2018-02-17 13:41:03
Η φυλάκιση είναι ένα μέσο.
Δεν είναι, βέβαια, μέσον αποτροπής της εγκληματικότητας, όπως ισχυρίζεται το κράτος και οι διαχειριστές του, όπως δεν είναι και μέσον απονομής δικαιοσύνης.
Γιατί, το ζήτημα δεν βρίσκεται στις έννοιες και τους όρους που έχει καθιερώσει η εξουσιαστική ιδεολογία, αλλά στην πραγματικότητα που αναδεικνύεται.
Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με την προέλευση και την ύπαρξη των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, των οποίων η συγκροτημένη εφαρμογή είναι το κράτος.
Η έννοια του περιορισμού τόσο από εδαφικής απόψεως όσο και από την σκοπιά της έκφρασης, είναι στοιχείο υποδούλωσης της ανθρώπινης οντότητας.
Εννοείται πως «περιορισμοί» που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα βροχή, χιόνι, σεισμός κλπ) δεν εντάσσονται σε διαδικασίες επιβολής και εξουσίας, αφού αφ’ ενός είναι παροδικές καταστάσεις και αφ’ ετέρου οι εκδηλώσεις τους αφορούν τις ενδογενείς λειτουργίες μετασχηματισμού και ανανέωσης των όρων ύπαρξης του πλανήτη.
Η έννοια αλλά και η πραγματικότητα της ελευθερίας έχει κατά κύριο λόγο την αναφορά της στην έλλειψη περιορισμών.
Οι επιβεβλημένοι περιορισμοί, λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό της ύπαρξης εξουσιαστικών σχέσεων και καθοριστικών θεσμών και δομών για την εφαρμογή τους.
Αυτού του είδους οι περιορισμοί είναι ανταγωνιστικοί προς την ανθρώπινη οντότητα και την ελεύθερη φύση της, επομένως οι περιορισμοί αποτελούν ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά μέσα υποδούλωσης και βασανισμού της.
Από το σημείο όπου η συγκροτημένη εξουσία θέσπισε νόμους κι έφτιαξε δομές ήταν επόμενο να προχωρήσει όχι απλά στη διατήρηση της κυριαρχίας της, αλλά να αναπτύξει διαδικασίες αφομοίωσης των όρων της από τους υποταγμένους, προκειμένου να πεισθούν πως η κατάσταση που τους έχει επιβληθεί είναι φυσιολογική. Ο βασανισμός και η διατήρηση των ανθρώπων σε κατάσταση υποταγής και διαρκών περιορισμών συστηματοποιείται και καθιερώνεται σαν μέτρο κοινωνικής ευημερίας και αυτοπροστασίας από τις «παρεκτροπές» και την εγκληματικότητα. Η τεχνική της διαβάθμισης παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Εννοείται πως η εγκληματικότητα δεν απορρέει από την ανθρώπινη φύση αλλά είναι προϊόν του μολυσματικού και καταστροφικού για την ανθρωπινότητα εξουσιαστικού περιβάλλοντος.
Η φυλάκιση, συνεπώς, είναι ένα μέσο βασανισμού και εντάσσεται στο πλέγμα των περιορισμών που έχει επιβάλλει η εξουσία. Ο κρατισμός, μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία επιβολής, κατασκεύασε ένα πολύπλευρο καθεστώς περιορισμών και καθιέρωσε μια βαθμίδα διαχωρισμού ανάμεσα στην «ελευθερία» και τους περιοριστικούς ως προς αυτήν όρους και ποινές. Έτσι, το καθεστώς ανελευθερίας και «ελαστικών» μεθόδων καταναγκασμού βαπτίστηκε «ελευθερία» και ό,τι την «περιορίζει» «ανελευθερία».
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «ανελευθερία» είναι ένα ειδικό μέσο καταναγκασμού και βασανισμού μέσα σε ένα ήδη υπαρκτό πλέγμα πολύπλευρων και βασανιστικών για την ανθρώπινη φύση περιορισμών.
