2017-10-13 13:57:06
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει κάποιον όταν διαβάζει το «Η Βουή και η Μανία» είναι η τεχνική του ιδιορρυθμία. Για ποιο λόγο ο Φώκνερ έχει κατακερματίσει το χρόνο της ιστορίας του ανακατεύοντας τα κομμάτια; Για ποιο λόγο το πρώτο παράθυρο με θέα σε αυτόν τον μυθιστορηματικό κόσμο είναι της συνείδησης ενός χαζού; Ο αναγνώστης μπαίνει σε πειρασμό να αναζητήσει σημεία-οδηγούς και να επανακαθορίσει ο ίδιος τη χρονολογική σειρά:
«Ο Τζέισον και η Κάρολαϊν Κόμπσον απέκτησαν τρεις γιους και μία κόρη. Η κόρη, η Κάνπ, δόθηκε στον ΝτάλτονΈιμις κι έμεινε έγκυος. Αναγκασμένη να βρει άμεσα σύζυγο…»
Εδώ ο αναγνώστης σταματά αφού συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας διηγείται μία άλλη ιστορία. Ο Φώκνερ δεν συνέλαβε αρχικά μία γραμμική υπόθεση για να την ανακατέψει εκ των υστέρων σαν τράπουλα· δεν υπήρχε άλλος τρόπος να την πει. Στο κλασικό μυθιστόρημα, η δράση προϋποθέτει μία κεντρική επιπλοκή· για παράδειγμα, η δολοφονία του γέρου Καραμαζόφ
. Όμως αναζητούμε μάταια μία τέτοια επιπλοκή στο «Η Βουή και η Μανία». Είναι ο ευνουχισμός του Μπέντζι ή η οικτρή ερωτική περιπέτεια της Κάντι ή η αυτοκτονία του Κουέντιν ή το μίσος του Τζέισον για την ανιψιό του; Μόλις αρχίζουμε να κοιτάμε ένα επεισόδιο, αυτό ανοίγει αποκαλύπτοντας άλλα επεισόδια, όλα τα άλλα επεισόδια. Τίποτα δεν συμβαίνει· η ιστορία δεν ξεδιπλώνεται· την ανακαλύπτουμε κάτω από κάθε λέξη, σαν άσεμνη και εμφρακτική παρουσία, περισσότερο ή λιγότερο συμπυκνωμένη, ανάλογα την περίπτωση, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτές τις ασυμμετρίες ως αναίτιες ασκήσεις δεξιοτεχνίας. Η μυθιστορηματική τεχνική συνδέεται πάντοτε με τη μεταφυσική του συγγραφέα. Σκοπός του κριτικού είναι να ορίσει τη δεύτερη πριν αξιολογήσει την πρώτη.
Είναι καταφανές ότι η μεταφυσική του Φώκνερ είναι η μεταφυσική του χρόνου. Η δυστυχία του ανθρώπου έγκειται στη δέσμευσή του με το χρόνο. Αυτό είναι το πραγματικό θέμα του βιβλίου. Και αν η τεχνική που έχει υιοθετήσει ο Φώκνερ φαντάζει αρχικά να απαρνείται την προσωρινότητα, ο λόγος είναι ότι συγχέουμε την προσωρινότητα με τη χρονολογική σειρά. Ο άνθρωπος ήταν που εφηύρε τις ημερομηνίες και τα ρολόγια. Προκειμένου να φτάσουμε στον πραγματικό χρόνο, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε αυτή την επινοημένη μέτρηση που δεν μετράει απολύτως τίποτα .Έτσι, η κίνηση του Κουέντιν να σπάσει το ρολόι του έχει συμβολική αξία· μας επιτρέπει την πρόσβαση στο χρόνο δίχως ρολόγια. Ο χρόνος του Μπέντζι, του χαζού, που δεν ξέρει πώς να διαβάζει την ώρα, επίσης στερείται ρολογιών.
