2018-01-28 15:48:25
Μετά τον ατυχή, για την Ελλάδα, πόλεμο του 1897, οι Βούλγαροι με εντατικότερο ρυθμό από πριν, εξαπέλυσαν τις ένοπλες ομάδες τους κατά του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Από το 1899 και μετά
Βουλγαρικές συμμορίες εξορμούν στις περιοχές Τζουμαγιάς, Πετριτσίου, Κιλκίς, Γευγελής, Βελεσσών, Μοναστηρίου κλπ. Αυτές δεν συγκρούονται με Τούρκους, αλλά χτυπούν αποκλειστικά σχεδόν Έλληνες ή Γραικομάνους, σλαβόφωνους, δηλαδή, που εξακολουθούσαν να μένουν πιστοί στο Πατριαρχείο με σκοπό να τους προσηλυτίσουν στην Εξαρχία και να τους παρουσιάσουν ως Βουλγάρους.
Ο Σταύρος Λυγερός στο βιβλίο του « Σκόπια το αγκάθι της Βαλκανικής» ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1992 στη Σελίδα 31 γράφει: Οι Βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία βασίζονταν περισσότερο στην ομιλούμενη γλώσσα, ενώ παρέκαμπταν το σημαντικότερο ίσως στοιχείο, την εθνική συνείδηση των σλαβόφωνων κατοίκων.
Οι σλαβόφωνοι, περισσότερο από κάθε άλλη γλωσσική ομάδα, υπήρξαν «το μήλο της έριδος». Ήταν Έλληνες και έτσι αισθάνονταν με κριτήριο το θρήσκευμα και το φρόνημα, ενώ τους διεκδικούσαν, οι Βούλγαροι πρωτίστως και οι Σκοπιανοί δευτερευόντως, με κριτήριο τη γλώσσα.
Τους Έλληνες σλαβόφωνους οι Βούλγαροι τους αποκαλούσαν Γραικομάνους, δηλαδή, «Ελληνομανείς», επειδή παρέμειναν πιστοί στον Ελληνισμό και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 1883, παρά την ανάπτυξη του Βουλγαρικού Εθνικισμού αλλά και της Βουλγαρικής Εξαρχίας η κατάσταση στις Μητροπόλεις της Βόρειας Επαρχίας ήταν η εξής:
Μητρόπολη Αχρίδας και Πρεσπών:
Πατριαρχικές οικογένειες 3030.
Εξαρχικές « 6003
Μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστηρίου)
Πατριαρχικές οικογένειες 6459
Εξαρχικές « 4980
Μητρόπολη Μολγενών( Φλώρινας)
Πατριαρχικές οικογένειες 2433
Εξαρχικές « 694
Η πλειοψηφία των Πατριαρχικών ήταν βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι Γραικομάνοι.
Για τους Γραικομάνους οι Βούλγαροι έτρεφαν ιδιαίτερα αισθήματα αφού ήταν σίγουροι ότι θα εκδήλωναν φιλοβουλγαρικές θέσεις λόγω της γλώσσας. Και όταν αυτό δεν έγινε, η οργή τους ξέσπασε σε ένα όργιο σφαγών και διώξεων. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν από τους κομιτατζήδες, που έμπαιναν στα χωριά και χωρίς έλεος κατέστρεφαν και έκαιγαν οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ελληνισμό.
Πλήρωναν οι σλαβόφωνοι επειδή αμύνονταν υπέρ της πίστης τους στον Ελληνισμό. Αμύνονταν παθητικά, καρτερικά. Ανέβαιναν στην αγχόνη, ρίχνονταν σε αναμμένους φούρνους, γδέρνονταν ζωντανοί, αλλά δεν προσκυνούσαν.
Το φαινόμενο ήταν ανεξήγητο για τους Βουλγάρους, που πίστεψαν ότι η όμοια περίπου γλώσσα, μπορούσε να αποβεί και ο καθοριστικός σύνδεσμος, η σφραγίδα στην εθνική ταυτότητα. Ήταν λάθος.
Εξίσου, ανεξήγητο, στάθηκε το φαινόμενο και στην Αθήνα, για τα σκληρά κολάρα των φραγκοθρεμμένων, που πίστεψαν και πιστεύουν ακόμη, ανόητα, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός, έπρεπε να είναι κατευθείαν όμοιος, με τους αρχαίους Μακεδόνες του Αλέξανδρου.
Στη ψυχή, στην πίστη, στα ήθη και στα έθιμα, ήταν. Αλλά όχι και στη γλώσσα, για όλους τους Μακεδόνες.
Η Αθήνα ξεχνούσε και ακόμα ξεχνάει, ότι ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο και στο σύγχρονο, μεσολάβησαν δύο χιλιάδες χρόνια και πέρασαν από την Μακεδονία τρεις Αυτοκρατορίες:
Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική. Συνεπώς και κάποια άλλη γλώσσα έπρεπε να χρησιμοποιούν οι Μακεδόνες για να συνεννοούνται με τα αλλόγλωσσα φύλα, που πηγαινοέρχονταν διαρκώς πάνω στη γη τους. Λατινικά για τους Ρωμαίους, Σλαβικά για τους Βουλγάρους και τους Σκοπιανούς, Αρβανίτικα για τους Αρβανίτες και Τούρκικα για τους Οθωμανούς.( Σχετικό το βιβλίο του Ν. Μέτρζου « Εμείς οι Μακεδόνες» ΣΙΔΕΡΗΣ Αθήνα, 1987, σελίδες 118,119).