Εννοείται πως μέσα σε μια τέτοια κατάσταση ασφυκτικών για την ανθρώπινη φύση συνθηκών εκείνο που προβάλλεται είναι μια ανάσα, μια μικρή διέξοδος που όμως παραμένει προσωρινή. Είναι κάτι ανάλογο με την αύξηση μισθών που καλείται να ζητήσει ο εργάτης προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνθήκες αυξανόμενης στέρησης, που του προκαλεί το καταπιεστικό κι εκμεταλλευτικό σύστημα. Μια αύξηση, όμως, που θα εξανεμισθεί πριν καλά-καλά έρθει στα χέρια του, αφού ήδη υπάρχουν οι διαδικασίες απορρόφησής της μέσω των αυξήσεων των τιμών των απαραίτητων για την επιβίωσή του αγαθών. Αυτό όμως είναι και το ζητούμενο από τον κρατισμό και όσων υπηρετούν την διαιώνιση της ύπαρξης του. Πρόκειται για μια αυταπάτη η οποία όμως είναι ικανή να επιβεβαιώσει την εξουσιαστική συνθήκη και τον κρατισμό.
Από την σκοπιά της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, από την αναρχική σκοπιά, δεν τίθεται ζήτημα καλλιέργειας αυταπατών αφού στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν ανακουφίζεται αλλά επιδεινώνεται η θέση των καταπιεσμένων.
Ο εγκλεισμός ως μια μορφή βασανιστηρίου αποσκοπεί στην επίτευξη των σχεδίων του κράτους. Συνεπώς όταν μιλάμε για φυλακές και «σωφρονιστικά ιδρύματα» δεν μας διαφεύγει πως πρόκειται για χώρους όπου βασανίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με σκοπό την υποταγή της στις θελήσεις της κάθε μορφής εξουσίας.
Έτσι, η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν είναι παρά η αναγνώριση αυτού του καθεστώτος. Δίνει μάλιστα το έρεισμα στην καθιέρωση και στο διαχωρισμό των διαδικασιών βασανισμού σε «ανθρώπινες» και μη.
Αυτό το μήνυμα μεταφέρεται μέσα από τα αιτήματα για καλύτερες συνθήκες μέσα στις φυλακές.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως αυτή η θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν μέσα στις φυλακές κι ότι πρόκειται για μια σκληρή στάση απέναντι στα τόσα δεινά που υφίστανται οι φυλακισμένοι.
Κι όμως. Όποιος ζει μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης έχει δύο δρόμους να επιλέξει: Αυτόν της υποταγής ή τον άλλον της εξέγερσης. Ο φυλακισμένος που ζητά καλύτερες συνθήκες, αποδεχόμενος συνάμα με αυτό τον τρόπο την κατάσταση που του έχει επιβληθεί, έχει δεχθεί σαν όρο ζωής τον διαρκή περιορισμό και την υποταγή.
Αντίθετα, ο φυλακισμένος που εξεγείρεται ενάντια στο σύστημα βασανισμού του, είναι δυνατόν να αναγκάσει την εξουσία (εφ’ όσον υπάρξει και η αντίστοιχη κινητοποίηση στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που βγαίνοντας στους δρόμους δημιουργεί συνθήκες που αναγκάζουν σε υποχώρηση το κράτος) να πραγματοποιήσει κάποιες μικρές αλλαγές που ενδεχομένως να ανακουφίσουν τους φυλακισμένους από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτε να ανακληθούν αργότερα με την πρώτη δικαιολογία είτε αυτούσια, είτε με την επιβολή άλλου τύπου συνθηκών βασανισμού και καταστολής, οι οποίες θα έχουν φανταχτερό περιτύλιγμα, αλλά θα πλήττουν ακόμα πιο οδυνηρά την ανθρώπινη φύση. Ο βασανισμός μέσω του σωματικού πόνου μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί από τον επιστημονικό, ο οποίος είναι ικανός να διαλύσει κυριολεκτικά τον άνθρωπο που θα τον υποστεί.
