2018-04-23 17:19:15
Ωρα Ελλάδος 21:40-22:40» Κάθε βράδυ στις 21:40 ακριβώς το ραδιόφωνο έβγαινε από εκεί που ήταν επιμελώς κρυμμένο και συντονιζόταν στα βραχέα για να ακουστεί - όχι όμως από αυτούς που δεν έπρεπε - η ελεύθερη φωνή της Deutsche Welle.
Την περίοδο που η χούντα των συνταγματαρχών έβαλε στον γύψο τη χώρα, η ελληνική εκπομπή της γερμανικής ραδιοφωνίας έγινε η πηγή της ελεύθερης ενημέρωσης για εκατομμύρια ακροατές στην Ελλάδα. Από εκεί μάθαιναν για τις δράσεις του αντιδικτατορικού αγώνα που ξεκινούσε από το εξωτερικό, για τις τύχες των κρατούμενων, για τα βασανιστήρια. Ήταν για αυτούς η σημαία της αντίστασης. Ήταν για τους δικτάτορες το κόκκινο πανί.
Μια γνώριμη φωνή «Καλησπέρα σας!». Η πόρτα ενός μικρού σπιτιού στη Δροσιά, με πολλά λουλούδια, πολλούς σκύλους και πολλές γάτες, άνοιξε. Είχα ακούσει αυτή την «καλησπέρα» ξανά από αυτή τη γνώριμη φωνή. Γνώριμη όχι μόνο σε εμένα, αλλά και σε εκατομμύρια άλλους.
Απέναντί μου ο άνθρωπος που με τον πύρινο λόγο του καταδίκαζε μέσα από τα βραχέα κύματα τη χούντα, τους σφετεριστές της εξουσίας, όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί. Ήταν ο Κώστας Νικολάου, ο ιστορικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle, επί δικτατορίας.
Ο Κώστας Νικολάου έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή, πλήρης ημερών και μιας ζωής που άξιζε κανείς να τη ζήσει.
Πριν λίγα χρόνια είχε μιλήσει στον φακό του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα για την αίθουσα σύνταξης της Deutsche Welle, κατά τη μαύρη επταετία της δικτατορίας. Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο δίωρο ντοκιμαντέρ «Gastarbeiter: Η ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία».
Μια συντηρητική, προπαγανδιστική κι αντικομουνιστική εκπομπή
Η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle δεν ήταν πάντα αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Κώστας Νικολάου ήταν στα αλήθεια μια εκπομπή «λαπάς».
Είχε ξεκινήσει να μεταδίδεται το 1964, όταν οι Έλληνες γκασταρμπάιτερς έφταναν κατά κύματα στον σταθμό του Μονάχου κι εν μέσω Ψυχρού Πολέμου σκοπό είχε να προβάλει τη Γερμανία που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Τείχους του Βερολίνου.
Οι Γερμανοί συντάκτες έδιναν έτοιμα τα κείμενά τους στους Έλληνες κι εκείνοι τα μετέφραζαν και τα μετέδιδαν. Ήταν μια συντηρητική, προπαγανδιστική και βαθιά αντικομουνιστική εκπομπή, διηγούνταν ο Κώστας Νικολάου, σε μία φάση της ιστορίας, όπου αν κάποια τρίτη χώρα αναγνώριζε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας τότε η Δυτική, διέκοπτε τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις.
Και μια μέρα ξαφνικά έγινε το πραξικόπημα
Το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου 1967. Στην Κολωνία, όπου έδρευε τότε η Γερμανική Ραδιοφωνία, η ζωή κυλούσε κανονικά. Στους δρόμους της Αθήνας κυλούσαν οι ερπύστριες των τανκς.
Στην ελληνική αίθουσα σύνταξης της Deutsche Welle έφτασε τότε το ετοιματζίδικο δελτίο ειδήσεων, με πρώτη είδηση το πραξικόπημα στην Ελλάδα. «Εις την Ελλάδα επεβλήθη ο στρατός και έσωσεν την χώραν από την αναρχίαν και τον κομμουνισμόν», έλεγε κατά λέξη. Ο Κώστας Νικολάου ως υπεύθυνος αρνήθηκε να μεταδώσει την είδηση κατ’ αυτόν τον τρόπο και ζήτησε άδεια ανευ αποδοχών.
