανάπλασις», ο Π. Μπρατσιώτης. Το τελευταίο άρθρο δημοσιεύθηκε στις 15.3 .1933)
Οι περιπτώσεις της Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας
Ο πατριάρχης Ρουμανίας Μύρων σκληρός εθνικιστής και αντισημίτης
Στον ορθόδοξο χώρο και σε χώρες με πλειοψηφία των ορθοδόξων όπως η Γιουγκοσλαβία, ή με συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό όπως η Ρουμανία, συναντάμε τη θεσμοποιημένη συμμετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας στα νομοθετικά όργανα.
Για τη Γιουγκοσλαβία και τη συμμετοχή ιερέων στα νομοθετικά όργανα υπάρχει ειδική αναφορά στο περιοδικό «Εκκλησία»( 9.4.1926). Στη Ρουμανία ο πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου συμμετείχαν στη Γερουσία. Μάλιστα, το διάστημα 1927-1930, ο πατριάρχης Μύρων διετέλεσε μέλος της τριμελούς αντιβασιλείας που επιτρόπευε τον ανήλικο βασιλιά Μιχαήλ. Το 1938, όταν ο φιλογερμανός βασιλιάς Κάρολος κατέλυσε το υποτυπώδες αντιπροσωπευτικό σύστημα και περιβλήθηκε με δικτατορικές εξουσίες, διόρισε τον πατριάρχη Μύρωνα πρωθυπουργό. Βαθειά εθνικιστική και αντισημιτική η ρουμανική Εκκλησία στην καλύτερη περίπτωση αντιμετώπισε με αδιαφορία (αν όχι και με την έγκρισή της) την εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τη χώρα κυβερνούσε ο δικτάτορας στρατάρχης Αντωνέσκου. (Ειδικότερα για την ρουμανική Εκκλησία και την κατάστασή της στη δεκαετία του ’30 πολλά στοιχεία υπάρχουν στα αφιερώματα της «Εκκλησία» 8.2 και 22.2.1941).
Αίτημα για συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα
Στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές του 1920, πολλοί μητροπολίτες ζήτησαν την ενεργότερη ανάμιξη της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της στα νομοθετικά όργανα της χώρας. Στις 24 Ιανουαρίου 1920 το Εκκλησιαστικό Αρχιερατικό Συμβούλιο (ΕΑΣ) (σ.σ. είχε συσταθεί από φιλοβενιζελικούς ιεράρχες των λεγομένων « Νέων Χωρών», με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου ο Βενιζέλος είχε συγκροτήσει ξεχωριστή κυβέρνηση της «Εθνικής Αμύνης») με επιστολή του προς τον υπουργό των Εκκλησιαστικών Δ. Δίγκα, ζητούσε τη συμμετοχή ανώτερων κληρικών στη Βουλή, τη Γερουσία και το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε η Εκκλησία να έχει λόγο στα νομοθετήματα που την αφορούν και έτσι να ενισχυθεί το κύρος της στην ελληνική κοινωνία.
Στην επιστολή αφού γινόταν αναφορά σε άλλα ορθόδοξα κράτη όπου εκπρόσωποι της Εκκλησίας συμμετείχαν στα νομοθετικά όργανα σημειώνονταν και τα εξής:
« Η ορθόδοξος Ιεραρχία δεν δύναται να παραδεχθή ότι η κυβέρνησις των Φιλελευθέρων και ο μεγαλοπράγμων αυτής ηγέτης, ο το παν ανακαινίσας εν τω Κράτει, ο κλείσας αυτό και οδηγήσας δόξη και τιμή εστεφανωμένον (…) θα θελήση να εγκαταλείψη την ορθόδοξον Ελληνικήν Εκκλησίαν έρμαιον του πρώτου τυχόντος μικροκομματάρχου, εν τω τέλματι εν τω οποίω αύτη λιμνάζει και βαθμηδόν αποσυντίθεται, αλλά θα καλέση εις παρεδρίαν εν τη συγκληθησομένη προσεχώς Συντακτική ή Αναθεωρητική Συνελεύσει ανάλογον αριθμόν αντιπροσώπων της Ιεραρχίας, και πάση δυνάμει θα επιδιώξη την ανύψωσιν αυτής εις την εμπρέπουσαν περιωπήν, δια της εφαρμογής εν τω μέλλοντι των υφ’ ημών υποδεικνυομένων μέτρων…».
