2017-11-22 14:46:16
Ιδεολογικός αναχρονισμός και καλλιέργεια ψευδαισθήσεων χαρακτηρίζει τις πνευματικές και πολιτικές ελίτ
Ότι η χώρα μας αποτέλεσε για δεκαετίες το βασίλειο των ψευδαισθήσεων, δεν αποτελεί μυστικό. Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό όχι όμως ο μοναδικός, γιατί οι ρίζες του φαινομένου έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος είναι η παραγωγική δομή της, που στηρίχθηκε σε αεριτζίδικο χρήμα. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούμε σε ανάλογες "ιδέες του αέρα»" δηλαδή απόψεις ανυπόστατες, εκτός πραγματικότητας.
Τούτο, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι οι απόψεις αυτές δεν δημιούργησαν με τη σειρά τους μια δεδομένη πραγματικότητα. Τουναντίον. Πυροδότησαν μια συνεχόμενη ανατροφοδοτούμενη υπερδιόγκωση και των δύο επιπέδων –υλικού και ιδεολογικού– προς την ίδια κατεύθυνση. Έως τη στιγμή που, μοιραίως, τα όρια εξαντλήθηκαν. Τότε, το σαθρό οικοδόμημα υπέστη μερική κατάρρευση, τόσο στο υλικό πεδίο όσο και στο ιδεολογικό. Ωστόσο, στο δεύτερο παρατηρείται, εύλογα, μια χρονοκαθυστέρηση. Η αιτία της έγκειται στα παγιωμένα συμφέροντα και, κυρίως, στην άρνηση της ανθρώπινης συνείδησης να αποδεχθεί ότι ταυτίστηκε επί μακρόν, εσωτερικώς και εξωτερικώς, με λανθασμένες αντιλήψεις. Αναμφίβολα, όμως, όλες οι μάχες οπισθοφυλακής θα καταλήξουν σε οδυνηρές ήττες, κι όχι μόνον στον χώρο της συνείδησης.
Αυτές οι διαπιστώσεις γίνονται ανάγλυφα αντιληπτές με την εξέταση των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων. Αφενός, αφορά στις μεγάλες μάζες, που πίστεψαν ότι μπορούσαν να γυρίσουν το ρολόι αντίστροφα, μόνον με τη βούληση, που συνιστούσε περισσότερο εκδήλωση της τυφλής αγανάκτησης. Αφορά επίσης τους καλοπροαίρετους οραματιστές μιας κοινωνικής ανατροπής, που πίστεψαν ότι θα καβαλούσαν το «κύμα της οργής».
Η ιδεολογική εργαλειοθήκη τους ήταν βγαλμένη από τα σπλάχνα ενός βολονταρισμού, που επιβίωνε παρασιτικά επάνω σε μια επίσης παρασιτική δομή, όπως ήταν το μεταπολιτευτικό μας οικοδόμημα. Αμφότεροι, μετά το θέρος του 2015, απογοητεύθηκαν σφόδρα από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Κι αν οι οραματιστές και οι ακτιβιστές «γλείφουν τις πληγές τους», ή συνεχίζουν τον αγώνα εναντίον των πρώην συντρόφων τους, η «μάζα» απλώς λούφαξε και αναζητά μονάχα την ατομική της σωτηρία, εντός ή εκτός της χώρας.
Αφετέρου, όμως, ο ιδεολογικός αναχρονισμός και η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων χαρακτηρίζει, ομοίως, και την πολιτική, αλλά και την «πνευματική» ελίτ της χώρας. Γιατί, την ίδια ώρα που κουνούσε επιτιμητικά τον δάκτυλο στο λαουτζίκο για τον αθεράπευτο λαϊκισμό του, η ίδια έπεφτε σαν βολίδα από τα σύννεφα των δικών της μύθων. Επί χρόνια, για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι των ελίτ κανοναρχούσαν στην ελληνική κοινή γνώμη ότι δεν θα έπρεπε να πέφτει θύμα των θεωριών συνωμοσίας· ότι το παιχνίδι ήταν εν γένει τίμιο, βασισμένο στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων των επισήμων διεθνών οργάνων, με την ακμάζουσα, από πολυδαίδαλες χρηματοδοτήσεις, κοινωνία των πολιτών, με τη γραμμική ανοδική πορεία της παγκοσμιοποίησης κι όλα τα σχετικά, τα οποία συγκροτούσαν την ατζέντα του πολιτικά ορθού. Κάθε κριτική που έθιγε ζητήματα παρασκηνιακών σχεδιασμών, αλλότριων προς τα φαινόμενα προθέσεων, σκληρών ανταγωνισμών επιρροής, όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, κατακεραυνωνόταν ως «συνωμοσιολογία».
