2017-11-18 08:28:51
Έχω την ταπεινή γνώμη ότι πρέπει να αρχίσουμε βασικά από το τι είναι η πίστη μας. Νομίζω ότι δεν ξέρουμε τι πιστεύουμε –δεν ξέρω αν εξαιρείται κανείς· χωλαίνουμε πάρα πολύ στο θέμα της πίστεως, πιστεύουμε απλώς θεωρητικά.
Δεν μπορεί να αποδοκιμάσει ή να απορρίψει κανείς την ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει ούτως ή άλλως· αυτό το δέχονται οι περισσότεροι. Νομίζω όμως ότι λίγο τα θαλασσώνουμε, όσον αφορά την πίστη με την έννοια της αναφοράς, της εμπιστοσύνης μας στον Θεό και της ανάθεσης της ζωής μας στα χέρια και στη χάρη του Θεού.
Πρώτα, νομίζω, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός μας, ο πλάστης μας, και εμείς είμαστε τα πλάσματά του. Και ένας Πατέρας-δημιουργός σε καμιά περίπτωση δεν θα εγκαταλείψει τα πλάσματά του. Αυτό, νομίζω, δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, γι’ αυτό και έχουμε μέσα μας πάρα πολύ μεγάλο άγχος, πολύ μεγάλο προβληματισμό, πολύ μεγάλη ανησυχία, δεν ξέρουμε τι πιστεύουμε, και αναρωτιόμαστε: «Τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πώς θα τα βγάλουμε πέρα;», σε όλα τα θέματα και σε όλα τα επίπεδα
. Εδώ ακριβώς κάνουμε το μεγάλο λάθος, που είναι η έλλειψη της πίστεως εκ μέρους μας. Δεν πιστεύουμε δηλαδή ότι ο Θεός μας είναι Θεός αγάπης, είναι Θεός που ασχολείται με το πλάσμα του τον άνθρωπο και θέλει πάρα πολύ να τον βοηθήσει, θέλει πάρα πολύ να τον θεραπεύσει.
Η ψυχή μας είναι πολύ άρρωστη –δεν ξέρω κατά πόσο το έχουμε συνειδητοποιήσει όλοι· θέλει θεραπεία, χρειάζεται να γιατρευτεί. Και ενώ έπρεπε να στρέψουμε όλα τα δυνατά μας, όλη τη δραστηριότητά μας προς αυτή την κατεύθυνση, πώς δηλαδή θα θεραπευτεί η ψυχή μας, το ξεχνούμε αυτό τελείως και σαν να μη μας νοιάζει, σαν να μη μας απασχολεί η άλλη ζωή. Ξέρετε, αν μας απασχολούσε, πόσο θα μπορούσαμε και σ’ αυτή τη ζωή να είμαστε συμφιλιωμένοι και πάρα πολύ τακτοποιημένοι, ακόμη και έτσι όπως είμαστε, μέσα στις δυσκολίες, μέσα στους πειρασμούς, μέσα στα βάσανά μας; Θα είχαν άλλο νόημα τότε όλα αυτά τα μη ευχάριστα και τα μη καλά που συμβαίνουν.
Δυστυχώς, από ό,τι έχουμε εντοπίσει, όλο αυτό το κοσμικό πνεύμα που διαχέεται σε όλη την ατμόσφαιρα και σε όλα τα επίπεδα των ανθρώπων, είναι αυτό το πνεύμα του βολέματος, το πώς δηλαδή θα περάσουμε καλά. Αν εξετάσετε, θα δείτε ότι όλο το σκεπτικό μας, όλες οι ενέργειές μας έχουν κέντρο την ευχαρίστηση. Και κάθε αμαρτία είναι ευχαρίστηση. Να το ξέρετε.
Και για να κλείσουμε το θέμα της πίστεως (ή μάλλον για να το αρχίσουμε), ναι, δεν πιστεύουμε αληθινά, γιατί –έχω την ταπεινή γνώμη– δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πόση αμαρτία έχουμε μέσα μας, πόση αχρειότητα και πόση αμαρτωλότητα υπάρχει στην ψυχή μας. Αν το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό, αν γνωρίζαμε δηλαδή τι κακό έκανε μέσα στην ψυχή μας η αμαρτία, και ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις είναι απόρροια και συνέπεια αυτής της αμαρτωλής καταστάσεως, τότε θα πιανόμασταν λίγο από τον Θεό, καθώς θα βλέπαμε ότι δεν μπορούμε μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα.
