2012-06-06 14:38:11
του Γ. Μανιάτη*
Η πραγματικότητα και μάλιστα η κοινωνικοπολιτική της διάσταση δεν είναι στατική. Κι αν ο πολιτικός πραγματισμός την τεμαχίζει κατά το δοκούν, ο πολιτικός ρεαλισμός οφείλει να ανακαλύπτει, να φέρνει στο φως και να αξιοποιεί τη δυναμική της.
Ο ρεαλισμός της επαναστατικής πολιτικής για την κομμουνιστική προοπτική συγκροτείται όχι υποκλινόμενος στη συγκυρία, ούτε όμως και αγνοώντας την.
Ο πραγματισμός υπήρξε κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα, κυρίως στην Αμερική, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έκτοτε εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές, κατά βάση ως νεοπραγματισμός, μέχρι σήμερα. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί κατεξοχήν συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας και ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτικής.Θεωρείται μάλιστα σαν πολιτική αρετή, αφού εκφράζει μια δήθεν «ρεαλιστική» οπτική στην αντιμετώπιση κρίσιμων πρακτικών προβλημάτων, χωρίς άσκοπες διακινδυνεύσεις που οδηγούν σε καταστάσεις επικίνδυνης αβεβαιότητας. Απ’ αυτή τη σκοπιά, ο πραγματισμός είναι από τους κύριους φιλοσοφικούς συντελεστές της πολιτικής του ρεφορμισμού.
Ο πραγματισμός ταυτίζει την αλήθεια με τη συγκυριακή χρησιμότητα. Η βασική του αρχή: «Αλήθεια είναι ό,τι κάθε φορά με συμφέρει» τον οδηγεί στο να αρνείται τη θεμελίωση του αληθούς στην αντικειμενική πραγματικότητα και στη συνέχειά της. Η τυπική στάση του πραγματιστή συμπυκνώνεται ως εξής: Βλέπω τι έχω μπροστά μου, αυτό αποκλειστικά μ’ ενδιαφέρει, ούτε το πριν ούτε το μετά, ούτε οι αιτίες ούτε τα αποτελέσματα, μόνο η συγκυρία. Έτσι ψάχνω να βρω τα προσφορότερα και αποτελεσματικότερα μέσα για να αντιμετωπίσω αυτό το «εδώ και τώρα», με το μικρότερο κόστος και τη μεγαλύτερη ωφέλεια. Μ’ αυτό τον τρόπο αυτοπροσδιορίζεται σαν «πρακτικός» άνθρωπος, ο οποίος δεν εγκλωβίζεται στις μεγάλες ιδέες, στα μεγαλεπήβολα σχέδια, στην αοριστία του μέλλοντος. Βρίσκει άμεσες λύσεις, κάνει μικρά βήματα αλλά σίγουρα και αποφεύγει έτσι τις κακοτοπιές και το προσωπικό ρίσκο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο πραγματισμός αποτέλεσε τη φιλοσοφική αφήγηση του Αμερικανού μικροεπιχειρηματία την περίοδο της ένταξής του στο «αμερικανικό όνειρο» της μεγέθυνσης του κύκλου εργασιών του. Οι αρχές ταυτίζονται με την πρακτική τους χρησιμότητα και η επιχειρηματικότητα, ακόμη κι όταν καταλήγει στο «πατάω επί πτωμάτων» προκειμένου να πετύχω, με την αρετή. Αναγκαία, βέβαια, προϋπόθεση για τον πραγματιστή είναι η δυνατότητά του να κατασκευάζει την πραγματικότητα ανάλογα με τις κάθε φορά ωφελιμότητες που προσδοκά. Σε κοινωνικό επίπεδο, ο πραγματισμός αντανακλά τις μικροαστικές αντιφάσεις, τις ταλαντεύσεις και τις ψευδαισθήσεις, το «βλέπουμε σήμερα και αύριο έχει ο θεός» αλλά και τη δίψα για γρήγορη και όσο πιο ανώδυνη καταξίωση στο πάνθεον της μικρής και μεγάλης ιδιοκτησίας.
