2020-01-29 12:50:26
«Καλός γονιός/κακός γονιός» είναι δύο ταμπέλες που δεν μας βοηθούν καθόλου, διότι
περιγράφουν δύο άκρα. Είναι αδύνατον να είμαστε σε πλήρη συντονισμό και απόλυτη αρμονία με τα παιδιά μας όλες τις ώρες της ημέρας. Ακόμα και οι καλύτερες προθέσεις μας καμιά φορά μπορεί να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αλλά επειδή κανείς δεν θέλει να δεχτεί την ταμπέλα του «κακού γονιού», όταν κάνουμε λάθη (και όλοι μας κάνουμε λάθη), προσπαθούμε να αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό χωρίς να παραδεχτούμε τα σφάλματά μας.
Εξαιτίας λοιπόν αυτών των χαρακτηρισμών –«καλή μητέρα», «κακός πατέρας» ή το αντίστροφο– και επειδή δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να νιώσουμε την ντροπή και την ταπείνωση μιας τέτοιας ταμπέλας, παίρνουμε αμυντική στάση και αρνιόμαστε κάθε λάθος που μπορεί να έχουμε κάνει. Αυτό σημαίνει ότι δεν εξετάζουμε, δεν συνειδητοποιούμε το πώς αποτυγχάνουμε να καλύψουμε τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού μας. Δεν φροντίζουμε ενεργά ώστε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη σχέση μαζί του. Μπορεί επίσης να σημαίνει πως κρυβόμαστε πίσω απ’ ό,τι έχουμε πετύχει ως γονείς ώστε να μη βλέπουμε ούτε να αντιμετωπίζουμε τα λάθη μας, φροντίζοντας να κολλάμε στο πέτο την ταμπέλα του καλού γονιού.
Ο φόβος του γονιού και η απλή συνειδητοποίηση των λαθών μας δεν βοηθούν τα παιδιά. Τα σφάλματά μας –το να προσποιούμαστε ότι τα συναισθήματα του παιδιού μας δεν έχουν σημασία, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε λάθος– έχουν ελάχιστη βαρύτητα όταν φροντίζουμε να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που έχουν κάνει. Αλλά δεν μπορούμε να διορθώσουμε τίποτα, αν η παραδοχή των λαθών μάς προκαλεί ντροπή – και η ταμπέλα κακός γονιός κάνει αυτό ακριβώς.
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τους χαρακτηρισμούς «καλός» και «κακός» για τον ρόλο του γονιού. Κανείς δεν είναι τέλειος και κανείς δεν είναι απόλυτα κακός. Ένας κακόκεφος αλλά ειλικρινής γονιός (που συνήθως παίρνει την ταμπέλα του κακού γονιού) μπορεί να είναι καλύτερος στον ρόλο του από έναν γονιό που νιώθει εκνευρισμό και θυμό, αλλά το κρύβει πίσω από ένα προσωπείο χαράς και γλυκύτητας. Και δεν θα σταματήσω εδώ. Όπως ακριβώς δεν θα έπρεπε να κρίνουμε τους εαυτούς μας, έτσι δεν πρέπει να κρίνουμε και τα παιδιά μας.
Είναι πολύ βολικό να βάζουμε τον καθένα στο κουτάκι του, να του κολλάμε και μια ταμπέλα απέξω και να τον ξεχνάμε. Αλλά δεν είναι καλό για μας και σίγουρα δεν είναι καλό γι’ αυτόν που τοποθετήσαμε στο κουτί. Δεν βοηθά καθόλου το να χαρακτηρίσεις ένα παιδί καλό ή κακό, ή γενικότερα να του δώσεις οποιονδήποτε χαρακτηρισμό, γιατί είναι πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο να προοδεύσει, να εξελιχθεί και να ξεπεράσει τον εαυτό του, κουβαλώντας μια συγκεκριμένη ταμπέλα που τον χαρακτηρίζει: «το ήσυχο παιδί», «το αδέξιο παιδί», «το ζωηρό παιδί».
