2012-05-29 23:35:02
Σε δραματικά συμπεράσματα φτάνει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας που υπολογίζει τις επιπτώσεις από πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη: Ύφεση 22% σε σταθερές τιμές, επιπλέον της συρρίκνωσης 14% του ΑΕΠ τα τελευταία τρία χρόνια, κόψιμο στο μισό του κατά κεφαλή εισοδήματος, άλμα της ανεργίας στο 34% και έναν πληθωριστικό φαύλο κύκλο που θα ανατροφοδοτούσαν οι αυξήσεις στις τιμές εισαγόμενων αγαθών και ο οποίος θα ακύρωνε το πλεονέκτημα της υποτίμησης.
«Ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτελεί πια μια θεωρητική υπόθεση εργασίας, ή μία εξέλιξη με μηδενική πιθανότητα, αλλά αντικείμενο καθημερινής συζήτησης και ένα σενάριο που συζητείται πλέον έντονα, ειδικά στο εξωτερικό. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μια τέτοια απευκταία εξέλιξη μπορεί να προκληθεί, μέσα σε ένα τόσο εύφλεκτο περιβάλλον, και από ένα μεμονωμένο γεγονός ή άστοχο χειρισμό με αυτοεκπληρούμενη, οδυνηρή κατάληξη, ανεξαρτήτως της ισχυρής πολιτικής βούλησης περί του αντιθέτου», αναφέρεται σε ειδική έκδοση της Εθνικής Τράπεζας για την ελληνική οικονομία με θέμα «Περιγράφοντας τις συνιστώσες του κρίσιμου διλήμματος».
Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα πολίτη (μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος τουλάχιστον κατά 55% σε ευρώ) πλήττοντας περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους, μέσω της σημαντικής υποτίμησης του νέου νομίσματος (65% σε ονομαστικούς όρους).
Τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε βαθύτερη ύφεση -22% σε σταθερές τιμές, επιπλέον της συρρίκνωσης κατά 14% την περίοδο 2009-2011) και εκτόξευση της ανεργίας στο 34%.
Το κράτος, αναφέρει η ΕΤΕ, θα εξαναγκαζόταν σε νομισματική χρηματοδότηση των αναγκών του, δημιουργώντας έναν πληθωριστικό φαύλο κύκλο (πληθωρισμός άνω του 30% αρχικά, με ισχυρή ανοδική τάση στη συνέχεια, καθώς θα αυτοτροφοδοτείται από αυξήσεις τιμών εισαγόμενων αγαθών και ονομαστικών μισθών) που θα ακύρωνε σταδιακά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την υποτίμηση.
Εξαιτίας της δυσκολίας πρόσβασης σε συνάλλαγμα, η χώρα θα αθετούσε το μεγαλύτερο τμήμα των υποχρεώσεων προς τους δανειστές της από το εξωτερικό (325 δισ. ευρώ), με προφανείς δυσμενείς επιδράσεις σε διακρατικό επίπεδο και στις συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επίπεδου και δυσκολία πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ειδικά σε καύσιμα, φάρμακα και αναγκαίες πρώτες ύλες.
Οι προαναφερόμενες επιπτώσεις, σημειώνει η ΕΤΕ, θα ήταν πολύ πιο δυσμενείς υπό ένα σενάριο μίας μη ομαλής μετάβασης στο νέο νόμισμα.
Η έκδοση της Εθνικής υποστηρίζει πως «η στρατηγική του οικονομικού Προγράμματος που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση είναι πολυδιάστατη και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονοσήμαντα, με ένα υπέρ ή ένα κατά». Το πρόγραμμα, αναφέρει, εξασφαλίζει χρόνο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας ένα πρωτόγνωρο επίπεδο χρηματοδότησης (σχεδόν 150 δισ. ευρώ έως σήμερα και άλλα 90 δισ. ευρώ ως το 2014), με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, ενώ με την επιτυχή ολοκλήρωση του PSI, το δημόσιο χρέος μειώνεται κατά 50% του ΑΕΠ και εξασφαλίζεται σημαντική ελάφρυνση στις υποχρεώσεις πληρωμής τοκοχρεολυσίων για ολόκληρη τη δεκαετία (επιτόκιο 2% έως το 2014, μέση διάρκεια νέων ομολόγων 20 έτη).
Παράλληλα, εξασφαλίζεται στήριξη ρευστότητας για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα άνω των 130 δισ. ευρώ, μέσω του Ευρωσυστήματος. Περιλαμβάνει τρεις άξονες μέτρων (διαθρωτικές αλλαγές, χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημοσιονομική εξυγίανση) που καλύπτουν «από αυτονόητες μεταρρυθμίσεις έως και μεταβολές που προκαλούν έντονες αντιδράσεις» όπως αναφέρει η ΕΤΕ.
Μεταξύ των «αυτονόητων αλλαγών» η ΕΤΕ αναφέρει την πάταξη της φοροδιαφυγής, την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της προσαρμογής με βασικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Αλλαγές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κοινωνική στήριξη στο Πρόγραμμα περιλαμβάνουν την επέκταση της χρονικής διάρκειας προσαρμογής και την αυξημένη πρόνοια για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες που δοκιμάζονται από την κρίση.
Οι εταίροι, υποστηρίζεται, πιθανόν να αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευελιξία τις προαναφερόμενες προσαρμογές και την επιπρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείται (η έγκριση της οποίας θα απαιτούσε απόφαση Συμβουλίου Κορυφής και εγκρίσεις από Κοινοβούλια χωρών της Ευρωζώνης), «στο βαθμό που εξασφαλιζόταν μια αξιόπιστη πολιτική δέσμευση για αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επίτευξη των αναπροσαρμοσμένων δημοσιονομικών στόχων».
