2019-08-09 20:53:00
Τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀπασχόλησί μας μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀρνηθήκαμε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταλείψαμε τὸν οἰκογενειακὸ βίο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁμαρτωλός.
Τὸν ἐγκαταλείψαμε, ἐπειδὴ θελήσαμε νὰ ἐκφράσωμε μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, τηροῦντες ἔτσι μὲ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ἐντολή. Κληθέντες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκολουθήσαμε τὴν φωνή Του γιὰ νὰ ἐφαρμόσωμε αὐτὴ τὴν ἐντολή.
Καὶ γιὰ νὰ εὕρωμε τὸν κατάλληλο χρόνο, τὸν ἀπερίσπαστο μᾶλλον, ἐβγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἀρνηθήκαμε τοὺς οἰκογενεῖς μας, ἀσχολούμενοι λεπτομερῶς μὲ τὴν ἐσωστρέφεια, ἐλέγχοντες τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων. Καὶ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ ἠμπορέσωμε νὰ νικήσωμε ὄχι μόνο τὴν πρακτικὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφανίσωμε ἀπὸ τὴν γέννησί της. Ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε πρακτικά, ἀλλὰ οὔτε κατὰ διάνοια νὰ ἔχωμε συνεργασία μὲ τὸ κακό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φθάναμε στὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἀνέφερε ὅτι: «Τὰ ἔξωθεν εἰσερχόμενα οὐ κοινοῦσι τὸν ἄνθρωπο», δηλαδὴ δὲν τὸν μολύνουν.
Ἐκεῖνα ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ μέσα τὸν κάνουν ἀκάθαρτο. «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αὐτὰ εἶναι τὰ περισσεύματα τῆς ἀκαθάρτου καρδίας τὰ ὁποῖα κινούμενα ἀπὸ μέσα πρὸς τὸ ἔξω, δημιουργοῦν τὸ σῶμα τῆς περιεκτικῆς κακοηθείας. Καὶ τότε καταρακώνεται ἡ ἐλευθερία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπὸ εὐγενὴς καὶ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» πλασμένος ποὺ εἶναι, γίνεται πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος. Ἐπειδὴ μετέχομε καὶ ἐμεῖς αὐτῆς τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως, ἐξήλθαμε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο. Κόσμο ὅταν λέμε δὲν ἐννοοῦμε τοὺς ἀνθρώπους. Κόσμος εἶναι τὸ σύστημα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἡ «ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἀφροσύνη καὶ γενικὰ ἡ ματαιοφροσύνη. Εὑρισκόμενοι τώρα ἐδῶ, προσέχαμε ἀκριβῶς στὸ νὰ γίνωμε «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», γιατὶ μονὸ ἔτσι θὰ ἴδωμε τὸν Θεό, ὅσο ἐπιτρέπεται βέβαια στὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ ἔχῃ ἐμπειρία τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα τῆς παλιγγενεσίας δὲν εἶναι ἡ μεταφορὰ τῶν ἀνθρώπων εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό. Αὐτὰ τὰ παραδέχονται οἱ ξένες ὁμολογίες: Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν μεταφέρεται εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό, οὔτε ἐπανέρχεται ἀπὸ μία ἐξορία σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. Αὐτὰ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μας γεννήματα, ἀλλὰ πεπλανημένες ἰδέες.
Ἡ κένωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου, μετέφερε στὴν ἀνθρώπινη φύσι τὴν θέωσι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μεταφέρεται διὰ τῆς Χάριτος - ἐὰν ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ νὰ πειθαρχῇ στὸ Θεῖο θέλημα- ὑποστατικὰ στὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό. Ὅπως μετέχει τὸ θετὸ παιδὶ στὴν περιουσία, στὸ ὄνομα καὶ στὴν προσωπικότητα τοῦ πατέρα του, ἐνῷ δὲν εἶναι φυσικὸ παιδί, ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ἂν καὶ δὲν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν υἱοθεσία ὅμως ἀπεκτήσαμε τὴν ἴδια θέσι, ποὺ ἔχει ἕνα φυσικὸ παιδί. Αὐτὸ γιὰ μᾶς λέγεται θεανθρωπισμός.
Αὐτὸ μᾶς ἔφερε στὴ γῆ ὁ Θεὸς Λόγος. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ πάτερ, ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί» καὶ «τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς», καὶ ἄλλου «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν», καὶ πάλι «ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». Καὶ ὅταν τοῦ ἐζήτησαν νὰ τοὺς μάθῃ νὰ προσεύχονται, κατ᾿ εὐθεῖαν τοὺς εἶπε: «Πάτερ, ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ὅμως αὐτὸ καὶ νὰ εἰσέλθωμε στοὺς κόλπους τῆς υἱοθεσίας, πρέπει νὰ προσέξωμε, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε, ἀλλὰ νὰ κτυπήσωμε τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτωλότητος, ὥστε καὶ μέσα στὴν διάνοιά μας νὰ μὴν ἔχῃ θέσι. Ὅταν καθαρίσῃ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἔρχεται τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατοικεῖ. Προσέξετε πῶς ὁ Ἰησοῦς μας τὸ ἀναφέρει. «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ Αὐτῷ ποιήσομεν». Κοιτάξετε τί λέει, «μονήν»· δὲν λέει ὅτι θὰ ἔλθωμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε, ὅπως κάνομε ἐμεῖς μιὰ ἐπίσκεψι, ἀλλὰ λέει ὅτι θὰ κάνωμε διαμονή. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεανθρωπισμός.
Ἡ ἀπαλλαγή μας ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν γίνεται αὐτομάτως ἀλλὰ σταδιακά, ὅπως γίνεται ἡ σωματικὴ αὔξησι. Μὲ τὴν ἐμμονή μας, σιγὰ-σιγὰ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Χάριτος μυστηριωδῶς ἡ κάθαρσι τῆς καρδιᾶς. Καθαρίζῃ πρῶτα ὁ νοῦς καὶ φωτίζεται, καὶ ἔτσι συλλαμβάνει καλὰ τὰ νοήματα καὶ δὲν πλανᾶται. Μετὰ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν νοημάτων καὶ τὴν τήρησι τῆς ἀκριβείας τῶν ἐντολῶν, καθαρίζεται καὶ ἡ καρδιά. Τότε εἰσέρχεται ἡ Θεία Χάρις μόνιμα καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ θεοφόρο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνῷ εἶναι ζωντανός, μετεφέρθη «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή». Αὐτὸ εἶναι ὁ ἁγιασμός. Τότε εἰς αὐτὸν δὲν λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Κοινωνεῖ μόνιμα μὲ τὴν θεία Χάρι καὶ εἰσέρχεται στὸ ὑπὲρ φύσι, οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ τὸ διορατικὸ ἢ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Δὲν φοβᾶται τὶς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στὴ θέσι τῆς υἱοθεσίας τὸν σκεπάζει ἡ θεία Χάρις· καὶ ὅταν κάποτε θὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θὰ κερδίσῃ τὶς ἀξίες τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός μας.
Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂν εἶστε λίγο προσεκτικοί, θὰ αἰσθανθῆτε περισσότερο τὴν ἐπίδρασι τῆς Χάριτος, διότι ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας, ὁ Χριστὸς χαρίζει πλουσιότερα τὰ δῶρα Του στὶς μεγάλες ἑορτές, σὰν μία ἰδιαίτερη εὐλογία. Ἀλλὰ ὑπάρχει λόγος στὸ νὰ μὴν εἴμεθα καὶ νὰ μὴν γίνωμε προσεκτικοί; Ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ στόχου μας! Πῶς νὰ μὴν γίνωμε εὐλαβεῖς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοὶ λάτρεις τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πιστεύομε ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ἀφοῦ μᾶς προώρισε καὶ μᾶς ἐδικαίωσε καὶ ἀπομένει μόνο ἡ ἐλεημοσύνη Του νὰ μᾶς δοξάσῃ στὴν ἐσχάτη ἐκείνη ὥρα, ὅταν θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό;
Καὶ νὰ τώρα θὰ εἰσέλθωμε στὰ «ταμεῖα» μας, καὶ ἀποκλείομε τὴν θύρα μας καὶ προσευχόμεθα καὶ ἐξομολογούμεθα καὶ προσπίπτομε στὸν Χριστό μας καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδία καὶ διάνοια καὶ θέλησι καὶ πρόθεσι καὶ δρᾶσι ἀποδίδαμε τὰς εὐχάς μας ἐνώπιόν Του, ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ στοὺς ἁμαρτωλούς. Μὲ πραότητα, μὲ ταπείνωσι καὶ καλοσύνη νὰ προσπίπτετε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Εἶναι ὁ μυστικότερος τρόπος τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος, ποὺ προκαλεῖ τὶς πνευματικὲς ἐξάρσεις καὶ ἀλλοιώσεις: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Ἀλλοίωσι ποὺ μεταβάλλει τὸν πήλινο ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν περικείμενο τοὺς δερμάτινους χιτῶνας. Τὸν μεταβάλλει σὲ πνευματικὸ ὄν, ποὺ τὸ περιτριγυρίζουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ παρακύψουν. Βλέπουν τὶς καλὲς αὐτὲς διάνοιες, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ξεπεράσουν τὸν νόμο τῆς βαρύτητας καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, ἐκεῖ ὅπου «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Χριστός, εἰς τὰ Ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος» (Ἑβρ. 9,12).
Ὅσα δὲν ἀφοροῦν τὸν οὐρανό, ξεχάστε τα. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πολίτευμά μας. Ἐκεῖ μᾶς ἀναμένει ὁ Ἰησοῦς μας. «Ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν,ἵνα ὁποὺ εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε». Ποιὰ καρδιά, αἰσθανόμενη αὐτὰ τὰ ρήματα, δὲν θὰ ραγίσῃ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ γρανίτη κατασκευασμένη; Ἡ ἀνερμήνευτος παναγάπη Του δὲν ἐτελείωσε μὲ τὴν θεία Του κένωσι καὶ τὴν παραμονή Του μαζί μας στὴν γῆ αὐτή, ὅπου ἐνεδύθη τὴν ἰδική μας ταπείνωσι καὶ πτωχεία. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατρῴους κόλπους ἀναπαυόμενος «ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», πάλι μᾶς ἐνθυμεῖται καὶ «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, ἀλλά, μεθ᾿ ἡμῶν ἐστὶ πάσας τὰς ἡμέρας».
Ὅλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινεῖστε μὲ ἅμιλλα πνευματική, νὰ φιλοδοξῆτε νὰ περάσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀξιέπαινο. «Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον».
ΕΡΩΤΗΣΗ – ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ἐρ.: Γέροντα, πρέπει νὰ προσευχώμαστε γιὰ ὅποιον μᾶς ζητᾶ ἢ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς συνοδείας μας, ποὺ λείπουν ἔξω στὸν κόσμο;
Ἀπ.: Γιὰ τὰ μέλη τῆς συνοδείας μας ἔχομε χρέος νὰ προσευχόμαστε, διότι ἀνήκομε ὅλοι στὸ ἴδιο σῶμα. Ὅταν δὲ εὑρίσκεται κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ περιβάλλο του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ τὴν ἴδια προσοχὴ καὶ αἴσθησι Χάριτος καὶ κατάστασι ποὺ ἔχει ὅταν εἶναι στὴν φωλιά του. Εἰς αὐτὲς τὶς περιστάσεις, ποὺ εὑρίσκεται κάποιος ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα, δὲν ξέρομε τί ἠμπορεῖ ὁ διάβολος νὰ ἐπινόησῃ εἰς βάρος του, διότι εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ ποιὸς ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του; Μὲ μιὰ στροφὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Χριστό μας, νὰ ἐπικαλῆσθε τὴν θεία βοήθεια, τὴν θεία Χάρι γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξῆλθε ὁ ἀδελφός· καὶ μὲ μία μικρὴ προσευχή, νὰ γίνεται ἀφορμὴ νὰ σκεπάζεται ὁποιοσδήποτε ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴ συνοδεία, διότι εὑρίσκεται σὲ ἀνοικτὸ μέτωπο καὶ δὲν γνωρίζομε ἀπὸ ποῦ θὰ δεχθῇ τὴν κροῦσι.
Γιὰ τοὺς ἄλλους τώρα σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, οἱ νέοι, οἱ ἀρχάριοι, δὲν ὠφελοῦνται ὅταν εὔχονται γιὰ ἄλλα πρόσωπα, διότι εἶναι καὶ αὐτὴ μιὰ πρόφασι ἀπὸ τὰ δεξιὰ γιὰ νὰ δημιουργῇ σκορπισμό.
Φυσικὰ ὅπως καὶ ἄλλοτε σᾶς ἑρμήνευσα, δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ εὐχόμεθᾳ γιὰ τὸν καθένα, ὄχι διότι μισοῦμε τὸν πλησίο μας, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ γνωρίζοντες ὅτι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ δὲν ἔχομε παρρησία εἴμεθα λίγο συνεσταλμένοι καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ὅτι δηλαδὴ ἀπέχομε γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπό, συμπληρώνει ἡ ἀγαθότης Του τὴν πρόθεσι τῆς καρδίας καὶ τὴν πρόθεσι τῆς ἀγάπης ποὺ αἰσθανόμεθα ἀπέναντι τοῦ καθενός.
Τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ἡ ὑπακοή
(Μνήμη τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου)
Οἱ ἀναγνώσεις τῶν βίων δυὸ κορυφαίων Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Παχωμίου καὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, μᾶς δίδουν ἀφορμὴ νὰ σχολιάσωμε θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πρακτικό μας καθῆκο. Θὰ ἤθελα νὰ σὰς ὑπενθυμίσω ὅτι τὸ Ἅγιο Ὄρος ἔχει σχέσι μὲ τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο καὶ γενικὰ μὲ τοὺς ἁγιοσαββίτες μοναχούς. Ἀπὸ αὐτοὺς παρέλαβε ἡ μονὴ Στουδίου τὸ τυπικό της καὶ τὸ ἴδιο τυπικὸ μετέφερε στὸν Ἄθωνα ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινοβιακῆς μορφῆς τοῦ μοναχισμοῦ Ἅγιος Ἀθανάσιος, τὸ ὁποῖο καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία νὰ προσέξωμε στὸν βίο καὶ τῶν δυὸ Πατέρων, εἶναι τὸ ὅτι μᾶς συνιστοῦν τὴν ἀκρίβεια τῆς συνειδήσεως τοῦ πρακτικοῦ μας καθήκοντος καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἀποφυγὴ τοῦ «ἰδίου θελήματος». Τὸ θέλημα γίνεται μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ οἱ κεντρικοὶ εἶναι δύο. Τὸ ἕνα εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Χάριν δῆθεν εὐλαβείας κάνει κάποιος τὸ θέλημά του. Τὸ ἄλλο εἶναι τὸ «ἐξ ἀριστερῶν». Χάριν τῆς φιλαυτίας κάνει πάλι τὸ θέλημά του. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ὀλέθρια. Πιὸ ἐπικίνδυνο ὅμως εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Τὸ «ἐξ ἀριστερῶν» εἶναι καταφανές. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του γιὰ ἡδυπάθεια, ἔχει μαζὶ καὶ τὴν ἐντροπή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάνει τὸ θέλημά του ἀπὸ τὰ δεξιά, εἶναι σχεδὸν ἀνίατος, διότι εἶναι δύσκολο νὰ τὸν πείσης ὅτι σφάλλει, καθ᾿ ἣν στιγμὴ στηρίζεται στὸ καύχημα ὅτι εὐσεβεῖ, ὅτι ἀγωνίζεται. Εἴδατε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Παχωμίου τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔκανε ἰδιορυθμία ἐκ δεξιῶν;
Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ «ἐκ δεξιῶν» θελήματος; Ὅτι μὲ τὸν ἀγῶνα του ὁ ἄνθρωπος, κερδίζει τὴν σωτηρία. Ὅπως ὅμως τόσες φορὲς ἐτονίσαμε, ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα συναλλαγῆς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν κάποιος δεσπότης ποὺ ἐπιδιώκει νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, καὶ ἂν δὲν τοῦ τὰ δώσουν οἱ ὑποτελεῖς, τότε φυσικὰ τοὺς ἀποκληρώνει. Αὐτὰ εἶναι γελοῖα καὶ βλάσφημα καὶ μόνο νὰ τὰ σκεφθῇ κανείς.
Ἡ σχέσι τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι πατρικὴ καὶ ἡ ἰδική μας πρὸς Αὐτὸν υἱική. Εἶναι σχέσι ἀπολύτου πατρότητας καὶ υἱότητος. Ἑπομένως δὲν μᾶς σῴζουν τὰ ἔργα μας. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς σῴζει εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ὁποία ξεχύνεται στὰ ἀγαπητά του τέκνα, ἐὰν ἀποδείξουν πρακτικὰ μὲ τὴν βιοτή τους, τὴν υἱική τους θέσι πρὸς Αὐτόν. Ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλομε στὸ νὰ πειθαρχοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει. Δὲν κάνομε ἔργα γιὰ νὰ συγκεντρώσωμε ποσοστά, μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ ἐξαναγκάσωμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀνήκουν. Αὐτὰ τὰ πιστεύουν οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ Νόμου καὶ οἱ αἱρετικοὶ τῆς Δύσεως.
Προσέξατε ὅτι ὁ ἀδελφὸς ἀγωνιζόταν ἐντατικά, ἐγκρατευόταν καὶ ἔκανε περισσότερο ἀγῶνα. Ἔπρεπε νὰ εἶχε περισσότερο μισθό. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀντὶ νὰ κερδίσῃ περισσότερη Χάρι ὅπως ἐπίστευε, ἐδαιμονίσθη καὶ ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του τὸν ἐλευθέρωσε.
Τὸ ἴδιο βλέπομε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἦτο ὑψηλὸς καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος. Τὸ κοινόβιο ἐχρειάζετο τὴν συνδρομή του γιὰ τὴν μεταφορὰ ἀναγκαίων πραγμάτων. Ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο καὶ ἐγνώριζε ἀπὸ πρακτικὲς ἐργασίες, ἦτο κατάλληλος καὶ ἱκανὸς γιὰ τὴν ὑπηρεσία αὐτή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἐψήφισε γι᾿ αὐτὸ τὸ διακόνημα. Αὐτὸς ἀντιδροῦσε καὶ πρόβαλλε: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, Γέροντα. Ἂν μὲ βάλετε σὲ αὐτὸ τὸ διακόνημα, θὰ πηγαινοέρχομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ θὰ παραλείπω τὴν ἀκολουθία μου καὶ τὴν λοιπὴ τάξι καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ κρατηθῶ». Χρησιμοποιοῦσε τὴν ἰδική του ἀσθενῆ λογική, τὴν λογικὴ τῆς συναλλαγῆς καὶ ὄχι τὴν λογικὴ τῆς πίστεως. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος τὸν ἐπαρηγόρησε. «Ὄχι τέκνο, δὲν θὰ σοῦ συμβῇ αὐτό. Ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι σὲ ἐψηφίσαμε στὴν θέσι αὐτή, γνωρίζομε καλὰ τί κάνομε καὶ θὰ προσευχηθοῦμε καὶ δὲν θὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ λέγεις, ἀντιθέτως θὰ ὠφεληθῆς πολὺ ἀπὸ τὴν διακονία αὐτή».
Αὐτὸς πάλι δὲν ἐδέχθη νὰ ὑποταχθῇ, παραμένοντας στὴν ἀσθενῆ του γνῶσι καὶ στὸ ὅτι ἂν φύγῃ ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχοληθῇ μὲ ἐργασία πολυσχιδῆ καὶ πολυμέριμνο, δῆθεν θὰ ἐχάνετο. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἐμεῖς τέκνο, καθὼς σὲ ὠφελοῦσε σοῦ παραγγείλαμε. Ἐσὺ ὅμως ἐφ᾿ ὅσον θὰ κάμῃς αὐτὸ ποὺ θέλεις, πρόσεξε καλά, ὅταν θὰ τρυγήσῃς τοὺς καρποὺς νὰ μὴν μᾶς αἰτιᾶσαι». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ ὁ ἀπόηχος τῆς φωνῆς τοῦ Γέροντος καὶ εἰσέρχεται μέσα του ὁ δαίμονας. Τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀρχίζει νὰ σπαράζῃ καὶ νὰ ἀφρίζῃ καὶ νὰ κάνῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δίδει ὁ διάβολος στοὺς ἰδικούς του. Κατόπιν παρακλήσεως καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, ὁ Ἅγιος τὸν ἐθεράπευσε. Μόλις συνῆλθε, πῆγε στὸ διακόνημά του, στὸ ὁποῖο καὶ διέπρεψε.
Εἶναι εὐχάριστο ποὺ εὑρίσκαμε τέτοια παραδείγματα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας, γιατὶ αὐτὰ ἀκριβῶς ἀπασχολοῦν καὶ ἐμᾶς. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ πάντοτε ἐνοχλοῦν καὶ ἀπασχολοῦν τὸν μοναχό. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Γέροντος μένει σὰν μία γυμνὴ συμβουλὴ τὴν ὁποία θέτετε σὲ ἀμφιβολία. «Ἄρα γε μᾶς τὰ λέγει καλὰ ἢ διότι τὸν συμφέρει τὰ προβάλλει ἔτσι;» Εὐτυχῶς ποὺ οἱ Πατέρες μας δὲν παρέλειψαν νὰ περιγράψουν μὲ λεπτομέρεια τὰ συμπτώματα, τὶς ἀφορμὲς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν πραγμάτων γιὰ νὰ παραδειγματιζόμεθᾳ.
Κοιτάξετε τώρα τὶς σχέσεις πατρικῆς στοργῆς καὶ υἱκῆς ἀγάπης. Φέρομεν ὡς παράδειγμα μίαν οἰκογένεια ἰδανική. Πῶς διάκειται ὁ πατέρας πρὸς τὰ παιδιά του, στὰ ὁποῖα ἔχει δώσει καλὴ ἀνατροφὴ καὶ πῶς τανάπαλιν διάκηνται αὐτὰ πρὸς αὐτόν; Ἔχετε μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα ἀπὸ αὐτό. Ἂν δὲν τὴν εἴδατε προσωπικὰ ὁ καθένας σάς, τὴν ἔχετε ἰδεῖ δίπλα σας ἢ τὴν ἀκούσατε. Ἐκεῖ ὑπάρχει σὰν σύνδεσμος ἡ ἀγάπη, ἡ εὐωδιὰ τῆς Χάριτος, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν παναγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἔχων ἢ ὁ πηγάζων ἀγάπη. Εἶναι ὁ Ἴδιος ἀγάπη. Ὁ Ἰωάννης, ὁ μέγας κλειδοῦχος τῶν βαθυτάτων μυστηρίων, ὀνομάζει καὶ βροντοφωνεῖ «ὁ Θεὸς Ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰωάν. 4.8). Δὲν λέγει, ὁ Θεὸς καλεῖται ἀγάπη, ἔχει ἀγάπη, πηγάζει ἀγάπη, ἀλλὰ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Εἶναι ἡ ἀπόλυτος αὐτοαγάπη καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ Ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν Αὐτῷ» (Α´ Ἰωάν. 4.16). Ἂν ξεκινοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν θέσι αὐτή, οἱ σχέσεις μας εἶναι καθαρῶς ἀγαπητικές. Ὑποτασσόμεθα στὸν Θεὸ ὄχι γιατὶ τὸν φοβούμεθα, ἀλλὰ γιατὶ τὸν ἀγαποῦμε. Ἀνταποκρινόμενα στὴν ἀγάπη του, διότι πρῶτος Αὐτὸς «ἠγάπησε ἡμᾶς».
Ἄρα ἡ ὑπακοὴ εἶναι πραγματικὸ δεῖγμα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Στὴν ὑπακοὴ καὶ μόνο γίνεται ἡ διαπίστωσι τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Βλέπετε μόνοι σας ὅτι, ὅταν ἀγαπᾶτε κάποιον, πόσο εἶσθε ἕτοιμοι καὶ τὸν προκαλεῖτε νὰ ἐκδηλώσῃ τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσετε ἀμέσως. Καὶ τότε εὑρίσκετε ἀνάπαυσι. Ἡ ὑπακοή, ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς θεσμοὺς τῆς μοναστικῆς μας ἰδιότητος, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ πρακτικὴ ἀγάπη. Ἐπειδὴ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ἰδοῦμε μὲ τὰ αἰσθητήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἀντὶ Αὐτοῦ ἔχομε τὴν Ἐκκλησία, ἔχομε τοὺς Πατέρες. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με», λέγει ὁ Ἰησοῦς μας (Λουκ. 10,16). Τὸ ἐνδιαφέρο μας εἶναι πῶς νὰ ἀναπαύσωμε αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτώμεθα. Ἡ ὅλη ἐξάρτησί μας ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα, τὸν Γέροντα, ἔχει ὡς θεμέλιο καὶ βάσι τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη μας. Ὁ ὑποτακτικὸς πάντοτε ἔχει μπροστά του ὡς παράδειγμα τὸν Ἰησοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Ἡ ἰδική μας ἐξάρτησι καὶ ὑποταγή, τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἀναγκαία, διότι τὴν προβάλλει ἡ φύσι, ἡ θέσι, ἡ περίστασι, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα. Στὸν Θεὸ Λόγο ποιὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχε γιὰ νὰ ὑποταχθῇ στὸν Θεὸ Πατέρα; «Μηδὲν ὢν ἧττον τῆς πατρικῆς μεγαλωσύνης», ἔγινε τὸ ἀπόλυτο παράδειγμα τῆς ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς σὲ ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα, γιὰ νὰ μάθωμε ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὴν ἀνταρσία καὶ τὸν «ἐτσιθελιτισμό» ἐξοριστήκαμε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ζωή, ὅτι μόνο ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ ἐπιστρέψωμε. Ὑπεδύθη ὁ Κύριός μας τὸν ρολὸ τοῦ ἀπολύτου ὑποτακτικοῦ ὄχι γιὰ μία στιγμή, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὴν παρουσία Του μαζί μας. Καὶ ὅπως προφητικὰ ἀπεκαλύφθη, «Ἐγὼ δέ, οὐκ ἀπειθῶ, οὐδὲ ἀντιλέγω» (Ἡσ. 50,5).
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐδικαιοῦτο νὰ προβάλῃ τὴν ἀντίστασί Του, ἢ τὴν δικαιολογία, δὲν τὸ ἔκανε, ἀλλὰ «τὸν νῶτον αὐτοῦ ἔδωκεν εἰς μάστιγας τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ οὐκ ἀπέστρεψεν ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων» (Ἡσ. 50,6). Ὅλα αὐτὰ μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τῆς ἐξαρτήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Διότι ἐὰν δὲν πιάσωμε αὐτὸ τὸ νόημα, μάτην κοπιῶμεν.
