2019-11-18 22:32:14
Στο σημερινό μας άρθρο, θα ασχοληθούμε με το μακεδονικό, το οποίο είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σε μία κάπως περίεργη και μεταβατική κατάσταση. Σε προηγούμενα άρθρα μας, έχουμε αναδείξει πολλές πτυχές του μακεδονικού ζητήματος. Σήμερα, θα εστιάσουμε κυρίως στην εθνολογική κατάσταση στην ευρύτερη Μακεδονία στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Θα αναφερθούμε επίσης στον άγνωστο (ή ξεχασμένο…) σήμερα Ιωάννη Καλοστύπη, ο οποίος με το έργο του «Μακεδονία» (Α’ Έκδοση 1886, Β’ Έκδοση 1896) ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που ασχολήθηκε διεξοδικά με την υπόδουλη τότε Μακεδονία, αφύπνισε συνειδήσεις στην ελεύθερη Ελλάδα και θεωρείται ότι συνέβαλε αποφασιστικά στη δράση των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Ιωάννης Καλοστύπης και το έργο του
Ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη συνεισφορά στο μακεδονικό ζήτημα, ήταν ο Ιωάννης Καλοστύπης. Γεννήθηκε στα Δολιανά της Κυνουρίας το 1851, από φτωχούς γονείς. Πολύ γρήγορα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε στο «Γυμνάσιον Πειραιώς» και παράλληλα εργαζόταν για να ζήσει. Στη συνέχεια, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1873. Ταυτόχρονα, εργαζόταν στην εφημερίδα «Φωνή».
Την ίδια κιόλας χρονιά, στάλθηκε από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» στην Κοζάνη, για να διδάξει στο Γυμνάσιο της πόλης. Εκεί έμεινε για ένα περίπου έτος και υπηρέτησε ως «γυμνασιαρχεύων», αφού διαδέχτηκε στη διεύθυνση του σχολείου τον Γ. Δημητριάδη. Αν και νεότατος, τόνωσε το Γυμνάσιο της πόλης που είχε αρχίσει να φθίνει, έκανε μεταρρυθμίσεις και ώθησε τους νέους της πόλης στη δημιουργία Μορφωτικού Συλλόγου. Επίσης, σημαντική ήταν η συμβολή του στη σύσταση του Συλλόγου ο «Φοίνιξ». Η πατριωτική του δράση, ήταν ο λόγος για τον οποίο έφυγε από την Κοζάνη. Στη συνέχεια, στάλθηκε και πάλι από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» στις Σέρρες. Ανέλαβε υπηρεσία στη Σχολή της πόλης και πάλι ως «γυμνασιαρχεύων», ως διευθυντής δηλαδή. Εκεί έμεινε ως τον Φεβρουάριο του 1878, αναπτύσσοντας έντονη διδακτική και εθνική δράση. Αναγκάστηκε να φύγει καταδιωκόμενος από τους Τούρκους και αφού πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τον Ι. Βασδραβέλλη, ο Καλοστύπης το 1877 σε συνεννόηση με την Επιτροπή των Μακεδόνων που είχε έδρα την Αθήνα και με τη σύμφωνη γνώμη των Χ. Τρικούπη και Α. Κουμουνδούρου , επιχείρησε να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα κατά των Τούρκων, το οποίο είχε άμεση σχέση με την επανάσταση στον Όλυμπο (1878). Μάλιστα η τουρκική εφημερίδα «Βακίτ», τον κατηγόρησε ως υποκινητή επαναστατικών ενεργειών, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.
Από την Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε, συνέβαλε στην κήρυξη της επανάστασης του Ολύμπου.
Ο Καλοστύπης ίδρυσε το 1874 την εφημερίδα «Ερμής» και έπειτα την εφημερίδα «Κόσμος». Το 1880, ίδρυσε στον Πειραιά την εφημερίδα «Σφαίρα». Δύο χρόνια αργότερα, άφησε τη διεύθυνσή της στον αδελφό του Δημοσθένη, για να καταλάβει διάφορα δημόσια αξιώματα. Δεν έπαψε όμως ποτέ να δημοσιογραφεί. Το 1886, πιθανότατα με προτροπή του Χ. Τρικούπη, εξέδωσε το έργο «Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας». Το έργο εξαντλήθηκε και κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το 1896. Το όνομα του Καλοστύπη δεν αναγραφόταν πουθενά! Προφανώς , καθώς ήταν «σεσημασμένος» από τους Τούρκους, κρίθηκε ότι έτσι θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα στις υπόδουλες περιοχές, ιδιαίτερα στη Μακεδονία.
Ο Καλοστύπης έγραψε επίσης και αρκετά άλλα έργα, κυρίως θεατρικά (δράματα και κωμωδίες). Πέθανε το 1918 θεωρούμε ότι άξιζε αυτή η αναφορά σε έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του , στην προάσπιση των εθνικών δικαίων και κυρίως στην ανάδειξη του μακεδονικού ζητήματος.
