2019-05-30 14:00:00
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27η Μαΐου 2019
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ «ΑΛΥΤΟΥ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ»
Η θρησκευτικότητα είναι ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα στην ανθρώπινη ιστορία.
Μελετώντας την πορεία του ανθρωπίνου γένους, διαπιστώνουμε πως, ένα από τα πλέον σταθερά στοιχεία του είναι το θρησκευτικό φαινόμενο, η ακαταμάχητη τάση του ανθρώπου να θρησκεύει, η έμφυτη ανάγκη του να εξαρτά την ύπαρξή του από μια οντότητα ανώτερη της ιδικής του φύσεως. Η θρησκεία είναι πανταχού παρούσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, έτσι ώστε να είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ανθρώπινη ζωή. Είναι γνωστό το περίφημο απόφθεγμα του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Πλουτάρχου (46-127 μ. Χ.), (σε μετάφραση), ότι: «Ταξιδεύοντας θα μπορούσες να βρεις και πόλεις χωρίς τείχη, γράμματα, βασιλείς, σπίτια, χρήματα, που δε χρειάζονται νομίσματα, που τους λείπουν θέατρα και γυμναστήρια, δεν υπάρχει όμως ούτε έχει υπάρξει κανείς που να είδε κάποια πόλη χωρίς ιερά και θεούς, που δε χρησιμοποιεί ευχές, όρκους, μαντείες ή θυσίες για καλό σκοπό ή για την αποτροπή των κακών» (Πλούταρχος, Προς Κολώτην Επικούρειον, 1126, D-E)
. Tο φαινόμενο της Θρησκείας γίνεται αντικείμενο επιστημονικής έρευνας ήδη από τον 19ον αιώνα, με τους δύο μεγάλους θεμελιωτές της κοινωνιολογίας της Θρησκείας, τον Emile Durkheim, (1858-1917), και τον Max Weber, (1864-1920). Οι δύο αυτοί επιστήμονες προσπάθησαν να ερευνήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο ως προς τις εξωτερικές εκφάνσεις του, ως προς συλλειτουργία του με τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και ως προς το ρόλο του, να δώσει ένα υπερβατικό και καθολικό νόημα στη ζωή του ανθρώπου.
Ωστόσο παρά το ότι το φαινόμενο της θρησκείας έχει μια αναμφισβήτητη καθολικότητα και επηρεάζει βαθύτατα τα ανθρώπινα πρόσωπα και τις κοινωνίες, από τον 18ον αιώνα και εντεύθεν εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας δύο μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, και το γνήσιο πνευματικό τέκνο του, ο άθεος διαλεκτικός υλισμός, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων υπήρξε η αποστροφή και η εχθρότητα προς τον Χριστιανισμό και γενικότερα προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Εξ’ αυτών το μεν πρώτο, αφού θεοποίησε τον ανθρώπινο νου και ανήγαγε τον άνθρωπο σε απολυτότητα, στράφηκε κατά της θρησκείας, θεωρώντας την ως «ξεπερασμένο φαινόμενο», ως σύμπτωμα «ανωριμότητας»και ως «ανασταλτικό παράγοντα» της προόδου και της ευημερίας του ανθρώπου. Το δε δεύτερο την θεώρησε ως «όπιο του λαού», ως κατασκεύασμα του ανθρώπου, ως «φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας». Και τα δύο αυτά αθεϊστικά και φιλοσοφικά ρεύματα προσπάθησαν να «απελευθερώσουν», όπως ισχυρίζονται, το σύγχρονο άνθρωπο από αυτή την απατηλή κατάσταση, επαγγελλόμενοι την επιστήμη, η οποία θα «εξαφανίσει» τις ατομικές και κοινωνικές παθογένειες και μαζί τους την θρησκεία.