Με τον ίδιο κάθετο τρόπο απορρίπτονταν και οι θέσεις για σχέσεις εξάρτησης, για υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και για προσχεδιασμένες ριζικές αλλαγές του κοινωνικοπολιτικού χάρτη.
Αναμφίβολα, η στάση των πολιτικών και των διανοουμένων μας, πέρα από τις επί μέρους προσωπικές τους δεσμεύσεις, εκπορευόταν και από την ενδόμυχη αίσθησή τους ότι οι ίδιοι ανήκαν, δικαιωματικά, στους έμπρακτα κερδισμένους των υπόγειων σχεδιασμών. Έφθασε, όμως, το πλήρωμα του χρόνου και οι βεβαιότητες κατέρρευσαν. Ωστόσο, οι ίδιες ελίτ, εκτός από τα μέλη τους που πέρασαν καιροσκοπικά στη ριζοσπαστική αμφισβήτηση του συστήματος, χρησιμοποίησαν τον παλαιό ιδεολογικό εξοπλισμό τους ώστε να συνεχίζουν να εμφανίζονται ως οι εκπρόσωποι της νέας πολιτικής ορθότητας –δηλαδή μιας αποδεκτής από τις αγορές και το ευρωατλαντικό σύστημα συμπεριφοράς–, κι άρα με το δικαίωμα του εξουσιάζειν.
Η παρατεταμένη άμβλυνση της ιδεολογικής τους αντίληψης, χαρακτηριστικό σημάδι της παρακμής του αστικού χώρου, τις οδήγησε σε τραγικά λάθη. Το κυριότερο εξ αυτών ήταν η αδυναμία κατανόησης των επιδιώξεων των ξένων κέντρων επιρροής στην Ελλάδα, αλλά και το διακύβευμα του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Εγκλωβισμένες στο μοτίβο ότι «δεν μας φταίνε οι ξένοι για τα χάλια μας» –ως ορθολογιστικό, υποτίθεται, αντίβαρο του λαϊκιστικού, «για όλα μάς φταίνε οι ξένοι»–, δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν τις κινήσεις των ξένων, που, κυριολεκτικώς συνωμοτικά, τους εκδίωξαν από την εξουσία.
Την πικρή αυτή αλήθεια συνέχιζαν να την αγνοούν και για τα επόμενα σχεδόν δύο χρόνια, παρά το ότι βοούσε το σύμπαν πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε γερές πλάτες. Υποστήριζαν ότι, όπως είπε και ένας γκουρού του πολιτικού εκσυγχρονισμού, «αν διορθώσουμε μια βιδίτσα στον μηχανισμό θα συντονιστούμε με την υπόλοιπη Ευρώπη και θα πετάξουμε…». Προφανώς ο ίδιος αγνοούσε και την ελληνική μηχανή όσο και την ευρωπαϊκή, η οποία, προσφάτως, αγκομαχά επικίνδυνα. Έπρεπε να έλθει ο έγκυρος Γκάρντιαν για να διατυπώσει τα αυτονόητα. Όπως και τα επαινετικά λόγια του Βερολίνου, των Βρυξελλών, και, τέλος, το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Μέκκα του δυτικού κόσμου, κατόπιν των άοκνων προσπαθειών του «κ. πρέσβη», του ιδίου αεικίνητου παράγοντα που οργάνωσε την «επανάσταση του Μαϊντάν».