Ὀφείλομε νὰ εἴμεθᾳ ἕτοιμοι, γιατὶ οἱ ἡμέρες ποὺ ἔρχονται εἶναι πονηρές. «Ἔστωσαν αἱ ὀσφῦες ἡμῶν περιεζωσμέναι» μὲ τὴν αὐταπάρνησι καὶ «οἱ λύχνοι καιόμενοι», μὲ τὸν ζῆλο ποὺ θὰ ἀνάψῃ μέσα μας ἡ θεία Χάρις, ὅταν ἐμεῖς δείξωμετὴν πρόθεσί μας κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καμμιὰ ἀφορμὴ νὰ μὴν μᾶς ξεφύγῃ νὰ ἀποδείξωμε μὲ τὴν ὅλη διαγωγή μας ὅτι πιστεύομε σωστὰ καὶ ἀγαποῦμε γνήσια τὸν Χριστό μας καὶ χάριν αὐτῶν τῶν δυὸ κινούμεθα καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε, οὔτε τίποτε ὑπολογίζομε, διότι τίποτε στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν ἔχομε.
Γι᾿ αὐτὸ ἐξήλθαμε τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γίνωμε «νεκροὶ τῷ κοσμῷ» κατὰ τὸ προφητικό, «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ «ἄπτεσθε» καὶ τότε «εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Κορινθ. 6,17-18).
Ἡ μνήμη τοῦ μεγάλου φωστῆρος Εὐθυμίου, ποὺ εἶναι καθηγητὴς τῶν μοναχῶν, νὰ μᾶς εὕρῃ μὲ γενναῖες ἀποφάσεις καὶ μὲ σωστὴ τοποθέτησι τῶν πραγμάτων, οὕτως ὥστε καὶ ἡ πρεσβεία τῶν Πατέρων μας, νὰ γίνῃ γιὰ μᾶς καρποφόρος, γιατὶ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰάκ. 5,16). Ἂν λοιπὸν κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο ἑτοιμαστοῦμε, τότε θὰ εἶναι ἀπόλυτα ἐνεργούμενη ἡ δέησι τῶν Πατέρων μας. «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3.20), λέγει ὁ Ἰησοῦς μας. Καὶ ὅστις μοῦ ἀνοίξει, «εἰσελεύσομαι καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ»· καὶ ὅποιος δὲν μοῦ ἀνοίξει θὰ φύγω καὶ θὰ κτυπήσω ἄλλη πόρτα. Νὰ φροντίσωμε ὄχι μόνο νὰ εὕρῃ τὴν πόρτα μας ἕτοιμη, ἀλλὰ προκαταβολικὰ ἀνοικτή, γιὰ νὰ μὴν χρειαστῇ κἂν νὰ κτυπήσῃ, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθῃ κατ᾿ εὐθεῖαν. Ἀμήν.
Πρακτικὲς ὑποτυπώσεις
(Παραμονὴ Α´ ἑβδομάδος Μ. Τεσσαρακοστῆς)
Τὸ πρῶτο, ποὺ κάνει κάθε ἄνθρωπος, ὅταν τὸν καλέσῃ ὁ Θεὸς στὴν ἐπίγνωσί Του, εἶναι νὰ ἐρευνήσῃ μὲ ἀκρίβεια τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἰδῇ, ὅτι πράγματι στὴν ζωή του πολλὲς ἐνέργειές του ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κατάπαυσι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς καὶ φθάνει μέχρι αὐτῆς τῆς θεώσεως, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιγραφὴ καὶ τέρμα· οὔτε καὶ οἱ ἰδιότητές Του εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουν. Μπαίνοντας ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στοὺς κόλπους τῆς θεώσεως, πάσχει ὅλες αὐτὲς τὶς ἰδιότητες τὶς ἀτέρμονες, τὶς ἀψηλάφητες, τὶς ἀνεξιχνίαστες, τὶς ἀπέραντες. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἡ μετάνοια δὲν ἔχει τέρμα.
Θέλω νὰ σχολιάσω τὸ θέμα τῆς μετανοίας, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ μερικὰ πράγματα ποὺ μὲ προεκάλεσαν καὶ ἀπὸ τὸν προσωπικό μου βίο, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα. Βλέπω ὅτι μοναχοὶ στὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, εὑρίσκουν καιρὸ καὶ ἀσχολοῦνται μὲ θέματα ἐπουσιώδη καὶ λόγω τῆς ἀπειρίας τους ὅταν τοὺς ἐρωτήσης γιατὶ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά, ἀπαντοῦν: «Ἐπειδὴ εἶχα καιρὸ καὶ δὲν εἶχα τίποτε ἄλλο νὰ κάνω». Αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος μικροψυχίας, νὰ μὴν πῶ ὀλιγοπιστίας. Δὲν ἔχεις τί νὰ κάνῃς; Ἴσως νὰ ἐτελείωσες τὸ διακόνημά σου καὶ ἔχεις ἕνα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινα στὸ κελλί σου. Τὸ κελλὶ εἶναι τὸ ἐργαστήριο τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος σου. Δὲν πηγαίνεις νὰ γονατίσης ἐκεῖ μέσα; νὰ κτυπήσης τὸ μέτωπό σου κάτω, νὰ κτυπήσης τὸ στῆθος, τὴν «ἐνθήκη» τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «ἐνθήκη» τῶν καλῶν; Καὶ νὰ κτυπήσεις ἐκεῖ τοῦ Ἰησοῦ τὴν πόρτα; Νὰ ζήτησης, νὰ αἰτήσης, νὰ ἐπιμένῃς, οὕτως ὥστε νὰ σοῦ ἀνοίξη;
Ἔπειτα κάθεσαι καὶ δὲν μελετᾷς; Μά, οἱ μοναχοὶ εἶναι θεολόγοι. Ἐπὶ Βυζαντίου, στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπῆρχαν ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι. Ὅλες οἱ γνώσεις τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ἡ θεολογία ἀπαγορευόταν. Ἡ θεολογία ἦταν στὶς ἱερὲς Μονές. Δὲν ἐθεωρεῖτο ἀνθρώπινη γνῶσι. Στοὺς μοναχοὺς ἀνήκει ἡ θεολογία, διότι ἐρχόμενοι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ προσωπικά, δέχονται τὶς ἐλλάμψεις καὶ ἀποκαλύψεις καὶ γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, νὰ μὴν ἀνοίξωμε τὸ Πανεπιστήμιό μας ἐδῶ, ἡμέρα καὶ νύκτα καὶ νὰ γίνωμε πραγματικοὶ θεολόγοι; Εἶδα καὶ ἐπιμένω καὶ δὲν ὑποχωρῶ, ὅτι τόση Χάρι παίρνει ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴν μελέτη στὸ κελλί του, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀπολύτου ἡσυχίας, σχεδὸν ἴση με αὐτὴ ποὺ δίνει ἡ προσευχή. Εἰς αὐτὸ ἐπιμένω, διότι χάριτι Χριστοῦ, τὸ ἐγεύθηκα ὄχι μιά, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς στὴν ζωή μου.
Καὶ θέλω νὰ τονίσω καὶ κάτι ἀκόμα. Ὁ νόμος τῆς ἐπιρροῆς, ὁ κανόνας τῆς ἐπιδράσεως, ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα. Τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων ποὺ μελετᾷ ὁ μοναχὸς μὲ πίστι καὶ πόθο καὶ ἐπικαλεῖται τὴν εὐχή τους εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἐπιδράσουν ἐπάνω του. Διότι οἱ Πατέρες ἦσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι Πατέρες, καὶ ζητοῦν ἀφορμὴ καὶ αὐτοί, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου εἶναι «εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις», νὰ μεταδώσουν σὲ μᾶς τὶς Χάριτες τὶς ὁποῖες αὐτοὶ εὑρῆκαν διὰ τοῦ ἀγῶνος των. Μὲ τὴν ἀνάγνωσι καὶ τὴν μελέτη τους νὰ εἶσθε βέβαιοι, ὅτι ἡ πατρική τους στοργὴ θὰ ἐπιδράσῃ ἐπάνω σας.
Ἂς ἐπανέλθωμε ὅμως στὸ θέμα τῆς μετανοίας.
Πολλὲς φορὲς συμβαίνει στὸν ἀγωνιζόμενο, νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ νικήσῃ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, διότι εἶναι τόσο πολὺ αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὰ πάθη του, παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς τὰ μισεῖ, τὰ ἀποστρέφεται, δὲν τὰ θέλει· καὶ αὐτὴ ἡ κατάστασι θεωρεῖται κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ζωὴ μετανοίας.
Τότε μόνο δὲν θεωρεῖται μετάνοια, ὅταν παύσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγωνίζεται καὶ λέγει: «Δὲν ἠμπορῶ πλέον. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα τίποτε». Αὐτὸ λέγεται ἀπόγνωσι καὶ τὸ καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία ὡς βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· περικόπτει καὶ ἀπορρίπτει αὐτὸ τὸ μέλος ὡς σάπιο, ὡς βλάσφημο, στρεφόμενο κατὰ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ.
Δὲν πρέπει λοιπόν, σὲ καμμιὰ περίπτωσι νὰ συστέλλωμε τὴν πίστι μας. Οὐδέποτε νὰ σκεφθῇ κανείς, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουμε στὴν ὁλοκληρωτικὴ μετάνοια στὴν ὁποία μᾶς ἐκάλεσε ὁ Χριστός μας. Θὰ φθάσωμε χάριτι Χριστοῦ. Οὐδέποτε εἶναι ἱκανὴ μόνη ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια καὶ προσπάθεια νὰ φθάσῃ ἐκεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἐγωιστικότατο καὶ οἱ Πατέρες τὸ κατεδίκασαν. Ὁ Μέγας Μακάριος λέγει ὅτι τόση εἶναι ἡ δύναμι τῆς προθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τόσο μόνο ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέχρι ποὺ νὰ ἀντιδράσῃ πρὸς τὸν διάβολο. Προκαλούμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, ὑπὸ μορφὴ προσβολῆς «κάνε αὐτό», τόσο μόνο ἠμπορεῖ νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος· «ὄχι δὲν τὸ κάνω». Μέχρι ἐκεῖ ἠμπορεῖ νὰ πάῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔργο τῆς Χάριτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μας, ἐτόνιζε μὲ ἔμφασι ὅτι, «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἄρα ποτὲ νὰ μὴν συσταλῆτε, ποτὲ νὰ μὴν κατεβαίνετε στὴν μικροψυχία, ἐφ᾿ ὅσο «διὰ πίστεως βαδίζομεν». Ποτὲ νὰ μὴν λέγετε: «Δὲν θὰ φθάσωμε ἐμεῖς στὴν ἀπάθεια, δὲν θὰ φθάσωμε στὸν ἁγιασμό, δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς Πατέρες μας». Αὐτὸ εἶναι βλάσφημο.
Θὰ τοὺς φθάσωμε ἐπειδὴ τὸ θέλομε καὶ ἐφ᾿ ὅσο τὸ θέλομε θὰ μᾶς τὸ δώσῃ ὁ Χριστός μας. Μένοντας πιστοὶ καὶ μὴ ὑποχωροῦντες κατὰ πρόθεσι, ὁπωσδήποτε θὰ τὸ ἐπιτύχωμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν γραμμὴ οἱ Πατέρες δὲν παραδέχονται ἄλλη. Ἔξω ἀπὸ αὐτή, θεωρεῖται πλέον ἀπόγνωσι. Δὲν ὑπάρχει τὸ «δὲν μπορῶ πλέον». Πῶς δὲν μπορεῖς; Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἰσχύομε. «Πάντα ἰσχύομεν ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι ἡμᾶς Χριστῷ». «Πάντα», εἶπε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα περιθώριο, μήπως πῇ κάποιος «ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ». Ἀφοῦ εἶναι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Εἰ Θεὸς ὁ δικαιών, τίς ὁ κατακρίνων;»
Κοιτάξετε τὸ ὅριο τῆς μετανοίας πῶς ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν Γραφή. Ὁ Πέτρος, ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦ μας. «Κύριε, καλὰ εἶναι ἕως ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῶ αὐτὸν ποὺ μοῦ φταίει;» Ὁ Πέτρος τότε ἀτελὴς ὄντας, μὴ δεχθεὶς τὴν ἔλλαμψι τῆς Χάριτος, ἐσκέπτετο ἀνθρωπίνως. Ἐνόμιζε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅτι ἔκανε μεγάλη οἰκονομία. Ἔφθασε, ὄχι μιὰ ἀλλὰ ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῇ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μας, ἑρμηνεύοντάς του τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λέγει: «ὄχι ἑπτὰ ἀλλὰ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», γιὰ νὰ τονίσῃ ἔτσι τὸ ἀπεριόριστο τῆς μετανοίας. Ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶναι ἕνα εἰκοσιτετράωρο ἐπαναλαμβανόμενο. Ἂν καὶ εἰς ὅλες τὶς στιγμὲς εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, μὲ νέες ἀποφάσεις, ἡ πρόθεσί μας εἶναι σωστή, τὸ πνεῦμα πρόθυμο, ἡ σὰρξ ὅμως εἶναι ἀσθενής. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ σάρξ. Μαζί με τὴν σάρκα, μὲ τὴν φύσι, ὑπάρχουν οἱ ἕξεις, οἱ συνήθειες, οἱ τόποι, τὰ περιβάλλοντα, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες δημιουργοῦν τὴν ἀντίθεσι, καὶ μένει σὲ μᾶς μόνο ἡ πρόθεσι ἡ ἰδική μας καὶ ἡ ἐνεργοῦσα μυστηριωδῶς θεία Χάρις, ποὺ εἶναι παντοδύναμη.
Θεωρητικὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι εὔκολα, πρακτικὰ ὅμως εἶναι δύσκολα, ὅπως ἀπὸ τὴν πεῖρα ὁ καθένας γνωρίζει. Ἀποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ὑποδουλωθοῦμε στὰ πάθη. Ναί, ἀλλὰ τὰ πάθη δὲν ἀφορίζονται, δὲν ἐξορκίζονται, γιὰ νὰ τοὺς ποῦμε «φύγετε» καὶ δὲν σᾶς θέλομε καὶ νὰ φύγουν, θέλουν τιτανικὴ μάχη καὶ ἀντίδρασι γιὰ νὰ φύγουν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν νικήσῃ ἡ Χάρις, ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Διότι τὰ πάθη καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὑπεράνω τῆς φύσεώς μας. Δὲν τὰ πιάνομε, δὲν τὰ ἐλέγχομε. Αὐτὰ μόνο ἡ θεία Χάρις θὰ τὰ διώξη, θὰ ἀπελάσῃ τὰ πάθη καὶ θὰ ἑλκύσῃ τὶς ἀρετές. Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς ἐπιμένωμε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐτόνισε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ἡμῶν κτήσασθε...». Καὶ στὶς προσευχὲς ἀκόμα, λέγει: «κρούετε, ζητεῖτε, μὴ ἐκκακῆτε ἐν ταῖς προσευχαῖς». Καὶ ἀναφέρει τὰ παραδείγματα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ντροπιάζει. Ἐὰν σᾶς ζητήσῃ τὸ παιδί σας ψωμί, θὰ τοῦ δώσετε πέτρα; Καὶ ἂν σᾶς ζητήσῃ νὰ τοῦ δώσετε ψάρι, θὰ τοῦ δώσετε φίδι; Ἐὰν ἐσεῖς ποὺ εἶστε πονηροί, δίδετε ἀγαθὰ δόματα στὰ παιδιά σας, ὁ Οὐράνιος Πατὴρ δὲν θὰ δώσῃ Πνεῦμα Ἅγιο εἰς ἐκείνους ποὺ τὸ ζητοῦν; Καὶ «ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν» θὰ δώσῃ. Εἶναι ἀδύνατο νὰ καταργηθοῦν οἱ θεῖες αὐτὲς ὑποσχέσεις. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι, «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι». Γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Δὲν εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς Λόγος νὰ ὑποστῇ τὴν «κένωσι» εἰ μὴ μόνο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στοὺς κόλπους τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτὴ εἶναι ἡ «καινὴ κτίσις» ποὺ εἶναι ἀνωτέρα της προηγουμένης.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο μυστήριο ἀκόμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας, τὸ ὁποῖο πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ξέρετε. Τὸ μυστήριο εἶναι τοῦτο. Πολλὲς φορές, ἐνῷ τὰ πράγματα πᾶνε καλά, ἡ ἴδια ἡ Χάρις ἀφήνει τὸν πειρασμό· καὶ διευκρινίζω καλύτερα. Ἡ Χάρις δὲν δημιουργεῖ ποτὲ πειρασμό. Ἀλλοίμονο, εἶναι βλάσφημο νὰ τὸ πῇ κανείς. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ φῶς σκότος, ποτέ.
Καὶ ἐξηγοῦμαι σαφέστερα. Ἐγὼ ἐπιμένω ἀγωνιζόμενος ἐναντίον ἑνὸς πάθους ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ· κατὰ τῆς κακῆς ἕξεως ποὺ μὲ πιέζει· θέλω νὰ φύγη· παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ ἐκεῖνο ποὺ μοῦ χρειάζεται. Ὁ Θεὸς μέσα στὴν πανσωστική του πρόνοια, ποὺ περικλείει τὰ πάντα, βλέπει ὅτι δὲν εἶναι ὥρα νὰ τὸ δώσῃ. Ἡ ἴδια ἡ Χάρις, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ λειτουργήσῃ καὶ νὰ κάνῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν τὸ κάνει. Δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν λόγο ποὺ ξέρει, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς καὶ οἱ τρόποι ποὺ ἐπεμβαίνει εἶναι Θεοπρεπεῖς, καὶ ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς εἶναι παντέλειο. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μερικό, εἶναι γενικό. Ἑπομένως στὴν γενικότητα αὐτὴ χρειάζεται ὁ χρόνος. Διότι μαζὶ μὲ τὴν περίστασι, ὁ Θεὸς περικλείει πολλὰ μαζί. Χρειάζεται ὑπομονή, οὕτως ὥστε νὰ ἑτοιμασθοῦν καὶ τὰ πρόσωπα καὶ οἱ παράγοντες καὶ οἱ τόποι καὶ ὁ χρόνος καὶ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιοσυγκρασία. Καὶ τότε ἔρχεται καὶ τὸ τελειώνει, τὸ φέρει εἰς πέρας.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πτυχὲς πάνω στὸ ἴδιο θέμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες. Πολλὲς φορὲς προλαμβάνει ἡ Χάρις καὶ δίδει ἕνα κανόνα καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀβοήθητο σὲ μία περίστασι, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ ἕνα ἐπερχόμενο πειρασμὸ τὸν ὁποῖο ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ ἐπάθαινε μέσα στὴν ἀπειρία καὶ στὴν ἀτέλειά του. Εἶναι τόσα τὰ μυστήρια, ποὺ δὲν ἠμπορῇ νὰ τὰ γνωρίζῃ κανείς.
Ἄλλες φορὲς ἡ Χάρις προορίζει ἕνα ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνῃ ὁδηγὸς ἄλλων καὶ τὸν πειράζει ἰδιαίτερα αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν ἑτοιμάσῃ, οὕτως ὥστε στὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις πεπειραμένος καὶ νὰ δυνηθῇ νὰ σταθῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνῃ φωστῆρας, ὁδηγὸς καὶ καθοδηγητὴς τῶν ἄλλων. Τὸν δοκιμάζει μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο μυστηριώδη καὶ ἀσυνήθιστο. Εἶδες τί λέει; «Μήπως δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ; Νὰ κάνῃ ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ ὅ,τι θέλει;» Ἔτσι καὶ ἡ Χάρις. Ὅλα αὐτὰ μᾶς πείθουν ὅτι χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ καρτερία· οὐδέποτε μικροψυχία.
Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι «οἱ λόγοι μου, οὐ μὴ παρέλθωσι», νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι κανενὸς ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ διαψευσθῇ. Μόνο οἱ ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ ἀπατήσουν τοὺς ἄλλους, διότι εἶναι πεπερασμένοι καὶ ἔχουν τὶς γνώσεις τους περιορισμένες. Στὸν Θεὸ δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ὁ,τιδήποτε τοῦ ζητήσομε καὶ ἀφορᾷ τὴν σωτηρία μας θὰ τὸ πάρωμε.
Μοῦ εἶπε ἕνας ἀληθινὰ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἐξεκίνησε, τοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς τὴν Χάρι Του καὶ τὸν ἔβαλε στὸν σωστὸ δρόμο. Μέσα στὸν ἀγῶνα του τότε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ μία κατάστασι ποὺ τοῦ φαινόταν πολὺ δύσκολη καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀντέξη. Παρ᾿ ὅλο ποὺ προσευχήθηκε πολὺ δὲν εἶδε καμμιὰ λύσι στὸ πρόβλημά του. Ἐπέρασαν σαράντα δυὸ χρόνια· καὶ τότε τοῦ εἶπε καθαρὰ ἡ Χάρις: «Θυμᾶσαι, ποὺ μὲ παρεκάλεσες νὰ σοῦ ἀποκαλύψω τὸ θέλημά μου γιὰ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα; Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔκανες τώρα». Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Καὶ ἐὰν δὲν ἔκανα ἔτσι τόσα χρόνια καὶ ἔκανα ἀλλοιῶς;» Καὶ ἀπεκρίθη ἡ Χάρις: «Θὰ ἐχάνεσο». Ἔτσι εἶναι τὰ μυστήρια, γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ κάνωμε ὑπομονή.
Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, κάποιος Ρῶσσος ὠνόματι Μοτοβίλοφ εἶχε ἀπορία, τί σημαίνει Χάρις. Καὶ ἐνῷ εἶχε αὐτὴ τὴν ἀπορία καὶ προσευχόταν, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδειξε τίποτε. Τελικὰ αὐτὸς τὸ ἐξέχασε. Ὅταν ἐπέρασαν εἴκοσι πέντε χρόνια, τὸν ἐφώναξε ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα ἐδῶ τώρα νὰ ἰδῇς αὐτὸ ποὺ ἐζήτησες πρὶν τόσα χρόνια. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ ἀλλὰ δὲν ξεχνᾷ».
Ὅταν θέλωμε νὰ σωθοῦμε ἀγωνιζόμεθα νὰ ἀποβάλωμε τὰ πάθη μας καὶ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς νὰ κατοικήσῃ μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μᾶς δείξῃ αὐτὴ τί θέλει νὰ κάνωμε. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Ἰησοῦς μας: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» καὶ τὰ ὑπόλοιπα «προστεθήσεται ὑμῖν».
Ὅταν ἐμεῖς ὀρθοποδοῦμε, θὰ ἐπιτύχωμε περισσότερο ἀπὸ ὅτι ὑπολογίσαμε. Ἑπομένως νὰ μένετε πιστοὶ στὶς καλές σας ἀποφάσεις ἔστω καὶ ἂν χιλιάκις ἐπιχειρήσετε καὶ δὲν ἐπιτύχετε. Μὴ νομίζετε ὅτι ἄλλαξε κάτι. Οὔτε ἐμεῖς ἀλλάξαμε, οὔτε ὁ Θεός, οὔτε φυσικὰ καὶ ὁ διάβολος. Τὸ «αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε» εἶναι πραγματικότης. Ἐφ᾿ ὅσον αἰτήσαμε θὰ λάβωμε, ἐφ᾿ ὅσον ἐζητήσαμε θὰ μᾶς δώσουν, ἐφ᾿ ὅσον ἐκρούσαμε θὰ μᾶς ἀνοίξουν. Ὁ ἥλιος εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀνατείλῃ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτύχωμε.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε. Ποιός μᾶς ἔφερε ἐδῶ; Ποιός μᾶς ἐνίσχυσε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν φύσι καὶ νὰ γίνωμε περίγελως τοῦ κόσμου καὶ νὰ εἴμεθᾳ αὐτοεξόριστοι; Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ νὰ στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε καὶ ξεφύγωμε λίγο ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως ἀποφύγαμε τὸν κόπο· μήπως ἐξεφύγαμε λίγο ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Γι᾿ αὐτὰ στενάζομε. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐνεργὸς Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εὑρίσκεται μαζί μας καὶ μᾶς πείθει καὶ μᾶς πληροφορεῖ. Αὐτὰ εἶναι πραγματικότης ὄχι λόγια λαλούμενα, λόγια ἀφηρημένα. Κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὶς ἀποδείξεις τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Χριστοῦ.
«Τὸ μεῖζον» τὸ ἔδωσε. Δὲν θὰ δώσει τὸ ἐλάχιστον; «Ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Ἐὰν αὐτὸς ἐσταυρώθη καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ κατήργησε τὴν ἁμαρτία καὶ ἐσφράγισε τὸ διαβατήριο τῆς εἰσόδου μας στὴν ζωὴ παρέχοντας καὶ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τώρα ἀπομένει σὲ μᾶς νὰ κάνωμε λίγη ὑπομονή. Νὰ μὴν γυρίσουμε πίσω, ἀλλὰ νὰ ἀναμένωμε ὡς δοῦλοι τὸν Κύριό μας «πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων». Καὶ θὰ ἀναλύσῃ καὶ θὰ φωνάξῃ τὸν καθένα· καὶ θὰ ἀπαντήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, ἐδῶ εἴμεθα. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς μᾶς ἐκάλεσες, ἀναμέναμε πότε θὰ ἔλθῃς νὰ μᾶς δώσῃς τὴν ἐπαγγελία». Ὁπόταν θὰ ἀκούσωμε τό: «Εὐ, δοῦλοι ἀγαθοὶ καὶ πιστοί».
Αὐτὲς εἶναι πραγματικότητες. Αὐτὰ τὰ ζῆτε καὶ θὰ τὰ ζήσετε ἀκόμη περισσότερο, ἐὰν δώσετε περισσότερη σπουδὴ στὴν μελέτη καὶ γενικὰ στὴν πνευματικὴ ἐργασία. Νὰ κάνετε τὴν διακονία σας μὲ λεπτομέρεια καὶ ὑπακοή. Νὰ βλέπετε στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ θείου θελήματος. Ὁ καθένας νὰ σκέπτεται ὅτι ζῇ ὁ ἑαυτός του, καὶ ὁ Χριστός.
Μόλις τελειώσετε τὴν διακονία σας νὰ εἶστε χαρούμενοι μεταξύ σας ὄχι σκυθρωποὶ καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ εἶσθε εὐγενικοὶ καὶ πρόθυμοι. Μὴν ὁμίλητε ὅμως ἄσκοπα. Ἀπὸ τὴν πολυλογία «οὐκ ἐκφεύξεταί τις ἁμαρτίαν». Λέγει ὁ σοφὸς Σειράχ: «Μεταξὺ ἁρμῶν λίθων πύγνηται πάσσαλος καὶ μεταξὺ πράσεως καὶ ἀγορασμοῦ ἐμφωλεύει ἁμαρτία». Πράσις καὶ ἀγορασμὸς κατὰ τοὺς Πατέρας εἶναι τὸ «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Νὰ ἀκούσω καὶ νὰ ἀκούσῃς. Μὰ αὐτὰ εἶναι γιὰ μᾶς; Αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἀργόσχολους το paraklisi
Τὸν ἐγκαταλείψαμε, ἐπειδὴ θελήσαμε νὰ ἐκφράσωμε μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, τηροῦντες ἔτσι μὲ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ἐντολή. Κληθέντες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκολουθήσαμε τὴν φωνή Του γιὰ νὰ ἐφαρμόσωμε αὐτὴ τὴν ἐντολή.
