2017-12-02 14:20:17
Ὅταν ἡ ἐπίδραση τοῦ ἐργασιακοῦ περιβάλλοντος στὴν ὑγεία εἶναι κακή. Πρόγνωση ἐγκεφαλικοῦ. Τὰ χρόνια κυλοῦσαν. Σὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὸν Γέροντα κι᾿ ἐνῶ συζητούσαμε διάφορα θέματα, ξαφνικὰ τὸν βλέπω νὰ σκύβει, νὰ ἀγκαλιάζει τὸ κεφάλι μου καὶ νὰ μοῦ τὸ σταυρώνει ἐπανειλημμένα, ψιθυρίζοντας:
«Εἶναι ἀριστερά, ἀριστερὰ τὸ βλέπω». Ὁ Γέροντας μοῦ εἶχε κάνει, μὲ τὴν μυστικὴ προσευχή του, «πνευματικὸ ἐγκεφαλογράφημα». Δὲν μοῦ ἔδωσε ἐξηγήσεις, μοῦ ἔδωσε ὅμως συμβουλές, τί πρέπει νὰ προσέχω γιὰ τὴν περιφρούρηση τῆς ὑγείας μου. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν πῆρα «τοῖς μετρητοῖς» τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Γέροντα.
Τὸ μεγάλο λάθος μου ἦταν ὅτι παρέμενα, μὲ αὐτάρεσκη ἀμέλεια, στὴν πνευματική μου ὑπανάπτυξη κι᾿ ἀπὸ κεῖ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντιληφθῶ τὸ ὕψος τῆς πνευματικότητος τοῦ Γέροντα στὴν πραγματική του διάσταση. Ἔτσι, ἢ τὸν ἔχανα στὰ σύννεφα τοῦ ἀκατάληπτου ἢ τὸν κατέβαζα στὰ μέτρα τῆς δικῆς μου νηπιότητος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἀξιοποιῶ τὶς ἀνεκτίμητες εὐκαιρίες, ποὺ μοῦ πρόσφερε.
Λίγο καιρὸ μετὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα, χρειάσθηκε μιὰ μέρα νὰ ἐργασθῶ ἀδιάκοπα, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ τὸ χειρότερο, μὲ ἔντονη ἡμικρανία. Δὲν ἦταν, βέβαια, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐργαζόμουν κάτω ἀπὸ ἀνάλογες συνθῆκες, ἀλλὰ τώρα εἶχα συγκεκριμένες ἐπισημάνσεις. Γύρω στὶς ἕξι τὸ ἀπόγευμα αἰσθάνθηκα ἕνα ἐπίμονο μούδιασμα στὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Θέλησα νὰ πιστέψω ὅτι ἦταν κάτι παροδικό, ἔκανα μερικοὺς βηματισμούς, ἀλλὰ τὸ μούδιασμα παρέμενε. Ἐν τούτοις, ἔκανα ὑπομονή, μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐργασίας. Ἕνα αἴσθημα παρεξηγημένης ἀξιοπρέπειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς μὲ κρατοῦσε καθηλωμένο ἐκεῖ καὶ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ δηλώσω ταπεινὰ ἀδυναμία συνεχίσεως τῆς προσπαθείας ἤ, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, νὰ δηλώσω πραγματικὴ ἀσθένεια γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Φθάνοντας στὸ σπίτι, τὸ μούδιασμα ἐπεκτάθηκε καὶ στὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ. Τηλεφώνησα σὲ φίλο γιατρό, τοῦ περιέγραψα τὰ συμπτώματα κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ συνέστησε ὁρισμένη φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡσυχία, διότι δὲν διεπίστωνε κάτι σοβαρὸ πρὸς τὸ παρόν.
Τότε θυμήθηκα τὸν Γέροντα. Ἤθελα πολὺ νὰ τοῦ τηλεφωνήσω, ἕνας ἐνδοιασμὸς ὅμως μὲ συγκρατοῦσε: «Ἄραγε θὰ βρίσκεται στὸ κελλί του κι᾿ ἂν ναί, μήπως ἀσθενεῖ ἢ τὸν ἀπασχολοῦν πλήθη ἐπισκεπτῶν καὶ ἀλλεπάλληλα τηλεφωνήματα;». Παραμέρισα τὸν ἐνδοιασμό, μὲ τὴ σκέψη, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ρυθμίζει ὁ Θεός, ὄχι ἄνθρωπος. Ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ σχημάτισα τὸν ἀριθμό. Ἀμέσως ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Γέροντα.
