2012-05-31 08:47:48
του Κωνσταντίνου Γκράβα*
Η χώρα μας εισέρχεται σε μία από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη, σύγχρονη ελληνική ιστορία. Περίοδοι πολιτικής αστάθειας, αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων συνδυαζόμενων με σημαντικά εθνικά θέματα και αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού με ανάδειξη κομματικών σχηματισμών «της συγκυρίας», έχουν υπάρξει και άλλες φορές κατά το παρελθόν του 20ου αιώνα. Η τρέχουσα όμως χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από έναν πρόσθετο παράγοντα που προσδίδει ιδιάζουσα βαρύτητα στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού, όπως εκείνη θα εκφρασθεί μέσα από το αποτέλεσμα των νέων εκλογών του Ιουνίου. Η επίσημη ηγεσία της Ευρωζώνης, ο επικεφαλής της Κομισιόν, η γερμανική κυβέρνηση ως ηγέτιδα δύναμη της περιφέρειας των κρατών-μελών της ΟΝΕ, σπεύδουν μαζί με μία φωνή να θέσουν τις εκλογές αυτές υπό τη διάσταση ενός δημοψηφίσματος των Ελλήνων πολιτών για παραμονή ή όχι στο ευρώ.
Είναι άραγε ακραία η τακτική των εταίρων (και πιστωτών) να λαμβάνουν το ρόλο του αναδόχου, βαπτίζοντας την εκλογική αναμέτρηση σε «δημοψήφισμα»; Είναι μήπως ωμή η παρέμβαση των πλέον επισήμων χειλέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κοινά της χώρας μας; Είναι ίσως σκόπιμη η μετατροπή των εκλογών σε διακύβευμα ιστορικού χαρακτήρα; Είναι πιθανώς θεμιτή η επιταγή της πολιτικής ηγεσίας του διεθνούς παράγοντα για τελεσίδικη απόφαση της Ελλάδας σχετικά με το αν επιθυμεί να παραμείνει μέλος της οικογένειας του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος;
Προκειμένου να προσεγγίσω τα παραπάνω ερωτήματα, θα επιλέξω να απαντήσω βλέποντας την τρέχουσα χρονική στιγμή ως ένα ενδιάμεσο κόμβο στο συνολικό δένδρο αποφάσεων που διακλαδώνεται και ξεδιπλώνεται εξελισσόμενο από την αφετηρία της Ευρωπαϊκής κρίσης με επίκεντρο την Ελλάδα, ως τον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας των (υπέρ) χρεωμένων κρατών στην περιφέρεια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ανατρέχοντας στο Νοέμβριο του 2011, η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου στιγματίστηκε από την πρόθεση του τότε πρωθυπουργού να θέσει στο τραπέζι των Κανών τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για τις αποφάσεις που ελήφθησαν τον Οκτώβριο (και μάλιστα λίγες μόνον ημέρες πριν) στη Σύνοδο Κορυφής. Οι αποφάσεις αυτές ήταν συνέχεια εκείνων του Ιουλίου και αφορούσαν το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας, με «κούρεμα», καθώς και το συνδεόμενο «μνημόνιο» που δεσμεύει τη χώρα μας για τη χορήγηση του πακέτου χρηματοδότησης από τους διεθνείς πιστωτές - επίσημο τομέα.
Η αμείλικτη στάση του γαλλογερμανικού άξονα ως προς το ερώτημα του δημοψηφίσματος και συγκεκριμένα, η απαίτηση για να τεθεί ως δίλημμα το «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ» ήταν η πρώτη πράξη του δράματος. Η δεύτερη εκτυλίσσεται τώρα. Η ρητορική σχεδόν ταυτόσημη: Οι επικείμενες εκλογές συνιστούν απόφαση των Ελλήνων για παραμονή στο ευρώ, με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί να είναι δεδομένες. Η Ελλάδα θα αποφασίσει αν επιθυμεί την παραμονή της στο ευρώ. Και άλλες, στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος.
Ουδόλως εκπλήσσει η επανάληψη του διακυβεύματος και η εστίαση της παιγνιοθεωρητικής προσέγγισης της στάσης της Γερμανίας στον τρέχοντα κόμβο αποφάσεων προς την κατεύθυνση της πίεσης του πιο αδύναμου κρίκου της κρίσης να αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα περί παραμονής στο ευρώ. Και αυτό, διότι κατ’ αρχάς και επί της αρχής (βάσει των Ευρωπαϊκών Συνθηκών) δεν προβλέπεται νομικά η αποπομπή μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Οικιοθελής έξοδος ή εξαναγκασμός σε επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μέσα από τη διακοπή της χρηματοδότησης και την κατάπτωση των εγγυήσεων του τραπεζικού συστήματος με την «αποσωλήνωση» του ασθενούς από την εντατική, είναι οι δύο πραγματικές επιλογές που υπάρχουν. Η πρώτη, αφορά πρωτοβουλία της χώρας, ενώ η δεύτερη, προϋποθέτει ως φορέα λήψης της απόφασης την τρόικα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ανεξάρτητης δηλαδή νομισματικής αρχής της Ευρωζώνης.Και επειδή κατά τεκμήριο οι Έλληνες πολίτες προτιμούν σε μεγάλη πλειοψηφία το ευρώ, σε ποσοστό της τάξεως του 75-80%, είναι ακριβώς οι επιπτώσεις της δεύτερης επιλογής που εξετάζονται και επιχειρείται να ποσοτικοποιηθούν ως προς τις ζημιές που θα καταγράψει ο επίσημος τομέας λόγω έκθεσης στο ελληνικό χρέος αφενός και αφετέρου, από μη καταβαλλόμενες αξιώσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) και τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες μέσω του συστήματος TARGET-2. Στο σύστημα αυτό εγγράφονται απαιτήσεις των Κεντρικών Τραπεζών των πλεονασματικών χωρών έναντι εκείνων των ελλειμματικών, αντανακλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα.