Γι’ αυτό το λόγο, η διεκδίκηση, για παράδειγμα, της πρόσληψης μορφωμένων και ειδικευμένων ανθρωποφυλάκων δεν σημαίνει καλυτέρευση των συνθηκών, αφού ο βασανισμός και ο εξευτελισμός των ανθρώπων μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και είναι, μάλιστα, πιο επώδυνος και καταστροφικός για την ανθρώπινη υπόσταση και την προσωπικότητα του κρατουμένου, όταν γίνεται από έναν ειδικευμένο σ’ αυτό το «έργο».
Εκτός απ’ αυτό, τέτοιου είδους κινήσεις (μεταρρύθμισης) επιβεβαιώνουν το κράτος και επιπροσθέτως αναγνωρίζουν τη «χρησιμότητα» του συγκεκριμένου μέσου βασανισμού. Συνεπώς, τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν όσοι υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και υψώνουν σημαίες προόδου, είναι κατά πόσο αποδέχονται τον βασανισμό (σε κάθε του μορφή) και τι σημαίνει γι’ αυτούς καλύτερες συνθήκες βασανισμού. Γι’ αυτό οι προσπάθειες να στραφούν οι βασανιζόμενοι σε κινητοποιήσεις με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών βασανισμού τους κινείται μέσα στα πλαίσια αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του πόνου που υφίστανται αυτοί οι άνθρωποι και να αποκομισθούν πολιτικά κέρδη τα οποία δεν έχουν σχέση με την απελευθερωτική κοινωνική προοπτική, αλλά συσσωρεύουν εμπόδια στην πραγμάτωσή της. Κάθε κίνηση «καλυτέρευσης» των συνθηκών εγκλεισμού εντάσσεται στις διαλεκτικές αρλούμπες του είδους: «το κράτος θα μαραζώσει, αφού πρώτα δυναμώσει» (Λένιν). Έχει όμως αποδειχτεί πως τέτοιες εφαρμογές θεωριών και ιδεολογημάτων οδηγούν, στην πράξη, στο θρίαμβο του κρατισμού και την απομάκρυνση από την κοινωνική απελευθέρωση. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο δρόμος για την αποδοχή και ολοκληρωτική αφομοίωση των μέσων σωφρονισμού και βασανισμού των ανθρώπων.
Εφ’ όσον, βεβαίως οι άνθρωποι, που βρίσκονται μπλεγμένοι στα δίκτυα αυτού του καταστροφικού μέσου που χρησιμοποιεί το κράτος, ζητούν μεταβολή των συνθηκών αθλιότητας δεν σημαίνει πως οι αναρχικοί θα σταθούν ανταγωνιστικά, αλλά ούτε και με το μέρος των αιτημάτων.
Η ουσιαστική κοινωνική αλληλεγγύη και αναρχική άποψη και στάση προσδιορίζεται από την συνολική απελευθερωτική προοπτική πάνω στην οποία κινούνται τόσο οι τοποθετήσεις όσο και η δράση. Συνεπώς αυτά είναι άρρηκτα συνδεμένα με μια συνεχή αντικρατική πρακτική και ενάντια στην ύπαρξη των μέσων, θεσμών και μηχανισμών καταπίεσης.
Η ανυποχώρητη δράση και στάση σε μια τέτοια κατεύθυνση, που δεν ταυτίζεται με τα όποια αιτήματα, αλλά επιμένοντας στην καταστροφή των φυλακών και κάθε μορφής βασανισμού – σωφρονισμού, όχι μόνο ενισχύει την όποια κινητοποίηση των φυλακισμένων αλλά διατηρεί στη πρώτη γραμμή της μάχης τον απελευθερωτικό στόχο της καταστροφής του κράτους, των θεσμών και μηχανισμών του σε όλες τους τις παραλλαγές και την εξάλειψη κάθε μορφής εξουσίας, για την επαναοικειοποίηση της ΑΝΑΡΧΙΑΣ από τους ανθρώπους.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 65, Οκτώβριος 2007https://anarchypress.wordpress.com/2018/02/12/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%ac%ce%ba%ce%b9%cf%83%ce%b7%cf%82/
olalathos
Δεν είναι, βέβαια, μέσον αποτροπής της εγκληματικότητας, όπως ισχυρίζεται το κράτος και οι διαχειριστές του, όπως δεν είναι και μέσον απονομής δικαιοσύνης.