Αυτό λοιπόν που μας αποκαλύπτεται είναι το παρόν και όχι το ιδανικό όριο που η θέση του οριοθετείται ξεκάθαρα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Το παρόν του Φώκνερ είναι ουσιαστικά καταστροφικό. Το γεγονός είναι εκείνο που μας πλησιάζει αθόρυβα σαν κλέφτης, τεράστιο, αδιανόητο – που μας πλησιάζει αθόρυβα κι έπειτα εξαφανίζεται. Πέρα από τον παρόντα χρόνο δεν υπάρχει τίποτα, αφού το μέλλον δεν υπάρχει. Το παρόν μας ανυψώνει από πηγές που μας είναι άγνωστες και απομακρύνει ένα άλλο παρόν· διαρκώς ξεκινάει από την αρχή. Όπως ο Ντος Πόσος, αλλά πολύ πιο διακριτικά, ο Φώκνερ αναπτύσσει τη διήγησή του προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Οι ίδιες οι ενέργειες, ακόμα και όταν εξετάζονται από αυτούς που τις κάνουν, εκρήγνυνται και σκορπίζουν μόλις εισέλθουν στο παρόν.
Το παρελθόν προσλαμβάνει μία διάσταση υπερπραγματικότητας· το περίγραμμά του είναι έντονο και καθαρό, αναλλοίωτο. Το παρόν, ανώνυμο και παροδικό, είναι ανήμπορο μπροστά του. Είναι γεμάτο κενά και, μέσα από αυτά τα κενά, πράγματα από το παρελθόν, καθορισμένα, ακίνητα και σιωπηλά σαν δικαστές ή βλέμματα, έρχονται και εισβάλλουν. Οι μονόλογοι του Φώκνερ φέρνουν στο μυαλό αεροπορικές πτήσεις γεμάτες κενά αέρος. Σε κάθε κενό, η συνείδηση του ήρωα βυθίζεται στο παρελθόν κι έπειτα ξεπροβάλλει μόνο και μόνο για να βυθιστεί ξανά. Στο «Σαρτόρις», το παρελθόν ονομαζόταν «οι ιστορίες» επειδή αποτελούσε ζήτημα των οικογενειακών αναμνήσεων που ήταν κατασκευασμένες, καθώς ο Φώκνερ δεν είχε βρει ακόμα την τεχνική του. Στο «Η Βουή και η Μανία» είναι πιο ανεξάρτητος και πιο αναποφάσιστος. Όμως η εμμονή του είναι τόσο έντονη ώστε ο Φώκνερ τείνει κατά στιγμές να μεταμφιέζει το παρόν, και το παρόν κινείται στη σκιά, σαν υπόγειο ποτάμι, και επανεμφανίζεται μόνο όταν αποτελεί πλέον παρελθόν. Όταν ο Κουέντιν προσβάλει τον Μπλαντ δεν αντιλαμβάνεται καν ότι το κάνει-ξαναζεί τη διένεξή του με τον Ντάλτον Ειμις.
Και όταν ο Μπλαντ του ρίχνει γροθιά στη μύτη, ο καβγάς αυτός σκεπάζεται και χάνεται κάτω από τον προηγούμενο καβγά του Κουέντιν με τον ‘Ειμις. Αργότερα, ο Σριβ αφηγείται πώς ο Μπλαντ χτύπησε τον Κουέντιν- αφηγείται αυτήν τη σκηνή επειδή αποτελεί παρελθόν, όμως ενώ εξελισσόταν στο παρόν δεν αποτελούσε παρά μία φευγαλέα κίνηση, καλυμμένη από ένα σωρό πέπλα. Κάποιος μου είπε κάποτε για έναν επιτηρητή που έπασχε από γεροντική άνοια. Η μνήμη του είχε σταματήσει σαν χαλασμένο ρολόι- είχε κολλήσει στο τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του. Εκείνος ήταν εξήντα αλλά δεν το ήξερε. Η τελευταία του ανάμνηση ήταν από μια αυλή σχολείου μ’ εκείνον να κάνει την καθημερινή του βόλτα .Έτσι λοιπόν ερμήνευε το παρόν του με όρους παρελθόντος, και τριγύριζε γύρω από το τραπέζι του πεπεισμένος ότι επιτηρούσε μαθητές την ώρα του διαλείμματος.