Το κόστος που υπολογίζεται είναι πολύ μεγάλο, αλλά πεπερασμένο. Η πεπερασμένη αυτή διάσταση όμως εκφυλίζεται και προσομοιάζει με απροσδιοριστία όταν στο επόμενο σημείο της ανάλυσης υπεισέλθει ο παράγων του dominoeffect, αντί της στεγανοποίησης του προβλήματος στα όρια των ελληνικών «αριθμών». Για να γίνει σαφέστερο αυτό, ενδεχόμενη μετάδοση του ιού διαδοχικά στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο και εν συνεχεία ακόμη και στον πυρήνα της Ευρωζώνης, πολλαπλασιάζει γεωμετρικά το κόστος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Και εξωθεί συνακόλουθα τη Γερμανία να φθάσει στον κόμβο που περιέχει τον κλάδο εκείνο, τον οποίο επιθυμεί επιμελώς να συντηρεί ως ύστατη εναλλακτική. Ποια είναι αυτή: Η δική της (της Γερμανίας) αποχώρηση από το ευρώ, η εγκατάλειψη και άρα αποσύνθεση της Ευρωζώνης και η επαναδιάταξη του νομισματικού χάρτη σε παγκόσμια κλίμακα. Η άλλη επιλογή της; Να αποδεχθεί την ανάγκη δημιουργίας ενός εσωτερικού μηχανισμού ανακύκλωσης των πλεονασμάτων του Βορρά προς τον ελλειμματικό Νότο, μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και με εφαρμογή δράσεων τόνωσης της εγχώριας ζήτησης στη γερμανική οικονομία διαμέσου υψηλότερων αμοιβών εργασίας και με ανοχή υψηλότερου πληθωρισμού. Επιπροσθέτως, να αποδεχθεί την υιοθέτηση του μέτρου των ευρωομολόγων, δηλαδή την ανάληψη μέρους του χρέους όλων των μελών στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB-bonds)και τη χρηματοδότηση μέσω projectEurobondsτων αναγκαίων επενδύσεων στην περιφέρεια για την ανάσχεση της ύφεσης και της υπό-επένδυσης.
Συμπερασματικά, η πορεία της ευρωπαϊκής κρίσης έχει εξελιχθεί σταδιακά από την άρνηση της Γερμανίας σε κούρεμα των ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας, στη διαχείριση χρόνου μέσα από το πρώτο μνημόνιο με απώτερο στόχο τη μείωση της έκθεσης των γαλλογερμανικών κυρίως τραπεζών σε ελληνικά χρεόγραφα. Εν συνεχεία, στην εκπόνηση του σχεδίου ελεγχόμενης χρεοκοπίας και αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με ζυμώσεις και διαπραγματεύσεις για το ύψος του κουρέματος. Και τώρα, στην προετοιμασία του πλάνου ελεγχόμενης εξόδου μιας χώρας από το ευρώ. Το «πειραματόζωο» στο εργαστήριο είναι η χώρα μας.
Σε αυτό το πλαίσιο συλλογιστικής και θεώρησης της κατάστασης, θεμελιώνεται η ανακήρυξη εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα των εθνικών μας εκλογών ως μείζων διακύβευμα για το ευρώ.
Ποια είναι όμως η θέση αυτού του διλήμματος υπό την οπτική γωνία της ελληνικής πλευράς;
Για να στοχεύσω όσο εγγύτερα γίνεται προς την απάντηση στο ερώτημα που έθεσα ως «γέφυρα» μετάβασης στην εγχώρια σκηνή και στα εσωτερικά πολιτικά δεδομένα και δρώμενα, οφείλω και πάλι να ανατρέξω στα γεγονότα. Το μνημόνιο που υπεγράφη το Μάιο του 2010 ήταν ουσιαστικά ένας οδικός χάρτης περιορισμού των δίδυμων ελλειμμάτων (άμεσα, του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού και έμμεσα, του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσα από την εσωτερική υποτίμηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας). Ταυτόχρονα, ήταν ένα περίγραμμα στόχων που θα ελέγχονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να προχωρά απρόσκοπτα η δανειοδότηση υπό μορφή δόσεων της ελληνικής οικονομίας, μέσα από τον προσωρινό μηχανισμό στήριξης.