Την πρόταση υιοθέτησε και ο μητροπολίτης Αθηνών ( σ.σ. από το 1923 καθιερώθηκε ο τίτλος αρχιεπίσκοπος) Μελέτιος Μεταξάκης ο οποίος μάλιστα δεν μίλησε μόνο για τα στενά εκκλησιαστικά θέματα, αλλά αναφέρθηκε και σε ζητήματα συνδεόμενα «προς την ολικήν τάξιν της κοινωνίας».
Η πρόταση αυτή δεν πρόλαβε να συζητηθεί. Μεσολάβησαν οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η ήττα του Βενιζέλου και η άνοδος στην εξουσία των εκπροσώπων του αντιβενιζελικού στρατοπέδου.
Στη δίνη του διχασμού
Νικόλαος Πλαστήρας αρχηγός του κινήματος του 1922. Απομάκρυνε τον βασιλικό αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Μηνόπουλο και τοποθέτησε τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Στη φωτογραφία με το Στυλιανό Γονατά μπαίνουν στην Αθήνα μετά την επιτυχία του κινήματος
Τα επόμενα χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος βουτήχτηκε στη δίνη ενός ακόμη επεισοδίου του εκκλησιαστικού διχασμού, που αποτελούσε «καθρέφτισμα» στον εκκλησιαστικό χώρο του πολιτικού διχασμού της περιόδου 1915-1922. Ο Μέλετιος Μεταξάκης απομακρύνθηκε και τον διαδέχθηκε ο φιλοβασιλικός Θεόκλητος Μηνόπουλος, που είχε απομακρυνθεί το 1917 μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς μητροπολίτες. Με το κίνημα των αξιωματικών, το Σεπτέμβριο του 1922, απομακρύνθηκαν οι οπαδοί του Κωνσταντίνου από την κυβέρνηση, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα και η Επαναστατική Επιτροπή προώθησε νέο μητροπολίτη Αθηνών τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, μαζί με οκτώ νέους μητροπολίτες, όλους ανήκοντες στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο.
Όλο αυτό το διάστημα, οι κορυφές της Εκκλησίας, παρά το ότι η θέση τους οφειλόταν σε καθαρά πολιτικές πράξεις, επέμεναν , στα λόγια τουλάχιστον, να εξορκίζουν οποιαδήποτε ανάμιξη στην πολιτική και πολύ περισσότερο την ίδρυση κόμματος χριστιανικού.
Τον Ιούνιο του 1923 διαβάζουμε στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία»:«… Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι παντή ξένη προς σκοπούς πολιτικούς και αλλοτρία προς πολιτικάς βλέψεις και κοσμικά συμφέροντα…»
Οι «Εργάται της εθνικής ιδέας»
Όμως την ίδια εποχή στον εκκλησιαστικό χώρο συγκροτούνταν κινήσεις με σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, οι οποίες ασχέτως της μαζικότητας ή της επιρροής τους, εξέφραζαν θέσεις άμεσης ανάμιξης στην πολιτική μέσα σε ανθρώπους της Εκκλησίας. Μία από αυτές ήταν η «Χριστιανική Αδελφότης, “Οι εργάται της Εθνικής Ιδέας”». Ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1923 στην Αθήνα και στους σκοπούς της περιλαμβάνονταν ένα μίγμα από καλογερίστικες ηθικολογίες ( «χριστιανοπρεπής αμφίεσις των γυναικών τα νύν παρουσιαζούσης εν παντί τόπω μορφήν αχαλινώτου διαφθοράς», «διάσωσις της νεολαίας, από τον βόρβορον της ασωτείας και του υλισμού εις όν κυλίεται» κ.λπ.) αλλά και εθνικιστικές κορώνες μαζί με σαφέστατους πολιτικούς στόχους: « …Επιδίωξις της Εθνικής Πανελληνίου Ενότητος καταπολεμουμένης πάσης διαιρέσεως παρά τω λαώ, και τιθεμένης της Εκκλησίας επί κεφαλής, αγιαζούσης πάσαν τοιαύτην αγαθήν προσπάθειαν(…)
Η αναζωπύρωσις της προς την πατρίδα αγάπης , και επαναφορά του κλέους και του μεγαλείου των Βυζαντινών χρόνων όπότε θρησκεία και έθνος ήκμαζον και εμεγαλούργουν».