Οι χαρακτήρες του Φώκνερ είναι κάπως έτσι, απλώς χειρότεροι, αφού το παρελθόν τους, αν και σε τάξη, δεν έχει τη μορφή της χρονολογικής σειράς. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σύνολο συναισθηματικών αστερισμών. Γύρω από ορισμένα βασικά θέματα (την εγκυμοσύνη της Κάντι, τον ευνουχισμό του Μπέντζι, την αυτοκτονία του Κουέντιν) συρρέουν αμέτρητοι σιωπηλοί όγκοι. Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε πως όταν το παρόν γίνεται παρελθόν αποτελεί την εντονότερη ανάμνησή μας. Η μεταμόρφωσή του μπορεί να προκαλέσει τη βύθισή του στον πάτο της μνήμης μας, ενώ είναι εξίσου πιθανό να επιπλεύσει στην επιφάνειά της. Μόνο η πυκνότητά του και το δραματικό νόημα της ζωής μας μπορούν να καθορίσουν σε ποιο επίπεδο θα παραμείνει.
Τέτοια είναι η φύση του χρόνου στον Φώκνερ. Μήπως υπάρχει κάτι οικείο σε αυτό; Αυτό το άρρητο παρόν, που διαρρέει από κάθε ραφή, αυτές οι ξαφνικές εισβολές από το παρελθόν, αυτή η συναισθηματική διάταξη, το αντίθετο της εκούσιας και διανοητικής διάταξης που χαρακτηρίζει τη χρονολογική σειρά, αυτές οι αναμνήσεις, αυτές οι τερατώδεις και διακεκομμένες εμμονές – δεν θυμίζουν τον χαμένο και ξανακερδισμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ όχι ότι αγνοώ τις διαφορές των δύο· γνωρίζω για παράδειγμα ότι για τον Προυστ η σωτηρία βρίσκεται στον ίδιο το χρόνο, στην πλήρη επανεμφάνιση του παρελθόντος. Για τον Φώκνερ, αντίθετα, το παρελθόν δεν χάνεται ποτέ, δυστυχώς· είναι πάντοτε εκεί, είναι μία εμμονή. Ο χρόνος πρέπει να ξεχαστεί. Ακριβώς επειδή έχει ξεχύσει το χρόνο, ο κυνηγημένος νέγρος στο «Φως τον Αύγουστο» βιώνει αναπάντεχα την αλλόκοτη και φριχτή ευτυχία του.
Για να είμαστε ειλικρινείς, η μυθιστορηματική τεχνική του Προυστ θα έπρεπε να είναι του Φώκνερ. Ήταν η λογική κατάληξη της μεταφυσικής του .Όμως ο Φώκνερ είναι ένας άνθρωπος χαμένος κι επειδή ακριβώς αισθάνεται χαμένος παίρνει ρίσκα και οδηγεί τις σκέψεις τους στις πλέον ακραίες συνέπειες. Ο Προυστ είναι Γ άλλος και κλασικιστής. Οι Γάλλοι χάνουν μόλις ένα μικρό μέρος του εαυτού τους κάθε φορά και πάντοτε καταφέρνουν να το ξαναβρούν. Η ευφράδεια, η διανοητικότητα και μία προτίμηση στις ξεκάθαρες ιδέες ευθύνονταν που ο Προυστ διατήρησε τουλάχιστον μία φαινομενική χρονολογική σειρά .Ο βασικός λόγος αυτής της σχέσης βρίσκεται σε ένα γενικό λογοτεχνικό φαινόμενο.
Οι περισσότεροι από τους σπουδαίους σύγχρονους συγγραφείς, ο Προυτ, ο Τζόις, ο Ντος Πόσος, ο Φώκνερ, ο Γκιντ και η Βιρτζίνια Γουλφ, έχουν προσπαθήσει, καθένας με τον τρόπο του, να παραμορφώσουν το χρόνο. Ορισμένοι από αυτούς του έχουν στερήσει το παρελθόν και το μέλλον προκειμένου να τον περιορίσουν σε μία καθαρή παρόρμηση της στιγμής· άλλοι, όπως ο Ντος Πόσος, τον έχουν χρησιμοποιήσει ως μία νεκρή και κλειστή ανάμνηση. Ο Προυστ και ο Φώκνερ απλώς τον έχουν αποκεφαλίσει. Του έχουν στερήσει το μέλλον του, με άλλα λόγια, τη διάσταση των πράξεων και της ελευθερίας. Οι ήρωες του Προυστ δεν αναλαμβάνουν ποτέ οτιδήποτε. Φυσικά και κάνουν σχέδια αλλά τα σχέδιά τους παραμένουν κολλημένα μέσα τους και δεν προβάλλονται ως γέφυρα πέρα από το παρόν. Πρόκειται για ονειροπολήσεις που κατατροπώνονται από την πραγματικότητα. Όσο για τους ήρωες του Φώκνερ, δεν κοιτάνε ποτέ μπροστά. Κοιτούν προς τα πίσω. Η επερχόμενη αυτοκτονία που ρίχνει τη σκιά της στην τελευταία μέρα του Κουέντιν δεν αποτελεί θέμα επιλογής- ο Κουέντιν, ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν μπορεί να φανταστεί την πιθανότητα να μην αυτοκτονήσει. Η αυτοκτονία αποτελεί έναν ακίνητο τοίχο, ένα πράγμα που το προσεγγίζει πηγαίνοντας προς τα πίσω και το οποίο ούτε θέλει ούτε μπορεί να το διανοηθεί.