Η εξέλιξη των δεικτών της οικονομίας αποτύπωσε ένα υφεσιακό σπιράλ, με τη συνολική υποχώρηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2012 να εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 20%. Η συνταγή του μνημονίου ομολογουμένως αναγράφει λάθος φάρμακο για τον ασθενή, παρουσιάζει τοις πράγμασι σοβαρές αρνητικές αποκλίσεις από το επιθυμητό αποτέλεσμα σε όποια οικονομία εφαρμόστηκε, πλην όμως είναι η ενδεδειγμένη ως προς την επιδίωξη της Γερμανίας να ορίσει τους κανόνες του «παιχνιδιού» (παιγνίου) προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Πέρα από αυτό και στο βαθμό που ο αδύναμος οφείλει να φροντίσει να αποκτήσει διαπραγματευτικά ατού, ώστε να υποχρεώσει ή ακόμα και να απειλήσει την απέναντι πλευρά απαιτώντας αναθεώρηση, η εξαιρετικά κακή εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων που προτάθηκαν και η άκριτη υιοθέτηση οριζόντιων μέτρων με πρόχειρο και κοινωνικά άδικο τρόπο, συνετέλεσαν στο να κακοφορμίσει το μνημόνιο. Η μη πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η αδυναμία περιορισμού της γραφειοκρατίας, η αφαίμαξη των νοικοκυριών χωρίς δίκαιη κατανομή των βαρών, σε συνδυασμό και με την εξάντληση της κοινωνικής ανοχής και αντοχής, συνέθεσαν το εκρηκτικό μείγμα ανισορροπίας μεταξύ της ακολουθούμενης πολιτικής και του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών. Θυσίες σε ένα βαρέλι δίχως πάτο, διαρκής υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, καλπάζουσα ανεργία και παντελής απουσία ελπίδας ανάκαμψης, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις πλειοψηφίας όσων εναντιώνονται στο μνημόνιο. Περισσότερο όσον αφορά στον τρόπο εφαρμογής του και λιγότερο ως προς τη σύλληψή του ως μέτρου δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε αυτό το σημείο, επανέρχομαι στη διατύπωση ότι ο αδύναμος πρέπει να ενισχύει τη φαρέτρα του με φαρμακερά βέλη που γνωρίζει η άλλη πλευρά ότι είναι ικανά πράγματι να την πλήξουν. Και αυτό αποτέλεσε κατά τη γνώμη μου την αχίλλειο πτέρνα της χώρας μας και τη μειονεκτική εν δυνάμει διαπραγματευτική της θέση. Αυτό ήταν που της στέρησε την αναγκαία διαπραγματευτική ισχύ. Ότι, δηλαδή, υπήρξε πλημμελής κεντρικός σχεδιασμός και καμία προσπάθεια κατάρτισης ενός σχεδίου υποστηρικτικού του σεναρίου ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων που έθεταν οι δανειστές και προστατευτικού ως προς το διαφαινόμενο αδιέξοδο μονοπάτι του μνημονίου. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα όχι απλώς δεν κατήρτισε ένα «PlanB» ώστε να είναι έτοιμη να διεκδικήσει αλλαγή των όρων του μνημονίου, αλλά δεν εφάρμοσε ούτε το …«Plan Α» που θα συντελούσε σε εξυγίανση του σπάταλου κρατικού τομέα και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας.
Η παραδοχή πλέον, ακόμη και από τη γερμανίδα καγκελάριο, ότι χρειάζεται ως συμπλήρωμα …διατροφής στη συνταγή του μνημονίου και ένα πακέτο αναπτυξιακών μέτρων και δράσεων, θα έβρισκε τη χώρα μας σε σαφώς καλύτερο σημείο. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπήρχε σχέδιο δράσης μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος. Υπό τη συνθήκη ότι είχε δημιουργηθεί το πλαίσιο συνεργασίας στο εσωτερικό προκειμένου να χαραχθεί οδικός χάρτης εξόδου από το ολισθηρό μονοπάτι της συσσώρευσης «καρκινογόνων» ελλειμμάτων.
Ελλειμμάτων που δε συνδέονται με μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προς την κατεύθυνση τόνωσης της ζήτησης ως αντίβαρου στην ύφεση (π.χ. μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων), κάτι το οποίο είναι από μακροοικονομικής άποψης θεμιτό υπό την αίρεση ότι στη φάση ανάπτυξης του οικονομικού κύκλου τα ελλείμματα περιστέλλονται. Ελλειμμάτων που δεν είναι κυκλικά, αλλά διαρθρωτικά. Ελλειμμάτων που γιγαντώθηκαν από ανεπάρκεια, αδιαφορία, μυωπική θεώρηση του πλαισίου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και του μεγέθους της εντός του ευρωπαϊκού περιγράμματος της ΟΝΕ.