Σχετικά πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», (26-4-2019), άρθρο του κ. Θανάση Γιαλκέτση, με τίτλο: «Το άλυτο αίνιγμα της θρησκείας». Ο συντάκτης παραθέτει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ρεμί Μπραγκ, φιλοσόφου και ιστορικού των θρησκειών και ομοτίμου καθηγητού στη Σορβόνη, με τίτλο «Sur la religion», (Γύρω από τη θρησκεία). Παίρνει αφορμή από την έξαρση της «θρησκευτικότητας»των αγίων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος και προσπαθεί να «ρίξει φως» στο «άλυτο αίνιγμα της θρησκείας», με την παράθεση του εν λόγω αποσπάσματος. Ωστόσο και για τον Γάλλο ερευνητή το θρησκευτικό φαινόμενο παραμένει ένα «άλυτο αίνιγμα». Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στο κείμενό του παραθέτει απλώς μια σειρά από θέσεις και απόψεις άλλων κοινωνιολόγων και ερευνητών περί θρησκείας, τελείως διαφοροποιημένες η μία από την άλλη, ή και αντικρουόμενες μεταξύ τους, χωρίς να προχωρεί σε κάποια, έστω, κριτική αξιολόγηση των εν λόγω θέσεων. Χωρίς να είναι σε θέση να μας πληροφορήσει, ποια από όλες αυτές τις θέσεις, κατά τη γνώμη του, πλησιάζει περισσότερο προς την αλήθεια. Αλλά, προ πάντων και κυρίως, χωρίς να μπορεί και ο ίδιος ακόμη να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα και να μας πληροφορήσει, με βάση τις δικές του επιστημονικές έρευνες, ποια είναι η προσωπική του άποψη γύρω από το θρησκευτικό φαινόμενο. Βρίσκεται σε ένα πραγματικό αδιέξοδο. Ψηλαφάει μέσα στο σκοτάδι.
Για να πάρει μια γεύση ο αναγνώσττης παραθέτουμε μερικές από αυτές τις απόψεις:
«Aν θέλουμε να ανατρέξουμε στην έννοια των θρησκευτικών φαινομένων, δεν μπορούμε να τα ορίσουμε ξεκινώντας από την αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Πράγματι, στην πρώτη περίπτωση, η ‘θρησκεία’ που ορίζουμε ως ‘φυσική’ παραπέμπει στη στάση του ανθρώπινου υποκειμένου, στη ‘θρησκευτικότητα’. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, αυτό που θεωρείται ‘εξ’ αποκαλύψεως’ παραπέμπει στο περιεχόμενο που προτείνεται στην πίστη». «Η θρησκεία γίνεται μια θεωρητική έννοια με τον λουθηρανό θεολόγο και φιλόσοφο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ. Στο έργο του ‘Λόγοι για τη θρησκεία’, που δημοσιεύτηκε ανώνυμο το 1802, αντιτίθεται στον ριζοσπαστικό Διαφωτισμό και στις συνέπειές του στη μετεπαναστατική Ευρώπη και αναλαμβάνει την υπεράσπιση της θρησκείας κατανοώντας την όχι ως σκέψη ούτε ως δράση, αλλά ως ‘ενόραση και συναίσθημα’, ως ‘αίσθηση και προτίμηση για το άπειρο’». «Πολλοί μελετητές ισχυρίστηκαν ότι είχαν βρει την ουσία της θρησκείας σε ένα ορισμένο συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα έπρεπε να εξηγεί τόσο την προέλευση της θρησκείας όσο και την πρακτική της». «Στην αρχαιότητα αυτή η προσέγγιση είχε ένα κριτικό νόημα. Συχνά εντοπίζουμε τις απαρχές της θρησκείας στον φόβο και, για να φωτίσουμε αυτή τη θεωρία, δεν παραλείπουμε να αναφέρουμε έναν λατινικό στίχο του 1ου μ.Χ. αιώνα, που βρίσκουμε στον Στάτιο και στον Πετρώνιο: ‘Ο φόβος ήταν αυτός που πρώτος δημιούργησε τους θεούς στον κόσμο’». «Υποτίθεται ότι η θρησκεία θα ήταν μια αντίδραση στην αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως η βροντή, ο κεραυνός ή και ο θάνατος». «Θεώρησαν ότι το ιδιαίτερο αντικείμενό του είναι το ιερό. Ο Ρούντολφ Οτο εξέφρασε τα χαρακτηριστικά του με λατινικούς όρους: mysterium, tremendum et fascinans». «Έτσι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι και ο βουδισμός αποτελεί θρησκεία, παρά την απουσία της ιδέας του θεού». «Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι και ο αθεϊσμός μπορεί να γεννήσει κάτι παρόμοιο με «μυστικισμό». Αυτή είναι η περίπτωση των ιδεολογιών των ολοκληρωτικών καθεστώτων εθνικοσοσιαλιστικού ή λενινιστικού τύπου στον εικοστό αιώνα, που θεωρούνται μερικές φορές ‘κοσμικές θρησκείες’ ή ‘πολιτικές θρησκείες’».