Στη γλώσσα λοιπόν σλαβόφωνοι, ενώ στην καρδιά και στο νου Έλληνες και όχι «Ελληνίζοντες». Γιατί, με το κριτήριο της γλώσσας, θα έπρεπε να είναι ελληνίζων πχ. ο βλαχόφωνος ο Ρήγας Φεραίος, οι βλαχόφωνοι Πρωθυπουργοί Σπ. Λάμπρος και Ιωάννης Κωλέττης, οι βλαχόφωνοι πρωτομάρτυρες της εθνεγερσίας Γεωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, ο βλαχόφωνος ιστορικός Νικ. Κασομούλης, οι βλαχόφωνοι εθνικοί ευεργέτες Σίνας, Ζάππας, Στουρνάρας, Αβέρωφ, Μπάγκας, Μπέλλιος, Δούμπας, Τοσίτσας κλπ. στους οποίους η Ελληνικά πρωτεύουσα χρωστάει όσα έχει, όπως:
Το Ζάππειο Μέγαρο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Πανεπιστήμιο, την Αρχαιολογική Εταιρεία, την Ακαδημία Αθηνών, την Εθνική Τράπεζα και τον ίδιο τον Μακεδονικό Αγώνα.
Εξέχοντες Έλληνες πολιτικοί, ποιητές, καθηγητές, δάσκαλοι, μητροπολίτες, βουλευτές, τραπεζίτες, καλλιτέχνες, όλοι αγωνιστές ήσαν σλαβόφωνοι.
Με το ίδιο επίσης κριτήριο της γλώσσας «ελληνίζοντες» - αρβανοτόφωνοι- ήσαν οι Σουλιώτες, οι Μποτσαραίοι, ο Μιαούλης, οι Υδραίοι, οι Κουντουριώτιδες κλπ.
Η αμάθεια συναγωνίζεται την ηλιθιότητα και η ηλιθιότητα την εμπάθεια.
Αλλά οι Μακεδόνες αδιαφόρησαν και στάθηκαν όρθιοι. Αυτοί πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Ελλάδα, χωρίς, συχνά, να ξέρουν ούτε μια Ελληνική λέξη. Οι ίδιοι άλλωστε είχαν κρατήσει ζωντανό από το 1878 μέχρι το 1903, το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία, ιδίως στην Βορειοδυτική.
Αυτόν τον σλαβόφωνο Μακεδονικό Ελληνισμό, έσπευσαν πρόθυμα, βάναυσα και χυδαία, να τον ονομάσουν «Βουλγαρικό», οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους και της μορφωμένης κοινωνίας, οι Χωροφύλακες, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόλις έφθαναν μετά την απελευθέρωση στη Μακεδονία. Ήταν εκπληκτικό το εθνικό έγκλημα, αλλά αληθινό.
Ο Μέρτζος λέει: Πέρα από έγκλημα ήταν κάτι χειρότερο: ήταν λάθος.
Συχνά, σε ορισμένες περιοχές, σε βάρος του δίγλωσσου Μακεδονικού Ελληνισμού, πολλοί αδαείς εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους στην Μακεδονία, δημιούργησαν, μετά την απελευθέρωση, ένα ρατσιστικό καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Σε τέτοιο έδαφος έπεσε πάλι ο σπόρος της Βουλγαρικής προπαγάνδας, κατά την περίοδο 1912-1943, όποτε όργανα του Ελληνικού κράτους, έχριζαν με τη βία «Βουλγάρους» τους μέχρι αυτοθυσίας πιστούς στην Ελλάδα Μακεδόνες.
Όταν κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε καταλυθεί το Ελληνικό κράτος και το Ε.Α.Μ. εξέπεμψε το κήρυγμα της εθνικής αλλά και της κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν είναι περίεργο ότι σλαβόφωνοι χωρικοί πήραν τα όπλα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες παρέμειναν πιστοί στο Έθνος, υπέμειναν καρτερικά όλα τα μαρτύρια, τις απειλές, τις συμφορές και αγωνίσθηκαν ακλόνητοι στην πρώτη γραμμή του πυρός, για να μείνει η Μακεδονία Ελληνική και οι ίδιοι Έλληνες.
Για τι μέσα στην καρδιά τους, την Ελλάδα δεν εκπροσωπούσε κανένας χωροφύλακας ή δημόσιος υπάλληλος ή άλλος αξιωματούχος. Την εκπροσωπούσε η αγάπη τους και η σημαία. Την έβλεπαν οι αδελφοί Έλληνες που είχαν έλθει στη Μακεδονία, στο πλευρό τους και πολέμησαν και έπεσαν για την ελευθερία τους. Πάνω απ’ όλους ο Παύλος Μελάς. Αυτός βίωσε την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αγάπη, αρετές υπέρτατες, με τις οποίες οι Μακεδόνες ταύτισαν και ταυτίζουν την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι δεν θα είχε γίνει τίποτα χωρίς την θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων Μακεδόνων, οι οποίοι κράτησαν την θέση τους και προετοίμασαν το έδαφος, ως τα 1904, μέχρι την άφιξη των πρώτων Ελληνικών σωμάτων.
