2019-02-05 11:17:41
1. Εισαγωγή
1.1 Το φαινόμενο της δημόσιας παραπληροφόρησης, επίσης γνωστό ως “fake news”[1] ή “hoax”[2], έχει λάβει νέες διαστάσεις στην ψηφιακή εποχή[3], παρότι το φαινόμενο της διασποράς ψευδών
ειδήσεων δεν είναι νέο[4]. Είναι πλέον γεγονός ότι τα κοινωνικά δίκτυα στο διαδίκτυο αποτελούν πρωτογενή πηγή πληροφόρησης για τις ειδήσεις[5]. Παρακάμπτεται μ’ αυτόν τον τρόπο η παραδοσιακή πορεία της είδησης στα μέσα επικοινωνίας[6], με το προφανές προτέρημα ότι «δημοκρατικοποιείται» η αγορά των ειδήσεων[7]. Αντιστοίχως, αυτή η νέα πραγματικότητα οδηγεί σε de facto αποδυνάμωση των παραδοσιακών μέτρων ή/και πρακτικών της όποιας εγκυρότητας στα ΜΜΕ (π.χ. κώδικας δεοντολογίας των δημοσιογράφων[8], επαγγελματική προσέγγιση της είδησης, ανεξάρτητη αρχή ελέγχου[9], ευθύνη του εκδότη[10]κ.λπ.) αφού η διασπορά των ειδήσεων λαμβάνει πλέον χώρα με πρακτικές που εκφεύγουν της αρμοδιότητας ή / και εφαρμογής των πρακτικών αυτών καθώς με τη χρήση του web 2.0 και τη λειτουργία των κοινωνικών δικτύων μπορούν πλέον όλοι να δημοσιεύουν ειδήσεις[11]. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιούνται πλέον «παραδοσιακά» φίλτρα (αξιοπιστίας) και ο χρήστης του διαδικτύου τροφοδοτείται κάθε λεπτό με μια σταθερή (ακόμα και αυτοματοποιημένη) ροή μη επεξεργασμένων πληροφοριών[12].
1.2 Σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης[13] στην Ελλάδα το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 191 του ΠΚ[14]. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του ΠΚ,
Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ «Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».
2. Το έγκλημα του ά. 191 ΠΚ
2.1 Χαρακτηρολογικά στοιχεία του εγκλήματος
Το αδίκημα του άρθρου 191 ΠΚ διώκεται αυτεπάγγελτα. Στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), κοινό («όποιος»), μονοπρόσωπο, εξωτερίκευσης, ενέργειας, στιγμιαίο, απλό, τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), υπαλλακτικά μικτό (οι πλείονες τρόποι τέλεσης αυτού αποτελούν ένα και μόνο έγκλημα, εκτός κι αν μεσολαβήσει ειρήνευση του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης).
Επισημαίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης[15]. Δηλαδή, προβλέπεται σε αυτό ρητά ο δυνάμενος να προκύψει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Εξετάζεται, επίσης, η επιτηδειότητα / καταλληλότητα των συγκεκριμένων ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία γενικά και αφηρημένα[16]. Η διακινδύνευση της δημόσιας τάξης είναι δυνατόν δηλαδή να προκληθεί ως αποτέλεσμα της ενέργειας του δράστη. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της πράξης δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι κλονισμός του φρονήματος των πολιτών, ενώ επαρκεί η δυνατότητα επέλευσης του συγκεκριμένου αποτελέσματος[17].
Αντικείμενο τέλεσης της πράξης – που ενυλώνει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό και δέχεται την επενέργεια του δράστη – είναι, όπως και στην περίπτωση της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αόριστος αριθμός ανθρώπων που, επωφελούμενος από την ευταξία του κοινωνικού χώρου («δημόσια τάξη») εντός του οποίου ζει, ασχολείται με τα ειρηνικά του έργα. Παράλληλα όμως (και σε τούτο έγκειται ο «μικτός» χαρακτήρας του εγκλήματος, ως στρεφόμενου κατά της δημόσιας τάξης και με τις δύο όψεις της, «πολιτειακή» και «κοινωνική»[18]) και η ρυθμιστική ικανότητα του κράτους σε συγκεκριμένο τομέα της κοινωνικής ζωής, όπου τίθεται σε αμφιβολία με την ενέργεια του δράστη[19]. Σε αντίθεση με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών (ά. 190 ΠΚ), όπου απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος της διατάραξης και η ανατροπή σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα της ομαλής κοινωνικής ροής, της ειρηνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων κατ’ άρθρο 191 ΠΚ τυποποιείται χωρίς αποτέλεσμα με μόνη την δυνατότητά του να δημιουργήσει το κλίμα εκείνο που μπορεί να το προκαλέσει. Έτσι, δεν έχουμε βλάβη του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης όπως στην περίπτωση της διατάραξης κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αλλά αφηρημένα – συγκεκριμένη (δυνητική) διακινδύνευσή του[20].
2.2 Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
Πράξη του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ αποτελεί η διασπορά, με οποιονδήποτε τρόπο, ψευδών ειδήσεων ή φημών ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά την έννοια των ανωτέρω:
2.2.1 Διασπορά, υπάρχει όταν από τον δράστη ανακοινώνεται η είδηση ή η φήμη διαδοχικά σε διάφορους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, έτσι ώστε σε λίγο χρόνο να γίνουν γνωστές σε μεγάλη έκταση αορίστου αριθμού ανθρώπων (λ.χ. με προκηρύξεις, επιστολές, τηλεφωνήματα, διαδοχικές ανακοινώσεις, έντυπα που διαβάζονται ταυτόχρονα)[21]. Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη είναι αξιόποινη και όταν τελείται δημόσια (στο «μείζον περιέχεται και το έλασσον», ώστε αν τιμωρείται το «έλασσον» να τιμωρείται και το «μείζον»). Δεν αρκεί όμως σ’ αυτήν την περίπτωση μόνο η διάδοση ως τρόπος μετάδοσης του μηνύματος. Συνεπώς αν ο «δράστης» μεταδώσει την είδηση σε ένα μόνο πρόσωπο (έστω και με σκοπό περαιτέρω μετάδοσής της από αυτόν), δεν τελεί το έγκλημα κατ’ άρθρο 191 ΠΚ αφού δεν διασπείρει, όπως ορίζει τούτο, την είδηση[22]. Υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη[23], όπου η «διασπορά» ερμηνεύεται ως «κυκλοφορία»[24]. Η ερμηνεία βέβαια αυτή ενέχει τον κίνδυνο διεύρυνσης του αξιόποινου, ίσως και αντίθετα στον σκοπό του νομοθέτη, διότι η «κυκλοφορία» της είδησης δύναται να γίνει προς ένα μόνο πρόσωπο.
2.2.2 Είδηση είναι η ανακοίνωση για πρώτη φορά γεγονότος πρόσφατου ή παρόντος ή επικείμενου[25]. Κατά τον Κόλλια «ειδήσεις είναι αι ανακοινώσεις περί γεγονότων προσφάτως λαβόντων χώραν ή συμβαινόντων εν τω παρόντι και φέρουσαι την μορφήν της πληροφορίας»[26]. Επίσης, κατά τον Μπουρόπουλο η είδηση εκλαμβάνεται «ως ανακοίνωσιν περί γεγονότος προσφάτως λαβόντος χώραν ή συμβαίνοντος εν τω παρόντι και μη αναγομένου εις το μέλλον, αλλ’ ουδ’ εις το απώτερον παρελθόν»[27]. Από την «είδηση» αποκλείονται τα απώτερα γεγονότα (ιστορικές ανακοινώσεις), τα γνωστά γεγονότα (ιστορικές γνώσεις), οι σκέψεις και οι κρίσεις (γνώμες)[28].
Άρα, αν το γεγονός δεν είναι πρόσφατο, πρόκειται για ιστορική ανακοίνωση και όχι είδηση. Αν δεν γίνεται η ανακοίνωση για πρώτη φορά και το γεγονός είναι του απώτερου παρελθόντος, πρόκειται για επανάληψη ιστορικής γνώσης και όχι για είδηση. Αν το γεγονός είναι μελλοντικό χωρίς να στηρίζεται σε απόφαση που έχει ήδη ληφθεί[29], πρόκειται για εικασία και όχι για είδηση. Αν, τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων που εμπλέκονται σε αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις. Αν τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων εμπλέκονται σ’ αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις[30]. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η διατύπωση της είδησης (με άξονα κυρίως την γραμματική ερμηνεία[31]) είναι καίρια προκειμένου να κατατάξουμε την ανακοίνωση σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες.
2.2.3 Φήμη[32] είναι ο ισχυρισμός που διαδίδεται στο κοινό αναφορικά με κάποια είδηση, προέρχεται από μη εξακριβωμένη πηγή[33] και δεν είναι διασταυρωμένη και αξιόπιστη. Στη συγκεκριμένη διάταξη ο όρος «φήμη» δεν χρησιμοποιείται βέβαια με την έννοια της καλή ή κακής γνώμης του κοινού για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (καλή ή κακή φήμη).
2.2.4 Ψευδής είναι η είδηση ή φήμη που αντικειμενικά (και όχι κατά την εντύπωση του δράστη) δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αναφερόμενη σε ανύπαρκτο γεγονός[34].
Το ψεύδος, όπως φέρεται σαν έννοια στον Ποινικό Κώδικα, σε εγκλήματα όπου τίθεται ως προϋπόθεση[35] πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασής τους, πρέπει να αναφέρεται σε γεγονός[36]. Οι προσωπικές κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ψευδές γεγονός, καθώς στερούνται αντικειμενικού περιεχομένου, εκτός αν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που εκτίθενται[37], γι’ αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερευνάται αν εκτίθεται προσωπική άποψη ή αξιολογική κρίση ή εάν μέσα σε αυτή υφίσταται και παράλληλα ορισμένο γεγονός.
Ένα δε από τα σημαντικότερα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των σχετιζόμενων με το «ψεύδος» διατάξεων – όπως και στην συγκεκριμένη διάταξη της διασποράς ψευδών ειδήσεων (ά. 191 ΠΚ) είναι ο εννοιολογικός προσδιορισμός του ψεύδους.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν διατυπωθεί δύο βασικές κατευθύνσεις: η αντικειμενική και η υποκειμενική[38].