Η εθνολογική κατάσταση στη Μακεδονία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα γράφει στο βιβλίο του «Μακεδονία», για την εθνολογική κατάστασή της. Αφού αναφέρεται λεπτομερώς στην υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Βουλγάρων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, διδακτικό προσωπικό και μαθητές-μαθήτριες, παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον πληθυσμό της Μακεδονίας και την επιμέρους καταγωγή του, στα τέλη του 19ου αιώνα. Γράφει λοιπόν ο Καλοστύπης:
«Ο πληθυσμός της νοτίου, μέσης και βορείου Μακεδονίας ανέρχεται εις 1.991.420, ήτοι εν τη Γενική Διοικήσει Θεσσαλονίκης εις 857.820, εν τη Γενική Διοικήσει Βιτωλίων (Μοναστηρίου, σημ. Μπίτολα) 347.290, εν τη Διοικήσει Σερβίων και Κοζάνης 194.310 και εν τη Γενική Διοικήσει Κοσόβου (Παλαιάς Σερβίας) 510.000». Από αυτούς, όπως γράφει ο Καλοστύπης, Έλληνες και «ελληνίζοντες» είναι 846.011 (286.376 στη Διοίκηση Θεσσαλονίκης, 107.485 στη Διοίκηση Σερρών, 66.000 στη Διοίκηση Δράμας, 96.100 στη Διοίκηση Κορυτσάς, 156.000 στη Διοίκηση Σερβίων και Κοζάνης και 35.000 στη Διοίκηση Κοσόβου). Οι καθαρά ελληνόφωνοι, υπολογίζονται από τον Καλοστύπη σε 545.000, ενώ γύρω στις 300.000 ήταν τότε οι «ελληνίζοντες», όσοι δηλαδή δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Από αυτούς, 75.000 ήταν βλαχόφωνοι, 65.000 αλβανόφωνοι, 4.000 τουρκόφωνοι και 160.000 σλαβόφωνοι. Γι΄ αυτούς, ο Καλοστύπης γράφει:
«Σημειωτέον δε ότι μεταξύ των σλαβοφώνων υπάρχουσι διαμερίσματα ούτω αφοσιωμένα εις την ελληνικήν ιδέαν και τόσω διάπυρον έχοντα το ελληνικόν φρόνημα, ως τα Βοδενά (Έδεσσα), η Στρώμνιτσα, η Φλωρίνη, η Τσουμαγιά και άλλαι πόλεις, ώστε ουδενί (σε κανέναν) επιτρέπεται να ισχυρισθεί ότι τα διαμερίσματα ταύτα δεν πρέπει να λογισθώσιν ελληνικά».
Στη Μακεδονία, επίσης, σύμφωνα με τον Καλοστύπη, υπάρχουν στα τέλη του 19ου αίωνα 615.286 Οθωμανοί, Σλάβοι (Βούλγαροι και Σέρβοι, σημ. αυτό ακριβώς γράφει ο Καλοστύπης) 501.000 και γύρω στις 80.000 Ιουδαίοι (Εβραίοι), οι 75.700 από τους οποίους ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν επίσης λίγες χιλιάδες ξένοι διαφόρων εθνικοτήτων.
Το 1910, παρουσιάστηκε μια άκρως ενδιαφέρουσα ελληνική στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας κατά εθνότητες. Την παρουσιάζουμε αυτούσια, όπως υπάρχει στο βιβλίο των Χ. Νεράντζη-Κ. Βακαλόπουλου-Λ. Παπακώστα:«Το Μακεδονικό Ζήτημα-ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ».
Σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Χιλμή πασά(ελληνικής καταγωγής από τη Λέσβο) του 1904, ο συνολικός πληθυσμός των βιλαετίων της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, ανερχόταν κατά προσέγγιση σε 1.848.000, από τους οποίους 754.000 μουσουλμάνοι, 577.000 Έλληνες, 400.000 Βούλγαροι, 43.4000 ρουμανίζοντες, 12.200 Σέρβοι , 6.726 Ρομά Χριστιανοί, 54.000 Εβραίοι και 2.000 διαφόρων εθνικοτήτων.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, λύθηκε τυπικά το Μακεδονικό Ζήτημα με την παραχώρηση του 51% του εδάφους της οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας στην Ελλάδα, του 39% στη Σερβία και του 10% στη Βουλγαρία.
Παραδόξως, δεν έχουμε δει σε καμία πηγή να αναφέρεται ότι τμήμα της «οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας», έστω και μικρό, και συγκεκριμένα η περιοχή της Κορυτσάς, όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο και της Κολόνιας, με σημαντική ελληνική παρουσία, παραχωρήθηκε στην Αλβανία. Η περιοχή της Κολόνιας, βρίσκεται στα σύνορα της Αλβανίας με τη χώρα μας (γειτνιάζει με τους νομούς Ιωαννίνων και Καστοριάς), έχει έκταση 805 τ.χλμ και πληθυσμό 17.000. Πρωτεύουσά της είναι η Ερσέκα, ενώ στην Επαρχία της Κολόνιας, βρίσκεται και το Λεσκοβίκι, όπου προσωρινά είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. στη διάρκεια του Εμφυλίου.