Οι άνθρωποι αλλάζουν και εξελίσσονται συνεχώς, ιδιαίτερα τα παιδιά. Είναι πολύ καλύτερο να δοκιμάσετε να περιγράψετε αυτό που βλέπετε και να τονίσετε αυτά που επιδοκιμάζετε, από το να κρίνετε και να κολλάτε ταμπέλες. Γι’ αυτό λοιπόν πείτε: «Μου άρεσε που συγκεντρώθηκες πολύ όταν έλυνες εκείνες τις ασκήσεις μαθηματικών», από το να πείτε: «Είσαι καλός στα μαθηματικά». Πείτε: «Με εντυπωσιάζει που έβαλες τόση σκέψη σ’ αυτή τη ζωγραφιά. Μου αρέσει που το σπίτι είναι λες και χαμογελάει. Είναι μια ευχάριστη εικόνα που μου δίνει χαρά». Μην πείτε μονάχα «τι ωραία ζωγραφιά». Επαινέστε την προσπάθεια, περιγράψτε αυτό που βλέπετε και αυτό που νιώθετε και ενθαρρύνετε το παιδί σας χωρίς να το χαρακτηρίζετε και να του κάνετε κριτική. Το να περιγράψετε και να βρείτε κάτι συγκεκριμένο που ξεχωρίζει και σας αρέσει είναι πολύ καλύτερο από μια γενική επιβράβευση του τύπου «μπράβο, πολύ ωραία» και πολύ πιο χρήσιμο από την κριτική. Αν δείτε μια ολόκληρη σελίδα κειμένου κακογραμμένη και με μουτζούρες αλλά το γράμμα Ρ είναι πάντα καλοσχηματισμένο, το μόνο που χρειάζεται να πείτε είναι: «Μ’ αρέσει που γράφεις το γράμμα Ρ τόσο ωραία». Την επόμενη φορά ίσως να σας αρέσει και κάποιο άλλο γράμμα.
Άσκηση: Όχι πια κριτική
Αντί να κριτικάρετε τον εαυτό σας γι’ αυτά που λέει και κάνει, παρατηρήστε και εκτιμήστε αυτά που κάνετε καλά και σωστά. Προσέξτε τη διαφορά στον τρόπο που αυτή η διαδικασία σάς κάνει να νιώσετε. Για παράδειγμα, αντί να πείτε ή να σκεφτείτε «φτιάχνω πολύ ωραίο ψωμί», πείτε «προσπάθησα να συγκεντρωθώ την ώρα που έφτιαχνα το ψωμί και πέτυχε». Αντί να πείτε «δεν είμαι καλή στη γιόγκα», δοκιμάστε τη φράση «ξεκίνησα γιόγκα και έχω ήδη βελτιωθεί σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα». Δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία οι λέξεις. Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να καταργήσουμε τελείως τη χρήση των λέξεων «καλός» ή «κακός». Απλώς ο περιορισμός τους μας βοηθά να αποφεύγουμε την κριτική και να διατυπώνουμε τα συμπεράσματά μας με τρόπο διαλλακτικό. Έτσι θα αποτρέψουμε τον ψυχικό τραυματισμό τόσο των παιδιών μας όσο και του εαυτού μας.
Το πώς νιώθουμε για τον εαυτό μας και το πόσο υπεύθυνοι και συνειδητοί είμαστε όσον αφορά τις αντιδράσεις μας προς τα παιδιά είναι βασικές πτυχές του γονεϊκού ρόλου και συνήθως είναι κάτι που παρακάμπτουμε, εστιάζοντας κυρίως στα παιδιά μας και τη συμπεριφορά τους. Αποφεύγουμε όμως να εξετάσουμε πώς αυτή μας επηρεάζει και τελικά πώς η δική μας συμπεριφορά επηρεάζει τα παιδιά μας. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά τους δεν διαμορφώνεται μόνο από τις δικές μας αντιδράσεις προς αυτά, αλλά και από όσα βλέπουν και νιώθουν στο άμεσο περιβάλλον τους.