Ας μη θεωρηθούν αυτές οι γραμμές κομμάτι κάποιου λεξικογραφικού λήμματος. Στόχος είναι η κατανόηση βασικών πλευρών της πολιτικής πραγματικότητας του σήμερα. Πράγματι, η λογική του πραγματισμού διαχέεται τόσο στην πολιτική ρητορική όσο, κι αυτό είναι το βασικότερο, στις πολιτικές επιλογές των βασικών πολιτικών φορέων και μάλιστα, εκείνων της Αριστεράς. Γιατί κατεξοχήν σύμπτωμα της πραγματιστικής οπτικής είναι η αποσύνδεση της τακτικής από τη στρατηγική, η αυτονόμησή της και η αναγωγή της πολιτικής σε τακτικισμό. Έτσι ο πολιτικός λόγος ταυτίζεται με την επικοινωνιακή του χρησιμότητα ως διαμορφωτή εκλογικής πελατείας δίχως καμία παιδαγωγική διάσταση, από την άποψη της προετοιμασίας του εργαζόμενου λαού για τις μάχες του παρόντος και του μέλλοντος. Εφόσον η αλήθεια ταυτίζεται με τη συγκυριακή χρησιμότητα, τότε είναι επόμενο να συσκοτίζεται το ιστορικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής δράσης, να αγνοείται η αναγκαιότητα του στρατηγικού στόχου και εν τέλει, να αποδυναμώνεται η όποια ριζοσπαστική δυναμική και από δυνάμει συγκρουσιακή να κινδυνεύει να ενσωματωθεί, ως αριστερή αμφισβήτηση, στο σύστημα αστικής κυριαρχίας. Να συνυπάρχει ως «άλλη» εκδοχή, εντός όμως του ίδιου πλαισίου.
Θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχτεί ότι ο πραγματισμός υπήρξε ιστορικά για την Αριστερά το άλλοθι της κομματικής γραφειοκρατίας. Τόσο ο τακτικισμός όσο και ο άσαρκος επαναστατικός βερμπαλισμός έχουν μια πραγματιστική βάση στις εκάστοτε πολιτικές επιλογές. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η πραγματιστική υπόκλιση στη συγκυρία και η στενή ιδιοτελής εκδοχή του κομματικού – γραφειοκρατικού συμφέροντος οδηγούσε στο μορατόριουμ με το ΠΑΣΟΚ, στην αναστολή των κινητοποιήσεων, στη συγκυβέρνηση του Τζαννετάκη και την κυβέρνηση Ζολώτα (παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί, τουλάχιστον για λόγους ιστορικής ακρίβειας, ότι η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ υπερψήφιζε όλες τις επιλογές της τότε ηγεσίας). Οδηγεί σήμερα σ’ έναν αδιέξοδο σεχταρισμό και σ’ έναν ανέξοδο «επαναστατισμό» που αποκόβει τη στρατηγική από την τακτική και την τοποθετεί στην περιοχή του αφηρημένου που, κι όταν είναι ορθό ως προς το περιεχόμενό του, λειτουργεί αντικειμενικά σαν τρόπος διαφυγής από το συγκεκριμένο ή προσπάθεια διαχείρισης της ορατής εκλογικής συρρίκνωσης. Οι συνειδήσεις των αγωνιστών δεν είναι λάστιχο. Όταν οι κομμουνιστές – μέλη εθίζονται σε συνεχείς πραγματιστικές επιλογές, όταν τον συντροφικό διάλογο αντικαθιστά η καχυποψία και τελικά, η καταγγελία και η δαχτυλοδειξία, όταν η κομματική υπεροψία υπερτερεί της κομμουνιστικής σεμνότητας, όταν τελικά η θεωρία σχηματοποιείται σε συνταγολόγιο, τότε γίνεται καταφανής η ανεπάρκεια και η υστέρηση μπροστά στις μεγάλες ιστορικές στιγμές, στις αποφασιστικές καμπές, στα αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