Η παγίωση της εθνολογικής σύνθεσης της ελληνικής Μακεδονίας, έγινε σταδιακά και διαχρονικά, με βάση τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συνθήκες. Αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, έφτασε στην ελληνική Μακεδονία το πρώτο ρεύμα προσφύγων.
Τα κυριότερα αστικά κέντρα απ’ όπου αποχώρησαν αρχικά συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, ήταν η Ξάνθη, το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), η Στρώμνιτσα και το Μελένικο, (γύρω στους 20.000 Έλληνες πρόσφυγες έφτασαν στη Μακεδονία).
Και επειδή κάποιοι διαβάζοντας για πρόσφυγες από Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη θα παραξενευτούν (τουλάχιστον…), να θυμίσουμε ότι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Θράκη αποδόθηκε στη Βουλγαρία και μόνο το 1919, με τη Συνθήκη του Νεϊγί, η Δυτική Θράκη δόθηκε στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες από τη Στρώμνιτσα και το Δεδέαγατς, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και τη Θεσσαλονίκη.
Στο Σιδηρόκαστρο έφτασαν άλλοι Έλληνες από το Μελένικο και στη Χρυσούπολη της Καβάλας, πρόσφυγες από την Ξάνθη. Ακολούθησε νέο μεταναστευτικό ρεύμα από τη (βουλγαρική τότε) Θράκη και ο αριθμός των προσφύγων έφτασε τους 34.112. Το 1914, νέο προσφυγικό κύμα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, ανέβασε τον αριθμό των προσφύγων στους 150.000.
Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγί, έγινε ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία. 46.000 Έλληνες της Βουλγαρίας ανταλλάχθηκαν με 92.000 Βούλγαρους.
Έτσι, το 1926, στατιστική της Επιτροπής Αποκατάστασης των προσφύγων, αναφέρει ότι στην ελληνική Μακεδονία, ζούσαν 1.341.000 Έλληνες, 77.000 Βούλγαροι, 91.000 κάτοικοι άλλων εθνοτήτων (κυρίως Εβραίοι) και 2.000 μουσουλμάνοι.
Έτσι, ενώ το 1912 ζούσαν στη Μακεδονία 513.000 Έλληνες (42,6% του συνολικού πληθυσμού), το 1926 το ποσοστό των Ελλήνων ανέβηκε θεαματικά στο 88,8%.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε λόγο του προς τους νέους το 1929, υπογράμμιζε: «Εάν δεν πλανώμαι, δεν υπήρξε ποτέ εθνικόν ελληνικόν κράτος εξ ίσου μεγάλου, όπως αυτό, το οποίον έχομεν σήμερον. Διεμορφώσαμεν αυτοκρατορίας και επί της Μακεδονική΄ς εποχής και εις την Βυζαντινήν εποχήν, αλλ’ ήσαν αυτοκρατορίας ελληνικαί, δεν ήσαν καθαρό ελληνικό κράτος. Το σημερινόν είναι καθαρώς εθνικόν κράτος και μάλιστα τόσο ομοιογενές, ώστε να είναι ίσως το πλέον ομοιογενές εθνικόν κράτος της σημερινής Ευρώπης».
Οι Έλληνες των Σκοπίων
Όπως βλέπουμε στον πίνακα του πληθυσμού του Βιλαετίου Μοναστηρίου, ζούσαν σ’ αυτό περίπου 63.500 Έλληνες (αφαιρούμε τους 17.455 Έλληνες του καζά Φλωρίνης), που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του συνολικού πληθυσμού. Τι έγινε όμως στη συνέχεια; Το 1992, αλβανικές στατιστικές, ανέβαζαν τον αριθμό των Ελλήνων στη γειτονική χώρα στους 200.000.
Ο Δημήτρης Ν. Αλεξάνδρου, στο βιβλίο του «Εγκλωβισμένοι… ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ», (2008), αναφέρει ότι σύμφωνα με στοιχεία επίσημης απογραφής που έκανε η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας και η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά και από στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τους εισηγητές σχετικής ημερίδας, το 13% των κατοίκων της είναι Έλληνες που ζουν κυρίως στις πόλεις Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσοβο, Μορίχοβο, Γευγελή και Δοϊράνη, καθώς και στην πόλη των Σκοπίων. Όλοι τους είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι περισσότεροι από αυτούς μιλούν ελληνικά. Γενικά, το θέμα της ύπαρξης Ελλήνων στη γειτονική χώρα, είναι ομιχλώδες.
