2018-02-21 08:58:20
Η ελληνική Βικιπαίδεια υποστηρίζει ότι το τσίπουρο είναι ένα αλκοολούχο ποτό το οποίο ξεκίνησε την πορεία του πριν από επτά περίπου αιώνες στα μοναστήρια του Αγίου Όρους (λέγεται πως ξεκίνησε τον 14ο αιώνα) (εδώ).
Επειδή το προϊόν της αμπελουργίας, το κρασί, είναι αναγκαίο στην εκκλησία για την τέλεση μυστηρίων, η αμπελουργία ως τεχνική διατηρήθηκε στα απομονωμένα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ακόμα και όταν η αμπελουργία εγκαταλείφθηκε στην κυρίως Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της λειψανδρίας που παρατηρήθηκε από τον 13ο αιώνα και μετά, λόγω των πολέμων, των εισβολών και της μαύρης πανώλης.
Πολύ συχνά στα ταξίδια μου στο Άγιον Όρος αγόραζα ρακή για προσωπική κατανάλωση εκτός Αγίου Όρους. Όχι πολύ, ίσως ένα μπουκάλι κάθε φορά. Ιδιαίτερη προτίμηση είχα στην αγιορείτικη διπλοβρασμένη ρακή από λωτούς που έβρισκα στην περιοχή της Αγίας Άννας ή σε ρακή από κούμαρα που έβρισκα στις Καρυές.
Η ρακή από λωτούς είναι βαριά, βυζαντινή, και δίδει έναν ληθαργικό ύπνο κατά τον οποίον ξεχνάς τα πάντα, όπως έπαθαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα τρώγοντας λωτούς. Η ρακή από λωτούς είναι θα λέγαμε η ρακή της σταύρωσης, του πάθους, σε αντίθεση με την ρακή από κούμαρα που είναι ελαφριά, αναζωογονητική, ρακή της κλεφτουριάς και της επανάστασης, κατεξοχήν η ρακή της ανάστασης.
Σε ένα μου ταξίδι πληροφορήθηκα ότι μία συνοδεία στις Καρυές αποστάζει μία καταπληκτική ρακή, ένα νέκταρ, μια αμβροσία. Αυτό ήταν το εργόχειρό τους. Επιβεβαίωσα ακόμα ότι πολλοί μοναχοί, παρασκευαστές επίσης ρακής, θεωρούσαν εκείνη τη ρακή την καλύτερη όλων. Έτσι αποφάσισα να την ψάξω και να την προμηθευτώ.
Πράγματι στις Καρυές, μετά από αρκετό ψάξιμο, βρήκα το κελλί της συνοδείας που την παρασκεύαζε και χτύπησα το κουδούνι. Ήταν ένα μικρό χάλκινο κουδουνάκι στην εξώθυρα ενός μικρού κήπου που οδηγούσε σε ένα αγιορείτικο σπίτι.
Βγήκαν δύο. Αυτή ήταν η συνοδεία. Ένας περίπου πενήντα πέντε χρονών, ο δικαίος (ενν. τον Γέροντα του κελλιού), και ένας άλλος, νέος μοναχός, περίπου τριάντα χρονών. Μου έκανε εντύπωση πόσο αδύνατοι ήταν, επειδή όπως ξέρετε, η ρακή είναι διεγερτική της ορέξεως.
- Ευλογείτε!
- Ο Κύριος, απάντησαν και οι δύο ταυτόχρονα.
- Τι θέλετε, ρώτησε ο δικαίος.
- Έμαθα ότι αποστάζετε ρακή και θα ήθελα να αγοράσω, αν υπάρχει διαθέσιμη.
- Τι την θέλετε, ρώτησε πάλι ο δικαίος.
Απόρησα με την ερώτηση του δικαίου. Συνήθως σε ρωτούν πόσο θέλεις, όχι τι την θέλεις. Τον κοίταξα. Με κοιτούσε πολύ σοβαρός και σιωπηλός.
Του είπα μερικές δικαιολογίες. Ο νέος μοναχός, ο οποίος φαινόταν περισσότερο προσηνής, έσκυψε και κάτι τού είπε, αλλά δεν κατάλαβα τι. Ο δικαίος ξαναρώτησε τι την ήθελα, πάλι πολύ σοβαρά. Ήμουν αμήχανος. Τι να του έλεγα; Κοιταζόμασταν στα μάτια, εγώ απέξω και αυτός από μέσα. Τέλος μού είπε μια τιμή κουφή. Ακριβή. Τρεις φορές πάνω από το κανονικό. Με ρώτησε αν την ήθελα ακόμα. Ζήτησα τρία λίτρα. Ο νέος μοναχός με ρώτησε αν είχα κάποιο δοχείο. Είπα όχι. Πήγε μέσα και μού έφερε δύο πλαστικά μπουκάλια νερού του ενάμιση λίτρου γεμάτα με τη ρακή. Τούς ευχαρίστησα και έφυγα. Ο δικαίος στην πόρτα του σπιτιού παρέμενε εκεί και με κοιτούσε σιωπηλά, καθώς απομακρυνόμουν.