Ο πραγματισμός διατρέχει την κυρίαρχη σήμερα τάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εμφανής στις επικοινωνιακές παλινωδίες των εκπροσώπων του. Ο μετεκλογικός ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να περιστείλει τα προεκλογικά ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά. Οι τεχνοκρατικές προσεγγίσεις (προϊόντα εν πολλοίς της ίδιας γραφειοκρατικής μήτρας) υποκαθιστούν την πολιτική. Η τακτική γίνεται επικοινωνιακός τακτικισμός προς άγραν ψηφοφόρων και η προσήλωση στο μονόδρομο της ΕΕ αντικειμενικά εμποδίζει να συγκροτηθεί και να εκφραστεί ένα αριστερό ριζοσπαστικό ρεύμα που θα συγκρούεται με την καπιταλιστική κυριαρχία προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Είναι προφανής η αντιφατικότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, απότοκη, σε τελευταία ανάλυση, της βασικής ταξικής του σύνθεσης από νέα μεσαία στρώματα, ανάμεσα στην άρνηση και την ενσωμάτωση, τον ριζοσπαστισμό και την αποδοχή. Είναι καταφανής η στρατηγική σύγχυση της ηγεσίας του, οι πρακτικές ενσωμάτωσης στη λογική της «καλής» διαχείρισης του συστήματος καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο κίνδυνος να επικρατήσουν αυτές οι αντιλήψεις είναι ορατός εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ περιχαρακώνεται στο «μεγαλείο» της πρόσκαιρης νίκης αγνοώντας ότι τέτοιες νίκες μπορεί να οδηγήσουν το ριζοσπαστικό κίνημα του εργαζόμενου λαού και την ίδια την Αριστερά σε ανυποληψία και ήττα ιστορικών διαστάσεων.
Η πραγματικότητα και μάλιστα η κοινωνικοπολιτική της διάσταση δεν είναι στατική. Κι αν ο πολιτικός πραγματισμός την τεμαχίζει κατά το δοκούν, ο πολιτικός ρεαλισμός οφείλει να ανακαλύπτει, να φέρνει στο φως και να αξιοποιεί τη δυναμική της. Ιστορικά ο ρεαλισμός, είτε επρόκειτο για τον Μπαλζάκ ή για τον Λένιν, είχε ένα βασικό χαρακτηριστικό: Έφτανε στο βάθος της κοινωνικής αιτιότητας και τη μετασχημάτιζε ή σε καλλιτεχνική αφήγηση ή σε πολιτική δράση. Ας ξαναδιαβάσουμε τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Εκεί ο Μαρξ, αναλύοντας την ιστορικοπολιτική συγκυρία, καταλήγει σε πολιτικά συμπεράσματα ύψιστης στρατηγικής σημασίας για την υπόθεση του κομμουνισμού, του αντικειμενικού μέλλοντος της ανθρωπότητας. Ο ρεαλισμός της επαναστατικής πολιτικής για την κομμουνιστική προοπτική συγκροτείται όχι υποκλινόμενος στη συγκυρία, ούτε όμως και αγνοώντας την. Δεν περιμένει το λάθος στη γωνία για να βαυκαλιστεί με τη ματαιοδοξία της καταγγελίας του τύπου «εγώ τα έλεγα». Αυτές οι επιβεβαιώσεις είναι συχνά οδυνηρές, γιατί οδηγούν το εργατικό λαϊκό κίνημα στην απαισιοδοξία, την αδράνεια και την περιχαράκωση. Το να αξιοποιείς αντιφάσεις και ρηγματώσεις, να αποσπάς νίκες και να αναβαθμίζεις την τακτική σου, να έχεις πάντα καθαρό το στρατηγικό στόχο, όχι αφηρημένα αλλά οργανικά δεμένο με την καθημερινή πολιτική πράξη, αυτά είναι πολύτιμα στοιχεία της λενινιστικής εμπειρίας. Η αποσπασματικότητα και η πραγματιστική στάση καταδείχνουν την απόσπαση από τη θεωρία και, τελικά, την υποτίμησή της. Το Κεφάλαιο του Μάρξ και η Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία του Λένιν δεν ήταν επιστημονικά συγγράμματα επιφανειακού ακαδημαϊκού τύπου αλλά επιστημονικές θεμελιώσεις της επαναστατικής πράξης.
Αν κάτι είναι σήμερα ρεαλιστικότερο από ποτέ είναι ο πολυσύνθετος αγώνας, όχι πάντοτε άμεσα ορατός μα πάντοτε επίμονος και επίπονος, για την κομμουνιστική απελευθέρωση.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ, 03.06.2012
kokkinhshmaia.wordpress.com
Η πραγματικότητα και μάλιστα η κοινωνικοπολιτική της διάσταση δεν είναι στατική. Κι αν ο πολιτικός πραγματισμός την τεμαχίζει κατά το δοκούν, ο πολιτικός ρεαλισμός οφείλει να ανακαλύπτει, να φέρνει στο φως και να αξιοποιεί τη δυναμική της.