Κατά την υποκειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους βρίσκεται ανάμεσα στον ισχυρισμό του δράστη και την γνώση, στην διάσταση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά που εκθέτει κάποιος και σε αυτά που γνωρίζει ότι συνέβησαν. Κατ’ αυτήν την άποψη, παραμερίζεται το στοιχείο της πραγματικότητας, το τί δηλαδή πραγματικά συνέβη, που μπορεί να είναι διαφορετικό από το γεγονός που εκτίθεται. Άρα, σύμφωνα με την κατεύθυνση αυτή δεν υφίσταται υποχρέωση να εκτεθεί η «απόλυτη» αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται αυτός που εκθέτει το γεγονός. Η θεωρία αυτή τροφοδοτείται από την σκέψη ότι στα συγκεκριμένα εγκλήματα, που συμπεριλαμβάνουν ως προϋπόθεση το «ψεύδος», συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το καθήκον αληθείας, και άρα εφόσον το υποκείμενο πρέπει να καταθέσει/αναφέρει/εκθέσει την αλήθεια, οφείλει να προβάλλει ακριβώς ό,τι γνωρίζει για αυτή.
Κατά την αντικειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους, έγκειται στη διάσταση ανάμεσα στο γεγονός που εκτίθεται και στην πραγματικότητα, δηλαδή στην διάσταση ανάμεσα στα γεγονότα που παρουσιάζονται ως αληθινά και σε αυτά που έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι, βέβαια παραγνωρίζεται το στοιχείο της γνώσης του δράστη.
Ένας συγκερασμός των παραπάνω θεωριών επιχειρείται με την βελτιωμένη αντικειμενική ή μικτή θεωρία, η οποία υποστηρίζεται σθεναρά από την ελληνική νομολογία[39] και η οποία λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική πραγματικότητα, απαιτεί όμως και γνώση του υποκειμένου για αυτή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, τα γεγονότα είναι αντικειμενικά ψευδή όταν είναι αντίθετα προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε το υποκείμενο.[40]
Ειδικότερα, δε, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης διάταξης, αληθινά γεγονότα, έστω και αν είναι ικανά να επιφέρουν τις τυποποιημένες στο ά. 191 ΠΚ συνέπειες, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν περιεχόμενο αξιόποινης διασποράς. Τυχόν αντίθετη διάταξη[41] είναι απολύτως αντισυνταγματική, παραβιάζουσα τα άρθρα 14, 5 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος.
Από τα ανωτέρω, καθίσταται εμφανές ότι το «ψευδές» της είδησης συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και όχι περαιτέρω γνώρισμα της έννοιας της διασποράς. Πρέπει επομένως να καλύπτεται από τον δόλο του δράστη. Έχοντας, δε, υπόψιν μας ότι το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται με ενδεχόμενο δόλο, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του αν συντρέχει γνώση του ψεύδους στο πρόσωπο του δράστη. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου θα εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 191.
Όπως, δε, προκύπτει και από τα ανωτέρω, ψευδής είναι η είδηση όταν ολοκληρωτικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή έστω κατά ουσιώδες μέρος της που δημιουργεί ψευδή εικόνα της πραγματικότητας. Απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η αναφορά σε ένα γεγονός, ενώ: «η κριτική δεν μπορεί ποτέ να είναι αληθής ή ψευδής, γιατί έχει πάντοτε υποκειμενικό χαρακτήρα, μη δυνάμενο να υπαχθεί στην έννοια του γεγονότος[42]. Το γεγονός πρέπει βεβαίως να είναι αναληθές, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, για τον αληθή χαρακτήρα του γεγονότος ή όχι, η πιθανότητα της εκδήλωσής του σημαίνει, ούτως ή άλλως ότι το γεγονός δεν είναι αρκετά ασυνήθιστο για να κλονίσει την πίστη των πολιτών»[43].
2.2.5 Οι ψευδείς ειδήσεις ή φήμες πρέπει να είναι ικανές να επιφέρουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες. Στην προσβολή, λοιπόν, κατ’ ά. 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα κινδύνου, η οποία και συνάγεται από την επιτηδειότητα (ικανότητα) των ειδήσεων να δημιουργήσουν το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να προκαλέσει διατάραξη της ειρήνης των πολιτών ή της απρόσκοπτης επιβολής της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα[44]. Μία είδηση που κανέναν δεν ανησύχησε χωρίς να μεσολαβήσει γεγονός που να την διαψεύδει δε θα έπρεπε να κριθεί πρόσφορη («ικανή» κατ’ ά. 191 ΠΚ), έστω και αν αφηρημένα φαινόταν στο δικαστήριο ότι θα μπορούσε να είχε ανησυχήσει τους πολίτες. Όπως έχει παρατηρηθεί[45], θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση σαν να «κατηγορούσε» το δικαστήριο τους πολίτες που δεν ανησύχησαν!
Βέβαια όλες οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Μια ψευδής είδηση σε ομαλές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δύσκολα επηρεάζει τους πολίτες αλλά και εύκολα ελέγχεται και σύντομα διαψεύδεται ή αυτοδιαψεύδεται. Σε περιπτώσεις όμως κοινού κινδύνου, πολέμου, σεισμών, εκτεταμένης πυρκαγιάς ή πλημμύρας, οικονομικής κρίσης κ.ο.κ., ψευδείς ειδήσεις από ανεύθυνα ή ύποπτα άτομα μπορεί να προκαλέσουν ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις – και με την εφαρμογή των διατάξεων για την απόπειρα – θα μπορούσε το ά. 191 ΠΚ, πάντα ως έγκλημα de lege ferenda αποτελέσματος, να λειτουργήσει σωστά για την προστασία της «δημόσιας τάξης». [46]
2.2.6 Ανησυχία είναι το συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για τη συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αναφέρεται απλώς σε πρόβλεψη ή σε υπόνοιες, αλλά ως βίωση του επερχόμενου κακού. Ως κακό δεν εννοείται βέβαια μια δυσμενής απλώς οικονομική ή επαγγελματική εξέλιξη, αλλά η ανατροπή της ομαλής κοινωνικής ροής σε συγκεκριμένο τομέα (λ.χ. απόλυση από την εργασία, απώλεια της περιουσίας, κήρυξη πολέμου, επιδημία κ.λπ.)[47]. Η ανησυχία αναφέρεται κατά κανόνα σε γεγονός που οι δυσμενείς του επιπτώσεις επίκεινται ή θα επέλθουν σε σύντομο χρόνο. Ο φόβος είναι συναίσθημα κατά κανόνα μπροστά στο κακό και ο τρόμος είναι η συναισθηματική βίωση μέσα στο κακό, έστω και αν τούτο δεν έχει επέλθει ακόμα ή δεν πρόκειται καν να συμβεί[48].
Στον ισχύοντα Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, η έννοια «ανησυχία» απαντάται και στο άρθρο 416 ΠΚ το οποίο ορίζει ότι: «Όποιος με πρόθεση προκαλεί ανησυχία σε άλλον ή κινητοποιεί την αρχή ή την ένοπλη δύναμη ζητώντας ψευδώς βοήθεια ή χρησιμοποιώντας ατόπως σήματα κινδύνου ή με ψευδείς ή δεισιδαιμονικές ανακοινώνεις ή φήμες τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη» καθώς και στο άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ, σχετικά με την απειλή, όπου ορίζεται: «1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή»[49].
2.3 Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
2.3.1. Στη βασική μορφή του (παρ. 1) το έγκλημα κατ’ ά. 191 ΠΚ τιμωρείται όταν τελείται με πρόθεση (δόλο). Μετά την τροποποίηση του αρχικού κειμένου από το ν.δ. 2493/1953, κατά την οποία απαλείφθηκε από τη νομοτυπική περιγραφή ο όρος «εν γνώσει» και προστέθηκε στο άρθρο δεύτερη παράγραφος που τυποποιεί και την τέλεση της πράξης από αμέλεια, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος[50].
Έτσι, το αδίκημα του άρθρου 191 παρ. 1 ΠΚ είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), και για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασής του απαιτείται δόλος (άρθρο 26 ΠΚ) τουλάχιστον ενδεχόμενος, που συνίσταται, αφενός, στη γνώση ότι με την ενέργειά του ο δράστης διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και, αφετέρου, στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πράξης και την επέλευση του αποτελέσματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του δόλου)[51]. Για την τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν χρειάζεται ο δράστης να έχει πλήρη πεποίθηση για το αναληθές των διασπειρόμενων ειδήσεων, αλλά αρκεί να έχει σπουδαίες υπόνοιες για το ανυπόστατο αυτών[52].
Σε νομολογιακό επίπεδο, κρίθηκε ότι δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει στην Ελλάδα μειονοτικά προβλήματα και ούτε και προκάλεσε ανησυχία στους πολίτες, κατηγορούμενος ο οποίος αθωώθηκε για το ότι ανέφερε ιδιώματα που ομιλούνται σε μερικές περιοχές της Ελλάδος και υπογράμμισε το γεγονός ότι μεταξύ αυτών ομιλείται στην περιοχή της Θεσσαλίας, Πίνδου και Ηπείρου η μητρική του γλώσσα που είναι τα «βλάχικα»[53].
2.3.2. Με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ τυποποιείται και η από αμέλεια διασπορά ψευδών ειδήσεων. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε στο άρθρο με την πρώτη μετά την ισχύ του ΠΚ τροποποίησή του από το ά. 5 του ν.δ. 2493/1953, οπότε και απαλείφθηκε από την πρώτη παράγραφο ο όρος «εν γνώσει» που απέκλειε τον ενδεχόμενο δόλο[54].
Εξάλλου, για τη θεμελίωση ευθύνης κατά τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ (από αμέλεια) δεν αρκεί προφανώς απλά να μην συντρέχουν τα στοιχεία του δόλου. Ό,τι δεν συνιστά δόλο δεν σημαίνει ότι είναι αμέλεια[55]. Θα πρέπει να συντρέχουν τα στοιχεία τούτης, όπως ορίζονται στο άρθρο 28 ΠΚ, δηλαδή η έλλειψη προσοχής (την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει) αυτού που διασπείρει την είδηση σχετικά με την αλήθεια του περιεχομένου της ή με το γεγονός της διασποράς ή με την ικανότητάς της να επιφέρει τις συνέπειες που ορίζονται στο ά. 191 ΠΚ ή με το ότι πρόκειται πράγματι για είδηση.
2.4 Η απόπειρα του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
Το έγκλημα είναι βέβαια τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), ωστόσο επιδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις απόπειρα, όπως όταν τελείται δημόσια με πλήρη δόλο ολοκλήρωσής του[56], αλλά από τυχαίο λ.χ. γεγονός διακόπτεται η δημόσια μετάδοση της είδησης και δεν την ακούει τελικά το κοινό ή, με πλήρη πάντα δόλο, αρχίσει τη διασπορά ο δράστης, αλλά ανακοπεί πριν προλάβει να μεταδώσει περισσότερες φορές την είδηση[57]. Έτσι, προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις λάβει χώρα η διασπορά σε αόριστο αριθμό ανθρώπων[58]. Αν ο δράστης διαδώσει την είδηση σε ένα μόνο άτομο (λ.χ. δημοσιογράφο) για να την κυκλοφορήσει αυτός περαιτέρω, δεν τελεί φυσική αυτουργία διασποράς, αλλά ενδεχομένως είναι ηθικός αυτουργός στην πράξη που τελεί εκείνος ο οποίος τελικά διασπείρει (εδώ: θέτει σε δημοσιότητα) την είδηση[59]. Αν ο τελευταίος αυτός δεν μεταδώσει την είδηση, για τον αρχικό δράστη υπάρχει έγκλημα κατ’ ά. 186 ΠΚ.