Σὲ περιστάσεις ἀνάγκης, πάντα τὸν εὕρισκα ἢ μὲ εὕρισκε ἐκεῖνος. Τοῦ εἶπα μὲ συντομία τὸ περιστατικό. Μὲ ρώτησε ἂν ἔχω ἐνοχλήματα σὲ διάφορα μέρη τοῦ σώματος καὶ κατέληξε: «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν εἶναι τίποτε σοβαρό, νὰ μπεῖς σὲ Νοσοκομεῖο». Ἀνακοίνωσα, τὴν λακωνικὴ γνωμάτευση καὶ σύσταση τοῦ Γέροντα στὸν γιατρό, ποὺ συμφώνησε ἀσυζητητὶ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ πνευματικοῦ γιατροῦ.
Σὲ λίγο βρέθηκα στὸν Εὐαγγελισμό. Μὲ ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα τῆς ψυχικῆς μου ἀνετοιμότητος. Σὲ μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ πνευματικοῦ μου τοῦ εἶπα: «Προσεύχομαι στὸ Θεό, νὰ μοῦ δώση λίγα χρόνια ζωῆς, γιὰ νὰ μετανοήσω». Κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Δὲν χρειάζονται χρόνια, ἡ μετάνοια εἶναι σὰν τὴν ἀστραπή».
Ἔγιναν ἐξετάσεις καὶ θεραπεία, γιὰ τὴν ἀποδρομὴ τῶν συμπτωμάτων τοῦ ἐλαφροῦ ἐγκεφαλικοῦ ἐπεισοδίου. Ἕνα ἀνεκτό, αὐξομειούμενο μούδιασμα ἔμεινε τελικὰ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ σώματος κι᾿ αὐτὸ ἐσήμαινε, ὅτι ἡ προσβολὴ στὸν ἐγκέφαλο ἔγινε ἀριστερά, σύμφωνα μὲ τὴν χιαστὴ ἐξάρτηση τῶν περιφερειακῶν νεύρων μὲ τὰ κεντρικά. Ἔτσι ἐπαληθεύτηκε πλήρως ἡ προόραση τοῦ Γέροντα, ποὺ εἶδε, ἀρκετὸ καιρὸ πρίν, τὸ πρόβλημα στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς κεφαλῆς.
Ὅπως διεπίστωσε ὁ γιατρός, ἐθίγη, ἐν μέρει, τὸ αἰσθητικὸ νεῦρο, ἀλλὰ ἔμεινε ἄθικτο τὸ κινητικό. Ἡ γνωμάτευση τοῦ Γέροντα, μετὰ τὴν προσβολή, γιὰ τὴν μικρὴ ἔκταση τοῦ προβλήματος, ἐπιβεβαιώθηκε κι᾿ αὐτή. Ἐδόξαζα τὸ Θεό, γιὰ τὸν περιορισμὸ τῆς δοκιμασίας, μὲ βασάνιζαν ὅμως τύψεις, γιατὶ αἰσθανόμουν ὑπαίτιος της ἀσθένειας αὐτῆς.
Στὴν πρώτη, μετὰ τὴν ἐξοδό μου ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, συνάντησή μου μὲ τὸν Γέροντα, τοῦ τὸ ἀνέφερα. Ἐκεῖνος αἰτιολόγησε τὸ περιστατικὸ «ἐν παραβολαῖς»: «Ξέρεις, οἱ δικαστές, ὅταν κουράζονται, κάνουν διακοπὴ τὸ μεσημέρι. ΓΙρό καιροῦ, μιὰ πνευματική μου θυγατέρα χτύπησε μὲ τὸ αὐτοκίνητό της καὶ ζαλιζόταν. Μοῦ τηλεφώνησε Κυριακὴ πρωί. Τὴν συμβούλευσα νὰ μὴ πάει στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μείνει στὸ σπίτι νὰ ξεκουρασθεῖ. Δὲν μὲ ἄκουσε, πῆγε, ἔπεσε στὸ δρόμο καὶ τὴν μετέφεραν στὸν Εὐαγγελισμό».
