2018-06-11 17:34:37
«Μετά από μένα το χάος», έλεγε στα τελευταία του ο Κίτσος Τεγόπουλος, κληροδοτώντας την «Ελευθεροτυπία» στη Μάνια, η οποία φρόντισε να μην τον διαψεύσει.
Στα 59 της και με βαριά κίρρωση του ήπατος, η απρόβλεπτη και αντιφατική κληρονόμος της ιστορικής εφημερίδας έφυγε μόνη και οργισμένη, όπως ακριβώς έζησε.
Στις 14 Νοεμβρίου του 2006, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος επισκέπτεται τον επί δεκαετίες φίλο του Κίτσο Τεγόπουλο στο διαμέρισμά του επί της οδού Φωκυλίδου. Ο εμβληματικός εκδότης δεν θυμίζει σε τίποτα τον άνθρωπο που λάτρευε τα ξενύχτια, τα γλέντια, αλλά και να ειρωνεύεται ή να χλευάζει τους πολιτικούς με μια γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα.
Τους τελευταίους μήνες δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι του, κάτι που τον έριχνε ακόμη πιο πολύ ψυχολογικά, ενώ ήταν καταβεβλημένος και απογοητευμένος. Όπως συζητούσαν, κοίταξε κάποια στιγμή τον Λυκουρέζο στα μάτια και του είπε χαρακτηριστικά «Apres moi le deluge», που μεταφράζεται «Μετά από μένα το χάος». Προδιέγραψε έτσι τη μοίρα της «Ελευθεροτυπίας» ο χαρισματικός αλλά και εγωκεντρικός Κίτσος κληροδοτώντας το έντυπο δημιούργημά του στη μεγάλη του κόρη Μάνια Τεγοπούλου. Κι αυτή φρόντισε να μην τον διαψεύσει.
Οι τελευταίες εβδομάδες της ζωής της δεν θύμιζαν σε τίποτε αυτές αλλοτινών χρόνων. Τότε που η Μάνια κυκλοφορούσε σχεδόν καθημερινά ξυπόλητη με βιωματική σχεδόν την αίσθηση ότι τα υποδήματα της στερούσαν την ελευθερία, όπως και μια σειρά από άλλες συμβατικές δεσμεύσεις.
Είναι πάρα πολλοί αυτοί που τη θυμούνται στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου ή στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» στην οδό Μίνωος να βαδίζει χωρίς παπούτσια, έχοντας σχεδόν πάντα στο χέρι της ένα παγωμένο μπουκάλι μπίρα και τα αγαπημένα της στριφτά τσιγάρα. Αντίθετα, είναι ελάχιστοι αυτοί που την επισκέφθηκαν στο δωμάτιο της ιδιωτικής κλινικής όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες εβδομάδες με κίρρωση του ήπατος.
Εκεί που περίμενε ένα μόσχευμα για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει αυτό το πάλαι ποτέ κορίτσι με τα σχεδόν μόνιμα θολωμένα μάτια, που κλήθηκε να διαχειριστεί μια εκδοτική αυτοκρατορία, αφότου ο πατέρας της έκλεισε διά παντός τα μάτια του εκείνο το κρύο πρωινό της 26ης Νοεμβρίου του 2006.
Μόνο που η κληρονόμος του δεν πήγε καν στη κηδεία του. Ούτε κατάφερε να γίνει μια πραγματική εκδότρια, επειδή πολύ απλά δεν το ήθελε. Αντίθετα έδινε αενάως την εντύπωση μιας γυναίκας που παρέπαιε ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και την ελευθεριότητα από τη μια και τη θλίψη και την ενοχή από την άλλη, έχοντας αδυναμία να κουμαντάρει ένα τέτοιο εκδοτικό μέγεθος. Αυτή η αντιφατικότητά της αποδείχθηκε μοιραία. Τι δουλειά είχε μια αντεξουσιάστρια στη διαχείριση ενός ιστορικού πυλώνα της τέταρτης εξουσίας;
«Δεν την ενδιέφερε η εφημερίδα», λένε παλιοί συντάκτες και στελέχη της «Ελευθεροτυπίας», «δεν ήθελε ποτέ της να δουλεύει», υποστηρίζουν άλλοι, «ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο». «Υποδέχθηκα την είδηση του θανάτου της αδιάφορα», είπε σε φίλο του πρώην διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας», ένας από τους πολλούς που απέλυσε η κόρη του Κίτσου Τεγόπουλου.
«Ηταν κατά βάθος ένα δυστυχισμένο πλάσμα η Μαριάνθη, ένα κορίτσι που μεγάλωσε έχοντας τα πάντα αλλά όχι τους γονείς της», λέει παλιός συνεργάτης της. Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα της «έφυγε» νωρίς από τη ζωή, ενώ ο πατέρας της δεν ήταν σχεδόν ποτέ δίπλα της, όταν μεγάλωνε σε ένα σπίτι στο Παρίσι μαζί με τη μικρότερη αδερφή της Λένα. Η τελευταία φέρεται να πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου της στην Ανάφη όπου έκανε διακοπές, ένα νησί που αγαπούσε πολύ και η αδερφή της. Ο λόγος; Δεν είχε ποτέ πολλούς τουρίστες -η Μάνια απεχθανόταν την πολυκοσμία- και εκεί ένιωθε ελεύθερη να χάνεται στον δικό της κόσμο, αυτόν που ελάχιστοι καταλάβαιναν. Εναν κόσμο που βούλιαζε στο αλκοόλ, επιμηκυνόταν με ατέρμονες συζητήσεις και απαγορευμένες ηδονές, διασκεδαζόταν με έρωτες με ημερομηνίες λήξης, αφού είχε επικυρωθεί προηγουμένως με τον παραδοσιακό τρόπο των δύο γάμων από τους οποίους απέκτησε τρία παιδιά. Δύο αγόρια και μια κόρη που έχασαν την περασμένη Δευτέρα την 59χρονη μητέρα τους, η οποία δεν ετάφη, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, η σορός της αποτεφρώθηκε σε κρεματόριο στη Σόφια. Εκεί γράφτηκε η τελευταία πράξη μιας ζωής που θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική αν η Μάνια ήταν μια συνηθισμένη γόνος που θα ακολουθούσε την πεπατημένη. Μόνο που δεν ήταν Εφηβη ακόμα, στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» με τον Σεραφείμ Φυντανίδη και τον εμπορικό διευθυντή Διονύση Αυγουστινιάτο (φωτογραφία από το βιβλίο του Σερ. Φυντανίδη «31 Αξέχαστα Χρόνια»)
Το κορίτσι που μεγάλωσε απότομα
Κανείς, εκτός ίσως από την αδερφή της, δεν ξέρει πώς ένιωσε η Μάνια όταν έχασε τη μητέρα της που έφυγε χτυπημένη από την αυτοάνοση υποτροπιάζουσα ασθένεια του λύκου στο αίμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγάλωσε απότομα, ειδικά από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να υπάρξει το παραμικρό αντίποινο από τον πατέρα της. Ο Κίτσος Τεγόπουλος προτίμησε να νίψει τας χείρας του και να πει στο προσωπικό του: «Αφήστε τα κορίτσια να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν επιθυμούν να κάψουν το σπίτι να τους δώσετε σπίρτα!».
Αυτό που δεν υπολόγισε όταν το έλεγε ήταν ότι μερικές δεκαετίες αργότερα η μεγάλη του κόρη θα «έκαιγε» με τις κινήσεις της το δημιούργημά του μέσα σε τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με κόσμο που την ήξερε, είχε «καεί» και η ίδια ήδη από τα εφηβικά της χρόνια, έχοντας το ελεύθερο να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Τα πρώτα πάρτυ, τα πρώτα ποτά, οι πρώτοι έρωτες έρχονται και φεύγουν για το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά και την ανασηκωμένη γαλλική μύτη, που δεν αγαπά το διάβασμα ή τις σπουδές.