2.5 Συρροή του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ με άλλα εγκλήματα
Η διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών του άρθρου 191 ΠΚ συρρέει[60] φαινομενικά με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ, λόγω σιωπηρής επικουρικότητας[61], ως περιέχουσα τη βαρύτερη ποινή.
Αληθινά συρρέει το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, με τα εγκλήματα των άρθρων 141, 168 παρ. 2, 363 και 452 ΠΚ, καθώς προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά από τις εν λόγω διατάξεις σ σχέση με το ά. 191 ΠΚ.
Αληθινή συρροή, λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, υφίσταται και μεταξύ της διασποράς του άρθρου 191 ΠΚ και του αδικήματος που περιέχεται στο άρθρο 182 του ν.1815/1988 «Κύρωση του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου»[62].
2.6 Παράσταση πολιτικής αγωγής
Για το εάν χωρεί παράσταση πολικής αγωγής στο συγκεκριμένο έγκλημα υποστηρίζονται και η θετική και η αρνητική άποψη. Σύμφωνα με την θετική άποψη παράσταση πολιτικής αγωγής, επιτρέπεται στους ιδιώτες εκείνους που η διασπορά προκάλεσε ανησυχία ή φόβο - μόνο στην πρώτη, δηλαδή, περίπτωση και ενδεχομένως στη δεύτερη, όχι όμως στις λοιπές περιπτώσεις έκφανσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, όπου προέχει ο «πολιτειακός» χαρακτήρας του εγκλήματος και, αντίστοιχα, η «πολιτειακή όψη» της «δημόσιας τάξης»[63]. Αντίθετα, υποστηρίζεται και η αρνητική άποψη, η οποία φέρεται και ως η ορθότερη και αυτή την οποία έως τώρα ακολουθεί η νομολογία, σύμφωνα με την οποία το έννομο αγαθό που προστατεύεται είναι σε κάθε περίπτωση υπερατομικό (η δημόσια τάξη) και στα υπερατομικά αγαθά δεν πρέπει να χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής[64].
Κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία[65] και την νομολογία[66] άποψη, το κριτήριο για την δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι αν το δικαίωμα ή το συμφέρον πού προσβλήθηκε ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου πού παραβιάστηκε. όπου δηλαδή, εκτός από το κρατικό ή κοινωνικό έννομο αγαθό προσβάλλεται και ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε και η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι ανοιχτή, επειδή στην περίπτωση αυτή ο φορέας του ατομικού εννόμου αγαθού πού συν-προστατεύεται από την αντίστοιχη ποινική διάταξη και ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου, υφίσταται άμεση ζημία και όχι έμμεση. Η ιδιομορφία συνίσταται στο ότι δεν διερευνάται το αντικείμενο και η σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε ως ποινικού νόμου, αλλά ως κανόνα του αστικού δικαίου, του οποίου η προσβολή γεννά αξιώσεις αποζημιώσεως[67].
2.7 Μεταβολή Κατηγορίας
Μεταβολή της κατηγορίας από διασπορά ψευδών ειδήσεων του άρθρου 191ΠΚ, σε διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ, όπως και στο αδίκημα του άρθρου 141ΠΚ (για την έκθεση του ελληνικού κράτους ή των κατοίκων του σε κίνδυνο αντιποίνων) είναι δυνατή, όπως και το αντίστροφο.
3. Νομολογιακή εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ
Μια πρόσφατη απόφαση στην Ελλάδα από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας[68] καταδεικνύει τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης διάταξης και το πώς μπορεί να εφαρμοστεί στα κοινωνικά δίκτυα και στο διαδίκτυο. Το άρθρο 191 ΠΚ αναφέρεται σε δημοσίευση «με οποιονδήποτε τρόπο», επομένως η εφαρμογή της διάταξης καταλαμβάνει και το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Η υπόθεση αφορά τη δημοσίευση σε κοινωνικό δίκτυο άρθρου σχετικά με εμβόλιο το οποίο δήθεν προκαλεί καρκίνο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του συντάκτη του. Ο κλονισμός της αποδοχής των εμβολίων από την κοινωνία και ο φόβος ότι τάχα τα εμβόλια ευθύνονται για ανίατες ασθένειες δεν αφορά μόνο αφελείς πολίτες αλλά κρίθηκε ότι τέτοιοι ψευδείς ισχυρισμοί θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την κοινωνία. Παρόλο που οι έννοιες της ανησυχίας του κοινού και του κλονισμού της δημόσιας τάξης ακούγονται γενικές, όπως ήδη αναφέρθηκε και ανωτέρω, είναι δεδομένο ότι γενικά το καθεστώς καλύπτει τις περιπτώσεις ειδήσεων όπως αυτήν[69].
3.2 Στην ΑΠ 1514/2004[70] απερρίφθη αναίρεση κατά αποφάσεως με την οποία καταδικάστηκαν ο διευθυντής και εκδότης και έτερος δημοσιογράφος γνωστής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας διότι δημοσίευσαν σε φύλλα της εν λόγω εφημερίδας και το έτος 2000 είδηση υπό τους πηχυαίους τίτλους «Κύκλωμα παιδεραστών – Βίλλα οργίων στην Ξάνθη – ένοχο μυστικό» στην πρώτη δημοσίευση και «14χρονα κορίτσια στα όργια της Ξάνθης» στο δεύτερο δημοσίευμα, στις εσωτερικές, δε, σελίδες του εν λόγω δημοσιεύματος ανέγραφαν «Μία βίλλα στη Χρύσα στο προάστια της Ξάνθης ήταν άντρο οργίων. Συμμετείχαν ευυπόληπτοι πολίτες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και δύναμη που παρέσυραν 14χρονα κοριτσάκια» και «η Αστυνομία μουδιασμένη αρχίζει τις έρευνες».
Τόσο το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και ο Άρειος Πάγος έκριναν ότι αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων επ’ ακροατηρίω ότι τα ως άνω δημοσιεύματα ήταν παντελώς ψευδή καθόλο το περιεχόμενό τους, καθόσον τα αναφερόμενα στα δημοσιεύματα περιστατικά ουδέποτε έλαβαν χώρα. Κρίθηκε, δε, ότι μπορούσαν και οι εις τα δύο προαναφερόμενα δημοσιεύματα περιεχόμενες ψευδείς ειδήσεις και φήμες, οι οποίες διαφημίζονταν από τηλεοράσεως ως δημοσιογραφική επιτυχία, να προκαλέσουν εύλογη ανησυχία στους πολίτες, ότι οι Αστυνομικές Αρχές της Ξάνθης γνωρίζουν και συγκαλύπτουν εγκλήματα κατά ανηλίκων παιδιών, ακόμη δε να περισσότερο να προκαλέσουν ανησυχία στους γονείς ανηλίκων της Ξάνθης για τυχόν εμπλοκή και των δικών τους παιδιών στο κύκλωμα παιδεραστίας. Όλοι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας όλων των πιο πάνω εκτεθέντων πριν από τη δημοσίευσή τους, με δεδομένο και το ότι είχε προηγηθεί επίσημη ανακοίνωση των Αστυνομικών Αρχών Ξάνθης, με την οποία διεψεύδετο ότι υπήρχε κύκλωμα παιδεραστίας στην Ξάνθη.
Έτσι, κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, στην προκείμενη υπόθεση, τέλεσαν από κοινού με πρόθεση και κατ’ εξακολούθηση το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δια του τύπου.
3.3. Όπως ήδη αναπτύχθηκε, στη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται και ως εξ αμελείας τελεσθέν. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι κυρίως δημοσιογράφοι είναι αυτοί οι οποίοι προβαίνουν σε δημοσιοποίηση ειδήσεων ως εκ του επαγγέλματός τους, πρέπει να τονιστεί ότι είναι υποχρεωμένοι να πληροφορούνται για το αληθές περιεχόμενο των δημοσιευμάτων τους που απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό, ειδάλλως ευθύνονται κατά τις περιστάσεις για εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων[71]. Ειδικότερα, οι «κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής»[72]περιλαμβάνουν ένα σύνολο αρχών και κανόνων για τον προσανατολισμό της πρακτικής του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, που υιοθετούνται και εφαρμόζονται από τις επαγγελματικές οργανώσεις των δημοσιογράφων, ενδεχομένως σε συνεργασία και με άλλα υποκείμενα, στο πλαίσιο της αυτορρύθμισης των μέσων πληροφόρησης, ένα φαινόμενο ευρύτερο, το οποίο εκδηλώνεται και με άλλες μορφές[73]. Οι κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής αναφέρονται βασικά στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης και στα «καθήκοντα και τις ευθύνες» που τη συνοδεύουν.[74]Στην Ελλάδα ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, καθιερώνει στο άρθρο 1 μια σειρά από δημοσιογραφικά καθήκοντα, η κοινή ratio των οποίων είναι η διασφάλιση και προαγωγή, εντός δυνατών ορίων, μιας αντικειμενικής δημοσιογραφικής πρακτικής που θα επιβεβαιώνει τον «κοινωνικό ρόλο» του δημοσιογράφου, συμβάλλοντας στην ικανοποίηση του δικαιώματος των πολιτών σε μια σωστή πληροφόρηση, ανεξάρτητα και πέρα από τις όποιες νομικές υποχρεώσεις επιβάλλει το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία για την προστασία του δικαιώματος αυτού.[75]
Έτσι, ορθή κρίθηκε η καταδίκη δημοσιογράφου για τέλεση του αδικήματος του άρθρου 191 παρ. 2 ΠΚ, καθώς διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις, ικανές να επιφέρουν ανησυχία και φόβο στους πολίτες ως προς την ορθή και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, την αξιοπιστία, το κύρος και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν, ως και τους όρους λειτουργίας της, όταν διέλαβε σε δημοσίευμά της ότι υπήρξε και μεθοδευμένη ενέργεια, από την πλευρά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για να μην αποδοθούν ευθύνες στους υπαίτιους συγκεκριμένων κακουργηματικών πράξεων. Η εν λόγω κατηγορούμενη, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή συνετής δημοσιογράφου, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει κατά τις περιστάσεις και δεν διασταύρωσε τις πληροφορίες της, με τις πηγές της Εισαγγελίας και των Εισαγγελικών Αρχών, οπότε θα διαπίστωνε ότι τα λεγόμενά της δεν ήταν ακριβή αλλά ψευδή (ΑΠ 1436/2003[76]).