Βλαχόφωνοι Έλληνες, Σαρακατσάνοι Έλληνες, γηγενείς Έλληνες αλλά και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη γειτονική χώρα μετά τον Εμφύλιο, ζουν σ’ αυτή.
Το 1941, οι γερμανικές αρχές κατοχής σε απογραφή που έκαναν στη Γενική Διοίκηση Νοτίου Σερβίας, κατέγραψαν 100.000 Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους, σε σύνολο 800.000 κατοίκων (ποσοστό 12,5%).
Μετά το 1945, άρχισε η «μακεδονοποιήση» της περιοχής. Τα πραγματικά στοιχεία αλλοιώνονται από το καθεστώς Τίτο και οι Έλληνες διαχωρίζονται από τους Βλάχους και τους βλαχόφωνους Έλληνες. Στην απογραφή του 1948 (Wilkinson Maps and Politics, Liverpool 1951, σελ. 313), εμφανίζονται 9.508 Βλάχοι και 1.013 Έλληνες!
Αλήθεια, πού εξαφανίστηκαν 90.000 Έλληνες και Βλάχοι από το 1941 (γερμανική απογραφή) ως το 1948;
Τα δεδομένα της απογραφής του 1951, δεν ανακοινώθηκαν ποτέ. Ανεπίσημα όμως, από τους 900.000 κατοίκους της τότε (Γιουγκοσλαβικής) Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, 162.000 πολίτες δήλωσαν ότι είναι ελληνικής καταγωγής (25.000 γηγενείς Έλληνες στην περιοχή του Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι Έλληνες, 5.000 Σαρακατσάνοι Έλληνες και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες). Στην απογραφή του 1953, αναφέρονται 12.000 γηγενείς Έλληνες, 1.500 Σαρακατσάνοι Έλληνες και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε η εφημερίδα «Politika Express» του Βελιγραδίου, οι βλαχόφωνοι Έλληνες το 1961, ήταν 8.048, το 1971 7.190 και το 1981, 6.384. Οι υπόλοιποι Έλληνες, εμφανίζονται… ανύπαρκτοι.
Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, σε συνέντευξή του στην τσέχικη εφημερίδα “Cesky Demik” στις 15/6/1993, παραδέχτηκε στους δημοσιογράφους Τεοντόρ Μαριάνοβιτς και Στανισλάβ Ντράνι, ότι στη χώρα του ζουν 100.000 Έλληνες.
Μια εξαιρετική πηγή, είναι η μελέτη του αείμνηστου Κωνσταντίνου Βαβούσκου «Η πληθυσμιακή κατάστασις εις το κράτος των Σκοπίων». Παραθέτουμε ένα απόσπασμά της : «Εν όψει πάντων τούτων γεννάται το ερώτημα: Τί απέγιναν οι ελληνικοί πληθυσμοί οι οποίοι ανεφέρθησαν προηγουμένως (Έλληνες και «γκραικομάνοι»); Φωνάζουν οι Σκοπιανοί δια την ύπαρξιν 1.000.000 «Μακεδόνων» Σκοπιανών εις την ελληνικήν Μακεδονίαν [Σιδηρόπουλος, τηλεοπτικόν δίκτυον Αυστραλίας (B.S.) και ιερεύς Νικόδημος Τσακνιάς εις το αυτό δίκτυον της 26.3.1993], χωρίς να αισθάνονται το γελοίον της φωνασκίας των, δεν ομιλούν όμως δια τους Έλληνας (και «γκραικομάνους») δια τους οποίους, ως ανεφέρθη ήδη οι ίδιοι ωμίλουν. Εις το Μορίχοβον επί 27 σλαυοφώνων χωρίων, τα 24 ήσαν ελληνικά και εξ αυτών προήλθον μεγάλοι μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί. Εκ της όλης περιοχής προήλθον διάσημοι προσωπικότητες εις τον πνευματικόν, πολιτικόν και εργασιακόν χώρον της Ελλάδος (π.χ. οικογένεια Μόδη). Ιδιαιτέρως αναφέρομαι εις τον πνευματικόν κόσμον [ο οποίος ανεπτύχθη εις τα μνημονευθέντα ήδη σχολεία της Μακεδονίας τα οποία δυστυχώς οι φίλοι μας(!) Σέρβοι έκλεισαν (ως και τους ναούς) μετά την συνθήκην του Βουκουρεστίου, δια της οποίας κατέστησαν κυρίαρχοι του χώρου, ο οποίος σήμερον ανήκει εις το κράτος των Σκοπίων] ο οποίος υπηρέτησεν εις τον πνευματικόν χώρον της Ελλάδος». Ας ελπίσουμε κάποια ελληνική κυβέρνηση να ασχοληθεί με το θέμα αυτό.Εμείς εννοείται ότι στο «μακεδονικό ζήτημα», θα επανέλθουμε σύντομα με νέα και περισσότερα στοιχεία.
