2017-09-20 10:02:04
Πολλοί από μας έχουμε καταφερθεί εναντίον της όλο και αυξανόμενης οικονομικής ανισότητας, που εμφανίζεται στους κόλπους των περισσότερων κοινωνιών στον πλανήτη, ακόμα και στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες. Από την εποχή ακόμα της Γαλλικής Επανάστασης οι ανισότητες έχουν θεωρηθεί ως διχαστικές και κοινωνικά διαβρωτικές.
Οι απολογητές του Νεοφιλελευθερισμού αποδίδουν αυτές τις επικρίσεις σε κάποιου είδους λαϊκισμό που αρέσκεται να χαϊδεύει τ' αυτιά του λαουτζίκου για την προσπόριση πολιτικού οφέλους, σε ιδεολογική προσκόλληση σε παρωχημένες σοσιαλιστικές αντιλήψεις, που έχουν ηττηθεί οριστικά, ή και σ' έναν στείρο συναισθηματισμό, που μας εμποδίζει τάχα να δούμε την πραγματικότητα με ματιά αντικειμενική. Απορρίπτουν έτσι τούτες τις αιτιάσεις ως ανορθολογικές κι επιχειρηματολογούν ότι η συσσώρευση όλο και περισσότερου πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, αποτελεί κάτι σαν φυσικό δίκαιο, το δίκαιο του ισχυρού, που με κάποιον μαγικό τρόπο ωφελεί τελικά τις κοινωνίες.
Είναι όμως τόσο απλά και ξάστερα τα πράματα, όπως ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός και η θεολογία της απεριόριστης ανάπτυξης θέλουν να τα εμφανίζουν; Αποτελεί πράγματι το αίτημα για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και της ισχύος, έναν συναισθηματικό ανορθολογισμό, μια απλή διαισθητική αντίληψη; Και το κυριότερο απ' όλα, ποιες είναι οι αντικειμενικές συνέπειες της αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας;
Ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον, ερευνητής της δημόσιας υγείας και καθηγητής Κοινωνικής Επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, μελέτησε επί δεκαετίες τις κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών ανισοτήτων στις δυτικές κοινωνίες. Στο βιβλίο Το Πνευματικό Επίπεδο, το οποίο συνέγραψε μαζί με την Κέητ Πίκετ, παρουσιάζει έναν μεγάλο όγκο επιστημονικών αποδείξεων, σχετικών με τα ερωτήματα που έχουμε θέσει.
Το πιο αναπάντεχο και παράδοξο στοιχείο που καταδεικνύεται από την έρευνα, είναι ότι η κοινωνική ευημερία δεν εξαρτάται καθόλου από το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μια χώρα, σε όλους τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για ν' απεικονίσουν την κοινωνική παθολογία, μεμονωμένοι ή συνδυαστικά. Αυτό που παίζει κρίσιμο ρόλο είναι λοιπόν όχι το πόσο πλούσια είναι μια χώρα, αλλά το πόσο δίκαια έχει αυτή μοιράσει τον πλούτο μεταξύ των πολιτών της.
Η εξήγηση γι' αυτό το φαινόμενο, είναι ότι στην πραγματικότητα ο πλούτος, η κοινωνική θέση, μέσα σε μια κοινωνία δεν αποτελεί απόλυτο μέγεθος, αλλά σχετικό κι ορίζεται βάσει αυτών που κατέχει ο καθένας από εμάς, αναλογικά με αυτά που διαθέτουν οι άλλοι. Όταν μιλάμε για κοινωνικό στάτους βλέπουμε τον καθένα σε σχέση με τους υπόλοιπους και το μέγεθος των χασμάτων μεταξύ μας.
Όμως τι συμβαίνει όταν οι ανισότητες διευρύνονται ή συμπιέζονται, όταν οι διαφορές στο εισόδημα γίνονται μεγαλύτερες ή μικρότερες; Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα δεν είναι υποθετικά. Αντλήθηκαν από τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα και αφορούν τις πλούσιες αναπτυγμένες δημοκρατίες της ελεύθερης αγοράς (βάλτε σε εισαγωγικά οποιαδήποτε από τις προηγούμενες λέξεις προτιμάτε).
Το μέτρο των ανισοτήτων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, ήταν πόσο πλουσιότεροι είναι εκείνοι που βρίσκονται στο ανώτερο εισοδηματικό 20%, από εκείνους στο κατώτερο 20% κάθε χώρας. Στις χώρες με μεγαλύτερη ισότητα -Ιαπωνία, Σκανδιναβικές χώρες- το ανώτερο 20% είναι τρισήμισι με τέσσερις φορές πλουσιότεροι από το κατώτερο 20%, ενώ στις πιο άνισες απ' αυτές -Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ποργογαλία, Σιγκαπούρη- τούτες οι διαφορές φτάνουν στο διπλάσιο. Ας σημειώσουμε ότι το μέτρο σύγκρισης των ανισοτήτων θα πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα μετριοπαθές, αν αναλογιστούμε ότι περίπου το 2% της ανώτερης κατηγορίας, είναι πολύ πλουσιότερο ακόμα κι απ' το κατώτερο 2% της ίδιας κατηγορίας, των πλουσίων, πόσο μάλλον από τους φτωχότερους της κατηγορίας των φτωχών.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις επιπτώσεις που έχει αυτό στις κοινωνίες.