Δεν πρόκειται για εγχείρημα, αλλά για κάτι το μοιρολατρικό. Χάνοντας το στοιχείο της πιθανότητας, παύει να υφίσταται στο μέλλον. Είναι ήδη παρόν, και ολόκληρη η τεχνική του Φώκνερ στοχεύει να μας υποβάλει την ιδέα ότι οι μονόλογοι του Κουέντιν και ο τελευταίος του περίπατος αποτελούν ήδη την αυτοκτονία του. Αυτό, νομίζω, εξηγεί το ακόλουθο ενδιαφέρον παράδοξο: ο Κουέντιν σκέφτεται την τελευταία του μέρα σε χρόνο παρελθοντικό, λες και πρόκειται για ανάμνηση. Όμως αν ίσχυε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που οι τελευταίες σκέψεις του ήρωα σχεδόν συμπίπτουν με την έκρηξη της μνήμης του και τον αφανισμό της, ποιος είναι εκείνος που θυμάται; Η αναπόφευκτη απάντηση είναι πως η ικανότητα του συγγραφέα έγκειται στην επιλογή της παρούσας στιγμής από την οποία διηγείται το παρελθόν. Και ο Φώκνερ έχει επιλέξει την απειροελάχιστη στιγμή του θανάτου.
Ετσι λοιπόν, όταν η μνήμη του Κουέντιν αρχίζει να ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της, εκείνος είναι ήδη νεκρός. Όλη αυτή η επιδεξιότητα, και για να μιλήσουμε ειλικρινά, όλη αυτή η ψευδαίσθηση, σκοπό έχουν λοιπόν απλώς να υποκαταστήσουν τη διαίσθηση του μέλλοντος που απουσιάζει από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Αυτό εξηγεί τα πάντα, ιδιαίτερα τους χρονικούς παραλογισμούς- από τη στιγμή που το παρόν αποτελεί το αναπάντεχο, το άμορφο μπορεί να οριστεί μόνο μέσω μιας πληθώρας αναμνήσεων. Αν το μέλλον έχει υπόσταση, ο χρόνος μάς τραβάει από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον· όμως αν καταργήσεις το μέλλον, ο χρόνος δεν είναι πλέον κάτι που διαχωρίζει, κάτι που αποκόπτει το παρόν από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος περνά τη ζωή του παλεύοντας ενάντια στο χρόνο και ο χρόνος, σαν οξύ, κατατρώει τον άνθρωπο, τον κατατρώει από τον εαυτό του και τον εμποδίζει να ολοκληρωθεί ως χαρακτήρας. Τα πάντα είναι παράλογα.
Για ποιο λόγο ο Φώκνερ και τόσοι άλλοι συγγραφείς έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο παραλογισμό που είναι τόσο μη-μυθιστορηματικός και τόσο αναληθής; Πιστεύω ότι οφείλουμε να αναζητήσουμε τους λόγους στις κοινωνικές συνθήκες της τωρινής μας ζωής. Η απόγνωση του Φώκνερ μού δίνει την εντύπωση ότι προηγείται της μεταφυσικής του. Για εκείνον, όπως και για όλους μας, το μέλλον είναι κλειστό. Οτιδήποτε βλέπουμε και βιώνουμε μας παρακινεί να πούμε «δεν γίνεται να διαρκέσει για πολύ». Παρ’ όλ’ αυτά δεν διανοούμαστε καν την όποια αλλαγή, παρά μόνο αν έχει τη μορφή ενός κατακλυσμού. Ζούμε σε μία περίοδο ανέφικτων επαναστάσεων, και ο Φώκνερ χρησιμοποιεί την εκπληκτική τέχνη του για να περιγράφει την ασφυξία μας κι έναν κόσμο που πεθαίνει από γηρατειά. Μου αρέσει η τέχνη του, αλλά δεν πιστεύω στη μεταφυσική του. Ένα κλειστό μέλλον δεν παύει να είναι μέλλον.