Ἐγὼ πῆρα τὸ μήνυμα. Τὰ παραδείγματά του ἦταν εὔγλωττα. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ εἶδε στενοχωρημένο ἀπὸ τύψεις, πρόσθεσε: «Μὴ στενοχωριέσαι. Μᾶλλον νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεό, διότι μποροῦσες νὰ πάθεις μεγάλη ζημιά. Αὐτό, ποὺ ἔπαθες εἶναι μικρό, σχεδὸν τίποτε, οὔτε νὰ τὸ συζητᾶς. Ὁ Θεὸς σὲ λυπήθηκε».
Στὴν ἑπόμενη συναντησή μας μοῦ ἔδωσε λεπτομερεῖς ὁδηγίες, ὅπως ἕνας στοργικὸς πατέρας στὸ παιδί του:
«Νὰ προσέχεις τὴ δίαιτά σου, νὰ μὴ τρῶς τροφές, ποὺ πειράζουν τὴν πάθησή σου καὶ παχαίνουν. Νὰ μὴ μένεις πολλὲς ὧρες στὸ κρεβάτι, γιατί θὰ ξαναρρωστήσεις.
Νὰ κινῆσαι, νὰ ἀσκῆσαι, ἀλλὰ μὲ μέτρο.
Νὰ περπατᾶς, ἀλλὰ οὔτε πολὺ γρήγορα οὔτε πολὺ ἀργά, οὔτε σὲ ἀνηφοριὲς οὔτε σὲ κατηφοριές, οὔτε σὲ μεγάλο ὑψόμετρο οὔτε σὲ μικρό.
Νὰ βαδίζεις, μὲ κανονικὸ ρυθμό, σὲ ἴσιο μέρος, χωρὶς νὰ κουράζεσαι.
Νὰ βγαίνεις ἔξω. Δὲν θὰ σοῦ πῶ ποῦ νὰ πᾶς, πήγαινε ὅπου σ’ ἀρέσει, φθάνει νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μακριὰ ἀπὸ τὰ καυσαέρια, ποὺ σὲ βλάπτουν πολὺ στὴν ὑγεία σου.
Νὰ μὴ βγαίνεις ἔξω στὸ πολὺ κρύο καὶ στὴν πολλὴ ζέστη.
Ὅταν βγαίνεις στὸ κρύο, νὰ κρατᾶς ἕνα μαντήλι μπροστὰ στὴ μύτη καὶ τὸ στόμα σου, γιὰ νὰ μὴν ἀναπνέεις ψυχρὸ ἀέρα καὶ στὴ ζέστη νὰ φορᾶς καπέλλο γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράζει ὁ ἥλιος στὸ κεφάλι. Νὰ προσέξεις πολὺ τὴν ψυχικὴ πίεση καὶ τὸ ἄγχος, ποὺ αἰσθάνεσαι στὴν ἐργασία σου.
Ξέρω, ὅτι ἐκεῖ δὲν σὲ πιέζουν, καὶ ἐξωτερικὰ φαίνεσαι ἤρεμος, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ καταπιέζεις μόνος σου τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήσεις ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ νὰ ἀποδώσεις καλύτερη καὶ περισσότερη ἐργασία. Εἶδες τώρα, ποὺ πῆρες ἀναρρωτικὴ ἄδεια καὶ ἔμεινες ἀρκετὲς μέρες μακριὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐργασία σου, πόσο ἠρέμησες ἐσωτερικά;
Ὅταν θὰ κάνεις ἄλλου εἴδους ἐργασία, δὲν θὰ ἔχεις ἄγχος. Νὰ διαβάζεις πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ προσεύχεσαι. Πρὸ πάντων νὰ μὴ στενοχωριέσαι. Ἔτσι ἡ ὑγεία σου θὰ πάει καλύτερα. Ὅσο πιὸ πολὺ θὰ ἀγαπᾶς τὸ Χριστό, τόσο πιὸ πολὺ θὰ χαίρεσαι καὶ τόσο πιὸ λίγο θὰ στενοχωριέσαι. Ὅλα νὰ τὰ κάνεις μὲ ἀγάπη καὶ εὐχαρίστηση, χωρὶς πίεση καὶ ἄγχος. Νὰ παίρνεις καὶ τὰ φάρμακά σου, ἴσως κάποτε τὰ πετάξεις κι᾿ αὐτά».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κων/νου Γιαννιτσιώτη “Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο“.