Γιατί, το ζήτημα δεν βρίσκεται στις έννοιες και τους όρους που έχει καθιερώσει η εξουσιαστική ιδεολογία, αλλά στην πραγματικότητα που αναδεικνύεται.
Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με την προέλευση και την ύπαρξη των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, των οποίων η συγκροτημένη εφαρμογή είναι το κράτος.
Η έννοια του περιορισμού τόσο από εδαφικής απόψεως όσο και από την σκοπιά της έκφρασης, είναι στοιχείο υποδούλωσης της ανθρώπινης οντότητας.
Εννοείται πως «περιορισμοί» που έχουν σχέση με τη δραστηριότητα της φύσης (όπως για παράδειγμα βροχή, χιόνι, σεισμός κλπ) δεν εντάσσονται σε διαδικασίες επιβολής και εξουσίας, αφού αφ’ ενός είναι παροδικές καταστάσεις και αφ’ ετέρου οι εκδηλώσεις τους αφορούν τις ενδογενείς λειτουργίες μετασχηματισμού και ανανέωσης των όρων ύπαρξης του πλανήτη.
Η έννοια αλλά και η πραγματικότητα της ελευθερίας έχει κατά κύριο λόγο την αναφορά της στην έλλειψη περιορισμών.
Οι επιβεβλημένοι περιορισμοί, λοιπόν, είναι χαρακτηριστικό της ύπαρξης εξουσιαστικών σχέσεων και καθοριστικών θεσμών και δομών για την εφαρμογή τους.
Αυτού του είδους οι περιορισμοί είναι ανταγωνιστικοί προς την ανθρώπινη οντότητα και την ελεύθερη φύση της, επομένως οι περιορισμοί αποτελούν ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά μέσα υποδούλωσης και βασανισμού της.
Από το σημείο όπου η συγκροτημένη εξουσία θέσπισε νόμους κι έφτιαξε δομές ήταν επόμενο να προχωρήσει όχι απλά στη διατήρηση της κυριαρχίας της, αλλά να αναπτύξει διαδικασίες αφομοίωσης των όρων της από τους υποταγμένους, προκειμένου να πεισθούν πως η κατάσταση που τους έχει επιβληθεί είναι φυσιολογική. Ο βασανισμός και η διατήρηση των ανθρώπων σε κατάσταση υποταγής και διαρκών περιορισμών συστηματοποιείται και καθιερώνεται σαν μέτρο κοινωνικής ευημερίας και αυτοπροστασίας από τις «παρεκτροπές» και την εγκληματικότητα. Η τεχνική της διαβάθμισης παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Εννοείται πως η εγκληματικότητα δεν απορρέει από την ανθρώπινη φύση αλλά είναι προϊόν του μολυσματικού και καταστροφικού για την ανθρωπινότητα εξουσιαστικού περιβάλλοντος.
Η φυλάκιση, συνεπώς, είναι ένα μέσο βασανισμού και εντάσσεται στο πλέγμα των περιορισμών που έχει επιβάλλει η εξουσία. Ο κρατισμός, μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία επιβολής, κατασκεύασε ένα πολύπλευρο καθεστώς περιορισμών και καθιέρωσε μια βαθμίδα διαχωρισμού ανάμεσα στην «ελευθερία» και τους περιοριστικούς ως προς αυτήν όρους και ποινές. Έτσι, το καθεστώς ανελευθερίας και «ελαστικών» μεθόδων καταναγκασμού βαπτίστηκε «ελευθερία» και ό,τι την «περιορίζει» «ανελευθερία».
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «ανελευθερία» είναι ένα ειδικό μέσο καταναγκασμού και βασανισμού μέσα σε ένα ήδη υπαρκτό πλέγμα πολύπλευρων και βασανιστικών για την ανθρώπινη φύση περιορισμών.
