2020-01-01 20:15:46
Οι άνθρωποι που «καθαρίζουν το διαδίκτυο» όλη την ημέρα βλέπουν αίμα,
αποκεφαλισμούς, άγριους βασανισμούς, φόνους, παιδική πορνογραφία και βιασμούς. Είναι κυρίως νέοι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να «απολυμάνουν» το Google, το Facebook και το YouTube από τον βόρβορο - αυτόν που τους δηλητηριάζει σιγά-σιγά και πολλές φορές τους φτάνει στα όρια της παράνοιας...
Οι χειρότεροι βιντεοσκοπημένοι εφιάλτες, η παιδική πορνογραφία, οι βιασμοί, οι αποκεφαλισμοί και οι άγριοι βασανισμοί, το αίμα και ο φόνος ξεδιπλώνονται μέσα σε μια κολασμένη ψηφιακή απεραντοσύνη. Είναι αυτός ο βόρβορος που τα δισεκατομμύρια των απλών χρηστών του Διαδικτύου δεν θα δουν ποτέ ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα δουν για λίγο μόνο, έως ότου υπάρξει διαγραφή και απαγόρευση του επίμαχου υλικού. Ωστόσο, τόσο σε νοσηρότητα όσο και σε όγκο το δηλητηριώδες αυτό υλικό παραδόξως στριμώχνεται και επιβιώνει μέσα στο κεφάλι εκείνων που πληρώνονται για να παρακολουθούν τέτοιου είδους αποτρόπαια και απάνθρωπα θεάματα
. Για όσο αντέξουν, φυσικά, εφόσον η έκθεση στη βία προκαλεί καταστροφικές, συχνά ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία τους. Χάνουν την ψυχική τους ισορροπία. Υποφέρουν από νευρωσικές κρίσεις, πανικό και άγχος. Οι διατροφικές τους συνήθειες και ο μεταβολισμός τους διαταράσσονται. Μεταλλάσσονται. Από ελεγκτές και λογοκριτές, δηλαδή προστάτες των υπολοίπων, γίνονται τα πρώτα θύματα. Θυσιάζονται, καθώς τους καταπίνει το άρρωστο κομμάτι του Ιντερνετ.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, αυτοί οι λογοκριτές είναι κανονικοί άνθρωποι - τουλάχιστον έως ότου μεταμορφωθούν σε ζόμπι. Είναι άνθρωποι που εργάζονται σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες αναλαμβάνοντας υπεργολαβικά να «απολυμάνουν» το Google, το Facebook και κυρίως το YouTube. Τα ρομπότ δεν είναι ακόμη σε θέση να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη κρίση σε αυτό τον τομέα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει εξελιχθεί τόσο ώστε να εντοπίζει τις σκηνές, ακόμη και της εξόφθαλμης, ακραίας βίας. Οπότε, μοιραία, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που εργάζονται εντατικά, σε βάρδιες καθ’ όλο το 24ωρο, αποκλείοντας, κοινώς «κόβοντας», τα επιβλαβή βίντεο. Η συγκεκριμένη δουλειά μολονότι εκτελείται στο φαινομενικά καθαρό και υγιεινό περιβάλλον μοντέρνων κτιριακών συγκροτημάτων, είναι τόσο ανθυγιεινή, επικίνδυνη και τοξική όσο η διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων. Επιπλέον, οι λογοκριτές υφίστανται τρομακτική πίεση και ασφυκτικό έλεγχο παραγωγικότητας. Ειδικά στη Facebook, οι προϊστάμενοι και επιτηρητές ελέγχουν τους εργαζομένους ακόμη και για το πόσα λεπτά ξοδεύουν για τις φυσικές τους ανάγκες. Η συχνότητα και η διάρκεια επισκέψεων στην τουαλέτα καταγράφονται. Οποιαδήποτε παρέκκλιση ή υστέρηση από την προσήλωση στον έλεγχο των βίντεο, επί τουλάχιστον 5ωρο, ελέγχεται και τιμωρείται αναλόγως. Το όλο σκηνικό μοιάζει με σύγχρονο καφκικό εφιάλτη, με πτυχές που θα ταίριαζαν σε δουλεμπορική γαλέρα ή σε κάτεργο.
