2020-01-31 18:30:20
«Μας είχαν χωρίς φαγητό και νερό». Ο Έλληνας Εβραίος που επέζησε από το Άουσβιτς. Την ημέρα που αφέθηκε ελεύθερος ζύγιζε 27 κιλά 16 Αυγούστου 1944. Ο ροδίτης Βίκτωρ Χασσόν περνά την πύλη του Άουσβιτς, ενώ πίσω του βαδίζουν η μητέρα και οι αδερφές του. Τότε, ένας στρατιώτης του δείχνει τους καπνούς από τα κρεματόρια. Ο νεαρός εβραίος νησιώτης κατάλαβε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που τις έβλεπε ζωντανές.
Στις 18 Ιουλίου του 1944, η ιταλόφωνη εφημερίδα της Ρόδου «il messaggero di Rodi» δημοσίευσε διάταγμα που καλούσε όλους τους εβραίους άνδρες ηλικίας 18 ετών και άνω να παρουσιαστούν στο κτίριο της Ιταλικής Αεροναυτικής Λέσχης για έλεγχο στοιχείων, ώστε να τους ανατεθεί μια εργασία. Λίγο αργότερα, εκδόθηκε ανακοίνωση και για τα γυναικόπαιδα. Μάλιστα, οι Εβραίες έπρεπε να παρουσιαστούν μαζί με ό,τι χρυσαφικά και χρήματα είχαν στο σπίτι. «Για κάθε άτομο που δεν θα παρουσιαστεί, θα τουφεκίζονται πέντε άντρες». Η απειλή ήταν σαφής.
Ο Βίκτωρ, μαζί με τη μητέρα του, τη γιαγιά του και τις αδερφές του υπάκουσαν στο κάλεσμα. Ο μεγάλος αδερφός του στάθηκε τυχερός, καθώς μερικές μέρες πριν είχε κατορθώσει να περάσει απέναντι στις τουρκικές ακτές κι από ‘κει να διαφύγει στην Αίγυπτο. Πήγαν στο κτίριο της Αεροπορίας, όπου μέχρι το τέλος της ημέρας είχαν συγκεντρωθεί 1600 συμπατριώτες τους. Αρχικά, οι Γερμανοί πήραν τα χρυσαφικά και τα στοίβαξαν σε 9 βαλίτσες, τις οποίες αργότερα θα πουλούσαν σε κοσμηματοπώλες. Έπειτα, άρχισαν να «στοιβάζουν» τους ίδιους σε τρία παμπάλαια φορτηγά πλοία με προορισμό την Αθήνα.
Το ταξίδι ήταν εξαντλητικό, καθώς στο δρόμο έκαναν στάσεις σε νησιά για να φορτώσουν κι άλλους. Ήταν όμως μόνο η αρχή του μαρτυρίου.
Ο δρόμος προς το Άουσβιτς
Όταν έφτασαν στον Πειραιά, τους μετέφεραν κατευθείαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. «Στο στρατόπεδο μας είχαν χωρίς φαγητό και νερό. Πίναμε τα κάτουρά μας. Εκεί γνωρίσαμε όλη τη θηριωδία των Γερμανών», διηγήθηκε ο Βίκτωρ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο δημοσιογράφο Γιώργο Ζαχαριάδη.
Στις 3 Αυγούστου ξεκίνησε η πορεία προς το κολαστήριο του Άουσβιτς. Στοίβαξαν τους εξαθλιωμένους νησιώτες σε βαγόνια μεταφοράς ζώων και κάθε λίγες ώρες έκαναν στάσεις για να φορτώνουν κι άλλους. Μετά από δεκατρείς μέρες περισσότεροι από 100 είχαν πεθάνει στο ταξίδι. Τότε το τρένο έφτασε μπροστά από τις πύλες του Άουσβιτς. Συνυπολογίζοντας τις ημέρες της πλωτής πορείας, η μεταφορά των αιχμαλώτων από τη Ρόδο, με συνολική διάρκεια 17 ημερών, αποτελεί το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ταξίδι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μόλις οι Εβραίοι αποβιβάστηκαν από το τρένο, οι στρατιώτες των SS τους διέταξαν να παραταχθούν σε τρεις σειρές. Στην πρώτη έμπαιναν οι νέοι και υγιείς άνδρες. Στη δεύτερη, οι νέες και υγιείς γυναίκες που δεν είχαν παιδιά και δεν έδειχναν σημάδια εγκυμοσύνης. Η τρίτη σειρά ήταν η πολυπληθέστερη. Περιελάμβανε τις γυναίκες με παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους άρρωστους. Αυτοί θα στέλνονταν κατευθείαν στα κρεματόρια. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Βίκτωρ Χασσόν θα έβλεπε τη μητέρα και τη γιαγιά του. Δίχως να προλάβει να τις αποχαιρετήσει, αναχώρησε με τους υπόλοιπους της ομάδας του και κατευθύνθηκαν προς τις πύλες του στρατοπέδου.