Εννοείται πως μέσα σε μια τέτοια κατάσταση ασφυκτικών για την ανθρώπινη φύση συνθηκών εκείνο που προβάλλεται είναι μια ανάσα, μια μικρή διέξοδος που όμως παραμένει προσωρινή. Είναι κάτι ανάλογο με την αύξηση μισθών που καλείται να ζητήσει ο εργάτης προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνθήκες αυξανόμενης στέρησης, που του προκαλεί το καταπιεστικό κι εκμεταλλευτικό σύστημα. Μια αύξηση, όμως, που θα εξανεμισθεί πριν καλά-καλά έρθει στα χέρια του, αφού ήδη υπάρχουν οι διαδικασίες απορρόφησής της μέσω των αυξήσεων των τιμών των απαραίτητων για την επιβίωσή του αγαθών. Αυτό όμως είναι και το ζητούμενο από τον κρατισμό και όσων υπηρετούν την διαιώνιση της ύπαρξης του. Πρόκειται για μια αυταπάτη η οποία όμως είναι ικανή να επιβεβαιώσει την εξουσιαστική συνθήκη και τον κρατισμό.
Από την σκοπιά της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, από την αναρχική σκοπιά, δεν τίθεται ζήτημα καλλιέργειας αυταπατών αφού στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν ανακουφίζεται αλλά επιδεινώνεται η θέση των καταπιεσμένων.
Ο εγκλεισμός ως μια μορφή βασανιστηρίου αποσκοπεί στην επίτευξη των σχεδίων του κράτους. Συνεπώς όταν μιλάμε για φυλακές και «σωφρονιστικά ιδρύματα» δεν μας διαφεύγει πως πρόκειται για χώρους όπου βασανίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη με σκοπό την υποταγή της στις θελήσεις της κάθε μορφής εξουσίας.
Έτσι, η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση δεν είναι παρά η αναγνώριση αυτού του καθεστώτος. Δίνει μάλιστα το έρεισμα στην καθιέρωση και στο διαχωρισμό των διαδικασιών βασανισμού σε «ανθρώπινες» και μη.
Αυτό το μήνυμα μεταφέρεται μέσα από τα αιτήματα για καλύτερες συνθήκες μέσα στις φυλακές.
Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς πως αυτή η θέση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν μέσα στις φυλακές κι ότι πρόκειται για μια σκληρή στάση απέναντι στα τόσα δεινά που υφίστανται οι φυλακισμένοι.
Κι όμως. Όποιος ζει μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης έχει δύο δρόμους να επιλέξει: Αυτόν της υποταγής ή τον άλλον της εξέγερσης. Ο φυλακισμένος που ζητά καλύτερες συνθήκες, αποδεχόμενος συνάμα με αυτό τον τρόπο την κατάσταση που του έχει επιβληθεί, έχει δεχθεί σαν όρο ζωής τον διαρκή περιορισμό και την υποταγή.
Αντίθετα, ο φυλακισμένος που εξεγείρεται ενάντια στο σύστημα βασανισμού του, είναι δυνατόν να αναγκάσει την εξουσία (εφ’ όσον υπάρξει και η αντίστοιχη κινητοποίηση στη βάση της κοινωνικής αλληλεγγύης, που βγαίνοντας στους δρόμους δημιουργεί συνθήκες που αναγκάζουν σε υποχώρηση το κράτος) να πραγματοποιήσει κάποιες μικρές αλλαγές που ενδεχομένως να ανακουφίσουν τους φυλακισμένους από την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Αυτό δεν εμποδίζει σε τίποτε να ανακληθούν αργότερα με την πρώτη δικαιολογία είτε αυτούσια, είτε με την επιβολή άλλου τύπου συνθηκών βασανισμού και καταστολής, οι οποίες θα έχουν φανταχτερό περιτύλιγμα, αλλά θα πλήττουν ακόμα πιο οδυνηρά την ανθρώπινη φύση. Ο βασανισμός μέσω του σωματικού πόνου μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί από τον επιστημονικό, ο οποίος είναι ικανός να διαλύσει κυριολεκτικά τον άνθρωπο που θα τον υποστεί.