Όταν άλλαξε η διοίκηση της Deutsche Welle, επέστρεψε με μια πρόταση. «Σας προτείνω να διπλασιαστεί ο χρόνος της εκπομπής, να μεταφερθεί στη βραδινή ζώνη και να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που θα καλύπτει το πληροφοριακό κενό στην Ελλάδα. Η Γερμανία θα έχει έτσι μια μοναδική ευκαιρία για να ξεπεραστεί η πικρία των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών, που άφησε πίσω της η ναζιστική κατοχή».
Κι έτσι από την 1η Μαρτίου 1969 τα μικρόφωνα της Deutsche Welle άρχισαν να κατακεραυνώνουν τη χούντα.
Η Deutsche Welle δεν ήταν βέβαια η μοναδική πηγή ενημέρωσης των Ελλήνων, αφού υπήρχαν επίσης το BBC και το Radio France International. Εκείνοι μιλούσαν όμως για την «κυβέρνηση των Αθηνών», ενώ οι πρώτοι για τους «στρατοκράτορες».
Το κόλπο για να ξεπεραστεί η λογοκρισία
«Εδώ Deutsche Welle, ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδας». Πόσο ελεύθερη άφησαν όμως τη φωνή της, οι Γερμανοί, όταν στην Ελλάδα άρχισαν τα όργανα ήδη από τις 8 Ιουνίου του 1969, με την εφημερίδα Πολιτεία – το δημοσιογραφικό όργανο της χούντας – να κάνει λόγο για τα «τρωκτικά της Κολωνίας» στο πρωτοσέλιδο της;
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική εκπομπή ήταν αντι-χουντική, το δελτίο ειδήσεων συνέχισαν να το συντάσσουν Γερμανοί δημοσιογράφοι και ενσωμάτωναν σε αυτό ένα σχόλιο για το διεθνές γεγονός της ημέρας. Υπό την πίεση μάλιστα των διαβημάτων και των απειλών των Ελλήνων δικτατόρων.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι της Deutsche Welle, συνέχισαν όμως να παρεμβάλλουν κάθε βράδυ τα δικά τους «παράσιτα» στη λογοκρισία των συνταγματαρχών. Πώς; Είχαν βρει ένα κόλπο, ώστε οι ακροατές τους να καταλαβαίνουν τι μεταδίδουν οι ίδιοι και τι… οι Γερμανοί.
«Τι είχα κάνει εγώ; Μεταφράζαμε το δελτίο ειδήσεων και το γερμανικό πολιτικό σχόλιο σε συμβολαιογραφική καθαρεύουσα. Για τις συλλήψεις, τους βασανισμούς και τις αντιστασιακές ενέργειες κατά της χούντας μιλούσαμε όμως σε λαγαρή δημοτική. Οπότε ο ακροατής καταλάβαινε αυτή τη διαφορά κι έπιανε το… παρασύνθημα», είχε πει στο φακό του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, ο ιστορικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle.
Σύντομα όμως οι Γερμανοί εφάρμοσαν την τακτική του... σαλαμιού – όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες συντάκτες – δηλαδή του κοψίματος. Το πρώτο που κόπηκε ήταν «Το Ταχυδρομείο των Ακροατών». Ήταν αυτό που ακούγεται ότι ήταν. Οι Έλληνες αντιστασιακοί που ζούσαν υπό το ζυγό της χούντας των συνταγματαρχών, φοβούμενοι, βέβαια, να στείλουν επιστολές απευθείας στην Deutsche Welle, όταν κάποιος ταξίδευε στο εξωτερικό του έδιναν μία επιστολή και αυτός την ταχυδρομούσε από κάποιο άλλο σημείο της Ευρώπης στον σταθμό. Σε αυτές περιέγραφαν την κατάσταση ως είχε και όχι όπως την παρουσίαζαν οι δικτάτορες.