3.4 Χαρακτηριστική, δε, είναι και η πολύκροτη υπόθεση του Α.Σ. και του Ε.Λ., οι οποίοι κατηγορήθηκαν για το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, ωστόσο με την υπ’ αριθμ. 67650/2013 απόφασή του[77] το Η’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών τους κήρυξε αθώους για την διάπραξη του εγκλήματος του ά. 191ΠΚ[78], αφού έκρινε ότι δεν προκλήθηκε το συναίσθημα της ανησυχίας από την ανακοίνωση της είδησης ύπαρξης χρηματικού ποσού, το οποίο δυνητικά θα βοηθούσε την οικονομική κατάσταση της χώρας και δεν υπήρχε πρόθεση προς τούτο, καταλήγοντας εν τέλει ότι δεν πληρούνται η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Επί της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου από την Εισαγγελία και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε το 2017 (ΟλΑΠ2/2017)[79] ότι η ως άνω απόφαση έχει μη ειδική, μη εμπεριστατωμένη και ελλιπή αιτιολογία και ότι εσφαλμένως έκρινε η ως άνω απόφαση ότι δεν προκάλεσε ανησυχία και έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολίτες η είδηση ότι ο Α.Σ. έχει στη διάθεσή του τεράστιο ποσό, το οποίο θα διαθέσει για την Ελλάδα, ενώ αντικειμενικά μια τέτοια είδηση προκαλεί ανησυχία στους πολίτες γιατί φέρεται ότι το κράτος δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του ενόψει της δυσμενούς οικονομικής κρίσης.
4. Αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων από άλλες έννομες τάξεις
Σε όλα τα νομικά συστήματα έχουν παραδοσιακά δημιουργηθεί μηχανισμοί για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διάδοσης ψευδών ειδήσεων[80]. Συγκεκριμένα, σχετικά με την απαγόρευση διασποράς ψευδών ειδήσεων και η παρ. 109d του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα[81], απαγορεύει την διάδοση ειδήσεων πλαστών ή διαστρεβλωμένων. Το άρθρο, δε, 27 του Γαλλικού περί τύπου νόμου απαγορεύει τη διάδοση ειδήσεων πλαστών ή παραποιημένων, ενώ αναμένεται να ψηφιστεί νέος νόμος ακριβώς για την προάσπιση των πολιτών από την διασπορά ψευδών ειδήσεων[82], ο οποίος έχει ήδη ανακοινωθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν[83]. Περαιτέρω, το άρθρο 656 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα, απαγορεύει τη δημοσίευση ή διάδοση ειδήσεων ψευδών, υπερβολικών ή κακόβουλων.
Ωστόσο, εκ των αλλοδαπών νομοθεσιών, μόνο οι διατάξεις του άρθρου 1 του Βέλγικου Β.Δ. της 19-07-1926[84], το άρθρο 4 (9) του 7ου κεφαλαίου του Σουηδικού Β.Δ. της 05-04-1950 και η παρ. 50 του κεφ. 154 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα[85], τιμωρούν και τη διασπορά φημών πέραν των ειδήσεων. Εξάλλου αν ετιμωρείτο η διασπορά ειδήσεων και όχι φημών, θα επεδιώκετο η πρόκληση φόβου, ανησυχίας ή κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού δια διασποράς ψευδών φημών.
Η παραπληροφόρηση αναγνωρίζεται σε ειδικές περιπτώσεις ως μορφή εξωσυμβατικής ευθύνης. Στο κοινοτικό δίκαιο, σε μια κλασική αγγλική υπόθεση[86], ένα κακόγουστο ανέκδοτο (η σύζυγος πείστηκε από έναν άγνωστο της ότι ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί σε ατύχημα τραίνου) έδωσε αφορμή στον δικαστή να αναγνωρίσει το αδίκημα της ψυχολογικής επίθεσης. Ενώ αρχικά αυτό το νομολογιακό αδίκημα είχε ευρεία εμβέλεια, οι Άγγλοι δικαστές έχουν πρόσφατα εξηγήσει ότι πρέπει η εφαρμογή του να περιοριστεί στην περίπτωση δημοσίου ψέματος ή απειλής[87], καθώς όσο ζημιογόνος και εάν κριθεί για ένα άτομο μια πληροφορία, το δικαίωμα να φανερωθεί η αλήθεια υπερισχύει απόλυτα.
Επιπρόσθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ισχυρό ρόλο για την επιβολή κυρώσεων για την διασπορά ψευδών ειδήσεων έχουν οι διατάξεις προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων[88] του 2003 και δη το άρθρο 127 παρ. 2 αυτών, όπου ορίζεται ότι: Ένοχος αδικήματος είναι αυτός που με σκοπό να προκαλέσει εκνευρισμό ή ενόχληση ή άγχος σε άλλον στέλνει με μέσο κοινωνικής δικτύωσης, μήνυμα το οποίο γνωρίζει ότι είναι ψευδές ή είναι η αιτία αποστολής τέτοιου μηνύματος[89]. Η υπόθεση του Paul Chamber, η οποία είναι ευρέως γνωστή ως η «δίκη – φάρσα του Twitter» είναι ίσως η πιο γνωστή υπόθεση όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη[90].
5. Πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το θέμα της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης δεν έχει εναρμονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν παραδοσιακά κατά κανόνα μηχανισμό καταστολής της παραπληροφόρησης.
Στο πλαίσιο αυτό και καθότι οι προβληματικές που ανακύπτουν από την διάδοση των ψευδών ειδήσεων είναι εξαιρετικά σοβαρές, αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του έτους 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε σε Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου (High Level Expert Group – HLEG) την εκπόνηση μελέτης επί των ψευδών ειδήσεων και της διαδικτυακής παραπληροφόρησης[91].
Το ζήτημα το οποίο βέβαια έχει ανακύψει είναι η χρήση του όρου «ψευδείς ειδήσεις» (“fake news”) ο οποίος τείνει να ξεπεραστεί (και στις αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως ανωτέρω και όπως ήδη σημειώνει ο Κρίππας – βλ. ανωτέρω υποσημείωση). Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η αναφορά των Claire Wardle & Hossein Derakhshan η οποία συνετάχθη τον Σεπτέμβριο του 2017[92] για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιπρόσθετα, ενδεικτικά από τους Claire Wardle[93], Ethan Zuckerman[94] και Caroline Jack[95]υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος όρος είναι ανεπαρκής προκειμένου να περιγράψει το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και της κακής πληροφόρησης. Αντίστοιχα, και στην αναφορά της HLEG για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκρίνονται οι όροι “disinformation” και “misinformation”[96].
Η πολύπλευρη προσέγγιση του προβλήματος από την Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι στο μέλλον η ευρωπαϊκή έννομη τάξη θα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο πρόβλημα της παραπληροφόρησης. Για αυτό και ενέργειες με διάρκεια προτείνονται στην αναφορά και των οποίων οι καίριοι πυλώνες έχουν συνοπτικά να κάνουν με την ενίσχυση της διαφάνειας των ειδήσεων στο διαδίκτυο διαδικτυακών νέων, με την προώθηση της εξοικείωσης με τη διαδικτυακή πληροφορία, προκειμένου να μειωθεί η παραπληροφόρηση και να βοηθηθούν οι χρήστες του διαδικτύου, μέσω ανάπτυξης εργαλείων για την υποβοήθηση των χρηστών του διαδικτύου και ιδίως των δημοσιογράφων για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης. Σημαντική είναι, επίσης, η προστασία της πολυφωνίας και της σταθερότητας των ευρωπαϊκών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι άξονες αυτοί θα ενισχυθούν με την συνεχή ερευνητική παρακολούθηση του αντίκτυπου της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη, για την αποτίμηση και επικαιροποίηση των μέσων πρόληψης και καταστολής και γενικότερα των ενεργειών αναφορικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος.
6. Κριτική προσέγγιση του ά. 191 ΠΚ
6.1 Κατά την έννοια της διατάξεως του ά. 191 ΠΚ, που αποβλέπει στην προστασία της εν στενή εννοία δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, όπως ήδη αναλύθηκε, οι αναφερόμενες σε αυτήν ψευδείς ειδήσεις και φήμες πρέπει να είναι επιτήδειες/ικανές να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την πεποίθησή των περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς των εντός του κράτους[97]. Στην προσβολή, δε, κατ’ άρθρο 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα[98]κινδύνου.
Το ποινικό αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων συνιστά ένα ισχυρό όπλο στην καταπολέμηση της ενσυνείδητης παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η γενικότητα της διάταξης αφήνει άλυτα πολλά ερωτήματα.
Αντιστοίχως βέβαια και ενόψει του γεγονότος ότι το έγκλημα καταφάσκεται με μόνη τη δυνατότητα[99] να επέλθει ο κίνδυνος, και ότι οι τομείς της τιθέμενης σε αμφισβήτηση κρατικής ικανότητας είναι η δημόσια ασφάλεια (δημόσια πίστη), η εξωτερική πολιτική (διεθνείς σχέσεις της χώρας), η νομισματική πολιτική (εθνικό νόμισμα), η αμυντική πολιτική (ένοπλες δυνάμεις), για τους οποίους ασφαλώς ασκείται (και πρέπει να ασκείται) δημόσιος έλεγχος, αλλά και αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατική χώρα, γίνεται φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη στην πράξη.
Η πολύ συχνότερη (σε σχέση με το ά. 190 ΠΚ) εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ στην πράξη και οι συνεχείς στο αυστηρότερο τροποποιήσεις του[100], και μάλιστα κατά την περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας (1967-1974), δείχνουν την τεράστια σημασία για την κρατική εξουσία. Είναι γνωστή εξάλλου η ρήση ότι «όποιος ελέγχει την πληροφόρηση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ελέγξει και τη δημόσια τάξη» (Harold Lasswell)[101].
