2019-01-17 19:07:16
Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου του σχετικά με την χορήγηση τακτικών αδειών σε πολυισοβίτες, ο ε.τ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιώργος Σανιδάς αναλύει, λόγω συνάφειας,
και τη διάταξη του άρθρου 105 του ΠΚ, η οποία ρυθμίζει το ζήτημα της υφ’ όρον απολύσεως καταδίκων, σε σχέση προς την περίπτωση που ένας κρατούμενος έχει καταδικασθεί σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.
Αναλύει
ο Εισαγγελέας
Γιώργος
Σανιδάς* «Από τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ, σε συνδυασμό προς τα διαλαμβανόμενα στην εισηγητική έκθεση του Ν 2207/1994, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Και η διάταξη αυτή του άρθρου 105 του ΠΚ (όπως και εκείνη του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα), ούτε προβλέπει ούτε ρυθμίζει το ζήτημα της απολύσεως υφ’ όρον, για κρατουμένους που έχουν καταδικασθεί σε πλείονες της μίας ποινές, ισοβίου καθείρξεως . Αφού, όμως, για το ζήτημα αυτό ουδέν προβλέπει ούτε το ρυθμίζει, σημαίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η υφ’ όρον απόλυση σε κρατούμενο που έχει καταδικασθεί σε ποινές ισοβίου καθείρξεως πλείονες της μίας.Η διατύπωση του άρθρου 105 του ΠΚ προβλέπει τη δυνατότητα απολύσεως υφ’ όρον, ενός καταδίκου–κρατουμένου, μετά από έκτιση ενός ελαχίστου ορίου ποινής (δεκαεννέα έτη, και για τους καταδίκους που έχουν υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας, δεκαπέντε έτη) επί μιας και μόνον ποινής ισοβίου καθείρξεως, αφού πουθενά η ρύθμιση δεν χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό.
Άλλωστε, επί εκτίσεως πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, όπως δεν είναι νοητή επιμέτρηση και καθορισμός συνολικής ποινής, λόγω της φύσης της ισοβίου καθείρξεως, για τους λόγους που εκθέσαμε ανωτέρω, έτσι δεν είναι νοητή και σωρευτική έκτιση επινών ισοβίου καθείρξεως, αφού η ισόβια κάθειρξη από τη φύση της δεν είναι χρονικά ορισμένη, ως προς την πλήρη διάρκειά της, ούτε ως προς κάποιο τμήμα ή ποσοστό της
. Άρα, δεν είναι νοητό στη φράση «σωρευτική έκτιση ποινών» της παρ. 4 του άρθρου 105 ΠΚ, να διαλαμβάνονται πλείονες τη της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.Από τα διαλαμβανόμενα, και στην εισηγητική έκθεση του Ν 2207/1994, προκύπτει, χωρίς κανένα δισταγμό ότι:
αα) Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 105 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν 2207/1994, ούκοπό να ρυθμίσει το ζήτημα της απολύσεως υπό όρο, ενός καταδίκου, σε βάρος του οποίου συντρέχουν πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.ββ) Πέραν της βασικής ποινής, που μπορεί να είναι και ποινή ισοβίου καθείρξεως, οι λοιπές συντρέχουσες ποινές σε βάρος ενός καταδίκου μπορεί να είναι ΜΟΝΟΝ πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές (φυλάκιση ή πρόσκαιρη κάθειρξη), ως προς τις οποίες είναι δυνατός προσδιορισμός των τριών πέμπτων αυτών, και ήδη μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 105 ΠΚ, με το Ν 2408/1996 των δύο πέμπτων, για την ποινή φυλάκισης και τριών πέμπτων για την ποινή της προσκαίρου καθείρξεως.Εκ τούτων παρέπεται ότι μεταξύ των συντρεχουσών ποινών, δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται ποινή ισοβίου καθείρξεως, αφού ως προς αυτήν, εν όψει της φύσεώς της, προσδιορισμός των τριών πέμπτων ούτε νοητός είναι ούτε δυνατός.
Η άποψη συνεπώς, κατά την οποία το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 105, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν 2207/1994, καλύπτει και τις περιπτώσεις που συντρέχουν σε βάρος ενός καταδίκου πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως και ως εκ τούτου και στην περίπτωση αυτή, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε ετών κρατήσεως, είναι κατά πάντα εσφαλμένη.