Για κάποιους, μόλις τώρα άναψε το «φως το αληθινόν» για το μεγάλο παιχνίδι που παίχτηκε εντός του ελληνικού δράματος. Σήμερα, αντιλαμβάνονται ότι η ουσία των συγκρούσεων περί της Ελλάδος δεν ήταν η σωτηρία της οικονομίας της, ούτε, βεβαίως, η επιβίωση του λαού της και, προς θεού, όχι η διατήρηση της καταρρακωμένης κυριαρχίας της – που κουτσά στραβά επικαλείτο ότι θα πετύχαινε να εξασφαλίσει η παλαιά πολιτική τάξη.
Ο στόχος ήταν το ελληνικό πρόβλημα να διεμβολίσει την υπό διαμόρφωση «γερμανική Ευρώπη» και να καταστήσει τη χώρα εργαλείο της νέας αμερικανικής στρατηγικής, εξοβελίζοντας την όποια ρωσική παρουσία, όπως και σε όλα τα Βαλκάνια. Το «πακέτο» αυτό δεν ήταν δυνατό να το εξυπηρετήσει, όμως, η «πολιτική ορθότητα» και η παλαιά πολιτική τάξη, που παραμερίστηκε με περισσή ευκολία. Διότι είτε δεν μπορούσε, καθώς θα αντιμετώπιζε τη μαζική διαμαρτυρία, είτε δεν ήθελε, για λόγους συνείδησης ή και ατολμίας.
Αντιθέτως, τη δουλειά μπορούσε περίφημα να εξυπηρετήσει μια ομάδα αστών «αποστατών», συσπειρωμένων σε ένα αριστερό μόρφωμα, που ξεχωρίζει για τον κυνισμό, τον καιροσκοπισμό και την εξουσιομανία του. Και την εξυπηρέτησαν άψογα, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες συμφωνίες της Ουάσιγκτον. Εντέλει, οι ίδιοι εξυπηρέτησαν και τα γερμανικά συμφέροντα, τα οποία, την ανάγκην φιλοτιμία ποιούμενα, περιορίζονται στη νομή της οικονομικής πίτας που τους παραχωρήθηκε από τον έχοντα τη στρατηγική εποπτεία. Αλλά αυτή γίνεται πλέον σε συνθήκες πλήρους κοινωνικής νηνεμίας και σε βάθος ενός αιώνα, που σίγουρα κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το εξασφαλίσει.
Η νέα αυτή σκληρή πραγματικότητα για τη χώρα, η οποία σταδιακά μορφοποιείται μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί, ίσως, και την κορύφωση της οδυνηρής ήττας των εθνικών μας ψευδαισθήσεων. Εκτός και αν μας περιμένουν ακόμη χειρότερα στη …γωνία.
Είναι αμφίβολο, ωστόσο, αν ακόμη και τώρα, που το έργο παίζεται με λιγότερες μάσκες από πριν, έχουν πάρει όλοι το μάθημά τους. Πέρα από τους κλαυθμυρισμούς των «απατημένων» για την ανάρμοστη και σκανδαλώδη υποστήριξη που παρέχει ο διεθνής παράγων στους ολετήρες ενοίκους της εγχώριας εξουσίας, δεν διαφαίνεται κάποια συγκλονιστική αλλαγή πολιτικής εκ μέρους τους. Όλα δείχνουν ότι ακολουθείται η πεπατημένη, η οποία βεβαίως είναι αδιέξοδη, καθώς στερείται ρεαλιστικού ελπιδοφόρου ορίζοντα. Κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες, ενισχύοντας τη γενικευμένη απαισιοδοξία, μειώνοντας, ωστόσο, ταυτόχρονα τις χρόνιες κοινωνικές ψευδαισθήσεις. Είναι κι αυτό ένα κάποιο κέρδος, αν και με πολύ βαρύ αντίτιμο.