Ο ρεαλισμός της επαναστατικής πολιτικής για την κομμουνιστική προοπτική συγκροτείται όχι υποκλινόμενος στη συγκυρία, ούτε όμως και αγνοώντας την.
Ο πραγματισμός υπήρξε κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα, κυρίως στην Αμερική, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Έκτοτε εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές, κατά βάση ως νεοπραγματισμός, μέχρι σήμερα. Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί κατεξοχήν συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας και ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτικής.Θεωρείται μάλιστα σαν πολιτική αρετή, αφού εκφράζει μια δήθεν «ρεαλιστική» οπτική στην αντιμετώπιση κρίσιμων πρακτικών προβλημάτων, χωρίς άσκοπες διακινδυνεύσεις που οδηγούν σε καταστάσεις επικίνδυνης αβεβαιότητας. Απ’ αυτή τη σκοπιά, ο πραγματισμός είναι από τους κύριους φιλοσοφικούς συντελεστές της πολιτικής του ρεφορμισμού.
Ο πραγματισμός ταυτίζει την αλήθεια με τη συγκυριακή χρησιμότητα. Η βασική του αρχή: «Αλήθεια είναι ό,τι κάθε φορά με συμφέρει» τον οδηγεί στο να αρνείται τη θεμελίωση του αληθούς στην αντικειμενική πραγματικότητα και στη συνέχειά της. Η τυπική στάση του πραγματιστή συμπυκνώνεται ως εξής: Βλέπω τι έχω μπροστά μου, αυτό αποκλειστικά μ’ ενδιαφέρει, ούτε το πριν ούτε το μετά, ούτε οι αιτίες ούτε τα αποτελέσματα, μόνο η συγκυρία. Έτσι ψάχνω να βρω τα προσφορότερα και αποτελεσματικότερα μέσα για να αντιμετωπίσω αυτό το «εδώ και τώρα», με το μικρότερο κόστος και τη μεγαλύτερη ωφέλεια. Μ’ αυτό τον τρόπο αυτοπροσδιορίζεται σαν «πρακτικός» άνθρωπος, ο οποίος δεν εγκλωβίζεται στις μεγάλες ιδέες, στα μεγαλεπήβολα σχέδια, στην αοριστία του μέλλοντος. Βρίσκει άμεσες λύσεις, κάνει μικρά βήματα αλλά σίγουρα και αποφεύγει έτσι τις κακοτοπιές και το προσωπικό ρίσκο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο πραγματισμός αποτέλεσε τη φιλοσοφική αφήγηση του Αμερικανού μικροεπιχειρηματία την περίοδο της ένταξής του στο «αμερικανικό όνειρο» της μεγέθυνσης του κύκλου εργασιών του. Οι αρχές ταυτίζονται με την πρακτική τους χρησιμότητα και η επιχειρηματικότητα, ακόμη κι όταν καταλήγει στο «πατάω επί πτωμάτων» προκειμένου να πετύχω, με την αρετή. Αναγκαία, βέβαια, προϋπόθεση για τον πραγματιστή είναι η δυνατότητά του να κατασκευάζει την πραγματικότητα ανάλογα με τις κάθε φορά ωφελιμότητες που προσδοκά. Σε κοινωνικό επίπεδο, ο πραγματισμός αντανακλά τις μικροαστικές αντιφάσεις, τις ταλαντεύσεις και τις ψευδαισθήσεις, το «βλέπουμε σήμερα και αύριο έχει ο θεός» αλλά και τη δίψα για γρήγορη και όσο πιο ανώδυνη καταξίωση στο πάνθεον της μικρής και μεγάλης ιδιοκτησίας.