Κάτι πρέπει να κάνουμε, και αυτό είναι να εμπιστευτούμε απολύτως την αγάπη του Θεού. Αν το κάναμε αυτό, θα γνωρίζαμε πολύ καλά ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αλλά καθώς δεν μας απασχολεί αυτό το θέμα, όλα τα παθαίνουμε, γιατί επικεντρώνουμε το πρόβλημα έξω από τον εαυτό μας· εμείς είμαστε τελείως ανεύθυνοι και όλα τα προβλήματα μας τα προκαλούν κάποιοι άλλοι. Όλοι φταίνε εκτός από μας· το έχετε εντοπίσει αυτό; Εγώ προσωπικά δεν βρήκα ακόμη άνθρωπο να ομολογεί το λάθος του και να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του και των λόγων του· πάντα φταίει κάποιος άλλος. «Αν δεν με τσιγκλούσε ο άλλος, αν δεν με πείραζε ο άλλος, αν δεν μου έλεγε αυτόν τον λόγο ο άλλος, εγώ δεν είχα κανένα λόγο ούτε να ερεθιστώ ούτε να εκνευριστώ ούτε, τέλος πάντων, να συμπεριφερθώ όπως συμπεριφέρθηκα».
Χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, ζει μέσα σε μια μόνιμη αυτοδικαίωση, προσπαθεί δηλαδή τον εαυτό του να τον έχει πάνω από τους άλλους, ότι αυτός είναι τελείως άμεμπτος, και όλο το κακό προέρχεται από τους άλλους. Έχουμε δηλαδή την εντύπωση ότι, αν έλειπαν οι άλλοι, εμείς θα ήμασταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα· και δεν καταλαβαίνουμε ότι ευτυχώς που υπάρχουν οι άλλοι και είναι αυτοί που, καθώς μας ανακαλούν στην τάξη, μας ταρακουνούν και καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά μέσα μας.
Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε από το θέμα της πίστεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στις «Ευχαριστίες» του λέει ότι δεν πρόλαβε ακόμη να κάνει τίποτε στη ζωή του, ούτε να ταπεινωθεί. «Μόνο πίστεψα», έλεγε εκεί ο άγιος.
Διάβασε ο άγιος το βιβλίο του αββά Μάρκου του ασκητού, που του είχε δώσει ο πνευματικός του, και πρόσεξε τη φράση: «Ζητών ωφέλειαν επιμέλησαι της συνειδήσεως και όσα λέγει ποίησον και ευρήσεις ωφέλειαν». Και το πήρε αυτό τοις μετρητοίς και αυτό έκανε. Δηλαδή, καθώς προσευχόταν, πριν πάει να κοιμηθεί, και η συνείδησή του τον πληροφορούσε ότι έχει ακόμη περιθώριο να προσευχηθεί, συνέχιζε να προσεύχεται.
Προσευχόταν, προσευχόταν, και μια μέρα έφτασε να προσεύχεται μέχρι το πρωί που γέμισε το δωμάτιο όλο από χάρη Θεού, από φως Χριστού, γιατί ακριβώς οι εμπειρίες αυτές ήταν αποτέλεσμα της υπακοής που είχε κάνει και της πίστεως που έδειξε· το πήρε τοις μετρητοίς. Βέβαια, μετά δεν τον άφησε σ’ αυτή την κατάσταση της χάριτος ο Θεός, γιατί όλοι πρέπει να πειραστούμε, και όλοι οι άγιοι δεν γεννήθηκαν άγιοι· και αυτοί πέρασαν πάρα πολλούς πειρασμούς, πολλές δυσκολίες, εκεί δοκιμάστηκε η πίστη τους, γι’ αυτό μας άφησαν τα βιώματά τους ως πείρα της Εκκλησίας, για να μπορούμε και εμείς ανάλογα να βαδίζουμε στα ίχνη τους. Και μετά, λέει, αφού πίστεψε τόσο πολύ και απέκτησε όλες αυτές τις εμπειρίες της αλήθειας (και φυσικά το Φως του Χριστού φέρνει την αλήθεια μέσα από τον Θεό), μετά γεννήθηκε η ελπίδα.