Το σκεπτικό των αποφάσεων που δέχθηκαν τη συνταγματικότητα της σχετικής διάταξης βασίζεται στο γεγονός ότι απαγορεύονται μόνο οι «ψευδείς ειδήσεις», η έκφραση των οποίων συνιστά κατάχρηση και όχι άσκηση δικαιώματος.[102] Αυτό που παραγνωρίζουν οι σχετικές αποφάσεις είναι ότι η τιμωρία των ψευδών γεγονότων, σε άλλες περι bloko
1.1 Το φαινόμενο της δημόσιας παραπληροφόρησης, επίσης γνωστό ως “fake news”[1] ή “hoax”[2], έχει λάβει νέες διαστάσεις στην ψηφιακή εποχή[3], παρότι το φαινόμενο της διασποράς ψευδών
ειδήσεων δεν είναι νέο[4]. Είναι πλέον γεγονός ότι τα κοινωνικά δίκτυα στο διαδίκτυο αποτελούν πρωτογενή πηγή πληροφόρησης για τις ειδήσεις[5]. Παρακάμπτεται μ’ αυτόν τον τρόπο η παραδοσιακή πορεία της είδησης στα μέσα επικοινωνίας[6], με το προφανές προτέρημα ότι «δημοκρατικοποιείται» η αγορά των ειδήσεων[7]. Αντιστοίχως, αυτή η νέα πραγματικότητα οδηγεί σε de facto αποδυνάμωση των παραδοσιακών μέτρων ή/και πρακτικών της όποιας εγκυρότητας στα ΜΜΕ (π.χ. κώδικας δεοντολογίας των δημοσιογράφων[8], επαγγελματική προσέγγιση της είδησης, ανεξάρτητη αρχή ελέγχου[9], ευθύνη του εκδότη[10]κ.λπ.) αφού η διασπορά των ειδήσεων λαμβάνει πλέον χώρα με πρακτικές που εκφεύγουν της αρμοδιότητας ή / και εφαρμογής των πρακτικών αυτών καθώς με τη χρήση του web 2.0 και τη λειτουργία των κοινωνικών δικτύων μπορούν πλέον όλοι να δημοσιεύουν ειδήσεις[11]. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιούνται πλέον «παραδοσιακά» φίλτρα (αξιοπιστίας) και ο χρήστης του διαδικτύου τροφοδοτείται κάθε λεπτό με μια σταθερή (ακόμα και αυτοματοποιημένη) ροή μη επεξεργασμένων πληροφοριών[12].
1.2 Σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης[13] στην Ελλάδα το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 191 του ΠΚ[14]. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του ΠΚ,
Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ «Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».
2. Το έγκλημα του ά. 191 ΠΚ
2.1 Χαρακτηρολογικά στοιχεία του εγκλήματος
Το αδίκημα του άρθρου 191 ΠΚ διώκεται αυτεπάγγελτα. Στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), κοινό («όποιος»), μονοπρόσωπο, εξωτερίκευσης, ενέργειας, στιγμιαίο, απλό, τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), υπαλλακτικά μικτό (οι πλείονες τρόποι τέλεσης αυτού αποτελούν ένα και μόνο έγκλημα, εκτός κι αν μεσολαβήσει ειρήνευση του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης).
Επισημαίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης[15]. Δηλαδή, προβλέπεται σε αυτό ρητά ο δυνάμενος να προκύψει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Εξετάζεται, επίσης, η επιτηδειότητα / καταλληλότητα των συγκεκριμένων ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία γενικά και αφηρημένα[16]. Η διακινδύνευση της δημόσιας τάξης είναι δυνατόν δηλαδή να προκληθεί ως αποτέλεσμα της ενέργειας του δράστη. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της πράξης δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι κλονισμός του φρονήματος των πολιτών, ενώ επαρκεί η δυνατότητα επέλευσης του συγκεκριμένου αποτελέσματος[17].
Αντικείμενο τέλεσης της πράξης – που ενυλώνει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό και δέχεται την επενέργεια του δράστη – είναι, όπως και στην περίπτωση της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αόριστος αριθμός ανθρώπων που, επωφελούμενος από την ευταξία του κοινωνικού χώρου («δημόσια τάξη») εντός του οποίου ζει, ασχολείται με τα ειρηνικά του έργα. Παράλληλα όμως (και σε τούτο έγκειται ο «μικτός» χαρακτήρας του εγκλήματος, ως στρεφόμενου κατά της δημόσιας τάξης και με τις δύο όψεις της, «πολιτειακή» και «κοινωνική»[18]) και η ρυθμιστική ικανότητα του κράτους σε συγκεκριμένο τομέα της κοινωνικής ζωής, όπου τίθεται σε αμφιβολία με την ενέργεια του δράστη[19]. Σε αντίθεση με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών (ά. 190 ΠΚ), όπου απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος της διατάραξης και η ανατροπή σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα της ομαλής κοινωνικής ροής, της ειρηνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων κατ’ άρθρο 191 ΠΚ τυποποιείται χωρίς αποτέλεσμα με μόνη την δυνατότητά του να δημιουργήσει το κλίμα εκείνο που μπορεί να το προκαλέσει. Έτσι, δεν έχουμε βλάβη του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης όπως στην περίπτωση της διατάραξης κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αλλά αφηρημένα – συγκεκριμένη (δυνητική) διακινδύνευσή του[20].
2.2 Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
Πράξη του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ αποτελεί η διασπορά, με οποιονδήποτε τρόπο, ψευδών ειδήσεων ή φημών ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά την έννοια των ανωτέρω:
2.2.1 Διασπορά, υπάρχει όταν από τον δράστη ανακοινώνεται η είδηση ή η φήμη διαδοχικά σε διάφορους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, έτσι ώστε σε λίγο χρόνο να γίνουν γνωστές σε μεγάλη έκταση αορίστου αριθμού ανθρώπων (λ.χ. με προκηρύξεις, επιστολές, τηλεφωνήματα, διαδοχικές ανακοινώσεις, έντυπα που διαβάζονται ταυτόχρονα)[21]. Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη είναι αξιόποινη και όταν τελείται δημόσια (στο «μείζον περιέχεται και το έλασσον», ώστε αν τιμωρείται το «έλασσον» να τιμωρείται και το «μείζον»). Δεν αρκεί όμως σ’ αυτήν την περίπτωση μόνο η διάδοση ως τρόπος μετάδοσης του μηνύματος. Συνεπώς αν ο «δράστης» μεταδώσει την είδηση σε ένα μόνο πρόσωπο (έστω και με σκοπό περαιτέρω μετάδοσής της από αυτόν), δεν τελεί το έγκλημα κατ’ άρθρο 191 ΠΚ αφού δεν διασπείρει, όπως ορίζει τούτο, την είδηση[22]. Υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη[23], όπου η «διασπορά» ερμηνεύεται ως «κυκλοφορία»[24]. Η ερμηνεία βέβαια αυτή ενέχει τον κίνδυνο διεύρυνσης του αξιόποινου, ίσως και αντίθετα στον σκοπό του νομοθέτη, διότι η «κυκλοφορία» της είδησης δύναται να γίνει προς ένα μόνο πρόσωπο.
2.2.2 Είδηση είναι η ανακοίνωση για πρώτη φορά γεγονότος πρόσφατου ή παρόντος ή επικείμενου[25]. Κατά τον Κόλλια «ειδήσεις είναι αι ανακοινώσεις περί γεγονότων προσφάτως λαβόντων χώραν ή συμβαινόντων εν τω παρόντι και φέρουσαι την μορφήν της πληροφορίας»[26]. Επίσης, κατά τον Μπουρόπουλο η είδηση εκλαμβάνεται «ως ανακοίνωσιν περί γεγονότος προσφάτως λαβόντος χώραν ή συμβαίνοντος εν τω παρόντι και μη αναγομένου εις το μέλλον, αλλ’ ουδ’ εις το απώτερον παρελθόν»[27]. Από την «είδηση» αποκλείονται τα απώτερα γεγονότα (ιστορικές ανακοινώσεις), τα γνωστά γεγονότα (ιστορικές γνώσεις), οι σκέψεις και οι κρίσεις (γνώμες)[28].
Άρα, αν το γεγονός δεν είναι πρόσφατο, πρόκειται για ιστορική ανακοίνωση και όχι είδηση. Αν δεν γίνεται η ανακοίνωση για πρώτη φορά και το γεγονός είναι του απώτερου παρελθόντος, πρόκειται για επανάληψη ιστορικής γνώσης και όχι για είδηση. Αν το γεγονός είναι μελλοντικό χωρίς να στηρίζεται σε απόφαση που έχει ήδη ληφθεί[29], πρόκειται για εικασία και όχι για είδηση. Αν, τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων που εμπλέκονται σε αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις. Αν τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων εμπλέκονται σ’ αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις[30]. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η διατύπωση της είδησης (με άξονα κυρίως την γραμματική ερμηνεία[31]) είναι καίρια προκειμένου να κατατάξουμε την ανακοίνωση σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες.
2.2.3 Φήμη[32] είναι ο ισχυρισμός που διαδίδεται στο κοινό αναφορικά με κάποια είδηση, προέρχεται από μη εξακριβωμένη πηγή[33] και δεν είναι διασταυρωμένη και αξιόπιστη. Στη συγκεκριμένη διάταξη ο όρος «φήμη» δεν χρησιμοποιείται βέβαια με την έννοια της καλή ή κακής γνώμης του κοινού για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (καλή ή κακή φήμη).
2.2.4 Ψευδής είναι η είδηση ή φήμη που αντικειμενικά (και όχι κατά την εντύπωση του δράστη) δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αναφερόμενη σε ανύπαρκτο γεγονός[34].
Το ψεύδος, όπως φέρεται σαν έννοια στον Ποινικό Κώδικα, σε εγκλήματα όπου τίθεται ως προϋπόθεση[35] πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασής τους, πρέπει να αναφέρεται σε γεγονός[36]. Οι προσωπικές κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ψευδές γεγονός, καθώς στερούνται αντικειμενικού περιεχομένου, εκτός αν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που εκτίθενται[37], γι’ αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερευνάται αν εκτίθεται προσωπική άποψη ή αξιολογική κρίση ή εάν μέσα σε αυτή υφίσταται και παράλληλα ορισμένο γεγονός.
Ένα δε από τα σημαντικότερα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των σχετιζόμενων με το «ψεύδος» διατάξεων – όπως και στην συγκεκριμένη διάταξη της διασποράς ψευδών ειδήσεων (ά. 191 ΠΚ) είναι ο εννοιολογικός προσδιορισμός του ψεύδους.
Στο πλαίσιο αυτό έχουν διατυπωθεί δύο βασικές κατευθύνσεις: η αντικειμενική και η υποκειμενική[38].