Το κολαστήριο του Άουσβιτς
Το «βάπτισμα του πυρός» έγινε στην πρώτη αίθουσα που τους οδήγησαν. Αφού τους έγδυσαν εντελώς, τους ξύρισαν από την κορφή ως τα νύχια και τους έδωσαν να φορέσουν βρώμικα ρούχα πρώην κρατουμένων. Παράλληλα, εκείνοι που είχαν αναλάβει καθήκοντα μπαρμπέρη, ενημέρωναν τους νεόφερτους ότι δεν επρόκειτο να ξαναδούν τους δικούς τους. Με ένα νεύμα τους έδειξαν τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες και χανόταν στον ουρανό. «Είναι ό,τι απομένει από όσους πάνε στα κρεματόρια».
Στο στρατόπεδο ο Βίκτωρ έκανε διάφορες δουλειές γα να επιβιώσει. Άλλοτε μετέφερε οικοδομικά υλικά, άλλοτε πατάτες, άλλοτε τα πτώματα των συγκρατουμένων του. «Μια μέρα είδα στις ρίζες μιας μηλιάς ένα σάπιο μήλο. Σκέφτηκα να το φάω, αλλά εάν με έβλεπε ο Γκεσταπίτης θα με εκτελούσε».
Ένα τυχαίο περιστατικό ήταν αυτό που του έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσει. Κάποια μέρα, ενώ ατένιζε τα συρματοπλέγματα, αντίκρισε τυχαία την αδερφή του Έλσα. Ήταν κι εκείνη εξαθλιωμένη, όμως τουλάχιστον ήταν ζωντανή. Με κίνδυνο της ζωής του την πλησίασε και της πέταξε ένα κομμάτι ψωμί. Η κοπέλα κατάφερε να το αρπάξει. Τελικά, η Έλσα ήταν το μοναδικό μέλος της οικογένειας του που επέζησε μαζί με αυτόν. Θα έσμιγαν οριστικά μετά τη λήξη του πολέμου.
Η επιστροφή
Λίγο πριν ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώσει το Άουσβιτς, ο Χασσόν μαζί με άλλους 40.000 ξεκίνησαν με τα πόδια για το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Όποιος κόμπιαζε ή δεν μπορούσε να βαδίσει, οι Γερμανοί τον εκτελούσαν. Τελικά, στον προορισμό τους έφτασαν μόλις 5.000. Αυτός ήταν και ο τελευταίος σταθμός του μαρτυρίου για τον εβραίο Ροδίτη.
Στις 5 Μαΐου του 1945 οι Αμερικανοί μπήκαν στο στρατόπεδο και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους. Από τους 1650 Εβραίους της Ρόδου κατόρθωσαν να σωθούν μόνο 150, 120 εκ των οποίων ήταν γυναίκες.
«Εγώ είμαι ξαπλωμένος στο χώμα. Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου από την εξάντληση. Με ξαπλώνουν σ’ ένα φορείο και με μεταφέρουν σε κτίριο, όπου βρίσκονται άλλοι άρρωστοι πάνω σε άχυρα. Θέλουν να μου κάνουν ενέσεις, αλλά αρνούμαι. Ζυγίζω μόλις 27 κιλά! Την πρώτη μέρα έφαγα σαράντα λίτρα σούπα», θυμάται ο Βίκτωρ.