Του Π.Δ. από την Ρήξη φ. 138
olalathos
Ότι η χώρα μας αποτέλεσε για δεκαετίες το βασίλειο των ψευδαισθήσεων, δεν αποτελεί μυστικό. Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό όχι όμως ο μοναδικός, γιατί οι ρίζες του φαινομένου έχουν μεγάλο ιστορικό βάθος είναι η παραγωγική δομή της, που στηρίχθηκε σε αεριτζίδικο χρήμα. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούμε σε ανάλογες "ιδέες του αέρα»" δηλαδή απόψεις ανυπόστατες, εκτός πραγματικότητας.
Τούτο, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι οι απόψεις αυτές δεν δημιούργησαν με τη σειρά τους μια δεδομένη πραγματικότητα. Τουναντίον. Πυροδότησαν μια συνεχόμενη ανατροφοδοτούμενη υπερδιόγκωση και των δύο επιπέδων –υλικού και ιδεολογικού– προς την ίδια κατεύθυνση. Έως τη στιγμή που, μοιραίως, τα όρια εξαντλήθηκαν. Τότε, το σαθρό οικοδόμημα υπέστη μερική κατάρρευση, τόσο στο υλικό πεδίο όσο και στο ιδεολογικό. Ωστόσο, στο δεύτερο παρατηρείται, εύλογα, μια χρονοκαθυστέρηση. Η αιτία της έγκειται στα παγιωμένα συμφέροντα και, κυρίως, στην άρνηση της ανθρώπινης συνείδησης να αποδεχθεί ότι ταυτίστηκε επί μακρόν, εσωτερικώς και εξωτερικώς, με λανθασμένες αντιλήψεις. Αναμφίβολα, όμως, όλες οι μάχες οπισθοφυλακής θα καταλήξουν σε οδυνηρές ήττες, κι όχι μόνον στον χώρο της συνείδησης.
Αυτές οι διαπιστώσεις γίνονται ανάγλυφα αντιληπτές με την εξέταση των πρόσφατων πολιτικών εξελίξεων. Αφενός, αφορά στις μεγάλες μάζες, που πίστεψαν ότι μπορούσαν να γυρίσουν το ρολόι αντίστροφα, μόνον με τη βούληση, που συνιστούσε περισσότερο εκδήλωση της τυφλής αγανάκτησης. Αφορά επίσης τους καλοπροαίρετους οραματιστές μιας κοινωνικής ανατροπής, που πίστεψαν ότι θα καβαλούσαν το «κύμα της οργής».
Η ιδεολογική εργαλειοθήκη τους ήταν βγαλμένη από τα σπλάχνα ενός βολονταρισμού, που επιβίωνε παρασιτικά επάνω σε μια επίσης παρασιτική δομή, όπως ήταν το μεταπολιτευτικό μας οικοδόμημα. Αμφότεροι, μετά το θέρος του 2015, απογοητεύθηκαν σφόδρα από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Κι αν οι οραματιστές και οι ακτιβιστές «γλείφουν τις πληγές τους», ή συνεχίζουν τον αγώνα εναντίον των πρώην συντρόφων τους, η «μάζα» απλώς λούφαξε και αναζητά μονάχα την ατομική της σωτηρία, εντός ή εκτός της χώρας.
Αφετέρου, όμως, ο ιδεολογικός αναχρονισμός και η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων χαρακτηρίζει, ομοίως, και την πολιτική, αλλά και την «πνευματική» ελίτ της χώρας. Γιατί, την ίδια ώρα που κουνούσε επιτιμητικά τον δάκτυλο στο λαουτζίκο για τον αθεράπευτο λαϊκισμό του, η ίδια έπεφτε σαν βολίδα από τα σύννεφα των δικών της μύθων. Επί χρόνια, για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι των ελίτ κανοναρχούσαν στην ελληνική κοινή γνώμη ότι δεν θα έπρεπε να πέφτει θύμα των θεωριών συνωμοσίας· ότι το παιχνίδι ήταν εν γένει τίμιο, βασισμένο στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων των επισήμων διεθνών οργάνων, με την ακμάζουσα, από πολυδαίδαλες χρηματοδοτήσεις, κοινωνία των πολιτών, με τη γραμμική ανοδική πορεία της παγκοσμιοποίησης κι όλα τα σχετικά, τα οποία συγκροτούσαν την ατζέντα του πολιτικά ορθού. Κάθε κριτική που έθιγε ζητήματα παρασκηνιακών σχεδιασμών, αλλότριων προς τα φαινόμενα προθέσεων, σκληρών ανταγωνισμών επιρροής, όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, κατακεραυνωνόταν ως «συνωμοσιολογία».