Συνοψίζοντας είναι σημαντικό να εξετάζουμε τον τρόπο που αντιδρούμε στα συναισθήματα που πυροδοτούνται μέσα μας από τις συμπεριφορές των παιδιών μας. Προσπαθήστε να συνειδητοποιήσετε τον τρόπο με τον οποίο μιλάτε στον εαυτό σας. Προσέξτε τον κριτή που ζει μέσα σας και φροντίστε να κριτικάρετε λιγότερο τον εαυτό σας –τόσο ως άνθρωπο όσο και ως γονιό– και τα παιδιά σας.
anatakti
περιγράφουν δύο άκρα. Είναι αδύνατον να είμαστε σε πλήρη συντονισμό και απόλυτη αρμονία με τα παιδιά μας όλες τις ώρες της ημέρας. Ακόμα και οι καλύτερες προθέσεις μας καμιά φορά μπορεί να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Αλλά επειδή κανείς δεν θέλει να δεχτεί την ταμπέλα του «κακού γονιού», όταν κάνουμε λάθη (και όλοι μας κάνουμε λάθη), προσπαθούμε να αποφύγουμε τον χαρακτηρισμό χωρίς να παραδεχτούμε τα σφάλματά μας.
Εξαιτίας λοιπόν αυτών των χαρακτηρισμών –«καλή μητέρα», «κακός πατέρας» ή το αντίστροφο– και επειδή δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση να νιώσουμε την ντροπή και την ταπείνωση μιας τέτοιας ταμπέλας, παίρνουμε αμυντική στάση και αρνιόμαστε κάθε λάθος που μπορεί να έχουμε κάνει. Αυτό σημαίνει ότι δεν εξετάζουμε, δεν συνειδητοποιούμε το πώς αποτυγχάνουμε να καλύψουμε τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού μας. Δεν φροντίζουμε ενεργά ώστε να δημιουργήσουμε μια καλύτερη σχέση μαζί του. Μπορεί επίσης να σημαίνει πως κρυβόμαστε πίσω απ’ ό,τι έχουμε πετύχει ως γονείς ώστε να μη βλέπουμε ούτε να αντιμετωπίζουμε τα λάθη μας, φροντίζοντας να κολλάμε στο πέτο την ταμπέλα του καλού γονιού.
Ο φόβος του γονιού και η απλή συνειδητοποίηση των λαθών μας δεν βοηθούν τα παιδιά. Τα σφάλματά μας –το να προσποιούμαστε ότι τα συναισθήματα του παιδιού μας δεν έχουν σημασία, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε λάθος– έχουν ελάχιστη βαρύτητα όταν φροντίζουμε να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που έχουν κάνει. Αλλά δεν μπορούμε να διορθώσουμε τίποτα, αν η παραδοχή των λαθών μάς προκαλεί ντροπή – και η ταμπέλα κακός γονιός κάνει αυτό ακριβώς.
Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τους χαρακτηρισμούς «καλός» και «κακός» για τον ρόλο του γονιού. Κανείς δεν είναι τέλειος και κανείς δεν είναι απόλυτα κακός. Ένας κακόκεφος αλλά ειλικρινής γονιός (που συνήθως παίρνει την ταμπέλα του κακού γονιού) μπορεί να είναι καλύτερος στον ρόλο του από έναν γονιό που νιώθει εκνευρισμό και θυμό, αλλά το κρύβει πίσω από ένα προσωπείο χαράς και γλυκύτητας. Και δεν θα σταματήσω εδώ. Όπως ακριβώς δεν θα έπρεπε να κρίνουμε τους εαυτούς μας, έτσι δεν πρέπει να κρίνουμε και τα παιδιά μας.
Είναι πολύ βολικό να βάζουμε τον καθένα στο κουτάκι του, να του κολλάμε και μια ταμπέλα απέξω και να τον ξεχνάμε. Αλλά δεν είναι καλό για μας και σίγουρα δεν είναι καλό γι’ αυτόν που τοποθετήσαμε στο κουτί. Δεν βοηθά καθόλου το να χαρακτηρίσεις ένα παιδί καλό ή κακό, ή γενικότερα να του δώσεις οποιονδήποτε χαρακτηρισμό, γιατί είναι πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο να προοδεύσει, να εξελιχθεί και να ξεπεράσει τον εαυτό του, κουβαλώντας μια συγκεκριμένη ταμπέλα που τον χαρακτηρίζει: «το ήσυχο παιδί», «το αδέξιο παιδί», «το ζωηρό παιδί».