Κατά της ψήφου των γυναικών
Πολιτική παρέμβαση συνιστά και η πολεμική της αδελφότητας θεολόγων «Ζωή» στις κινήσεις για την παροχή δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Το Μάιο του 1921 σε άρθρο του περιοδικού «Ζωή» με τίτλο « Η ψήφος των γυναικών» καταδικάζεται ως «ψευδοπολιτισμός» το δικαίωμα των γυναικών να εκλέγουν τους αντιπροσώπους στη Βουλή. Η γυναίκα , αναφέρεται « επλάσθη δια να είνε βασίλισσα εντός του οίκου και να επιτελέση το υψηλόν έργον της ανατροφής των τέκνων αυτής» (σ.σ: Για τον πολιτικό ρόλο της «Ζωής» στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και τα σχέδια για την ελληνική Χριστιανοδημοκρατία με κορμό στελέχη των ελεγχόμενων από αυτή οργανώσεων θα αναφερθούμε στα επόμενα σημειώματα).
Ένα μήνα λίγο πριν κηρύξει και τυπικά την δικτατορία του ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος απέρριψε το αίτημα της Ιεράς Συνόδου για συμμετοχή κληρικών στη Γερουσία
Το 1925 η Ιερά Σύνοδος επανέρχεται στο αίτημα για συμμετοχή εκπροσώπων της Εκκλησίας στη Γερουσία, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε από τη δικτατορική κυβέρνηση του Πάγκαλου. Στην «Εστία» της 25ης Δεκεμβρίου της χρονιάς εκείνης διαβάζουμε: «Ο υπουργός Παιδείας Ριχάρδος Λιβαθινόπολυος απαντώντας σε έγγραφο της Ιεράς Συνόδου για τη συμμετοχή του κλήρου στην Γερουσία απάντησε ότι «δια την συμμετοχήν εις την Γερουσίαν ipse jure των επτά μελών της Ιεράς Συνόδου και ετέρων τριών ιεραρχών εκλεγομένων υπό του κλήρου, θα εχρειάζετο τροποποίησις των περί Γερουσίας άρθρων του Συντάγματος».
Δυό χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 1927, η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της στην κυβέρνηση ζητά πάλι να εκπροσωπηθεί στη Γερουσία με τρία τουλάχιστον μέλη της (ο αρχιεπίσκοπος και δύο μητροπολίτες ) εκλεγόμενα από αυτήν. Η κυβέρνηση δεν απάντησε, αλλά η Ιερά Σύνοδος επανήλθε στο αίτημα.
Στην «Εστία» της 14ης Δεκεμβρίου1927 διαβάζουμε: «Η Ιερά Σύνοδος σε έγγραφό της στον πρωθυπουργό και υπουργό Εσωτερικών Ζαίμη αναφέρει ότι «ο ορθόδοξος κλήρος, οποίος αριθμει υπέρ τας δέκα χιλιάδας μελών και αποτελεί, κατά συνέπειαν, πολυάριθμον και ωργανωμένην τάξιν, πρέπει απαραιτήτως να συμπεριληφθή εις τας οργανώσεις εκείνας, αι οποίαι θα αντιπροσωπευθούν εις την μέλλουσαν να συγκροτηθή Γερουσίαν».