Ακολούθησε το «φίμωτρο» στον ίδιο τον Κώστα τον Νικολάου, όταν η γερμανική αστυνομία είχε βρει εκρηκτικά στο σπίτι του, τα οποία του είχαν μεταφερθεί από τον Κάρολο Παπούλια και προορίζονταν για μία σχεδιαζόμενη επίθεση κατά του Παπαδόπουλου. Τότε του ζητήθηκε από τον Γερμανό προϊστάμενό του να μεταφράζει τα σχόλια του, ώστε να του δίνεται προέγκριση. Κι όταν εκείνος, ένα Σάββατο, μίλησε για την απόπειρα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο, το σχόλιό του κόπηκε πριν καν βγει στον αέρα. Όπως μας είχε πει: «Μου λέει ο προϊστάμενος δεν θα μεταδοθεί αυτό το σχόλιο. Και τι θα μεταδώσουμε τον ρώτησα; Μεταδώστε, είπε, αντί για το σχόλιό σας, μουσική του Μίκη Θοδωράκη».
Κι εκεί πλέον εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του.
Οι τίτλοι τέλους
«Εδώ Πολυτεχνείο!: Αυτή την ηρωική ημέρα, η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle έχει μετατραπεί σε τηλεβόα του μικρού ραδιοφώνου του Πολυτεχνείου και ακούγεται σε όλη την Ελλάδα».
Στις 17 Νοεμβρίου του 1974 τα τηλέφωνα έσπασαν, διηγούνταν ο Κώστας Νικολάου. Φοιτητές, μητέρες και αντιστασιακοί έπαιρναν στην Deutsche Welle και μετέφεραν τα όσα διαδραματίζονταν κι έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν μόνο οι τίτλοι του τέλους για τη χούντα αλλά και για την ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle, αλλά και μια χειροπιαστή απόδειξη ότι ο λόγος μπορεί να σταθεί πιο ισχυρός από οποιαδήποτε εξουσία.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι της εκπομπής ήταν ιδεαλιστές και ονειρεύονταν μια δημοκρατική, ελεύθερη, αλληλέγγυα και μερικοί μάλιστα μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ήλπιζαν ότι μετά την πτώση της δικτατορίας θα επικρατούσε μια κοινωνία διαφορετική.
Όνειρο από το οποίο ξύπνησαν απότομα, όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, και άρχισαν οι άτυπες διώξεις τους από… «τη σπορά των ηττημένων», που εξακολούθησαν να βρίσκονται για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα στα πράγματα.
Πηγή Tromaktiko
Την περίοδο που η χούντα των συνταγματαρχών έβαλε στον γύψο τη χώρα, η ελληνική εκπομπή της γερμανικής ραδιοφωνίας έγινε η πηγή της ελεύθερης ενημέρωσης για εκατομμύρια ακροατές στην Ελλάδα. Από εκεί μάθαιναν για τις δράσεις του αντιδικτατορικού αγώνα που ξεκινούσε από το εξωτερικό, για τις τύχες των κρατούμενων, για τα βασανιστήρια. Ήταν για αυτούς η σημαία της αντίστασης. Ήταν για τους δικτάτορες το κόκκινο πανί.
Μια γνώριμη φωνή «Καλησπέρα σας!». Η πόρτα ενός μικρού σπιτιού στη Δροσιά, με πολλά λουλούδια, πολλούς σκύλους και πολλές γάτες, άνοιξε. Είχα ακούσει αυτή την «καλησπέρα» ξανά από αυτή τη γνώριμη φωνή. Γνώριμη όχι μόνο σε εμένα, αλλά και σε εκατομμύρια άλλους.
Απέναντί μου ο άνθρωπος που με τον πύρινο λόγο του καταδίκαζε μέσα από τα βραχέα κύματα τη χούντα, τους σφετεριστές της εξουσίας, όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί. Ήταν ο Κώστας Νικολάου, ο ιστορικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle, επί δικτατορίας.
Ο Κώστας Νικολάου έφυγε πριν λίγες μέρες από τη ζωή, πλήρης ημερών και μιας ζωής που άξιζε κανείς να τη ζήσει.
Πριν λίγα χρόνια είχε μιλήσει στον φακό του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα για την αίθουσα σύνταξης της Deutsche Welle, κατά τη μαύρη επταετία της δικτατορίας. Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο δίωρο ντοκιμαντέρ «Gastarbeiter: Η ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία».
Μια συντηρητική, προπαγανδιστική κι αντικομουνιστική εκπομπή
Η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle δεν ήταν πάντα αυτό που έχουμε στο μυαλό μας. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Κώστας Νικολάου ήταν στα αλήθεια μια εκπομπή «λαπάς».