Ισως δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος των λογοκριτών του Ιντερνετ είναι μετανάστες -και δη στη σημερινή, την όλο και πιο ξενοφοβική Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Είναι άτομα που ζουν με την ελπίδα να στεριώσουν στις ΗΠΑ, να εργαστούν και να ενσωματωθούν στην αμερικανική κοινωνία ως πλήρως ισότιμοι πολίτες. Θεωρητικά, η δουλειά, π.χ., στην Google είναι ένα πρώτης τάξεως διαβατήριο για τον ολοκληρωμένο εξαμερικανισμό. Πρακτικά, όμως, είναι απλώς το κατώφλι της παράνοιας.
Βέβαια, οι μετανάστες είναι περιζήτητοι ένεκα γλωσσομάθειας: όσο περισσότερες και πιο σπάνιες γλώσσες μιλά και καταλαβαίνει κάποιος τόσο πιο χρήσιμος είναι. Αλλωστε, κυρίως, στα αραβικά, στις μεσανατολικές και ασιατικές διαλέκτους η βία βρίσκει πρόσφορο έδαφος να διαδοθεί. Πέρα από ρατσιστικά στερεότυπα, μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι σε αυτές τις γωνιές του πλανήτη ευδοκιμεί η φρίκη λόγω του τζιχαντιστικού φαινομένου, του φυλετικού και θρησκευτικού μίσους, της διάχυτης βαναυσότητας, των πολεμικών συγκρούσεων κ.λπ. Συνεπώς, νέοι άνθρωποι με πτυχία από κολέγια, τα οποία όμως δεν αναγνωρίζονται στις ΗΠΑ, αντί να καθαρίζουν σκάλες και υπονόμους προτιμούν να καθαρίζουν το Διαδίκτυο. Είναι δουλειά με κύρος και προοπτικές. Μόνο όμως για όσους αντέχουν. Διότι, εκτός των άλλων, οι επαγγελματίες λογοκριτές δεν εργάζονται όλοι υπό το ίδιο καθεστώς. Κατατάσσονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: αφενός είναι οι προνομιούχοι, εκείνοι που προσλαμβάνονται κανονικά και λογίζονται ως υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης, με πλήρη δικαιώματα. Αφετέρου είναι οι υπόλοιποι, οι ωρομίσθιοι. Στους μεν πρώτους δικαιολογείται η άδεια άνευ αποδοχών για λόγους ψυχικής αποκατάστασης, ενώ στις παροχές περιλαμβάνεται η συστηματική ψυχολογική υποστήριξη. Αντιθέτως, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου επί της ουσίας εγκαταλείπονται στην τύχη τους.
Εφιάλτης στην οθόνη
Ο κόσμος των διαδικτυακών λογοκριτών παραμένει κρυφός και κατά το πλείστον άγνωστος. Η εντύπωση που επικρατεί -και καλλιεργείται- είναι ότι η προστασία του κοινού από το επιβλαβές οπτικοακουστικό υλικό που κυκλοφορεί στο Ιντερνετ συντελείται αυτόματα ή, το πολύ-πολύ, βάσει καταγγελιών από ενοχλημένους χρήστες. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, ασχέτως εάν οι κολοσσοί της ψηφιακής αγοράς αποφεύγουν να την αποκαλύπτουν. Η Google συνεργάζεται κυρίως με την Accenture, εταιρεία που παρέχει, τηρουμένων των αναλογιών, «συνεργεία καθαρισμού» σε παγκόσμια κλίμακα. Στο Οστιν του Τέξας όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της, η Accenture απασχολεί δεκάδες εργαζομένους. Κατά μέσο όρο καθένας από αυτούς αμείβεται με 37.000 δολάρια ετησίως και ανάλογα τις ειδικές γνώσεις, τα προσόντα του κ.λπ. εντάσσεται σε κάποιον από τους κλάδους της λογοκρισίας. Υπάρχουν ο τομέας της παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων, ο τομέας μίσους και παρενόχλησης, η πορνογραφία και, το χειρότερο όλων, η ακραία βία. Κατά την πρόσληψη, οι υπεύθυνοι παραλείπουν τεχνηέντως να αναφερθούν στους κινδύνους του επαγγέλματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες, δεν προετοιμάζουν, δεν προϊδεάζουν καν τον μέλλοντα λογοκριτή για το τι τον περιμένει. Απεναντίας, είναι πάγια πολιτική να παρέχονται διαβεβαιώσεις ότι η έκθεση σε νοσηρό υλικό θα είναι περιορισμένη. Οχι περισσότερο από μία ή δύο ώρες την εβδομάδα.
