2019-03-14 13:05:09
"Μια προσωρινή άποψη εγκαθίσταται εύκολα μέσα στην ψυχή των μαζών, όμως είναι πολύ δύσκολο να ριζώσει εκεί μια σταθερή πεποίθηση, και επίσης πολύ δύσκολο να καταστρέψουν αυτή την τελευταία, αφού διαμορφώθηκε.
Δεν μπορούν καθόλου να την αλλάξουν παρά με τίμημα βίαιες επαναστάσεις, και μόνο αφού η πεποίθηση έχει χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά την εξουσία της πάνω στις ψυχές. Οι επαναστάσεις χρησιμεύουν τότε για να αποκρούσουν ολοκληρωτικά πεποιθήσεις, που σχεδόν είναι εγκαταλελειμμένες ήδη, αλλά τις οποίες ο ζυγός της συνήθειας εμπόδιζε να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά. Οι επαναστάσεις που αρχίζουν είναι στην πραγματικότητα πεποιθήσεις που τελειώνουν". (Gustav Le Bon, Η ψυχολογία των μαζών)
«Οι προβλέψεις του μέλλοντος ουδέποτε είναι κάτι περισσότερο από προβολές αυτόματων διαδικασιών και διεργασιών του παρόντος, δηλαδή συγκυριών που είναι πιθανό να λάβουν χώρα αν οι άνθρωποι δεν δράσουν και αν τίποτε το απροσδόκητο δεν συμβεί
. Κάθε πράξη, καλώς ή κακώς, και κάθε τυχαίο περιστατικό καταστρέφει κατ’ ανάγκη το όλο σχήμα στο πλαίσιο του οποίου κινείται η πρόβλεψη και βρίσκει τα τεκμήριά της. (Η σχετική παρατήρηση του Προυντόν ότι «η γονιμότητα του απροσδόκητου υπερβαίνει κατά πολύ τη φρόνηση του πολιτικού ανδρός» ευτυχώς εξακολουθεί να ισχύει. Υπερβαίνει δε, ακόμη προφανέστερα, τους υπολογισμούς των ειδικών.) Το να αποκαλούνται «τυχαία γεγονότα» ή «επιθανάτιος ρόγχος του παρελθόντος» τέτοια απροσδόκητα, απρόβλεπτα και μη προβλέψιμα συμβάντα, και να καταχωνιάζονται έτσι ως αμελητέα στο περιβόητο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», είναι ένα από τα πιο παλιά κόλπα του επαγγέλματος.» (Hannah Arendt, Περί βίας)
Έχει ειπωθεί και δικαιολογημένα ότι ένα μυρμήγκι, που θα είχε το χρόνο μπροστά του θα μπορούσε να ισοπεδώσει το Λευκό Όρος. Ο Gustav Le Bon αναλογιζόμενος την επίδραση του χρόνου στη γένεση των ιδεών των μαζών υποστηρίζει ότι ο χρόνος κρατεί υπό την εξάρτησή του τις μεγάλες δυνάμεις (όπως η φυλή), που αποκτούν εξ αιτίας του δύναμη και εξ αιτίας του την χάνουν, ενώ επίσης ο χρόνος είναι εκείνος που προετοιμάζει τις ιδέες και τις πεποιθήσεις, το έδαφος που θα φυτρώσουν και θα καλλιεργηθούν. Πρόσθετε, επίσης, ότι ο χρόνος συσσωρεύει το τεράστιο απόθεμα πεποιθήσεων και σκέψεων, πάνω στο οποίο γεννιούνται οι ιδέες μιας εποχής και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα να ανατρέχουμε στο παρελθόν για να κατανοήσουμε την γένεσή τους.
Η κυριαρχία δεν επιβάλλεται μόνο δια μέσου της άμεσης βίας. Αυτονόητο μεν, αλλά αναγκαίο να το επαναλαμβάνουμε. Η αποτελεσματικότητα της έμμεσης βίας, όχι μόνο είναι αναγνωρισμένη από τους κάθε λογής τεχνικούς της εξουσίας, αλλά και ιδιαίτερα προβεβλημένη στον κατάλογο των επιλογών της. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί λόγου χάρη, που διαθέτουν οι κυρίαρχοι λειτουργούν πρώτα απ’ όλα σε βάθος χρόνου, αφού κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο στην αργή, αλλά σταθερή επίδραση και τελικά στην επιβολή τους.