Είχε ξεκινήσει να μεταδίδεται το 1964, όταν οι Έλληνες γκασταρμπάιτερς έφταναν κατά κύματα στον σταθμό του Μονάχου κι εν μέσω Ψυχρού Πολέμου σκοπό είχε να προβάλει τη Γερμανία που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Τείχους του Βερολίνου.
Οι Γερμανοί συντάκτες έδιναν έτοιμα τα κείμενά τους στους Έλληνες κι εκείνοι τα μετέφραζαν και τα μετέδιδαν. Ήταν μια συντηρητική, προπαγανδιστική και βαθιά αντικομουνιστική εκπομπή, διηγούνταν ο Κώστας Νικολάου, σε μία φάση της ιστορίας, όπου αν κάποια τρίτη χώρα αναγνώριζε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας τότε η Δυτική, διέκοπτε τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις.
Και μια μέρα ξαφνικά έγινε το πραξικόπημα
Το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου 1967. Στην Κολωνία, όπου έδρευε τότε η Γερμανική Ραδιοφωνία, η ζωή κυλούσε κανονικά. Στους δρόμους της Αθήνας κυλούσαν οι ερπύστριες των τανκς.
Στην ελληνική αίθουσα σύνταξης της Deutsche Welle έφτασε τότε το ετοιματζίδικο δελτίο ειδήσεων, με πρώτη είδηση το πραξικόπημα στην Ελλάδα. «Εις την Ελλάδα επεβλήθη ο στρατός και έσωσεν την χώραν από την αναρχίαν και τον κομμουνισμόν», έλεγε κατά λέξη. Ο Κώστας Νικολάου ως υπεύθυνος αρνήθηκε να μεταδώσει την είδηση κατ’ αυτόν τον τρόπο και ζήτησε άδεια ανευ αποδοχών.
Όταν άλλαξε η διοίκηση της Deutsche Welle, επέστρεψε με μια πρόταση. «Σας προτείνω να διπλασιαστεί ο χρόνος της εκπομπής, να μεταφερθεί στη βραδινή ζώνη και να φτιάξουμε ένα πρόγραμμα που θα καλύπτει το πληροφοριακό κενό στην Ελλάδα. Η Γερμανία θα έχει έτσι μια μοναδική ευκαιρία για να ξεπεραστεί η πικρία των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών, που άφησε πίσω της η ναζιστική κατοχή».
Κι έτσι από την 1η Μαρτίου 1969 τα μικρόφωνα της Deutsche Welle άρχισαν να κατακεραυνώνουν τη χούντα.
Η Deutsche Welle δεν ήταν βέβαια η μοναδική πηγή ενημέρωσης των Ελλήνων, αφού υπήρχαν επίσης το BBC και το Radio France International. Εκείνοι μιλούσαν όμως για την «κυβέρνηση των Αθηνών», ενώ οι πρώτοι για τους «στρατοκράτορες».
Το κόλπο για να ξεπεραστεί η λογοκρισία
«Εδώ Deutsche Welle, ακούτε τη φωνή της ελεύθερης Ελλάδας». Πόσο ελεύθερη άφησαν όμως τη φωνή της, οι Γερμανοί, όταν στην Ελλάδα άρχισαν τα όργανα ήδη από τις 8 Ιουνίου του 1969, με την εφημερίδα Πολιτεία – το δημοσιογραφικό όργανο της χούντας – να κάνει λόγο για τα «τρωκτικά της Κολωνίας» στο πρωτοσέλιδο της;
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική εκπομπή ήταν αντι-χουντική, το δελτίο ειδήσεων συνέχισαν να το συντάσσουν Γερμανοί δημοσιογράφοι και ενσωμάτωναν σε αυτό ένα σχόλιο για το διεθνές γεγονός της ημέρας. Υπό την πίεση μάλιστα των διαβημάτων και των απειλών των Ελλήνων δικτατόρων.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι της Deutsche Welle, συνέχισαν όμως να παρεμβάλλουν κάθε βράδυ τα δικά τους «παράσιτα» στη λογοκρισία των συνταγματαρχών. Πώς; Είχαν βρει ένα κόλπο, ώστε οι ακροατές τους να καταλαβαίνουν τι μεταδίδουν οι ίδιοι και τι… οι Γερμανοί.