Κατά την υποκειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους βρίσκεται ανάμεσα στον ισχυρισμό του δράστη και την γνώση, στην διάσταση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά που εκθέτει κάποιος και σε αυτά που γνωρίζει ότι συνέβησαν. Κατ’ αυτήν την άποψη, παραμερίζεται το στοιχείο της πραγματικότητας, το τί δηλαδή πραγματικά συνέβη, που μπορεί να είναι διαφορετικό από το γεγονός που εκτίθεται. Άρα, σύμφωνα με την κατεύθυνση αυτή δεν υφίσταται υποχρέωση να εκτεθεί η «απόλυτη» αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται αυτός που εκθέτει το γεγονός. Η θεωρία αυτή τροφοδοτείται από την σκέψη ότι στα συγκεκριμένα εγκλήματα, που συμπεριλαμβάνουν ως προϋπόθεση το «ψεύδος», συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το καθήκον αληθείας, και άρα εφόσον το υποκείμενο πρέπει να καταθέσει/αναφέρει/εκθέσει την αλήθεια, οφείλει να προβάλλει ακριβώς ό,τι γνωρίζει για αυτή.
Κατά την αντικειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους, έγκειται στη διάσταση ανάμεσα στο γεγονός που εκτίθεται και στην πραγματικότητα, δηλαδή στην διάσταση ανάμεσα στα γεγονότα που παρουσιάζονται ως αληθινά και σε αυτά που έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι, βέβαια παραγνωρίζεται το στοιχείο της γνώσης του δράστη.
Ένας συγκερασμός των παραπάνω θεωριών επιχειρείται με την βελτιωμένη αντικειμενική ή μικτή θεωρία, η οποία υποστηρίζεται σθεναρά από την ελληνική νομολογία[39] και η οποία λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική πραγματικότητα, απαιτεί όμως και γνώση του υποκειμένου για αυτή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, τα γεγονότα είναι αντικειμενικά ψευδή όταν είναι αντίθετα προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε το υποκείμενο.[40]
Ειδικότερα, δε, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης διάταξης, αληθινά γεγονότα, έστω και αν είναι ικανά να επιφέρουν τις τυποποιημένες στο ά. 191 ΠΚ συνέπειες, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν περιεχόμενο αξιόποινης διασποράς. Τυχόν αντίθετη διάταξη[41] είναι απολύτως αντισυνταγματική, παραβιάζουσα τα άρθρα 14, 5 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος.
Από τα ανωτέρω, καθίσταται εμφανές ότι το «ψευδές» της είδησης συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και όχι περαιτέρω γνώρισμα της έννοιας της διασποράς. Πρέπει επομένως να καλύπτεται από τον δόλο του δράστη. Έχοντας, δε, υπόψιν μας ότι το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται με ενδεχόμενο δόλο, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του αν συντρέχει γνώση του ψεύδους στο πρόσωπο του δράστη. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου θα εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 191.
Όπως, δε, προκύπτει και από τα ανωτέρω, ψευδής είναι η είδηση όταν ολοκληρωτικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή έστω κατά ουσιώδες μέρος της που δημιουργεί ψευδή εικόνα της πραγματικότητας. Απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η αναφορά σε ένα γεγονός, ενώ: «η κριτική δεν μπορεί ποτέ να είναι αληθής ή ψευδής, γιατί έχει πάντοτε υποκειμενικό χαρακτήρα, μη δυνάμενο να υπαχθεί στην έννοια του γεγονότος[42]. Το γεγονός πρέπει βεβαίως να είναι αναληθές, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, για τον αληθή χαρακτήρα του γεγονότος ή όχι, η πιθανότητα της εκδήλωσής του σημαίνει, ούτως ή άλλως ότι το γεγονός δεν είναι αρκετά ασυνήθιστο για να κλονίσει την πίστη των πολιτών»[43].
2.2.5 Οι ψευδείς ειδήσεις ή φήμες πρέπει να είναι ικανές να επιφέρουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες. Στην προσβολή, λοιπόν, κατ’ ά. 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα κινδύνου, η οποία και συνάγεται από την επιτηδειότητα (ικανότητα) των ειδήσεων να δημιουργήσουν το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να προκαλέσει διατάραξη της ειρήνης των πολιτών ή της απρόσκοπτης επιβολής της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα[44]. Μία είδηση που κανέναν δεν ανησύχησε χωρίς να μεσολαβήσει γεγονός που να την διαψεύδει δε θα έπρεπε να κριθεί πρόσφορη («ικανή» κατ’ ά. 191 ΠΚ), έστω και αν αφηρημένα φαινόταν στο δικαστήριο ότι θα μπορούσε να είχε ανησυχήσει τους πολίτες. Όπως έχει παρατηρηθεί[45], θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση σαν να «κατηγορούσε» το δικαστήριο τους πολίτες που δεν ανησύχησαν!
Βέβαια όλες οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Μια ψευδής είδηση σε ομαλές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δύσκολα επηρεάζει τους πολίτες αλλά και εύκολα ελέγχεται και σύντομα διαψεύδεται ή αυτοδιαψεύδεται. Σε περιπτώσεις όμως κοινού κινδύνου, πολέμου, σεισμών, εκτεταμένης πυρκαγιάς ή πλημμύρας, οικονομικής κρίσης κ.ο.κ., ψευδείς ειδήσεις από ανεύθυνα ή ύποπτα άτομα μπορεί να προκαλέσουν ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις – και με την εφαρμογή των διατάξεων για την απόπειρα – θα μπορούσε το ά. 191 ΠΚ, πάντα ως έγκλημα de lege ferenda αποτελέσματος, να λειτουργήσει σωστά για την προστασία της «δημόσιας τάξης». [46]
2.2.6 Ανησυχία είναι το συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για τη συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αναφέρεται απλώς σε πρόβλεψη ή σε υπόνοιες, αλλά ως βίωση του επερχόμενου κακού. Ως κακό δεν εννοείται βέβαια μια δυσμενής απλώς οικονομική ή επαγγελματική εξέλιξη, αλλά η ανατροπή της ομαλής κοινωνικής ροής σε συγκεκριμένο τομέα (λ.χ. απόλυση από την εργασία, απώλεια της περιουσίας, κήρυξη πολέμου, επιδημία κ.λπ.)[47]. Η ανησυχία αναφέρεται κατά κανόνα σε γεγονός που οι δυσμενείς του επιπτώσεις επίκεινται ή θα επέλθουν σε σύντομο χρόνο. Ο φόβος είναι συναίσθημα κατά κανόνα μπροστά στο κακό και ο τρόμος είναι η συναισθηματική βίωση μέσα στο κακό, έστω και αν τούτο δεν έχει επέλθει ακόμα ή δεν πρόκειται καν να συμβεί[48].
Στον ισχύοντα Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, η έννοια «ανησυχία» απαντάται και στο άρθρο 416 ΠΚ το οποίο ορίζει ότι: «Όποιος με πρόθεση προκαλεί ανησυχία σε άλλον ή κινητοποιεί την αρχή ή την ένοπλη δύναμη ζητώντας ψευδώς βοήθεια ή χρησιμοποιώντας ατόπως σήματα κινδύνου ή με ψευδείς ή δεισιδαιμονικές ανακοινώνεις ή φήμες τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη» καθώς και στο άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ, σχετικά με την απειλή, όπου ορίζεται: «1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή»[49].
2.3 Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
2.3.1. Στη βασική μορφή του (παρ. 1) το έγκλημα κατ’ ά. 191 ΠΚ τιμωρείται όταν τελείται με πρόθεση (δόλο). Μετά την τροποποίηση του αρχικού κειμένου από το ν.δ. 2493/1953, κατά την οποία απαλείφθηκε από τη νομοτυπική περιγραφή ο όρος «εν γνώσει» και προστέθηκε στο άρθρο δεύτερη παράγραφος που τυποποιεί και την τέλεση της πράξης από αμέλεια, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος[50].
Έτσι, το αδίκημα του άρθρου 191 παρ. 1 ΠΚ είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), και για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασής του απαιτείται δόλος (άρθρο 26 ΠΚ) τουλάχιστον ενδεχόμενος, που συνίσταται, αφενός, στη γνώση ότι με την ενέργειά του ο δράστης διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και, αφετέρου, στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πράξης και την επέλευση του αποτελέσματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του δόλου)[51]. Για την τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν χρειάζεται ο δράστης να έχει πλήρη πεποίθηση για το αναληθές των διασπειρόμενων ειδήσεων, αλλά αρκεί να έχει σπουδαίες υπόνοιες για το ανυπόστατο αυτών[52].
Σε νομολογιακό επίπεδο, κρίθηκε ότι δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει στην Ελλάδα μειονοτικά προβλήματα και ούτε και προκάλεσε ανησυχία στους πολίτες, κατηγορούμενος ο οποίος αθωώθηκε για το ότι ανέφερε ιδιώματα που ομιλούνται σε μερικές περιοχές της Ελλάδος και υπογράμμισε το γεγονός ότι μεταξύ αυτών ομιλείται στην περιοχή της Θεσσαλίας, Πίνδου και Ηπείρου η μητρική του γλώσσα που είναι τα «βλάχικα»[53].
2.3.2. Με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ τυποποιείται και η από αμέλεια διασπορά ψευδών ειδήσεων. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε στο άρθρο με την πρώτη μετά την ισχύ του ΠΚ τροποποίησή του από το ά. 5 του ν.δ. 2493/1953, οπότε και απαλείφθηκε από την πρώτη παράγραφο ο όρος «εν γνώσει» που απέκλειε τον ενδεχόμενο δόλο[54].
Εξάλλου, για τη θεμελίωση ευθύνης κατά τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ (από αμέλεια) δεν αρκεί προφανώς απλά να μην συντρέχουν τα στοιχεία του δόλου. Ό,τι δεν συνιστά δόλο δεν σημαίνει ότι είναι αμέλεια[55]. Θα πρέπει να συντρέχουν τα στοιχεία τούτης, όπως ορίζονται στο άρθρο 28 ΠΚ, δηλαδή η έλλειψη προσοχής (την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει) αυτού που διασπείρει την είδηση σχετικά με την αλήθεια του περιεχομένου της ή με το γεγονός της διασποράς ή με την ικανότητάς της να επιφέρει τις συνέπειες που ορίζονται στο ά. 191 ΠΚ ή με το ότι πρόκειται πράγματι για είδηση.
2.4 Η απόπειρα του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ
Το έγκλημα είναι βέβαια τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), ωστόσο επιδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις απόπειρα, όπως όταν τελείται δημόσια με πλήρη δόλο ολοκλήρωσής του[56], αλλά από τυχαίο λ.χ. γεγονός διακόπτεται η δημόσια μετάδοση της είδησης και δεν την ακούει τελικά το κοινό ή, με πλήρη πάντα δόλο, αρχίσει τη διασπορά ο δράστης, αλλά ανακοπεί πριν προλάβει να μεταδώσει περισσότερες φορές την είδηση[57]. Έτσι, προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις λάβει χώρα η διασπορά σε αόριστο αριθμό ανθρώπων[58]. Αν ο δράστης διαδώσει την είδηση σε ένα μόνο άτομο (λ.χ. δημοσιογράφο) για να την κυκλοφορήσει αυτός περαιτέρω, δεν τελεί φυσική αυτουργία διασποράς, αλλά ενδεχομένως είναι ηθικός αυτουργός στην πράξη που τελεί εκείνος ο οποίος τελικά διασπείρει (εδώ: θέτει σε δημοσιότητα) την είδηση[59]. Αν ο τελευταίος αυτός δεν μεταδώσει την είδηση, για τον αρχικό δράστη υπάρχει έγκλημα κατ’ ά. 186 ΠΚ.