Ανθρωποι που τη συναναστράφηκαν έχουν την πεποίθηση ότι η κόρη του Τεγόπουλου θεωρούσε την «Ελευθεροτυπία» «την γκόμενα του πατέρα της που της τον στέρησε, η οποία όμως ταυτόχρονα τη στήριζε πάρα πολύ οικονομικά». Ισως γι’ αυτό ανεχόταν στωικά να τον συνοδεύει όταν μεγάλωσε στην εφημερίδα και σε κάποιες εξόδους του αργά το βράδυ σε μέρη που η ίδια δεν θα πήγαινε ποτέ. Σε ένα από αυτά, ένα διαμέρισμα-λέσχη κάπου στο κέντρο της Αθήνας, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα σε ένα τραπέζι όπου παίζεται χοντρό μπαρμπούτι, με χτυπήματα που ξεκινούσαν από 100.000 δραχμές και έφταναν ή ξεπερνούσαν το εκατομμύριο. Ο Τεγόπουλος οραματιζόταν τη διάδοχό του, η οποία του έμοιαζε κιόλας εμφανισιακά, στο τιμόνι της εφημερίδας ως φυσική του συνέχεια. Γι’ αυτό και επιχειρούσε να τη μυήσει σε έναν σκληρό, ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής που η ίδια δεν γούσταρε με τίποτα, καθώς είχε ενστερνιστεί και συνειδητά επιλέξει από νωρίς τον ακραίο ρομαντισμό μιας αντισυμβατικής κουλτούρας.
Το τι ήθελε η Μάνια στη ζωή της είναι τελικά ένα ερώτημα πολύ δύσκολο να απαντηθεί, ειδικά όταν ζητάς από ανθρώπους που τη γνώρισαν και τη συναναστράφηκαν επαγγελματικά για μεγάλο διάστημα να μιλήσουν γι’ αυτήν. «Ηταν βαθύτατα κομπλεξικό άτομο, ένας κακός άνθρωπος που έβλεπε παντού εχθρούς, δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση και πόνταρε στις φιλοδοξίες των άλλων», επισήμανε προ ημερών παλιό διευθυντικό στέλεχος της εφημερίδας σε παρέα φίλων του.
Σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια αυτά είναι ο αποχαιρετισμός του πιο στενού της ίσως φίλου, του Γιώργου Χρονά, στο Facebook: «Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσω για τη Μάνια Τεγοπούλου. Από το 1980 που τη γνώρισα την αισθάνθηκα μοναδικό άνθρωπο. Μεγάλο παιδί, όταν πέθανε ο πατέρας της, της έστειλα ένα μπιλιέτο και της έγραφα, είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις, καλή δύναμη». Μάλλον ήταν ένας από τους πολύ λίγους που πίστευαν πως η Μάνια θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η φίλη του απεχθανόταν τη δουλειά.
Λάτρευε προφανώς να είναι λίγο απ’ όλα. Λίγο αριστερή, λίγο αναρχοαυτόνομη, λίγο αντεξουσιάστρια, λίγο επαναστάτρια, λίγο από πολλά σε έναν κόσμο όπου το λίγο δεν ήταν αρκετό, ειδικά όταν προορίζεσαι να αναλάβεις τα ηνία μιας πολύ μεγάλης εφημερίδας. Και αυτό το «προορίζεσαι» ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φοβία της γυναίκας που έσβησε την περασμένη Δευτέρα.
Το κονκλάβιο, ο γάμος και η επανάσταση του καναπέ
Κάποιοι λένε ότι η Μάνια θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν ο πατέρας της μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της είχε σταθεί δίπλα της. Με τα «αν» όμως δεν γράφεται η ιστορία, πόσο μάλλον η ιστορία μιας γυναίκας που τα είχε όλα, αλλά δεν τα επιθυμούσε ή τουλάχιστον αυτό έβγαζε προς τα έξω με τη συμπεριφορά της. Μέχρι να εμφανιστεί στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» συνοδεύοντας τον πατέρα της για να μάθει τη δουλειά, ελάχιστοι ήξεραν το κορίτσι που δεν τέλειωσε καν το γυμνάσιο, όπως πολλοί ισχυρίζονταν.
Χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση και με έναν πατέρα να λείπει συνέχεια, λάτρεψε ιδεολογικά ρεύματα όπως αυτό της Καταστασιακής Διεθνούς, στο οποίο διακρινόταν με τις λαμπερές διαγνώσεις για την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα της καθημερινότητας ο μαρξιστής θεωρητικός, αλλά και ναρκισσιστής ως προσωπικότητα Γκυ Ντεμπόρ.
Μεγαλώνοντας, η Μάνια έγινε ένα πλάσμα που απεχθανόταν την πολυκοσμία, τις ανούσιες κοινωνικές συναναστροφές, προσκλήσεις για τις οποίες κάποιοι άλλοι θα σκότωναν και φυσικά τα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας.
Παντρεύτηκε αθόρυβα τον σκηνοθέτη Γιώργο Λαζόπουλο, έναν αναρχικό διανοούμενο που τη δεκαετία του ’70 έγραψε τρεις μπροσούρες σε βιβλιαράκια με τίτλους «Εξουσία, Μαρξισμός, Σχιζοφρένεια και Αγγούρια», «Ο εαυτός μας και πράσινα άλογα» και «Οι Αρηανοί». Το 1998 επανήλθε ως σκηνοθέτης με την ταινία «Μέδουσα», ένα καλό φιλμ που δεν γνώρισε όμως επιτυχία, το οποίο φέρεται να γυρίστηκε με την οικονομική βοήθεια της Μάνιας που απλώς ζήτησε λεφτά από τον Κίτσο. Μαζί του απέκτησε δυο αγόρια τα οποία έμειναν μακριά από οποιαδήποτε δημοσιότητα, όπως και η κόρη που απέκτησε με τον μετέπειτα σύντροφό της Παναγιώτη Λέζο.
Ο τελευταίος, όπως και ο Λαζόπουλος, παρά τον χωρισμό τους, έμειναν πάντα στον πολύ στενό της κύκλο, αυτόν των διανοούμενων, τον οποίο συμπλήρωναν ο Γιώργος Χρονάς και ο Ευγένιος Αρανίτσης. Με τον Αρανίτση ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Ακμων» στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενώ αργότερα συγκατοίκησαν στο σπίτι της στο Χαλάνδρι.
Αναρχικός διανοούμενος και αιρετικός σκηνοθέτης ο πρώτος της σύζυγος Γιώργος Λαζόπουλος, ο οποίος παρέμεινε στον στενό της κύκλο ακόμα και μετά τον χωρισμό τους
Αναπόσπαστο μέλος της παρέας της Μάνιας ήταν και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Τον θαύμαζε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποια στιγμή τού παραχώρησε το γραφείο του πατέρα της στην «Ελευθεροτυπία». Κάτι που σχολιάστηκε πολύ, όσο συμπαθής και αν είναι η ροκ περσόνα του Πουλικάκου, ειδικά όταν, όπως λένε εργαζόμενοι, άραζε ενοχλητικά με τα πόδια πάνω στο γραφείο του εμβληματικού εκδότη και έφτυνε προκλητικά στο πάτωμα! Σε κάποια αψιμαχία της με τον Γιάννη Βλαστάρη, η Μάνια τού είπε ότι ο Πουλικάκος είναι τεράστιος μάγκας και όταν ο τότε διευθυντής της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» τη ρώτησε γιατί πιστεύει κάτι τέτοιο, η απάντησή της τον άφησε άφωνο: «Ο Δημήτρης είναι μάγκας γιατί μπορεί να αρχίσει την ηρωίνη όταν θέλει και να τη σταματήσει όταν θέλει».
Πολλοί δημοσιογράφοι της ιστορικής εφημερίδας, που γνώρισαν την εκδότρια έστω επιδερμικά, τη θυμούνται να μπαίνει στα γραφεία με την μπίρα στο χέρι, να περνάει ανάμεσά τους και να φωνάζει δυνατά «είστε όλοι μαλάκες», πριν απομονωθεί στο γραφείο της. Η διάγνωσή της δεν άφηνε επιλογές στους υφισταμένους της και αναπόφευκτα οι περισσότεροι την αντιπάθησαν.
H σφαγή και ο εσωτερικός πόλεμος
Η απώλεια του Κίτσου Τεγόπουλου θα τη φέρει απότομα στο προσκήνιο, για την ακρίβεια από την ημέρα της κηδείας του, η οποία έγινε σε πολύ κλειστό κύκλο, περίπου 30 ατόμων, αφού αυτό επιθυμούσε κυρίως η Μάνια, η οποία όμως δεν παρευρέθηκε. Τότε η μικρότερη αδελφή της, η ηθοποιός Λένα Τεγοπούλου, που στην επαγγελματική της καριέρα χρησιμοποιεί το επίθετο της μητέρας της Μακρή, καλεί τον αείμνηστο Σεραφείμ Φυντανίδη στο σπίτι της Φωκυλίδου για το γεύμα της παρηγοριάς.
Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, η Μάνια εμφανίζεται κάποια στιγμή σε έξαλλη κατάσταση και ζητάει από τον εμβληματικό διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας» να φύγει αμέσως από το σπίτι. Ο ευγενής και ψύχραιμος Φυντανίδης αποχωρεί χωρίς να δώσει καμία συνέχεια στο θέμα, διαισθανόμενος όμως ότι τα χειρότερα δεν θα αργήσουν.
Τα δύσκολα αρχίζουν μετά τον πρώτο χρόνο της απρόβλεπτης Μάνιας στο πηδάλιο του εκδοτικού συγκροτήματος. Παρά την παρουσία του εξάδελφου του πατέρα της και θείου της Θανάση Τεγόπουλου στο κτίριο της Μίνωος, εκτυλίσσονται απίστευτα περιστατικά.
Η σύγκρουση με τον Φυντανίδη είναι μόνο η αρχή, όπως και ένα από τα σλόγκαν της: «Εσείς οι δημοσιογράφοι θα κλείσετε την “Ελευθεροτυπία”, όχι εγώ». Ο Φυντανίδης, σύμφωνα με όσα έγραψε στο βιβλίο του «31 αξέχαστα χρόνια», απολύεται όρθιος σε έναν διάδρομο όταν η Τεγοπούλου τού ζητάει να μειώσει τον υπέρογκο μισθό του (σχεδόν 50.000 ευρώ), κάτι που δέχεται, αλλά και να δουλεύει λιγότερο. Έκτοτε εκτυλίσσεται ένα δράμα με «σφαγή» ορισμένων στελεχών, ενώ ξεκινά μανιασμένα και ένας εσωτερικός πόλεμος που μοιράζει το προσωπικό της εφημερίδας σε Μανια-κούς και Αντι-Μανιακούς. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια που της προτείνει η παρέα της με την οποία «συνεδριάζει» στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου υλοποιούνται για να αποδειχτούν καταστροφικά, ενώ η κάνουλα των εσόδων στερεύει και σφίγγει επικίνδυνα τη θηλιά ο δανεισμός της εκδοτικής επιχείρησης. Το λουκέτο έρχεται.
Η παραχώρηση του γραφείου του Κίτσου Τεγόπουλου, αμέσως μετά τον θάνατό του, στον φίλο της Δημήτρη Πουλικάκο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους διαδρόμους της «Ελευθεροτυπίας»
Προκλητική και αλλοπρόσαλλη
- «Μαλάκα Ηλία»: Είναι τέλη Ιουνίου του 1990 και ο ήλιος καίει στον γραφικό κόλπο του Φάρου στη Σίφνο, όπου η 21χρονη τότε Μάνια Τεγοπούλου κάνει διακοπές με τον πατέρα της και την παρέα της. Την ώρα που ο Κίτσος χαλαρώνει σε ένα τραπεζάκι, η κόρη του αποκαλεί τον ταβερνιάρη, τον οποίο φαίνεται να γνωρίζει καλά, «μαλάκα Ηλία» και η μόνη της επιθυμία είναι πολύ παγωμένες μπίρες ανά μισάωρο. Η ίδια και οι κολλητοί της έχουν στη διάθεσή τους πανάκριβα αυτοκίνητα της εποχής και μηχανές για τις βόλτες τους, που έχουν έρθει με το πλοίο από την Αθήνα. Εκείνη δεν μπαίνει σε πλοίο γιατί έχει πολύ κόσμο και έτσι ταξιδεύει με ελικόπτερο είτε μαζί με τον πατέρα της, είτε μόνη της.
- Στην Ανάφη με μπίρες και τεκίλες: Ο Κίτσος Τεγόπουλος δεν χαλάει χατίρι στην κόρη του προκειμένου να έχει την ησυχία του και αυτή κάνει ό,τι της αρέσει. Από τότε τρώει ελάχιστα, συνήθως με το ζόρι και για να αντέχει το ποτό πρωί, μεσημέρι και βράδυ, όπου και αν βρίσκεται και όποιον κι αν έχει απέναντί της. Κάποια καλοκαίρια αργότερα είναι στην Ανάφη μόνη της για λίγες ημέρες, αλλά ο Τεγόπουλος έχει στείλει κάποιον να την προσέχει, ο οποίος την ακολουθεί πολύ διακριτικά. Ενα βράδυ και μετά από 14 ώρες ορθοστασίας νυστάζει και φεύγει αφήνοντάς την σε ένα μπαρ να απολαμβάνει τεκίλα και μπίρα. Μέσα είναι και μια παρέα ανδρών, οι οποίοι συζητάνε όταν ξαφνικά ακούνε έναν γδούπο και βλέπουν μια κοπέλα να έχει σωριαστεί στο πάτωμα. Τη συνεφέρνουν μετά από λίγα λεπτά. Επιστρέφει κακήν κακώς στο σπίτι που είχε νοικιάσει.
- «Μπάτσοι, γουρούνια»: Μερικά χρόνια αργότερα πάλι, στις 20 Νοεμβρίου του 2009, αστυνομικοί εντοπίζουν τα ξημερώματα ένα αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση της Πανόρμου, το οποίο έχει πάρει σβάρνα και κάποια σταματημένα οχήματα. Πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι μέσα βρίσκεται μια γυναίκα σε κατάσταση μέθης που αρνείται να βγει και τους βρίζει, αποκαλώντας τους μπάτσους και γουρούνια. Είναι η Μάνια Τεγοπούλου, η οποία συλλαμβάνεται και περνάει αυτόφωρο, εμφανιζόμενη σε μια κατάσταση που δεν τη λες φυσιολογική. Δεν είναι η πρώτη φορά, ενώ σε μια τέτοια σύλληψη δαγκώνει γυναίκα αστυνομικό, ευρισκόμενη σε κατάσταση υστερίας, αφού πάντα έτρεμε ένα πράγμα, τη φυλακή.
Οι εργαζόμενοι στην εφημερίδα τη θυμούνται πάντα με μια μπίρα στο χέρι, ακόμα και στις συσκέψεις
- Τα κρυφά πρωτοσέλιδα: Τα επόμενα χρόνια οι αντιδράσεις της θα γίνουν ακόμη πιο απρόβλεπτες, ειδικά όταν διοικεί την εφημερίδα με τον δικό της τρόπο, αλλάζοντας γνώμη και αποφάσεις ανά ώρα. Βάζει την εταιρεία σκαφών του συντρόφου της Παναγιώτη -Νότη για την ίδια και τους φίλους της-στη Χ. Κ. Τεγόπουλος και τη δανειοδοτεί, ενώ δίνει ως προσφορά στους αναγνώστες ταχύπλοα της εταιρείας του Planatech, που πληρώνει η εφημερίδα. Περιμένει να φύγουν οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες για να κατέβει και να αλλάξει την πρώτη σελίδα, ενώ γράφει δυσνόητα ακατανόητα πονήματα λίγων λέξεων. Ο πρώην σύζυγός της φέρεται να έχει λόγο για ταινίες και DVD που προσφέρει η «Ελευθεροτυπία» αλλά και για τα διαφημιστικά σποτ. Ομως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει...
- Κόντρες και απολύσεις για τη 17Ν: Η κληρονόμος πουλάει τη «Χρυσή Ευκαιρία» για περίπου 80 εκατ. ευρώ, ενώ αγοράζει και το περιβόητο σπίτι του Αλέκου Γιωτόπουλου και της συντρόφου του Μαρί-Τερέζ Πεϊνό στους Λειψούς. Ο αρχηγός της 17Ν κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, δημοσιεύει ό,τι της στέλνει από τον Κορυδαλλό, ενώ αφήνει απέξω την ομάδα του Δημήτρη Κουφοντίνα και τις θέσεις τους. Η Κατερίνα Κατή που τρέχει το συγκεκριμένο ρεπορτάζ σηκώνει τα χέρια ψηλά και παραιτείται, ενώ την ίδια στιγμή λαμβάνουν χώρα κάποια δραματικά meetings, όπως αυτό στο οποίο γύρω στις 3 το πρωί γύρισε και είπε στα στελέχη ότι «η “Ελευθεροτυπία” δεν έχει αρχίσει ακόμη», αφήνοντάς τους ενεούς. Πηγαίνει συνήθως δύο μέρες την εβδομάδα στο κτίριο της Μίνωος και τα στελέχη πρέπει να την ενημερώνουν το πρωί, αφού μετά έχει άλλες ασχολίες που θεωρεί πιο σημαντικές...