Πηγή
paraklisi
«Εἶναι ἀριστερά, ἀριστερὰ τὸ βλέπω». Ὁ Γέροντας μοῦ εἶχε κάνει, μὲ τὴν μυστικὴ προσευχή του, «πνευματικὸ ἐγκεφαλογράφημα». Δὲν μοῦ ἔδωσε ἐξηγήσεις, μοῦ ἔδωσε ὅμως συμβουλές, τί πρέπει νὰ προσέχω γιὰ τὴν περιφρούρηση τῆς ὑγείας μου. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν πῆρα «τοῖς μετρητοῖς» τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Γέροντα.
Τὸ μεγάλο λάθος μου ἦταν ὅτι παρέμενα, μὲ αὐτάρεσκη ἀμέλεια, στὴν πνευματική μου ὑπανάπτυξη κι᾿ ἀπὸ κεῖ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντιληφθῶ τὸ ὕψος τῆς πνευματικότητος τοῦ Γέροντα στὴν πραγματική του διάσταση. Ἔτσι, ἢ τὸν ἔχανα στὰ σύννεφα τοῦ ἀκατάληπτου ἢ τὸν κατέβαζα στὰ μέτρα τῆς δικῆς μου νηπιότητος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἀξιοποιῶ τὶς ἀνεκτίμητες εὐκαιρίες, ποὺ μοῦ πρόσφερε.
Λίγο καιρὸ μετὰ τὶς συμβουλὲς τοῦ Γέροντα, χρειάσθηκε μιὰ μέρα νὰ ἐργασθῶ ἀδιάκοπα, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, καὶ τὸ χειρότερο, μὲ ἔντονη ἡμικρανία. Δὲν ἦταν, βέβαια, ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐργαζόμουν κάτω ἀπὸ ἀνάλογες συνθῆκες, ἀλλὰ τώρα εἶχα συγκεκριμένες ἐπισημάνσεις. Γύρω στὶς ἕξι τὸ ἀπόγευμα αἰσθάνθηκα ἕνα ἐπίμονο μούδιασμα στὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Θέλησα νὰ πιστέψω ὅτι ἦταν κάτι παροδικό, ἔκανα μερικοὺς βηματισμούς, ἀλλὰ τὸ μούδιασμα παρέμενε. Ἐν τούτοις, ἔκανα ὑπομονή, μέχρι τὸ τέλος τῆς ἐργασίας. Ἕνα αἴσθημα παρεξηγημένης ἀξιοπρέπειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς μὲ κρατοῦσε καθηλωμένο ἐκεῖ καὶ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ δηλώσω ταπεινὰ ἀδυναμία συνεχίσεως τῆς προσπαθείας ἤ, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, νὰ δηλώσω πραγματικὴ ἀσθένεια γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Φθάνοντας στὸ σπίτι, τὸ μούδιασμα ἐπεκτάθηκε καὶ στὰ δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ. Τηλεφώνησα σὲ φίλο γιατρό, τοῦ περιέγραψα τὰ συμπτώματα κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ συνέστησε ὁρισμένη φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἡσυχία, διότι δὲν διεπίστωνε κάτι σοβαρὸ πρὸς τὸ παρόν.
Τότε θυμήθηκα τὸν Γέροντα. Ἤθελα πολὺ νὰ τοῦ τηλεφωνήσω, ἕνας ἐνδοιασμὸς ὅμως μὲ συγκρατοῦσε: «Ἄραγε θὰ βρίσκεται στὸ κελλί του κι᾿ ἂν ναί, μήπως ἀσθενεῖ ἢ τὸν ἀπασχολοῦν πλήθη ἐπισκεπτῶν καὶ ἀλλεπάλληλα τηλεφωνήματα;». Παραμέρισα τὸν ἐνδοιασμό, μὲ τὴ σκέψη, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ ρυθμίζει ὁ Θεός, ὄχι ἄνθρωπος. Ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ σχημάτισα τὸν ἀριθμό. Ἀμέσως ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Γέροντα.