Καὶ γιὰ νὰ εὕρωμε τὸν κατάλληλο χρόνο, τὸν ἀπερίσπαστο μᾶλλον, ἐβγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἀρνηθήκαμε τοὺς οἰκογενεῖς μας, ἀσχολούμενοι λεπτομερῶς μὲ τὴν ἐσωστρέφεια, ἐλέγχοντες τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων. Καὶ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ ἠμπορέσωμε νὰ νικήσωμε ὄχι μόνο τὴν πρακτικὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφανίσωμε ἀπὸ τὴν γέννησί της. Ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε πρακτικά, ἀλλὰ οὔτε κατὰ διάνοια νὰ ἔχωμε συνεργασία μὲ τὸ κακό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φθάναμε στὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἀνέφερε ὅτι: «Τὰ ἔξωθεν εἰσερχόμενα οὐ κοινοῦσι τὸν ἄνθρωπο», δηλαδὴ δὲν τὸν μολύνουν.
Ἐκεῖνα ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ μέσα τὸν κάνουν ἀκάθαρτο. «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αὐτὰ εἶναι τὰ περισσεύματα τῆς ἀκαθάρτου καρδίας τὰ ὁποῖα κινούμενα ἀπὸ μέσα πρὸς τὸ ἔξω, δημιουργοῦν τὸ σῶμα τῆς περιεκτικῆς κακοηθείας. Καὶ τότε καταρακώνεται ἡ ἐλευθερία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπὸ εὐγενὴς καὶ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» πλασμένος ποὺ εἶναι, γίνεται πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος. Ἐπειδὴ μετέχομε καὶ ἐμεῖς αὐτῆς τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως, ἐξήλθαμε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο. Κόσμο ὅταν λέμε δὲν ἐννοοῦμε τοὺς ἀνθρώπους. Κόσμος εἶναι τὸ σύστημα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἡ «ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἀφροσύνη καὶ γενικὰ ἡ ματαιοφροσύνη. Εὑρισκόμενοι τώρα ἐδῶ, προσέχαμε ἀκριβῶς στὸ νὰ γίνωμε «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», γιατὶ μονὸ ἔτσι θὰ ἴδωμε τὸν Θεό, ὅσο ἐπιτρέπεται βέβαια στὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ ἔχῃ ἐμπειρία τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα τῆς παλιγγενεσίας δὲν εἶναι ἡ μεταφορὰ τῶν ἀνθρώπων εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό. Αὐτὰ τὰ παραδέχονται οἱ ξένες ὁμολογίες: Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν μεταφέρεται εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό, οὔτε ἐπανέρχεται ἀπὸ μία ἐξορία σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. Αὐτὰ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μας γεννήματα, ἀλλὰ πεπλανημένες ἰδέες.
Ἡ κένωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου, μετέφερε στὴν ἀνθρώπινη φύσι τὴν θέωσι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μεταφέρεται διὰ τῆς Χάριτος - ἐὰν ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ νὰ πειθαρχῇ στὸ Θεῖο θέλημα- ὑποστατικὰ στὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό. Ὅπως μετέχει τὸ θετὸ παιδὶ στὴν περιουσία, στὸ ὄνομα καὶ στὴν προσωπικότητα τοῦ πατέρα του, ἐνῷ δὲν εἶναι φυσικὸ παιδί, ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ἂν καὶ δὲν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν υἱοθεσία ὅμως ἀπεκτήσαμε τὴν ἴδια θέσι, ποὺ ἔχει ἕνα φυσικὸ παιδί. Αὐτὸ γιὰ μᾶς λέγεται θεανθρωπισμός.
Αὐτὸ μᾶς ἔφερε στὴ γῆ ὁ Θεὸς Λόγος. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ πάτερ, ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί» καὶ «τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς», καὶ ἄλλου «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν», καὶ πάλι «ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». Καὶ ὅταν τοῦ ἐζήτησαν νὰ τοὺς μάθῃ νὰ προσεύχονται, κατ᾿ εὐθεῖαν τοὺς εἶπε: «Πάτερ, ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῇ ὅμως αὐτὸ καὶ νὰ εἰσέλθωμε στοὺς κόλπους τῆς υἱοθεσίας, πρέπει νὰ προσέξωμε, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε, ἀλλὰ νὰ κτυπήσωμε τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτωλότητος, ὥστε καὶ μέσα στὴν διάνοιά μας νὰ μὴν ἔχῃ θέσι. Ὅταν καθαρίσῃ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἔρχεται τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατοικεῖ. Προσέξετε πῶς ὁ Ἰησοῦς μας τὸ ἀναφέρει. «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ Αὐτῷ ποιήσομεν». Κοιτάξετε τί λέει, «μονήν»· δὲν λέει ὅτι θὰ ἔλθωμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε, ὅπως κάνομε ἐμεῖς μιὰ ἐπίσκεψι, ἀλλὰ λέει ὅτι θὰ κάνωμε διαμονή. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεανθρωπισμός.
Ἡ ἀπαλλαγή μας ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν γίνεται αὐτομάτως ἀλλὰ σταδιακά, ὅπως γίνεται ἡ σωματικὴ αὔξησι. Μὲ τὴν ἐμμονή μας, σιγὰ-σιγὰ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Χάριτος μυστηριωδῶς ἡ κάθαρσι τῆς καρδιᾶς. Καθαρίζῃ πρῶτα ὁ νοῦς καὶ φωτίζεται, καὶ ἔτσι συλλαμβάνει καλὰ τὰ νοήματα καὶ δὲν πλανᾶται. Μετὰ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν νοημάτων καὶ τὴν τήρησι τῆς ἀκριβείας τῶν ἐντολῶν, καθαρίζεται καὶ ἡ καρδιά. Τότε εἰσέρχεται ἡ Θεία Χάρις μόνιμα καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ θεοφόρο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνῷ εἶναι ζωντανός, μετεφέρθη «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή». Αὐτὸ εἶναι ὁ ἁγιασμός. Τότε εἰς αὐτὸν δὲν λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Κοινωνεῖ μόνιμα μὲ τὴν θεία Χάρι καὶ εἰσέρχεται στὸ ὑπὲρ φύσι, οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ τὸ διορατικὸ ἢ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Δὲν φοβᾶται τὶς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στὴ θέσι τῆς υἱοθεσίας τὸν σκεπάζει ἡ θεία Χάρις· καὶ ὅταν κάποτε θὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θὰ κερδίσῃ τὶς ἀξίες τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός μας.
Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂν εἶστε λίγο προσεκτικοί, θὰ αἰσθανθῆτε περισσότερο τὴν ἐπίδρασι τῆς Χάριτος, διότι ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας, ὁ Χριστὸς χαρίζει πλουσιότερα τὰ δῶρα Του στὶς μεγάλες ἑορτές, σὰν μία ἰδιαίτερη εὐλογία. Ἀλλὰ ὑπάρχει λόγος στὸ νὰ μὴν εἴμεθα καὶ νὰ μὴν γίνωμε προσεκτικοί; Ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ στόχου μας! Πῶς νὰ μὴν γίνωμε εὐλαβεῖς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοὶ λάτρεις τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πιστεύομε ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ἀφοῦ μᾶς προώρισε καὶ μᾶς ἐδικαίωσε καὶ ἀπομένει μόνο ἡ ἐλεημοσύνη Του νὰ μᾶς δοξάσῃ στὴν ἐσχάτη ἐκείνη ὥρα, ὅταν θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό;
Καὶ νὰ τώρα θὰ εἰσέλθωμε στὰ «ταμεῖα» μας, καὶ ἀποκλείομε τὴν θύρα μας καὶ προσευχόμεθα καὶ ἐξομολογούμεθα καὶ προσπίπτομε στὸν Χριστό μας καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδία καὶ διάνοια καὶ θέλησι καὶ πρόθεσι καὶ δρᾶσι ἀποδίδαμε τὰς εὐχάς μας ἐνώπιόν Του, ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ στοὺς ἁμαρτωλούς. Μὲ πραότητα, μὲ ταπείνωσι καὶ καλοσύνη νὰ προσπίπτετε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Εἶναι ὁ μυστικότερος τρόπος τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος, ποὺ προκαλεῖ τὶς πνευματικὲς ἐξάρσεις καὶ ἀλλοιώσεις: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Ἀλλοίωσι ποὺ μεταβάλλει τὸν πήλινο ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν περικείμενο τοὺς δερμάτινους χιτῶνας. Τὸν μεταβάλλει σὲ πνευματικὸ ὄν, ποὺ τὸ περιτριγυρίζουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ παρακύψουν. Βλέπουν τὶς καλὲς αὐτὲς διάνοιες, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ξεπεράσουν τὸν νόμο τῆς βαρύτητας καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, ἐκεῖ ὅπου «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Χριστός, εἰς τὰ Ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος» (Ἑβρ. 9,12).
Ὅσα δὲν ἀφοροῦν τὸν οὐρανό, ξεχάστε τα. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πολίτευμά μας. Ἐκεῖ μᾶς ἀναμένει ὁ Ἰησοῦς μας. «Ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν,ἵνα ὁποὺ εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε». Ποιὰ καρδιά, αἰσθανόμενη αὐτὰ τὰ ρήματα, δὲν θὰ ραγίσῃ, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ γρανίτη κατασκευασμένη; Ἡ ἀνερμήνευτος παναγάπη Του δὲν ἐτελείωσε μὲ τὴν θεία Του κένωσι καὶ τὴν παραμονή Του μαζί μας στὴν γῆ αὐτή, ὅπου ἐνεδύθη τὴν ἰδική μας ταπείνωσι καὶ πτωχεία. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατρῴους κόλπους ἀναπαυόμενος «ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», πάλι μᾶς ἐνθυμεῖται καὶ «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, ἀλλά, μεθ᾿ ἡμῶν ἐστὶ πάσας τὰς ἡμέρας».
Ὅλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινεῖστε μὲ ἅμιλλα πνευματική, νὰ φιλοδοξῆτε νὰ περάσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀξιέπαινο. «Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον».
ΕΡΩΤΗΣΗ – ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ἐρ.: Γέροντα, πρέπει νὰ προσευχώμαστε γιὰ ὅποιον μᾶς ζητᾶ ἢ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς συνοδείας μας, ποὺ λείπουν ἔξω στὸν κόσμο;
Ἀπ.: Γιὰ τὰ μέλη τῆς συνοδείας μας ἔχομε χρέος νὰ προσευχόμαστε, διότι ἀνήκομε ὅλοι στὸ ἴδιο σῶμα. Ὅταν δὲ εὑρίσκεται κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ περιβάλλο του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ τὴν ἴδια προσοχὴ καὶ αἴσθησι Χάριτος καὶ κατάστασι ποὺ ἔχει ὅταν εἶναι στὴν φωλιά του. Εἰς αὐτὲς τὶς περιστάσεις, ποὺ εὑρίσκεται κάποιος ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα, δὲν ξέρομε τί ἠμπορεῖ ὁ διάβολος νὰ ἐπινόησῃ εἰς βάρος του, διότι εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ ποιὸς ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του; Μὲ μιὰ στροφὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Χριστό μας, νὰ ἐπικαλῆσθε τὴν θεία βοήθεια, τὴν θεία Χάρι γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξῆλθε ὁ ἀδελφός· καὶ μὲ μία μικρὴ προσευχή, νὰ γίνεται ἀφορμὴ νὰ σκεπάζεται ὁποιοσδήποτε ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴ συνοδεία, διότι εὑρίσκεται σὲ ἀνοικτὸ μέτωπο καὶ δὲν γνωρίζομε ἀπὸ ποῦ θὰ δεχθῇ τὴν κροῦσι.
Γιὰ τοὺς ἄλλους τώρα σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, οἱ νέοι, οἱ ἀρχάριοι, δὲν ὠφελοῦνται ὅταν εὔχονται γιὰ ἄλλα πρόσωπα, διότι εἶναι καὶ αὐτὴ μιὰ πρόφασι ἀπὸ τὰ δεξιὰ γιὰ νὰ δημιουργῇ σκορπισμό.
Φυσικὰ ὅπως καὶ ἄλλοτε σᾶς ἑρμήνευσα, δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ εὐχόμεθᾳ γιὰ τὸν καθένα, ὄχι διότι μισοῦμε τὸν πλησίο μας, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ γνωρίζοντες ὅτι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ δὲν ἔχομε παρρησία εἴμεθα λίγο συνεσταλμένοι καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ὅτι δηλαδὴ ἀπέχομε γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπό, συμπληρώνει ἡ ἀγαθότης Του τὴν πρόθεσι τῆς καρδίας καὶ τὴν πρόθεσι τῆς ἀγάπης ποὺ αἰσθανόμεθα ἀπέναντι τοῦ καθενός.
Τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ἡ ὑπακοή
(Μνήμη τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου)
Οἱ ἀναγνώσεις τῶν βίων δυὸ κορυφαίων Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Παχωμίου καὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, μᾶς δίδουν ἀφορμὴ νὰ σχολιάσωμε θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πρακτικό μας καθῆκο. Θὰ ἤθελα νὰ σὰς ὑπενθυμίσω ὅτι τὸ Ἅγιο Ὄρος ἔχει σχέσι μὲ τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο καὶ γενικὰ μὲ τοὺς ἁγιοσαββίτες μοναχούς. Ἀπὸ αὐτοὺς παρέλαβε ἡ μονὴ Στουδίου τὸ τυπικό της καὶ τὸ ἴδιο τυπικὸ μετέφερε στὸν Ἄθωνα ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινοβιακῆς μορφῆς τοῦ μοναχισμοῦ Ἅγιος Ἀθανάσιος, τὸ ὁποῖο καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία νὰ προσέξωμε στὸν βίο καὶ τῶν δυὸ Πατέρων, εἶναι τὸ ὅτι μᾶς συνιστοῦν τὴν ἀκρίβεια τῆς συνειδήσεως τοῦ πρακτικοῦ μας καθήκοντος καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἀποφυγὴ τοῦ «ἰδίου θελήματος». Τὸ θέλημα γίνεται μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ οἱ κεντρικοὶ εἶναι δύο. Τὸ ἕνα εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Χάριν δῆθεν εὐλαβείας κάνει κάποιος τὸ θέλημά του. Τὸ ἄλλο εἶναι τὸ «ἐξ ἀριστερῶν». Χάριν τῆς φιλαυτίας κάνει πάλι τὸ θέλημά του. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ὀλέθρια. Πιὸ ἐπικίνδυνο ὅμως εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Τὸ «ἐξ ἀριστερῶν» εἶναι καταφανές. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του γιὰ ἡδυπάθεια, ἔχει μαζὶ καὶ τὴν ἐντροπή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάνει τὸ θέλημά του ἀπὸ τὰ δεξιά, εἶναι σχεδὸν ἀνίατος, διότι εἶναι δύσκολο νὰ τὸν πείσης ὅτι σφάλλει, καθ᾿ ἣν στιγμὴ στηρίζεται στὸ καύχημα ὅτι εὐσεβεῖ, ὅτι ἀγωνίζεται. Εἴδατε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Παχωμίου τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔκανε ἰδιορυθμία ἐκ δεξιῶν;
Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ «ἐκ δεξιῶν» θελήματος; Ὅτι μὲ τὸν ἀγῶνα του ὁ ἄνθρωπος, κερδίζει τὴν σωτηρία. Ὅπως ὅμως τόσες φορὲς ἐτονίσαμε, ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα συναλλαγῆς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν κάποιος δεσπότης ποὺ ἐπιδιώκει νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, καὶ ἂν δὲν τοῦ τὰ δώσουν οἱ ὑποτελεῖς, τότε φυσικὰ τοὺς ἀποκληρώνει. Αὐτὰ εἶναι γελοῖα καὶ βλάσφημα καὶ μόνο νὰ τὰ σκεφθῇ κανείς.
Ἡ σχέσι τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι πατρικὴ καὶ ἡ ἰδική μας πρὸς Αὐτὸν υἱική. Εἶναι σχέσι ἀπολύτου πατρότητας καὶ υἱότητος. Ἑπομένως δὲν μᾶς σῴζουν τὰ ἔργα μας. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς σῴζει εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ὁποία ξεχύνεται στὰ ἀγαπητά του τέκνα, ἐὰν ἀποδείξουν πρακτικὰ μὲ τὴν βιοτή τους, τὴν υἱική τους θέσι πρὸς Αὐτόν. Ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλομε στὸ νὰ πειθαρχοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει. Δὲν κάνομε ἔργα γιὰ νὰ συγκεντρώσωμε ποσοστά, μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ ἐξαναγκάσωμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσῃ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀνήκουν. Αὐτὰ τὰ πιστεύουν οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ Νόμου καὶ οἱ αἱρετικοὶ τῆς Δύσεως.
Προσέξατε ὅτι ὁ ἀδελφὸς ἀγωνιζόταν ἐντατικά, ἐγκρατευόταν καὶ ἔκανε περισσότερο ἀγῶνα. Ἔπρεπε νὰ εἶχε περισσότερο μισθό. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀντὶ νὰ κερδίσῃ περισσότερη Χάρι ὅπως ἐπίστευε, ἐδαιμονίσθη καὶ ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του τὸν ἐλευθέρωσε.
Τὸ ἴδιο βλέπομε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἦτο ὑψηλὸς καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος. Τὸ κοινόβιο ἐχρειάζετο τὴν συνδρομή του γιὰ τὴν μεταφορὰ ἀναγκαίων πραγμάτων. Ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο καὶ ἐγνώριζε ἀπὸ πρακτικὲς ἐργασίες, ἦτο κατάλληλος καὶ ἱκανὸς γιὰ τὴν ὑπηρεσία αὐτή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἐψήφισε γι᾿ αὐτὸ τὸ διακόνημα. Αὐτὸς ἀντιδροῦσε καὶ πρόβαλλε: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, Γέροντα. Ἂν μὲ βάλετε σὲ αὐτὸ τὸ διακόνημα, θὰ πηγαινοέρχομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ θὰ παραλείπω τὴν ἀκολουθία μου καὶ τὴν λοιπὴ τάξι καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ κρατηθῶ». Χρησιμοποιοῦσε τὴν ἰδική του ἀσθενῆ λογική, τὴν λογικὴ τῆς συναλλαγῆς καὶ ὄχι τὴν λογικὴ τῆς πίστεως. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος τὸν ἐπαρηγόρησε. «Ὄχι τέκνο, δὲν θὰ σοῦ συμβῇ αὐτό. Ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι σὲ ἐψηφίσαμε στὴν θέσι αὐτή, γνωρίζομε καλὰ τί κάνομε καὶ θὰ προσευχηθοῦμε καὶ δὲν θὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ λέγεις, ἀντιθέτως θὰ ὠφεληθῆς πολὺ ἀπὸ τὴν διακονία αὐτή».
Αὐτὸς πάλι δὲν ἐδέχθη νὰ ὑποταχθῇ, παραμένοντας στὴν ἀσθενῆ του γνῶσι καὶ στὸ ὅτι ἂν φύγῃ ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχοληθῇ μὲ ἐργασία πολυσχιδῆ καὶ πολυμέριμνο, δῆθεν θὰ ἐχάνετο. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἐμεῖς τέκνο, καθὼς σὲ ὠφελοῦσε σοῦ παραγγείλαμε. Ἐσὺ ὅμως ἐφ᾿ ὅσον θὰ κάμῃς αὐτὸ ποὺ θέλεις, πρόσεξε καλά, ὅταν θὰ τρυγήσῃς τοὺς καρποὺς νὰ μὴν μᾶς αἰτιᾶσαι». Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσῃ ὁ ἀπόηχος τῆς φωνῆς τοῦ Γέροντος καὶ εἰσέρχεται μέσα του ὁ δαίμονας. Τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀρχίζει νὰ σπαράζῃ καὶ νὰ ἀφρίζῃ καὶ νὰ κάνῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δίδει ὁ διάβολος στοὺς ἰδικούς του. Κατόπιν παρακλήσεως καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, ὁ Ἅγιος τὸν ἐθεράπευσε. Μόλις συνῆλθε, πῆγε στὸ διακόνημά του, στὸ ὁποῖο καὶ διέπρεψε.
Εἶναι εὐχάριστο ποὺ εὑρίσκαμε τέτοια παραδείγματα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας, γιατὶ αὐτὰ ἀκριβῶς ἀπασχολοῦν καὶ ἐμᾶς. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ πάντοτε ἐνοχλοῦν καὶ ἀπασχολοῦν τὸν μοναχό. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Γέροντος μένει σὰν μία γυμνὴ συμβουλὴ τὴν ὁποία θέτετε σὲ ἀμφιβολία. «Ἄρα γε μᾶς τὰ λέγει καλὰ ἢ διότι τὸν συμφέρει τὰ προβάλλει ἔτσι;» Εὐτυχῶς ποὺ οἱ Πατέρες μας δὲν παρέλειψαν νὰ περιγράψουν μὲ λεπτομέρεια τὰ συμπτώματα, τὶς ἀφορμὲς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν πραγμάτων γιὰ νὰ παραδειγματιζόμεθᾳ.
Κοιτάξετε τώρα τὶς σχέσεις πατρικῆς στοργῆς καὶ υἱκῆς ἀγάπης. Φέρομεν ὡς παράδειγμα μίαν οἰκογένεια ἰδανική. Πῶς διάκειται ὁ πατέρας πρὸς τὰ παιδιά του, στὰ ὁποῖα ἔχει δώσει καλὴ ἀνατροφὴ καὶ πῶς τανάπαλιν διάκηνται αὐτὰ πρὸς αὐτόν; Ἔχετε μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα ἀπὸ αὐτό. Ἂν δὲν τὴν εἴδατε προσωπικὰ ὁ καθένας σάς, τὴν ἔχετε ἰδεῖ δίπλα σας ἢ τὴν ἀκούσατε. Ἐκεῖ ὑπάρχει σὰν σύνδεσμος ἡ ἀγάπη, ἡ εὐωδιὰ τῆς Χάριτος, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν παναγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἔχων ἢ ὁ πηγάζων ἀγάπη. Εἶναι ὁ Ἴδιος ἀγάπη. Ὁ Ἰωάννης, ὁ μέγας κλειδοῦχος τῶν βαθυτάτων μυστηρίων, ὀνομάζει καὶ βροντοφωνεῖ «ὁ Θεὸς Ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰωάν. 4.8). Δὲν λέγει, ὁ Θεὸς καλεῖται ἀγάπη, ἔχει ἀγάπη, πηγάζει ἀγάπη, ἀλλὰ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Εἶναι ἡ ἀπόλυτος αὐτοαγάπη καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ Ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν Αὐτῷ» (Α´ Ἰωάν. 4.16). Ἂν ξεκινοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν θέσι αὐτή, οἱ σχέσεις μας εἶναι καθαρῶς ἀγαπητικές. Ὑποτασσόμεθα στὸν Θεὸ ὄχι γιατὶ τὸν φοβούμεθα, ἀλλὰ γιατὶ τὸν ἀγαποῦμε. Ἀνταποκρινόμενα στὴν ἀγάπη του, διότι πρῶτος Αὐτὸς «ἠγάπησε ἡμᾶς».
Ἄρα ἡ ὑπακοὴ εἶναι πραγματικὸ δεῖγμα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Στὴν ὑπακοὴ καὶ μόνο γίνεται ἡ διαπίστωσι τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Βλέπετε μόνοι σας ὅτι, ὅταν ἀγαπᾶτε κάποιον, πόσο εἶσθε ἕτοιμοι καὶ τὸν προκαλεῖτε νὰ ἐκδηλώσῃ τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσετε ἀμέσως. Καὶ τότε εὑρίσκετε ἀνάπαυσι. Ἡ ὑπακοή, ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς θεσμοὺς τῆς μοναστικῆς μας ἰδιότητος, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ πρακτικὴ ἀγάπη. Ἐπειδὴ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ἰδοῦμε μὲ τὰ αἰσθητήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἀντὶ Αὐτοῦ ἔχομε τὴν Ἐκκλησία, ἔχομε τοὺς Πατέρες. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με», λέγει ὁ Ἰησοῦς μας (Λουκ. 10,16). Τὸ ἐνδιαφέρο μας εἶναι πῶς νὰ ἀναπαύσωμε αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτώμεθα. Ἡ ὅλη ἐξάρτησί μας ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα, τὸν Γέροντα, ἔχει ὡς θεμέλιο καὶ βάσι τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη μας. Ὁ ὑποτακτικὸς πάντοτε ἔχει μπροστά του ὡς παράδειγμα τὸν Ἰησοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Ἡ ἰδική μας ἐξάρτησι καὶ ὑποταγή, τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἀναγκαία, διότι τὴν προβάλλει ἡ φύσι, ἡ θέσι, ἡ περίστασι, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα. Στὸν Θεὸ Λόγο ποιὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχε γιὰ νὰ ὑποταχθῇ στὸν Θεὸ Πατέρα; «Μηδὲν ὢν ἧττον τῆς πατρικῆς μεγαλωσύνης», ἔγινε τὸ ἀπόλυτο παράδειγμα τῆς ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς σὲ ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα, γιὰ νὰ μάθωμε ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὴν ἀνταρσία καὶ τὸν «ἐτσιθελιτισμό» ἐξοριστήκαμε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ζωή, ὅτι μόνο ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ ἐπιστρέψωμε. Ὑπεδύθη ὁ Κύριός μας τὸν ρολὸ τοῦ ἀπολύτου ὑποτακτικοῦ ὄχι γιὰ μία στιγμή, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὴν παρουσία Του μαζί μας. Καὶ ὅπως προφητικὰ ἀπεκαλύφθη, «Ἐγὼ δέ, οὐκ ἀπειθῶ, οὐδὲ ἀντιλέγω» (Ἡσ. 50,5).
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐδικαιοῦτο νὰ προβάλῃ τὴν ἀντίστασί Του, ἢ τὴν δικαιολογία, δὲν τὸ ἔκανε, ἀλλὰ «τὸν νῶτον αὐτοῦ ἔδωκεν εἰς μάστιγας τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ οὐκ ἀπέστρεψεν ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων» (Ἡσ. 50,6). Ὅλα αὐτὰ μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τῆς ἐξαρτήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Διότι ἐὰν δὲν πιάσωμε αὐτὸ τὸ νόημα, μάτην κοπιῶμεν.