Και φύτεψε, λέει, ο άγιος την ελπίδα στο δέντρο της πίστεως, σαν να ήταν η πίστη μια γλάστρα και μέσα εκεί φύτεψε την ελπίδα. Αλλά η ελπίδα για να αυξηθεί, έπρεπε να ποτιστεί, και ποτίστηκε με τη μετάνοια και τα δάκρυά του. Αυτά τα γράφει ο ίδιος εκεί στη δεύτερη «Ευχαριστία». Η μετάνοια δηλαδή σαν να ήταν το νεράκι το δροσερό που αύξησε την ελπίδα· γιατί σε όποιον πιστεύει, ξέρετε, χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ελπίδα. Δεν μπορεί να πιστεύει κανείς και να είναι βουλιαγμένος στην απελπισία του και στη μελαγχολία του· αυτός πιστεύει στον εαυτό του μόνο. Αδιαφορεί για την ύπαρξη του Θεού, αδιαφορεί για την αγάπη του Θεού και πάει, ο καημένος, να τα βγάλει μόνος του πέρα· και καθώς προσπαθεί, προσπαθεί και δεν καταφέρνει τίποτε, στο τέλος μελαγχολεί και βουλιάζει.
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της ελλείψεως της πίστεως, ενώ όποιος έχει πίστη, ελπίζει, ελπίζει, γιατί ο Θεός είναι αγάπη.
Σκεφτείτε τώρα, χριστιανός βαπτισμένος να μην ελπίζει στον Χριστό και να ελπίζει στα αγαθά του κόσμου αυτού. Δηλαδή από αυτής της πλευράς νομίζω ότι πρέπει πολύ να προβληματιστούμε, όχι λίγο, κατά πόσο αυτή η λίγη, ελάχιστη έστω πίστη μας είναι σωστή, κατά πόσο είναι αληθινή (να μη μιλάμε για πληρότητα), για να μπορεί να μας δώσει ο Θεός και τα υπόλοιπα, τις εμπειρίες που θα ακολουθήσουν. Αλλά, είπαμε, η ελπίδα αυτή ποτίζεται με τη μετάνοια. Κακά τα ψέματα: χριστιανός χωρίς μετάνοια δεν νομίζω να μπορεί να σταθεί, και η μετάνοια προϋποθέτει πόνο, πόνο ακριβώς για την αμαρτία.
Αν κανείς δεν έχει συναίσθηση του πόσο αμαρτωλός είναι, δεν μπορεί να μετανοήσει, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η μετάνοια, ενώ όταν μέσα του βαθιά-βαθιά τον απασχολεί το θέμα αυτό της αμαρτωλότητος, τότε το καταλαβαίνει. Να τονίσουμε ακόμη μια φορά ότι δεν φοβάται ο Θεός την αμαρτία –πολλές φορές το έλεγε ο πάτερ Συμεών–, ο Θεός φοβάται την αμετανοησία. Η αμαρτία ούτως ή άλλως είναι δεδομένη, ξέρει ο Θεός πόσο αδύναμοι και πόσο αμαρτωλοί άνθρωποι είμαστε, αλλά θέλει μετάνοια, ανά πάσαν στιγμήν. Έπεσες; να σηκωθείς· παρασύρθηκες; να απαγκιστρωθείς. Αυτή είναι η τακτική του κατά Θεόν αγωνιστού ανθρώπου: να αγωνίζεται θετικά, συνεχώς να φεύγει από την αρνητική θέση και να περνάει στη θετική. Γιατί σε όλη αυτή εδώ την πορεία, εκτός από τον εαυτό μας τον αμαρτωλό και βεβαρημένο, το δεύτερο εμπόδιο είναι ο διάβολος, αλλά και αυτός πάει να εκφοβίσει απλώς τον άνθρωπο. Στο τέλος-τέλος, ο εαυτός μας είναι ο πρώτος εχθρός· ο διάβολος δεν κάνει τίποτε, αν τον περιφρονήσουμε.
Από το βιβλίο: Φιλοθέης μοναχής, Προσεγγίζοντας τη διδαχή του πατρός Συμεών. Συνάξεις κυριών. Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2016, σελ. 59 (αποσπάσματα).