Σὲ περιστάσεις ἀνάγκης, πάντα τὸν εὕρισκα ἢ μὲ εὕρισκε ἐκεῖνος. Τοῦ εἶπα μὲ συντομία τὸ περιστατικό. Μὲ ρώτησε ἂν ἔχω ἐνοχλήματα σὲ διάφορα μέρη τοῦ σώματος καὶ κατέληξε: «Μὴ φοβᾶσαι, δὲν εἶναι τίποτε σοβαρό, νὰ μπεῖς σὲ Νοσοκομεῖο». Ἀνακοίνωσα, τὴν λακωνικὴ γνωμάτευση καὶ σύσταση τοῦ Γέροντα στὸν γιατρό, ποὺ συμφώνησε ἀσυζητητὶ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ πνευματικοῦ γιατροῦ.
Σὲ λίγο βρέθηκα στὸν Εὐαγγελισμό. Μὲ ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα τῆς ψυχικῆς μου ἀνετοιμότητος. Σὲ μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ πνευματικοῦ μου τοῦ εἶπα: «Προσεύχομαι στὸ Θεό, νὰ μοῦ δώση λίγα χρόνια ζωῆς, γιὰ νὰ μετανοήσω». Κι᾿ ἐκεῖνος μοῦ ἀπήντησε: «Δὲν χρειάζονται χρόνια, ἡ μετάνοια εἶναι σὰν τὴν ἀστραπή».
Ἔγιναν ἐξετάσεις καὶ θεραπεία, γιὰ τὴν ἀποδρομὴ τῶν συμπτωμάτων τοῦ ἐλαφροῦ ἐγκεφαλικοῦ ἐπεισοδίου. Ἕνα ἀνεκτό, αὐξομειούμενο μούδιασμα ἔμεινε τελικὰ στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ σώματος κι᾿ αὐτὸ ἐσήμαινε, ὅτι ἡ προσβολὴ στὸν ἐγκέφαλο ἔγινε ἀριστερά, σύμφωνα μὲ τὴν χιαστὴ ἐξάρτηση τῶν περιφερειακῶν νεύρων μὲ τὰ κεντρικά. Ἔτσι ἐπαληθεύτηκε πλήρως ἡ προόραση τοῦ Γέροντα, ποὺ εἶδε, ἀρκετὸ καιρὸ πρίν, τὸ πρόβλημα στὸ ἀριστερὸ μέρος τῆς κεφαλῆς.
Ὅπως διεπίστωσε ὁ γιατρός, ἐθίγη, ἐν μέρει, τὸ αἰσθητικὸ νεῦρο, ἀλλὰ ἔμεινε ἄθικτο τὸ κινητικό. Ἡ γνωμάτευση τοῦ Γέροντα, μετὰ τὴν προσβολή, γιὰ τὴν μικρὴ ἔκταση τοῦ προβλήματος, ἐπιβεβαιώθηκε κι᾿ αὐτή. Ἐδόξαζα τὸ Θεό, γιὰ τὸν περιορισμὸ τῆς δοκιμασίας, μὲ βασάνιζαν ὅμως τύψεις, γιατὶ αἰσθανόμουν ὑπαίτιος της ἀσθένειας αὐτῆς.
Στὴν πρώτη, μετὰ τὴν ἐξοδό μου ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, συνάντησή μου μὲ τὸν Γέροντα, τοῦ τὸ ἀνέφερα. Ἐκεῖνος αἰτιολόγησε τὸ περιστατικὸ «ἐν παραβολαῖς»: «Ξέρεις, οἱ δικαστές, ὅταν κουράζονται, κάνουν διακοπὴ τὸ μεσημέρι. ΓΙρό καιροῦ, μιὰ πνευματική μου θυγατέρα χτύπησε μὲ τὸ αὐτοκίνητό της καὶ ζαλιζόταν. Μοῦ τηλεφώνησε Κυριακὴ πρωί. Τὴν συμβούλευσα νὰ μὴ πάει στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μείνει στὸ σπίτι νὰ ξεκουρασθεῖ. Δὲν μὲ ἄκουσε, πῆγε, ἔπεσε στὸ δρόμο καὶ τὴν μετέφεραν στὸν Εὐαγγελισμό».