Η απόγνωση του Φώκνερ μου δίνει την εντύπωση ότι προηγείται της μεταφυσικής του. Για εκείνον το μέλλον είναι κλειστό. Οτιδήποτε βιώνουμε μας παρακινεί να πούμε «δεν γίνεται να διαρκέσει για πολύ»
Ζαν-Πωλ Σαρτρ – κείμενο του 1955 Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης
Πηγή Tromaktiko
«Ο Τζέισον και η Κάρολαϊν Κόμπσον απέκτησαν τρεις γιους και μία κόρη. Η κόρη, η Κάνπ, δόθηκε στον ΝτάλτονΈιμις κι έμεινε έγκυος. Αναγκασμένη να βρει άμεσα σύζυγο…»
Εδώ ο αναγνώστης σταματά αφού συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας διηγείται μία άλλη ιστορία. Ο Φώκνερ δεν συνέλαβε αρχικά μία γραμμική υπόθεση για να την ανακατέψει εκ των υστέρων σαν τράπουλα· δεν υπήρχε άλλος τρόπος να την πει. Στο κλασικό μυθιστόρημα, η δράση προϋποθέτει μία κεντρική επιπλοκή· για παράδειγμα, η δολοφονία του γέρου Καραμαζόφ
Είναι καταφανές ότι η μεταφυσική του Φώκνερ είναι η μεταφυσική του χρόνου. Η δυστυχία του ανθρώπου έγκειται στη δέσμευσή του με το χρόνο. Αυτό είναι το πραγματικό θέμα του βιβλίου. Και αν η τεχνική που έχει υιοθετήσει ο Φώκνερ φαντάζει αρχικά να απαρνείται την προσωρινότητα, ο λόγος είναι ότι συγχέουμε την προσωρινότητα με τη χρονολογική σειρά. Ο άνθρωπος ήταν που εφηύρε τις ημερομηνίες και τα ρολόγια. Προκειμένου να φτάσουμε στον πραγματικό χρόνο, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε αυτή την επινοημένη μέτρηση που δεν μετράει απολύτως τίποτα .Έτσι, η κίνηση του Κουέντιν να σπάσει το ρολόι του έχει συμβολική αξία· μας επιτρέπει την πρόσβαση στο χρόνο δίχως ρολόγια. Ο χρόνος του Μπέντζι, του χαζού, που δεν ξέρει πώς να διαβάζει την ώρα, επίσης στερείται ρολογιών.
Αυτό λοιπόν που μας αποκαλύπτεται είναι το παρόν και όχι το ιδανικό όριο που η θέση του οριοθετείται ξεκάθαρα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Το παρόν του Φώκνερ είναι ουσιαστικά καταστροφικό. Το γεγονός είναι εκείνο που μας πλησιάζει αθόρυβα σαν κλέφτης, τεράστιο, αδιανόητο – που μας πλησιάζει αθόρυβα κι έπειτα εξαφανίζεται. Πέρα από τον παρόντα χρόνο δεν υπάρχει τίποτα, αφού το μέλλον δεν υπάρχει. Το παρόν μας ανυψώνει από πηγές που μας είναι άγνωστες και απομακρύνει ένα άλλο παρόν· διαρκώς ξεκινάει από την αρχή. Όπως ο Ντος Πόσος, αλλά πολύ πιο διακριτικά, ο Φώκνερ αναπτύσσει τη διήγησή του προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Οι ίδιες οι ενέργειες, ακόμα και όταν εξετάζονται από αυτούς που τις κάνουν, εκρήγνυνται και σκορπίζουν μόλις εισέλθουν στο παρόν.