Όταν ανέκτησε τις δυνάμεις του, πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη γενέτειρά του. Στο λιμάνι της Ρόδου, τον περίμενε ο μεγαλύτερος αδελφός του. Τα δύο αδέλφια με τη βοήθεια συγγενικών τους προσώπων εγκαταστάθηκαν στο πρώην Βελγικό Κογκό και ανέπτυξαν τεράστιες επιχειρήσεις που εξαπλώθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη. Η Έλσα έζησε και σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Ωστόσο, οι Χασσόν δεν ξέχασαν ποτέ το νησί τους. Ο Βίκτωρ Χασσόν παραμένει Έλληνας υπήκοος και δημότης Ρόδου, ενώ κάθε καλοκαίρι επισκέπτεται τη γενέτειρά του με τα παιδιά και τα εγγόνια του.
mixanitouxronou.gr
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Past in Color
Στις 18 Ιουλίου του 1944, η ιταλόφωνη εφημερίδα της Ρόδου «il messaggero di Rodi» δημοσίευσε διάταγμα που καλούσε όλους τους εβραίους άνδρες ηλικίας 18 ετών και άνω να παρουσιαστούν στο κτίριο της Ιταλικής Αεροναυτικής Λέσχης για έλεγχο στοιχείων, ώστε να τους ανατεθεί μια εργασία. Λίγο αργότερα, εκδόθηκε ανακοίνωση και για τα γυναικόπαιδα. Μάλιστα, οι Εβραίες έπρεπε να παρουσιαστούν μαζί με ό,τι χρυσαφικά και χρήματα είχαν στο σπίτι. «Για κάθε άτομο που δεν θα παρουσιαστεί, θα τουφεκίζονται πέντε άντρες». Η απειλή ήταν σαφής.
Ο Βίκτωρ, μαζί με τη μητέρα του, τη γιαγιά του και τις αδερφές του υπάκουσαν στο κάλεσμα. Ο μεγάλος αδερφός του στάθηκε τυχερός, καθώς μερικές μέρες πριν είχε κατορθώσει να περάσει απέναντι στις τουρκικές ακτές κι από ‘κει να διαφύγει στην Αίγυπτο. Πήγαν στο κτίριο της Αεροπορίας, όπου μέχρι το τέλος της ημέρας είχαν συγκεντρωθεί 1600 συμπατριώτες τους. Αρχικά, οι Γερμανοί πήραν τα χρυσαφικά και τα στοίβαξαν σε 9 βαλίτσες, τις οποίες αργότερα θα πουλούσαν σε κοσμηματοπώλες. Έπειτα, άρχισαν να «στοιβάζουν» τους ίδιους σε τρία παμπάλαια φορτηγά πλοία με προορισμό την Αθήνα.
Το ταξίδι ήταν εξαντλητικό, καθώς στο δρόμο έκαναν στάσεις σε νησιά για να φορτώσουν κι άλλους. Ήταν όμως μόνο η αρχή του μαρτυρίου.
Ο δρόμος προς το Άουσβιτς
Όταν έφτασαν στον Πειραιά, τους μετέφεραν κατευθείαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. «Στο στρατόπεδο μας είχαν χωρίς φαγητό και νερό. Πίναμε τα κάτουρά μας. Εκεί γνωρίσαμε όλη τη θηριωδία των Γερμανών», διηγήθηκε ο Βίκτωρ σε συνέντευξη που παραχώρησε στο δημοσιογράφο Γιώργο Ζαχαριάδη.