Πηγές: ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΚΑΛΟΣΤΥΠΗ, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Μελέτη οικονομική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ, 1993.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ-ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, «Το Μακεδονικό Ζήτημα ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ 2019 ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Εγκλωβισμένοι… ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ερωδιός 2008.
anatakti
Ο Ιωάννης Καλοστύπης και το έργο του
Ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη συνεισφορά στο μακεδονικό ζήτημα, ήταν ο Ιωάννης Καλοστύπης. Γεννήθηκε στα Δολιανά της Κυνουρίας το 1851, από φτωχούς γονείς. Πολύ γρήγορα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Φοίτησε στο «Γυμνάσιον Πειραιώς» και παράλληλα εργαζόταν για να ζήσει. Στη συνέχεια, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1873. Ταυτόχρονα, εργαζόταν στην εφημερίδα «Φωνή».
Την ίδια κιόλας χρονιά, στάλθηκε από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» στην Κοζάνη, για να διδάξει στο Γυμνάσιο της πόλης. Εκεί έμεινε για ένα περίπου έτος και υπηρέτησε ως «γυμνασιαρχεύων», αφού διαδέχτηκε στη διεύθυνση του σχολείου τον Γ. Δημητριάδη. Αν και νεότατος, τόνωσε το Γυμνάσιο της πόλης που είχε αρχίσει να φθίνει, έκανε μεταρρυθμίσεις και ώθησε τους νέους της πόλης στη δημιουργία Μορφωτικού Συλλόγου. Επίσης, σημαντική ήταν η συμβολή του στη σύσταση του Συλλόγου ο «Φοίνιξ». Η πατριωτική του δράση, ήταν ο λόγος για τον οποίο έφυγε από την Κοζάνη. Στη συνέχεια, στάλθηκε και πάλι από τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» στις Σέρρες. Ανέλαβε υπηρεσία στη Σχολή της πόλης και πάλι ως «γυμνασιαρχεύων», ως διευθυντής δηλαδή. Εκεί έμεινε ως τον Φεβρουάριο του 1878, αναπτύσσοντας έντονη διδακτική και εθνική δράση. Αναγκάστηκε να φύγει καταδιωκόμενος από τους Τούρκους και αφού πέρασε από τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Αθήνα.
Σύμφωνα με τον Ι. Βασδραβέλλη, ο Καλοστύπης το 1877 σε συνεννόηση με την Επιτροπή των Μακεδόνων που είχε έδρα την Αθήνα και με τη σύμφωνη γνώμη των Χ. Τρικούπη και Α. Κουμουνδούρου , επιχείρησε να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα κατά των Τούρκων, το οποίο είχε άμεση σχέση με την επανάσταση στον Όλυμπο (1878). Μάλιστα η τουρκική εφημερίδα «Βακίτ», τον κατηγόρησε ως υποκινητή επαναστατικών ενεργειών, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια.
Από την Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε, συνέβαλε στην κήρυξη της επανάστασης του Ολύμπου.
Ο Καλοστύπης ίδρυσε το 1874 την εφημερίδα «Ερμής» και έπειτα την εφημερίδα «Κόσμος». Το 1880, ίδρυσε στον Πειραιά την εφημερίδα «Σφαίρα». Δύο χρόνια αργότερα, άφησε τη διεύθυνσή της στον αδελφό του Δημοσθένη, για να καταλάβει διάφορα δημόσια αξιώματα. Δεν έπαψε όμως ποτέ να δημοσιογραφεί. Το 1886, πιθανότατα με προτροπή του Χ. Τρικούπη, εξέδωσε το έργο «Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας». Το έργο εξαντλήθηκε και κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση το 1896. Το όνομα του Καλοστύπη δεν αναγραφόταν πουθενά! Προφανώς , καθώς ήταν «σεσημασμένος» από τους Τούρκους, κρίθηκε ότι έτσι θα μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα στις υπόδουλες περιοχές, ιδιαίτερα στη Μακεδονία.
Ο Καλοστύπης έγραψε επίσης και αρκετά άλλα έργα, κυρίως θεατρικά (δράματα και κωμωδίες). Πέθανε το 1918 θεωρούμε ότι άξιζε αυτή η αναφορά σε έναν άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του , στην προάσπιση των εθνικών δικαίων και κυρίως στην ανάδειξη του μακεδονικού ζητήματος.