Από όλα τα μέχρι τούδε εκτεθέντα, προκύπτει ότι δεν προβλέπεται και δεν είναι επιτρεπτή η υφ’ όρον απόλυση κρατουμένου, ο οποίος έχει καταδικασθεί σε πλείονες της μίας, ποινές ισοβίου καθείρξεως. Τούτο δεν είναι παράδοξο, αφού είναι προφανές ότι κατ’ εφαρμογή της αρχής της γενικής προλήψεως και για λόγους αντεγκληματικής πολιτικής, ο νομοθέτης κρίνει ότι κατάδικος και κρατούμενος με πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν πρέπει να απολύεται υφ’ όρον. Όπως άλλωστε ο νομοθέτης κρίνει ότι οι πέραν ενός χρονικού ορίου πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, δεν πρέπει να μετατρέπονται σε χρηματικές (άρθρο 82 ΠΚ), ούτε να αναστέλλεται η εκτέλεσή τους υπό όρο (άρθρα 99 επ. ΠΚ), έτσι και στην περίπτωση που έχει καταδικασθεί κάποιος σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως κρίνει ότι δεν πρέπει, ο κατάδικος αυτός να απολύεται υπό όρο (άρθρα 105 επ. ΠΚ).
Η μη αποδοχή της ανωτέρω θέσεως, οδηγεί και στα ακόλουθα παράλογα και παράδοξα:
αα) Να εκμηδενίζονται οι πέραν της μιας, καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη και να καταλήγουμε κατ’ ουσίαν, στο σύστημα της συνεκτίσεως των πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, το οποίο όμως αποκρούεται από το Ποινικό μας Δίκαιο, αφού με αυτό επέρχεται ουσιαστικά η ανατροπή του συστήματος των ποινικών κυρώσεων και κατ’ ακολουθίαν του σκοπού της γενικής και ειδικής προλήψεως.ββ) Να ευνοούνται σκανδαλωδώς οι καταδικασθέντες σε πολλές ποινές ισοβίου καθείρξεως, π.χ. πέντε, έξι κ.λπ., έναντι των καταδικασθέντων σε μία ποινή ισοβίου καθείρξεως, αφού κατ’ ουσίαν στο ζήτημα της απολύσεως υφ’ όρον, θα έχουν την ίδια μεταχείριση. Τούτο, όμως, δεν είναι απλώς παράλογο. Οδηγεί σε παραβίαση του Συντάγματος και ειδικότερα, τόσο της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25) όσο και της αρχής της ισότητας (άρθρο 4). Το τελευταίο, διότι η περί ισότητος διάταξη του άρθρου 4 του Συντ., σημαίνει και ισότητα ποινής (και εντεύθεν και κρατήσεως) εν ισότητι αδικοπραγίας .Εν όψει όλων των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή η άποψη που έχουν δεχθεί κάποια Δικαστήρια σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, πρέπει ο κρατούμενος για καθεμία από αυτές, να παραμείνει πραγματικά δεκαέξι (16) ή είκοσι (20) χρόνια κρατούμενος (αυτά ίσχυαν πριν τις τελευταίες τροποποιήσεις του άρθρου 105 ΠΚ) και για να απολυθεί υπό όρους, ο κατάδικος αυτός θα πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των ποινών αυτών, όχι όμως πάνω από είκοσι πέντε (25) χρόνια.
Τούτο διότι, εκτός του ότι, όπως εξετέθη ανωτέρω, η παρ. 3 του άρθρου 105 όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν 2408/1996 δεν προβλέπει και δεν καλύπτει και τις περιπτώσεις που ένας κατάδικος κρατείται με πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν υπάρχει διάταξη νόμου κατ’ εφαρμογή της οποίας, μετά τη συμπλήρωση των δεκαέξι (16) ή είκοσι (20) ετών, [τώρα δεκαπέντε (15) και δεκαεννέα (19) αντιστοίχως], να παύει η εκτέλεση της πρώτης ισόβιας καθείρξεως και να αρχίζει εκείνη της δεύτερης. Ο καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη εξακολουθεί να εκτίει και μετά τη συμπλήρωση των δεκαέξι ή είκοσι ετών [ήδη δεκαπέντε (15) και δεκαεννέα (19) ετών], την πρώτη ποινή, επειδή αυτή δεν έχει πρόσκαιρη διάρκεια, αλλά είναι ισόβια.
Συνεπώς, όπως είναι πρόδηλο, η πιο πάνω άποψη αποτελεί απλώς μια «κατασκευή». Κατασκευή όμως, η οποία δεν ερμηνεύει και δεν εφαρμόζει το νόμο αλλά τον «περιγράφει». Είναι δηλαδή άποψη και θέση contra legem.
