2017-08-09 11:40:06
Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας (σε μια προσπάθεια εκπόρθησης συνειδήσεων)
Είναι 5 Μαΐου του 1920. Μέσα σ’ ένα λεωφορείο, στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, συλλαμβάνονται από τα όργανα του αμερικάνικου κράτους δύο άνθρωποι. Πρόκειται για τους αναρχικούς Μπαρτολομέο Βαντσέτι και Νικόλα Σάκκο.
Κατά τη σύλληψή τους ανακαλύπτεται ότι οπλοφορούσαν και κατείχαν προκηρύξεις που αφορούσαν προγραμματισμένη συγκέντρωση για τις 9 Μάη, όπου ομιλητής θα ήταν ο Βαντσέτι. Η συγκέντρωση αφορούσε τη δολοφονία του αναρχικού Αντρέα Σαλσέντο (φίλου του Βαντσέτι), ο οποίος μετά από «προσαγωγή» στην αστυνομική διοίκηση της Νέας Υόρκης, κρατήθηκε για δύο ολόκληρους μήνες, μέχρις ότου τα κρατικά κτήνη, τον δολοφονήσουν ρίχνοντάς τον στο πεζοδρόμιο, από τον 14ο όροφο του κτιρίου.
Τόσο ο Σάκκο όσο και ο Βαντσέτι, ήταν γνωστοί για την αναρχική τους δράση. Εκτός από τη συμμετοχή και συμβολή τους στις κοινωνικές δραστηριοποιήσεις των υπόλοιπων καταπιεσμένων, είχαν αναπτύξει έντονη αντιπολεμική δράση. Κατέφυγαν, μάλιστα, στο Μεξικό μαζί με άλλους μετανάστες, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στον A΄ παγκόσμιο εξουσιαστικό πόλεμο.
Ο Νικόλα Σάκκο ασκούσε το επάγγελμα του τσαγκάρη, ενώ ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν εργάτης σε μια βιομηχανία σχοινιών, απ’ όπου τον απέλυσαν εξ αιτίας της συμμετοχής του σε μια μεγάλη απεργία το 1916. Αναγκάστηκε, από τότε, να πουλάει ψάρια αφού το κράτος τον είχε βάλει στο στόχαστρο και δεν μπορούσε να πιάσει πουθενά δουλειά (είχε μπει στη μαύρη λίστα των αφεντικών σαν επικίνδυνος για την κοινωνική ειρήνη).
Φυσικά και η σύλληψή τους έγινε «για επικίνδυνες ανατρεπτικές ενέργειες».
Η κατηγορίες για δύο ληστείες και δύο φόνους φτιάχτηκαν και παρουσιάστηκαν αργότερα. Η πρώτη αφορούσε μια απόπειρα ληστείας σε μια χρηματαποστολή στο Μπριτζγουότερ της Μασαχουσέτης, που έγινε το Δεκέμβρη του 1919. Η δεύτερη, τους συσχέτιζε με μια ληστεία χρηματαποστολής, η οποία έγινε στις 15 Απρίλη του 1920 στο Σάουθ Μπρέϊντρι της Μασαχουσέτης στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν δύο φρουροί.
Ακολούθησε μια εφτάχρονη πορεία προς το θάνατο, την οποία οι εξουσιαστές καθόρισαν αδιαφορώντας για τις κινητοποιήσεις τόσο στην Αμερική όσο και τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα μέσα, μάλιστα, που χρησιμοποιήθηκαν από τα κρατικά καθάρματα, δεν υπήρξαν διόλου πρωτότυπα.