Newsroom ΔΟΛ,
TreloKouneli
«Ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτελεί πια μια θεωρητική υπόθεση εργασίας, ή μία εξέλιξη με μηδενική πιθανότητα, αλλά αντικείμενο καθημερινής συζήτησης και ένα σενάριο που συζητείται πλέον έντονα, ειδικά στο εξωτερικό. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μια τέτοια απευκταία εξέλιξη μπορεί να προκληθεί, μέσα σε ένα τόσο εύφλεκτο περιβάλλον, και από ένα μεμονωμένο γεγονός ή άστοχο χειρισμό με αυτοεκπληρούμενη, οδυνηρή κατάληξη, ανεξαρτήτως της ισχυρής πολιτικής βούλησης περί του αντιθέτου», αναφέρεται σε ειδική έκδοση της Εθνικής Τράπεζας για την ελληνική οικονομία με θέμα «Περιγράφοντας τις συνιστώσες του κρίσιμου διλήμματος».
Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως έξοδος από το ευρώ θα οδηγούσε σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου του Έλληνα πολίτη (μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος τουλάχιστον κατά 55% σε ευρώ) πλήττοντας περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους, μέσω της σημαντικής υποτίμησης του νέου νομίσματος (65% σε ονομαστικούς όρους).
Τέτοιο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε βαθύτερη ύφεση -22% σε σταθερές τιμές, επιπλέον της συρρίκνωσης κατά 14% την περίοδο 2009-2011) και εκτόξευση της ανεργίας στο 34%.
Το κράτος, αναφέρει η ΕΤΕ, θα εξαναγκαζόταν σε νομισματική χρηματοδότηση των αναγκών του, δημιουργώντας έναν πληθωριστικό φαύλο κύκλο (πληθωρισμός άνω του 30% αρχικά, με ισχυρή ανοδική τάση στη συνέχεια, καθώς θα αυτοτροφοδοτείται από αυξήσεις τιμών εισαγόμενων αγαθών και ονομαστικών μισθών) που θα ακύρωνε σταδιακά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από την υποτίμηση.
Εξαιτίας της δυσκολίας πρόσβασης σε συνάλλαγμα, η χώρα θα αθετούσε το μεγαλύτερο τμήμα των υποχρεώσεων προς τους δανειστές της από το εξωτερικό (325 δισ. ευρώ), με προφανείς δυσμενείς επιδράσεις σε διακρατικό επίπεδο και στις συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με το εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη σημαντική υποβάθμιση του βιοτικού επίπεδου και δυσκολία πρόσβασης σε βασικά αγαθά και ειδικά σε καύσιμα, φάρμακα και αναγκαίες πρώτες ύλες.
Οι προαναφερόμενες επιπτώσεις, σημειώνει η ΕΤΕ, θα ήταν πολύ πιο δυσμενείς υπό ένα σενάριο μίας μη ομαλής μετάβασης στο νέο νόμισμα.
Η έκδοση της Εθνικής υποστηρίζει πως «η στρατηγική του οικονομικού Προγράμματος που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση είναι πολυδιάστατη και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονοσήμαντα, με ένα υπέρ ή ένα κατά». Το πρόγραμμα, αναφέρει, εξασφαλίζει χρόνο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας ένα πρωτόγνωρο επίπεδο χρηματοδότησης (σχεδόν 150 δισ. ευρώ έως σήμερα και άλλα 90 δισ. ευρώ ως το 2014), με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, ενώ με την επιτυχή ολοκλήρωση του PSI, το δημόσιο χρέος μειώνεται κατά 50% του ΑΕΠ και εξασφαλίζεται σημαντική ελάφρυνση στις υποχρεώσεις πληρωμής τοκοχρεολυσίων για ολόκληρη τη δεκαετία (επιτόκιο 2% έως το 2014, μέση διάρκεια νέων ομολόγων 20 έτη).
Παράλληλα, εξασφαλίζεται στήριξη ρευστότητας για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα άνω των 130 δισ. ευρώ, μέσω του Ευρωσυστήματος. Περιλαμβάνει τρεις άξονες μέτρων (διαθρωτικές αλλαγές, χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημοσιονομική εξυγίανση) που καλύπτουν «από αυτονόητες μεταρρυθμίσεις έως και μεταβολές που προκαλούν έντονες αντιδράσεις» όπως αναφέρει η ΕΤΕ.
Μεταξύ των «αυτονόητων αλλαγών» η ΕΤΕ αναφέρει την πάταξη της φοροδιαφυγής, την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους της προσαρμογής με βασικό ρόλο στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Αλλαγές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κοινωνική στήριξη στο Πρόγραμμα περιλαμβάνουν την επέκταση της χρονικής διάρκειας προσαρμογής και την αυξημένη πρόνοια για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες που δοκιμάζονται από την κρίση.
Οι εταίροι, υποστηρίζεται, πιθανόν να αντιμετώπιζαν με μεγαλύτερη ευελιξία τις προαναφερόμενες προσαρμογές και την επιπρόσθετη χρηματοδότηση που απαιτείται (η έγκριση της οποίας θα απαιτούσε απόφαση Συμβουλίου Κορυφής και εγκρίσεις από Κοινοβούλια χωρών της Ευρωζώνης), «στο βαθμό που εξασφαλιζόταν μια αξιόπιστη πολιτική δέσμευση για αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επίτευξη των αναπροσαρμοσμένων δημοσιονομικών στόχων».
Newsroom ΔΟΛ,
TreloKouneli
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πως μας κλέβουν το PIN και τα…λεφτά οι απατεώνες [video]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