Με τον ίδιο κάθετο τρόπο απορρίπτονταν και οι θέσεις για σχέσεις εξάρτησης, για υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας και για προσχεδιασμένες ριζικές αλλαγές του κοινωνικοπολιτικού χάρτη.
Αναμφίβολα, η στάση των πολιτικών και των διανοουμένων μας, πέρα από τις επί μέρους προσωπικές τους δεσμεύσεις, εκπορευόταν και από την ενδόμυχη αίσθησή τους ότι οι ίδιοι ανήκαν, δικαιωματικά, στους έμπρακτα κερδισμένους των υπόγειων σχεδιασμών. Έφθασε, όμως, το πλήρωμα του χρόνου και οι βεβαιότητες κατέρρευσαν. Ωστόσο, οι ίδιες ελίτ, εκτός από τα μέλη τους που πέρασαν καιροσκοπικά στη ριζοσπαστική αμφισβήτηση του συστήματος, χρησιμοποίησαν τον παλαιό ιδεολογικό εξοπλισμό τους ώστε να συνεχίζουν να εμφανίζονται ως οι εκπρόσωποι της νέας πολιτικής ορθότητας –δηλαδή μιας αποδεκτής από τις αγορές και το ευρωατλαντικό σύστημα συμπεριφοράς–, κι άρα με το δικαίωμα του εξουσιάζειν.
Η παρατεταμένη άμβλυνση της ιδεολογικής τους αντίληψης, χαρακτηριστικό σημάδι της παρακμής του αστικού χώρου, τις οδήγησε σε τραγικά λάθη. Το κυριότερο εξ αυτών ήταν η αδυναμία κατανόησης των επιδιώξεων των ξένων κέντρων επιρροής στην Ελλάδα, αλλά και το διακύβευμα του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Εγκλωβισμένες στο μοτίβο ότι «δεν μας φταίνε οι ξένοι για τα χάλια μας» –ως ορθολογιστικό, υποτίθεται, αντίβαρο του λαϊκιστικού, «για όλα μάς φταίνε οι ξένοι»–, δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν τις κινήσεις των ξένων, που, κυριολεκτικώς συνωμοτικά, τους εκδίωξαν από την εξουσία.
Την πικρή αυτή αλήθεια συνέχιζαν να την αγνοούν και για τα επόμενα σχεδόν δύο χρόνια, παρά το ότι βοούσε το σύμπαν πως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε γερές πλάτες. Υποστήριζαν ότι, όπως είπε και ένας γκουρού του πολιτικού εκσυγχρονισμού, «αν διορθώσουμε μια βιδίτσα στον μηχανισμό θα συντονιστούμε με την υπόλοιπη Ευρώπη και θα πετάξουμε…». Προφανώς ο ίδιος αγνοούσε και την ελληνική μηχανή όσο και την ευρωπαϊκή, η οποία, προσφάτως, αγκομαχά επικίνδυνα. Έπρεπε να έλθει ο έγκυρος Γκάρντιαν για να διατυπώσει τα αυτονόητα. Όπως και τα επαινετικά λόγια του Βερολίνου, των Βρυξελλών, και, τέλος, το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Μέκκα του δυτικού κόσμου, κατόπιν των άοκνων προσπαθειών του «κ. πρέσβη», του ιδίου αεικίνητου παράγοντα που οργάνωσε την «επανάσταση του Μαϊντάν».