Συνέχεια
http://anemosantistasis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_689.html
Οι απολογητές του Νεοφιλελευθερισμού αποδίδουν αυτές τις επικρίσεις σε κάποιου είδους λαϊκισμό που αρέσκεται να χαϊδεύει τ' αυτιά του λαουτζίκου για την προσπόριση πολιτικού οφέλους, σε ιδεολογική προσκόλληση σε παρωχημένες σοσιαλιστικές αντιλήψεις, που έχουν ηττηθεί οριστικά, ή και σ' έναν στείρο συναισθηματισμό, που μας εμποδίζει τάχα να δούμε την πραγματικότητα με ματιά αντικειμενική. Απορρίπτουν έτσι τούτες τις αιτιάσεις ως ανορθολογικές κι επιχειρηματολογούν ότι η συσσώρευση όλο και περισσότερου πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, αποτελεί κάτι σαν φυσικό δίκαιο, το δίκαιο του ισχυρού, που με κάποιον μαγικό τρόπο ωφελεί τελικά τις κοινωνίες.
Είναι όμως τόσο απλά και ξάστερα τα πράματα, όπως ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός και η θεολογία της απεριόριστης ανάπτυξης θέλουν να τα εμφανίζουν; Αποτελεί πράγματι το αίτημα για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και της ισχύος, έναν συναισθηματικό ανορθολογισμό, μια απλή διαισθητική αντίληψη; Και το κυριότερο απ' όλα, ποιες είναι οι αντικειμενικές συνέπειες της αύξησης των οικονομικών ανισοτήτων, μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας;
Ο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον, ερευνητής της δημόσιας υγείας και καθηγητής Κοινωνικής Επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, μελέτησε επί δεκαετίες τις κοινωνικές επιπτώσεις των οικονομικών ανισοτήτων στις δυτικές κοινωνίες. Στο βιβλίο Το Πνευματικό Επίπεδο, το οποίο συνέγραψε μαζί με την Κέητ Πίκετ, παρουσιάζει έναν μεγάλο όγκο επιστημονικών αποδείξεων, σχετικών με τα ερωτήματα που έχουμε θέσει.
Το πιο αναπάντεχο και παράδοξο στοιχείο που καταδεικνύεται από την έρευνα, είναι ότι η κοινωνική ευημερία δεν εξαρτάται καθόλου από το κατά κεφαλήν εισόδημα σε μια χώρα, σε όλους τους δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για ν' απεικονίσουν την κοινωνική παθολογία, μεμονωμένοι ή συνδυαστικά. Αυτό που παίζει κρίσιμο ρόλο είναι λοιπόν όχι το πόσο πλούσια είναι μια χώρα, αλλά το πόσο δίκαια έχει αυτή μοιράσει τον πλούτο μεταξύ των πολιτών της.
Η εξήγηση γι' αυτό το φαινόμενο, είναι ότι στην πραγματικότητα ο πλούτος, η κοινωνική θέση, μέσα σε μια κοινωνία δεν αποτελεί απόλυτο μέγεθος, αλλά σχετικό κι ορίζεται βάσει αυτών που κατέχει ο καθένας από εμάς, αναλογικά με αυτά που διαθέτουν οι άλλοι. Όταν μιλάμε για κοινωνικό στάτους βλέπουμε τον καθένα σε σχέση με τους υπόλοιπους και το μέγεθος των χασμάτων μεταξύ μας.
Όμως τι συμβαίνει όταν οι ανισότητες διευρύνονται ή συμπιέζονται, όταν οι διαφορές στο εισόδημα γίνονται μεγαλύτερες ή μικρότερες; Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα δεν είναι υποθετικά. Αντλήθηκαν από τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα και αφορούν τις πλούσιες αναπτυγμένες δημοκρατίες της ελεύθερης αγοράς (βάλτε σε εισαγωγικά οποιαδήποτε από τις προηγούμενες λέξεις προτιμάτε).
Το μέτρο των ανισοτήτων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε, ήταν πόσο πλουσιότεροι είναι εκείνοι που βρίσκονται στο ανώτερο εισοδηματικό 20%, από εκείνους στο κατώτερο 20% κάθε χώρας. Στις χώρες με μεγαλύτερη ισότητα -Ιαπωνία, Σκανδιναβικές χώρες- το ανώτερο 20% είναι τρισήμισι με τέσσερις φορές πλουσιότεροι από το κατώτερο 20%, ενώ στις πιο άνισες απ' αυτές -Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ποργογαλία, Σιγκαπούρη- τούτες οι διαφορές φτάνουν στο διπλάσιο. Ας σημειώσουμε ότι το μέτρο σύγκρισης των ανισοτήτων θα πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα μετριοπαθές, αν αναλογιστούμε ότι περίπου το 2% της ανώτερης κατηγορίας, είναι πολύ πλουσιότερο ακόμα κι απ' το κατώτερο 2% της ίδιας κατηγορίας, των πλουσίων, πόσο μάλλον από τους φτωχότερους της κατηγορίας των φτωχών.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις επιπτώσεις που έχει αυτό στις κοινωνίες.
Συνέχεια
http://anemosantistasis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_689.html
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Oι ιδιαιτερότητες απογειώνουν την τέχνη της ψυχής
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