Προκειμένου να πετύχουν την εξόντωση των δύο αναρχικών αγωνιστών, αγνόησαν γεγονότα που απόδειχναν την έλλειψη συγκεκριμένης σχέσης τους με τα όσα κατηγορούνταν. Αρνήθηκαν την επανάληψη της δίκης και επί πλέον το FBI κατασκεύασε έναν «καθ’ ομολογίαν» μάρτυρα. Έπεισαν ένα λατινοαμερικάνο μετανάστη, τον Celestino Medeiros, ο οποίος δεν μιλούσε ούτε μια αγγλική λέξη, να ομολογήσει ότι ο Σάκκο του είχε εκμυστηρευθεί την συμμετοχή και συνενοχή του στην ένοπλη ληστεία του Σάουθ Μπρέϊντρι. Η υπόσχεση που του έδωσαν, ήταν να τον απαλλάξουν και να του προσφέρουν κάποια ανταλλάγματα.
Όμως οι κρατιστές, δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Ο Medeiros, οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, όπως και οι δύο αναρχικοί.
Η δολοφονία των Σάκκο και Βαντσέτι, δεν είναι το μοναδικό έγκλημα των κρατιστών. Είναι όμως ένα από τα γνωστότερα. Η απαρίθμηση μόνον των πλέον γνωστών κρατικών εγκλημάτων, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε μια λογική περιορισμού των ευθυνών των κυρίαρχων.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε τη δολοφονία των αναρχικών στο Σικάγο το 1886.
Στις δύο αυτές κραυγαλέες περιπτώσεις, το κράτος δίκασε για φόνο και καταδίκασε για αναρχία!
Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία τους, η πολιτεία της Βοστόνης έστησε άγαλμα στους δύο αναρχικούς. Δεν ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Ήταν μια απόφαση του, ιταλικής καταγωγής, δημάρχου της Βοστόνης Τόμας Μενίνο.
Το κράτος, (στη συγκεκριμένη περίπτωση το αμερικανικό), προσπάθησε να παρουσιάσει ένα πρόσωπο ανθρωπισμού και μετάνοιας, σπιλώνοντας, για μια ακόμα φορά τους κοινωνικούς αγωνιστές που δολοφόνησε, αλλά και όσους συνεχίζουν να παλεύουν για την πανανθρώπινη ελευθερία.
Αλλά, ο κοινωνικός αγώνας, δεν μπορεί να δεχτεί κανενός είδους συγγνώμη από τους τύραννους. Η μόνη «συγγνώμη», είναι η καταστροφή της τυραννίας, στη κάθε μορφή της. Όπως μάλιστα έγραψε σε μια από τις επιστολές του κι ο Βαντσέτι αναφέροντας τα λόγια κάποιου συντρόφου του «Αλλοίμονο σ’ εκείνον που τη στιγμή της εκδίκησης, μιλάει για συγχώρεση και οίκτο» Ο κοινωνικός αγώνας και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι δεν χρειάζονται «ήρωες» και «θύματα» για «λίπασμα» στο δήθεν δέντρο της λευτεριάς. Οι αναρχικοί-ες και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι, δεν χρειάζονται κανενός είδους έμπνευση από κάποιους «ήρωες». Εξ άλλου, οι ήρωες ανακηρύσσονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες ή να συγκαλυφθούν οι ενοχές άλλων. Οι αναμνηστικές πλάκες και τα κάθε λογής μνημεία ανήκουν στις εξουσιαστικές λογικές και πρακτικές, αφού έτσι προσπαθούν οι τύραννοι και δυνάστες να εξιλεωθούν και να εξαπατήσουν τον κόσμο,
Η ανάμνηση των αγωνιστών, που πάλεψαν με κάθε είδους μέσα και έδωσαν τις δυνάμεις τους συμβάλλοντας στον συνολικό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα ενός πανιερατικού μνημόσυνου, ούτε μπορεί να κατευθύνεται στην καθιέρωση μιας έντεχνης προσωπολατρείας.
Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή του καθενός είναι συγκεκριμένη και προσδιορίζεται μέσα από τα ουσιαστικά βήματα που έκανε, τόσο ο ίδιος, όσο και από τη συνεισφορά του στη συνολικότερη προσπάθεια των αγωνιζόμενων συνανθρώπων του. Πρόκειται, λοιπόν, για ιταμή στάση κι όχι απλά κουτοπονηριά, η προσπάθεια αποσιώπησης των συνολικών σχέσεων που αναπτύσσει κανείς και η προβολή μόνο ορισμένων πτυχών και μάλιστα με διαστρεβλωμένο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που συμβαίνει το αντίθετο. Όταν, δηλαδή, λασπολογίες και συκοφαντίες διαχέονται από τις πιο δύσοσμες μεριές προκειμένου να συκοφαντηθούν κοινωνικές πρακτικές και στάσεις. Αυτά, βέβαια, είναι χρήσιμο να κατατεθούν εδώ με αφορμή την υπόθεση των δύο αναρχικών, όχι γιατί τους αφορά άμεσα αλλά περισσότερο επειδή έχουν σημασία, σε αρκετές περιπτώσεις παρελθούσες αλλά και παρούσες. Και σίγουρα μελλοντικές.
Οι αναρχικοί-ες, δεν μένουν, λοιπόν, σιωπηλοί μπροστά στις αθλιότητες των κρατιστών, όσο κι αν αυτές μπορεί να προκαλούνται από τη συγκινησιακή κατάσταση των όπου γης συγγενών, φίλων ή συντρόφων, οι οποίοι, χάνοντας την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα της κοινωνικής απελευθέρωσης, οδηγούνται σε επικλήσεις για μια επιβεβαίωση εκ μέρους των εξουσιαστών.
Οι αναρχικοί-ες, σαν δρώντα και αναπόσπαστα συστατικά του κοινωνικού πολέμου, δεν μπορούν να παραμείνουν αδρανείς παρατηρητές των καταστάσεων και των γεγονότων, «αφήνοντας την ιστορία να κρίνει». Οι απόψεις και οι κατατεθειμένες πρακτικές, αποτελούν, μια ουσιαστική πτυχή αυτής της «ιστορίας».
Γι’ αυτό το λόγο, τίποτε δεν μπορεί να αφήνεται σε μελλοντικές τοποθετήσεις και εκτιμήσεις, στο βαθμό μάλιστα που αυτές μπορούν να γίνουν εδώ και τώρα. Μπορούν, και πρέπει, να κατατίθενται ειλικρινά, ανοικτά και αβίαστα, μακριά από τις όποιες σκοπιμότητες και πολιτικές, που θέλουν πολλές φορές να μεταβάλλουν το μαύρο σε άσπρο ή να διαπλατύνουν την επιφάνεια του κακόγουστου γκρίζου. Μια τέτοια στάση άμεσης κατάθεσης, είναι φανερό ότι προκαλεί αντιδράσεις και εμπόδια που προβάλλονται από τους φορείς της πολιτικάντικης δημαγωγίας και λασπολογίας, η οποία έρχεται να υποκαταστήσει την έλλειψη επιχειρημάτων και σαφούς κοινωνικής απελευθερωτικής προοπτικής.
Οι δύο δολοφονημένοι αναρχικοί, δεν μπορούν να μετασχηματιστούν σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πραγματικά και από τον τρόπο που έδρασαν. Και φυσικά, μια μονοδιάστατη παρουσίαση τους από τις εκάστοτε οπτικές συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν μπορεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα.
Ο Σάκκο και ο Βαντσέτι, παραμένουν οι αναρχικοί που δεν έσκυψαν το κεφάλι στους τύραννους, αποτελώντας έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των κρατικών εγκλημάτων και αδικιών, που συνεχίζονται και θα συνεχίζονται, όσο θα υπάρχει κράτος και καπιταλισμός. Μια αλυσίδα, της οποίας το μήκος όσο μεγαλώνει, τόσο θα αποτελεί τον πανίσχυρο βρόγχο που θα συμβάλει στην καταστροφή της ανελευθερίας.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την αναρχική εφημερίδα ΕΞΕΓΕΡΣΗ τεύχος 29, Νοέμβριος 1997
olalathos
Είναι 5 Μαΐου του 1920. Μέσα σ’ ένα λεωφορείο, στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, συλλαμβάνονται από τα όργανα του αμερικάνικου κράτους δύο άνθρωποι. Πρόκειται για τους αναρχικούς Μπαρτολομέο Βαντσέτι και Νικόλα Σάκκο.