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή κληρικών στα νομοθετικά όργανα γιατί, όπως έλεγε, έτσι η Εκκλησία θα αναμειγνυόταν άμεσα στην πολιτική. Ήταν της άποψης πως αντί για την άμεση συμμετοχή έπρεπε να κατοχυρωθεί η υποχρέωση της Πολιτείας να υλοποιεί τις διατάξεις που θα της πρότεινε η Ιερά Σύνοδος για θέματα εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά ή των ηθών. Όμως η ομάδα των ιεραρχών που ζητούσαν τη συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει τις απόψεις της.
Πολύκαρπος Συνοδινός, μητροπολίτης Γόρτυνος και μετέπειτα Μεσσηνίας. Γι’ αυτόν η Δημοκρατία «δεν ήταν πανάκεια της σωτηρίας του Έθνους»
Ένας από αυτούς που ζητούσαν τη συμμετοχή στα νομοθετικά όργανα ήταν ο μητροπολίτης Γόρτυνος ( και μετέπειτα Μεσσηνίας) Πολύκαρπος. Συμμαθητής και φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου ήταν ακραία συντηρητικός. Το 1925 επί δικτατορίας του Πάγκαλου σε άρθρο του στο περιοδικό «Θεολογία» σημείωνε πως ο χριστιανός «οφείλει να υποτάσσεται τη κοσμική αρχή και εξουσία υφ’ οιανδήποτε μορφήν και αν εκδηλούται». Όσο για τη Δημοκρατία τόνιζε: «Φρονούμεν ότι η Δημοκρατία δεν είναι η πανάκεια της σωτηρίας του Έθνους και της ανυψώσεως αυτού». Αυτός λοιπόν ο κατά τα άλλα «λάτρης» της Δημοκρατίας ήταν υπέρ της συμμετοχής κληρικών στη Γερουσία, αλλά όχι των απλών, μόνο των ανωτέρων. Σε άρθρο του στην «Εκκλησία» (15.9.1928) ανέφερε:
« Ο ιερός κλήρος φρονούμεν και ημείς δεν πρέπει να κατέρχεται εις τας βουλευτικάς εκλογάς, ως γίνεται αλλαχού, διότι τα κομματικά πάθη εν Ελλάδι ανεπτύχθησαν και ωξύνθησαν και δη μάλιστα κατά τους τελευταίους χρόνους . Άλλωστε οι περισσότεροι ατυχώς των εφημερίων δεν έχουν ανάπτυξιν και μόρφωσιν ούτως ώστε να δύνανται ν’ αντιπροσωπεύσουν εν τη Βουλή τον λαόν (…) Αλλ’ αν εις τας βουλευτικάς εκλογάς δεν πρέπει να κατέρχωνται οι κληρικοί, εν τη Γερουσία όμως δύνανται να εκλέγονται υπό της Ιεραρχίας, ικανοί και χρηστοί Αρχιερείς οίτινες θ’ αντιπροσωπεύσουν την Εκκλησίαν, ως θ’ αντιπροσωπεύσουν διάφοροι οργανώσεις …». Όμως και αυτή τη φορά στη συζήτηση η πρόταση απορρίφθηκε. Στη σχετική διάταξη για τη Γερουσία προστέθηκε άρθρο για την αντιπροσώπευση της Εκκλησίας από δύο ιεράρχες. Όμως η πρόταση απορρίφθηκε από την κοινοβουλευτική επιτροπή κατά πλειοψηφίαν.
Η κατευθυνόμενη ψήφος
Τον Οκτώβριο του 1934 στη Σύνοδο της Ιεραρχίας έγινε ουσιαστικά μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση για την παρέμβαση της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα. Αφορμή; Η μη ικανοποίηση από την κυβέρνηση των αιτημάτων της Εκκλησίας για τον εφημεριακό κλήρο. Ένα ζήτημα καθαρά εκκλησιαστικό που επέτρεπε όμως στους ιεράρχες να «εκβιάσουν» τις πολιτικές δυνάμεις.