Η εθνολογική κατάσταση στη Μακεδονία
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα γράφει στο βιβλίο του «Μακεδονία», για την εθνολογική κατάστασή της. Αφού αναφέρεται λεπτομερώς στην υπεροχή των Ελλήνων έναντι των Βουλγάρων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, διδακτικό προσωπικό και μαθητές-μαθήτριες, παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία για τον πληθυσμό της Μακεδονίας και την επιμέρους καταγωγή του, στα τέλη του 19ου αιώνα. Γράφει λοιπόν ο Καλοστύπης:
«Ο πληθυσμός της νοτίου, μέσης και βορείου Μακεδονίας ανέρχεται εις 1.991.420, ήτοι εν τη Γενική Διοικήσει Θεσσαλονίκης εις 857.820, εν τη Γενική Διοικήσει Βιτωλίων (Μοναστηρίου, σημ. Μπίτολα) 347.290, εν τη Διοικήσει Σερβίων και Κοζάνης 194.310 και εν τη Γενική Διοικήσει Κοσόβου (Παλαιάς Σερβίας) 510.000». Από αυτούς, όπως γράφει ο Καλοστύπης, Έλληνες και «ελληνίζοντες» είναι 846.011 (286.376 στη Διοίκηση Θεσσαλονίκης, 107.485 στη Διοίκηση Σερρών, 66.000 στη Διοίκηση Δράμας, 96.100 στη Διοίκηση Κορυτσάς, 156.000 στη Διοίκηση Σερβίων και Κοζάνης και 35.000 στη Διοίκηση Κοσόβου). Οι καθαρά ελληνόφωνοι, υπολογίζονται από τον Καλοστύπη σε 545.000, ενώ γύρω στις 300.000 ήταν τότε οι «ελληνίζοντες», όσοι δηλαδή δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Από αυτούς, 75.000 ήταν βλαχόφωνοι, 65.000 αλβανόφωνοι, 4.000 τουρκόφωνοι και 160.000 σλαβόφωνοι. Γι΄ αυτούς, ο Καλοστύπης γράφει:
«Σημειωτέον δε ότι μεταξύ των σλαβοφώνων υπάρχουσι διαμερίσματα ούτω αφοσιωμένα εις την ελληνικήν ιδέαν και τόσω διάπυρον έχοντα το ελληνικόν φρόνημα, ως τα Βοδενά (Έδεσσα), η Στρώμνιτσα, η Φλωρίνη, η Τσουμαγιά και άλλαι πόλεις, ώστε ουδενί (σε κανέναν) επιτρέπεται να ισχυρισθεί ότι τα διαμερίσματα ταύτα δεν πρέπει να λογισθώσιν ελληνικά».
Στη Μακεδονία, επίσης, σύμφωνα με τον Καλοστύπη, υπάρχουν στα τέλη του 19ου αίωνα 615.286 Οθωμανοί, Σλάβοι (Βούλγαροι και Σέρβοι, σημ. αυτό ακριβώς γράφει ο Καλοστύπης) 501.000 και γύρω στις 80.000 Ιουδαίοι (Εβραίοι), οι 75.700 από τους οποίους ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν επίσης λίγες χιλιάδες ξένοι διαφόρων εθνικοτήτων.
Το 1910, παρουσιάστηκε μια άκρως ενδιαφέρουσα ελληνική στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας κατά εθνότητες. Την παρουσιάζουμε αυτούσια, όπως υπάρχει στο βιβλίο των Χ. Νεράντζη-Κ. Βακαλόπουλου-Λ. Παπακώστα:«Το Μακεδονικό Ζήτημα-ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ».
Σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του Χιλμή πασά(ελληνικής καταγωγής από τη Λέσβο) του 1904, ο συνολικός πληθυσμός των βιλαετίων της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, ανερχόταν κατά προσέγγιση σε 1.848.000, από τους οποίους 754.000 μουσουλμάνοι, 577.000 Έλληνες, 400.000 Βούλγαροι, 43.4000 ρουμανίζοντες, 12.200 Σέρβοι , 6.726 Ρομά Χριστιανοί, 54.000 Εβραίοι και 2.000 διαφόρων εθνικοτήτων.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, λύθηκε τυπικά το Μακεδονικό Ζήτημα με την παραχώρηση του 51% του εδάφους της οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας στην Ελλάδα, του 39% στη Σερβία και του 10% στη Βουλγαρία.
Παραδόξως, δεν έχουμε δει σε καμία πηγή να αναφέρεται ότι τμήμα της «οθωμανικής γεωγραφικής Μακεδονίας», έστω και μικρό, και συγκεκριμένα η περιοχή της Κορυτσάς, όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο και της Κολόνιας, με σημαντική ελληνική παρουσία, παραχωρήθηκε στην Αλβανία. Η περιοχή της Κολόνιας, βρίσκεται στα σύνορα της Αλβανίας με τη χώρα μας (γειτνιάζει με τους νομούς Ιωαννίνων και Καστοριάς), έχει έκταση 805 τ.χλμ και πληθυσμό 17.000. Πρωτεύουσά της είναι η Ερσέκα, ενώ στην Επαρχία της Κολόνιας, βρίσκεται και το Λεσκοβίκι, όπου προσωρινά είχε εγκατασταθεί το αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. στη διάρκεια του Εμφυλίου.