Η κυριαρχία ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιεί μια καθαρή και απλή μέθοδο: την διαβεβαίωση. Η διαβεβαίωση ακόμα και αν είναι κατάφωρα ψευδής, ανεδαφική, ανεπαρκής, στερημένη από τεκμήρια και αποδείξεις, έρχεται να μουδιάσει στην κυριολεξία τα μυαλά των ανθρώπων, να προβάλλει μια απλή εικόνα, που οφείλουμε να αποθηκεύσουμε στην συνείδησή μας. Φθάνει να απουσιάζει πλήρως το κριτικό πνεύμα, που γεννά αντιρρήσεις, αμφισβητήσεις και ανυποταξία. Η διαφήμιση, άλλωστε, αλλά και γενικότερα οι αρχές της προπαγάνδας, στηρίζονται ακριβώς σ’ αυτή την διαπίστωση. Ο Γουίλλιαμ Φώκνερ έλεγε ότι «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν παρελθόν». Η εξουσία διαβεβαιώνει: το παρελθόν δεν υπάρχει εάν εγώ το επιθυμώ, εάν εγώ θέλω να λησμονήσετε, εάν εγώ εξυπηρετούμαι από την σιωπή όλων σας.
Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινούνται οι ιδεολογικοί μηχανισμοί οποιουδήποτε καθεστώτος, ανεξαρτήτου αποχρώσεως, για να στηρίξουν σχεδιασμούς που έρχονται να μεταβάλλουν άρδην το λεγόμενο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, αλλά και να επέμβουν στα λεγόμενα ταυτοτικά ζητήματα.
Η αποσιώπηση, φερ’ ειπείν, ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος, κρίνεται συχνά απαραίτητη για την κατασκευή και την επιβολή της λεγόμενης εθνικής μνήμης. Την τακτική αυτή την επέλεξε σταθερά το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο μεταπολιτευτικά, συντασσόμενες με την επανενσωμάτωση του ΚΚΕ και την αναγνώρισή του ως μιας σταθεροποιητικής συνιστώσας του πολιτικού συστήματος. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινήθηκε λίγο αργότερα και η αναγνώριση της «εθνικής αντίστασης» από το ΠΑΣΟΚ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις «παραδόσεις». Προβάλλονται ακρωτηριασμένες για τουριστικούς λόγους και εξαφανίζονται στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού. Ο Κομφούκιος βέβαια (551-479 π.Χ.) θεωρούσε ότι το λι (η σωστή συμπεριφορά) και το ζεν (καλωσύνη) πηγάζουν από την εκτίμηση των παραδόσεων και των εθίμων. Βέβαια, αν πει κάποιος στις μέρες μας επί καθεστώτος Τσίπρα ότι η σωστή συμπεριφορά και η καλωσύνη πηγάζουν από την εκτίμηση των παραδόσεων και των εθίμων μάλλον θα χαρακτηριστεί συλλήβδην φασίστας. Εκτός και αν ήταν και ο Κομφούκιος κρυπτοφασίστας Σύμφωνα με την Άννα Φραγκουδάκη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας «Αυτό το τελευταίο θέµα, της διαµόρφωσης µιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας η οποία θα εκπροσωπεί τους πολίτες της καινούριας στην ιστορία ενωµένης Eυρώπης ως δεύτερη ταυτότητα δίπλα στην εθνική τους, είναι πολύ σηµαντικό. ∆εν είναι καθόλου δεδοµένη η συναίνεση στο τι σηµαίνει ευρωπαϊκή ταυτότητα του µέλλοντος ούτε ποια είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που πρέπει να καλλιεργήσουν οι θεσµοί, και ιδίως το σχολείο, δίπλα στην εθνική ταυτότητα και κουλτούρα των νέων γενεών.»