Οι παρά πάνω θέσεις και απόψεις των ερευνητών, κατά την ταπεινή μας γνώμη, απηχούν είτε την ιδεολογία του άθεου ευρωπαϊκού διαφωτισμού, είτε του άθεου διαλεκτικού υλισμού, είτε του θεϊσμού, όπως στην περίπτωση του Φρίντριχ Σλάιερμαχερ, ο οποίος απορρίπτει τον Διαφωτισμό εξ’ ίσου με τον Χριστιανισμό και καταλήγει στην παραδοχή ενός απροσδιόριστου θεού, τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει με την «ενόραση και το συναίσθημα».
Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα: Εν μέσω όλων αυτών των, εν πολλοίς αντικρουομένων θέσεων και απόψεων, τι έχει να μας απαντήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία γύρω από το θρησκευτικό φαινόμενο; Με πολύ σύντομο και συνοπτικό τρόπο θα προσπαθήσουμε με βάση την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, να δώσουμε κάποια απάντηση στο παρά πάνω ερώτημα. Κατ’ αρχήν το φαινόμενο της θρησκείας είναι ένα μεταπτωτικό φαινόμενο. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε την αφετηρία του θα πρέπει να ανατρέξουμε στην αρχή της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, τον Αδάμ και την Εύα. Οι πρωτόπλαστοι στον κήπο της Εδέμ δεν είχαν ανάγκη της θρησκείας, δεν είχαν θρησκεία, διότι αισθάνονταν μέσα τους την παρουσία του Θεού. Δεν χρειάζονταν επικλήσεις και τελετουργίες για να έρθουν σε επαφή με τον Θεό, διότι ζούσαν συνεχώς εν τω Θεώ, συνομιλούσαν άμεσα με τον Θεό και απολάμβαναν άρρητη χαρά και ευφροσύνη. Όταν όμως αμάρτησαν και εξορίστηκαν από τον παράδεισο, έπαυσαν πλέον να βρίσκονται σε κοινωνία με τον Θεό, έφυγε από μέσα τους η ζωοποιός Χάρις του αγίου Πνεύματος και έτσι έγινε αισθητή η απουσία του Θεού από τη ζωή τους. Έμεινε όμως η ανάμνηση της προηγούμενης μακαριότητος και εν Θεώ κοινωνίας που είχαν μέσα στον παράδεισο. Αυτή η ανάμνηση, η οποία ήταν ζωντανή όχι μόνον στον Αδάμ, αλλά και σ’ όλους τους απογόνους του, γεννούσε μέσα τους την νοσταλγία και τον πόθο να επανασυνδεθούν με τον Θεό, να έλθουν και πάλι σε κοινωνία με τον Θεό, με τις δικές τους τώρα δυνάμεις. Ωστόσο αφ’ ενός η απουσία της Χάριτος και αφ’ ετέρου η προϊούσα αποστασία των ανθρώπων από τον Θεό, λόγω των αμαρτιών των, έφερε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα τον σκοτισμό της ψυχής των. Ο δε σκοτισμός της ψυχής οδήγησε σε λάθος τρόπο αναζητήσεως και επικοινωνίας με τον Θεό. Έτσι έφθασε ο άνθρωπος να λατρεύει τα κτίσματα παρά τον Κτίστη, τον οποίο αντικατάστησε με άψυχα και νεκρά είδωλα, φτιαγμένα από χρυσό, ή άργυρο, ή άλλους πολύτιμους λίθους. Και όπως λέγει ο Παύλος: «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν, ή ευχαρίστησαν, αλλ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών», (Ρωμ.1,21-23). Επομένως λοιπόν οι θρησκείες, έτσι όπως τις γνωρίζουμε, είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, με τρομακτικές ατέλειες, ώστε συχνά να γίνονται αιτία, συμφορών για την ανθρωπότητα. Αντί να βοηθούν τον άνθρωπο να αναχθεί στο Θεό, τον παρασύρουν σε πρακτικές βλαπτικές και συχνά ολέθριες γι’ αυτόν (δεισιδαιμονία, ανορθολογισμός, ανθρωποθυσίες, ποικίλη εκμετάλλευση, θρησκευτικοί πόλεμοι εν ονόματι του Θεού, μίση, αντικοινωνικές καταστάσεις).