Στο βιβλίο αυτό η Γερόντισσα Φιλοθέη (του Ι. Γυν. Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανοράματος Θεσσαλονίκης) είχε ως οδηγό τη διδαχή τού μακαριστού π. Συμεών Κραγιοπούλου, ο οποίος υπήρξε μέχρι την κοίμησή του (30.9.2015) ο πνευματικός πατέρας του Ι. Ησυχαστηρίου.
Πηγή
paraklisi
Δεν μπορεί να αποδοκιμάσει ή να απορρίψει κανείς την ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει ούτως ή άλλως· αυτό το δέχονται οι περισσότεροι. Νομίζω όμως ότι λίγο τα θαλασσώνουμε, όσον αφορά την πίστη με την έννοια της αναφοράς, της εμπιστοσύνης μας στον Θεό και της ανάθεσης της ζωής μας στα χέρια και στη χάρη του Θεού.
Πρώτα, νομίζω, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός μας, ο πλάστης μας, και εμείς είμαστε τα πλάσματά του. Και ένας Πατέρας-δημιουργός σε καμιά περίπτωση δεν θα εγκαταλείψει τα πλάσματά του. Αυτό, νομίζω, δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, γι’ αυτό και έχουμε μέσα μας πάρα πολύ μεγάλο άγχος, πολύ μεγάλο προβληματισμό, πολύ μεγάλη ανησυχία, δεν ξέρουμε τι πιστεύουμε, και αναρωτιόμαστε: «Τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πώς θα τα βγάλουμε πέρα;», σε όλα τα θέματα και σε όλα τα επίπεδα
Η ψυχή μας είναι πολύ άρρωστη –δεν ξέρω κατά πόσο το έχουμε συνειδητοποιήσει όλοι· θέλει θεραπεία, χρειάζεται να γιατρευτεί. Και ενώ έπρεπε να στρέψουμε όλα τα δυνατά μας, όλη τη δραστηριότητά μας προς αυτή την κατεύθυνση, πώς δηλαδή θα θεραπευτεί η ψυχή μας, το ξεχνούμε αυτό τελείως και σαν να μη μας νοιάζει, σαν να μη μας απασχολεί η άλλη ζωή. Ξέρετε, αν μας απασχολούσε, πόσο θα μπορούσαμε και σ’ αυτή τη ζωή να είμαστε συμφιλιωμένοι και πάρα πολύ τακτοποιημένοι, ακόμη και έτσι όπως είμαστε, μέσα στις δυσκολίες, μέσα στους πειρασμούς, μέσα στα βάσανά μας; Θα είχαν άλλο νόημα τότε όλα αυτά τα μη ευχάριστα και τα μη καλά που συμβαίνουν.
Δυστυχώς, από ό,τι έχουμε εντοπίσει, όλο αυτό το κοσμικό πνεύμα που διαχέεται σε όλη την ατμόσφαιρα και σε όλα τα επίπεδα των ανθρώπων, είναι αυτό το πνεύμα του βολέματος, το πώς δηλαδή θα περάσουμε καλά. Αν εξετάσετε, θα δείτε ότι όλο το σκεπτικό μας, όλες οι ενέργειές μας έχουν κέντρο την ευχαρίστηση. Και κάθε αμαρτία είναι ευχαρίστηση. Να το ξέρετε.
Και για να κλείσουμε το θέμα της πίστεως (ή μάλλον για να το αρχίσουμε), ναι, δεν πιστεύουμε αληθινά, γιατί –έχω την ταπεινή γνώμη– δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πόση αμαρτία έχουμε μέσα μας, πόση αχρειότητα και πόση αμαρτωλότητα υπάρχει στην ψυχή μας. Αν το είχαμε συνειδητοποιήσει αυτό, αν γνωρίζαμε δηλαδή τι κακό έκανε μέσα στην ψυχή μας η αμαρτία, και ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις είναι απόρροια και συνέπεια αυτής της αμαρτωλής καταστάσεως, τότε θα πιανόμασταν λίγο από τον Θεό, καθώς θα βλέπαμε ότι δεν μπορούμε μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα.