Η απάντηση έρχεται από τον Ρώσο ιστορικό ΓΚΟΛΟΥΜΠΙΝΣΚΙ , που στο βιβλίο του « PET ESQUIRE DES EGLISES ORTHODOXIES, BULGARIA, SERVEET ROMAINE» σελ. 176 , γράφει «οι δήθεν αυτοί Έλληνες, έτρεφαν εναντίον κάθε τι που ήταν Βουλγαρικό ή Σλαβικό, μίσος αδυσώπητο και περιφρόνηση πλέον έντονη, απ’ όσο έτρεφαν εναντίον του ο πραγματικοί Έλληνες.
Επίσης ο Ιταλός Giovanni AMADORI- VIRGILI στο βιβλίο του « LA QUESTIONED REMEDIATE ( MACEDONIA, VECCHIASERBIA, ALBANIA, EPIRUS) ET LA POLITICAL ITALIANA» που εκδόθηκε το 1908 και είναι το πρώτο στη σειρά της Ιταλικής βιβλιοθήκης για την εξωτερική πολιτική, αναφερόμενος στους Σλαβόφωνους έγραφε τα εξής:
« Οι Σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας εκφράζουν με την αφοσίωσή τους στις Ελληνικές παραδόσεις, στον πολιτισμό και στα πατριωτικά τους αισθήματα, την σθεναρή τους βούληση να είναι Έλληνες».
Ο γνωστός Άγγλος ιστορικός DOUGLASDAKIN αναφερόμενος στους δίγλωσσους σημειώνει:
«χωρίς προσπάθειες του ντόπιου πληθυσμού, τα ανταρτικά σώματα που οργανώνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα και περνούσαν στη Μακεδονία, δεν θα είχαν την παραμικρή δυνατότητα, όχι δράσης, αλλά ούτε και επιβίωσης».
Ο Γάλλος δημοσιογράφος PAILLARES MICHEL επισκέφθηκε την Μακεδονία και στο βιβλίο του « L IMBROGLIO MACEDONIAN. PARIS 1907, που έγραψε όταν επέστρεψε στο Παρίσι, αναφέρει:
« Τι με ενδιαφέρουν οι εθνολογικές και γλωσσολογικές θεωρίες; Τι με ενδιαφέρουν αν τα θύματα του Κομιτάτου, ομιλούν Ελληνικά, Κουτσοβλαχικά, Βουλγαρικά ή Τουρκικά; Ό,τι με ενδιαφέρει είναι ότι όλοι αυτοί οι Μακεδόνες, ανεξάρτητα από την γλώσσα που ομιλούν προτιμούν να σταυρωθούν από τους Βουλγάρους, παρά να αρνηθούν τον Ελληνισμό τους. Όσον με αφορά δεν χρειάζομαι άλλες αποδείξεις. Οι άσημοι αυτοί ήρωες είναι ΕΛΛΗΝΕΣ και κλίνω το γόνυ προ του υπέρτατου μεγαλείου τους».
Οι «Γραικομάνοι» ή κατ’ άλλους οι Σλαβόφωνοι ή οι δίγλωσσοι ή οι ντόπιοι, αντιστάθηκαν στους Βουλγάρους και στάθηκαν ισάξια, με εξαίρετους ηγέτες, κοντά στους Αξιωματικούς που στάλθηκαν από την Ελλάδα για τον Μακεδονικό Αγώνα. Και παραπλεύρως του ονόματος του Παύλου Μελά, στις ίδιες χρυσές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, γράφτηκαν τα ονόματα των Σλαβόφωνων οπλαρχηγών, που έπεσαν στον Αγώνα: Του Κώττα, του Νίκου Πίρζα, του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Δημήτρη Νταλίπη, του Παύλου Κύρου, του Παύλου Ρακοβίτη, του Μητρούση Γκογκολάκη, των αδελφών Δουγιάμα και εκατοντάδων άλλων.
Από την άλλη πλευρά ορισμένοι έχουν αντίθετη άποψη, όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης που στο βιβλίο του « Οι λαοί των Βαλκανίων» εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1994, σελίδα 162, υποστηρίζει ότι:
Στον Μακεδονικό Αγώνα προκύπτει το παράδοξο Βούλγαροι
( εννοούν τους δίγλωσσους) να κυνηγούν Βούλγαρους και Βούλγαροι να δουλεύουν για τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων, ενώ τα μισά περίπου πρωτοπαλίκαρα του Μακεδονικού Αγώνα ήταν Βούλγαροι που αγωνίζονταν δίπλα -δίπλα με τους Έλληνες».
Όμως την απάντηση την έχουν δώσει σε όλους αυτούς οι ίδιοι οι δίγλωσσοι, οι σλαβόφωνοι. Σε υπόμνημα που υπέβαλαν οι κάτοικοι του Μοναστηρίου, προς τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ντελκασέ, ο οποίος διετέλεσε Πρεσβευτής της Γαλλίας, στην Πετρούπολη, έγραψαν το 1905 τα εξής:
« Όχι δεν είμεθα Βούλγαροι, είμεθα Έλληνες! Λαλούμεν Ελληνιστί, Βλαχιστί, Αλβανιστί ή Βουλγαριστί, αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητήσει τούτο».