Ο Δαμασκηνός Παπανδρέου ως μητροπολίτης Κορινθίας ένας από τους ισχυρούς της Ιεραρχίας στο μεσοπόλεμο. Στη φωτογραφία το 1941 με τον πρώτο κουίσλινγκ πρωθυπουργό Τσολάκογλου τη μέρα της εγκατάστασης του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο
Την αρχή την έκανε ο μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός ( ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος, αντιβασιλιάς και πρωθυπουργός) που πρότεινε να εκδόσει η Εκκλησία εβδομαδιαία εφημερίδα και ακολούθησε ο μητροπολίτης Κασανδρείας Συνέσιος, που πρότεινε να υπάρχουν τακτικά επί πληρωμή δημοσιεύματα στον Τύπου .
Η συζήτηση έφτασε και στην παροχή του δικαιώματος ψήφου εις τους κληρικούς. Ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος ( αργότερα στη διάρκεια της κατοχής θα τον συναντήσουμε να συνεργάζεται με το ΕΑΜ της Σάμου) εξέφρασε ενδοιασμούς γιατί όπως εξήγησε υπάρχει κίνδυνος «εφ’ όσον δεν υπάρχη εσωτερική πειθαρχία» στην Ιεραρχία οι διάφοροι μητροπολίτες να κατευθύνουν τις ψήφους πιστών και κληρικών σύμφωνα με τις προσωπικές πολιτικές τοποθετήσεις τους. Ναι στην ψήφο, είπε , αλλά με την προϋπόθεση της πειθαρχίας «εις μίαν κεντρικήν διοίκησιν της Εκκλησίας, αποτελουμένην από ανωτέρους και ισχυροτέρους από πάσης απόψεως αδελφούς, οι οποίοι παρακολουθούντες εδώ εις την πρωτεύουσαν τα πρόσωπα και τα πράγματα και ζυγίζοντες τας ευμενείς ή δυσμενείς διαθέσεις των ισχυρών, θα ορίζωσι τας γραμμάς της πολιτικής μας ενεργείας, επ’ αγαθώ της Εκλησίας και της Κοινωνίας».
Συζήτηση και για «κόμμα χριστιανικό»
Φυσικό ήταν, μετά τα παραπάνω, οι ιεράρχες να μπουν και στο κυρίως θέμα αφού ο στόχος ήταν να «στριμωχτούν» οι πολιτικές δυνάμεις και να ικανοποιήσουν το αίτημα της Εκκλησίας.
Ο μητροπολίτης Σπάρτης Γερμανός μίλησε για την ανάγκη «συμπήξεως κόμματος εκκλησιαστικού ή θρησκευτικού». Ο ίδιος και άλλοι μητροπολίτες εξήγησαν ότι είναι ανάγκη « ανασυντάξεως των δυνάμεων της Εκκλησίας και επιδιώξεως της ιδρύσεως ιδίας πολιτικής Οργανώσεως προς διεκδίκησιν των δικαίων της Εκλησίας εν τοις νομοθετικοίς Σώμασι και άμυναν μετ’ αυτής κατά των ποικίλων ανατρεπτικών ιδεών και προπαγανδών, προάσπισιν δε του λαού δια της υποστηρίξεως των χριστιανικών αρχών…».
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κράτησε μεσοβέζικη στάση, όπως έκανε σε όλη τη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του, παραπέμποντας στο μέλλον τα σχέδια για το κόμμα: Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπορεί η Εκκλησία «να έχη ιδίους αντιπροσώπους δυναμένους να υποστηρίξωσι τους σκοπούς της», όμως πρόσθεσε: « Αλλά πάντως η ίδρυσις πολιτικής οργανώσεως χριστιανικών αρχών είναι έργον του μέλλοντος».