Ήρθε όμως ο Χριστός στον κόσμο και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού απέδειξε ότι δεν είναι μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός με πλήθος θαυμάτων και προ παντός με την ανάστασή Του, ίδρυσε την Εκκλησία Του, για να καταργήσει κάθε θρησκεία και κάθε απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να αυτολυτρωθεί. Έγινε Εκείνος «λύτρον αντί πολλών» (Ματθ.20.28), για να απολυτρώσει τον πεσόντα άνθρωπο. Αν οι θρησκείες του κόσμου είναι οι ανεπιτυχείς προσπάθειες των ανθρώπων να πλησιάσουν στον Θεό και να ενωθούν μαζί του, η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, το οποίο, μόνο αυτό, μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο στον αληθινό Θεό. Είναι η «καινή κτίσις» (Γαλ.6,15), κατά τον απόστολο Παύλο, ο καινούριος κόσμος του Θεού, ο οποίος ήρθε να εκτοπίσει τον παλαιό πτωτικό κόσμο, τον κόσμο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Αυτή λοιπόν είναι η λύση του «αινίγματος της θρησκείας». Έξω από αυτή τη βιβλική «λύση» δεν υπάρχει άλλη «λύση», απλούστατα διότι δεν υπάρχει κανένας άλλος, εκτός από τον Χριστό, που νίκησε τον θάνατο. Μόνον ο Χριστός με την ανάστασή του απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός και επεκύρωσε με την διδασκαλία του τα βιβλικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης που μας δίνουν απάντηση στο ανθρωπίνως «αίνιγμα της Θρησκείας». Κάτι βέβαια που δεν είναι σε θέση να δουν οι άθεοι και οι πολέμιοι της Εκκλησίας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
thriskeftika
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 27η Μαΐου 2019
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ «ΑΛΥΤΟΥ ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ»
Η θρησκευτικότητα είναι ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα στην ανθρώπινη ιστορία.
Μελετώντας την πορεία του ανθρωπίνου γένους, διαπιστώνουμε πως, ένα από τα πλέον σταθερά στοιχεία του είναι το θρησκευτικό φαινόμενο, η ακαταμάχητη τάση του ανθρώπου να θρησκεύει, η έμφυτη ανάγκη του να εξαρτά την ύπαρξή του από μια οντότητα ανώτερη της ιδικής του φύσεως. Η θρησκεία είναι πανταχού παρούσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, έτσι ώστε να είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ανθρώπινη ζωή. Είναι γνωστό το περίφημο απόφθεγμα του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Πλουτάρχου (46-127 μ. Χ.), (σε μετάφραση), ότι: «Ταξιδεύοντας θα μπορούσες να βρεις και πόλεις χωρίς τείχη, γράμματα, βασιλείς, σπίτια, χρήματα, που δε χρειάζονται νομίσματα, που τους λείπουν θέατρα και γυμναστήρια, δεν υπάρχει όμως ούτε έχει υπάρξει κανείς που να είδε κάποια πόλη χωρίς ιερά και θεούς, που δε χρησιμοποιεί ευχές, όρκους, μαντείες ή θυσίες για καλό σκοπό ή για την αποτροπή των κακών» (Πλούταρχος, Προς Κολώτην Επικούρειον, 1126, D-E)
Ωστόσο παρά το ότι το φαινόμενο της θρησκείας έχει μια αναμφισβήτητη καθολικότητα και επηρεάζει βαθύτατα τα ανθρώπινα πρόσωπα και τις κοινωνίες, από τον 18ον αιώνα και εντεύθεν εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας δύο μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, και το γνήσιο πνευματικό τέκνο του, ο άθεος διαλεκτικός υλισμός, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων υπήρξε η αποστροφή και η εχθρότητα προς τον Χριστιανισμό και γενικότερα προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Εξ’ αυτών το μεν πρώτο, αφού θεοποίησε τον ανθρώπινο νου και ανήγαγε τον άνθρωπο σε απολυτότητα, στράφηκε κατά της θρησκείας, θεωρώντας την ως «ξεπερασμένο φαινόμενο», ως σύμπτωμα «ανωριμότητας»και ως «ανασταλτικό παράγοντα» της προόδου και της ευημερίας του ανθρώπου. Το δε δεύτερο την θεώρησε ως «όπιο του λαού», ως κατασκεύασμα του ανθρώπου, ως «φαντασιακή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας». Και τα δύο αυτά αθεϊστικά και φιλοσοφικά ρεύματα προσπάθησαν να «απελευθερώσουν», όπως ισχυρίζονται, το σύγχρονο άνθρωπο από αυτή την απατηλή κατάσταση, επαγγελλόμενοι την επιστήμη, η οποία θα «εξαφανίσει» τις ατομικές και κοινωνικές παθογένειες και μαζί τους την θρησκεία.