Κάποιοι καβγάδες είναι ομηρικοί, όπως αυτός που έγινε το βράδυ μετά την επίθεση με ρουκέτα στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2007, με τον «Επαναστατικό Αγώνα» να αναλαμβάνει την ευθύνη. Ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας Γιώργος Μαρνέλλος φέρνει το ρεπορτάζ, αλλά από την αρχή η Μάνια Τεγοπούλου λέει ότι «δεν υπάρχει ρουκέτα». Οσο και αν της εξηγούν τι έχει συμβεί, εκείνη μιλάει για προβοκάτσια και αρνείται ότι η τρύπα έγινε από ρουκέτα, ενώ ζητάει από τον δημοσιογράφο να της πει αν την είδε με τα μάτια του. Οταν αυτός της λέει όχι, η συζήτηση τελειώνει, με την Τεγοπούλου να λέει ότι η πρεσβεία δεν χτυπήθηκε από ρουκέτα, σκορπίζοντας την απόγνωση στα στελέχη. Δύο από αυτά θα ζήσουν απίστευτες στιγμές με την κληρονόμο μιας αυτοκρατορίας που είχε αρχίσει ήδη να μπατάρει αργά αλλά σταθερά.
- «Να τσακιστείς να φύγεις αμέσως»: Οταν απαιτεί να μπει ένα κομμάτι για την αποχώρηση του Φώτη Κουβέλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι δύο, ο τότε αρχισυντάκτης της «Κυριακάτικης» Βαγγέλης Σιαφάκας την ακούει να του ουρλιάζει στο τηλέφωνο. Oταν την ηρεμεί μετά από ώρα τη ρωτάει τι θέλει για να το κάνουν. «Μακάρι να ήξερα τι θέλω», του απαντάει, και αυτή είναι ίσως η πιο ενδεικτική απάντηση σε σχέση με τη στάση της απέναντι στη ζωή.Τον Σήφη Πολυμίλη τον απέλυσε ένα βράδυ που έκλεινε φύλλο μέσα στην κάψα του Αυγούστου και απαιτούσε να φύγει την ίδια στιγμή, αφήνοντας την εφημερίδα στην τύχη της. Ο Πολυμίλης τής λέει ότι θα φύγει αμέσως μόλις στείλει το φύλλο στο πιεστήριο και εισπράττει μια οργισμένη αντίδραση με αρκετά κοσμητικά επίθετα από την εκδότρια. «Θα στείλω τους κλητήρες να σε πετάξουν έξω τώρα. Να τσακιστείς να φύγεις αμέσως», ουρλιάζει πριν κλείσει το τηλέφωνο και χαθεί στο νεφελώδες -για τους άλλους- σύμπαν όπου ζούσε.
- Με μπίρες και στους τραπεζίτες: Σε πρωινό ραντεβού με τον Γιάννη Κωστόπουλο της Alpha Bank προκειμένου να συζητήσουν για δάνειο, όταν μπαίνει στο γραφείο του και ο τραπεζίτης τη ρωτάει αν θα ήθελε να της προσφέρει κάτι, εκείνη του απαντά απλά: «Μια μπίρα».
Σε κάποιο άλλο ραντεβού, ίσως το πιο σημαντικό, αφού έχει εγκριθεί ένα δάνειο 9 εκατ. ευρώ από τρεις τράπεζες (Alpha, Πειραιώς και Eurobank) με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, δεν θα πάει ποτέ, ενώ το μαγαζί κλυδωνίζεται από έλλειψη ρευστότητας. Παρόλο που είχε τον μικρότερο δανεισμό σε σχέση με άλλους εκδοτικούς οργανισμούς όπως ο ΔΟΛ του Ψυχάρη, οι αλλοπρόσαλλες κινήσεις της Μάνιας συνεχίζονται.
- Η απόλυση του θείου Θανάση και νέος κοτοπουλάς-διευθυντής: Ο Γιάννης Βλαστάρης απολύεται αρχές Ιανουαρίου του 2010 από τον Θανάση Τεγόπουλο, ο οποίος του λέει ότι η Μάνια δεν τον θέλει, χωρίς να γνωρίζει ότι λίγους μήνες αργότερα θα ερχόταν η δική του σειρά. Αρχές Αυγούστου η ανιψιά του τον απολύει κι αυτόν, ο οποίος στην ταυτότητα της εφημερίδας αναφερόταν πλέον ως εκδότης. Στη θέση του ονόματός του βάζει το δικό της και το χάος συνεχίζεται. Κάποια στιγμή παρουσίασε στους εργαζόμενους ως γενικό διευθυντή έναν γνωστό της κοτοπουλά στο επάγγελμα από το Χαλάνδρι, ο οποίος εξαφανίστηκε όπως εμφανίστηκε μετά από λίγες ημέρες.
- «Τους απέλυσα γιατί μου έσπαγαν τα αρχ..ια»: Ενθετα και περιοδικά εμφανίζονται και εξαφανίζονται, διευθυντές πάνε κι έρχονται, σχέδιο σωτηρίας που ανακοινώνει διαψεύδεται από την Πειραιώς - ο δρόμος χωρίς επιστροφή έχει αρχίσει. Μετά το οριστικό κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» τον Δεκέμβριο του 2011 η Μαριάνθη, όπως βαφτίστηκε, απλώς εξαφανίζεται και το όνομά της ακούγεται μόνο για χρέη. Θα συζητηθεί δεόντως όταν πέρυσι τον Σεπτέμβριο θα παραχωρήσει μια συνέντευξη -την πρώτη και τελευταία της ζωής της- στον Γιώργο Χρονά για το περιοδικό «Οδός Πανός». Εκεί, αναφερόμενη στους εργαζόμενους, θα πει το περίφημο: «Τους απέλυσα γιατί μου έσπαγαν τα αρχ..ια», καθώς και ότι το κλείσιμο της εφημερίδας δεν της έμαθε τίποτα γιατί τα ήξερε όλα από πριν. Τελικά μόνο η ίδια και μια φούχτα άνθρωποι, γνωστοί και ως «παραμάγαζο του Χαλανδρίου», ήξεραν τι πραγματικά ήθελε στη ζωή της εκτός από το να κοιτάζει τα αστέρια που τόσο αγαπούσε κάποιες νύχτες σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου.
Οι παλιοί εργαζόμενοι, απλήρωτοι οι συντριπτικά περισσότεροι, πιστεύουν ότι απλά ποτέ δεν ήξερε τι ήθελε, ότι ήταν αυτοκαταστροφική και λάτρευε να προκαλεί, φορώντας ένα μαύρο δαχτυλίδι με τον αετό της Αλβανίας στο δεξί της χέρι. Θυμούνται ακόμη ότι, πριν πεθάνει ο πατέρας της, η Μάνια Τεγοπούλου έλεγε ότι το όνειρό της ήταν μια μέρα να βγάλει ένα φύλλο με κατάμαυρο πρωτοσέλιδο που θα περιείχε μόνο τη λέξη «Τετέλεσται».
Μια λέξη που πιθανότατα να μην ήθελε να ακούσει ποτέ ξανά στη ζωή της, ένα κορίτσι που μεγάλωσε και έζησε παίρνοντας σχεδόν συνέχεια ανάποδα τις στροφές, αγνοώντας το τίμημα. Υπέστη κίρρωση σε συνδυασμό με ηπατική ανεπάρκεια, ασθένεια που την έστειλε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου να περιμένει έναν συμβατό δότη για να ζήσει όσο μπορούσε ακόμη αυτό που η ίδια θεωρούσε ζωή. Το όνομά της -για συγκεκριμένο λόγο που αφορά ασθενή με εθισμό- ήταν το έσχατο στη λίστα, σαν την ελπίδα που πεθαίνει πάντα τελευταία πριν από το μοιραίο τέλος.
anatakti
Στα 59 της και με βαριά κίρρωση του ήπατος, η απρόβλεπτη και αντιφατική κληρονόμος της ιστορικής εφημερίδας έφυγε μόνη και οργισμένη, όπως ακριβώς έζησε.