Το μεγαλείο αυτό του Μακεδονικού Ελληνισμού, τόσο των σλαβόφωνων και αρβανιτόφωνων αστικών και ημιαστικών πληθυσμών, μπορεί να αναζητηθεί στην καρτερικότητα τους και στην μοναδική τους αντοχή απέναντι στα ατέλειωτα δεινοπαθήματα.
Ακόμη και Έλληνες Πρόξενοι της Μακεδονία, απορούσαν και θαύμαζαν το κουράγιο τους. Χωρίς υπερβολή, το φαινόμενο αυτό, δεν παρατηρήθηκε σε καμία άλλη υπόδουλη Ελληνική Επαρχία στα χρονικά της νεοελληνικής ιστορίας.
Στην μακραίωνη Τουρκική κατοχή της Μακεδονίας, ήδη από τα τέλη του 14ουαιώνα, προστέθηκαν μετά το 1897 και οι Βουλγαρικές προσπάθειες για την φυσική εξόντωση των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και την ολοκληρωτική εθνολογική αλλοίωση της μεγάλης αυτής Ευρωπαϊκή επαρχίας του τότε Οθωμανικού κράτους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό του Μακεδονικού Ελληνισμού. Χωρία ολόκληρα, που για μήνες ή και για χρόνια βρίσκονταν φαινομενικά προσηλωμένα στην Εξαρχία, με τα πρώτα δείγματα της πρόωρης ένοπλης Ελληνικής κινητοποίησης, φανέρωναν την Ελληνική εθνική τους ταυτότητα και οι κάτοικοι επέστρεφαν βαθμιαία και πάλι στο Πατριαρχείο.
Ήταν αδύνατο πραγματικά να ξεριζωθεί η Ελληνική συνείδηση των ξενόφωνων πληθυσμών τη μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας, διότι, όπως χαρακτηριστικά υπογράμμιζε ο Κωνσταντίνος Πηχεών, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του πατέρα του Αναστασίου:
«… Αυτοί ( οι ξενόφωνοι), που περισσότερον εδοκιμάσθησαν και εβασανίσθησαν και επικράνθησαν μη ανεχόμενοι την ύβριν πολλών από τους ομογενείς, οι οποίοι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν εδίσταζον να εκφράσουν αμφιβολίες δια την Ελληνικότητά των, ενώ προ πάντων αυτοί ήσαν ο στόχος των προπαγανδών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το αλλόγλωσσον επεδίωκον να παρασύρουν αυτούς εις τα δίκτυά των, δια να εξασθενήσουν και μειώσουν τον Ελληνομακεδονικόν πληθυσμόν αφ’ ενός και αφ ετέρου να παρουσιάζουν τους ξενόφωνους ως πραγματικούς Βούλγαρους ή Αρουμούνους.
Είναι οι ξενόφωνοι εκείνοι, δια τους οποίους δεν ημπορούμεν να κρύψωμεν, τον θαυμασμόν δια την ανεπηρέαστον και αμετάτρεπτον Ελληνικήν συνείδησιν, που επέδειξαν, δια το σταθερόν και ηρωϊκόν φρόνημα, το οποίον συνέταξαν, δια το ακατάβλητον θάρρος, με το οποίο υπέρ της Ελληνικότητας αυτών ηγωνίσθησαν και πολλοί εθυσιάσθησαν.
Οι ξενόφωνοι Έλληνες, των οποίων όσοι ήμεθα απόγονοι δικαιούμεθα να είμαστε υπερήφανοι, είναι εξακριβωμένον ότι κατά τους εθνικούς αγώνας εν Μακεδονία, υπερέβαλον εις πολλάς ενεργείας τους Ελληνόφωνους ομοφύλους των».
Ας σημειωθεί ότι οι συμπαγείς σλαβόφωνοι ελληνικοί αγροτικοί πληθυσμοί στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στα πολυάριθμα χωριά του Μοναστηρίου και Μοριχόβου, δημιούργησαν τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και προετοίμασαν το έδαφος για την ευτυχή έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. Χωρίς τους πολυάριθμους αυτούς σλαβόφωνους Έλληνες, τους «Γραικομάνους» της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, δεν θα είχε αναπτυχθεί ελληνικό αντάρτικο κίνημα και δεν θα παρέμεινε η Μακεδονία Ελληνική.
Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του « Το Μακεδονικό ζήτημα» εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1989, γράφει στη σελίδα 24:
Η συμβολή τους ( εννοεί τους δίγλωσσους) στην Ελληνική κινητοποίηση υπήρξε ανεκτίμητη και μοναδική, διότι αυτοί κράτησαν τον αγώνα στην ύπαιθρο, έζησαν από κοντά τις θλιβερές επιπτώσεις της κορύφωσης των εθνικών ανταγωνισμών και θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες για την διάσωση της ελληνικότατης Μακεδονίας.
Τελειώνοντας το κουραστικό αυτό και φλύαρο άρθρο θα ήθελα να το προσφέρω σ’ αυτούς που στα γήπεδα φωνάζουν τους βόρειους «Βούλγαρους» αλλά και στην ωχαδερφική πολιτεία που τους ανέχεται.