Το παρελθόν προσλαμβάνει μία διάσταση υπερπραγματικότητας· το περίγραμμά του είναι έντονο και καθαρό, αναλλοίωτο. Το παρόν, ανώνυμο και παροδικό, είναι ανήμπορο μπροστά του. Είναι γεμάτο κενά και, μέσα από αυτά τα κενά, πράγματα από το παρελθόν, καθορισμένα, ακίνητα και σιωπηλά σαν δικαστές ή βλέμματα, έρχονται και εισβάλλουν. Οι μονόλογοι του Φώκνερ φέρνουν στο μυαλό αεροπορικές πτήσεις γεμάτες κενά αέρος. Σε κάθε κενό, η συνείδηση του ήρωα βυθίζεται στο παρελθόν κι έπειτα ξεπροβάλλει μόνο και μόνο για να βυθιστεί ξανά. Στο «Σαρτόρις», το παρελθόν ονομαζόταν «οι ιστορίες» επειδή αποτελούσε ζήτημα των οικογενειακών αναμνήσεων που ήταν κατασκευασμένες, καθώς ο Φώκνερ δεν είχε βρει ακόμα την τεχνική του. Στο «Η Βουή και η Μανία» είναι πιο ανεξάρτητος και πιο αναποφάσιστος. Όμως η εμμονή του είναι τόσο έντονη ώστε ο Φώκνερ τείνει κατά στιγμές να μεταμφιέζει το παρόν, και το παρόν κινείται στη σκιά, σαν υπόγειο ποτάμι, και επανεμφανίζεται μόνο όταν αποτελεί πλέον παρελθόν. Όταν ο Κουέντιν προσβάλει τον Μπλαντ δεν αντιλαμβάνεται καν ότι το κάνει-ξαναζεί τη διένεξή του με τον Ντάλτον Ειμις.
Και όταν ο Μπλαντ του ρίχνει γροθιά στη μύτη, ο καβγάς αυτός σκεπάζεται και χάνεται κάτω από τον προηγούμενο καβγά του Κουέντιν με τον ‘Ειμις. Αργότερα, ο Σριβ αφηγείται πώς ο Μπλαντ χτύπησε τον Κουέντιν- αφηγείται αυτήν τη σκηνή επειδή αποτελεί παρελθόν, όμως ενώ εξελισσόταν στο παρόν δεν αποτελούσε παρά μία φευγαλέα κίνηση, καλυμμένη από ένα σωρό πέπλα. Κάποιος μου είπε κάποτε για έναν επιτηρητή που έπασχε από γεροντική άνοια. Η μνήμη του είχε σταματήσει σαν χαλασμένο ρολόι- είχε κολλήσει στο τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του. Εκείνος ήταν εξήντα αλλά δεν το ήξερε. Η τελευταία του ανάμνηση ήταν από μια αυλή σχολείου μ’ εκείνον να κάνει την καθημερινή του βόλτα .Έτσι λοιπόν ερμήνευε το παρόν του με όρους παρελθόντος, και τριγύριζε γύρω από το τραπέζι του πεπεισμένος ότι επιτηρούσε μαθητές την ώρα του διαλείμματος.
Οι χαρακτήρες του Φώκνερ είναι κάπως έτσι, απλώς χειρότεροι, αφού το παρελθόν τους, αν και σε τάξη, δεν έχει τη μορφή της χρονολογικής σειράς. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σύνολο συναισθηματικών αστερισμών. Γύρω από ορισμένα βασικά θέματα (την εγκυμοσύνη της Κάντι, τον ευνουχισμό του Μπέντζι, την αυτοκτονία του Κουέντιν) συρρέουν αμέτρητοι σιωπηλοί όγκοι. Θα ήταν λάθος να σκεφτούμε πως όταν το παρόν γίνεται παρελθόν αποτελεί την εντονότερη ανάμνησή μας. Η μεταμόρφωσή του μπορεί να προκαλέσει τη βύθισή του στον πάτο της μνήμης μας, ενώ είναι εξίσου πιθανό να επιπλεύσει στην επιφάνειά της. Μόνο η πυκνότητά του και το δραματικό νόημα της ζωής μας μπορούν να καθορίσουν σε ποιο επίπεδο θα παραμείνει.