Για κάποιους, μόλις τώρα άναψε το «φως το αληθινόν» για το μεγάλο παιχνίδι που παίχτηκε εντός του ελληνικού δράματος. Σήμερα, αντιλαμβάνονται ότι η ουσία των συγκρούσεων περί της Ελλάδος δεν ήταν η σωτηρία της οικονομίας της, ούτε, βεβαίως, η επιβίωση του λαού της και, προς θεού, όχι η διατήρηση της καταρρακωμένης κυριαρχίας της – που κουτσά στραβά επικαλείτο ότι θα πετύχαινε να εξασφαλίσει η παλαιά πολιτική τάξη.
Ο στόχος ήταν το ελληνικό πρόβλημα να διεμβολίσει την υπό διαμόρφωση «γερμανική Ευρώπη» και να καταστήσει τη χώρα εργαλείο της νέας αμερικανικής στρατηγικής, εξοβελίζοντας την όποια ρωσική παρουσία, όπως και σε όλα τα Βαλκάνια. Το «πακέτο» αυτό δεν ήταν δυνατό να το εξυπηρετήσει, όμως, η «πολιτική ορθότητα» και η παλαιά πολιτική τάξη, που παραμερίστηκε με περισσή ευκολία. Διότι είτε δεν μπορούσε, καθώς θα αντιμετώπιζε τη μαζική διαμαρτυρία, είτε δεν ήθελε, για λόγους συνείδησης ή και ατολμίας.
Αντιθέτως, τη δουλειά μπορούσε περίφημα να εξυπηρετήσει μια ομάδα αστών «αποστατών», συσπειρωμένων σε ένα αριστερό μόρφωμα, που ξεχωρίζει για τον κυνισμό, τον καιροσκοπισμό και την εξουσιομανία του. Και την εξυπηρέτησαν άψογα, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες συμφωνίες της Ουάσιγκτον. Εντέλει, οι ίδιοι εξυπηρέτησαν και τα γερμανικά συμφέροντα, τα οποία, την ανάγκην φιλοτιμία ποιούμενα, περιορίζονται στη νομή της οικονομικής πίτας που τους παραχωρήθηκε από τον έχοντα τη στρατηγική εποπτεία. Αλλά αυτή γίνεται πλέον σε συνθήκες πλήρους κοινωνικής νηνεμίας και σε βάθος ενός αιώνα, που σίγουρα κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να το εξασφαλίσει.
Η νέα αυτή σκληρή πραγματικότητα για τη χώρα, η οποία σταδιακά μορφοποιείται μπροστά στα μάτια μας, αποτελεί, ίσως, και την κορύφωση της οδυνηρής ήττας των εθνικών μας ψευδαισθήσεων. Εκτός και αν μας περιμένουν ακόμη χειρότερα στη …γωνία.
Είναι αμφίβολο, ωστόσο, αν ακόμη και τώρα, που το έργο παίζεται με λιγότερες μάσκες από πριν, έχουν πάρει όλοι το μάθημά τους. Πέρα από τους κλαυθμυρισμούς των «απατημένων» για την ανάρμοστη και σκανδαλώδη υποστήριξη που παρέχει ο διεθνής παράγων στους ολετήρες ενοίκους της εγχώριας εξουσίας, δεν διαφαίνεται κάποια συγκλονιστική αλλαγή πολιτικής εκ μέρους τους. Όλα δείχνουν ότι ακολουθείται η πεπατημένη, η οποία βεβαίως είναι αδιέξοδη, καθώς στερείται ρεαλιστικού ελπιδοφόρου ορίζοντα. Κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους πολίτες, ενισχύοντας τη γενικευμένη απαισιοδοξία, μειώνοντας, ωστόσο, ταυτόχρονα τις χρόνιες κοινωνικές ψευδαισθήσεις. Είναι κι αυτό ένα κάποιο κέρδος, αν και με πολύ βαρύ αντίτιμο.
Του Π.Δ. από την Ρήξη φ. 138
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σπείρα αρχαιοκάπηλων εξάρθρωσε το Κεντρικό Λιμεναρχείο Χίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