_
bloko
Βουλγαρικές συμμορίες εξορμούν στις περιοχές Τζουμαγιάς, Πετριτσίου, Κιλκίς, Γευγελής, Βελεσσών, Μοναστηρίου κλπ. Αυτές δεν συγκρούονται με Τούρκους, αλλά χτυπούν αποκλειστικά σχεδόν Έλληνες ή Γραικομάνους, σλαβόφωνους, δηλαδή, που εξακολουθούσαν να μένουν πιστοί στο Πατριαρχείο με σκοπό να τους προσηλυτίσουν στην Εξαρχία και να τους παρουσιάσουν ως Βουλγάρους.
Ο Σταύρος Λυγερός στο βιβλίο του « Σκόπια το αγκάθι της Βαλκανικής» ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 1992 στη Σελίδα 31 γράφει: Οι Βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία βασίζονταν περισσότερο στην ομιλούμενη γλώσσα, ενώ παρέκαμπταν το σημαντικότερο ίσως στοιχείο, την εθνική συνείδηση των σλαβόφωνων κατοίκων.
Οι σλαβόφωνοι, περισσότερο από κάθε άλλη γλωσσική ομάδα, υπήρξαν «το μήλο της έριδος». Ήταν Έλληνες και έτσι αισθάνονταν με κριτήριο το θρήσκευμα και το φρόνημα, ενώ τους διεκδικούσαν, οι Βούλγαροι πρωτίστως και οι Σκοπιανοί δευτερευόντως, με κριτήριο τη γλώσσα.
Τους Έλληνες σλαβόφωνους οι Βούλγαροι τους αποκαλούσαν Γραικομάνους, δηλαδή, «Ελληνομανείς», επειδή παρέμειναν πιστοί στον Ελληνισμό και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 1883, παρά την ανάπτυξη του Βουλγαρικού Εθνικισμού αλλά και της Βουλγαρικής Εξαρχίας η κατάσταση στις Μητροπόλεις της Βόρειας Επαρχίας ήταν η εξής:
Μητρόπολη Αχρίδας και Πρεσπών:
Πατριαρχικές οικογένειες 3030.
Εξαρχικές « 6003
Μητρόπολη Πελαγονίας (Μοναστηρίου)
Πατριαρχικές οικογένειες 6459
Εξαρχικές « 4980
Μητρόπολη Μολγενών( Φλώρινας)
Πατριαρχικές οικογένειες 2433
Εξαρχικές « 694
Η πλειοψηφία των Πατριαρχικών ήταν βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι Γραικομάνοι.
Για τους Γραικομάνους οι Βούλγαροι έτρεφαν ιδιαίτερα αισθήματα αφού ήταν σίγουροι ότι θα εκδήλωναν φιλοβουλγαρικές θέσεις λόγω της γλώσσας. Και όταν αυτό δεν έγινε, η οργή τους ξέσπασε σε ένα όργιο σφαγών και διώξεων. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν από τους κομιτατζήδες, που έμπαιναν στα χωριά και χωρίς έλεος κατέστρεφαν και έκαιγαν οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ελληνισμό.
Πλήρωναν οι σλαβόφωνοι επειδή αμύνονταν υπέρ της πίστης τους στον Ελληνισμό. Αμύνονταν παθητικά, καρτερικά. Ανέβαιναν στην αγχόνη, ρίχνονταν σε αναμμένους φούρνους, γδέρνονταν ζωντανοί, αλλά δεν προσκυνούσαν.
Το φαινόμενο ήταν ανεξήγητο για τους Βουλγάρους, που πίστεψαν ότι η όμοια περίπου γλώσσα, μπορούσε να αποβεί και ο καθοριστικός σύνδεσμος, η σφραγίδα στην εθνική ταυτότητα. Ήταν λάθος.
Εξίσου, ανεξήγητο, στάθηκε το φαινόμενο και στην Αθήνα, για τα σκληρά κολάρα των φραγκοθρεμμένων, που πίστεψαν και πιστεύουν ακόμη, ανόητα, πως ο Μακεδονικός Ελληνισμός, έπρεπε να είναι κατευθείαν όμοιος, με τους αρχαίους Μακεδόνες του Αλέξανδρου.
Στη ψυχή, στην πίστη, στα ήθη και στα έθιμα, ήταν. Αλλά όχι και στη γλώσσα, για όλους τους Μακεδόνες.
Η Αθήνα ξεχνούσε και ακόμα ξεχνάει, ότι ανάμεσα στον αρχαίο κόσμο και στο σύγχρονο, μεσολάβησαν δύο χιλιάδες χρόνια και πέρασαν από την Μακεδονία τρεις Αυτοκρατορίες:
Η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική. Συνεπώς και κάποια άλλη γλώσσα έπρεπε να χρησιμοποιούν οι Μακεδόνες για να συνεννοούνται με τα αλλόγλωσσα φύλα, που πηγαινοέρχονταν διαρκώς πάνω στη γη τους. Λατινικά για τους Ρωμαίους, Σλαβικά για τους Βουλγάρους και τους Σκοπιανούς, Αρβανίτικα για τους Αρβανίτες και Τούρκικα για τους Οθωμανούς.( Σχετικό το βιβλίο του Ν. Μέτρζου « Εμείς οι Μακεδόνες» ΣΙΔΕΡΗΣ Αθήνα, 1987, σελίδες 118,119).