Τα μπουκάλια ήταν πλαστικά, αλλά γερά. Τα καπάκια σφιχτά κλεισμένα. Είχα τα μπουκάλια μέσα σε μια δεμένη γαλάζια γερή πλαστική σακούλα. Θα περνούσα ωραία με αυτή τη ρακή.
Την άλλη μέρα βγαίνω έξω με το καραβάκι της γραμμής από τη Δάφνη. Είναι άνοιξη, ο καιρός θαυμάσιος. Φτάνουμε στην Ουρανούπολη. Κατεβαίνω τη σκάλα του πλοίου. Κρατώ στο ένα μου χέρι το σακίδιο και στο άλλο τη σακούλα με τις ρακές. Μόλις πατάω στην προβλήτα, σχίζεται η πλαστική σακούλα από κάτω, μόνη της. Πέφτουν τα πλαστικά μπουκάλια της ρακής από μέσα, από ύψος μισού μόλις μέτρου, στην προβλήτα, σπάνε ακαριαία σαν να είναι γυάλινα, σε πολλά κομμάτια, και χύνεται όλη η ρακή, τα τρία λίτρα, αμέσως, στο έδαφος.
Κοιτάζω άναυδος τα σπασμένα πλαστικά μπουκάλια και την σχισμένη σακούλα.
Μετά για μια στιγμή, σαν σε καθρέφτη, βλέπω σαστισμένος με το νου μου τον σοβαρό εκείνο μοναχό, τον δικαίο, να με κοιτά αμίλητος. Ποιος ξέρει πόσο θερμή προσευχή έκανε, ώστε το εργόχειρό του να μην γίνει μέσο αμαρτίας, μέσο αμαρτωλής διασκέδασης, μέθης και ποιος ξέρει τι άλλο. Γιατί, όπως ξέρετε, το ποτό κινεί τους χυμούς του σώματος, που διεγείρουν τη γαστέρα, και αυτή με τη σειρά της, όταν πλησθεί και ικανοποιηθεί, πυρώνει τη σάρκα.
Η ρακή στέγνωσε αμέσως λόγω του δυνατού ήλιου. Πήρα τα πλαστικά κομμάτια και τα πέταξα στους κάδους πιο πέρα. Συνέχισα το δρόμο μου για το λεωφορείο και την επιστροφή στο σπίτι.
Δεν με πείραξε καθόλου που χάθηκε έτσι η ρακή. Τώρα ξέρω γιατί είναι η καλύτερη. Είναι βρασμένη με προσευχή, αποσταγμένη με δάκρυα, αγιαστική.
http://anagnostikon.blogspot.gr
Επειδή το προϊόν της αμπελουργίας, το κρασί, είναι αναγκαίο στην εκκλησία για την τέλεση μυστηρίων, η αμπελουργία ως τεχνική διατηρήθηκε στα απομονωμένα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ακόμα και όταν η αμπελουργία εγκαταλείφθηκε στην κυρίως Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της λειψανδρίας που παρατηρήθηκε από τον 13ο αιώνα και μετά, λόγω των πολέμων, των εισβολών και της μαύρης πανώλης.
Πολύ συχνά στα ταξίδια μου στο Άγιον Όρος αγόραζα ρακή για προσωπική κατανάλωση εκτός Αγίου Όρους. Όχι πολύ, ίσως ένα μπουκάλι κάθε φορά. Ιδιαίτερη προτίμηση είχα στην αγιορείτικη διπλοβρασμένη ρακή από λωτούς που έβρισκα στην περιοχή της Αγίας Άννας ή σε ρακή από κούμαρα που έβρισκα στις Καρυές.
Η ρακή από λωτούς είναι βαριά, βυζαντινή, και δίδει έναν ληθαργικό ύπνο κατά τον οποίον ξεχνάς τα πάντα, όπως έπαθαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα τρώγοντας λωτούς. Η ρακή από λωτούς είναι θα λέγαμε η ρακή της σταύρωσης, του πάθους, σε αντίθεση με την ρακή από κούμαρα που είναι ελαφριά, αναζωογονητική, ρακή της κλεφτουριάς και της επανάστασης, κατεξοχήν η ρακή της ανάστασης.
Σε ένα μου ταξίδι πληροφορήθηκα ότι μία συνοδεία στις Καρυές αποστάζει μία καταπληκτική ρακή, ένα νέκταρ, μια αμβροσία. Αυτό ήταν το εργόχειρό τους. Επιβεβαίωσα ακόμα ότι πολλοί μοναχοί, παρασκευαστές επίσης ρακής, θεωρούσαν εκείνη τη ρακή την καλύτερη όλων. Έτσι αποφάσισα να την ψάξω και να την προμηθευτώ.
Πράγματι στις Καρυές, μετά από αρκετό ψάξιμο, βρήκα το κελλί της συνοδείας που την παρασκεύαζε και χτύπησα το κουδούνι. Ήταν ένα μικρό χάλκινο κουδουνάκι στην εξώθυρα ενός μικρού κήπου που οδηγούσε σε ένα αγιορείτικο σπίτι.