Ο φόβος των πολιτικών
Δημήτριος Μπαλάνος
Οι προτάσεις ( για την ακρίβεια οι μόλις συγκαλυπτόμενες απειλές) των ιεραρχών για το «χριστιανικό κόμμα» πυροδότησαν έντονες συζητήσεις. O ακαδημαϊκός, Δ. Μπαλάνος, σε άρθρο του στο «Ελεύθερο Βήμα», απέρριψε την πρόταση επικαλούμενος τους Ιερούς κανόνες και θύμισε την θέση του Αδαμάντιου Κοραή ότι ο ορθόδοξος κλήρος πρέπει να αποφύγη «την αλλόκοτον και αντίχριστον ένωσιν της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας». Στον Μπαλάνο απάντησε ο μητροπολίτης Κορινθίας Δαμασκηνός με δύο επιστολές του στην εφημερίδα. Ο Δαμασκηνός επεδίωξε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να καθησυχάσει τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που φοβήθηκαν πως η απ’ ευθείας ανάμιξη του κλήρου στα πολιτικά πράγματα μέσα από την ίδρυση ενός πολιτικού χριστιανικού κόμματος θα ανέτρεπε τα πολιτικά δεδομένα και τους συσχετισμούς στερώντας από τις δυό μεγάλες παρατάξεις,το Φιλελεύθερο και το Λαικό Κόμμα, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους. Ο Δαμασκηνός διευκρίνησε ότι στην οργάνωση δεν θα συμμετείχαν απευθείας παράγοντες της Εκκλησίας. Αντίθετα όπως έγραφε «απαραίτητον προϋπόθεσιν της οργανώσεως ταύτης αποτελεί ο αποκλεισμός των εκπροσώπων της Εκκλησίας από του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, επί του παρόντος δε , και μέχρι ου ημερωθούν τα παρ’ ημίν πολιτικά πράγματα, και του δικαιώματος του εκλέγειν». Η οργάνωση αυτή, σύμφωνα με τον μητροπολίτη Κορινθίας, θ’ αποτελούσε εκδήλωση του «ενδιαφέροντος και της ευθύνης της εκκλησίας δια την δημόσιαν ζωήν με τελικήν επιδίωξιν:1) Να προστατευθούν τα παραγνωριζόμενα δίκαια της Εκκλησίας και οι προπηλακιζόμενοι ιεροί της θεσμοί με μίαν έντονον παραλήλως προσπάθειαν δια την ανύψωσιν του μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου του εφημεριακού κλήρου. 2) Να αμυνθή ενεργώς η εκκλησία κατά των ανατρεπτικών στοιχείων, τα οποία , υπό την ανοχήν της πολιτείας βυσσοδομούν την ανατροπήν του χριστιανικού πολιτισμού και την κατάλυσιν των υπερτίμων θρησκευτικών συμβόλων και αξιών. 3) Να εκτιμηθή βραδύτερον η σημασία της οργανώσεως και των κατευθύνσεων της σχολικής ζωής δια την κοινωνικήν ανάπλασιν και ζωήν του έθνους.4) Να συστηματοποιηθή η ασυνάρτητος κοινωνική πολιτική του κράτους επί τη βάσει των χριστιανικών αρχών προς ανακούφισιν των τάξεων των αναξιοπαθούντων (….) . 5) Να γίνη γενικώτερον ευρεία χρήσις των δυνάμεων της εκκλησίας δια την τόνωσιν του χριστιανικού αισθήματος και του εθνικού φρονήματος παρά τω λαώ , τα οποία έχουν υποστή σοβαρωτάτην αβαρίαν κατά τους τελευταίους χρόνους…».
Δήλωση νομιμοφροσύνης στο σύστημα
Παράλληλα, ο Δαμασκηνός διαβεβαίωνε τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις για την νομιμοφροσύνη της Εκκλησίας έναντι του κράτους, σημειώνοντας ότι «ουδέποτε μέχρι τούδε επέδειξεν αντικρατικήν τάσιν, και όταν ευρίσκεται εν αμύνη ουδ’ εκήρυξε ποτέ την ασέβειαν των πολιτών κατά του κράτους, αλλ’ απ’ εναντίας, υπήρξε πάντοτε ο κυριώτερος στυλοβάτης του κρατικού οικοδομήματος».
Ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος
Στη δημόσια συζήτηση παρενέβη και ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος. Σε άρθρο του στην «Εστία» με τίτλο «Τι ήθελεν η Εκκλησία» ήταν περισσότερο αποκαλυπτικός για τους πραγματικούς στόχους των ιεραρχών. Υποστήριξε ότι η Ιεραρχία για να «αναλάβη αποτελεσματικώς τον αγώνα κατά των υπονομευτών των πνευματικών του έθνους κληρονομιών, εφ’ όσον ουδέν άλλον αποτελεσματικόν μέσον διαθέτει κατήντησεν να σκεφθή μη τυχόν θα συνετέλει εις την επιβολήν της θέσεως της εν τω Κράτει η απόκτησις του δικαιώματος της ψήφου και η συγκρότησις κόμματος διαπνεομένου υπό χριστιανικών αρχών, το οποίον με την παράλλληλον δράσιν της εκκλησίας επί του πνευματικού εδάφους να έδρα εντός των νομοθετικών σωμάτων προς ασφαλεστέραν περιφρούρησιν της πνευματικής ζωής του έθνους».
(Περίληψη των συζητήσεων δημοσιεύθηκε στην «Εκκλησία» 27.10.1934 , και 3.11.1934).
Η ουσία είναι πως, είτε ως εκβιασμός προς την Πολιτεία εκληφθεί, είτε ως ένα καθοριστικό βήμα στην κατεύθυνση δημιουργίας κόμματος στα πρότυπα των χριστιανικών κομμάτων άλλων ευρωπαικών χωρών, τα στελέχη της Εκκλησίας μίλησαν ανοιχτά για ένα σχέδιο που κυοφορούνταν καιρό στο μυαλό πολλών απ αυτούς. Και το σχέδιο αυτό προέβλεπε μια ξεκάθαρη και απ’ ευθείας ανάμιξη των εκκλησιαστικών παραγόντων στα πολιτικά πράγματα. Και αυτό δείχνουν και τα δύο σημειώματα του Δαμασκηνού παρά την προσπάθειά του να καλύψει τους ξεκάθαρα πολιτικούς (κομματικούς) στόχους του εγχειρήματος. Τα σημειώματά του, περιγράφουν ένα ξεκάθαρο σχέδιο πολιτικού κόμματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι δέκα χρόνια μετά ο ίδιος ο Δαμασκηνός συγκέντρωσε στο πρόσωπό του τις ιδιότητες του αρχιεπισκόπου του αντιβασιλιά και του πρωθυπουργού.
Οι άλλες κινήσεις
Χριστιανικές κινήσεις με σαφέστατους πολιτικούς στόχους δίπλα στην επίσημη Εκκλησία βρίσκουμε πολλές στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Ξεχωρίζει ο ρόλος του περιοδικού «Ανάπλασις» , όργανο του ομώνυμου θρησκευτικού συλλόγου που ιδρύθηκε το 1887, αλλά η δύναμή του να επηρεάζει σημαντικές μάζες πιστών αυξήθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου. Υπό τον Μιχαήλ Γαλανό και την υποστήριξη του αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου η
«Αναπλασις» και τα σωματεία που επηρρέαζε απλώθηκαν σε όλη τη χώρα και κάλυπταν όλες τις κοινωνικές ομάδες και στρώματα. Ο Μιχ. Γαλανός σήκωσε μεγάλο μέρος της προσπάθειας μέσα από την «Ανάπλασι». Το 1927 η Ιερά Σύνοδος του ανέθεσε το κήρυγμα σε όλη τη χώρα όχι μόνο σε εκκλησίες αλλά και έξω από αυτές για την αντιμετώπιση του «αθεϊσμού και ψυχοφθόρων ιδεών ανατρεπτικών των βάσεων της θρησκείας, της οικογενείας και της πατρίδος» και του απένειμε τον τίτλο του «Διδασκάλου του Ευαγγελίου». Δίπλα στην «Ανάπλασι», σημαντικός ήταν ο ρόλος της Ένωσης των «Ορθοδόξων Χριστιανικών Σωματείων». Ακόμη, το 1932 ιδρύθηκε η Χριστιανική Κοινωνική Ένωσις. Ένας από τους κεντρικούς στόχους της ήταν «να εξυγιανθούν αι λαικαί ακοαί με χρηστήν και φωτεινήν πολιτικήν διαπαιδαγώγισιν και ανάπτυξιν του λαού». Στο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης βρίσκουμε δύο ακαδημαϊκούς, ένα στρατηγό, δύο ανώτατους δικαστικούς , δύο καθηγητές πανεπιστημίου, δύο δικηγόρους και ένα μεγαλέμπορο.