Στις 14 Νοεμβρίου του 2006, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος επισκέπτεται τον επί δεκαετίες φίλο του Κίτσο Τεγόπουλο στο διαμέρισμά του επί της οδού Φωκυλίδου. Ο εμβληματικός εκδότης δεν θυμίζει σε τίποτα τον άνθρωπο που λάτρευε τα ξενύχτια, τα γλέντια, αλλά και να ειρωνεύεται ή να χλευάζει τους πολιτικούς με μια γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα.
Τους τελευταίους μήνες δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι του, κάτι που τον έριχνε ακόμη πιο πολύ ψυχολογικά, ενώ ήταν καταβεβλημένος και απογοητευμένος. Όπως συζητούσαν, κοίταξε κάποια στιγμή τον Λυκουρέζο στα μάτια και του είπε χαρακτηριστικά «Apres moi le deluge», που μεταφράζεται «Μετά από μένα το χάος». Προδιέγραψε έτσι τη μοίρα της «Ελευθεροτυπίας» ο χαρισματικός αλλά και εγωκεντρικός Κίτσος κληροδοτώντας το έντυπο δημιούργημά του στη μεγάλη του κόρη Μάνια Τεγοπούλου. Κι αυτή φρόντισε να μην τον διαψεύσει.
Οι τελευταίες εβδομάδες της ζωής της δεν θύμιζαν σε τίποτε αυτές αλλοτινών χρόνων. Τότε που η Μάνια κυκλοφορούσε σχεδόν καθημερινά ξυπόλητη με βιωματική σχεδόν την αίσθηση ότι τα υποδήματα της στερούσαν την ελευθερία, όπως και μια σειρά από άλλες συμβατικές δεσμεύσεις.
Είναι πάρα πολλοί αυτοί που τη θυμούνται στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου ή στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» στην οδό Μίνωος να βαδίζει χωρίς παπούτσια, έχοντας σχεδόν πάντα στο χέρι της ένα παγωμένο μπουκάλι μπίρα και τα αγαπημένα της στριφτά τσιγάρα. Αντίθετα, είναι ελάχιστοι αυτοί που την επισκέφθηκαν στο δωμάτιο της ιδιωτικής κλινικής όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες εβδομάδες με κίρρωση του ήπατος.
Εκεί που περίμενε ένα μόσχευμα για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει αυτό το πάλαι ποτέ κορίτσι με τα σχεδόν μόνιμα θολωμένα μάτια, που κλήθηκε να διαχειριστεί μια εκδοτική αυτοκρατορία, αφότου ο πατέρας της έκλεισε διά παντός τα μάτια του εκείνο το κρύο πρωινό της 26ης Νοεμβρίου του 2006.
Μόνο που η κληρονόμος του δεν πήγε καν στη κηδεία του. Ούτε κατάφερε να γίνει μια πραγματική εκδότρια, επειδή πολύ απλά δεν το ήθελε. Αντίθετα έδινε αενάως την εντύπωση μιας γυναίκας που παρέπαιε ανάμεσα στον ριζοσπαστισμό και την ελευθεριότητα από τη μια και τη θλίψη και την ενοχή από την άλλη, έχοντας αδυναμία να κουμαντάρει ένα τέτοιο εκδοτικό μέγεθος. Αυτή η αντιφατικότητά της αποδείχθηκε μοιραία. Τι δουλειά είχε μια αντεξουσιάστρια στη διαχείριση ενός ιστορικού πυλώνα της τέταρτης εξουσίας;
«Δεν την ενδιέφερε η εφημερίδα», λένε παλιοί συντάκτες και στελέχη της «Ελευθεροτυπίας», «δεν ήθελε ποτέ της να δουλεύει», υποστηρίζουν άλλοι, «ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο». «Υποδέχθηκα την είδηση του θανάτου της αδιάφορα», είπε σε φίλο του πρώην διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας», ένας από τους πολλούς που απέλυσε η κόρη του Κίτσου Τεγόπουλου.
«Ηταν κατά βάθος ένα δυστυχισμένο πλάσμα η Μαριάνθη, ένα κορίτσι που μεγάλωσε έχοντας τα πάντα αλλά όχι τους γονείς της», λέει παλιός συνεργάτης της. Η αλήθεια είναι ότι η μητέρα της «έφυγε» νωρίς από τη ζωή, ενώ ο πατέρας της δεν ήταν σχεδόν ποτέ δίπλα της, όταν μεγάλωνε σε ένα σπίτι στο Παρίσι μαζί με τη μικρότερη αδερφή της Λένα. Η τελευταία φέρεται να πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου της στην Ανάφη όπου έκανε διακοπές, ένα νησί που αγαπούσε πολύ και η αδερφή της. Ο λόγος; Δεν είχε ποτέ πολλούς τουρίστες -η Μάνια απεχθανόταν την πολυκοσμία- και εκεί ένιωθε ελεύθερη να χάνεται στον δικό της κόσμο, αυτόν που ελάχιστοι καταλάβαιναν. Εναν κόσμο που βούλιαζε στο αλκοόλ, επιμηκυνόταν με ατέρμονες συζητήσεις και απαγορευμένες ηδονές, διασκεδαζόταν με έρωτες με ημερομηνίες λήξης, αφού είχε επικυρωθεί προηγουμένως με τον παραδοσιακό τρόπο των δύο γάμων από τους οποίους απέκτησε τρία παιδιά. Δύο αγόρια και μια κόρη που έχασαν την περασμένη Δευτέρα την 59χρονη μητέρα τους, η οποία δεν ετάφη, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, η σορός της αποτεφρώθηκε σε κρεματόριο στη Σόφια. Εκεί γράφτηκε η τελευταία πράξη μιας ζωής που θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική αν η Μάνια ήταν μια συνηθισμένη γόνος που θα ακολουθούσε την πεπατημένη. Μόνο που δεν ήταν Εφηβη ακόμα, στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» με τον Σεραφείμ Φυντανίδη και τον εμπορικό διευθυντή Διονύση Αυγουστινιάτο (φωτογραφία από το βιβλίο του Σερ. Φυντανίδη «31 Αξέχαστα Χρόνια»)
Το κορίτσι που μεγάλωσε απότομα
Κανείς, εκτός ίσως από την αδερφή της, δεν ξέρει πώς ένιωσε η Μάνια όταν έχασε τη μητέρα της που έφυγε χτυπημένη από την αυτοάνοση υποτροπιάζουσα ασθένεια του λύκου στο αίμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγάλωσε απότομα, ειδικά από τη στιγμή που διαπίστωσε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να υπάρξει το παραμικρό αντίποινο από τον πατέρα της. Ο Κίτσος Τεγόπουλος προτίμησε να νίψει τας χείρας του και να πει στο προσωπικό του: «Αφήστε τα κορίτσια να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν επιθυμούν να κάψουν το σπίτι να τους δώσετε σπίρτα!».
Αυτό που δεν υπολόγισε όταν το έλεγε ήταν ότι μερικές δεκαετίες αργότερα η μεγάλη του κόρη θα «έκαιγε» με τις κινήσεις της το δημιούργημά του μέσα σε τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με κόσμο που την ήξερε, είχε «καεί» και η ίδια ήδη από τα εφηβικά της χρόνια, έχοντας το ελεύθερο να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να ζητάει την άδεια κανενός. Τα πρώτα πάρτυ, τα πρώτα ποτά, οι πρώτοι έρωτες έρχονται και φεύγουν για το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά και την ανασηκωμένη γαλλική μύτη, που δεν αγαπά το διάβασμα ή τις σπουδές.