Ας μη θεωρηθούν αυτές οι γραμμές κομμάτι κάποιου λεξικογραφικού λήμματος. Στόχος είναι η κατανόηση βασικών πλευρών της πολιτικής πραγματικότητας του σήμερα. Πράγματι, η λογική του πραγματισμού διαχέεται τόσο στην πολιτική ρητορική όσο, κι αυτό είναι το βασικότερο, στις πολιτικές επιλογές των βασικών πολιτικών φορέων και μάλιστα, εκείνων της Αριστεράς. Γιατί κατεξοχήν σύμπτωμα της πραγματιστικής οπτικής είναι η αποσύνδεση της τακτικής από τη στρατηγική, η αυτονόμησή της και η αναγωγή της πολιτικής σε τακτικισμό. Έτσι ο πολιτικός λόγος ταυτίζεται με την επικοινωνιακή του χρησιμότητα ως διαμορφωτή εκλογικής πελατείας δίχως καμία παιδαγωγική διάσταση, από την άποψη της προετοιμασίας του εργαζόμενου λαού για τις μάχες του παρόντος και του μέλλοντος. Εφόσον η αλήθεια ταυτίζεται με τη συγκυριακή χρησιμότητα, τότε είναι επόμενο να συσκοτίζεται το ιστορικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής δράσης, να αγνοείται η αναγκαιότητα του στρατηγικού στόχου και εν τέλει, να αποδυναμώνεται η όποια ριζοσπαστική δυναμική και από δυνάμει συγκρουσιακή να κινδυνεύει να ενσωματωθεί, ως αριστερή αμφισβήτηση, στο σύστημα αστικής κυριαρχίας. Να συνυπάρχει ως «άλλη» εκδοχή, εντός όμως του ίδιου πλαισίου.
Θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχτεί ότι ο πραγματισμός υπήρξε ιστορικά για την Αριστερά το άλλοθι της κομματικής γραφειοκρατίας. Τόσο ο τακτικισμός όσο και ο άσαρκος επαναστατικός βερμπαλισμός έχουν μια πραγματιστική βάση στις εκάστοτε πολιτικές επιλογές. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η πραγματιστική υπόκλιση στη συγκυρία και η στενή ιδιοτελής εκδοχή του κομματικού – γραφειοκρατικού συμφέροντος οδηγούσε στο μορατόριουμ με το ΠΑΣΟΚ, στην αναστολή των κινητοποιήσεων, στη συγκυβέρνηση του Τζαννετάκη και την κυβέρνηση Ζολώτα (παρεμπιπτόντως, ας σημειωθεί, τουλάχιστον για λόγους ιστορικής ακρίβειας, ότι η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ υπερψήφιζε όλες τις επιλογές της τότε ηγεσίας). Οδηγεί σήμερα σ’ έναν αδιέξοδο σεχταρισμό και σ’ έναν ανέξοδο «επαναστατισμό» που αποκόβει τη στρατηγική από την τακτική και την τοποθετεί στην περιοχή του αφηρημένου που, κι όταν είναι ορθό ως προς το περιεχόμενό του, λειτουργεί αντικειμενικά σαν τρόπος διαφυγής από το συγκεκριμένο ή προσπάθεια διαχείρισης της ορατής εκλογικής συρρίκνωσης. Οι συνειδήσεις των αγωνιστών δεν είναι λάστιχο. Όταν οι κομμουνιστές – μέλη εθίζονται σε συνεχείς πραγματιστικές επιλογές, όταν τον συντροφικό διάλογο αντικαθιστά η καχυποψία και τελικά, η καταγγελία και η δαχτυλοδειξία, όταν η κομματική υπεροψία υπερτερεί της κομμουνιστικής σεμνότητας, όταν τελικά η θεωρία σχηματοποιείται σε συνταγολόγιο, τότε γίνεται καταφανής η ανεπάρκεια και η υστέρηση μπροστά στις μεγάλες ιστορικές στιγμές, στις αποφασιστικές καμπές, στα αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
Ο πραγματισμός διατρέχει την κυρίαρχη σήμερα τάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εμφανής στις επικοινωνιακές παλινωδίες των εκπροσώπων του. Ο μετεκλογικός ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να περιστείλει τα προεκλογικά ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά. Οι τεχνοκρατικές προσεγγίσεις (προϊόντα εν πολλοίς της ίδιας γραφειοκρατικής μήτρας) υποκαθιστούν την πολιτική. Η τακτική γίνεται επικοινωνιακός τακτικισμός προς άγραν ψηφοφόρων και η προσήλωση στο μονόδρομο της ΕΕ αντικειμενικά εμποδίζει να συγκροτηθεί και να εκφραστεί ένα αριστερό ριζοσπαστικό ρεύμα που θα συγκρούεται με την καπιταλιστική κυριαρχία προς όφελος του εργαζόμενου λαού. Είναι προφανής η αντιφατικότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, απότοκη, σε τελευταία ανάλυση, της βασικής ταξικής του σύνθεσης από νέα μεσαία στρώματα, ανάμεσα στην άρνηση και την ενσωμάτωση, τον ριζοσπαστισμό και την αποδοχή. Είναι καταφανής η στρατηγική σύγχυση της ηγεσίας του, οι πρακτικές ενσωμάτωσης στη λογική της «καλής» διαχείρισης του συστήματος καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο κίνδυνος να επικρατήσουν αυτές οι αντιλήψεις είναι ορατός εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ περιχαρακώνεται στο «μεγαλείο» της πρόσκαιρης νίκης αγνοώντας ότι τέτοιες νίκες μπορεί να οδηγήσουν το ριζοσπαστικό κίνημα του εργαζόμενου λαού και την ίδια την Αριστερά σε ανυποληψία και ήττα ιστορικών διαστάσεων.