Ἐγὼ πῆρα τὸ μήνυμα. Τὰ παραδείγματά του ἦταν εὔγλωττα. Ἐπειδὴ ὅμως μὲ εἶδε στενοχωρημένο ἀπὸ τύψεις, πρόσθεσε: «Μὴ στενοχωριέσαι. Μᾶλλον νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ εὐχαριστεῖς τὸ Θεό, διότι μποροῦσες νὰ πάθεις μεγάλη ζημιά. Αὐτό, ποὺ ἔπαθες εἶναι μικρό, σχεδὸν τίποτε, οὔτε νὰ τὸ συζητᾶς. Ὁ Θεὸς σὲ λυπήθηκε».
Στὴν ἑπόμενη συναντησή μας μοῦ ἔδωσε λεπτομερεῖς ὁδηγίες, ὅπως ἕνας στοργικὸς πατέρας στὸ παιδί του:
«Νὰ προσέχεις τὴ δίαιτά σου, νὰ μὴ τρῶς τροφές, ποὺ πειράζουν τὴν πάθησή σου καὶ παχαίνουν. Νὰ μὴ μένεις πολλὲς ὧρες στὸ κρεβάτι, γιατί θὰ ξαναρρωστήσεις.
Νὰ κινῆσαι, νὰ ἀσκῆσαι, ἀλλὰ μὲ μέτρο.
Νὰ περπατᾶς, ἀλλὰ οὔτε πολὺ γρήγορα οὔτε πολὺ ἀργά, οὔτε σὲ ἀνηφοριὲς οὔτε σὲ κατηφοριές, οὔτε σὲ μεγάλο ὑψόμετρο οὔτε σὲ μικρό.
Νὰ βαδίζεις, μὲ κανονικὸ ρυθμό, σὲ ἴσιο μέρος, χωρὶς νὰ κουράζεσαι.
Νὰ βγαίνεις ἔξω. Δὲν θὰ σοῦ πῶ ποῦ νὰ πᾶς, πήγαινε ὅπου σ’ ἀρέσει, φθάνει νὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μακριὰ ἀπὸ τὰ καυσαέρια, ποὺ σὲ βλάπτουν πολὺ στὴν ὑγεία σου.
Νὰ μὴ βγαίνεις ἔξω στὸ πολὺ κρύο καὶ στὴν πολλὴ ζέστη.
Ὅταν βγαίνεις στὸ κρύο, νὰ κρατᾶς ἕνα μαντήλι μπροστὰ στὴ μύτη καὶ τὸ στόμα σου, γιὰ νὰ μὴν ἀναπνέεις ψυχρὸ ἀέρα καὶ στὴ ζέστη νὰ φορᾶς καπέλλο γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράζει ὁ ἥλιος στὸ κεφάλι. Νὰ προσέξεις πολὺ τὴν ψυχικὴ πίεση καὶ τὸ ἄγχος, ποὺ αἰσθάνεσαι στὴν ἐργασία σου.
Ξέρω, ὅτι ἐκεῖ δὲν σὲ πιέζουν, καὶ ἐξωτερικὰ φαίνεσαι ἤρεμος, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ καταπιέζεις μόνος σου τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήσεις ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ νὰ ἀποδώσεις καλύτερη καὶ περισσότερη ἐργασία. Εἶδες τώρα, ποὺ πῆρες ἀναρρωτικὴ ἄδεια καὶ ἔμεινες ἀρκετὲς μέρες μακριὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐργασία σου, πόσο ἠρέμησες ἐσωτερικά;
Ὅταν θὰ κάνεις ἄλλου εἴδους ἐργασία, δὲν θὰ ἔχεις ἄγχος. Νὰ διαβάζεις πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ προσεύχεσαι. Πρὸ πάντων νὰ μὴ στενοχωριέσαι. Ἔτσι ἡ ὑγεία σου θὰ πάει καλύτερα. Ὅσο πιὸ πολὺ θὰ ἀγαπᾶς τὸ Χριστό, τόσο πιὸ πολὺ θὰ χαίρεσαι καὶ τόσο πιὸ λίγο θὰ στενοχωριέσαι. Ὅλα νὰ τὰ κάνεις μὲ ἀγάπη καὶ εὐχαρίστηση, χωρὶς πίεση καὶ ἄγχος. Νὰ παίρνεις καὶ τὰ φάρμακά σου, ἴσως κάποτε τὰ πετάξεις κι᾿ αὐτά».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κων/νου Γιαννιτσιώτη “Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο“.
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Made @ Home»: Τι έχει σήμερα το μενού;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