Εντούτοις, το τι πραγματικά ισχύει αποτυπώνεται στην περιπέτεια μιας λογοκρίτριας η οποία προσελήφθη σε ηλικία 23 ετών. Προηγουμένως εργαζόταν ως γραμματέας και βοηθός σε δικηγορική εταιρεία. Και ενώ αρχικά δεν πίστευε στην τύχη της νομίζοντας ότι θα παίρνει περί τα 90.000 δολάρια τον χρόνο και θα προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Google, πολύ σύντομα προσγειώθηκε ανώμαλα: στην οθόνη του υπολογιστή της άρχισαν να φτάνουν, σε ρυθμό παλιρροϊκού κύματος, εικόνες από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι.
Ηταν Νοέμβριος του 2015 και οι τζιχαντιστές αιματοκύλισαν διάφορα πολυσύχναστα σημεία της γαλλικής πρωτεύουσας και, βέβαια, τον συναυλιακό χώρο Μπατακλάν. «Παντού έβλεπα διαμελισμένα πτώματα», διηγήθηκε η Ντέζι σε Αμερικανό δημοσιογράφο, η οποία επελέγη για τη λογοκρισία του υλικού από το συγκεκριμένο συμβάν επειδή γνώριζε γαλλικά. Η Ντέζι συνεχίζει λέγοντας ότι «μετά το μακελειό στο Παρίσι ήρθε το χτύπημα με το φορτηγό στη Νίκαια, που θέρισε 86 αθώους και έστειλε στο νοσοκομείο άλλους 458. Η φρίκη ήταν ανείπωτη. Οι προϊστάμενοι με πίεζαν να ελέγχω όλο και περισσότερα βίντεο, όλο και πιο γρήγορα “για το καλό της Google και του κόσμου εκεί έξω”, όπως μου έλεγαν. Ηταν κάτι εντελώς αφόρητο». Ομως, η Ντέζι ήταν μόλις στην αρχή. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα ήταν μόνο η εισαγωγή. Η επόμενη δοκιμασία για τα νεύρα της ήταν η βία εις βάρος ανηλίκων. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για την ψυχική της ισορροπία.
Σε ελεύθερη πτώση
Προτού προσληφθεί ως λογοκρίτρια στην Google η Ντέζι δεν είχε κανένα σύμπτωμα ψυχασθένειας. Απέκτησε όμως. Υστερα από έναν χρόνο ο σύντροφός της την ενημέρωσε ότι, σε περίπτωση που δεν το είχε συνειδητοποιήσει, η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας της είχαν αλλάξει - προς το χειρότερο, εννοείται. Ηταν εξαιρετικά ευερέθιστη. Παραμιλούσε στον ύπνο της και ενίοτε ούρλιαζε. Ηταν μονίμως εξαντλημένη. Κατέρρεε εκ των έσω.