Η παγίωση της εθνολογικής σύνθεσης της ελληνικής Μακεδονίας, έγινε σταδιακά και διαχρονικά, με βάση τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συνθήκες. Αμέσως μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, έφτασε στην ελληνική Μακεδονία το πρώτο ρεύμα προσφύγων.
Τα κυριότερα αστικά κέντρα απ’ όπου αποχώρησαν αρχικά συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, ήταν η Ξάνθη, το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη), η Στρώμνιτσα και το Μελένικο, (γύρω στους 20.000 Έλληνες πρόσφυγες έφτασαν στη Μακεδονία).
Και επειδή κάποιοι διαβάζοντας για πρόσφυγες από Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη θα παραξενευτούν (τουλάχιστον…), να θυμίσουμε ότι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Θράκη αποδόθηκε στη Βουλγαρία και μόνο το 1919, με τη Συνθήκη του Νεϊγί, η Δυτική Θράκη δόθηκε στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες από τη Στρώμνιτσα και το Δεδέαγατς, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και τη Θεσσαλονίκη.
Στο Σιδηρόκαστρο έφτασαν άλλοι Έλληνες από το Μελένικο και στη Χρυσούπολη της Καβάλας, πρόσφυγες από την Ξάνθη. Ακολούθησε νέο μεταναστευτικό ρεύμα από τη (βουλγαρική τότε) Θράκη και ο αριθμός των προσφύγων έφτασε τους 34.112. Το 1914, νέο προσφυγικό κύμα από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, ανέβασε τον αριθμό των προσφύγων στους 150.000.
Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγί, έγινε ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία. 46.000 Έλληνες της Βουλγαρίας ανταλλάχθηκαν με 92.000 Βούλγαρους.
Έτσι, το 1926, στατιστική της Επιτροπής Αποκατάστασης των προσφύγων, αναφέρει ότι στην ελληνική Μακεδονία, ζούσαν 1.341.000 Έλληνες, 77.000 Βούλγαροι, 91.000 κάτοικοι άλλων εθνοτήτων (κυρίως Εβραίοι) και 2.000 μουσουλμάνοι.
Έτσι, ενώ το 1912 ζούσαν στη Μακεδονία 513.000 Έλληνες (42,6% του συνολικού πληθυσμού), το 1926 το ποσοστό των Ελλήνων ανέβηκε θεαματικά στο 88,8%.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε λόγο του προς τους νέους το 1929, υπογράμμιζε: «Εάν δεν πλανώμαι, δεν υπήρξε ποτέ εθνικόν ελληνικόν κράτος εξ ίσου μεγάλου, όπως αυτό, το οποίον έχομεν σήμερον. Διεμορφώσαμεν αυτοκρατορίας και επί της Μακεδονική΄ς εποχής και εις την Βυζαντινήν εποχήν, αλλ’ ήσαν αυτοκρατορίας ελληνικαί, δεν ήσαν καθαρό ελληνικό κράτος. Το σημερινόν είναι καθαρώς εθνικόν κράτος και μάλιστα τόσο ομοιογενές, ώστε να είναι ίσως το πλέον ομοιογενές εθνικόν κράτος της σημερινής Ευρώπης».
Οι Έλληνες των Σκοπίων
Όπως βλέπουμε στον πίνακα του πληθυσμού του Βιλαετίου Μοναστηρίου, ζούσαν σ’ αυτό περίπου 63.500 Έλληνες (αφαιρούμε τους 17.455 Έλληνες του καζά Φλωρίνης), που αποτελούσαν σημαντικό μέρος του συνολικού πληθυσμού. Τι έγινε όμως στη συνέχεια; Το 1992, αλβανικές στατιστικές, ανέβαζαν τον αριθμό των Ελλήνων στη γειτονική χώρα στους 200.000.
Ο Δημήτρης Ν. Αλεξάνδρου, στο βιβλίο του «Εγκλωβισμένοι… ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ», (2008), αναφέρει ότι σύμφωνα με στοιχεία επίσημης απογραφής που έκανε η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας και η οποία δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά και από στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τους εισηγητές σχετικής ημερίδας, το 13% των κατοίκων της είναι Έλληνες που ζουν κυρίως στις πόλεις Μοναστήρι, Αχρίδα, Κρούσοβο, Μορίχοβο, Γευγελή και Δοϊράνη, καθώς και στην πόλη των Σκοπίων. Όλοι τους είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι και οι περισσότεροι από αυτούς μιλούν ελληνικά. Γενικά, το θέμα της ύπαρξης Ελλήνων στη γειτονική χώρα, είναι ομιχλώδες.
Βλαχόφωνοι Έλληνες, Σαρακατσάνοι Έλληνες, γηγενείς Έλληνες αλλά και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στη γειτονική χώρα μετά τον Εμφύλιο, ζουν σ’ αυτή.
Το 1941, οι γερμανικές αρχές κατοχής σε απογραφή που έκαναν στη Γενική Διοίκηση Νοτίου Σερβίας, κατέγραψαν 100.000 Έλληνες Χριστιανούς Ορθόδοξους, σε σύνολο 800.000 κατοίκων (ποσοστό 12,5%).