Στη γλώσσα λοιπόν σλαβόφωνοι, ενώ στην καρδιά και στο νου Έλληνες και όχι «Ελληνίζοντες». Γιατί, με το κριτήριο της γλώσσας, θα έπρεπε να είναι ελληνίζων πχ. ο βλαχόφωνος ο Ρήγας Φεραίος, οι βλαχόφωνοι Πρωθυπουργοί Σπ. Λάμπρος και Ιωάννης Κωλέττης, οι βλαχόφωνοι πρωτομάρτυρες της εθνεγερσίας Γεωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, ο βλαχόφωνος ιστορικός Νικ. Κασομούλης, οι βλαχόφωνοι εθνικοί ευεργέτες Σίνας, Ζάππας, Στουρνάρας, Αβέρωφ, Μπάγκας, Μπέλλιος, Δούμπας, Τοσίτσας κλπ. στους οποίους η Ελληνικά πρωτεύουσα χρωστάει όσα έχει, όπως:
Το Ζάππειο Μέγαρο, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Παναθηναϊκό Στάδιο, το Πανεπιστήμιο, την Αρχαιολογική Εταιρεία, την Ακαδημία Αθηνών, την Εθνική Τράπεζα και τον ίδιο τον Μακεδονικό Αγώνα.
Εξέχοντες Έλληνες πολιτικοί, ποιητές, καθηγητές, δάσκαλοι, μητροπολίτες, βουλευτές, τραπεζίτες, καλλιτέχνες, όλοι αγωνιστές ήσαν σλαβόφωνοι.
Με το ίδιο επίσης κριτήριο της γλώσσας «ελληνίζοντες» - αρβανοτόφωνοι- ήσαν οι Σουλιώτες, οι Μποτσαραίοι, ο Μιαούλης, οι Υδραίοι, οι Κουντουριώτιδες κλπ.
Η αμάθεια συναγωνίζεται την ηλιθιότητα και η ηλιθιότητα την εμπάθεια.
Αλλά οι Μακεδόνες αδιαφόρησαν και στάθηκαν όρθιοι. Αυτοί πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την Ελλάδα, χωρίς, συχνά, να ξέρουν ούτε μια Ελληνική λέξη. Οι ίδιοι άλλωστε είχαν κρατήσει ζωντανό από το 1878 μέχρι το 1903, το επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία, ιδίως στην Βορειοδυτική.
Αυτόν τον σλαβόφωνο Μακεδονικό Ελληνισμό, έσπευσαν πρόθυμα, βάναυσα και χυδαία, να τον ονομάσουν «Βουλγαρικό», οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους και της μορφωμένης κοινωνίας, οι Χωροφύλακες, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόλις έφθαναν μετά την απελευθέρωση στη Μακεδονία. Ήταν εκπληκτικό το εθνικό έγκλημα, αλλά αληθινό.
Ο Μέρτζος λέει: Πέρα από έγκλημα ήταν κάτι χειρότερο: ήταν λάθος.
Συχνά, σε ορισμένες περιοχές, σε βάρος του δίγλωσσου Μακεδονικού Ελληνισμού, πολλοί αδαείς εκπρόσωποι του Ελληνικού κράτους στην Μακεδονία, δημιούργησαν, μετά την απελευθέρωση, ένα ρατσιστικό καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Σε τέτοιο έδαφος έπεσε πάλι ο σπόρος της Βουλγαρικής προπαγάνδας, κατά την περίοδο 1912-1943, όποτε όργανα του Ελληνικού κράτους, έχριζαν με τη βία «Βουλγάρους» τους μέχρι αυτοθυσίας πιστούς στην Ελλάδα Μακεδόνες.
Όταν κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε καταλυθεί το Ελληνικό κράτος και το Ε.Α.Μ. εξέπεμψε το κήρυγμα της εθνικής αλλά και της κοινωνικής απελευθέρωσης, δεν είναι περίεργο ότι σλαβόφωνοι χωρικοί πήραν τα όπλα για την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες παρέμειναν πιστοί στο Έθνος, υπέμειναν καρτερικά όλα τα μαρτύρια, τις απειλές, τις συμφορές και αγωνίσθηκαν ακλόνητοι στην πρώτη γραμμή του πυρός, για να μείνει η Μακεδονία Ελληνική και οι ίδιοι Έλληνες.
Για τι μέσα στην καρδιά τους, την Ελλάδα δεν εκπροσωπούσε κανένας χωροφύλακας ή δημόσιος υπάλληλος ή άλλος αξιωματούχος. Την εκπροσωπούσε η αγάπη τους και η σημαία. Την έβλεπαν οι αδελφοί Έλληνες που είχαν έλθει στη Μακεδονία, στο πλευρό τους και πολέμησαν και έπεσαν για την ελευθερία τους. Πάνω απ’ όλους ο Παύλος Μελάς. Αυτός βίωσε την δικαιοσύνη, την ελευθερία και την αγάπη, αρετές υπέρτατες, με τις οποίες οι Μακεδόνες ταύτισαν και ταυτίζουν την Ελλάδα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι δεν θα είχε γίνει τίποτα χωρίς την θέληση και την αυτοθυσία των ντόπιων Μακεδόνων, οι οποίοι κράτησαν την θέση τους και προετοίμασαν το έδαφος, ως τα 1904, μέχρι την άφιξη των πρώτων Ελληνικών σωμάτων.