Στην πρώτη επίσκεψη του Διοικητικού Συμβουλίου στον αρχιεπίσκοπο, ο πρόεδρος, ακαδημαϊκός Α.Κούζης, είπε στον Χρυσόστομο: « Ο καιρός είναι οξύς , αι περιστάσεις επείγουσαι και δέον ταχέως να εργασθώμεν ίνα επικρατήσωσιν αι κοινωνικαί αύται αρχαί προς αναδημιουργίαν εν Ελλάδι νέας υγιούς και ευημερούσης κοινωνίας, ίνα μη ποτε είπωμεν, ότι ηρξάμεθα μεριμνώντες πολύ αργά».
Τον Οκτώβριο του 1933, με την υποστήριξη της Εκκλησίας, οργανώθηκε το πρώτο συνέδριο της «Χριστιανικής Δράσεως της Νεολαίας».
Αποφασίσθηκε η ενιαία δράση όλων των χριστιανικών οργανώσεων νεολαίας με τη συγκρότηση Ομοσπονδίας, για να «επιτύχη η προσπάθεια δημιουργίας κοινωνικών εργατών, ικανών να μεταδώσωσιν εις την νοσούσαν κοινωνίαν, το ζωοποιόν πνεύμα της χριστιανικής αγάπης (…)και των κοινωνικών αξιών του χριστιανισμού».
Όλες αυτές οι χριστιανικές κινήσεις απορροφήθηκαν τα επόμενα χρόνια, ή υποχρεώθηκαν να συνεργασθούν, με το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, που εμφανίστηκε ως ο κυριώτερος εκφραστής του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού» Βασική βιβλιογραφία
-«Αι Συνοδικαί εγκύκλιοι» 1901-1933», εκ του Τυπογραφείου της Αποστολικής Διακονίας , Αθήναι 1955.
-Θεοκλήτου Α. Στράγκα «Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1917-1967», τ. Α΄, ´Ò
-Πολύκαρπου Καραμούζη «Κράτος, Εκκλησία και εθνική ιδεολογία στη νεώτερη Ελλάδα ( Κλήρος, θεολόγοι και θρησκευτικές οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο), διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
-Χρήστου Γιανναρά «Καταφύγιο Ιδεών», εκδόσεις «Δόμος» 1987, εκδόσεις Ίκαρος 2000 και « Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», εκδόσεις Δόμος.
-Τα τεύχη των περιοδικών «Εκκλησία», « Ανάπλασις» «Zωή» , της περιόδου του Μεσοπολέμου ( υπάρχουν στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Συνόδου, Ιασίου 1, στη μονή Πετράκη)
-Γιώργου Μουστάκη « Η γέννηση του Χριστιανοφασισμού- Ζωή, ο Σωτήρ», εκδόσεις Κάκτος.
-Θεοδόση Τσιρώνη «Εκκλησία πολιτευομένη- O πολιτικό λόγος και ρόλος της Εκκλησίας ( 1913-1941)», εκδόσεις Επίκεντρο, Αθήνα 2010.
-Αλέξανδρου Σακελλαρίου «Δικτατορίες και Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα στον 20ο αιώνα: Πολιτικές, οικονομικές και ιδεολογικές– νοηματικές σχέσεις υπό καθεστώτα εκτάκτου ανάγκης», διδακτορική διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
– Άβρο Μανχάταν «Το Βατικανό και ο 20ος αιώνας», εκδόσεις Ηριδανός.
Στο επόμενο: Ο Εμφύλιος Πόλεμος και η οργάνωση «Ζωή», το ελληνικό Opus Dei: «Εθνικισμός-Χριστιανισμός- Αντικομμουνισμός»- Ο Παύλος η Φρειδερίκη και οι «καλοί στρατιώτες του Χριστού». Τα σχέδια για νέο κόμμα και πρωθυπουργοποίηση του καθηγητή Αλέξανδρου Τσιριντάνη.
ΠΗΓΗ: http://www.imerodromos.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