Γ. Επίμετρο
Σε συνέχεια όσων εξετέθησαν ανωτέρω, και όσων προηγουμένως για τη διάταξη του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που ρυθμίζει το θέμα της χορήγησης αδειών στους κρατουμένους, ανακύπτουν δύο ερωτήματα:
Μήπως, παρά τα ανωτέρω, θα ήταν δυνατό να χορηγηθεί τακτική άδεια και υφ’ όρο απόλυση σε καταδικασμένο σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως;Ποια είναι η ratio και το έρεισμα των υπό στοιχεία Α και Β παραδοχών και των διατάξεων στις οποίες αυτές στηρίζονται;Ως προς το πρώτο ερώτημα, προσήκει η ακόλουθη απάντηση:
Ναι εάν ο κατάδικος επιτύχει, διά της απονομής χάριτος, να χαρισθούν όλες οι πέραν της μίας, ποινές ισοβίου καθείρξεως ή αν επιτευχθεί η αθώωσή του για όλες, πλην μίας, με την επανάληψη διαδικασίας.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα:
Από τον Ποινικό μας Κώδικα, η επιβολή ποινής ισοβίου καθείρξεως προβλέπεται κατ’ αρχάς για κάποια εγκλήματα, που διαλαμβάνονται στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο του ειδικού μέρους (εσχάτη προδοσία, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας κ.λπ.) και στη συνέχεια επί προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής, ήτοι του υπέρτατου εννόμου ατομικού αγαθού.
Εξάλλου, η όποια ποινή, η οποία είναι κακόν, αφού επιφέρει βλάβη εννόμων αγαθών του τιμωρουμένου, μεταξύ των οποίων κυρίως της προσωπικής ελευθερίας, συνιστά κύρωση ενέχουσα αποδοκιμασία υπό της εννόμου τάξεως, του δράστη ενός εγκλήματος, και ως πηγής της υπ’ αυτού τελεσθείσης αδικοπραγίας και ως επικινδύνου προσωπικότητας.
Τέλος, σκοπός της, υπό του νόμου προβλεπομένης και υπό του δικαστού καταγιγνωσκομένης ποινής, είναι, αφ’ ενός η ειδική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση του εγκληματήσαντος ατόμου από της τελέσεως νέων εγκλημάτων, και η οποία επιδιώκεται διά της εκφοβίσεως, διά της βελτιώσεως – κοινωνικής διαπαιδαγωγήσεως και στη συνέχεια κοινωνικής επανεντάξεως, και διά της αχρηστεύσεως του εγκληματία, της θέσεως, δηλαδή, αυτού, σε υλική αδυναμία, πρόσκαιρη ή διαρκή, τελέσεως νέων εγκλημάτων, και αφ’ ετέρου η γενική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση των πολλών, από της τελέσεως εγκλημάτων .
Στην περίπτωση επιβολής ποινής ισοβίου καθείρξεως άπαξ, για αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, ήτοι του υπέρτατου εννόμου ατομικού αγαθού, το οποίο στερήθηκε το θύμα από την έκνομη συμπεριφορά του δράστη και καταδίκου, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιστά έκδηλη την επιείκειά του, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το σκοπό της ειδικής πρόληψης, με το να παρέχει τη δυνατότητα στον καταδικασθέντα δράστη, μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος κρατήσεως, αφ’ ενός να ζητεί τη χορήγηση τακτικής αδείας και αφ’ ετέρου να ζητεί την υφ’ όρον απόλυσή του.
Για την περίπτωση όμως, επιβολής ποινής ισοβίου καθείρξεως δις, τρις ή δεκάκις κ.λπ., εν όψει της προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής πλειόνων του ενός προσώπων, κρίνει, και γι’ αυτό δεν προβλέπει κάτι σχετικό, ότι ο δράστης και κατάδικος δεν μπορεί να τύχει των πιο πάνω ευεργετημάτων. Τούτο, δεν συνιστά ούτε υπερβολική σκληρότητα, ούτε με τούτο η ποινή αποκτά ανταποδοτικό χαρακτήρα, πράγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχύει, εάν προβλεπόταν και επεβάλετο η ποινή του θανάτου.
Αποτελεί συνέπεια της βαρείας εγκληματικής συμπεριφοράς του καταδικασθέντος, ο οποίος δεν σεβάσθηκε το υπέρτατο έννομο αγαθό της ζωής πλειόνων του ενός συνανθρώπων του, και του σκοπού της ποινής, που είναι, όπως εξετέθη, τόσο η ειδική, όσο και η γενική πρόληψη, σκοπός ο οποίος θα καθίστατο ανενεργός και γράμμα κενόν περιεχομένου, εάν παρότι κάποιος έχει αφαιρέσει τη ζωή π.χ. πέντε συνανθρώπων του και έχει καταδικασθεί πεντάκις σε ισόβια κάθειρξη, θα μπορούσε, αφ’ ενός μετά την πάροδο οκτώ ετών έκτισης ποινής να λαμβάνει τακτική άδεια, και μετά πάροδο είκοσι πέντε ετών, κατ’ ανώτατο όριο, να απολύεται των φυλακών υπό όρο.