2.5 Συρροή του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ με άλλα εγκλήματα
Η διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών του άρθρου 191 ΠΚ συρρέει[60] φαινομενικά με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ, λόγω σιωπηρής επικουρικότητας[61], ως περιέχουσα τη βαρύτερη ποινή.
Αληθινά συρρέει το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, με τα εγκλήματα των άρθρων 141, 168 παρ. 2, 363 και 452 ΠΚ, καθώς προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά από τις εν λόγω διατάξεις σ σχέση με το ά. 191 ΠΚ.
Αληθινή συρροή, λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, υφίσταται και μεταξύ της διασποράς του άρθρου 191 ΠΚ και του αδικήματος που περιέχεται στο άρθρο 182 του ν.1815/1988 «Κύρωση του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου»[62].
2.6 Παράσταση πολιτικής αγωγής
Για το εάν χωρεί παράσταση πολικής αγωγής στο συγκεκριμένο έγκλημα υποστηρίζονται και η θετική και η αρνητική άποψη. Σύμφωνα με την θετική άποψη παράσταση πολιτικής αγωγής, επιτρέπεται στους ιδιώτες εκείνους που η διασπορά προκάλεσε ανησυχία ή φόβο - μόνο στην πρώτη, δηλαδή, περίπτωση και ενδεχομένως στη δεύτερη, όχι όμως στις λοιπές περιπτώσεις έκφανσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, όπου προέχει ο «πολιτειακός» χαρακτήρας του εγκλήματος και, αντίστοιχα, η «πολιτειακή όψη» της «δημόσιας τάξης»[63]. Αντίθετα, υποστηρίζεται και η αρνητική άποψη, η οποία φέρεται και ως η ορθότερη και αυτή την οποία έως τώρα ακολουθεί η νομολογία, σύμφωνα με την οποία το έννομο αγαθό που προστατεύεται είναι σε κάθε περίπτωση υπερατομικό (η δημόσια τάξη) και στα υπερατομικά αγαθά δεν πρέπει να χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής[64].
Κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία[65] και την νομολογία[66] άποψη, το κριτήριο για την δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι αν το δικαίωμα ή το συμφέρον πού προσβλήθηκε ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου πού παραβιάστηκε. όπου δηλαδή, εκτός από το κρατικό ή κοινωνικό έννομο αγαθό προσβάλλεται και ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε και η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι ανοιχτή, επειδή στην περίπτωση αυτή ο φορέας του ατομικού εννόμου αγαθού πού συν-προστατεύεται από την αντίστοιχη ποινική διάταξη και ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου, υφίσταται άμεση ζημία και όχι έμμεση. Η ιδιομορφία συνίσταται στο ότι δεν διερευνάται το αντικείμενο και η σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε ως ποινικού νόμου, αλλά ως κανόνα του αστικού δικαίου, του οποίου η προσβολή γεννά αξιώσεις αποζημιώσεως[67].
2.7 Μεταβολή Κατηγορίας
Μεταβολή της κατηγορίας από διασπορά ψευδών ειδήσεων του άρθρου 191ΠΚ, σε διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ, όπως και στο αδίκημα του άρθρου 141ΠΚ (για την έκθεση του ελληνικού κράτους ή των κατοίκων του σε κίνδυνο αντιποίνων) είναι δυνατή, όπως και το αντίστροφο.
3. Νομολογιακή εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ
Μια πρόσφατη απόφαση στην Ελλάδα από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας[68] καταδεικνύει τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης διάταξης και το πώς μπορεί να εφαρμοστεί στα κοινωνικά δίκτυα και στο διαδίκτυο. Το άρθρο 191 ΠΚ αναφέρεται σε δημοσίευση «με οποιονδήποτε τρόπο», επομένως η εφαρμογή της διάταξης καταλαμβάνει και το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Η υπόθεση αφορά τη δημοσίευση σε κοινωνικό δίκτυο άρθρου σχετικά με εμβόλιο το οποίο δήθεν προκαλεί καρκίνο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του συντάκτη του. Ο κλονισμός της αποδοχής των εμβολίων από την κοινωνία και ο φόβος ότι τάχα τα εμβόλια ευθύνονται για ανίατες ασθένειες δεν αφορά μόνο αφελείς πολίτες αλλά κρίθηκε ότι τέτοιοι ψευδείς ισχυρισμοί θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την κοινωνία. Παρόλο που οι έννοιες της ανησυχίας του κοινού και του κλονισμού της δημόσιας τάξης ακούγονται γενικές, όπως ήδη αναφέρθηκε και ανωτέρω, είναι δεδομένο ότι γενικά το καθεστώς καλύπτει τις περιπτώσεις ειδήσεων όπως αυτήν[69].
3.2 Στην ΑΠ 1514/2004[70] απερρίφθη αναίρεση κατά αποφάσεως με την οποία καταδικάστηκαν ο διευθυντής και εκδότης και έτερος δημοσιογράφος γνωστής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας διότι δημοσίευσαν σε φύλλα της εν λόγω εφημερίδας και το έτος 2000 είδηση υπό τους πηχυαίους τίτλους «Κύκλωμα παιδεραστών – Βίλλα οργίων στην Ξάνθη – ένοχο μυστικό» στην πρώτη δημοσίευση και «14χρονα κορίτσια στα όργια της Ξάνθης» στο δεύτερο δημοσίευμα, στις εσωτερικές, δε, σελίδες του εν λόγω δημοσιεύματος ανέγραφαν «Μία βίλλα στη Χρύσα στο προάστια της Ξάνθης ήταν άντρο οργίων. Συμμετείχαν ευυπόληπτοι πολίτες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και δύναμη που παρέσυραν 14χρονα κοριτσάκια» και «η Αστυνομία μουδιασμένη αρχίζει τις έρευνες».
Τόσο το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και ο Άρειος Πάγος έκριναν ότι αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων επ’ ακροατηρίω ότι τα ως άνω δημοσιεύματα ήταν παντελώς ψευδή καθόλο το περιεχόμενό τους, καθόσον τα αναφερόμενα στα δημοσιεύματα περιστατικά ουδέποτε έλαβαν χώρα. Κρίθηκε, δε, ότι μπορούσαν και οι εις τα δύο προαναφερόμενα δημοσιεύματα περιεχόμενες ψευδείς ειδήσεις και φήμες, οι οποίες διαφημίζονταν από τηλεοράσεως ως δημοσιογραφική επιτυχία, να προκαλέσουν εύλογη ανησυχία στους πολίτες, ότι οι Αστυνομικές Αρχές της Ξάνθης γνωρίζουν και συγκαλύπτουν εγκλήματα κατά ανηλίκων παιδιών, ακόμη δε να περισσότερο να προκαλέσουν ανησυχία στους γονείς ανηλίκων της Ξάνθης για τυχόν εμπλοκή και των δικών τους παιδιών στο κύκλωμα παιδεραστίας. Όλοι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας όλων των πιο πάνω εκτεθέντων πριν από τη δημοσίευσή τους, με δεδομένο και το ότι είχε προηγηθεί επίσημη ανακοίνωση των Αστυνομικών Αρχών Ξάνθης, με την οποία διεψεύδετο ότι υπήρχε κύκλωμα παιδεραστίας στην Ξάνθη.
Έτσι, κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, στην προκείμενη υπόθεση, τέλεσαν από κοινού με πρόθεση και κατ’ εξακολούθηση το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δια του τύπου.
3.3. Όπως ήδη αναπτύχθηκε, στη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται και ως εξ αμελείας τελεσθέν. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι κυρίως δημοσιογράφοι είναι αυτοί οι οποίοι προβαίνουν σε δημοσιοποίηση ειδήσεων ως εκ του επαγγέλματός τους, πρέπει να τονιστεί ότι είναι υποχρεωμένοι να πληροφορούνται για το αληθές περιεχόμενο των δημοσιευμάτων τους που απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό, ειδάλλως ευθύνονται κατά τις περιστάσεις για εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων[71]. Ειδικότερα, οι «κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής»[72]περιλαμβάνουν ένα σύνολο αρχών και κανόνων για τον προσανατολισμό της πρακτικής του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, που υιοθετούνται και εφαρμόζονται από τις επαγγελματικές οργανώσεις των δημοσιογράφων, ενδεχομένως σε συνεργασία και με άλλα υποκείμενα, στο πλαίσιο της αυτορρύθμισης των μέσων πληροφόρησης, ένα φαινόμενο ευρύτερο, το οποίο εκδηλώνεται και με άλλες μορφές[73]. Οι κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής αναφέρονται βασικά στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης και στα «καθήκοντα και τις ευθύνες» που τη συνοδεύουν.[74]Στην Ελλάδα ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, καθιερώνει στο άρθρο 1 μια σειρά από δημοσιογραφικά καθήκοντα, η κοινή ratio των οποίων είναι η διασφάλιση και προαγωγή, εντός δυνατών ορίων, μιας αντικειμενικής δημοσιογραφικής πρακτικής που θα επιβεβαιώνει τον «κοινωνικό ρόλο» του δημοσιογράφου, συμβάλλοντας στην ικανοποίηση του δικαιώματος των πολιτών σε μια σωστή πληροφόρηση, ανεξάρτητα και πέρα από τις όποιες νομικές υποχρεώσεις επιβάλλει το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία για την προστασία του δικαιώματος αυτού.[75]
Έτσι, ορθή κρίθηκε η καταδίκη δημοσιογράφου για τέλεση του αδικήματος του άρθρου 191 παρ. 2 ΠΚ, καθώς διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις, ικανές να επιφέρουν ανησυχία και φόβο στους πολίτες ως προς την ορθή και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, την αξιοπιστία, το κύρος και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν, ως και τους όρους λειτουργίας της, όταν διέλαβε σε δημοσίευμά της ότι υπήρξε και μεθοδευμένη ενέργεια, από την πλευρά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για να μην αποδοθούν ευθύνες στους υπαίτιους συγκεκριμένων κακουργηματικών πράξεων. Η εν λόγω κατηγορούμενη, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή συνετής δημοσιογράφου, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει κατά τις περιστάσεις και δεν διασταύρωσε τις πληροφορίες της, με τις πηγές της Εισαγγελίας και των Εισαγγελικών Αρχών, οπότε θα διαπίστωνε ότι τα λεγόμενά της δεν ήταν ακριβή αλλά ψευδή (ΑΠ 1436/2003[76]).