Η Ντέζι προσελήφθη ως λογοκρίτρια στην Google στα 23 της. Ξεκίνησε με το μακελειό στο Μπατακλάν και τη Νίκαια επειδή ήξερε γαλλικά. «Παντού έβλεπα διαμελισμένα πτώματα», λέει η ίδια. Συνέχισε με βίντεο βίας κατά ανηλίκων. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για την ψυχική της ισορροπία
Σύντομα άρχισαν οι κρίσεις πανικού. Η πρώτη συνέβη όταν διασταυρώθηκε στον δρόμο με μικρά παιδιά σε έναν σχολικό περίπατο. Στα πρόσωπά τους άρχισε να βλέπει τις σκηνές που λογόκρινε, δηλαδή βασανισμούς, κακοποίηση, βιασμούς, στυγερά εγκλήματα. Προς στιγμήν έχασε τον αυτοέλεγχό της και άρχισε να κλαίει υστερικά στη μέση του δρόμου, φαινομενικά άνευ λόγου.
Η Ντέζι, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε να αποτραβιέται από τον ανθρώπινο περίγυρό της. Σταδιακά παραμέλησε τον εαυτό της και έμοιαζε όλο και περισσότερο με αλλοπαρμένη. Μοιραία, η κατάστασή της επηρέασε την απόδοσή της στη δουλειά - αυτή τη δουλειά που την κατέστρεφε. Την έπαιρναν τα κλάματα και είτε στο γραφείο είτε οπουδήποτε προσπαθούσε να απομονωθεί. Σωματικά ήταν ένα πτώμα, οπότε δεν είχε δύναμη να αντισταθεί στην υπνηλία. Επεφτε σε λήθαργο μπροστά στην οθόνη όπου προβάλλονταν οι σκηνές σπλάτερ τις οποίες η Ντέζι όφειλε να λογοκρίνει.
Οι προϊστάμενοί της αναγκάστηκαν να τη στείλουν σε εξωτερικό ψυχοθεραπευτή. Εκείνος της συνέστησε μακροχρόνια αποχή από το εργασιακό της περιβάλλον. Η Ντέζι δεν είχε επιλογή. Ζήτησε εξάμηνη άδεια μετ’ αποδοχών. Της ενεκρίθη - αν και απρόθυμα. Πήρε την άδεια και άρχισε αγωγή με δύο διαφορετικούς ψυχοθεραπευτές. Εξυπακούεται ότι πέρασε στα αντικαταθλιπτικά. «Ενιωθα σαν να μην έχω τρόπο διαφυγής, ήταν σαν να με έλουζε μια βροχή αρρώστιας και βίας», είπε η Ντέζι στον δημοσιογράφο που της πήρε σειρά συνεντεύξεων. Τελικά όμως βρήκε τη δύναμη να κάνει μια καινούρια αρχή, μακριά από τη λογοκρισία και την Google. Ξεκίνησε μεταπτυχιακά σε νομική σχολή. Σήμερα εργάζεται σε έναν οργανισμό για την εξάλειψη της βίας εις βάρος ανηλίκων και την εξυγίανση του Διαδικτύου από τη νοσηρότητα που τόσο καλά γνώρισε η ίδια.
Η Ντέζι ξέφυγε, οι λογοκριτές όμως πολλαπλασιάζονται, σε ρυθμό αντίστοιχο με τη γεωμετρική αύξηση του υλικού που πρέπει να λογοκριθεί. Και ενώ η Google πειραματίζεται με την αντοχή των λογοκριτών δοκιμάζοντας διάφορα τεχνικά τρικ, όπως τη μετατροπή των βίντεο από έγχρωμα σε ασπρόμαυρα, ταυτόχρονα εφαρμόζει πάγια εσωτερική πολιτική μειωμένων κονδυλίων για την προστασία τους, ακριβώς για την αυτοπροστασία της. Τα άτομα που προσλαμβάνει για την κάλυψη αυτών των θέσεων, εάν δεν υπάρξει κάποια συγκλονιστική ανατροπή, θα συνεχίσουν να καταστρέφονται μπροστά στους υπολογιστές τους. Σαν αναλώσιμοι και οι ίδιοι, αόρατοι μάρτυρες για το κοινό καλό. Λογοκριτές-γρανάζια σε ένα σύστημα που εξακολουθεί να παράγει αμέριμνο ασύλληπτα κέρδη: μόνο το 2018 η Google είχε έσοδα 110 δισ. δολαρίων.