Μπορεί αλήθεια, εάν ισχύσει το τελευταίο, να εκπληρώνει η ποινή, κυρίως το σκοπό της γενικής πρόληψης, όταν η έννομη τάξη θα αποδέχεται ότι δράστες τόσο βαρείας εγκληματικής συμπεριφοράς, και ειδικότερα αφαιρέσεως του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής πολλών συνανθρώπων τους, θα μπορούν, μετά πάροδο κάποιων ετών κρατήσεως, να εξέρχονται των φυλακών, κατ’ αρχάς με τακτικές άδειες, και στη συνέχεια με υφ’ όρον απόλυση; Αναμφιβόλως όχι, αφού, σε αντίθετη περίπτωση θα εματαιούτο ο σκοπός της ειδικής, κυρίως όμως της γενικής προλήψεως.
Πέραν όμως τούτων, εάν ισχύσουν τα ανωτέρω, δεν θα απομένει παρά να καταργηθεί και η ποινή της ισοβίου καθείρξεως, γιατί, όπως υποστηρίζεται, είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου!!
Η αξιοπρέπεια όμως του ανθρώπου, στην ολότητά της, υπάρχει και θα πρέπει να γίνεται αναμφιβόλως σεβαστή, όταν ο κάθε άνθρωπος αποδεικνύει με τη συμπεριφορά του, το σεβασμό του προς την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων του.
Τούτο σημαίνει ότι επίκληση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, είτε από τους ασπαζόμενους την ανωτέρω δοξασία, είτε από τον ίδιο το δράστη δύο, τριών, πέντε ή και δέκα δολοφονιών, προκειμένου ο τελευταίος να μην παραμείνει διά βίου κρατούμενος, όχι μόνον δεν είναι λογική και νοητή, αλλ’, αφ’ ενός έρχεται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της ειδικής, κυρίως όμως της γενικής προλήψεως, που έχουν ως στόχο την καταπολέμηση του αδίκου, και αφ’ ετέρου συνιστά ασέβεια προς τα θύματα και τους οικείους τους αλλά και προς το κοινωνικό σύνολο, που επιθυμεί την εν ασφαλεία και ειρήνη, κοινωνική διαβίωση.
Η τυχόν προβαλλόμενη αξίωση του δράστη πλειόνων της μίας ανθρωποκτονιών που καταδικάσθηκε σε πλείονες της μιας ισόβιες καθείρξεις να μην κρατηθεί ισοβίως, με βάση την πιο πάνω δοξασία, προσομοιάζει προς την περίπτωση του πατροκτόνου υιού, ο οποίος κατά την εκδίκαση της εις βάρος του κατηγορίας ενώπιον του Δικαστηρίου, για τη δολοφονία του πατέρα του, ζητούσε την επιείκεια του Δικαστηρίου, επειδή ήταν ορφανός!!
Και το συμπέρασμα είναι ότι εάν ο άνθρωπος, με τη συμπεριφορά του, δεν επιδεικνύει σεβασμό προς τη ζωή και την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων του, αλλά εγκληματεί, αφαιρώντας τη ζωή πλειόνων του ενός ανθρώπων, επιβάλλονται σ’ αυτόν αντίστοιχες ποινές ισοβίου καθείρξεως και οδηγείται διά βίου στη φυλακή, εντός της οποίας διατηρεί το δικαίωμα σεβασμού στην αξιοπρέπειά του, ως εσαεί κρατουμένου και μόνο, και ουδέν πλέον τούτου.
Στο τέλος τέλος, αξιοπρέπεια ως άνθρωποι δεν μπορεί να έχουν μόνον οι δολοφόνοι. Είχαν και οι φονευθέντες, από τους οποίους οι δολοφόνοι τούς τη στέρησαν, μαζί με τη ζωή τους διά παντός, όπως επίσης έχουν και οι συγγενείς (παιδιά, σύζυγος, γονείς, αδέρφια) καθώς και άλλα οικεία πρόσωπα των θυμάτων. Και αυτών η αξιοπρέπεια, ως ανθρώπων, προσβάλλεται, και ο πόνος για τη θανάτωση προσφιλών τους προσώπων αυξάνεται, όταν βλέπουν τους δολοφόνους να μπορούν να εξέρχονται των φυλακών, κατ’ αρχάς με τακτικές άδειες και στη συνέχεια με υφ’ όρον απόλυση, και να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Πολύ μάλιστα περισσότερο, όταν οι εγκληματίες αυτοί εξακολουθούν όχι μόνο να είναι κυνικοί, σκληροί και αμετανόητοι, χωρίς καν το ελάχιστο ίχνος μεταμέλειας, αλλά να εξακολουθούν να θεωρούν την εγκληματική συμπεριφορά τους, περίπου νόμιμη.