Κατά τη σύλληψή τους ανακαλύπτεται ότι οπλοφορούσαν και κατείχαν προκηρύξεις που αφορούσαν προγραμματισμένη συγκέντρωση για τις 9 Μάη, όπου ομιλητής θα ήταν ο Βαντσέτι. Η συγκέντρωση αφορούσε τη δολοφονία του αναρχικού Αντρέα Σαλσέντο (φίλου του Βαντσέτι), ο οποίος μετά από «προσαγωγή» στην αστυνομική διοίκηση της Νέας Υόρκης, κρατήθηκε για δύο ολόκληρους μήνες, μέχρις ότου τα κρατικά κτήνη, τον δολοφονήσουν ρίχνοντάς τον στο πεζοδρόμιο, από τον 14ο όροφο του κτιρίου.
Τόσο ο Σάκκο όσο και ο Βαντσέτι, ήταν γνωστοί για την αναρχική τους δράση. Εκτός από τη συμμετοχή και συμβολή τους στις κοινωνικές δραστηριοποιήσεις των υπόλοιπων καταπιεσμένων, είχαν αναπτύξει έντονη αντιπολεμική δράση. Κατέφυγαν, μάλιστα, στο Μεξικό μαζί με άλλους μετανάστες, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στον A΄ παγκόσμιο εξουσιαστικό πόλεμο.
Ο Νικόλα Σάκκο ασκούσε το επάγγελμα του τσαγκάρη, ενώ ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι ήταν εργάτης σε μια βιομηχανία σχοινιών, απ’ όπου τον απέλυσαν εξ αιτίας της συμμετοχής του σε μια μεγάλη απεργία το 1916. Αναγκάστηκε, από τότε, να πουλάει ψάρια αφού το κράτος τον είχε βάλει στο στόχαστρο και δεν μπορούσε να πιάσει πουθενά δουλειά (είχε μπει στη μαύρη λίστα των αφεντικών σαν επικίνδυνος για την κοινωνική ειρήνη).
Φυσικά και η σύλληψή τους έγινε «για επικίνδυνες ανατρεπτικές ενέργειες».
Η κατηγορίες για δύο ληστείες και δύο φόνους φτιάχτηκαν και παρουσιάστηκαν αργότερα. Η πρώτη αφορούσε μια απόπειρα ληστείας σε μια χρηματαποστολή στο Μπριτζγουότερ της Μασαχουσέτης, που έγινε το Δεκέμβρη του 1919. Η δεύτερη, τους συσχέτιζε με μια ληστεία χρηματαποστολής, η οποία έγινε στις 15 Απρίλη του 1920 στο Σάουθ Μπρέϊντρι της Μασαχουσέτης στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν δύο φρουροί.
Ακολούθησε μια εφτάχρονη πορεία προς το θάνατο, την οποία οι εξουσιαστές καθόρισαν αδιαφορώντας για τις κινητοποιήσεις τόσο στην Αμερική όσο και τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα μέσα, μάλιστα, που χρησιμοποιήθηκαν από τα κρατικά καθάρματα, δεν υπήρξαν διόλου πρωτότυπα.