Ελλειμμάτων που οφείλονται στη σύνδεση της ισχύος του δικομματισμού με τα συντεχνιακά, συνδικαλιστικά συμφέροντα και με την προσπάθεια ένταξης περισσότερων ψηφοφόρων στο κλαμπ των «εντός του συστήματος», χωρίς καμία πρόνοια για τη (μη) βιωσιμότητα του μοντέλου. Χωρίς καμία αγωνία, ως συναίσθημα ευθύνης και συνετής διαχείρισης της τύχης του τόπου, για την αναπόφευκτη θραύση της (αν)ισορροπίας μεταξύ των δύο νεοδημιουργηθεισών ομάδων (οι «εντός» και οι «εκτός» του συστήματος) και συνακόλουθα, για τη μοιραία διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Τελικά, για την αυτοκατασκευή ενός μπούμερανγκ που γύρισε πίσω με δύναμη οργής και έκρηξη αγανάκτησης το κοινωνικό αίσθημα, πλήττοντας το ίδιο το πολιτικό σύστημα που συντήρησε τον παραπάνω μηχανισμό. Οι «εντός», οργισμένοι που έχασαν απροειδοποίητα και αναπάντεχα τα διασφαλισμένα κεκτημένα τους, οι «εκτός», αγανακτισμένοι που καλούνται να υποστούν θυσίες αισθανόμενοι όμως ως κατ’ εξακολούθησιν μειονεκτούντες σε σχέση με τις προγενέστερα ευεργετηθείσες κοινωνικές ομάδες. Ένας ατέρμον κύκλος χωρίς αποτέλεσμα προόδου, δημιουργίας και διαφυγής από το ετοιμόρροπο κατασκεύασμα της μεταπολίτευσης. Χωρίς απτό και ουσιαστικό αποτέλεσμα, διότι παγιώθηκε η απουσία κοινωνικής δικαιοσύνης και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με ρεαλισμό και ειλικρίνεια, με λογισμό και φαντασία, σε ότι αφορά τη διαχείριση εσωτερικά της κρίσης μέσα από το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας και κυρίως, μέσα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την εφαρμογή του με στόχο την υποχρεωτική μείωση του ελλείμματος.
Την κρίσιμη ώρα, οι διαπιστώσεις και η προσπάθεια ανάλυσης και εντοπισμού στοιχείων αποτυχίας, αποδείξεων υστέρησης, σημείων δυστοκίας, προσφέρουν χρήσιμο έργο για την εξουδετέρωση υπερβολών και την ουδετεροποίηση αρνητικών θυμικών με σκοπό την καθαρότητα σκέψης και την εξάλειψη επαμφοτεριζουσών θέσεων.
Χρησιμότερη όμως φρονώ ότι είναι η προσέγγιση του εφικτού και η διατύπωση προτάσεων και λύσεων στη δεδομένη χρονική στιγμή. Ξεπερνώντας αλλά όχι ξεχνώντας, υπερβαίνοντας αλλά όχι διαγράφοντας, με το βλέμμα στραμμένο στα επόμενα βήματα του άμεσου μέλλοντος. Και ενώ ο πολιτικός χρόνος τρέχει στην κλεψύδρα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αναζητώντας τη διαμόρφωση του PlanB μέσα από τις ζυμώσεις που ξεκίνησαν με αφορμή τη «μεταβατική» ψήφο της προηγούμενης, ουδείς φαίνεται διατεθειμένος να προσδιορίσει το πραγματικό διακύβευμα: Πώς θα επιτευχθεί σε πολύ κοντινό ορίζοντα (ενδεικτικά τριμήνου) ο μηδενισμός του πρωτογενούς ελλείμματος, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, στοχευμένο στην κατεύθυνση άμβλυνσης της ανισότητας μεταξύ (πραγματικά και όχι σε όρους δηλωθέντος εισοδήματος) πλουσίων και φτωχών και με συνειδητοποίηση της αδήριτης ανάγκης υπηρέτησης του συνολικού, του κοινού καλού. Πώς θα οπλιστεί η φαρέτρα της Ελλάδας, ώστε η διαμόρφωση κοινής συνισταμένης για επαναδιαπραγμάτευση, τροποποίηση, διόρθωση και συμπλήρωση του μνημονίου, όπως η συνισταμένη αυτή προέκυψε μετεκλογικά από τις ζυμώσεις των διερευνητικών εντολών και της ενσωμάτωσης του μηνύματος των εκλογών στην αναθεωρημένη στρατηγική των περισσότερων κομμάτων, να μην πέσει στο κενό.
Τα κόμματα, δυστυχώς και εμφανώς, σέρνονται από το «χρησμό» των πρόσφατων εκλογών. Μετατόπισαν τη θέση τους στο πολιτικό παίγνιο αναγιγνώσκοντας τις μεικτές στρατηγικές (mixedstrategies) που έβγαλε η κάλπη. Όμως ο ρόλος τους δεν είναι να είναι followers, αλλά ηγέτες. Και οι ηγέτες την κρίσιμη ώρα συνθέτουν σε στέρεες βάσεις το πάζλ των σύνθετων εναλλακτικών, προετοιμαζόμενοι για τη διαπραγμάτευση. Και μετά οι πολίτες ακολουθούν παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης, ψήφο θετική, ψήφο συμμετοχής στη λύση.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Γκράβας είναι εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα.