*ε.τ, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
πηγή: dikastiko.gr
_
και τη διάταξη του άρθρου 105 του ΠΚ, η οποία ρυθμίζει το ζήτημα της υφ’ όρον απολύσεως καταδίκων, σε σχέση προς την περίπτωση που ένας κρατούμενος έχει καταδικασθεί σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.
Αναλύει
ο Εισαγγελέας
Γιώργος
Σανιδάς* «Από τα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ, σε συνδυασμό προς τα διαλαμβανόμενα στην εισηγητική έκθεση του Ν 2207/1994, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Και η διάταξη αυτή του άρθρου 105 του ΠΚ (όπως και εκείνη του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα), ούτε προβλέπει ούτε ρυθμίζει το ζήτημα της απολύσεως υφ’ όρον, για κρατουμένους που έχουν καταδικασθεί σε πλείονες της μίας ποινές, ισοβίου καθείρξεως . Αφού, όμως, για το ζήτημα αυτό ουδέν προβλέπει ούτε το ρυθμίζει, σημαίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή η υφ’ όρον απόλυση σε κρατούμενο που έχει καταδικασθεί σε ποινές ισοβίου καθείρξεως πλείονες της μίας.Η διατύπωση του άρθρου 105 του ΠΚ προβλέπει τη δυνατότητα απολύσεως υφ’ όρον, ενός καταδίκου–κρατουμένου, μετά από έκτιση ενός ελαχίστου ορίου ποινής (δεκαεννέα έτη, και για τους καταδίκους που έχουν υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας, δεκαπέντε έτη) επί μιας και μόνον ποινής ισοβίου καθείρξεως, αφού πουθενά η ρύθμιση δεν χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό.
Άλλωστε, επί εκτίσεως πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, όπως δεν είναι νοητή επιμέτρηση και καθορισμός συνολικής ποινής, λόγω της φύσης της ισοβίου καθείρξεως, για τους λόγους που εκθέσαμε ανωτέρω, έτσι δεν είναι νοητή και σωρευτική έκτιση επινών ισοβίου καθείρξεως, αφού η ισόβια κάθειρξη από τη φύση της δεν είναι χρονικά ορισμένη, ως προς την πλήρη διάρκειά της, ούτε ως προς κάποιο τμήμα ή ποσοστό της
αα) Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 105 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν 2207/1994, ούκοπό να ρυθμίσει το ζήτημα της απολύσεως υπό όρο, ενός καταδίκου, σε βάρος του οποίου συντρέχουν πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως.ββ) Πέραν της βασικής ποινής, που μπορεί να είναι και ποινή ισοβίου καθείρξεως, οι λοιπές συντρέχουσες ποινές σε βάρος ενός καταδίκου μπορεί να είναι ΜΟΝΟΝ πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές (φυλάκιση ή πρόσκαιρη κάθειρξη), ως προς τις οποίες είναι δυνατός προσδιορισμός των τριών πέμπτων αυτών, και ήδη μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 του άρθρου 105 ΠΚ, με το Ν 2408/1996 των δύο πέμπτων, για την ποινή φυλάκισης και τριών πέμπτων για την ποινή της προσκαίρου καθείρξεως.Εκ τούτων παρέπεται ότι μεταξύ των συντρεχουσών ποινών, δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται ποινή ισοβίου καθείρξεως, αφού ως προς αυτήν, εν όψει της φύσεώς της, προσδιορισμός των τριών πέμπτων ούτε νοητός είναι ούτε δυνατός.
Η άποψη συνεπώς, κατά την οποία το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 105, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν 2207/1994, καλύπτει και τις περιπτώσεις που συντρέχουν σε βάρος ενός καταδίκου πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως και ως εκ τούτου και στην περίπτωση αυτή, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε ετών κρατήσεως, είναι κατά πάντα εσφαλμένη.
Από όλα τα μέχρι τούδε εκτεθέντα, προκύπτει ότι δεν προβλέπεται και δεν είναι επιτρεπτή η υφ’ όρον απόλυση κρατουμένου, ο οποίος έχει καταδικασθεί σε πλείονες της μίας, ποινές ισοβίου καθείρξεως. Τούτο δεν είναι παράδοξο, αφού είναι προφανές ότι κατ’ εφαρμογή της αρχής της γενικής προλήψεως και για λόγους αντεγκληματικής πολιτικής, ο νομοθέτης κρίνει ότι κατάδικος και κρατούμενος με πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν πρέπει να απολύεται υφ’ όρον. Όπως άλλωστε ο νομοθέτης κρίνει ότι οι πέραν ενός χρονικού ορίου πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, δεν πρέπει να μετατρέπονται σε χρηματικές (άρθρο 82 ΠΚ), ούτε να αναστέλλεται η εκτέλεσή τους υπό όρο (άρθρα 99 επ. ΠΚ), έτσι και στην περίπτωση που έχει καταδικασθεί κάποιος σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως κρίνει ότι δεν πρέπει, ο κατάδικος αυτός να απολύεται υπό όρο (άρθρα 105 επ. ΠΚ).