anatakti
αποκεφαλισμούς, άγριους βασανισμούς, φόνους, παιδική πορνογραφία και βιασμούς. Είναι κυρίως νέοι άνθρωποι που αναλαμβάνουν να «απολυμάνουν» το Google, το Facebook και το YouTube από τον βόρβορο - αυτόν που τους δηλητηριάζει σιγά-σιγά και πολλές φορές τους φτάνει στα όρια της παράνοιας...
Οι χειρότεροι βιντεοσκοπημένοι εφιάλτες, η παιδική πορνογραφία, οι βιασμοί, οι αποκεφαλισμοί και οι άγριοι βασανισμοί, το αίμα και ο φόνος ξεδιπλώνονται μέσα σε μια κολασμένη ψηφιακή απεραντοσύνη. Είναι αυτός ο βόρβορος που τα δισεκατομμύρια των απλών χρηστών του Διαδικτύου δεν θα δουν ποτέ ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα δουν για λίγο μόνο, έως ότου υπάρξει διαγραφή και απαγόρευση του επίμαχου υλικού. Ωστόσο, τόσο σε νοσηρότητα όσο και σε όγκο το δηλητηριώδες αυτό υλικό παραδόξως στριμώχνεται και επιβιώνει μέσα στο κεφάλι εκείνων που πληρώνονται για να παρακολουθούν τέτοιου είδους αποτρόπαια και απάνθρωπα θεάματα
Εν πάση περιπτώσει, όμως, αυτοί οι λογοκριτές είναι κανονικοί άνθρωποι - τουλάχιστον έως ότου μεταμορφωθούν σε ζόμπι. Είναι άνθρωποι που εργάζονται σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες αναλαμβάνοντας υπεργολαβικά να «απολυμάνουν» το Google, το Facebook και κυρίως το YouTube. Τα ρομπότ δεν είναι ακόμη σε θέση να υποκαταστήσουν την ανθρώπινη κρίση σε αυτό τον τομέα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει εξελιχθεί τόσο ώστε να εντοπίζει τις σκηνές, ακόμη και της εξόφθαλμης, ακραίας βίας. Οπότε, μοιραία, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που εργάζονται εντατικά, σε βάρδιες καθ’ όλο το 24ωρο, αποκλείοντας, κοινώς «κόβοντας», τα επιβλαβή βίντεο. Η συγκεκριμένη δουλειά μολονότι εκτελείται στο φαινομενικά καθαρό και υγιεινό περιβάλλον μοντέρνων κτιριακών συγκροτημάτων, είναι τόσο ανθυγιεινή, επικίνδυνη και τοξική όσο η διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων. Επιπλέον, οι λογοκριτές υφίστανται τρομακτική πίεση και ασφυκτικό έλεγχο παραγωγικότητας. Ειδικά στη Facebook, οι προϊστάμενοι και επιτηρητές ελέγχουν τους εργαζομένους ακόμη και για το πόσα λεπτά ξοδεύουν για τις φυσικές τους ανάγκες. Η συχνότητα και η διάρκεια επισκέψεων στην τουαλέτα καταγράφονται. Οποιαδήποτε παρέκκλιση ή υστέρηση από την προσήλωση στον έλεγχο των βίντεο, επί τουλάχιστον 5ωρο, ελέγχεται και τιμωρείται αναλόγως. Το όλο σκηνικό μοιάζει με σύγχρονο καφκικό εφιάλτη, με πτυχές που θα ταίριαζαν σε δουλεμπορική γαλέρα ή σε κάτεργο.