Για να κατανοήσουμε, όμως, σε ποια ακριβώς κατεύθυνση κινούνται οι κυρίαρχες μερίδες στο σύγχρονο ελλαδικό κράτος θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας τον λόγο των διανοούμενων και το ιστορικό της λειτουργικής τους ενσωμάτωσης όχι στο τρέχον διάστημα της λεγόμενης κρίσης, αλλά ήδη από τους εκσυγχρονιστικούς καιρούς της δεκαετίας του ’90.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μπελαντή «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του “αριστερού εκσυγχρονισμού”. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν –κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουγκ– απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την “εκσυγχρονιστική” κρατική πολιτική. Έχουμε, έτσι, μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην “καρδιά” του κράτους». («Η “στροφή” των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του “εκσυγχρονισμού” στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος-Ιούνιος 1997).
Αυτή ακριβώς η ιδεολογική ηγεμονία, όπως προσθέτει και ο Νίκος Πουλαντζάς, «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί δια μέσου μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου». (βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι).
Αυτή ακριβώς η μετατόπιση στον σκληρό πυρήνα του κράτους δεν έρχεται σε μια «ανύποπτη» στιγμή πολιτισμικά, που σημαδεύεται αποκλειστικά από την εκπλήρωση της ένταξης στον επίσης σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ το 2001. Η επιλογή τού εθελούσιου εγκλεισμού στο χρυσό κλουβί της δεκαετίας του ’90 προϋπέθετε για πολλούς ανθρώπους την αποξένωση και από αυτές τις τελευταίες ενθυμήσεις μιας άλλης ζωής, που πλέον σιγοέσβηνε στις τελευταίες διηγήσεις των μεγαλυτέρων που περιέγραφαν «την καλωσύνη», «την σωστή συμπεριφορά», την «κοινοτική ζωή», την «αγάπη για τον τόπο που μεγάλωσαν», «το παρελθόν που νοσταλγούσαν», «την πατρίδα που αγαπούσαν και πολέμησαν γι’ αυτήν», ενάντια σε κατακτητές αριστερούς και δεξιούς…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 190, Φεβρουάριος 2019
via
olalathos
Δεν μπορούν καθόλου να την αλλάξουν παρά με τίμημα βίαιες επαναστάσεις, και μόνο αφού η πεποίθηση έχει χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά την εξουσία της πάνω στις ψυχές. Οι επαναστάσεις χρησιμεύουν τότε για να αποκρούσουν ολοκληρωτικά πεποιθήσεις, που σχεδόν είναι εγκαταλελειμμένες ήδη, αλλά τις οποίες ο ζυγός της συνήθειας εμπόδιζε να εγκαταλειφθούν ολοκληρωτικά. Οι επαναστάσεις που αρχίζουν είναι στην πραγματικότητα πεποιθήσεις που τελειώνουν". (Gustav Le Bon, Η ψυχολογία των μαζών)
«Οι προβλέψεις του μέλλοντος ουδέποτε είναι κάτι περισσότερο από προβολές αυτόματων διαδικασιών και διεργασιών του παρόντος, δηλαδή συγκυριών που είναι πιθανό να λάβουν χώρα αν οι άνθρωποι δεν δράσουν και αν τίποτε το απροσδόκητο δεν συμβεί
Έχει ειπωθεί και δικαιολογημένα ότι ένα μυρμήγκι, που θα είχε το χρόνο μπροστά του θα μπορούσε να ισοπεδώσει το Λευκό Όρος. Ο Gustav Le Bon αναλογιζόμενος την επίδραση του χρόνου στη γένεση των ιδεών των μαζών υποστηρίζει ότι ο χρόνος κρατεί υπό την εξάρτησή του τις μεγάλες δυνάμεις (όπως η φυλή), που αποκτούν εξ αιτίας του δύναμη και εξ αιτίας του την χάνουν, ενώ επίσης ο χρόνος είναι εκείνος που προετοιμάζει τις ιδέες και τις πεποιθήσεις, το έδαφος που θα φυτρώσουν και θα καλλιεργηθούν. Πρόσθετε, επίσης, ότι ο χρόνος συσσωρεύει το τεράστιο απόθεμα πεποιθήσεων και σκέψεων, πάνω στο οποίο γεννιούνται οι ιδέες μιας εποχής και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει πάντα να ανατρέχουμε στο παρελθόν για να κατανοήσουμε την γένεσή τους.