Η μη αποδοχή της ανωτέρω θέσεως, οδηγεί και στα ακόλουθα παράλογα και παράδοξα:
αα) Να εκμηδενίζονται οι πέραν της μιας, καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη και να καταλήγουμε κατ’ ουσίαν, στο σύστημα της συνεκτίσεως των πλειόνων της μίας ποινών ισοβίου καθείρξεως, το οποίο όμως αποκρούεται από το Ποινικό μας Δίκαιο, αφού με αυτό επέρχεται ουσιαστικά η ανατροπή του συστήματος των ποινικών κυρώσεων και κατ’ ακολουθίαν του σκοπού της γενικής και ειδικής προλήψεως.ββ) Να ευνοούνται σκανδαλωδώς οι καταδικασθέντες σε πολλές ποινές ισοβίου καθείρξεως, π.χ. πέντε, έξι κ.λπ., έναντι των καταδικασθέντων σε μία ποινή ισοβίου καθείρξεως, αφού κατ’ ουσίαν στο ζήτημα της απολύσεως υφ’ όρον, θα έχουν την ίδια μεταχείριση. Τούτο, όμως, δεν είναι απλώς παράλογο. Οδηγεί σε παραβίαση του Συντάγματος και ειδικότερα, τόσο της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25) όσο και της αρχής της ισότητας (άρθρο 4). Το τελευταίο, διότι η περί ισότητος διάταξη του άρθρου 4 του Συντ., σημαίνει και ισότητα ποινής (και εντεύθεν και κρατήσεως) εν ισότητι αδικοπραγίας .Εν όψει όλων των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή η άποψη που έχουν δεχθεί κάποια Δικαστήρια σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, πρέπει ο κρατούμενος για καθεμία από αυτές, να παραμείνει πραγματικά δεκαέξι (16) ή είκοσι (20) χρόνια κρατούμενος (αυτά ίσχυαν πριν τις τελευταίες τροποποιήσεις του άρθρου 105 ΠΚ) και για να απολυθεί υπό όρους, ο κατάδικος αυτός θα πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των ποινών αυτών, όχι όμως πάνω από είκοσι πέντε (25) χρόνια.
Τούτο διότι, εκτός του ότι, όπως εξετέθη ανωτέρω, η παρ. 3 του άρθρου 105 όπως αντικαταστάθηκε με τον Ν 2408/1996 δεν προβλέπει και δεν καλύπτει και τις περιπτώσεις που ένας κατάδικος κρατείται με πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως, δεν υπάρχει διάταξη νόμου κατ’ εφαρμογή της οποίας, μετά τη συμπλήρωση των δεκαέξι (16) ή είκοσι (20) ετών, [τώρα δεκαπέντε (15) και δεκαεννέα (19) αντιστοίχως], να παύει η εκτέλεση της πρώτης ισόβιας καθείρξεως και να αρχίζει εκείνη της δεύτερης. Ο καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη εξακολουθεί να εκτίει και μετά τη συμπλήρωση των δεκαέξι ή είκοσι ετών [ήδη δεκαπέντε (15) και δεκαεννέα (19) ετών], την πρώτη ποινή, επειδή αυτή δεν έχει πρόσκαιρη διάρκεια, αλλά είναι ισόβια.
Συνεπώς, όπως είναι πρόδηλο, η πιο πάνω άποψη αποτελεί απλώς μια «κατασκευή». Κατασκευή όμως, η οποία δεν ερμηνεύει και δεν εφαρμόζει το νόμο αλλά τον «περιγράφει». Είναι δηλαδή άποψη και θέση contra legem.
Γ. Επίμετρο
Σε συνέχεια όσων εξετέθησαν ανωτέρω, και όσων προηγουμένως για τη διάταξη του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα, που ρυθμίζει το θέμα της χορήγησης αδειών στους κρατουμένους, ανακύπτουν δύο ερωτήματα:
Μήπως, παρά τα ανωτέρω, θα ήταν δυνατό να χορηγηθεί τακτική άδεια και υφ’ όρο απόλυση σε καταδικασμένο σε πλείονες της μίας ποινές ισοβίου καθείρξεως;Ποια είναι η ratio και το έρεισμα των υπό στοιχεία Α και Β παραδοχών και των διατάξεων στις οποίες αυτές στηρίζονται;Ως προς το πρώτο ερώτημα, προσήκει η ακόλουθη απάντηση:
Ναι εάν ο κατάδικος επιτύχει, διά της απονομής χάριτος, να χαρισθούν όλες οι πέραν της μίας, ποινές ισοβίου καθείρξεως ή αν επιτευχθεί η αθώωσή του για όλες, πλην μίας, με την επανάληψη διαδικασίας.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα:
Από τον Ποινικό μας Κώδικα, η επιβολή ποινής ισοβίου καθείρξεως προβλέπεται κατ’ αρχάς για κάποια εγκλήματα, που διαλαμβάνονται στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο του ειδικού μέρους (εσχάτη προδοσία, επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας κ.λπ.) και στη συνέχεια επί προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής, ήτοι του υπέρτατου εννόμου ατομικού αγαθού.