Σχετικά πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητος στην «Εφημερίδα των Συντακτών», (26-4-2019), άρθρο του κ. Θανάση Γιαλκέτση, με τίτλο: «Το άλυτο αίνιγμα της θρησκείας». Ο συντάκτης παραθέτει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ρεμί Μπραγκ, φιλοσόφου και ιστορικού των θρησκειών και ομοτίμου καθηγητού στη Σορβόνη, με τίτλο «Sur la religion», (Γύρω από τη θρησκεία). Παίρνει αφορμή από την έξαρση της «θρησκευτικότητας»των αγίων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδος και προσπαθεί να «ρίξει φως» στο «άλυτο αίνιγμα της θρησκείας», με την παράθεση του εν λόγω αποσπάσματος. Ωστόσο και για τον Γάλλο ερευνητή το θρησκευτικό φαινόμενο παραμένει ένα «άλυτο αίνιγμα». Και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι στο κείμενό του παραθέτει απλώς μια σειρά από θέσεις και απόψεις άλλων κοινωνιολόγων και ερευνητών περί θρησκείας, τελείως διαφοροποιημένες η μία από την άλλη, ή και αντικρουόμενες μεταξύ τους, χωρίς να προχωρεί σε κάποια, έστω, κριτική αξιολόγηση των εν λόγω θέσεων. Χωρίς να είναι σε θέση να μας πληροφορήσει, ποια από όλες αυτές τις θέσεις, κατά τη γνώμη του, πλησιάζει περισσότερο προς την αλήθεια. Αλλά, προ πάντων και κυρίως, χωρίς να μπορεί και ο ίδιος ακόμη να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα και να μας πληροφορήσει, με βάση τις δικές του επιστημονικές έρευνες, ποια είναι η προσωπική του άποψη γύρω από το θρησκευτικό φαινόμενο. Βρίσκεται σε ένα πραγματικό αδιέξοδο. Ψηλαφάει μέσα στο σκοτάδι.
