2018-01-24 15:07:25
Φωτογραφία για Μενέλαος Λουντέμης: Ο Μάξιμ Γκόρκι της Ελλάδας - Ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας
Ηταν 22 Ιανουαρίου 1977, όταν ο πιο πολυδιαβασμένος και ίσως ο πλέον αγαπημένος συγγραφέας των Ελλήνων, ο Μενέλαος Λουντέμης, έφευγε από τη ζωή. Είχε μόλις ένα χρόνο επιστρέψει από την Ρουμανία, την εξορία στην οποία τον οδήγησαν στρατοδίκες είκοσι χρόνια νωρίτερα.

Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70.

Γεννήθηκε το 1906 ή κατ' άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.


Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.

Ωστόσο, φαίνεται πως οι προφανείς λόγοι της αποβολής του Λουντέμη απ’ όλα τα Γυμνάσια της χώρας, δεν ήταν ακραιφνώς πολιτικοί, δηλαδή δεν είχαν να κάνουν ευθέως με την ένταξή του στην αριστερά, αν και ο ίδιος πίστευε πως οι καθηγητές τον είχαν βάλει στο μάτι για τις επαναστατικές ιδέες του.

Οπως διαβάζουμε στο dimitrisdamaskinos.blogspot.gr ο Λουντέμης, από την Γ’ Γυμνασίου είχε αρχίσει να σκαρώνει στιχουργήματα που άρεσαν τόσο στη μαθητική διανόηση του σχολείου του που ανακήρυξαν τον δειλό στιχοπλόκο τους «ποιητή του Γυμνασίου».

Ο Γυμνασιάρχης, ωστόσο, έψαχνε αφορμή να τον εκδιώξει από το σχολείο, όπως θα γράψει ο Λουντέμης χρόνια μετά: …Αλλά όπως αποδεικνύεται συνέχεια, επί αιώνες, ο άνθρωπος κάθεται στα θρανία για να μη μάθει ανθρωπιά. Ο Γυμνασιάρχης μας έξαφνα που κάθισε περισσότερο απ’ όλους μας στα θρανία αποδείχθηκε γνήσιος μισάνθρωπος. Λεγόταν δα και «Μικρού». Σε λίγο ανακάλυψε φρίττοντας ότι «τα στιχουργικά τούτα πονήματα είναι περιεχομένου άκρως ανήθικου. Προς επίρρωσιν 13 δε τούτου αρκεί και εν μόνον βλέμμα. Είναι γραμμένα εις γλώσσαν βαρβαρικήν, ήτοι την διάλεκτον των χαμινιών και των εκφορτωτών». Γι’ αυτό πρώτος ύψωσε το λάβαρο της εκστρατείας για την αποβολή μου. Άργησε λίγο, αλλά στο τέλος το πέτυχε 14.

Η αφορμή βρέθηκε στην Δ΄ τάξη του εξατάξιου τότε Γυμνασίου, όταν ο Λουντέμης «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους, όπως σημειώνεται στο Γενικό Έλεγχο του σχολείου, και αποβλήθηκε απ’ όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Ο λόγος ήταν πως τσακώθηκε με έναν καθηγητή του. «Με πρόσβαλε και τον έβρισα», θα πει τότε ο Δημήτριος (Τάκης) Βαλασιάδης στο συμβούλιο των καθηγητών. Σύμφωνα με τον Φώτη Σιούμπουρα: ο καθηγητής μίλησε ειρωνικά γι’ αυτόν και διάβασε μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας ένα ερωτικό γράμμα του νεαρού, ευαίσθητου μαθητή, που είχε αρπάξει από τα χέρια μαθήτριας.

Μετά απ’ αυτό τα παρατάει όλα και φεύγει από την Καράτζοβα (περιοχή του νομού Πέλλας). Τράβηξε για τη Θεσσαλονίκη και μετά στα Βραστά της Χαλκιδικής, έχοντας μαζί του πάντα το πρώτο του ερωτικό ποίημα που είχε γράψει για εκείνη τη συμμαθήτριά του. Την Αγράμπελη:

Μου πες να σ’ το φυλάξω στο συρτάρι μου για σένα

αυτό το κόκκινο βιβλίο

μα εγώ αντί για ένα στο συρτάρι μου

σου ’χω βιβλία φυλαγμένα δύο.

Στο ’να θα βρεις άνοστα στορήματα

και στ’ άλλο -Αχ, δεν θέλω να σ’ το πω!-

με κόκκινη μελάνη σαν κεντήματα

τη λέξη θα διαβάσεις «σ’ αγαπώ».

Θύμωσε αν θέλεις ύστερα και μάλωσε

και βρίσε με και σκισ’ το απ’ άκρη σ’ άκρη,

μ’ αυτό θα ξαναζήσει αν θέλεις -πες μου το-

… αν θέλεις να του στάξεις ένα δάκρυ.

Είμαι φτωχός, φτωχή καρδιά, φτωχό μυαλό,

τι θέλεις να σου πω;

Τα χείλη της καρδιάς μια λέξη

ξέρουνε, τη λέξη «σ’ αγαπώ».

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».

Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά.

Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».

Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.

Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» αναφέρονται «….προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας….». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».

Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Άγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».

Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ για τον Λουντέμη. Εκπατρίζεται στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι...μιά ρετσίαν..», έγραφε σ' ένα φίλο του. Μετά την μεταπολίτευση ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον «ερασιτεχνικό» τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δε τον ενδιαφέρει η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Το έργο του εντάσσεται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (Κνουτ Χάμσουν, Μαξίμ Γκόργκι, Παναΐτ Ιστράτι κ.ά.): ρεαλιστική απεικόνιση τοπίων και προσώπων με έντονη αισθηματολογία, που αγγίζει κάποτε το μελοδραματισμό, βιωματική γραφή, ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία.

Στη λογοτεχνία του Λουντέμη δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ' ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο - αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου του έρωτα και της δυστυχίας του κόσμου. Μέρος της κριτικής (Ζήρας) του καταλογίζει τεχνικές και εκφραστικές ατέλειες, στρατευμένο ύφος που αποβαίνει σε βάρος της οικονομίας της, αφήγησης, αλλά αναγνωρίζει τον λυρικό του οίστρο. Κάποιοι άλλοι θεωρούν το έργο του απολύτως ξεπερασμένο σήμερα, καθώς αναφέρεται σ' ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια

Ποιήματα του Λουντέμη μελοποίησαν οι αδερφοί Κατσιμίχα («Ερωτικό Κάλεσμα») και ο συνθέτης Σπύρος Σαμοίλης («Οι κερασιές θ' ανθίσουνε και φέτος») με ερμηνευτή τον Αντώνη Καλογιάννη.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