Η πραγματικότητα και μάλιστα η κοινωνικοπολιτική της διάσταση δεν είναι στατική. Κι αν ο πολιτικός πραγματισμός την τεμαχίζει κατά το δοκούν, ο πολιτικός ρεαλισμός οφείλει να ανακαλύπτει, να φέρνει στο φως και να αξιοποιεί τη δυναμική της. Ιστορικά ο ρεαλισμός, είτε επρόκειτο για τον Μπαλζάκ ή για τον Λένιν, είχε ένα βασικό χαρακτηριστικό: Έφτανε στο βάθος της κοινωνικής αιτιότητας και τη μετασχημάτιζε ή σε καλλιτεχνική αφήγηση ή σε πολιτική δράση. Ας ξαναδιαβάσουμε τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Εκεί ο Μαρξ, αναλύοντας την ιστορικοπολιτική συγκυρία, καταλήγει σε πολιτικά συμπεράσματα ύψιστης στρατηγικής σημασίας για την υπόθεση του κομμουνισμού, του αντικειμενικού μέλλοντος της ανθρωπότητας. Ο ρεαλισμός της επαναστατικής πολιτικής για την κομμουνιστική προοπτική συγκροτείται όχι υποκλινόμενος στη συγκυρία, ούτε όμως και αγνοώντας την. Δεν περιμένει το λάθος στη γωνία για να βαυκαλιστεί με τη ματαιοδοξία της καταγγελίας του τύπου «εγώ τα έλεγα». Αυτές οι επιβεβαιώσεις είναι συχνά οδυνηρές, γιατί οδηγούν το εργατικό λαϊκό κίνημα στην απαισιοδοξία, την αδράνεια και την περιχαράκωση. Το να αξιοποιείς αντιφάσεις και ρηγματώσεις, να αποσπάς νίκες και να αναβαθμίζεις την τακτική σου, να έχεις πάντα καθαρό το στρατηγικό στόχο, όχι αφηρημένα αλλά οργανικά δεμένο με την καθημερινή πολιτική πράξη, αυτά είναι πολύτιμα στοιχεία της λενινιστικής εμπειρίας. Η αποσπασματικότητα και η πραγματιστική στάση καταδείχνουν την απόσπαση από τη θεωρία και, τελικά, την υποτίμησή της. Το Κεφάλαιο του Μάρξ και η Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία του Λένιν δεν ήταν επιστημονικά συγγράμματα επιφανειακού ακαδημαϊκού τύπου αλλά επιστημονικές θεμελιώσεις της επαναστατικής πράξης.
Αν κάτι είναι σήμερα ρεαλιστικότερο από ποτέ είναι ο πολυσύνθετος αγώνας, όχι πάντοτε άμεσα ορατός μα πάντοτε επίμονος και επίπονος, για την κομμουνιστική απελευθέρωση.
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ, 03.06.2012
kokkinhshmaia.wordpress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εικόνες ντροπής με καρκινοπαθείς στις ουρές για τα φάρμακα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Άστο καλύτερα..."
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