Ισως δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος των λογοκριτών του Ιντερνετ είναι μετανάστες -και δη στη σημερινή, την όλο και πιο ξενοφοβική Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ. Είναι άτομα που ζουν με την ελπίδα να στεριώσουν στις ΗΠΑ, να εργαστούν και να ενσωματωθούν στην αμερικανική κοινωνία ως πλήρως ισότιμοι πολίτες. Θεωρητικά, η δουλειά, π.χ., στην Google είναι ένα πρώτης τάξεως διαβατήριο για τον ολοκληρωμένο εξαμερικανισμό. Πρακτικά, όμως, είναι απλώς το κατώφλι της παράνοιας.
Βέβαια, οι μετανάστες είναι περιζήτητοι ένεκα γλωσσομάθειας: όσο περισσότερες και πιο σπάνιες γλώσσες μιλά και καταλαβαίνει κάποιος τόσο πιο χρήσιμος είναι. Αλλωστε, κυρίως, στα αραβικά, στις μεσανατολικές και ασιατικές διαλέκτους η βία βρίσκει πρόσφορο έδαφος να διαδοθεί. Πέρα από ρατσιστικά στερεότυπα, μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι σε αυτές τις γωνιές του πλανήτη ευδοκιμεί η φρίκη λόγω του τζιχαντιστικού φαινομένου, του φυλετικού και θρησκευτικού μίσους, της διάχυτης βαναυσότητας, των πολεμικών συγκρούσεων κ.λπ. Συνεπώς, νέοι άνθρωποι με πτυχία από κολέγια, τα οποία όμως δεν αναγνωρίζονται στις ΗΠΑ, αντί να καθαρίζουν σκάλες και υπονόμους προτιμούν να καθαρίζουν το Διαδίκτυο. Είναι δουλειά με κύρος και προοπτικές. Μόνο όμως για όσους αντέχουν. Διότι, εκτός των άλλων, οι επαγγελματίες λογοκριτές δεν εργάζονται όλοι υπό το ίδιο καθεστώς. Κατατάσσονται σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: αφενός είναι οι προνομιούχοι, εκείνοι που προσλαμβάνονται κανονικά και λογίζονται ως υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης, με πλήρη δικαιώματα. Αφετέρου είναι οι υπόλοιποι, οι ωρομίσθιοι. Στους μεν πρώτους δικαιολογείται η άδεια άνευ αποδοχών για λόγους ψυχικής αποκατάστασης, ενώ στις παροχές περιλαμβάνεται η συστηματική ψυχολογική υποστήριξη. Αντιθέτως, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου επί της ουσίας εγκαταλείπονται στην τύχη τους.
Εφιάλτης στην οθόνη
Ο κόσμος των διαδικτυακών λογοκριτών παραμένει κρυφός και κατά το πλείστον άγνωστος. Η εντύπωση που επικρατεί -και καλλιεργείται- είναι ότι η προστασία του κοινού από το επιβλαβές οπτικοακουστικό υλικό που κυκλοφορεί στο Ιντερνετ συντελείται αυτόματα ή, το πολύ-πολύ, βάσει καταγγελιών από ενοχλημένους χρήστες. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, ασχέτως εάν οι κολοσσοί της ψηφιακής αγοράς αποφεύγουν να την αποκαλύπτουν. Η Google συνεργάζεται κυρίως με την Accenture, εταιρεία που παρέχει, τηρουμένων των αναλογιών, «συνεργεία καθαρισμού» σε παγκόσμια κλίμακα. Στο Οστιν του Τέξας όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της, η Accenture απασχολεί δεκάδες εργαζομένους. Κατά μέσο όρο καθένας από αυτούς αμείβεται με 37.000 δολάρια ετησίως και ανάλογα τις ειδικές γνώσεις, τα προσόντα του κ.λπ. εντάσσεται σε κάποιον από τους κλάδους της λογοκρισίας. Υπάρχουν ο τομέας της παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων, ο τομέας μίσους και παρενόχλησης, η πορνογραφία και, το χειρότερο όλων, η ακραία βία. Κατά την πρόσληψη, οι υπεύθυνοι παραλείπουν τεχνηέντως να αναφερθούν στους κινδύνους του επαγγέλματος. Σύμφωνα με μαρτυρίες, δεν προετοιμάζουν, δεν προϊδεάζουν καν τον μέλλοντα λογοκριτή για το τι τον περιμένει. Απεναντίας, είναι πάγια πολιτική να παρέχονται διαβεβαιώσεις ότι η έκθεση σε νοσηρό υλικό θα είναι περιορισμένη. Οχι περισσότερο από μία ή δύο ώρες την εβδομάδα.