πηγη:capital.gr
Η χώρα μας εισέρχεται σε μία από τις κρισιμότερες εκλογικές αναμετρήσεις στη νεότερη, σύγχρονη ελληνική ιστορία. Περίοδοι πολιτικής αστάθειας, αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων συνδυαζόμενων με σημαντικά εθνικά θέματα και αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού με ανάδειξη κομματικών σχηματισμών «της συγκυρίας», έχουν υπάρξει και άλλες φορές κατά το παρελθόν του 20ου αιώνα. Η τρέχουσα όμως χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από έναν πρόσθετο παράγοντα που προσδίδει ιδιάζουσα βαρύτητα στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού, όπως εκείνη θα εκφρασθεί μέσα από το αποτέλεσμα των νέων εκλογών του Ιουνίου. Η επίσημη ηγεσία της Ευρωζώνης, ο επικεφαλής της Κομισιόν, η γερμανική κυβέρνηση ως ηγέτιδα δύναμη της περιφέρειας των κρατών-μελών της ΟΝΕ, σπεύδουν μαζί με μία φωνή να θέσουν τις εκλογές αυτές υπό τη διάσταση ενός δημοψηφίσματος των Ελλήνων πολιτών για παραμονή ή όχι στο ευρώ.
Είναι άραγε ακραία η τακτική των εταίρων (και πιστωτών) να λαμβάνουν το ρόλο του αναδόχου, βαπτίζοντας την εκλογική αναμέτρηση σε «δημοψήφισμα»; Είναι μήπως ωμή η παρέμβαση των πλέον επισήμων χειλέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κοινά της χώρας μας; Είναι ίσως σκόπιμη η μετατροπή των εκλογών σε διακύβευμα ιστορικού χαρακτήρα; Είναι πιθανώς θεμιτή η επιταγή της πολιτικής ηγεσίας του διεθνούς παράγοντα για τελεσίδικη απόφαση της Ελλάδας σχετικά με το αν επιθυμεί να παραμείνει μέλος της οικογένειας του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος;
Προκειμένου να προσεγγίσω τα παραπάνω ερωτήματα, θα επιλέξω να απαντήσω βλέποντας την τρέχουσα χρονική στιγμή ως ένα ενδιάμεσο κόμβο στο συνολικό δένδρο αποφάσεων που διακλαδώνεται και ξεδιπλώνεται εξελισσόμενο από την αφετηρία της Ευρωπαϊκής κρίσης με επίκεντρο την Ελλάδα, ως τον πιο αδύναμο κρίκο της αλυσίδας των (υπέρ) χρεωμένων κρατών στην περιφέρεια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Ανατρέχοντας στο Νοέμβριο του 2011, η παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου στιγματίστηκε από την πρόθεση του τότε πρωθυπουργού να θέσει στο τραπέζι των Κανών τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Ελλάδα για τις αποφάσεις που ελήφθησαν τον Οκτώβριο (και μάλιστα λίγες μόνον ημέρες πριν) στη Σύνοδο Κορυφής. Οι αποφάσεις αυτές ήταν συνέχεια εκείνων του Ιουλίου και αφορούσαν το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας, με «κούρεμα», καθώς και το συνδεόμενο «μνημόνιο» που δεσμεύει τη χώρα μας για τη χορήγηση του πακέτου χρηματοδότησης από τους διεθνείς πιστωτές - επίσημο τομέα.
Η αμείλικτη στάση του γαλλογερμανικού άξονα ως προς το ερώτημα του δημοψηφίσματος και συγκεκριμένα, η απαίτηση για να τεθεί ως δίλημμα το «ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ» ήταν η πρώτη πράξη του δράματος. Η δεύτερη εκτυλίσσεται τώρα. Η ρητορική σχεδόν ταυτόσημη: Οι επικείμενες εκλογές συνιστούν απόφαση των Ελλήνων για παραμονή στο ευρώ, με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί να είναι δεδομένες. Η Ελλάδα θα αποφασίσει αν επιθυμεί την παραμονή της στο ευρώ. Και άλλες, στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος.
Ουδόλως εκπλήσσει η επανάληψη του διακυβεύματος και η εστίαση της παιγνιοθεωρητικής προσέγγισης της στάσης της Γερμανίας στον τρέχοντα κόμβο αποφάσεων προς την κατεύθυνση της πίεσης του πιο αδύναμου κρίκου της κρίσης να αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα περί παραμονής στο ευρώ. Και αυτό, διότι κατ’ αρχάς και επί της αρχής (βάσει των Ευρωπαϊκών Συνθηκών) δεν προβλέπεται νομικά η αποπομπή μιας χώρας από την Ευρωζώνη. Οικιοθελής έξοδος ή εξαναγκασμός σε επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μέσα από τη διακοπή της χρηματοδότησης και την κατάπτωση των εγγυήσεων του τραπεζικού συστήματος με την «αποσωλήνωση» του ασθενούς από την εντατική, είναι οι δύο πραγματικές επιλογές που υπάρχουν. Η πρώτη, αφορά πρωτοβουλία της χώρας, ενώ η δεύτερη, προϋποθέτει ως φορέα λήψης της απόφασης την τρόικα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ανεξάρτητης δηλαδή νομισματικής αρχής της Ευρωζώνης.Και επειδή κατά τεκμήριο οι Έλληνες πολίτες προτιμούν σε μεγάλη πλειοψηφία το ευρώ, σε ποσοστό της τάξεως του 75-80%, είναι ακριβώς οι επιπτώσεις της δεύτερης επιλογής που εξετάζονται και επιχειρείται να ποσοτικοποιηθούν ως προς τις ζημιές που θα καταγράψει ο επίσημος τομέας λόγω έκθεσης στο ελληνικό χρέος αφενός και αφετέρου, από μη καταβαλλόμενες αξιώσεις προς την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank) και τις υπόλοιπες εθνικές κεντρικές τράπεζες μέσω του συστήματος TARGET-2. Στο σύστημα αυτό εγγράφονται απαιτήσεις των Κεντρικών Τραπεζών των πλεονασματικών χωρών έναντι εκείνων των ελλειμματικών, αντανακλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις εμπορικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα.