Οι άνθρωποι αλλάζουν και εξελίσσονται συνεχώς, ιδιαίτερα τα παιδιά. Είναι πολύ καλύτερο να δοκιμάσετε να περιγράψετε αυτό που βλέπετε και να τονίσετε αυτά που επιδοκιμάζετε, από το να κρίνετε και να κολλάτε ταμπέλες. Γι’ αυτό λοιπόν πείτε: «Μου άρεσε που συγκεντρώθηκες πολύ όταν έλυνες εκείνες τις ασκήσεις μαθηματικών», από το να πείτε: «Είσαι καλός στα μαθηματικά». Πείτε: «Με εντυπωσιάζει που έβαλες τόση σκέψη σ’ αυτή τη ζωγραφιά. Μου αρέσει που το σπίτι είναι λες και χαμογελάει. Είναι μια ευχάριστη εικόνα που μου δίνει χαρά». Μην πείτε μονάχα «τι ωραία ζωγραφιά». Επαινέστε την προσπάθεια, περιγράψτε αυτό που βλέπετε και αυτό που νιώθετε και ενθαρρύνετε το παιδί σας χωρίς να το χαρακτηρίζετε και να του κάνετε κριτική. Το να περιγράψετε και να βρείτε κάτι συγκεκριμένο που ξεχωρίζει και σας αρέσει είναι πολύ καλύτερο από μια γενική επιβράβευση του τύπου «μπράβο, πολύ ωραία» και πολύ πιο χρήσιμο από την κριτική. Αν δείτε μια ολόκληρη σελίδα κειμένου κακογραμμένη και με μουτζούρες αλλά το γράμμα Ρ είναι πάντα καλοσχηματισμένο, το μόνο που χρειάζεται να πείτε είναι: «Μ’ αρέσει που γράφεις το γράμμα Ρ τόσο ωραία». Την επόμενη φορά ίσως να σας αρέσει και κάποιο άλλο γράμμα.
Άσκηση: Όχι πια κριτική
Αντί να κριτικάρετε τον εαυτό σας γι’ αυτά που λέει και κάνει, παρατηρήστε και εκτιμήστε αυτά που κάνετε καλά και σωστά. Προσέξτε τη διαφορά στον τρόπο που αυτή η διαδικασία σάς κάνει να νιώσετε. Για παράδειγμα, αντί να πείτε ή να σκεφτείτε «φτιάχνω πολύ ωραίο ψωμί», πείτε «προσπάθησα να συγκεντρωθώ την ώρα που έφτιαχνα το ψωμί και πέτυχε». Αντί να πείτε «δεν είμαι καλή στη γιόγκα», δοκιμάστε τη φράση «ξεκίνησα γιόγκα και έχω ήδη βελτιωθεί σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα». Δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία οι λέξεις. Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να καταργήσουμε τελείως τη χρήση των λέξεων «καλός» ή «κακός». Απλώς ο περιορισμός τους μας βοηθά να αποφεύγουμε την κριτική και να διατυπώνουμε τα συμπεράσματά μας με τρόπο διαλλακτικό. Έτσι θα αποτρέψουμε τον ψυχικό τραυματισμό τόσο των παιδιών μας όσο και του εαυτού μας.
Το πώς νιώθουμε για τον εαυτό μας και το πόσο υπεύθυνοι και συνειδητοί είμαστε όσον αφορά τις αντιδράσεις μας προς τα παιδιά είναι βασικές πτυχές του γονεϊκού ρόλου και συνήθως είναι κάτι που παρακάμπτουμε, εστιάζοντας κυρίως στα παιδιά μας και τη συμπεριφορά τους. Αποφεύγουμε όμως να εξετάσουμε πώς αυτή μας επηρεάζει και τελικά πώς η δική μας συμπεριφορά επηρεάζει τα παιδιά μας. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά τους δεν διαμορφώνεται μόνο από τις δικές μας αντιδράσεις προς αυτά, αλλά και από όσα βλέπουν και νιώθουν στο άμεσο περιβάλλον τους.
Συνοψίζοντας είναι σημαντικό να εξετάζουμε τον τρόπο που αντιδρούμε στα συναισθήματα που πυροδοτούνται μέσα μας από τις συμπεριφορές των παιδιών μας. Προσπαθήστε να συνειδητοποιήσετε τον τρόπο με τον οποίο μιλάτε στον εαυτό σας. Προσέξτε τον κριτή που ζει μέσα σας και φροντίστε να κριτικάρετε λιγότερο τον εαυτό σας –τόσο ως άνθρωπο όσο και ως γονιό– και τα παιδιά σας.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