Γι’ αυτό το λόγο, η διεκδίκηση, για παράδειγμα, της πρόσληψης μορφωμένων και ειδικευμένων ανθρωποφυλάκων δεν σημαίνει καλυτέρευση των συνθηκών, αφού ο βασανισμός και ο εξευτελισμός των ανθρώπων μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και είναι, μάλιστα, πιο επώδυνος και καταστροφικός για την ανθρώπινη υπόσταση και την προσωπικότητα του κρατουμένου, όταν γίνεται από έναν ειδικευμένο σ’ αυτό το «έργο».
Εκτός απ’ αυτό, τέτοιου είδους κινήσεις (μεταρρύθμισης) επιβεβαιώνουν το κράτος και επιπροσθέτως αναγνωρίζουν τη «χρησιμότητα» του συγκεκριμένου μέσου βασανισμού. Συνεπώς, τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να απαντήσουν όσοι υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα και υψώνουν σημαίες προόδου, είναι κατά πόσο αποδέχονται τον βασανισμό (σε κάθε του μορφή) και τι σημαίνει γι’ αυτούς καλύτερες συνθήκες βασανισμού. Γι’ αυτό οι προσπάθειες να στραφούν οι βασανιζόμενοι σε κινητοποιήσεις με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών βασανισμού τους κινείται μέσα στα πλαίσια αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του πόνου που υφίστανται αυτοί οι άνθρωποι και να αποκομισθούν πολιτικά κέρδη τα οποία δεν έχουν σχέση με την απελευθερωτική κοινωνική προοπτική, αλλά συσσωρεύουν εμπόδια στην πραγμάτωσή της. Κάθε κίνηση «καλυτέρευσης» των συνθηκών εγκλεισμού εντάσσεται στις διαλεκτικές αρλούμπες του είδους: «το κράτος θα μαραζώσει, αφού πρώτα δυναμώσει» (Λένιν). Έχει όμως αποδειχτεί πως τέτοιες εφαρμογές θεωριών και ιδεολογημάτων οδηγούν, στην πράξη, στο θρίαμβο του κρατισμού και την απομάκρυνση από την κοινωνική απελευθέρωση. Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο δρόμος για την αποδοχή και ολοκληρωτική αφομοίωση των μέσων σωφρονισμού και βασανισμού των ανθρώπων.
Εφ’ όσον, βεβαίως οι άνθρωποι, που βρίσκονται μπλεγμένοι στα δίκτυα αυτού του καταστροφικού μέσου που χρησιμοποιεί το κράτος, ζητούν μεταβολή των συνθηκών αθλιότητας δεν σημαίνει πως οι αναρχικοί θα σταθούν ανταγωνιστικά, αλλά ούτε και με το μέρος των αιτημάτων.
Η ουσιαστική κοινωνική αλληλεγγύη και αναρχική άποψη και στάση προσδιορίζεται από την συνολική απελευθερωτική προοπτική πάνω στην οποία κινούνται τόσο οι τοποθετήσεις όσο και η δράση. Συνεπώς αυτά είναι άρρηκτα συνδεμένα με μια συνεχή αντικρατική πρακτική και ενάντια στην ύπαρξη των μέσων, θεσμών και μηχανισμών καταπίεσης.
Η ανυποχώρητη δράση και στάση σε μια τέτοια κατεύθυνση, που δεν ταυτίζεται με τα όποια αιτήματα, αλλά επιμένοντας στην καταστροφή των φυλακών και κάθε μορφής βασανισμού – σωφρονισμού, όχι μόνο ενισχύει την όποια κινητοποίηση των φυλακισμένων αλλά διατηρεί στη πρώτη γραμμή της μάχης τον απελευθερωτικό στόχο της καταστροφής του κράτους, των θεσμών και μηχανισμών του σε όλες τους τις παραλλαγές και την εξάλειψη κάθε μορφής εξουσίας, για την επαναοικειοποίηση της ΑΝΑΡΧΙΑΣ από τους ανθρώπους.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 65, Οκτώβριος 2007https://anarchypress.wordpress.com/2018/02/12/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%ac%ce%ba%ce%b9%cf%83%ce%b7%cf%82/
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