Η κυριαρχία δεν επιβάλλεται μόνο δια μέσου της άμεσης βίας. Αυτονόητο μεν, αλλά αναγκαίο να το επαναλαμβάνουμε. Η αποτελεσματικότητα της έμμεσης βίας, όχι μόνο είναι αναγνωρισμένη από τους κάθε λογής τεχνικούς της εξουσίας, αλλά και ιδιαίτερα προβεβλημένη στον κατάλογο των επιλογών της. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί λόγου χάρη, που διαθέτουν οι κυρίαρχοι λειτουργούν πρώτα απ’ όλα σε βάθος χρόνου, αφού κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο στην αργή, αλλά σταθερή επίδραση και τελικά στην επιβολή τους.
Η κυριαρχία ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιεί μια καθαρή και απλή μέθοδο: την διαβεβαίωση. Η διαβεβαίωση ακόμα και αν είναι κατάφωρα ψευδής, ανεδαφική, ανεπαρκής, στερημένη από τεκμήρια και αποδείξεις, έρχεται να μουδιάσει στην κυριολεξία τα μυαλά των ανθρώπων, να προβάλλει μια απλή εικόνα, που οφείλουμε να αποθηκεύσουμε στην συνείδησή μας. Φθάνει να απουσιάζει πλήρως το κριτικό πνεύμα, που γεννά αντιρρήσεις, αμφισβητήσεις και ανυποταξία. Η διαφήμιση, άλλωστε, αλλά και γενικότερα οι αρχές της προπαγάνδας, στηρίζονται ακριβώς σ’ αυτή την διαπίστωση. Ο Γουίλλιαμ Φώκνερ έλεγε ότι «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν παρελθόν». Η εξουσία διαβεβαιώνει: το παρελθόν δεν υπάρχει εάν εγώ το επιθυμώ, εάν εγώ θέλω να λησμονήσετε, εάν εγώ εξυπηρετούμαι από την σιωπή όλων σας.
Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινούνται οι ιδεολογικοί μηχανισμοί οποιουδήποτε καθεστώτος, ανεξαρτήτου αποχρώσεως, για να στηρίξουν σχεδιασμούς που έρχονται να μεταβάλλουν άρδην το λεγόμενο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, αλλά και να επέμβουν στα λεγόμενα ταυτοτικά ζητήματα.
Η αποσιώπηση, φερ’ ειπείν, ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος, κρίνεται συχνά απαραίτητη για την κατασκευή και την επιβολή της λεγόμενης εθνικής μνήμης. Την τακτική αυτή την επέλεξε σταθερά το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος, αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο μεταπολιτευτικά, συντασσόμενες με την επανενσωμάτωση του ΚΚΕ και την αναγνώρισή του ως μιας σταθεροποιητικής συνιστώσας του πολιτικού συστήματος. Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση κινήθηκε λίγο αργότερα και η αναγνώριση της «εθνικής αντίστασης» από το ΠΑΣΟΚ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις «παραδόσεις». Προβάλλονται ακρωτηριασμένες για τουριστικούς λόγους και εξαφανίζονται στο όνομα της προόδου και του εκσυγχρονισμού. Ο Κομφούκιος βέβαια (551-479 π.Χ.) θεωρούσε ότι το λι (η σωστή συμπεριφορά) και το ζεν (καλωσύνη) πηγάζουν από την εκτίμηση των παραδόσεων και των εθίμων. Βέβαια, αν πει κάποιος στις μέρες μας επί καθεστώτος Τσίπρα ότι η σωστή συμπεριφορά και η καλωσύνη πηγάζουν από την εκτίμηση των παραδόσεων και των εθίμων μάλλον θα χαρακτηριστεί συλλήβδην φασίστας. Εκτός και αν ήταν και ο Κομφούκιος κρυπτοφασίστας Σύμφωνα με την Άννα Φραγκουδάκη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας «Αυτό το τελευταίο θέµα, της διαµόρφωσης µιας νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας η οποία θα εκπροσωπεί τους πολίτες της καινούριας στην ιστορία ενωµένης Eυρώπης ως δεύτερη ταυτότητα δίπλα στην εθνική τους, είναι πολύ σηµαντικό. ∆εν είναι καθόλου δεδοµένη η συναίνεση στο τι σηµαίνει ευρωπαϊκή ταυτότητα του µέλλοντος ούτε ποια είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που πρέπει να καλλιεργήσουν οι θεσµοί, και ιδίως το σχολείο, δίπλα στην εθνική ταυτότητα και κουλτούρα των νέων γενεών.»