Ανθρωποι που τη συναναστράφηκαν έχουν την πεποίθηση ότι η κόρη του Τεγόπουλου θεωρούσε την «Ελευθεροτυπία» «την γκόμενα του πατέρα της που της τον στέρησε, η οποία όμως ταυτόχρονα τη στήριζε πάρα πολύ οικονομικά». Ισως γι’ αυτό ανεχόταν στωικά να τον συνοδεύει όταν μεγάλωσε στην εφημερίδα και σε κάποιες εξόδους του αργά το βράδυ σε μέρη που η ίδια δεν θα πήγαινε ποτέ. Σε ένα από αυτά, ένα διαμέρισμα-λέσχη κάπου στο κέντρο της Αθήνας, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα σε ένα τραπέζι όπου παίζεται χοντρό μπαρμπούτι, με χτυπήματα που ξεκινούσαν από 100.000 δραχμές και έφταναν ή ξεπερνούσαν το εκατομμύριο. Ο Τεγόπουλος οραματιζόταν τη διάδοχό του, η οποία του έμοιαζε κιόλας εμφανισιακά, στο τιμόνι της εφημερίδας ως φυσική του συνέχεια. Γι’ αυτό και επιχειρούσε να τη μυήσει σε έναν σκληρό, ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής που η ίδια δεν γούσταρε με τίποτα, καθώς είχε ενστερνιστεί και συνειδητά επιλέξει από νωρίς τον ακραίο ρομαντισμό μιας αντισυμβατικής κουλτούρας.
Το τι ήθελε η Μάνια στη ζωή της είναι τελικά ένα ερώτημα πολύ δύσκολο να απαντηθεί, ειδικά όταν ζητάς από ανθρώπους που τη γνώρισαν και τη συναναστράφηκαν επαγγελματικά για μεγάλο διάστημα να μιλήσουν γι’ αυτήν. «Ηταν βαθύτατα κομπλεξικό άτομο, ένας κακός άνθρωπος που έβλεπε παντού εχθρούς, δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση και πόνταρε στις φιλοδοξίες των άλλων», επισήμανε προ ημερών παλιό διευθυντικό στέλεχος της εφημερίδας σε παρέα φίλων του.
Σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια αυτά είναι ο αποχαιρετισμός του πιο στενού της ίσως φίλου, του Γιώργου Χρονά, στο Facebook: «Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσω για τη Μάνια Τεγοπούλου. Από το 1980 που τη γνώρισα την αισθάνθηκα μοναδικό άνθρωπο. Μεγάλο παιδί, όταν πέθανε ο πατέρας της, της έστειλα ένα μπιλιέτο και της έγραφα, είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρεις, καλή δύναμη». Μάλλον ήταν ένας από τους πολύ λίγους που πίστευαν πως η Μάνια θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η φίλη του απεχθανόταν τη δουλειά.
Λάτρευε προφανώς να είναι λίγο απ’ όλα. Λίγο αριστερή, λίγο αναρχοαυτόνομη, λίγο αντεξουσιάστρια, λίγο επαναστάτρια, λίγο από πολλά σε έναν κόσμο όπου το λίγο δεν ήταν αρκετό, ειδικά όταν προορίζεσαι να αναλάβεις τα ηνία μιας πολύ μεγάλης εφημερίδας. Και αυτό το «προορίζεσαι» ίσως να ήταν και η μεγαλύτερη φοβία της γυναίκας που έσβησε την περασμένη Δευτέρα.
Το κονκλάβιο, ο γάμος και η επανάσταση του καναπέ
Κάποιοι λένε ότι η Μάνια θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν ο πατέρας της μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της είχε σταθεί δίπλα της. Με τα «αν» όμως δεν γράφεται η ιστορία, πόσο μάλλον η ιστορία μιας γυναίκας που τα είχε όλα, αλλά δεν τα επιθυμούσε ή τουλάχιστον αυτό έβγαζε προς τα έξω με τη συμπεριφορά της. Μέχρι να εμφανιστεί στα γραφεία της «Ελευθεροτυπίας» συνοδεύοντας τον πατέρα της για να μάθει τη δουλειά, ελάχιστοι ήξεραν το κορίτσι που δεν τέλειωσε καν το γυμνάσιο, όπως πολλοί ισχυρίζονταν.
Χωρίς ιδιαίτερη επιτήρηση και με έναν πατέρα να λείπει συνέχεια, λάτρεψε ιδεολογικά ρεύματα όπως αυτό της Καταστασιακής Διεθνούς, στο οποίο διακρινόταν με τις λαμπερές διαγνώσεις για την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα της καθημερινότητας ο μαρξιστής θεωρητικός, αλλά και ναρκισσιστής ως προσωπικότητα Γκυ Ντεμπόρ.
Μεγαλώνοντας, η Μάνια έγινε ένα πλάσμα που απεχθανόταν την πολυκοσμία, τις ανούσιες κοινωνικές συναναστροφές, προσκλήσεις για τις οποίες κάποιοι άλλοι θα σκότωναν και φυσικά τα σαλόνια της κοσμικής Αθήνας.
Παντρεύτηκε αθόρυβα τον σκηνοθέτη Γιώργο Λαζόπουλο, έναν αναρχικό διανοούμενο που τη δεκαετία του ’70 έγραψε τρεις μπροσούρες σε βιβλιαράκια με τίτλους «Εξουσία, Μαρξισμός, Σχιζοφρένεια και Αγγούρια», «Ο εαυτός μας και πράσινα άλογα» και «Οι Αρηανοί». Το 1998 επανήλθε ως σκηνοθέτης με την ταινία «Μέδουσα», ένα καλό φιλμ που δεν γνώρισε όμως επιτυχία, το οποίο φέρεται να γυρίστηκε με την οικονομική βοήθεια της Μάνιας που απλώς ζήτησε λεφτά από τον Κίτσο. Μαζί του απέκτησε δυο αγόρια τα οποία έμειναν μακριά από οποιαδήποτε δημοσιότητα, όπως και η κόρη που απέκτησε με τον μετέπειτα σύντροφό της Παναγιώτη Λέζο.
Ο τελευταίος, όπως και ο Λαζόπουλος, παρά τον χωρισμό τους, έμειναν πάντα στον πολύ στενό της κύκλο, αυτόν των διανοούμενων, τον οποίο συμπλήρωναν ο Γιώργος Χρονάς και ο Ευγένιος Αρανίτσης. Με τον Αρανίτση ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο «Ακμων» στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ενώ αργότερα συγκατοίκησαν στο σπίτι της στο Χαλάνδρι.
Αναρχικός διανοούμενος και αιρετικός σκηνοθέτης ο πρώτος της σύζυγος Γιώργος Λαζόπουλος, ο οποίος παρέμεινε στον στενό της κύκλο ακόμα και μετά τον χωρισμό τους
Αναπόσπαστο μέλος της παρέας της Μάνιας ήταν και ο Δημήτρης Πουλικάκος. Τον θαύμαζε μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε κάποια στιγμή τού παραχώρησε το γραφείο του πατέρα της στην «Ελευθεροτυπία». Κάτι που σχολιάστηκε πολύ, όσο συμπαθής και αν είναι η ροκ περσόνα του Πουλικάκου, ειδικά όταν, όπως λένε εργαζόμενοι, άραζε ενοχλητικά με τα πόδια πάνω στο γραφείο του εμβληματικού εκδότη και έφτυνε προκλητικά στο πάτωμα! Σε κάποια αψιμαχία της με τον Γιάννη Βλαστάρη, η Μάνια τού είπε ότι ο Πουλικάκος είναι τεράστιος μάγκας και όταν ο τότε διευθυντής της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» τη ρώτησε γιατί πιστεύει κάτι τέτοιο, η απάντησή της τον άφησε άφωνο: «Ο Δημήτρης είναι μάγκας γιατί μπορεί να αρχίσει την ηρωίνη όταν θέλει και να τη σταματήσει όταν θέλει».
Πολλοί δημοσιογράφοι της ιστορικής εφημερίδας, που γνώρισαν την εκδότρια έστω επιδερμικά, τη θυμούνται να μπαίνει στα γραφεία με την μπίρα στο χέρι, να περνάει ανάμεσά τους και να φωνάζει δυνατά «είστε όλοι μαλάκες», πριν απομονωθεί στο γραφείο της. Η διάγνωσή της δεν άφηνε επιλογές στους υφισταμένους της και αναπόφευκτα οι περισσότεροι την αντιπάθησαν.
H σφαγή και ο εσωτερικός πόλεμος
Η απώλεια του Κίτσου Τεγόπουλου θα τη φέρει απότομα στο προσκήνιο, για την ακρίβεια από την ημέρα της κηδείας του, η οποία έγινε σε πολύ κλειστό κύκλο, περίπου 30 ατόμων, αφού αυτό επιθυμούσε κυρίως η Μάνια, η οποία όμως δεν παρευρέθηκε. Τότε η μικρότερη αδελφή της, η ηθοποιός Λένα Τεγοπούλου, που στην επαγγελματική της καριέρα χρησιμοποιεί το επίθετο της μητέρας της Μακρή, καλεί τον αείμνηστο Σεραφείμ Φυντανίδη στο σπίτι της Φωκυλίδου για το γεύμα της παρηγοριάς.
Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, η Μάνια εμφανίζεται κάποια στιγμή σε έξαλλη κατάσταση και ζητάει από τον εμβληματικό διευθυντή της «Ελευθεροτυπίας» να φύγει αμέσως από το σπίτι. Ο ευγενής και ψύχραιμος Φυντανίδης αποχωρεί χωρίς να δώσει καμία συνέχεια στο θέμα, διαισθανόμενος όμως ότι τα χειρότερα δεν θα αργήσουν.
Τα δύσκολα αρχίζουν μετά τον πρώτο χρόνο της απρόβλεπτης Μάνιας στο πηδάλιο του εκδοτικού συγκροτήματος. Παρά την παρουσία του εξάδελφου του πατέρα της και θείου της Θανάση Τεγόπουλου στο κτίριο της Μίνωος, εκτυλίσσονται απίστευτα περιστατικά.
Η σύγκρουση με τον Φυντανίδη είναι μόνο η αρχή, όπως και ένα από τα σλόγκαν της: «Εσείς οι δημοσιογράφοι θα κλείσετε την “Ελευθεροτυπία”, όχι εγώ». Ο Φυντανίδης, σύμφωνα με όσα έγραψε στο βιβλίο του «31 αξέχαστα χρόνια», απολύεται όρθιος σε έναν διάδρομο όταν η Τεγοπούλου τού ζητάει να μειώσει τον υπέρογκο μισθό του (σχεδόν 50.000 ευρώ), κάτι που δέχεται, αλλά και να δουλεύει λιγότερο. Έκτοτε εκτυλίσσεται ένα δράμα με «σφαγή» ορισμένων στελεχών, ενώ ξεκινά μανιασμένα και ένας εσωτερικός πόλεμος που μοιράζει το προσωπικό της εφημερίδας σε Μανια-κούς και Αντι-Μανιακούς. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια που της προτείνει η παρέα της με την οποία «συνεδριάζει» στο διαμέρισμα του Χαλανδρίου υλοποιούνται για να αποδειχτούν καταστροφικά, ενώ η κάνουλα των εσόδων στερεύει και σφίγγει επικίνδυνα τη θηλιά ο δανεισμός της εκδοτικής επιχείρησης. Το λουκέτο έρχεται.
Η παραχώρηση του γραφείου του Κίτσου Τεγόπουλου, αμέσως μετά τον θάνατό του, στον φίλο της Δημήτρη Πουλικάκο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους διαδρόμους της «Ελευθεροτυπίας»
Προκλητική και αλλοπρόσαλλη
- «Μαλάκα Ηλία»: Είναι τέλη Ιουνίου του 1990 και ο ήλιος καίει στον γραφικό κόλπο του Φάρου στη Σίφνο, όπου η 21χρονη τότε Μάνια Τεγοπούλου κάνει διακοπές με τον πατέρα της και την παρέα της. Την ώρα που ο Κίτσος χαλαρώνει σε ένα τραπεζάκι, η κόρη του αποκαλεί τον ταβερνιάρη, τον οποίο φαίνεται να γνωρίζει καλά, «μαλάκα Ηλία» και η μόνη της επιθυμία είναι πολύ παγωμένες μπίρες ανά μισάωρο. Η ίδια και οι κολλητοί της έχουν στη διάθεσή τους πανάκριβα αυτοκίνητα της εποχής και μηχανές για τις βόλτες τους, που έχουν έρθει με το πλοίο από την Αθήνα. Εκείνη δεν μπαίνει σε πλοίο γιατί έχει πολύ κόσμο και έτσι ταξιδεύει με ελικόπτερο είτε μαζί με τον πατέρα της, είτε μόνη της.
- Στην Ανάφη με μπίρες και τεκίλες: Ο Κίτσος Τεγόπουλος δεν χαλάει χατίρι στην κόρη του προκειμένου να έχει την ησυχία του και αυτή κάνει ό,τι της αρέσει. Από τότε τρώει ελάχιστα, συνήθως με το ζόρι και για να αντέχει το ποτό πρωί, μεσημέρι και βράδυ, όπου και αν βρίσκεται και όποιον κι αν έχει απέναντί της. Κάποια καλοκαίρια αργότερα είναι στην Ανάφη μόνη της για λίγες ημέρες, αλλά ο Τεγόπουλος έχει στείλει κάποιον να την προσέχει, ο οποίος την ακολουθεί πολύ διακριτικά. Ενα βράδυ και μετά από 14 ώρες ορθοστασίας νυστάζει και φεύγει αφήνοντάς την σε ένα μπαρ να απολαμβάνει τεκίλα και μπίρα. Μέσα είναι και μια παρέα ανδρών, οι οποίοι συζητάνε όταν ξαφνικά ακούνε έναν γδούπο και βλέπουν μια κοπέλα να έχει σωριαστεί στο πάτωμα. Τη συνεφέρνουν μετά από λίγα λεπτά. Επιστρέφει κακήν κακώς στο σπίτι που είχε νοικιάσει.
- «Μπάτσοι, γουρούνια»: Μερικά χρόνια αργότερα πάλι, στις 20 Νοεμβρίου του 2009, αστυνομικοί εντοπίζουν τα ξημερώματα ένα αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση της Πανόρμου, το οποίο έχει πάρει σβάρνα και κάποια σταματημένα οχήματα. Πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι μέσα βρίσκεται μια γυναίκα σε κατάσταση μέθης που αρνείται να βγει και τους βρίζει, αποκαλώντας τους μπάτσους και γουρούνια. Είναι η Μάνια Τεγοπούλου, η οποία συλλαμβάνεται και περνάει αυτόφωρο, εμφανιζόμενη σε μια κατάσταση που δεν τη λες φυσιολογική. Δεν είναι η πρώτη φορά, ενώ σε μια τέτοια σύλληψη δαγκώνει γυναίκα αστυνομικό, ευρισκόμενη σε κατάσταση υστερίας, αφού πάντα έτρεμε ένα πράγμα, τη φυλακή.
Οι εργαζόμενοι στην εφημερίδα τη θυμούνται πάντα με μια μπίρα στο χέρι, ακόμα και στις συσκέψεις
- Τα κρυφά πρωτοσέλιδα: Τα επόμενα χρόνια οι αντιδράσεις της θα γίνουν ακόμη πιο απρόβλεπτες, ειδικά όταν διοικεί την εφημερίδα με τον δικό της τρόπο, αλλάζοντας γνώμη και αποφάσεις ανά ώρα. Βάζει την εταιρεία σκαφών του συντρόφου της Παναγιώτη -Νότη για την ίδια και τους φίλους της-στη Χ. Κ. Τεγόπουλος και τη δανειοδοτεί, ενώ δίνει ως προσφορά στους αναγνώστες ταχύπλοα της εταιρείας του Planatech, που πληρώνει η εφημερίδα. Περιμένει να φύγουν οι διευθυντές και οι αρχισυντάκτες για να κατέβει και να αλλάξει την πρώτη σελίδα, ενώ γράφει δυσνόητα ακατανόητα πονήματα λίγων λέξεων. Ο πρώην σύζυγός της φέρεται να έχει λόγο για ταινίες και DVD που προσφέρει η «Ελευθεροτυπία» αλλά και για τα διαφημιστικά σποτ. Ομως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει...
- Κόντρες και απολύσεις για τη 17Ν: Η κληρονόμος πουλάει τη «Χρυσή Ευκαιρία» για περίπου 80 εκατ. ευρώ, ενώ αγοράζει και το περιβόητο σπίτι του Αλέκου Γιωτόπουλου και της συντρόφου του Μαρί-Τερέζ Πεϊνό στους Λειψούς. Ο αρχηγός της 17Ν κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά της, δημοσιεύει ό,τι της στέλνει από τον Κορυδαλλό, ενώ αφήνει απέξω την ομάδα του Δημήτρη Κουφοντίνα και τις θέσεις τους. Η Κατερίνα Κατή που τρέχει το συγκεκριμένο ρεπορτάζ σηκώνει τα χέρια ψηλά και παραιτείται, ενώ την ίδια στιγμή λαμβάνουν χώρα κάποια δραματικά meetings, όπως αυτό στο οποίο γύρω στις 3 το πρωί γύρισε και είπε στα στελέχη ότι «η “Ελευθεροτυπία” δεν έχει αρχίσει ακόμη», αφήνοντάς τους ενεούς. Πηγαίνει συνήθως δύο μέρες την εβδομάδα στο κτίριο της Μίνωος και τα στελέχη πρέπει να την ενημερώνουν το πρωί, αφού μετά έχει άλλες ασχολίες που θεωρεί πιο σημαντικές...