Μετά το 1945, άρχισε η «μακεδονοποιήση» της περιοχής. Τα πραγματικά στοιχεία αλλοιώνονται από το καθεστώς Τίτο και οι Έλληνες διαχωρίζονται από τους Βλάχους και τους βλαχόφωνους Έλληνες. Στην απογραφή του 1948 (Wilkinson Maps and Politics, Liverpool 1951, σελ. 313), εμφανίζονται 9.508 Βλάχοι και 1.013 Έλληνες!
Αλήθεια, πού εξαφανίστηκαν 90.000 Έλληνες και Βλάχοι από το 1941 (γερμανική απογραφή) ως το 1948;
Τα δεδομένα της απογραφής του 1951, δεν ανακοινώθηκαν ποτέ. Ανεπίσημα όμως, από τους 900.000 κατοίκους της τότε (Γιουγκοσλαβικής) Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, 162.000 πολίτες δήλωσαν ότι είναι ελληνικής καταγωγής (25.000 γηγενείς Έλληνες στην περιοχή του Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι Έλληνες, 5.000 Σαρακατσάνοι Έλληνες και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες). Στην απογραφή του 1953, αναφέρονται 12.000 γηγενείς Έλληνες, 1.500 Σαρακατσάνοι Έλληνες και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε η εφημερίδα «Politika Express» του Βελιγραδίου, οι βλαχόφωνοι Έλληνες το 1961, ήταν 8.048, το 1971 7.190 και το 1981, 6.384. Οι υπόλοιποι Έλληνες, εμφανίζονται… ανύπαρκτοι.
Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, σε συνέντευξή του στην τσέχικη εφημερίδα “Cesky Demik” στις 15/6/1993, παραδέχτηκε στους δημοσιογράφους Τεοντόρ Μαριάνοβιτς και Στανισλάβ Ντράνι, ότι στη χώρα του ζουν 100.000 Έλληνες.
Μια εξαιρετική πηγή, είναι η μελέτη του αείμνηστου Κωνσταντίνου Βαβούσκου «Η πληθυσμιακή κατάστασις εις το κράτος των Σκοπίων». Παραθέτουμε ένα απόσπασμά της : «Εν όψει πάντων τούτων γεννάται το ερώτημα: Τί απέγιναν οι ελληνικοί πληθυσμοί οι οποίοι ανεφέρθησαν προηγουμένως (Έλληνες και «γκραικομάνοι»); Φωνάζουν οι Σκοπιανοί δια την ύπαρξιν 1.000.000 «Μακεδόνων» Σκοπιανών εις την ελληνικήν Μακεδονίαν [Σιδηρόπουλος, τηλεοπτικόν δίκτυον Αυστραλίας (B.S.) και ιερεύς Νικόδημος Τσακνιάς εις το αυτό δίκτυον της 26.3.1993], χωρίς να αισθάνονται το γελοίον της φωνασκίας των, δεν ομιλούν όμως δια τους Έλληνας (και «γκραικομάνους») δια τους οποίους, ως ανεφέρθη ήδη οι ίδιοι ωμίλουν. Εις το Μορίχοβον επί 27 σλαυοφώνων χωρίων, τα 24 ήσαν ελληνικά και εξ αυτών προήλθον μεγάλοι μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί. Εκ της όλης περιοχής προήλθον διάσημοι προσωπικότητες εις τον πνευματικόν, πολιτικόν και εργασιακόν χώρον της Ελλάδος (π.χ. οικογένεια Μόδη). Ιδιαιτέρως αναφέρομαι εις τον πνευματικόν κόσμον [ο οποίος ανεπτύχθη εις τα μνημονευθέντα ήδη σχολεία της Μακεδονίας τα οποία δυστυχώς οι φίλοι μας(!) Σέρβοι έκλεισαν (ως και τους ναούς) μετά την συνθήκην του Βουκουρεστίου, δια της οποίας κατέστησαν κυρίαρχοι του χώρου, ο οποίος σήμερον ανήκει εις το κράτος των Σκοπίων] ο οποίος υπηρέτησεν εις τον πνευματικόν χώρον της Ελλάδος». Ας ελπίσουμε κάποια ελληνική κυβέρνηση να ασχοληθεί με το θέμα αυτό.Εμείς εννοείται ότι στο «μακεδονικό ζήτημα», θα επανέλθουμε σύντομα με νέα και περισσότερα στοιχεία.
Πηγές: ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΚΑΛΟΣΤΥΠΗ, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Μελέτη οικονομική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική της Μακεδονίας», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ, 1993.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ-ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ, «Το Μακεδονικό Ζήτημα ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ»,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ 2019 ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Εγκλωβισμένοι… ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ερωδιός 2008.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στη Ρόδο της ανάπτυξης άστεγοι !
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