Κάτι πρέπει να κάνουμε, και αυτό είναι να εμπιστευτούμε απολύτως την αγάπη του Θεού. Αν το κάναμε αυτό, θα γνωρίζαμε πολύ καλά ότι ο Θεός είναι αγάπη. Αλλά καθώς δεν μας απασχολεί αυτό το θέμα, όλα τα παθαίνουμε, γιατί επικεντρώνουμε το πρόβλημα έξω από τον εαυτό μας· εμείς είμαστε τελείως ανεύθυνοι και όλα τα προβλήματα μας τα προκαλούν κάποιοι άλλοι. Όλοι φταίνε εκτός από μας· το έχετε εντοπίσει αυτό; Εγώ προσωπικά δεν βρήκα ακόμη άνθρωπο να ομολογεί το λάθος του και να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του και των λόγων του· πάντα φταίει κάποιος άλλος. «Αν δεν με τσιγκλούσε ο άλλος, αν δεν με πείραζε ο άλλος, αν δεν μου έλεγε αυτόν τον λόγο ο άλλος, εγώ δεν είχα κανένα λόγο ούτε να ερεθιστώ ούτε να εκνευριστώ ούτε, τέλος πάντων, να συμπεριφερθώ όπως συμπεριφέρθηκα».
Χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, ζει μέσα σε μια μόνιμη αυτοδικαίωση, προσπαθεί δηλαδή τον εαυτό του να τον έχει πάνω από τους άλλους, ότι αυτός είναι τελείως άμεμπτος, και όλο το κακό προέρχεται από τους άλλους. Έχουμε δηλαδή την εντύπωση ότι, αν έλειπαν οι άλλοι, εμείς θα ήμασταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα· και δεν καταλαβαίνουμε ότι ευτυχώς που υπάρχουν οι άλλοι και είναι αυτοί που, καθώς μας ανακαλούν στην τάξη, μας ταρακουνούν και καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά μέσα μας.
Γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε από το θέμα της πίστεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στις «Ευχαριστίες» του λέει ότι δεν πρόλαβε ακόμη να κάνει τίποτε στη ζωή του, ούτε να ταπεινωθεί. «Μόνο πίστεψα», έλεγε εκεί ο άγιος.
Διάβασε ο άγιος το βιβλίο του αββά Μάρκου του ασκητού, που του είχε δώσει ο πνευματικός του, και πρόσεξε τη φράση: «Ζητών ωφέλειαν επιμέλησαι της συνειδήσεως και όσα λέγει ποίησον και ευρήσεις ωφέλειαν». Και το πήρε αυτό τοις μετρητοίς και αυτό έκανε. Δηλαδή, καθώς προσευχόταν, πριν πάει να κοιμηθεί, και η συνείδησή του τον πληροφορούσε ότι έχει ακόμη περιθώριο να προσευχηθεί, συνέχιζε να προσεύχεται.
Προσευχόταν, προσευχόταν, και μια μέρα έφτασε να προσεύχεται μέχρι το πρωί που γέμισε το δωμάτιο όλο από χάρη Θεού, από φως Χριστού, γιατί ακριβώς οι εμπειρίες αυτές ήταν αποτέλεσμα της υπακοής που είχε κάνει και της πίστεως που έδειξε· το πήρε τοις μετρητοίς. Βέβαια, μετά δεν τον άφησε σ’ αυτή την κατάσταση της χάριτος ο Θεός, γιατί όλοι πρέπει να πειραστούμε, και όλοι οι άγιοι δεν γεννήθηκαν άγιοι· και αυτοί πέρασαν πάρα πολλούς πειρασμούς, πολλές δυσκολίες, εκεί δοκιμάστηκε η πίστη τους, γι’ αυτό μας άφησαν τα βιώματά τους ως πείρα της Εκκλησίας, για να μπορούμε και εμείς ανάλογα να βαδίζουμε στα ίχνη τους. Και μετά, λέει, αφού πίστεψε τόσο πολύ και απέκτησε όλες αυτές τις εμπειρίες της αλήθειας (και φυσικά το Φως του Χριστού φέρνει την αλήθεια μέσα από τον Θεό), μετά γεννήθηκε η ελπίδα.