Η απάντηση έρχεται από τον Ρώσο ιστορικό ΓΚΟΛΟΥΜΠΙΝΣΚΙ , που στο βιβλίο του « PET ESQUIRE DES EGLISES ORTHODOXIES, BULGARIA, SERVEET ROMAINE» σελ. 176 , γράφει «οι δήθεν αυτοί Έλληνες, έτρεφαν εναντίον κάθε τι που ήταν Βουλγαρικό ή Σλαβικό, μίσος αδυσώπητο και περιφρόνηση πλέον έντονη, απ’ όσο έτρεφαν εναντίον του ο πραγματικοί Έλληνες.
Επίσης ο Ιταλός Giovanni AMADORI- VIRGILI στο βιβλίο του « LA QUESTIONED REMEDIATE ( MACEDONIA, VECCHIASERBIA, ALBANIA, EPIRUS) ET LA POLITICAL ITALIANA» που εκδόθηκε το 1908 και είναι το πρώτο στη σειρά της Ιταλικής βιβλιοθήκης για την εξωτερική πολιτική, αναφερόμενος στους Σλαβόφωνους έγραφε τα εξής:
« Οι Σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας εκφράζουν με την αφοσίωσή τους στις Ελληνικές παραδόσεις, στον πολιτισμό και στα πατριωτικά τους αισθήματα, την σθεναρή τους βούληση να είναι Έλληνες».
Ο γνωστός Άγγλος ιστορικός DOUGLASDAKIN αναφερόμενος στους δίγλωσσους σημειώνει:
«χωρίς προσπάθειες του ντόπιου πληθυσμού, τα ανταρτικά σώματα που οργανώνονταν στην ελεύθερη Ελλάδα και περνούσαν στη Μακεδονία, δεν θα είχαν την παραμικρή δυνατότητα, όχι δράσης, αλλά ούτε και επιβίωσης».
Ο Γάλλος δημοσιογράφος PAILLARES MICHEL επισκέφθηκε την Μακεδονία και στο βιβλίο του « L IMBROGLIO MACEDONIAN. PARIS 1907, που έγραψε όταν επέστρεψε στο Παρίσι, αναφέρει:
« Τι με ενδιαφέρουν οι εθνολογικές και γλωσσολογικές θεωρίες; Τι με ενδιαφέρουν αν τα θύματα του Κομιτάτου, ομιλούν Ελληνικά, Κουτσοβλαχικά, Βουλγαρικά ή Τουρκικά; Ό,τι με ενδιαφέρει είναι ότι όλοι αυτοί οι Μακεδόνες, ανεξάρτητα από την γλώσσα που ομιλούν προτιμούν να σταυρωθούν από τους Βουλγάρους, παρά να αρνηθούν τον Ελληνισμό τους. Όσον με αφορά δεν χρειάζομαι άλλες αποδείξεις. Οι άσημοι αυτοί ήρωες είναι ΕΛΛΗΝΕΣ και κλίνω το γόνυ προ του υπέρτατου μεγαλείου τους».
Οι «Γραικομάνοι» ή κατ’ άλλους οι Σλαβόφωνοι ή οι δίγλωσσοι ή οι ντόπιοι, αντιστάθηκαν στους Βουλγάρους και στάθηκαν ισάξια, με εξαίρετους ηγέτες, κοντά στους Αξιωματικούς που στάλθηκαν από την Ελλάδα για τον Μακεδονικό Αγώνα. Και παραπλεύρως του ονόματος του Παύλου Μελά, στις ίδιες χρυσές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, γράφτηκαν τα ονόματα των Σλαβόφωνων οπλαρχηγών, που έπεσαν στον Αγώνα: Του Κώττα, του Νίκου Πίρζα, του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Δημήτρη Νταλίπη, του Παύλου Κύρου, του Παύλου Ρακοβίτη, του Μητρούση Γκογκολάκη, των αδελφών Δουγιάμα και εκατοντάδων άλλων.
Από την άλλη πλευρά ορισμένοι έχουν αντίθετη άποψη, όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης που στο βιβλίο του « Οι λαοί των Βαλκανίων» εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1994, σελίδα 162, υποστηρίζει ότι:
Στον Μακεδονικό Αγώνα προκύπτει το παράδοξο Βούλγαροι
( εννοούν τους δίγλωσσους) να κυνηγούν Βούλγαρους και Βούλγαροι να δουλεύουν για τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων, ενώ τα μισά περίπου πρωτοπαλίκαρα του Μακεδονικού Αγώνα ήταν Βούλγαροι που αγωνίζονταν δίπλα -δίπλα με τους Έλληνες».
Όμως την απάντηση την έχουν δώσει σε όλους αυτούς οι ίδιοι οι δίγλωσσοι, οι σλαβόφωνοι. Σε υπόμνημα που υπέβαλαν οι κάτοικοι του Μοναστηρίου, προς τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ντελκασέ, ο οποίος διετέλεσε Πρεσβευτής της Γαλλίας, στην Πετρούπολη, έγραψαν το 1905 τα εξής:
« Όχι δεν είμεθα Βούλγαροι, είμεθα Έλληνες! Λαλούμεν Ελληνιστί, Βλαχιστί, Αλβανιστί ή Βουλγαριστί, αλλ’ ουδέν ήττον εσμέν Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν να αμφισβητήσει τούτο».