Τέτοια είναι η φύση του χρόνου στον Φώκνερ. Μήπως υπάρχει κάτι οικείο σε αυτό; Αυτό το άρρητο παρόν, που διαρρέει από κάθε ραφή, αυτές οι ξαφνικές εισβολές από το παρελθόν, αυτή η συναισθηματική διάταξη, το αντίθετο της εκούσιας και διανοητικής διάταξης που χαρακτηρίζει τη χρονολογική σειρά, αυτές οι αναμνήσεις, αυτές οι τερατώδεις και διακεκομμένες εμμονές – δεν θυμίζουν τον χαμένο και ξανακερδισμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ όχι ότι αγνοώ τις διαφορές των δύο· γνωρίζω για παράδειγμα ότι για τον Προυστ η σωτηρία βρίσκεται στον ίδιο το χρόνο, στην πλήρη επανεμφάνιση του παρελθόντος. Για τον Φώκνερ, αντίθετα, το παρελθόν δεν χάνεται ποτέ, δυστυχώς· είναι πάντοτε εκεί, είναι μία εμμονή. Ο χρόνος πρέπει να ξεχαστεί. Ακριβώς επειδή έχει ξεχύσει το χρόνο, ο κυνηγημένος νέγρος στο «Φως τον Αύγουστο» βιώνει αναπάντεχα την αλλόκοτη και φριχτή ευτυχία του.
Για να είμαστε ειλικρινείς, η μυθιστορηματική τεχνική του Προυστ θα έπρεπε να είναι του Φώκνερ. Ήταν η λογική κατάληξη της μεταφυσικής του .Όμως ο Φώκνερ είναι ένας άνθρωπος χαμένος κι επειδή ακριβώς αισθάνεται χαμένος παίρνει ρίσκα και οδηγεί τις σκέψεις τους στις πλέον ακραίες συνέπειες. Ο Προυστ είναι Γ άλλος και κλασικιστής. Οι Γάλλοι χάνουν μόλις ένα μικρό μέρος του εαυτού τους κάθε φορά και πάντοτε καταφέρνουν να το ξαναβρούν. Η ευφράδεια, η διανοητικότητα και μία προτίμηση στις ξεκάθαρες ιδέες ευθύνονταν που ο Προυστ διατήρησε τουλάχιστον μία φαινομενική χρονολογική σειρά .Ο βασικός λόγος αυτής της σχέσης βρίσκεται σε ένα γενικό λογοτεχνικό φαινόμενο.
Οι περισσότεροι από τους σπουδαίους σύγχρονους συγγραφείς, ο Προυτ, ο Τζόις, ο Ντος Πόσος, ο Φώκνερ, ο Γκιντ και η Βιρτζίνια Γουλφ, έχουν προσπαθήσει, καθένας με τον τρόπο του, να παραμορφώσουν το χρόνο. Ορισμένοι από αυτούς του έχουν στερήσει το παρελθόν και το μέλλον προκειμένου να τον περιορίσουν σε μία καθαρή παρόρμηση της στιγμής· άλλοι, όπως ο Ντος Πόσος, τον έχουν χρησιμοποιήσει ως μία νεκρή και κλειστή ανάμνηση. Ο Προυστ και ο Φώκνερ απλώς τον έχουν αποκεφαλίσει. Του έχουν στερήσει το μέλλον του, με άλλα λόγια, τη διάσταση των πράξεων και της ελευθερίας. Οι ήρωες του Προυστ δεν αναλαμβάνουν ποτέ οτιδήποτε. Φυσικά και κάνουν σχέδια αλλά τα σχέδιά τους παραμένουν κολλημένα μέσα τους και δεν προβάλλονται ως γέφυρα πέρα από το παρόν. Πρόκειται για ονειροπολήσεις που κατατροπώνονται από την πραγματικότητα. Όσο για τους ήρωες του Φώκνερ, δεν κοιτάνε ποτέ μπροστά. Κοιτούν προς τα πίσω. Η επερχόμενη αυτοκτονία που ρίχνει τη σκιά της στην τελευταία μέρα του Κουέντιν δεν αποτελεί θέμα επιλογής- ο Κουέντιν, ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν μπορεί να φανταστεί την πιθανότητα να μην αυτοκτονήσει. Η αυτοκτονία αποτελεί έναν ακίνητο τοίχο, ένα πράγμα που το προσεγγίζει πηγαίνοντας προς τα πίσω και το οποίο ούτε θέλει ούτε μπορεί να το διανοηθεί.