Για να πάρει μια γεύση ο αναγνώσττης παραθέτουμε μερικές από αυτές τις απόψεις:
«Aν θέλουμε να ανατρέξουμε στην έννοια των θρησκευτικών φαινομένων, δεν μπορούμε να τα ορίσουμε ξεκινώντας από την αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Πράγματι, στην πρώτη περίπτωση, η ‘θρησκεία’ που ορίζουμε ως ‘φυσική’ παραπέμπει στη στάση του ανθρώπινου υποκειμένου, στη ‘θρησκευτικότητα’. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, αυτό που θεωρείται ‘εξ’ αποκαλύψεως’ παραπέμπει στο περιεχόμενο που προτείνεται στην πίστη». «Η θρησκεία γίνεται μια θεωρητική έννοια με τον λουθηρανό θεολόγο και φιλόσοφο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ. Στο έργο του ‘Λόγοι για τη θρησκεία’, που δημοσιεύτηκε ανώνυμο το 1802, αντιτίθεται στον ριζοσπαστικό Διαφωτισμό και στις συνέπειές του στη μετεπαναστατική Ευρώπη και αναλαμβάνει την υπεράσπιση της θρησκείας κατανοώντας την όχι ως σκέψη ούτε ως δράση, αλλά ως ‘ενόραση και συναίσθημα’, ως ‘αίσθηση και προτίμηση για το άπειρο’». «Πολλοί μελετητές ισχυρίστηκαν ότι είχαν βρει την ουσία της θρησκείας σε ένα ορισμένο συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα έπρεπε να εξηγεί τόσο την προέλευση της θρησκείας όσο και την πρακτική της». «Στην αρχαιότητα αυτή η προσέγγιση είχε ένα κριτικό νόημα. Συχνά εντοπίζουμε τις απαρχές της θρησκείας στον φόβο και, για να φωτίσουμε αυτή τη θεωρία, δεν παραλείπουμε να αναφέρουμε έναν λατινικό στίχο του 1ου μ.Χ. αιώνα, που βρίσκουμε στον Στάτιο και στον Πετρώνιο: ‘Ο φόβος ήταν αυτός που πρώτος δημιούργησε τους θεούς στον κόσμο’». «Υποτίθεται ότι η θρησκεία θα ήταν μια αντίδραση στην αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως η βροντή, ο κεραυνός ή και ο θάνατος». «Θεώρησαν ότι το ιδιαίτερο αντικείμενό του είναι το ιερό. Ο Ρούντολφ Οτο εξέφρασε τα χαρακτηριστικά του με λατινικούς όρους: mysterium, tremendum et fascinans». «Έτσι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι και ο βουδισμός αποτελεί θρησκεία, παρά την απουσία της ιδέας του θεού». «Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι και ο αθεϊσμός μπορεί να γεννήσει κάτι παρόμοιο με «μυστικισμό». Αυτή είναι η περίπτωση των ιδεολογιών των ολοκληρωτικών καθεστώτων εθνικοσοσιαλιστικού ή λενινιστικού τύπου στον εικοστό αιώνα, που θεωρούνται μερικές φορές ‘κοσμικές θρησκείες’ ή ‘πολιτικές θρησκείες’».
Οι παρά πάνω θέσεις και απόψεις των ερευνητών, κατά την ταπεινή μας γνώμη, απηχούν είτε την ιδεολογία του άθεου ευρωπαϊκού διαφωτισμού, είτε του άθεου διαλεκτικού υλισμού, είτε του θεϊσμού, όπως στην περίπτωση του Φρίντριχ Σλάιερμαχερ, ο οποίος απορρίπτει τον Διαφωτισμό εξ’ ίσου με τον Χριστιανισμό και καταλήγει στην παραδοχή ενός απροσδιόριστου θεού, τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει με την «ενόραση και το συναίσθημα».
Εν προκειμένω τίθεται το ερώτημα: Εν μέσω όλων αυτών των, εν πολλοίς αντικρουομένων θέσεων και απόψεων, τι έχει να μας απαντήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία γύρω από το θρησκευτικό φαινόμενο; Με πολύ σύντομο και συνοπτικό τρόπο θα προσπαθήσουμε με βάση την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, να δώσουμε κάποια απάντηση στο παρά πάνω ερώτημα. Κατ’ αρχήν το φαινόμενο της θρησκείας είναι ένα μεταπτωτικό φαινόμενο. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε την αφετηρία του θα πρέπει να ανατρέξουμε στην αρχή της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους, στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, τον Αδάμ και την Εύα. Οι πρωτόπλαστοι στον κήπο της Εδέμ δεν είχαν ανάγκη της θρησκείας, δεν είχαν θρησκεία, διότι αισθάνονταν μέσα τους την παρουσία του Θεού. Δεν χρειάζονταν επικλήσεις και τελετουργίες για να έρθουν σε επαφή με τον Θεό, διότι ζούσαν συνεχώς εν τω Θεώ, συνομιλούσαν άμεσα με τον Θεό και απολάμβαναν άρρητη χαρά και ευφροσύνη. Όταν όμως αμάρτησαν και εξορίστηκαν από τον παράδεισο, έπαυσαν πλέον να βρίσκονται σε κοινωνία με τον Θεό, έφυγε από μέσα τους η ζωοποιός Χάρις του αγίου Πνεύματος και έτσι έγινε αισθητή η απουσία του Θεού από τη ζωή τους. Έμεινε όμως η ανάμνηση της προηγούμενης μακαριότητος και εν Θεώ κοινωνίας που είχαν μέσα στον παράδεισο. Αυτή η ανάμνηση, η οποία ήταν ζωντανή όχι μόνον στον Αδάμ, αλλά και σ’ όλους τους απογόνους του, γεννούσε μέσα τους την νοσταλγία και τον πόθο να επανασυνδεθούν με τον Θεό, να έλθουν και πάλι σε κοινωνία με τον Θεό, με τις δικές τους τώρα δυνάμεις. Ωστόσο αφ’ ενός η απουσία της Χάριτος και αφ’ ετέρου η προϊούσα αποστασία των ανθρώπων από τον Θεό, λόγω των αμαρτιών των, έφερε σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα τον σκοτισμό της ψυχής των. Ο δε σκοτισμός της ψυχής οδήγησε σε λάθος τρόπο αναζητήσεως και επικοινωνίας με τον Θεό. Έτσι έφθασε ο άνθρωπος να λατρεύει τα κτίσματα παρά τον Κτίστη, τον οποίο αντικατάστησε με άψυχα και νεκρά είδωλα, φτιαγμένα από χρυσό, ή άργυρο, ή άλλους πολύτιμους λίθους. Και όπως λέγει ο Παύλος: «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν, ή ευχαρίστησαν, αλλ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών», (Ρωμ.1,21-23). Επομένως λοιπόν οι θρησκείες, έτσι όπως τις γνωρίζουμε, είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, με τρομακτικές ατέλειες, ώστε συχνά να γίνονται αιτία, συμφορών για την ανθρωπότητα. Αντί να βοηθούν τον άνθρωπο να αναχθεί στο Θεό, τον παρασύρουν σε πρακτικές βλαπτικές και συχνά ολέθριες γι’ αυτόν (δεισιδαιμονία, ανορθολογισμός, ανθρωποθυσίες, ποικίλη εκμετάλλευση, θρησκευτικοί πόλεμοι εν ονόματι του Θεού, μίση, αντικοινωνικές καταστάσεις).
Ήρθε όμως ο Χριστός στον κόσμο και προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού απέδειξε ότι δεν είναι μόνον άνθρωπος, αλλά και Θεός με πλήθος θαυμάτων και προ παντός με την ανάστασή Του, ίδρυσε την Εκκλησία Του, για να καταργήσει κάθε θρησκεία και κάθε απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να αυτολυτρωθεί. Έγινε Εκείνος «λύτρον αντί πολλών» (Ματθ.20.28), για να απολυτρώσει τον πεσόντα άνθρωπο. Αν οι θρησκείες του κόσμου είναι οι ανεπιτυχείς προσπάθειες των ανθρώπων να πλησιάσουν στον Θεό και να ενωθούν μαζί του, η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, το οποίο, μόνο αυτό, μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο στον αληθινό Θεό. Είναι η «καινή κτίσις» (Γαλ.6,15), κατά τον απόστολο Παύλο, ο καινούριος κόσμος του Θεού, ο οποίος ήρθε να εκτοπίσει τον παλαιό πτωτικό κόσμο, τον κόσμο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Αυτή λοιπόν είναι η λύση του «αινίγματος της θρησκείας». Έξω από αυτή τη βιβλική «λύση» δεν υπάρχει άλλη «λύση», απλούστατα διότι δεν υπάρχει κανένας άλλος, εκτός από τον Χριστό, που νίκησε τον θάνατο. Μόνον ο Χριστός με την ανάστασή του απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός και επεκύρωσε με την διδασκαλία του τα βιβλικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης που μας δίνουν απάντηση στο ανθρωπίνως «αίνιγμα της Θρησκείας». Κάτι βέβαια που δεν είναι σε θέση να δουν οι άθεοι και οι πολέμιοι της Εκκλησίας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών
thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εργαζόμενοι ΟΑΣΘ και ΚΙΝΑΛ εναντίον Σπίρτζη..
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