Το κόστος που υπολογίζεται είναι πολύ μεγάλο, αλλά πεπερασμένο. Η πεπερασμένη αυτή διάσταση όμως εκφυλίζεται και προσομοιάζει με απροσδιοριστία όταν στο επόμενο σημείο της ανάλυσης υπεισέλθει ο παράγων του dominoeffect, αντί της στεγανοποίησης του προβλήματος στα όρια των ελληνικών «αριθμών». Για να γίνει σαφέστερο αυτό, ενδεχόμενη μετάδοση του ιού διαδοχικά στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο και εν συνεχεία ακόμη και στον πυρήνα της Ευρωζώνης, πολλαπλασιάζει γεωμετρικά το κόστος εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Και εξωθεί συνακόλουθα τη Γερμανία να φθάσει στον κόμβο που περιέχει τον κλάδο εκείνο, τον οποίο επιθυμεί επιμελώς να συντηρεί ως ύστατη εναλλακτική. Ποια είναι αυτή: Η δική της (της Γερμανίας) αποχώρηση από το ευρώ, η εγκατάλειψη και άρα αποσύνθεση της Ευρωζώνης και η επαναδιάταξη του νομισματικού χάρτη σε παγκόσμια κλίμακα. Η άλλη επιλογή της; Να αποδεχθεί την ανάγκη δημιουργίας ενός εσωτερικού μηχανισμού ανακύκλωσης των πλεονασμάτων του Βορρά προς τον ελλειμματικό Νότο, μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και με εφαρμογή δράσεων τόνωσης της εγχώριας ζήτησης στη γερμανική οικονομία διαμέσου υψηλότερων αμοιβών εργασίας και με ανοχή υψηλότερου πληθωρισμού. Επιπροσθέτως, να αποδεχθεί την υιοθέτηση του μέτρου των ευρωομολόγων, δηλαδή την ανάληψη μέρους του χρέους όλων των μελών στο όνομα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB-bonds)και τη χρηματοδότηση μέσω projectEurobondsτων αναγκαίων επενδύσεων στην περιφέρεια για την ανάσχεση της ύφεσης και της υπό-επένδυσης.
Συμπερασματικά, η πορεία της ευρωπαϊκής κρίσης έχει εξελιχθεί σταδιακά από την άρνηση της Γερμανίας σε κούρεμα των ομολόγων που κατείχε ο ιδιωτικός τομέας, στη διαχείριση χρόνου μέσα από το πρώτο μνημόνιο με απώτερο στόχο τη μείωση της έκθεσης των γαλλογερμανικών κυρίως τραπεζών σε ελληνικά χρεόγραφα. Εν συνεχεία, στην εκπόνηση του σχεδίου ελεγχόμενης χρεοκοπίας και αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με ζυμώσεις και διαπραγματεύσεις για το ύψος του κουρέματος. Και τώρα, στην προετοιμασία του πλάνου ελεγχόμενης εξόδου μιας χώρας από το ευρώ. Το «πειραματόζωο» στο εργαστήριο είναι η χώρα μας.
Σε αυτό το πλαίσιο συλλογιστικής και θεώρησης της κατάστασης, θεμελιώνεται η ανακήρυξη εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα των εθνικών μας εκλογών ως μείζων διακύβευμα για το ευρώ.
Ποια είναι όμως η θέση αυτού του διλήμματος υπό την οπτική γωνία της ελληνικής πλευράς;
Για να στοχεύσω όσο εγγύτερα γίνεται προς την απάντηση στο ερώτημα που έθεσα ως «γέφυρα» μετάβασης στην εγχώρια σκηνή και στα εσωτερικά πολιτικά δεδομένα και δρώμενα, οφείλω και πάλι να ανατρέξω στα γεγονότα. Το μνημόνιο που υπεγράφη το Μάιο του 2010 ήταν ουσιαστικά ένας οδικός χάρτης περιορισμού των δίδυμων ελλειμμάτων (άμεσα, του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού και έμμεσα, του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσα από την εσωτερική υποτίμηση και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας). Ταυτόχρονα, ήταν ένα περίγραμμα στόχων που θα ελέγχονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα προκειμένου να προχωρά απρόσκοπτα η δανειοδότηση υπό μορφή δόσεων της ελληνικής οικονομίας, μέσα από τον προσωρινό μηχανισμό στήριξης.