Εξάλλου, η όποια ποινή, η οποία είναι κακόν, αφού επιφέρει βλάβη εννόμων αγαθών του τιμωρουμένου, μεταξύ των οποίων κυρίως της προσωπικής ελευθερίας, συνιστά κύρωση ενέχουσα αποδοκιμασία υπό της εννόμου τάξεως, του δράστη ενός εγκλήματος, και ως πηγής της υπ’ αυτού τελεσθείσης αδικοπραγίας και ως επικινδύνου προσωπικότητας.
Τέλος, σκοπός της, υπό του νόμου προβλεπομένης και υπό του δικαστού καταγιγνωσκομένης ποινής, είναι, αφ’ ενός η ειδική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση του εγκληματήσαντος ατόμου από της τελέσεως νέων εγκλημάτων, και η οποία επιδιώκεται διά της εκφοβίσεως, διά της βελτιώσεως – κοινωνικής διαπαιδαγωγήσεως και στη συνέχεια κοινωνικής επανεντάξεως, και διά της αχρηστεύσεως του εγκληματία, της θέσεως, δηλαδή, αυτού, σε υλική αδυναμία, πρόσκαιρη ή διαρκή, τελέσεως νέων εγκλημάτων, και αφ’ ετέρου η γενική πρόληψη, η οποία κατατείνει στη συγκράτηση των πολλών, από της τελέσεως εγκλημάτων .
Στην περίπτωση επιβολής ποινής ισοβίου καθείρξεως άπαξ, για αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, ήτοι του υπέρτατου εννόμου ατομικού αγαθού, το οποίο στερήθηκε το θύμα από την έκνομη συμπεριφορά του δράστη και καταδίκου, ο ίδιος ο νομοθέτης καθιστά έκδηλη την επιείκειά του, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το σκοπό της ειδικής πρόληψης, με το να παρέχει τη δυνατότητα στον καταδικασθέντα δράστη, μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος κρατήσεως, αφ’ ενός να ζητεί τη χορήγηση τακτικής αδείας και αφ’ ετέρου να ζητεί την υφ’ όρον απόλυσή του.
Για την περίπτωση όμως, επιβολής ποινής ισοβίου καθείρξεως δις, τρις ή δεκάκις κ.λπ., εν όψει της προσβολής του εννόμου αγαθού της ζωής πλειόνων του ενός προσώπων, κρίνει, και γι’ αυτό δεν προβλέπει κάτι σχετικό, ότι ο δράστης και κατάδικος δεν μπορεί να τύχει των πιο πάνω ευεργετημάτων. Τούτο, δεν συνιστά ούτε υπερβολική σκληρότητα, ούτε με τούτο η ποινή αποκτά ανταποδοτικό χαρακτήρα, πράγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ισχύει, εάν προβλεπόταν και επεβάλετο η ποινή του θανάτου.
Αποτελεί συνέπεια της βαρείας εγκληματικής συμπεριφοράς του καταδικασθέντος, ο οποίος δεν σεβάσθηκε το υπέρτατο έννομο αγαθό της ζωής πλειόνων του ενός συνανθρώπων του, και του σκοπού της ποινής, που είναι, όπως εξετέθη, τόσο η ειδική, όσο και η γενική πρόληψη, σκοπός ο οποίος θα καθίστατο ανενεργός και γράμμα κενόν περιεχομένου, εάν παρότι κάποιος έχει αφαιρέσει τη ζωή π.χ. πέντε συνανθρώπων του και έχει καταδικασθεί πεντάκις σε ισόβια κάθειρξη, θα μπορούσε, αφ’ ενός μετά την πάροδο οκτώ ετών έκτισης ποινής να λαμβάνει τακτική άδεια, και μετά πάροδο είκοσι πέντε ετών, κατ’ ανώτατο όριο, να απολύεται των φυλακών υπό όρο.