Για να κατανοήσουμε, όμως, σε ποια ακριβώς κατεύθυνση κινούνται οι κυρίαρχες μερίδες στο σύγχρονο ελλαδικό κράτος θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας τον λόγο των διανοούμενων και το ιστορικό της λειτουργικής τους ενσωμάτωσης όχι στο τρέχον διάστημα της λεγόμενης κρίσης, αλλά ήδη από τους εκσυγχρονιστικούς καιρούς της δεκαετίας του ’90.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μπελαντή «Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία, παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του “αριστερού εκσυγχρονισμού”. Τα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν –κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουγκ– απ’ τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά απ’ αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων μ’ αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός αριστερού think tank γύρω απ’ την “εκσυγχρονιστική” κρατική πολιτική. Έχουμε, έτσι, μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων απ’ την περιφέρεια του κράτους, από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και από τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην “καρδιά” του κράτους». («Η “στροφή” των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του “εκσυγχρονισμού” στους αριστερούς διανοούμενους», περιοδικό «Θέσεις» τεύχος 59, Απρίλιος-Ιούνιος 1997).
Αυτή ακριβώς η ιδεολογική ηγεμονία, όπως προσθέτει και ο Νίκος Πουλαντζάς, «υποδηλώνει το ρόλο μιας κυρίαρχης τάξης, η οποία, δια μέσου των διανοουμένων της), κατορθώνει να κάνει αποδεκτή απ’ το σύνολο μιας κοινωνίας την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή της και έτσι να διοικεί δια μέσου μιας εξαρτημένης συναίνεσης μάλλον, παρά να κυριαρχεί με τη στενή έννοια του όρου». (βλ. Νίκος Πουλαντζάς, Για τον Γκράμσι).
Αυτή ακριβώς η μετατόπιση στον σκληρό πυρήνα του κράτους δεν έρχεται σε μια «ανύποπτη» στιγμή πολιτισμικά, που σημαδεύεται αποκλειστικά από την εκπλήρωση της ένταξης στον επίσης σκληρό πυρήνα της ΟΝΕ το 2001. Η επιλογή τού εθελούσιου εγκλεισμού στο χρυσό κλουβί της δεκαετίας του ’90 προϋπέθετε για πολλούς ανθρώπους την αποξένωση και από αυτές τις τελευταίες ενθυμήσεις μιας άλλης ζωής, που πλέον σιγοέσβηνε στις τελευταίες διηγήσεις των μεγαλυτέρων που περιέγραφαν «την καλωσύνη», «την σωστή συμπεριφορά», την «κοινοτική ζωή», την «αγάπη για τον τόπο που μεγάλωσαν», «το παρελθόν που νοσταλγούσαν», «την πατρίδα που αγαπούσαν και πολέμησαν γι’ αυτήν», ενάντια σε κατακτητές αριστερούς και δεξιούς…
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 190, Φεβρουάριος 2019
via
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Νταβίντ Λουίζ ανανεώνει με την Τσέλσι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