Βγήκαν δύο. Αυτή ήταν η συνοδεία. Ένας περίπου πενήντα πέντε χρονών, ο δικαίος (ενν. τον Γέροντα του κελλιού), και ένας άλλος, νέος μοναχός, περίπου τριάντα χρονών. Μου έκανε εντύπωση πόσο αδύνατοι ήταν, επειδή όπως ξέρετε, η ρακή είναι διεγερτική της ορέξεως.
- Ευλογείτε!
- Ο Κύριος, απάντησαν και οι δύο ταυτόχρονα.
- Τι θέλετε, ρώτησε ο δικαίος.
- Έμαθα ότι αποστάζετε ρακή και θα ήθελα να αγοράσω, αν υπάρχει διαθέσιμη.
- Τι την θέλετε, ρώτησε πάλι ο δικαίος.
Απόρησα με την ερώτηση του δικαίου. Συνήθως σε ρωτούν πόσο θέλεις, όχι τι την θέλεις. Τον κοίταξα. Με κοιτούσε πολύ σοβαρός και σιωπηλός.
Του είπα μερικές δικαιολογίες. Ο νέος μοναχός, ο οποίος φαινόταν περισσότερο προσηνής, έσκυψε και κάτι τού είπε, αλλά δεν κατάλαβα τι. Ο δικαίος ξαναρώτησε τι την ήθελα, πάλι πολύ σοβαρά. Ήμουν αμήχανος. Τι να του έλεγα; Κοιταζόμασταν στα μάτια, εγώ απέξω και αυτός από μέσα. Τέλος μού είπε μια τιμή κουφή. Ακριβή. Τρεις φορές πάνω από το κανονικό. Με ρώτησε αν την ήθελα ακόμα. Ζήτησα τρία λίτρα. Ο νέος μοναχός με ρώτησε αν είχα κάποιο δοχείο. Είπα όχι. Πήγε μέσα και μού έφερε δύο πλαστικά μπουκάλια νερού του ενάμιση λίτρου γεμάτα με τη ρακή. Τούς ευχαρίστησα και έφυγα. Ο δικαίος στην πόρτα του σπιτιού παρέμενε εκεί και με κοιτούσε σιωπηλά, καθώς απομακρυνόμουν.
Τα μπουκάλια ήταν πλαστικά, αλλά γερά. Τα καπάκια σφιχτά κλεισμένα. Είχα τα μπουκάλια μέσα σε μια δεμένη γαλάζια γερή πλαστική σακούλα. Θα περνούσα ωραία με αυτή τη ρακή.
Την άλλη μέρα βγαίνω έξω με το καραβάκι της γραμμής από τη Δάφνη. Είναι άνοιξη, ο καιρός θαυμάσιος. Φτάνουμε στην Ουρανούπολη. Κατεβαίνω τη σκάλα του πλοίου. Κρατώ στο ένα μου χέρι το σακίδιο και στο άλλο τη σακούλα με τις ρακές. Μόλις πατάω στην προβλήτα, σχίζεται η πλαστική σακούλα από κάτω, μόνη της. Πέφτουν τα πλαστικά μπουκάλια της ρακής από μέσα, από ύψος μισού μόλις μέτρου, στην προβλήτα, σπάνε ακαριαία σαν να είναι γυάλινα, σε πολλά κομμάτια, και χύνεται όλη η ρακή, τα τρία λίτρα, αμέσως, στο έδαφος.
Κοιτάζω άναυδος τα σπασμένα πλαστικά μπουκάλια και την σχισμένη σακούλα.
Μετά για μια στιγμή, σαν σε καθρέφτη, βλέπω σαστισμένος με το νου μου τον σοβαρό εκείνο μοναχό, τον δικαίο, να με κοιτά αμίλητος. Ποιος ξέρει πόσο θερμή προσευχή έκανε, ώστε το εργόχειρό του να μην γίνει μέσο αμαρτίας, μέσο αμαρτωλής διασκέδασης, μέθης και ποιος ξέρει τι άλλο. Γιατί, όπως ξέρετε, το ποτό κινεί τους χυμούς του σώματος, που διεγείρουν τη γαστέρα, και αυτή με τη σειρά της, όταν πλησθεί και ικανοποιηθεί, πυρώνει τη σάρκα.
Η ρακή στέγνωσε αμέσως λόγω του δυνατού ήλιου. Πήρα τα πλαστικά κομμάτια και τα πέταξα στους κάδους πιο πέρα. Συνέχισα το δρόμο μου για το λεωφορείο και την επιστροφή στο σπίτι.
Δεν με πείραξε καθόλου που χάθηκε έτσι η ρακή. Τώρα ξέρω γιατί είναι η καλύτερη. Είναι βρασμένη με προσευχή, αποσταγμένη με δάκρυα, αγιαστική.
http://anagnostikon.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