Εντούτοις, το τι πραγματικά ισχύει αποτυπώνεται στην περιπέτεια μιας λογοκρίτριας η οποία προσελήφθη σε ηλικία 23 ετών. Προηγουμένως εργαζόταν ως γραμματέας και βοηθός σε δικηγορική εταιρεία. Και ενώ αρχικά δεν πίστευε στην τύχη της νομίζοντας ότι θα παίρνει περί τα 90.000 δολάρια τον χρόνο και θα προσφέρει τις υπηρεσίες της στην Google, πολύ σύντομα προσγειώθηκε ανώμαλα: στην οθόνη του υπολογιστή της άρχισαν να φτάνουν, σε ρυθμό παλιρροϊκού κύματος, εικόνες από τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι.
Ηταν Νοέμβριος του 2015 και οι τζιχαντιστές αιματοκύλισαν διάφορα πολυσύχναστα σημεία της γαλλικής πρωτεύουσας και, βέβαια, τον συναυλιακό χώρο Μπατακλάν. «Παντού έβλεπα διαμελισμένα πτώματα», διηγήθηκε η Ντέζι σε Αμερικανό δημοσιογράφο, η οποία επελέγη για τη λογοκρισία του υλικού από το συγκεκριμένο συμβάν επειδή γνώριζε γαλλικά. Η Ντέζι συνεχίζει λέγοντας ότι «μετά το μακελειό στο Παρίσι ήρθε το χτύπημα με το φορτηγό στη Νίκαια, που θέρισε 86 αθώους και έστειλε στο νοσοκομείο άλλους 458. Η φρίκη ήταν ανείπωτη. Οι προϊστάμενοι με πίεζαν να ελέγχω όλο και περισσότερα βίντεο, όλο και πιο γρήγορα “για το καλό της Google και του κόσμου εκεί έξω”, όπως μου έλεγαν. Ηταν κάτι εντελώς αφόρητο». Ομως, η Ντέζι ήταν μόλις στην αρχή. Τα τρομοκρατικά χτυπήματα ήταν μόνο η εισαγωγή. Η επόμενη δοκιμασία για τα νεύρα της ήταν η βία εις βάρος ανηλίκων. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για την ψυχική της ισορροπία.
Σε ελεύθερη πτώση
Προτού προσληφθεί ως λογοκρίτρια στην Google η Ντέζι δεν είχε κανένα σύμπτωμα ψυχασθένειας. Απέκτησε όμως. Υστερα από έναν χρόνο ο σύντροφός της την ενημέρωσε ότι, σε περίπτωση που δεν το είχε συνειδητοποιήσει, η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας της είχαν αλλάξει - προς το χειρότερο, εννοείται. Ηταν εξαιρετικά ευερέθιστη. Παραμιλούσε στον ύπνο της και ενίοτε ούρλιαζε. Ηταν μονίμως εξαντλημένη. Κατέρρεε εκ των έσω.
Η Ντέζι προσελήφθη ως λογοκρίτρια στην Google στα 23 της. Ξεκίνησε με το μακελειό στο Μπατακλάν και τη Νίκαια επειδή ήξερε γαλλικά. «Παντού έβλεπα διαμελισμένα πτώματα», λέει η ίδια. Συνέχισε με βίντεο βίας κατά ανηλίκων. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για την ψυχική της ισορροπία
Σύντομα άρχισαν οι κρίσεις πανικού. Η πρώτη συνέβη όταν διασταυρώθηκε στον δρόμο με μικρά παιδιά σε έναν σχολικό περίπατο. Στα πρόσωπά τους άρχισε να βλέπει τις σκηνές που λογόκρινε, δηλαδή βασανισμούς, κακοποίηση, βιασμούς, στυγερά εγκλήματα. Προς στιγμήν έχασε τον αυτοέλεγχό της και άρχισε να κλαίει υστερικά στη μέση του δρόμου, φαινομενικά άνευ λόγου.