Η εξέλιξη των δεικτών της οικονομίας αποτύπωσε ένα υφεσιακό σπιράλ, με τη συνολική υποχώρηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2012 να εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 20%. Η συνταγή του μνημονίου ομολογουμένως αναγράφει λάθος φάρμακο για τον ασθενή, παρουσιάζει τοις πράγμασι σοβαρές αρνητικές αποκλίσεις από το επιθυμητό αποτέλεσμα σε όποια οικονομία εφαρμόστηκε, πλην όμως είναι η ενδεδειγμένη ως προς την επιδίωξη της Γερμανίας να ορίσει τους κανόνες του «παιχνιδιού» (παιγνίου) προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Πέρα από αυτό και στο βαθμό που ο αδύναμος οφείλει να φροντίσει να αποκτήσει διαπραγματευτικά ατού, ώστε να υποχρεώσει ή ακόμα και να απειλήσει την απέναντι πλευρά απαιτώντας αναθεώρηση, η εξαιρετικά κακή εφαρμογή των διαρθρωτικών μέτρων που προτάθηκαν και η άκριτη υιοθέτηση οριζόντιων μέτρων με πρόχειρο και κοινωνικά άδικο τρόπο, συνετέλεσαν στο να κακοφορμίσει το μνημόνιο. Η μη πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, η αδυναμία περιορισμού της γραφειοκρατίας, η αφαίμαξη των νοικοκυριών χωρίς δίκαιη κατανομή των βαρών, σε συνδυασμό και με την εξάντληση της κοινωνικής ανοχής και αντοχής, συνέθεσαν το εκρηκτικό μείγμα ανισορροπίας μεταξύ της ακολουθούμενης πολιτικής και του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών. Θυσίες σε ένα βαρέλι δίχως πάτο, διαρκής υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, καλπάζουσα ανεργία και παντελής απουσία ελπίδας ανάκαμψης, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις πλειοψηφίας όσων εναντιώνονται στο μνημόνιο. Περισσότερο όσον αφορά στον τρόπο εφαρμογής του και λιγότερο ως προς τη σύλληψή του ως μέτρου δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Σε αυτό το σημείο, επανέρχομαι στη διατύπωση ότι ο αδύναμος πρέπει να ενισχύει τη φαρέτρα του με φαρμακερά βέλη που γνωρίζει η άλλη πλευρά ότι είναι ικανά πράγματι να την πλήξουν. Και αυτό αποτέλεσε κατά τη γνώμη μου την αχίλλειο πτέρνα της χώρας μας και τη μειονεκτική εν δυνάμει διαπραγματευτική της θέση. Αυτό ήταν που της στέρησε την αναγκαία διαπραγματευτική ισχύ. Ότι, δηλαδή, υπήρξε πλημμελής κεντρικός σχεδιασμός και καμία προσπάθεια κατάρτισης ενός σχεδίου υποστηρικτικού του σεναρίου ουσιαστικής διαπραγμάτευσης των όρων που έθεταν οι δανειστές και προστατευτικού ως προς το διαφαινόμενο αδιέξοδο μονοπάτι του μνημονίου. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα όχι απλώς δεν κατήρτισε ένα «PlanB» ώστε να είναι έτοιμη να διεκδικήσει αλλαγή των όρων του μνημονίου, αλλά δεν εφάρμοσε ούτε το …«Plan Α» που θα συντελούσε σε εξυγίανση του σπάταλου κρατικού τομέα και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας.
Η παραδοχή πλέον, ακόμη και από τη γερμανίδα καγκελάριο, ότι χρειάζεται ως συμπλήρωμα …διατροφής στη συνταγή του μνημονίου και ένα πακέτο αναπτυξιακών μέτρων και δράσεων, θα έβρισκε τη χώρα μας σε σαφώς καλύτερο σημείο. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι υπήρχε σχέδιο δράσης μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος. Υπό τη συνθήκη ότι είχε δημιουργηθεί το πλαίσιο συνεργασίας στο εσωτερικό προκειμένου να χαραχθεί οδικός χάρτης εξόδου από το ολισθηρό μονοπάτι της συσσώρευσης «καρκινογόνων» ελλειμμάτων.
Ελλειμμάτων που δε συνδέονται με μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προς την κατεύθυνση τόνωσης της ζήτησης ως αντίβαρου στην ύφεση (π.χ. μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων), κάτι το οποίο είναι από μακροοικονομικής άποψης θεμιτό υπό την αίρεση ότι στη φάση ανάπτυξης του οικονομικού κύκλου τα ελλείμματα περιστέλλονται. Ελλειμμάτων που δεν είναι κυκλικά, αλλά διαρθρωτικά. Ελλειμμάτων που γιγαντώθηκαν από ανεπάρκεια, αδιαφορία, μυωπική θεώρηση του πλαισίου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και του μεγέθους της εντός του ευρωπαϊκού περιγράμματος της ΟΝΕ.