Προκειμένου να πετύχουν την εξόντωση των δύο αναρχικών αγωνιστών, αγνόησαν γεγονότα που απόδειχναν την έλλειψη συγκεκριμένης σχέσης τους με τα όσα κατηγορούνταν. Αρνήθηκαν την επανάληψη της δίκης και επί πλέον το FBI κατασκεύασε έναν «καθ’ ομολογίαν» μάρτυρα. Έπεισαν ένα λατινοαμερικάνο μετανάστη, τον Celestino Medeiros, ο οποίος δεν μιλούσε ούτε μια αγγλική λέξη, να ομολογήσει ότι ο Σάκκο του είχε εκμυστηρευθεί την συμμετοχή και συνενοχή του στην ένοπλη ληστεία του Σάουθ Μπρέϊντρι. Η υπόσχεση που του έδωσαν, ήταν να τον απαλλάξουν και να του προσφέρουν κάποια ανταλλάγματα.
Όμως οι κρατιστές, δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους. Ο Medeiros, οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα, όπως και οι δύο αναρχικοί.
Η δολοφονία των Σάκκο και Βαντσέτι, δεν είναι το μοναδικό έγκλημα των κρατιστών. Είναι όμως ένα από τα γνωστότερα. Η απαρίθμηση μόνον των πλέον γνωστών κρατικών εγκλημάτων, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε μια λογική περιορισμού των ευθυνών των κυρίαρχων.
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε τη δολοφονία των αναρχικών στο Σικάγο το 1886.
Στις δύο αυτές κραυγαλέες περιπτώσεις, το κράτος δίκασε για φόνο και καταδίκασε για αναρχία!
Εβδομήντα χρόνια μετά τη δολοφονία τους, η πολιτεία της Βοστόνης έστησε άγαλμα στους δύο αναρχικούς. Δεν ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Ήταν μια απόφαση του, ιταλικής καταγωγής, δημάρχου της Βοστόνης Τόμας Μενίνο.
Το κράτος, (στη συγκεκριμένη περίπτωση το αμερικανικό), προσπάθησε να παρουσιάσει ένα πρόσωπο ανθρωπισμού και μετάνοιας, σπιλώνοντας, για μια ακόμα φορά τους κοινωνικούς αγωνιστές που δολοφόνησε, αλλά και όσους συνεχίζουν να παλεύουν για την πανανθρώπινη ελευθερία.
Αλλά, ο κοινωνικός αγώνας, δεν μπορεί να δεχτεί κανενός είδους συγγνώμη από τους τύραννους. Η μόνη «συγγνώμη», είναι η καταστροφή της τυραννίας, στη κάθε μορφή της. Όπως μάλιστα έγραψε σε μια από τις επιστολές του κι ο Βαντσέτι αναφέροντας τα λόγια κάποιου συντρόφου του «Αλλοίμονο σ’ εκείνον που τη στιγμή της εκδίκησης, μιλάει για συγχώρεση και οίκτο» Ο κοινωνικός αγώνας και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι δεν χρειάζονται «ήρωες» και «θύματα» για «λίπασμα» στο δήθεν δέντρο της λευτεριάς. Οι αναρχικοί-ες και οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι, δεν χρειάζονται κανενός είδους έμπνευση από κάποιους «ήρωες». Εξ άλλου, οι ήρωες ανακηρύσσονται προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες ή να συγκαλυφθούν οι ενοχές άλλων. Οι αναμνηστικές πλάκες και τα κάθε λογής μνημεία ανήκουν στις εξουσιαστικές λογικές και πρακτικές, αφού έτσι προσπαθούν οι τύραννοι και δυνάστες να εξιλεωθούν και να εξαπατήσουν τον κόσμο,
Η ανάμνηση των αγωνιστών, που πάλεψαν με κάθε είδους μέσα και έδωσαν τις δυνάμεις τους συμβάλλοντας στον συνολικό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα ενός πανιερατικού μνημόσυνου, ούτε μπορεί να κατευθύνεται στην καθιέρωση μιας έντεχνης προσωπολατρείας.
Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή του καθενός είναι συγκεκριμένη και προσδιορίζεται μέσα από τα ουσιαστικά βήματα που έκανε, τόσο ο ίδιος, όσο και από τη συνεισφορά του στη συνολικότερη προσπάθεια των αγωνιζόμενων συνανθρώπων του. Πρόκειται, λοιπόν, για ιταμή στάση κι όχι απλά κουτοπονηριά, η προσπάθεια αποσιώπησης των συνολικών σχέσεων που αναπτύσσει κανείς και η προβολή μόνο ορισμένων πτυχών και μάλιστα με διαστρεβλωμένο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που συμβαίνει το αντίθετο. Όταν, δηλαδή, λασπολογίες και συκοφαντίες διαχέονται από τις πιο δύσοσμες μεριές προκειμένου να συκοφαντηθούν κοινωνικές πρακτικές και στάσεις. Αυτά, βέβαια, είναι χρήσιμο να κατατεθούν εδώ με αφορμή την υπόθεση των δύο αναρχικών, όχι γιατί τους αφορά άμεσα αλλά περισσότερο επειδή έχουν σημασία, σε αρκετές περιπτώσεις παρελθούσες αλλά και παρούσες. Και σίγουρα μελλοντικές.
Οι αναρχικοί-ες, δεν μένουν, λοιπόν, σιωπηλοί μπροστά στις αθλιότητες των κρατιστών, όσο κι αν αυτές μπορεί να προκαλούνται από τη συγκινησιακή κατάσταση των όπου γης συγγενών, φίλων ή συντρόφων, οι οποίοι, χάνοντας την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα της κοινωνικής απελευθέρωσης, οδηγούνται σε επικλήσεις για μια επιβεβαίωση εκ μέρους των εξουσιαστών.
Οι αναρχικοί-ες, σαν δρώντα και αναπόσπαστα συστατικά του κοινωνικού πολέμου, δεν μπορούν να παραμείνουν αδρανείς παρατηρητές των καταστάσεων και των γεγονότων, «αφήνοντας την ιστορία να κρίνει». Οι απόψεις και οι κατατεθειμένες πρακτικές, αποτελούν, μια ουσιαστική πτυχή αυτής της «ιστορίας».
Γι’ αυτό το λόγο, τίποτε δεν μπορεί να αφήνεται σε μελλοντικές τοποθετήσεις και εκτιμήσεις, στο βαθμό μάλιστα που αυτές μπορούν να γίνουν εδώ και τώρα. Μπορούν, και πρέπει, να κατατίθενται ειλικρινά, ανοικτά και αβίαστα, μακριά από τις όποιες σκοπιμότητες και πολιτικές, που θέλουν πολλές φορές να μεταβάλλουν το μαύρο σε άσπρο ή να διαπλατύνουν την επιφάνεια του κακόγουστου γκρίζου. Μια τέτοια στάση άμεσης κατάθεσης, είναι φανερό ότι προκαλεί αντιδράσεις και εμπόδια που προβάλλονται από τους φορείς της πολιτικάντικης δημαγωγίας και λασπολογίας, η οποία έρχεται να υποκαταστήσει την έλλειψη επιχειρημάτων και σαφούς κοινωνικής απελευθερωτικής προοπτικής.
Οι δύο δολοφονημένοι αναρχικοί, δεν μπορούν να μετασχηματιστούν σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν πραγματικά και από τον τρόπο που έδρασαν. Και φυσικά, μια μονοδιάστατη παρουσίαση τους από τις εκάστοτε οπτικές συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν μπορεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα.
Ο Σάκκο και ο Βαντσέτι, παραμένουν οι αναρχικοί που δεν έσκυψαν το κεφάλι στους τύραννους, αποτελώντας έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των κρατικών εγκλημάτων και αδικιών, που συνεχίζονται και θα συνεχίζονται, όσο θα υπάρχει κράτος και καπιταλισμός. Μια αλυσίδα, της οποίας το μήκος όσο μεγαλώνει, τόσο θα αποτελεί τον πανίσχυρο βρόγχο που θα συμβάλει στην καταστροφή της ανελευθερίας.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την αναρχική εφημερίδα ΕΞΕΓΕΡΣΗ τεύχος 29, Νοέμβριος 1997
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