Η Ντέζι, όπως ήταν αναμενόμενο, άρχισε να αποτραβιέται από τον ανθρώπινο περίγυρό της. Σταδιακά παραμέλησε τον εαυτό της και έμοιαζε όλο και περισσότερο με αλλοπαρμένη. Μοιραία, η κατάστασή της επηρέασε την απόδοσή της στη δουλειά - αυτή τη δουλειά που την κατέστρεφε. Την έπαιρναν τα κλάματα και είτε στο γραφείο είτε οπουδήποτε προσπαθούσε να απομονωθεί. Σωματικά ήταν ένα πτώμα, οπότε δεν είχε δύναμη να αντισταθεί στην υπνηλία. Επεφτε σε λήθαργο μπροστά στην οθόνη όπου προβάλλονταν οι σκηνές σπλάτερ τις οποίες η Ντέζι όφειλε να λογοκρίνει.
Οι προϊστάμενοί της αναγκάστηκαν να τη στείλουν σε εξωτερικό ψυχοθεραπευτή. Εκείνος της συνέστησε μακροχρόνια αποχή από το εργασιακό της περιβάλλον. Η Ντέζι δεν είχε επιλογή. Ζήτησε εξάμηνη άδεια μετ’ αποδοχών. Της ενεκρίθη - αν και απρόθυμα. Πήρε την άδεια και άρχισε αγωγή με δύο διαφορετικούς ψυχοθεραπευτές. Εξυπακούεται ότι πέρασε στα αντικαταθλιπτικά. «Ενιωθα σαν να μην έχω τρόπο διαφυγής, ήταν σαν να με έλουζε μια βροχή αρρώστιας και βίας», είπε η Ντέζι στον δημοσιογράφο που της πήρε σειρά συνεντεύξεων. Τελικά όμως βρήκε τη δύναμη να κάνει μια καινούρια αρχή, μακριά από τη λογοκρισία και την Google. Ξεκίνησε μεταπτυχιακά σε νομική σχολή. Σήμερα εργάζεται σε έναν οργανισμό για την εξάλειψη της βίας εις βάρος ανηλίκων και την εξυγίανση του Διαδικτύου από τη νοσηρότητα που τόσο καλά γνώρισε η ίδια.
Η Ντέζι ξέφυγε, οι λογοκριτές όμως πολλαπλασιάζονται, σε ρυθμό αντίστοιχο με τη γεωμετρική αύξηση του υλικού που πρέπει να λογοκριθεί. Και ενώ η Google πειραματίζεται με την αντοχή των λογοκριτών δοκιμάζοντας διάφορα τεχνικά τρικ, όπως τη μετατροπή των βίντεο από έγχρωμα σε ασπρόμαυρα, ταυτόχρονα εφαρμόζει πάγια εσωτερική πολιτική μειωμένων κονδυλίων για την προστασία τους, ακριβώς για την αυτοπροστασία της. Τα άτομα που προσλαμβάνει για την κάλυψη αυτών των θέσεων, εάν δεν υπάρξει κάποια συγκλονιστική ανατροπή, θα συνεχίσουν να καταστρέφονται μπροστά στους υπολογιστές τους. Σαν αναλώσιμοι και οι ίδιοι, αόρατοι μάρτυρες για το κοινό καλό. Λογοκριτές-γρανάζια σε ένα σύστημα που εξακολουθεί να παράγει αμέριμνο ασύλληπτα κέρδη: μόνο το 2018 η Google είχε έσοδα 110 δισ. δολαρίων.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ρώμη: Μήνυμα στήριξης στην Αθήνα για τον EastMed
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