Δεν πρόκειται για εγχείρημα, αλλά για κάτι το μοιρολατρικό. Χάνοντας το στοιχείο της πιθανότητας, παύει να υφίσταται στο μέλλον. Είναι ήδη παρόν, και ολόκληρη η τεχνική του Φώκνερ στοχεύει να μας υποβάλει την ιδέα ότι οι μονόλογοι του Κουέντιν και ο τελευταίος του περίπατος αποτελούν ήδη την αυτοκτονία του. Αυτό, νομίζω, εξηγεί το ακόλουθο ενδιαφέρον παράδοξο: ο Κουέντιν σκέφτεται την τελευταία του μέρα σε χρόνο παρελθοντικό, λες και πρόκειται για ανάμνηση. Όμως αν ίσχυε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που οι τελευταίες σκέψεις του ήρωα σχεδόν συμπίπτουν με την έκρηξη της μνήμης του και τον αφανισμό της, ποιος είναι εκείνος που θυμάται; Η αναπόφευκτη απάντηση είναι πως η ικανότητα του συγγραφέα έγκειται στην επιλογή της παρούσας στιγμής από την οποία διηγείται το παρελθόν. Και ο Φώκνερ έχει επιλέξει την απειροελάχιστη στιγμή του θανάτου.
Ετσι λοιπόν, όταν η μνήμη του Κουέντιν αρχίζει να ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της, εκείνος είναι ήδη νεκρός. Όλη αυτή η επιδεξιότητα, και για να μιλήσουμε ειλικρινά, όλη αυτή η ψευδαίσθηση, σκοπό έχουν λοιπόν απλώς να υποκαταστήσουν τη διαίσθηση του μέλλοντος που απουσιάζει από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Αυτό εξηγεί τα πάντα, ιδιαίτερα τους χρονικούς παραλογισμούς- από τη στιγμή που το παρόν αποτελεί το αναπάντεχο, το άμορφο μπορεί να οριστεί μόνο μέσω μιας πληθώρας αναμνήσεων. Αν το μέλλον έχει υπόσταση, ο χρόνος μάς τραβάει από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον· όμως αν καταργήσεις το μέλλον, ο χρόνος δεν είναι πλέον κάτι που διαχωρίζει, κάτι που αποκόπτει το παρόν από τον εαυτό του. Ο άνθρωπος περνά τη ζωή του παλεύοντας ενάντια στο χρόνο και ο χρόνος, σαν οξύ, κατατρώει τον άνθρωπο, τον κατατρώει από τον εαυτό του και τον εμποδίζει να ολοκληρωθεί ως χαρακτήρας. Τα πάντα είναι παράλογα.
Για ποιο λόγο ο Φώκνερ και τόσοι άλλοι συγγραφείς έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο παραλογισμό που είναι τόσο μη-μυθιστορηματικός και τόσο αναληθής; Πιστεύω ότι οφείλουμε να αναζητήσουμε τους λόγους στις κοινωνικές συνθήκες της τωρινής μας ζωής. Η απόγνωση του Φώκνερ μού δίνει την εντύπωση ότι προηγείται της μεταφυσικής του. Για εκείνον, όπως και για όλους μας, το μέλλον είναι κλειστό. Οτιδήποτε βλέπουμε και βιώνουμε μας παρακινεί να πούμε «δεν γίνεται να διαρκέσει για πολύ». Παρ’ όλ’ αυτά δεν διανοούμαστε καν την όποια αλλαγή, παρά μόνο αν έχει τη μορφή ενός κατακλυσμού. Ζούμε σε μία περίοδο ανέφικτων επαναστάσεων, και ο Φώκνερ χρησιμοποιεί την εκπληκτική τέχνη του για να περιγράφει την ασφυξία μας κι έναν κόσμο που πεθαίνει από γηρατειά. Μου αρέσει η τέχνη του, αλλά δεν πιστεύω στη μεταφυσική του. Ένα κλειστό μέλλον δεν παύει να είναι μέλλον.
Η απόγνωση του Φώκνερ μου δίνει την εντύπωση ότι προηγείται της μεταφυσικής του. Για εκείνον το μέλλον είναι κλειστό. Οτιδήποτε βιώνουμε μας παρακινεί να πούμε «δεν γίνεται να διαρκέσει για πολύ»
Ζαν-Πωλ Σαρτρ – κείμενο του 1955 Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνταγή από την αρχαία Σπάρτη που δυναμώνει τα οστά!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