Μπορεί αλήθεια, εάν ισχύσει το τελευταίο, να εκπληρώνει η ποινή, κυρίως το σκοπό της γενικής πρόληψης, όταν η έννομη τάξη θα αποδέχεται ότι δράστες τόσο βαρείας εγκληματικής συμπεριφοράς, και ειδικότερα αφαιρέσεως του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής πολλών συνανθρώπων τους, θα μπορούν, μετά πάροδο κάποιων ετών κρατήσεως, να εξέρχονται των φυλακών, κατ’ αρχάς με τακτικές άδειες, και στη συνέχεια με υφ’ όρον απόλυση; Αναμφιβόλως όχι, αφού, σε αντίθετη περίπτωση θα εματαιούτο ο σκοπός της ειδικής, κυρίως όμως της γενικής προλήψεως.
Πέραν όμως τούτων, εάν ισχύσουν τα ανωτέρω, δεν θα απομένει παρά να καταργηθεί και η ποινή της ισοβίου καθείρξεως, γιατί, όπως υποστηρίζεται, είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου!!
Η αξιοπρέπεια όμως του ανθρώπου, στην ολότητά της, υπάρχει και θα πρέπει να γίνεται αναμφιβόλως σεβαστή, όταν ο κάθε άνθρωπος αποδεικνύει με τη συμπεριφορά του, το σεβασμό του προς την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων του.
Τούτο σημαίνει ότι επίκληση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, είτε από τους ασπαζόμενους την ανωτέρω δοξασία, είτε από τον ίδιο το δράστη δύο, τριών, πέντε ή και δέκα δολοφονιών, προκειμένου ο τελευταίος να μην παραμείνει διά βίου κρατούμενος, όχι μόνον δεν είναι λογική και νοητή, αλλ’, αφ’ ενός έρχεται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της ειδικής, κυρίως όμως της γενικής προλήψεως, που έχουν ως στόχο την καταπολέμηση του αδίκου, και αφ’ ετέρου συνιστά ασέβεια προς τα θύματα και τους οικείους τους αλλά και προς το κοινωνικό σύνολο, που επιθυμεί την εν ασφαλεία και ειρήνη, κοινωνική διαβίωση.
Η τυχόν προβαλλόμενη αξίωση του δράστη πλειόνων της μίας ανθρωποκτονιών που καταδικάσθηκε σε πλείονες της μιας ισόβιες καθείρξεις να μην κρατηθεί ισοβίως, με βάση την πιο πάνω δοξασία, προσομοιάζει προς την περίπτωση του πατροκτόνου υιού, ο οποίος κατά την εκδίκαση της εις βάρος του κατηγορίας ενώπιον του Δικαστηρίου, για τη δολοφονία του πατέρα του, ζητούσε την επιείκεια του Δικαστηρίου, επειδή ήταν ορφανός!!
Και το συμπέρασμα είναι ότι εάν ο άνθρωπος, με τη συμπεριφορά του, δεν επιδεικνύει σεβασμό προς τη ζωή και την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων του, αλλά εγκληματεί, αφαιρώντας τη ζωή πλειόνων του ενός ανθρώπων, επιβάλλονται σ’ αυτόν αντίστοιχες ποινές ισοβίου καθείρξεως και οδηγείται διά βίου στη φυλακή, εντός της οποίας διατηρεί το δικαίωμα σεβασμού στην αξιοπρέπειά του, ως εσαεί κρατουμένου και μόνο, και ουδέν πλέον τούτου.
Στο τέλος τέλος, αξιοπρέπεια ως άνθρωποι δεν μπορεί να έχουν μόνον οι δολοφόνοι. Είχαν και οι φονευθέντες, από τους οποίους οι δολοφόνοι τούς τη στέρησαν, μαζί με τη ζωή τους διά παντός, όπως επίσης έχουν και οι συγγενείς (παιδιά, σύζυγος, γονείς, αδέρφια) καθώς και άλλα οικεία πρόσωπα των θυμάτων. Και αυτών η αξιοπρέπεια, ως ανθρώπων, προσβάλλεται, και ο πόνος για τη θανάτωση προσφιλών τους προσώπων αυξάνεται, όταν βλέπουν τους δολοφόνους να μπορούν να εξέρχονται των φυλακών, κατ’ αρχάς με τακτικές άδειες και στη συνέχεια με υφ’ όρον απόλυση, και να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Πολύ μάλιστα περισσότερο, όταν οι εγκληματίες αυτοί εξακολουθούν όχι μόνο να είναι κυνικοί, σκληροί και αμετανόητοι, χωρίς καν το ελάχιστο ίχνος μεταμέλειας, αλλά να εξακολουθούν να θεωρούν την εγκληματική συμπεριφορά τους, περίπου νόμιμη.
*ε.τ, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
πηγή: dikastiko.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αιχμές Π. Καμμένου κατά Ν. Κοτζιά
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επίσκεψη Σπήλιου Λιβανού σε ΕΛΕΠΑΠ Αγρινίου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