Ελλειμμάτων που οφείλονται στη σύνδεση της ισχύος του δικομματισμού με τα συντεχνιακά, συνδικαλιστικά συμφέροντα και με την προσπάθεια ένταξης περισσότερων ψηφοφόρων στο κλαμπ των «εντός του συστήματος», χωρίς καμία πρόνοια για τη (μη) βιωσιμότητα του μοντέλου. Χωρίς καμία αγωνία, ως συναίσθημα ευθύνης και συνετής διαχείρισης της τύχης του τόπου, για την αναπόφευκτη θραύση της (αν)ισορροπίας μεταξύ των δύο νεοδημιουργηθεισών ομάδων (οι «εντός» και οι «εκτός» του συστήματος) και συνακόλουθα, για τη μοιραία διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Τελικά, για την αυτοκατασκευή ενός μπούμερανγκ που γύρισε πίσω με δύναμη οργής και έκρηξη αγανάκτησης το κοινωνικό αίσθημα, πλήττοντας το ίδιο το πολιτικό σύστημα που συντήρησε τον παραπάνω μηχανισμό. Οι «εντός», οργισμένοι που έχασαν απροειδοποίητα και αναπάντεχα τα διασφαλισμένα κεκτημένα τους, οι «εκτός», αγανακτισμένοι που καλούνται να υποστούν θυσίες αισθανόμενοι όμως ως κατ’ εξακολούθησιν μειονεκτούντες σε σχέση με τις προγενέστερα ευεργετηθείσες κοινωνικές ομάδες. Ένας ατέρμον κύκλος χωρίς αποτέλεσμα προόδου, δημιουργίας και διαφυγής από το ετοιμόρροπο κατασκεύασμα της μεταπολίτευσης. Χωρίς απτό και ουσιαστικό αποτέλεσμα, διότι παγιώθηκε η απουσία κοινωνικής δικαιοσύνης και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού με ρεαλισμό και ειλικρίνεια, με λογισμό και φαντασία, σε ότι αφορά τη διαχείριση εσωτερικά της κρίσης μέσα από το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας και κυρίως, μέσα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την εφαρμογή του με στόχο την υποχρεωτική μείωση του ελλείμματος.
Την κρίσιμη ώρα, οι διαπιστώσεις και η προσπάθεια ανάλυσης και εντοπισμού στοιχείων αποτυχίας, αποδείξεων υστέρησης, σημείων δυστοκίας, προσφέρουν χρήσιμο έργο για την εξουδετέρωση υπερβολών και την ουδετεροποίηση αρνητικών θυμικών με σκοπό την καθαρότητα σκέψης και την εξάλειψη επαμφοτεριζουσών θέσεων.
Χρησιμότερη όμως φρονώ ότι είναι η προσέγγιση του εφικτού και η διατύπωση προτάσεων και λύσεων στη δεδομένη χρονική στιγμή. Ξεπερνώντας αλλά όχι ξεχνώντας, υπερβαίνοντας αλλά όχι διαγράφοντας, με το βλέμμα στραμμένο στα επόμενα βήματα του άμεσου μέλλοντος. Και ενώ ο πολιτικός χρόνος τρέχει στην κλεψύδρα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αναζητώντας τη διαμόρφωση του PlanB μέσα από τις ζυμώσεις που ξεκίνησαν με αφορμή τη «μεταβατική» ψήφο της προηγούμενης, ουδείς φαίνεται διατεθειμένος να προσδιορίσει το πραγματικό διακύβευμα: Πώς θα επιτευχθεί σε πολύ κοντινό ορίζοντα (ενδεικτικά τριμήνου) ο μηδενισμός του πρωτογενούς ελλείμματος, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο, στοχευμένο στην κατεύθυνση άμβλυνσης της ανισότητας μεταξύ (πραγματικά και όχι σε όρους δηλωθέντος εισοδήματος) πλουσίων και φτωχών και με συνειδητοποίηση της αδήριτης ανάγκης υπηρέτησης του συνολικού, του κοινού καλού. Πώς θα οπλιστεί η φαρέτρα της Ελλάδας, ώστε η διαμόρφωση κοινής συνισταμένης για επαναδιαπραγμάτευση, τροποποίηση, διόρθωση και συμπλήρωση του μνημονίου, όπως η συνισταμένη αυτή προέκυψε μετεκλογικά από τις ζυμώσεις των διερευνητικών εντολών και της ενσωμάτωσης του μηνύματος των εκλογών στην αναθεωρημένη στρατηγική των περισσότερων κομμάτων, να μην πέσει στο κενό.
Τα κόμματα, δυστυχώς και εμφανώς, σέρνονται από το «χρησμό» των πρόσφατων εκλογών. Μετατόπισαν τη θέση τους στο πολιτικό παίγνιο αναγιγνώσκοντας τις μεικτές στρατηγικές (mixedstrategies) που έβγαλε η κάλπη. Όμως ο ρόλος τους δεν είναι να είναι followers, αλλά ηγέτες. Και οι ηγέτες την κρίσιμη ώρα συνθέτουν σε στέρεες βάσεις το πάζλ των σύνθετων εναλλακτικών, προετοιμαζόμενοι για τη διαπραγμάτευση. Και μετά οι πολίτες ακολουθούν παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης, ψήφο θετική, ψήφο συμμετοχής στη λύση.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Γκράβας είναι εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα.
πηγη:capital.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΩΡΑ: Κόλαση η κίνηση στον Κηφισό
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
e-Επιλογές (30-5-2012)
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