3.4 Χαρακτηριστική, δε, είναι και η πολύκροτη υπόθεση του Α.Σ. και του Ε.Λ., οι οποίοι κατηγορήθηκαν για το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, ωστόσο με την υπ’ αριθμ. 67650/2013 απόφασή του[77] το Η’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών τους κήρυξε αθώους για την διάπραξη του εγκλήματος του ά. 191ΠΚ[78], αφού έκρινε ότι δεν προκλήθηκε το συναίσθημα της ανησυχίας από την ανακοίνωση της είδησης ύπαρξης χρηματικού ποσού, το οποίο δυνητικά θα βοηθούσε την οικονομική κατάσταση της χώρας και δεν υπήρχε πρόθεση προς τούτο, καταλήγοντας εν τέλει ότι δεν πληρούνται η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Επί της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου από την Εισαγγελία και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε το 2017 (ΟλΑΠ2/2017)[79] ότι η ως άνω απόφαση έχει μη ειδική, μη εμπεριστατωμένη και ελλιπή αιτιολογία και ότι εσφαλμένως έκρινε η ως άνω απόφαση ότι δεν προκάλεσε ανησυχία και έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολίτες η είδηση ότι ο Α.Σ. έχει στη διάθεσή του τεράστιο ποσό, το οποίο θα διαθέσει για την Ελλάδα, ενώ αντικειμενικά μια τέτοια είδηση προκαλεί ανησυχία στους πολίτες γιατί φέρεται ότι το κράτος δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του ενόψει της δυσμενούς οικονομικής κρίσης.
4. Αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων από άλλες έννομες τάξεις
Σε όλα τα νομικά συστήματα έχουν παραδοσιακά δημιουργηθεί μηχανισμοί για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διάδοσης ψευδών ειδήσεων[80]. Συγκεκριμένα, σχετικά με την απαγόρευση διασποράς ψευδών ειδήσεων και η παρ. 109d του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα[81], απαγορεύει την διάδοση ειδήσεων πλαστών ή διαστρεβλωμένων. Το άρθρο, δε, 27 του Γαλλικού περί τύπου νόμου απαγορεύει τη διάδοση ειδήσεων πλαστών ή παραποιημένων, ενώ αναμένεται να ψηφιστεί νέος νόμος ακριβώς για την προάσπιση των πολιτών από την διασπορά ψευδών ειδήσεων[82], ο οποίος έχει ήδη ανακοινωθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν[83]. Περαιτέρω, το άρθρο 656 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα, απαγορεύει τη δημοσίευση ή διάδοση ειδήσεων ψευδών, υπερβολικών ή κακόβουλων.
Ωστόσο, εκ των αλλοδαπών νομοθεσιών, μόνο οι διατάξεις του άρθρου 1 του Βέλγικου Β.Δ. της 19-07-1926[84], το άρθρο 4 (9) του 7ου κεφαλαίου του Σουηδικού Β.Δ. της 05-04-1950 και η παρ. 50 του κεφ. 154 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα[85], τιμωρούν και τη διασπορά φημών πέραν των ειδήσεων. Εξάλλου αν ετιμωρείτο η διασπορά ειδήσεων και όχι φημών, θα επεδιώκετο η πρόκληση φόβου, ανησυχίας ή κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού δια διασποράς ψευδών φημών.
Η παραπληροφόρηση αναγνωρίζεται σε ειδικές περιπτώσεις ως μορφή εξωσυμβατικής ευθύνης. Στο κοινοτικό δίκαιο, σε μια κλασική αγγλική υπόθεση[86], ένα κακόγουστο ανέκδοτο (η σύζυγος πείστηκε από έναν άγνωστο της ότι ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί σε ατύχημα τραίνου) έδωσε αφορμή στον δικαστή να αναγνωρίσει το αδίκημα της ψυχολογικής επίθεσης. Ενώ αρχικά αυτό το νομολογιακό αδίκημα είχε ευρεία εμβέλεια, οι Άγγλοι δικαστές έχουν πρόσφατα εξηγήσει ότι πρέπει η εφαρμογή του να περιοριστεί στην περίπτωση δημοσίου ψέματος ή απειλής[87], καθώς όσο ζημιογόνος και εάν κριθεί για ένα άτομο μια πληροφορία, το δικαίωμα να φανερωθεί η αλήθεια υπερισχύει απόλυτα.
Επιπρόσθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ισχυρό ρόλο για την επιβολή κυρώσεων για την διασπορά ψευδών ειδήσεων έχουν οι διατάξεις προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων[88] του 2003 και δη το άρθρο 127 παρ. 2 αυτών, όπου ορίζεται ότι: Ένοχος αδικήματος είναι αυτός που με σκοπό να προκαλέσει εκνευρισμό ή ενόχληση ή άγχος σε άλλον στέλνει με μέσο κοινωνικής δικτύωσης, μήνυμα το οποίο γνωρίζει ότι είναι ψευδές ή είναι η αιτία αποστολής τέτοιου μηνύματος[89]. Η υπόθεση του Paul Chamber, η οποία είναι ευρέως γνωστή ως η «δίκη – φάρσα του Twitter» είναι ίσως η πιο γνωστή υπόθεση όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη[90].
5. Πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το θέμα της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης δεν έχει εναρμονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν παραδοσιακά κατά κανόνα μηχανισμό καταστολής της παραπληροφόρησης.
Στο πλαίσιο αυτό και καθότι οι προβληματικές που ανακύπτουν από την διάδοση των ψευδών ειδήσεων είναι εξαιρετικά σοβαρές, αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του έτους 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε σε Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου (High Level Expert Group – HLEG) την εκπόνηση μελέτης επί των ψευδών ειδήσεων και της διαδικτυακής παραπληροφόρησης[91].
Το ζήτημα το οποίο βέβαια έχει ανακύψει είναι η χρήση του όρου «ψευδείς ειδήσεις» (“fake news”) ο οποίος τείνει να ξεπεραστεί (και στις αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως ανωτέρω και όπως ήδη σημειώνει ο Κρίππας – βλ. ανωτέρω υποσημείωση). Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η αναφορά των Claire Wardle & Hossein Derakhshan η οποία συνετάχθη τον Σεπτέμβριο του 2017[92] για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιπρόσθετα, ενδεικτικά από τους Claire Wardle[93], Ethan Zuckerman[94] και Caroline Jack[95]υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος όρος είναι ανεπαρκής προκειμένου να περιγράψει το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και της κακής πληροφόρησης. Αντίστοιχα, και στην αναφορά της HLEG για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκρίνονται οι όροι “disinformation” και “misinformation”[96].
Η πολύπλευρη προσέγγιση του προβλήματος από την Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι στο μέλλον η ευρωπαϊκή έννομη τάξη θα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο πρόβλημα της παραπληροφόρησης. Για αυτό και ενέργειες με διάρκεια προτείνονται στην αναφορά και των οποίων οι καίριοι πυλώνες έχουν συνοπτικά να κάνουν με την ενίσχυση της διαφάνειας των ειδήσεων στο διαδίκτυο διαδικτυακών νέων, με την προώθηση της εξοικείωσης με τη διαδικτυακή πληροφορία, προκειμένου να μειωθεί η παραπληροφόρηση και να βοηθηθούν οι χρήστες του διαδικτύου, μέσω ανάπτυξης εργαλείων για την υποβοήθηση των χρηστών του διαδικτύου και ιδίως των δημοσιογράφων για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης. Σημαντική είναι, επίσης, η προστασία της πολυφωνίας και της σταθερότητας των ευρωπαϊκών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι άξονες αυτοί θα ενισχυθούν με την συνεχή ερευνητική παρακολούθηση του αντίκτυπου της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη, για την αποτίμηση και επικαιροποίηση των μέσων πρόληψης και καταστολής και γενικότερα των ενεργειών αναφορικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος.
6. Κριτική προσέγγιση του ά. 191 ΠΚ
6.1 Κατά την έννοια της διατάξεως του ά. 191 ΠΚ, που αποβλέπει στην προστασία της εν στενή εννοία δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, όπως ήδη αναλύθηκε, οι αναφερόμενες σε αυτήν ψευδείς ειδήσεις και φήμες πρέπει να είναι επιτήδειες/ικανές να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την πεποίθησή των περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς των εντός του κράτους[97]. Στην προσβολή, δε, κατ’ άρθρο 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα[98]κινδύνου.
Το ποινικό αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων συνιστά ένα ισχυρό όπλο στην καταπολέμηση της ενσυνείδητης παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η γενικότητα της διάταξης αφήνει άλυτα πολλά ερωτήματα.
Αντιστοίχως βέβαια και ενόψει του γεγονότος ότι το έγκλημα καταφάσκεται με μόνη τη δυνατότητα[99] να επέλθει ο κίνδυνος, και ότι οι τομείς της τιθέμενης σε αμφισβήτηση κρατικής ικανότητας είναι η δημόσια ασφάλεια (δημόσια πίστη), η εξωτερική πολιτική (διεθνείς σχέσεις της χώρας), η νομισματική πολιτική (εθνικό νόμισμα), η αμυντική πολιτική (ένοπλες δυνάμεις), για τους οποίους ασφαλώς ασκείται (και πρέπει να ασκείται) δημόσιος έλεγχος, αλλά και αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατική χώρα, γίνεται φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη στην πράξη.
Η πολύ συχνότερη (σε σχέση με το ά. 190 ΠΚ) εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ στην πράξη και οι συνεχείς στο αυστηρότερο τροποποιήσεις του[100], και μάλιστα κατά την περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας (1967-1974), δείχνουν την τεράστια σημασία για την κρατική εξουσία. Είναι γνωστή εξάλλου η ρήση ότι «όποιος ελέγχει την πληροφόρηση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ελέγξει και τη δημόσια τάξη» (Harold Lasswell)[101].
Το σκεπτικό των αποφάσεων που δέχθηκαν τη συνταγματικότητα της σχετικής διάταξης βασίζεται στο γεγονός ότι απαγορεύονται μόνο οι «ψευδείς ειδήσεις», η έκφραση των οποίων συνιστά κατάχρηση και όχι άσκηση δικαιώματος.[102] Αυτό που παραγνωρίζουν οι σχετικές αποφάσεις είναι ότι η τιμωρία των ψευδών γεγονότων, σε άλλες περι bloko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δελτίο καιρού για Τρίτη 5/2/2019
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επεμβάσεις της Π.Υ. Γιαννιτσών κατά τον μήνα Ιανουάριο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