Κάποιοι καβγάδες είναι ομηρικοί, όπως αυτός που έγινε το βράδυ μετά την επίθεση με ρουκέτα στην πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, τον Ιανουάριο του 2007, με τον «Επαναστατικό Αγώνα» να αναλαμβάνει την ευθύνη. Ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας Γιώργος Μαρνέλλος φέρνει το ρεπορτάζ, αλλά από την αρχή η Μάνια Τεγοπούλου λέει ότι «δεν υπάρχει ρουκέτα». Οσο και αν της εξηγούν τι έχει συμβεί, εκείνη μιλάει για προβοκάτσια και αρνείται ότι η τρύπα έγινε από ρουκέτα, ενώ ζητάει από τον δημοσιογράφο να της πει αν την είδε με τα μάτια του. Οταν αυτός της λέει όχι, η συζήτηση τελειώνει, με την Τεγοπούλου να λέει ότι η πρεσβεία δεν χτυπήθηκε από ρουκέτα, σκορπίζοντας την απόγνωση στα στελέχη. Δύο από αυτά θα ζήσουν απίστευτες στιγμές με την κληρονόμο μιας αυτοκρατορίας που είχε αρχίσει ήδη να μπατάρει αργά αλλά σταθερά.
- «Να τσακιστείς να φύγεις αμέσως»: Οταν απαιτεί να μπει ένα κομμάτι για την αποχώρηση του Φώτη Κουβέλη από τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι δύο, ο τότε αρχισυντάκτης της «Κυριακάτικης» Βαγγέλης Σιαφάκας την ακούει να του ουρλιάζει στο τηλέφωνο. Oταν την ηρεμεί μετά από ώρα τη ρωτάει τι θέλει για να το κάνουν. «Μακάρι να ήξερα τι θέλω», του απαντάει, και αυτή είναι ίσως η πιο ενδεικτική απάντηση σε σχέση με τη στάση της απέναντι στη ζωή.Τον Σήφη Πολυμίλη τον απέλυσε ένα βράδυ που έκλεινε φύλλο μέσα στην κάψα του Αυγούστου και απαιτούσε να φύγει την ίδια στιγμή, αφήνοντας την εφημερίδα στην τύχη της. Ο Πολυμίλης τής λέει ότι θα φύγει αμέσως μόλις στείλει το φύλλο στο πιεστήριο και εισπράττει μια οργισμένη αντίδραση με αρκετά κοσμητικά επίθετα από την εκδότρια. «Θα στείλω τους κλητήρες να σε πετάξουν έξω τώρα. Να τσακιστείς να φύγεις αμέσως», ουρλιάζει πριν κλείσει το τηλέφωνο και χαθεί στο νεφελώδες -για τους άλλους- σύμπαν όπου ζούσε.
- Με μπίρες και στους τραπεζίτες: Σε πρωινό ραντεβού με τον Γιάννη Κωστόπουλο της Alpha Bank προκειμένου να συζητήσουν για δάνειο, όταν μπαίνει στο γραφείο του και ο τραπεζίτης τη ρωτάει αν θα ήθελε να της προσφέρει κάτι, εκείνη του απαντά απλά: «Μια μπίρα».
Σε κάποιο άλλο ραντεβού, ίσως το πιο σημαντικό, αφού έχει εγκριθεί ένα δάνειο 9 εκατ. ευρώ από τρεις τράπεζες (Alpha, Πειραιώς και Eurobank) με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, δεν θα πάει ποτέ, ενώ το μαγαζί κλυδωνίζεται από έλλειψη ρευστότητας. Παρόλο που είχε τον μικρότερο δανεισμό σε σχέση με άλλους εκδοτικούς οργανισμούς όπως ο ΔΟΛ του Ψυχάρη, οι αλλοπρόσαλλες κινήσεις της Μάνιας συνεχίζονται.
- Η απόλυση του θείου Θανάση και νέος κοτοπουλάς-διευθυντής: Ο Γιάννης Βλαστάρης απολύεται αρχές Ιανουαρίου του 2010 από τον Θανάση Τεγόπουλο, ο οποίος του λέει ότι η Μάνια δεν τον θέλει, χωρίς να γνωρίζει ότι λίγους μήνες αργότερα θα ερχόταν η δική του σειρά. Αρχές Αυγούστου η ανιψιά του τον απολύει κι αυτόν, ο οποίος στην ταυτότητα της εφημερίδας αναφερόταν πλέον ως εκδότης. Στη θέση του ονόματός του βάζει το δικό της και το χάος συνεχίζεται. Κάποια στιγμή παρουσίασε στους εργαζόμενους ως γενικό διευθυντή έναν γνωστό της κοτοπουλά στο επάγγελμα από το Χαλάνδρι, ο οποίος εξαφανίστηκε όπως εμφανίστηκε μετά από λίγες ημέρες.
- «Τους απέλυσα γιατί μου έσπαγαν τα αρχ..ια»: Ενθετα και περιοδικά εμφανίζονται και εξαφανίζονται, διευθυντές πάνε κι έρχονται, σχέδιο σωτηρίας που ανακοινώνει διαψεύδεται από την Πειραιώς - ο δρόμος χωρίς επιστροφή έχει αρχίσει. Μετά το οριστικό κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» τον Δεκέμβριο του 2011 η Μαριάνθη, όπως βαφτίστηκε, απλώς εξαφανίζεται και το όνομά της ακούγεται μόνο για χρέη. Θα συζητηθεί δεόντως όταν πέρυσι τον Σεπτέμβριο θα παραχωρήσει μια συνέντευξη -την πρώτη και τελευταία της ζωής της- στον Γιώργο Χρονά για το περιοδικό «Οδός Πανός». Εκεί, αναφερόμενη στους εργαζόμενους, θα πει το περίφημο: «Τους απέλυσα γιατί μου έσπαγαν τα αρχ..ια», καθώς και ότι το κλείσιμο της εφημερίδας δεν της έμαθε τίποτα γιατί τα ήξερε όλα από πριν. Τελικά μόνο η ίδια και μια φούχτα άνθρωποι, γνωστοί και ως «παραμάγαζο του Χαλανδρίου», ήξεραν τι πραγματικά ήθελε στη ζωή της εκτός από το να κοιτάζει τα αστέρια που τόσο αγαπούσε κάποιες νύχτες σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου.
Οι παλιοί εργαζόμενοι, απλήρωτοι οι συντριπτικά περισσότεροι, πιστεύουν ότι απλά ποτέ δεν ήξερε τι ήθελε, ότι ήταν αυτοκαταστροφική και λάτρευε να προκαλεί, φορώντας ένα μαύρο δαχτυλίδι με τον αετό της Αλβανίας στο δεξί της χέρι. Θυμούνται ακόμη ότι, πριν πεθάνει ο πατέρας της, η Μάνια Τεγοπούλου έλεγε ότι το όνειρό της ήταν μια μέρα να βγάλει ένα φύλλο με κατάμαυρο πρωτοσέλιδο που θα περιείχε μόνο τη λέξη «Τετέλεσται».
Μια λέξη που πιθανότατα να μην ήθελε να ακούσει ποτέ ξανά στη ζωή της, ένα κορίτσι που μεγάλωσε και έζησε παίρνοντας σχεδόν συνέχεια ανάποδα τις στροφές, αγνοώντας το τίμημα. Υπέστη κίρρωση σε συνδυασμό με ηπατική ανεπάρκεια, ασθένεια που την έστειλε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου να περιμένει έναν συμβατό δότη για να ζήσει όσο μπορούσε ακόμη αυτό που η ίδια θεωρούσε ζωή. Το όνομά της -για συγκεκριμένο λόγο που αφορά ασθενή με εθισμό- ήταν το έσχατο στη λίστα, σαν την ελπίδα που πεθαίνει πάντα τελευταία πριν από το μοιραίο τέλος.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