«Τι είχα κάνει εγώ; Μεταφράζαμε το δελτίο ειδήσεων και το γερμανικό πολιτικό σχόλιο σε συμβολαιογραφική καθαρεύουσα. Για τις συλλήψεις, τους βασανισμούς και τις αντιστασιακές ενέργειες κατά της χούντας μιλούσαμε όμως σε λαγαρή δημοτική. Οπότε ο ακροατής καταλάβαινε αυτή τη διαφορά κι έπιανε το… παρασύνθημα», είχε πει στο φακό του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, ο ιστορικός διευθυντής του ελληνικού τμήματος της Deutsche Welle.
Σύντομα όμως οι Γερμανοί εφάρμοσαν την τακτική του... σαλαμιού – όπως την αποκαλούσαν οι Έλληνες συντάκτες – δηλαδή του κοψίματος. Το πρώτο που κόπηκε ήταν «Το Ταχυδρομείο των Ακροατών». Ήταν αυτό που ακούγεται ότι ήταν. Οι Έλληνες αντιστασιακοί που ζούσαν υπό το ζυγό της χούντας των συνταγματαρχών, φοβούμενοι, βέβαια, να στείλουν επιστολές απευθείας στην Deutsche Welle, όταν κάποιος ταξίδευε στο εξωτερικό του έδιναν μία επιστολή και αυτός την ταχυδρομούσε από κάποιο άλλο σημείο της Ευρώπης στον σταθμό. Σε αυτές περιέγραφαν την κατάσταση ως είχε και όχι όπως την παρουσίαζαν οι δικτάτορες.
Ακολούθησε το «φίμωτρο» στον ίδιο τον Κώστα τον Νικολάου, όταν η γερμανική αστυνομία είχε βρει εκρηκτικά στο σπίτι του, τα οποία του είχαν μεταφερθεί από τον Κάρολο Παπούλια και προορίζονταν για μία σχεδιαζόμενη επίθεση κατά του Παπαδόπουλου. Τότε του ζητήθηκε από τον Γερμανό προϊστάμενό του να μεταφράζει τα σχόλια του, ώστε να του δίνεται προέγκριση. Κι όταν εκείνος, ένα Σάββατο, μίλησε για την απόπειρα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο, το σχόλιό του κόπηκε πριν καν βγει στον αέρα. Όπως μας είχε πει: «Μου λέει ο προϊστάμενος δεν θα μεταδοθεί αυτό το σχόλιο. Και τι θα μεταδώσουμε τον ρώτησα; Μεταδώστε, είπε, αντί για το σχόλιό σας, μουσική του Μίκη Θοδωράκη».
Κι εκεί πλέον εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του.
Οι τίτλοι τέλους
«Εδώ Πολυτεχνείο!: Αυτή την ηρωική ημέρα, η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle έχει μετατραπεί σε τηλεβόα του μικρού ραδιοφώνου του Πολυτεχνείου και ακούγεται σε όλη την Ελλάδα».
Στις 17 Νοεμβρίου του 1974 τα τηλέφωνα έσπασαν, διηγούνταν ο Κώστας Νικολάου. Φοιτητές, μητέρες και αντιστασιακοί έπαιρναν στην Deutsche Welle και μετέφεραν τα όσα διαδραματίζονταν κι έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν μόνο οι τίτλοι του τέλους για τη χούντα αλλά και για την ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle, αλλά και μια χειροπιαστή απόδειξη ότι ο λόγος μπορεί να σταθεί πιο ισχυρός από οποιαδήποτε εξουσία.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι της εκπομπής ήταν ιδεαλιστές και ονειρεύονταν μια δημοκρατική, ελεύθερη, αλληλέγγυα και μερικοί μάλιστα μια σοσιαλιστική κοινωνία. Ήλπιζαν ότι μετά την πτώση της δικτατορίας θα επικρατούσε μια κοινωνία διαφορετική.
Όνειρο από το οποίο ξύπνησαν απότομα, όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, και άρχισαν οι άτυπες διώξεις τους από… «τη σπορά των ηττημένων», που εξακολούθησαν να βρίσκονται για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα στα πράγματα.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