Το μεγαλείο αυτό του Μακεδονικού Ελληνισμού, τόσο των σλαβόφωνων και αρβανιτόφωνων αστικών και ημιαστικών πληθυσμών, μπορεί να αναζητηθεί στην καρτερικότητα τους και στην μοναδική τους αντοχή απέναντι στα ατέλειωτα δεινοπαθήματα.
Ακόμη και Έλληνες Πρόξενοι της Μακεδονία, απορούσαν και θαύμαζαν το κουράγιο τους. Χωρίς υπερβολή, το φαινόμενο αυτό, δεν παρατηρήθηκε σε καμία άλλη υπόδουλη Ελληνική Επαρχία στα χρονικά της νεοελληνικής ιστορίας.
Στην μακραίωνη Τουρκική κατοχή της Μακεδονίας, ήδη από τα τέλη του 14ουαιώνα, προστέθηκαν μετά το 1897 και οι Βουλγαρικές προσπάθειες για την φυσική εξόντωση των Ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και την ολοκληρωτική εθνολογική αλλοίωση της μεγάλης αυτής Ευρωπαϊκή επαρχίας του τότε Οθωμανικού κράτους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό του Μακεδονικού Ελληνισμού. Χωρία ολόκληρα, που για μήνες ή και για χρόνια βρίσκονταν φαινομενικά προσηλωμένα στην Εξαρχία, με τα πρώτα δείγματα της πρόωρης ένοπλης Ελληνικής κινητοποίησης, φανέρωναν την Ελληνική εθνική τους ταυτότητα και οι κάτοικοι επέστρεφαν βαθμιαία και πάλι στο Πατριαρχείο.
Ήταν αδύνατο πραγματικά να ξεριζωθεί η Ελληνική συνείδηση των ξενόφωνων πληθυσμών τη μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας, διότι, όπως χαρακτηριστικά υπογράμμιζε ο Κωνσταντίνος Πηχεών, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του πατέρα του Αναστασίου:
«… Αυτοί ( οι ξενόφωνοι), που περισσότερον εδοκιμάσθησαν και εβασανίσθησαν και επικράνθησαν μη ανεχόμενοι την ύβριν πολλών από τους ομογενείς, οι οποίοι από άγνοιαν και αμάθειαν δεν εδίσταζον να εκφράσουν αμφιβολίες δια την Ελληνικότητά των, ενώ προ πάντων αυτοί ήσαν ο στόχος των προπαγανδών, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι το αλλόγλωσσον επεδίωκον να παρασύρουν αυτούς εις τα δίκτυά των, δια να εξασθενήσουν και μειώσουν τον Ελληνομακεδονικόν πληθυσμόν αφ’ ενός και αφ ετέρου να παρουσιάζουν τους ξενόφωνους ως πραγματικούς Βούλγαρους ή Αρουμούνους.
Είναι οι ξενόφωνοι εκείνοι, δια τους οποίους δεν ημπορούμεν να κρύψωμεν, τον θαυμασμόν δια την ανεπηρέαστον και αμετάτρεπτον Ελληνικήν συνείδησιν, που επέδειξαν, δια το σταθερόν και ηρωϊκόν φρόνημα, το οποίον συνέταξαν, δια το ακατάβλητον θάρρος, με το οποίο υπέρ της Ελληνικότητας αυτών ηγωνίσθησαν και πολλοί εθυσιάσθησαν.
Οι ξενόφωνοι Έλληνες, των οποίων όσοι ήμεθα απόγονοι δικαιούμεθα να είμαστε υπερήφανοι, είναι εξακριβωμένον ότι κατά τους εθνικούς αγώνας εν Μακεδονία, υπερέβαλον εις πολλάς ενεργείας τους Ελληνόφωνους ομοφύλους των».
Ας σημειωθεί ότι οι συμπαγείς σλαβόφωνοι ελληνικοί αγροτικοί πληθυσμοί στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στα πολυάριθμα χωριά του Μοναστηρίου και Μοριχόβου, δημιούργησαν τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και προετοίμασαν το έδαφος για την ευτυχή έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα. Χωρίς τους πολυάριθμους αυτούς σλαβόφωνους Έλληνες, τους «Γραικομάνους» της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, δεν θα είχε αναπτυχθεί ελληνικό αντάρτικο κίνημα και δεν θα παρέμεινε η Μακεδονία Ελληνική.
Ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του « Το Μακεδονικό ζήτημα» εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1989, γράφει στη σελίδα 24:
Η συμβολή τους ( εννοεί τους δίγλωσσους) στην Ελληνική κινητοποίηση υπήρξε ανεκτίμητη και μοναδική, διότι αυτοί κράτησαν τον αγώνα στην ύπαιθρο, έζησαν από κοντά τις θλιβερές επιπτώσεις της κορύφωσης των εθνικών ανταγωνισμών και θυσιάστηκαν κατά χιλιάδες για την διάσωση της ελληνικότατης Μακεδονίας.
Τελειώνοντας το κουραστικό αυτό και φλύαρο άρθρο θα ήθελα να το προσφέρω σ’ αυτούς που στα γήπεδα φωνάζουν τους βόρειους «Βούλγαρους» αλλά και στην ωχαδερφική πολιτεία που τους ανέχεται.
_
bloko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