Ὀφείλομε νὰ εἴμεθᾳ ἕτοιμοι, γιατὶ οἱ ἡμέρες ποὺ ἔρχονται εἶναι πονηρές. «Ἔστωσαν αἱ ὀσφῦες ἡμῶν περιεζωσμέναι» μὲ τὴν αὐταπάρνησι καὶ «οἱ λύχνοι καιόμενοι», μὲ τὸν ζῆλο ποὺ θὰ ἀνάψῃ μέσα μας ἡ θεία Χάρις, ὅταν ἐμεῖς δείξωμετὴν πρόθεσί μας κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καμμιὰ ἀφορμὴ νὰ μὴν μᾶς ξεφύγῃ νὰ ἀποδείξωμε μὲ τὴν ὅλη διαγωγή μας ὅτι πιστεύομε σωστὰ καὶ ἀγαποῦμε γνήσια τὸν Χριστό μας καὶ χάριν αὐτῶν τῶν δυὸ κινούμεθα καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε, οὔτε τίποτε ὑπολογίζομε, διότι τίποτε στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν ἔχομε.
Γι᾿ αὐτὸ ἐξήλθαμε τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γίνωμε «νεκροὶ τῷ κοσμῷ» κατὰ τὸ προφητικό, «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ «ἄπτεσθε» καὶ τότε «εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Κορινθ. 6,17-18).
Ἡ μνήμη τοῦ μεγάλου φωστῆρος Εὐθυμίου, ποὺ εἶναι καθηγητὴς τῶν μοναχῶν, νὰ μᾶς εὕρῃ μὲ γενναῖες ἀποφάσεις καὶ μὲ σωστὴ τοποθέτησι τῶν πραγμάτων, οὕτως ὥστε καὶ ἡ πρεσβεία τῶν Πατέρων μας, νὰ γίνῃ γιὰ μᾶς καρποφόρος, γιατὶ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰάκ. 5,16). Ἂν λοιπὸν κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο ἑτοιμαστοῦμε, τότε θὰ εἶναι ἀπόλυτα ἐνεργούμενη ἡ δέησι τῶν Πατέρων μας. «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3.20), λέγει ὁ Ἰησοῦς μας. Καὶ ὅστις μοῦ ἀνοίξει, «εἰσελεύσομαι καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ»· καὶ ὅποιος δὲν μοῦ ἀνοίξει θὰ φύγω καὶ θὰ κτυπήσω ἄλλη πόρτα. Νὰ φροντίσωμε ὄχι μόνο νὰ εὕρῃ τὴν πόρτα μας ἕτοιμη, ἀλλὰ προκαταβολικὰ ἀνοικτή, γιὰ νὰ μὴν χρειαστῇ κἂν νὰ κτυπήσῃ, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθῃ κατ᾿ εὐθεῖαν. Ἀμήν.
Πρακτικὲς ὑποτυπώσεις
(Παραμονὴ Α´ ἑβδομάδος Μ. Τεσσαρακοστῆς)
Τὸ πρῶτο, ποὺ κάνει κάθε ἄνθρωπος, ὅταν τὸν καλέσῃ ὁ Θεὸς στὴν ἐπίγνωσί Του, εἶναι νὰ ἐρευνήσῃ μὲ ἀκρίβεια τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἰδῇ, ὅτι πράγματι στὴν ζωή του πολλὲς ἐνέργειές του ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια ἀρχίζει ἀπὸ τὴν κατάπαυσι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς καὶ φθάνει μέχρι αὐτῆς τῆς θεώσεως, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τέλος. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιγραφὴ καὶ τέρμα· οὔτε καὶ οἱ ἰδιότητές Του εἶναι δυνατὸ νὰ ἔχουν. Μπαίνοντας ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στοὺς κόλπους τῆς θεώσεως, πάσχει ὅλες αὐτὲς τὶς ἰδιότητες τὶς ἀτέρμονες, τὶς ἀψηλάφητες, τὶς ἀνεξιχνίαστες, τὶς ἀπέραντες. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι ἡ μετάνοια δὲν ἔχει τέρμα.
Θέλω νὰ σχολιάσω τὸ θέμα τῆς μετανοίας, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ μερικὰ πράγματα ποὺ μὲ προεκάλεσαν καὶ ἀπὸ τὸν προσωπικό μου βίο, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα. Βλέπω ὅτι μοναχοὶ στὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, εὑρίσκουν καιρὸ καὶ ἀσχολοῦνται μὲ θέματα ἐπουσιώδη καὶ λόγω τῆς ἀπειρίας τους ὅταν τοὺς ἐρωτήσης γιατὶ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά, ἀπαντοῦν: «Ἐπειδὴ εἶχα καιρὸ καὶ δὲν εἶχα τίποτε ἄλλο νὰ κάνω». Αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος μικροψυχίας, νὰ μὴν πῶ ὀλιγοπιστίας. Δὲν ἔχεις τί νὰ κάνῃς; Ἴσως νὰ ἐτελείωσες τὸ διακόνημά σου καὶ ἔχεις ἕνα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινα στὸ κελλί σου. Τὸ κελλὶ εἶναι τὸ ἐργαστήριο τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος σου. Δὲν πηγαίνεις νὰ γονατίσης ἐκεῖ μέσα; νὰ κτυπήσης τὸ μέτωπό σου κάτω, νὰ κτυπήσης τὸ στῆθος, τὴν «ἐνθήκη» τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «ἐνθήκη» τῶν καλῶν; Καὶ νὰ κτυπήσεις ἐκεῖ τοῦ Ἰησοῦ τὴν πόρτα; Νὰ ζήτησης, νὰ αἰτήσης, νὰ ἐπιμένῃς, οὕτως ὥστε νὰ σοῦ ἀνοίξη;
Ἔπειτα κάθεσαι καὶ δὲν μελετᾷς; Μά, οἱ μοναχοὶ εἶναι θεολόγοι. Ἐπὶ Βυζαντίου, στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπῆρχαν ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι. Ὅλες οἱ γνώσεις τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ἡ θεολογία ἀπαγορευόταν. Ἡ θεολογία ἦταν στὶς ἱερὲς Μονές. Δὲν ἐθεωρεῖτο ἀνθρώπινη γνῶσι. Στοὺς μοναχοὺς ἀνήκει ἡ θεολογία, διότι ἐρχόμενοι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ προσωπικά, δέχονται τὶς ἐλλάμψεις καὶ ἀποκαλύψεις καὶ γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, νὰ μὴν ἀνοίξωμε τὸ Πανεπιστήμιό μας ἐδῶ, ἡμέρα καὶ νύκτα καὶ νὰ γίνωμε πραγματικοὶ θεολόγοι; Εἶδα καὶ ἐπιμένω καὶ δὲν ὑποχωρῶ, ὅτι τόση Χάρι παίρνει ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴν μελέτη στὸ κελλί του, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀπολύτου ἡσυχίας, σχεδὸν ἴση με αὐτὴ ποὺ δίνει ἡ προσευχή. Εἰς αὐτὸ ἐπιμένω, διότι χάριτι Χριστοῦ, τὸ ἐγεύθηκα ὄχι μιά, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς στὴν ζωή μου.
Καὶ θέλω νὰ τονίσω καὶ κάτι ἀκόμα. Ὁ νόμος τῆς ἐπιρροῆς, ὁ κανόνας τῆς ἐπιδράσεως, ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα. Τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων ποὺ μελετᾷ ὁ μοναχὸς μὲ πίστι καὶ πόθο καὶ ἐπικαλεῖται τὴν εὐχή τους εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἐπιδράσουν ἐπάνω του. Διότι οἱ Πατέρες ἦσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι Πατέρες, καὶ ζητοῦν ἀφορμὴ καὶ αὐτοί, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου εἶναι «εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις», νὰ μεταδώσουν σὲ μᾶς τὶς Χάριτες τὶς ὁποῖες αὐτοὶ εὑρῆκαν διὰ τοῦ ἀγῶνος των. Μὲ τὴν ἀνάγνωσι καὶ τὴν μελέτη τους νὰ εἶσθε βέβαιοι, ὅτι ἡ πατρική τους στοργὴ θὰ ἐπιδράσῃ ἐπάνω σας.
Ἂς ἐπανέλθωμε ὅμως στὸ θέμα τῆς μετανοίας.
Πολλὲς φορὲς συμβαίνει στὸν ἀγωνιζόμενο, νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ νικήσῃ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, διότι εἶναι τόσο πολὺ αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὰ πάθη του, παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς τὰ μισεῖ, τὰ ἀποστρέφεται, δὲν τὰ θέλει· καὶ αὐτὴ ἡ κατάστασι θεωρεῖται κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ζωὴ μετανοίας.
Τότε μόνο δὲν θεωρεῖται μετάνοια, ὅταν παύσῃ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγωνίζεται καὶ λέγει: «Δὲν ἠμπορῶ πλέον. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα τίποτε». Αὐτὸ λέγεται ἀπόγνωσι καὶ τὸ καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία ὡς βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· περικόπτει καὶ ἀπορρίπτει αὐτὸ τὸ μέλος ὡς σάπιο, ὡς βλάσφημο, στρεφόμενο κατὰ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ.
Δὲν πρέπει λοιπόν, σὲ καμμιὰ περίπτωσι νὰ συστέλλωμε τὴν πίστι μας. Οὐδέποτε νὰ σκεφθῇ κανείς, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουμε στὴν ὁλοκληρωτικὴ μετάνοια στὴν ὁποία μᾶς ἐκάλεσε ὁ Χριστός μας. Θὰ φθάσωμε χάριτι Χριστοῦ. Οὐδέποτε εἶναι ἱκανὴ μόνη ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια καὶ προσπάθεια νὰ φθάσῃ ἐκεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἐγωιστικότατο καὶ οἱ Πατέρες τὸ κατεδίκασαν. Ὁ Μέγας Μακάριος λέγει ὅτι τόση εἶναι ἡ δύναμι τῆς προθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τόσο μόνο ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέχρι ποὺ νὰ ἀντιδράσῃ πρὸς τὸν διάβολο. Προκαλούμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, ὑπὸ μορφὴ προσβολῆς «κάνε αὐτό», τόσο μόνο ἠμπορεῖ νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος· «ὄχι δὲν τὸ κάνω». Μέχρι ἐκεῖ ἠμπορεῖ νὰ πάῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔργο τῆς Χάριτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μας, ἐτόνιζε μὲ ἔμφασι ὅτι, «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἄρα ποτὲ νὰ μὴν συσταλῆτε, ποτὲ νὰ μὴν κατεβαίνετε στὴν μικροψυχία, ἐφ᾿ ὅσο «διὰ πίστεως βαδίζομεν». Ποτὲ νὰ μὴν λέγετε: «Δὲν θὰ φθάσωμε ἐμεῖς στὴν ἀπάθεια, δὲν θὰ φθάσωμε στὸν ἁγιασμό, δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς Πατέρες μας». Αὐτὸ εἶναι βλάσφημο.
Θὰ τοὺς φθάσωμε ἐπειδὴ τὸ θέλομε καὶ ἐφ᾿ ὅσο τὸ θέλομε θὰ μᾶς τὸ δώσῃ ὁ Χριστός μας. Μένοντας πιστοὶ καὶ μὴ ὑποχωροῦντες κατὰ πρόθεσι, ὁπωσδήποτε θὰ τὸ ἐπιτύχωμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν γραμμὴ οἱ Πατέρες δὲν παραδέχονται ἄλλη. Ἔξω ἀπὸ αὐτή, θεωρεῖται πλέον ἀπόγνωσι. Δὲν ὑπάρχει τὸ «δὲν μπορῶ πλέον». Πῶς δὲν μπορεῖς; Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἰσχύομε. «Πάντα ἰσχύομεν ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι ἡμᾶς Χριστῷ». «Πάντα», εἶπε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσῃ κανένα περιθώριο, μήπως πῇ κάποιος «ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ». Ἀφοῦ εἶναι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Εἰ Θεὸς ὁ δικαιών, τίς ὁ κατακρίνων;»
Κοιτάξετε τὸ ὅριο τῆς μετανοίας πῶς ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν Γραφή. Ὁ Πέτρος, ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦ μας. «Κύριε, καλὰ εἶναι ἕως ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῶ αὐτὸν ποὺ μοῦ φταίει;» Ὁ Πέτρος τότε ἀτελὴς ὄντας, μὴ δεχθεὶς τὴν ἔλλαμψι τῆς Χάριτος, ἐσκέπτετο ἀνθρωπίνως. Ἐνόμιζε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅτι ἔκανε μεγάλη οἰκονομία. Ἔφθασε, ὄχι μιὰ ἀλλὰ ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῇ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μας, ἑρμηνεύοντάς του τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λέγει: «ὄχι ἑπτὰ ἀλλὰ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», γιὰ νὰ τονίσῃ ἔτσι τὸ ἀπεριόριστο τῆς μετανοίας. Ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶναι ἕνα εἰκοσιτετράωρο ἐπαναλαμβανόμενο. Ἂν καὶ εἰς ὅλες τὶς στιγμὲς εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, μὲ νέες ἀποφάσεις, ἡ πρόθεσί μας εἶναι σωστή, τὸ πνεῦμα πρόθυμο, ἡ σὰρξ ὅμως εἶναι ἀσθενής. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ σάρξ. Μαζί με τὴν σάρκα, μὲ τὴν φύσι, ὑπάρχουν οἱ ἕξεις, οἱ συνήθειες, οἱ τόποι, τὰ περιβάλλοντα, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες δημιουργοῦν τὴν ἀντίθεσι, καὶ μένει σὲ μᾶς μόνο ἡ πρόθεσι ἡ ἰδική μας καὶ ἡ ἐνεργοῦσα μυστηριωδῶς θεία Χάρις, ποὺ εἶναι παντοδύναμη.
Θεωρητικὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι εὔκολα, πρακτικὰ ὅμως εἶναι δύσκολα, ὅπως ἀπὸ τὴν πεῖρα ὁ καθένας γνωρίζει. Ἀποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ὑποδουλωθοῦμε στὰ πάθη. Ναί, ἀλλὰ τὰ πάθη δὲν ἀφορίζονται, δὲν ἐξορκίζονται, γιὰ νὰ τοὺς ποῦμε «φύγετε» καὶ δὲν σᾶς θέλομε καὶ νὰ φύγουν, θέλουν τιτανικὴ μάχη καὶ ἀντίδρασι γιὰ νὰ φύγουν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν νικήσῃ ἡ Χάρις, ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Διότι τὰ πάθη καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὑπεράνω τῆς φύσεώς μας. Δὲν τὰ πιάνομε, δὲν τὰ ἐλέγχομε. Αὐτὰ μόνο ἡ θεία Χάρις θὰ τὰ διώξη, θὰ ἀπελάσῃ τὰ πάθη καὶ θὰ ἑλκύσῃ τὶς ἀρετές. Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς ἐπιμένωμε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐτόνισε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ἡμῶν κτήσασθε...». Καὶ στὶς προσευχὲς ἀκόμα, λέγει: «κρούετε, ζητεῖτε, μὴ ἐκκακῆτε ἐν ταῖς προσευχαῖς». Καὶ ἀναφέρει τὰ παραδείγματα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ντροπιάζει. Ἐὰν σᾶς ζητήσῃ τὸ παιδί σας ψωμί, θὰ τοῦ δώσετε πέτρα; Καὶ ἂν σᾶς ζητήσῃ νὰ τοῦ δώσετε ψάρι, θὰ τοῦ δώσετε φίδι; Ἐὰν ἐσεῖς ποὺ εἶστε πονηροί, δίδετε ἀγαθὰ δόματα στὰ παιδιά σας, ὁ Οὐράνιος Πατὴρ δὲν θὰ δώσῃ Πνεῦμα Ἅγιο εἰς ἐκείνους ποὺ τὸ ζητοῦν; Καὶ «ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν» θὰ δώσῃ. Εἶναι ἀδύνατο νὰ καταργηθοῦν οἱ θεῖες αὐτὲς ὑποσχέσεις. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι, «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι». Γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Δὲν εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς Λόγος νὰ ὑποστῇ τὴν «κένωσι» εἰ μὴ μόνο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στοὺς κόλπους τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτὴ εἶναι ἡ «καινὴ κτίσις» ποὺ εἶναι ἀνωτέρα της προηγουμένης.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο μυστήριο ἀκόμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας, τὸ ὁποῖο πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ξέρετε. Τὸ μυστήριο εἶναι τοῦτο. Πολλὲς φορές, ἐνῷ τὰ πράγματα πᾶνε καλά, ἡ ἴδια ἡ Χάρις ἀφήνει τὸν πειρασμό· καὶ διευκρινίζω καλύτερα. Ἡ Χάρις δὲν δημιουργεῖ ποτὲ πειρασμό. Ἀλλοίμονο, εἶναι βλάσφημο νὰ τὸ πῇ κανείς. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ φῶς σκότος, ποτέ.
Καὶ ἐξηγοῦμαι σαφέστερα. Ἐγὼ ἐπιμένω ἀγωνιζόμενος ἐναντίον ἑνὸς πάθους ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ· κατὰ τῆς κακῆς ἕξεως ποὺ μὲ πιέζει· θέλω νὰ φύγη· παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ ἐκεῖνο ποὺ μοῦ χρειάζεται. Ὁ Θεὸς μέσα στὴν πανσωστική του πρόνοια, ποὺ περικλείει τὰ πάντα, βλέπει ὅτι δὲν εἶναι ὥρα νὰ τὸ δώσῃ. Ἡ ἴδια ἡ Χάρις, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ λειτουργήσῃ καὶ νὰ κάνῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν τὸ κάνει. Δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν λόγο ποὺ ξέρει, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς καὶ οἱ τρόποι ποὺ ἐπεμβαίνει εἶναι Θεοπρεπεῖς, καὶ ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς εἶναι παντέλειο. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μερικό, εἶναι γενικό. Ἑπομένως στὴν γενικότητα αὐτὴ χρειάζεται ὁ χρόνος. Διότι μαζὶ μὲ τὴν περίστασι, ὁ Θεὸς περικλείει πολλὰ μαζί. Χρειάζεται ὑπομονή, οὕτως ὥστε νὰ ἑτοιμασθοῦν καὶ τὰ πρόσωπα καὶ οἱ παράγοντες καὶ οἱ τόποι καὶ ὁ χρόνος καὶ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιοσυγκρασία. Καὶ τότε ἔρχεται καὶ τὸ τελειώνει, τὸ φέρει εἰς πέρας.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πτυχὲς πάνω στὸ ἴδιο θέμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες. Πολλὲς φορὲς προλαμβάνει ἡ Χάρις καὶ δίδει ἕνα κανόνα καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀβοήθητο σὲ μία περίστασι, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ ἕνα ἐπερχόμενο πειρασμὸ τὸν ὁποῖο ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ ἐπάθαινε μέσα στὴν ἀπειρία καὶ στὴν ἀτέλειά του. Εἶναι τόσα τὰ μυστήρια, ποὺ δὲν ἠμπορῇ νὰ τὰ γνωρίζῃ κανείς.
Ἄλλες φορὲς ἡ Χάρις προορίζει ἕνα ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνῃ ὁδηγὸς ἄλλων καὶ τὸν πειράζει ἰδιαίτερα αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν ἑτοιμάσῃ, οὕτως ὥστε στὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις πεπειραμένος καὶ νὰ δυνηθῇ νὰ σταθῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνῃ φωστῆρας, ὁδηγὸς καὶ καθοδηγητὴς τῶν ἄλλων. Τὸν δοκιμάζει μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο μυστηριώδη καὶ ἀσυνήθιστο. Εἶδες τί λέει; «Μήπως δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ; Νὰ κάνῃ ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ ὅ,τι θέλει;» Ἔτσι καὶ ἡ Χάρις. Ὅλα αὐτὰ μᾶς πείθουν ὅτι χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ καρτερία· οὐδέποτε μικροψυχία.
Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι «οἱ λόγοι μου, οὐ μὴ παρέλθωσι», νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι κανενὸς ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ διαψευσθῇ. Μόνο οἱ ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ ἀπατήσουν τοὺς ἄλλους, διότι εἶναι πεπερασμένοι καὶ ἔχουν τὶς γνώσεις τους περιορισμένες. Στὸν Θεὸ δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ὁ,τιδήποτε τοῦ ζητήσομε καὶ ἀφορᾷ τὴν σωτηρία μας θὰ τὸ πάρωμε.
Μοῦ εἶπε ἕνας ἀληθινὰ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἐξεκίνησε, τοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς τὴν Χάρι Του καὶ τὸν ἔβαλε στὸν σωστὸ δρόμο. Μέσα στὸν ἀγῶνα του τότε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπὸ μία κατάστασι ποὺ τοῦ φαινόταν πολὺ δύσκολη καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀντέξη. Παρ᾿ ὅλο ποὺ προσευχήθηκε πολὺ δὲν εἶδε καμμιὰ λύσι στὸ πρόβλημά του. Ἐπέρασαν σαράντα δυὸ χρόνια· καὶ τότε τοῦ εἶπε καθαρὰ ἡ Χάρις: «Θυμᾶσαι, ποὺ μὲ παρεκάλεσες νὰ σοῦ ἀποκαλύψω τὸ θέλημά μου γιὰ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα; Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔκανες τώρα». Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Καὶ ἐὰν δὲν ἔκανα ἔτσι τόσα χρόνια καὶ ἔκανα ἀλλοιῶς;» Καὶ ἀπεκρίθη ἡ Χάρις: «Θὰ ἐχάνεσο». Ἔτσι εἶναι τὰ μυστήρια, γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ κάνωμε ὑπομονή.
Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, κάποιος Ρῶσσος ὠνόματι Μοτοβίλοφ εἶχε ἀπορία, τί σημαίνει Χάρις. Καὶ ἐνῷ εἶχε αὐτὴ τὴν ἀπορία καὶ προσευχόταν, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδειξε τίποτε. Τελικὰ αὐτὸς τὸ ἐξέχασε. Ὅταν ἐπέρασαν εἴκοσι πέντε χρόνια, τὸν ἐφώναξε ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα ἐδῶ τώρα νὰ ἰδῇς αὐτὸ ποὺ ἐζήτησες πρὶν τόσα χρόνια. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ ἀλλὰ δὲν ξεχνᾷ».
Ὅταν θέλωμε νὰ σωθοῦμε ἀγωνιζόμεθα νὰ ἀποβάλωμε τὰ πάθη μας καὶ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς νὰ κατοικήσῃ μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μᾶς δείξῃ αὐτὴ τί θέλει νὰ κάνωμε. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Ἰησοῦς μας: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» καὶ τὰ ὑπόλοιπα «προστεθήσεται ὑμῖν».
Ὅταν ἐμεῖς ὀρθοποδοῦμε, θὰ ἐπιτύχωμε περισσότερο ἀπὸ ὅτι ὑπολογίσαμε. Ἑπομένως νὰ μένετε πιστοὶ στὶς καλές σας ἀποφάσεις ἔστω καὶ ἂν χιλιάκις ἐπιχειρήσετε καὶ δὲν ἐπιτύχετε. Μὴ νομίζετε ὅτι ἄλλαξε κάτι. Οὔτε ἐμεῖς ἀλλάξαμε, οὔτε ὁ Θεός, οὔτε φυσικὰ καὶ ὁ διάβολος. Τὸ «αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε» εἶναι πραγματικότης. Ἐφ᾿ ὅσον αἰτήσαμε θὰ λάβωμε, ἐφ᾿ ὅσον ἐζητήσαμε θὰ μᾶς δώσουν, ἐφ᾿ ὅσον ἐκρούσαμε θὰ μᾶς ἀνοίξουν. Ὁ ἥλιος εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀνατείλῃ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτύχωμε.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε. Ποιός μᾶς ἔφερε ἐδῶ; Ποιός μᾶς ἐνίσχυσε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν φύσι καὶ νὰ γίνωμε περίγελως τοῦ κόσμου καὶ νὰ εἴμεθᾳ αὐτοεξόριστοι; Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ νὰ στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε καὶ ξεφύγωμε λίγο ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως ἀποφύγαμε τὸν κόπο· μήπως ἐξεφύγαμε λίγο ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Γι᾿ αὐτὰ στενάζομε. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐνεργὸς Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εὑρίσκεται μαζί μας καὶ μᾶς πείθει καὶ μᾶς πληροφορεῖ. Αὐτὰ εἶναι πραγματικότης ὄχι λόγια λαλούμενα, λόγια ἀφηρημένα. Κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὶς ἀποδείξεις τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Χριστοῦ.
«Τὸ μεῖζον» τὸ ἔδωσε. Δὲν θὰ δώσει τὸ ἐλάχιστον; «Ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Ἐὰν αὐτὸς ἐσταυρώθη καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ κατήργησε τὴν ἁμαρτία καὶ ἐσφράγισε τὸ διαβατήριο τῆς εἰσόδου μας στὴν ζωὴ παρέχοντας καὶ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τώρα ἀπομένει σὲ μᾶς νὰ κάνωμε λίγη ὑπομονή. Νὰ μὴν γυρίσουμε πίσω, ἀλλὰ νὰ ἀναμένωμε ὡς δοῦλοι τὸν Κύριό μας «πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων». Καὶ θὰ ἀναλύσῃ καὶ θὰ φωνάξῃ τὸν καθένα· καὶ θὰ ἀπαντήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, ἐδῶ εἴμεθα. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς μᾶς ἐκάλεσες, ἀναμέναμε πότε θὰ ἔλθῃς νὰ μᾶς δώσῃς τὴν ἐπαγγελία». Ὁπόταν θὰ ἀκούσωμε τό: «Εὐ, δοῦλοι ἀγαθοὶ καὶ πιστοί».
Αὐτὲς εἶναι πραγματικότητες. Αὐτὰ τὰ ζῆτε καὶ θὰ τὰ ζήσετε ἀκόμη περισσότερο, ἐὰν δώσετε περισσότερη σπουδὴ στὴν μελέτη καὶ γενικὰ στὴν πνευματικὴ ἐργασία. Νὰ κάνετε τὴν διακονία σας μὲ λεπτομέρεια καὶ ὑπακοή. Νὰ βλέπετε στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ θείου θελήματος. Ὁ καθένας νὰ σκέπτεται ὅτι ζῇ ὁ ἑαυτός του, καὶ ὁ Χριστός.
Μόλις τελειώσετε τὴν διακονία σας νὰ εἶστε χαρούμενοι μεταξύ σας ὄχι σκυθρωποὶ καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ εἶσθε εὐγενικοὶ καὶ πρόθυμοι. Μὴν ὁμίλητε ὅμως ἄσκοπα. Ἀπὸ τὴν πολυλογία «οὐκ ἐκφεύξεταί τις ἁμαρτίαν». Λέγει ὁ σοφὸς Σειράχ: «Μεταξὺ ἁρμῶν λίθων πύγνηται πάσσαλος καὶ μεταξὺ πράσεως καὶ ἀγορασμοῦ ἐμφωλεύει ἁμαρτία». Πράσις καὶ ἀγορασμὸς κατὰ τοὺς Πατέρας εἶναι τὸ «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Νὰ ἀκούσω καὶ νὰ ἀκούσῃς. Μὰ αὐτὰ εἶναι γιὰ μᾶς; Αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἀργόσχολους το paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άγιοι του Θεού, πρεσβεύσατε υπέρ ημών
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μία κακή αρχή..
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