Και φύτεψε, λέει, ο άγιος την ελπίδα στο δέντρο της πίστεως, σαν να ήταν η πίστη μια γλάστρα και μέσα εκεί φύτεψε την ελπίδα. Αλλά η ελπίδα για να αυξηθεί, έπρεπε να ποτιστεί, και ποτίστηκε με τη μετάνοια και τα δάκρυά του. Αυτά τα γράφει ο ίδιος εκεί στη δεύτερη «Ευχαριστία». Η μετάνοια δηλαδή σαν να ήταν το νεράκι το δροσερό που αύξησε την ελπίδα· γιατί σε όποιον πιστεύει, ξέρετε, χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ελπίδα. Δεν μπορεί να πιστεύει κανείς και να είναι βουλιαγμένος στην απελπισία του και στη μελαγχολία του· αυτός πιστεύει στον εαυτό του μόνο. Αδιαφορεί για την ύπαρξη του Θεού, αδιαφορεί για την αγάπη του Θεού και πάει, ο καημένος, να τα βγάλει μόνος του πέρα· και καθώς προσπαθεί, προσπαθεί και δεν καταφέρνει τίποτε, στο τέλος μελαγχολεί και βουλιάζει.
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της ελλείψεως της πίστεως, ενώ όποιος έχει πίστη, ελπίζει, ελπίζει, γιατί ο Θεός είναι αγάπη.
Σκεφτείτε τώρα, χριστιανός βαπτισμένος να μην ελπίζει στον Χριστό και να ελπίζει στα αγαθά του κόσμου αυτού. Δηλαδή από αυτής της πλευράς νομίζω ότι πρέπει πολύ να προβληματιστούμε, όχι λίγο, κατά πόσο αυτή η λίγη, ελάχιστη έστω πίστη μας είναι σωστή, κατά πόσο είναι αληθινή (να μη μιλάμε για πληρότητα), για να μπορεί να μας δώσει ο Θεός και τα υπόλοιπα, τις εμπειρίες που θα ακολουθήσουν. Αλλά, είπαμε, η ελπίδα αυτή ποτίζεται με τη μετάνοια. Κακά τα ψέματα: χριστιανός χωρίς μετάνοια δεν νομίζω να μπορεί να σταθεί, και η μετάνοια προϋποθέτει πόνο, πόνο ακριβώς για την αμαρτία.
Αν κανείς δεν έχει συναίσθηση του πόσο αμαρτωλός είναι, δεν μπορεί να μετανοήσει, δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η μετάνοια, ενώ όταν μέσα του βαθιά-βαθιά τον απασχολεί το θέμα αυτό της αμαρτωλότητος, τότε το καταλαβαίνει. Να τονίσουμε ακόμη μια φορά ότι δεν φοβάται ο Θεός την αμαρτία –πολλές φορές το έλεγε ο πάτερ Συμεών–, ο Θεός φοβάται την αμετανοησία. Η αμαρτία ούτως ή άλλως είναι δεδομένη, ξέρει ο Θεός πόσο αδύναμοι και πόσο αμαρτωλοί άνθρωποι είμαστε, αλλά θέλει μετάνοια, ανά πάσαν στιγμήν. Έπεσες; να σηκωθείς· παρασύρθηκες; να απαγκιστρωθείς. Αυτή είναι η τακτική του κατά Θεόν αγωνιστού ανθρώπου: να αγωνίζεται θετικά, συνεχώς να φεύγει από την αρνητική θέση και να περνάει στη θετική. Γιατί σε όλη αυτή εδώ την πορεία, εκτός από τον εαυτό μας τον αμαρτωλό και βεβαρημένο, το δεύτερο εμπόδιο είναι ο διάβολος, αλλά και αυτός πάει να εκφοβίσει απλώς τον άνθρωπο. Στο τέλος-τέλος, ο εαυτός μας είναι ο πρώτος εχθρός· ο διάβολος δεν κάνει τίποτε, αν τον περιφρονήσουμε.
Από το βιβλίο: Φιλοθέης μοναχής, Προσεγγίζοντας τη διδαχή του πατρός Συμεών. Συνάξεις κυριών. Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2016, σελ. 59 (αποσπάσματα).
Στο βιβλίο αυτό η Γερόντισσα Φιλοθέη (του Ι. Γυν. Ησυχαστηρίου «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανοράματος Θεσσαλονίκης) είχε ως οδηγό τη διδαχή τού μακαριστού π. Συμεών Κραγιοπούλου, ο οποίος υπήρξε μέχρι την κοίμησή του (30.9.2015) ο πνευματικός πατέρας του Ι. Ησυχαστηρίου.
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Φρένο» στις αυθαιρεσίες εφοριακών σε ελέγχους από την ΑΑΔΕ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