Στις 3 Αυγούστου ξεκίνησε η πορεία προς το κολαστήριο του Άουσβιτς. Στοίβαξαν τους εξαθλιωμένους νησιώτες σε βαγόνια μεταφοράς ζώων και κάθε λίγες ώρες έκαναν στάσεις για να φορτώνουν κι άλλους. Μετά από δεκατρείς μέρες περισσότεροι από 100 είχαν πεθάνει στο ταξίδι. Τότε το τρένο έφτασε μπροστά από τις πύλες του Άουσβιτς. Συνυπολογίζοντας τις ημέρες της πλωτής πορείας, η μεταφορά των αιχμαλώτων από τη Ρόδο, με συνολική διάρκεια 17 ημερών, αποτελεί το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο ταξίδι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μόλις οι Εβραίοι αποβιβάστηκαν από το τρένο, οι στρατιώτες των SS τους διέταξαν να παραταχθούν σε τρεις σειρές. Στην πρώτη έμπαιναν οι νέοι και υγιείς άνδρες. Στη δεύτερη, οι νέες και υγιείς γυναίκες που δεν είχαν παιδιά και δεν έδειχναν σημάδια εγκυμοσύνης. Η τρίτη σειρά ήταν η πολυπληθέστερη. Περιελάμβανε τις γυναίκες με παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους άρρωστους. Αυτοί θα στέλνονταν κατευθείαν στα κρεματόρια. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ο Βίκτωρ Χασσόν θα έβλεπε τη μητέρα και τη γιαγιά του. Δίχως να προλάβει να τις αποχαιρετήσει, αναχώρησε με τους υπόλοιπους της ομάδας του και κατευθύνθηκαν προς τις πύλες του στρατοπέδου.
Το κολαστήριο του Άουσβιτς
Το «βάπτισμα του πυρός» έγινε στην πρώτη αίθουσα που τους οδήγησαν. Αφού τους έγδυσαν εντελώς, τους ξύρισαν από την κορφή ως τα νύχια και τους έδωσαν να φορέσουν βρώμικα ρούχα πρώην κρατουμένων. Παράλληλα, εκείνοι που είχαν αναλάβει καθήκοντα μπαρμπέρη, ενημέρωναν τους νεόφερτους ότι δεν επρόκειτο να ξαναδούν τους δικούς τους. Με ένα νεύμα τους έδειξαν τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες και χανόταν στον ουρανό. «Είναι ό,τι απομένει από όσους πάνε στα κρεματόρια».
Στο στρατόπεδο ο Βίκτωρ έκανε διάφορες δουλειές γα να επιβιώσει. Άλλοτε μετέφερε οικοδομικά υλικά, άλλοτε πατάτες, άλλοτε τα πτώματα των συγκρατουμένων του. «Μια μέρα είδα στις ρίζες μιας μηλιάς ένα σάπιο μήλο. Σκέφτηκα να το φάω, αλλά εάν με έβλεπε ο Γκεσταπίτης θα με εκτελούσε».
Ένα τυχαίο περιστατικό ήταν αυτό που του έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη να συνεχίσει. Κάποια μέρα, ενώ ατένιζε τα συρματοπλέγματα, αντίκρισε τυχαία την αδερφή του Έλσα. Ήταν κι εκείνη εξαθλιωμένη, όμως τουλάχιστον ήταν ζωντανή. Με κίνδυνο της ζωής του την πλησίασε και της πέταξε ένα κομμάτι ψωμί. Η κοπέλα κατάφερε να το αρπάξει. Τελικά, η Έλσα ήταν το μοναδικό μέλος της οικογένειας του που επέζησε μαζί με αυτόν. Θα έσμιγαν οριστικά μετά τη λήξη του πολέμου.
Η επιστροφή
Λίγο πριν ο Κόκκινος Στρατός απελευθερώσει το Άουσβιτς, ο Χασσόν μαζί με άλλους 40.000 ξεκίνησαν με τα πόδια για το στρατόπεδο Μαουτχάουζεν. Όποιος κόμπιαζε ή δεν μπορούσε να βαδίσει, οι Γερμανοί τον εκτελούσαν. Τελικά, στον προορισμό τους έφτασαν μόλις 5.000. Αυτός ήταν και ο τελευταίος σταθμός του μαρτυρίου για τον εβραίο Ροδίτη.
Στις 5 Μαΐου του 1945 οι Αμερικανοί μπήκαν στο στρατόπεδο και ελευθέρωσαν τους κρατούμενους. Από τους 1650 Εβραίους της Ρόδου κατόρθωσαν να σωθούν μόνο 150, 120 εκ των οποίων ήταν γυναίκες.
«Εγώ είμαι ξαπλωμένος στο χώμα. Δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου από την εξάντληση. Με ξαπλώνουν σ’ ένα φορείο και με μεταφέρουν σε κτίριο, όπου βρίσκονται άλλοι άρρωστοι πάνω σε άχυρα. Θέλουν να μου κάνουν ενέσεις, αλλά αρνούμαι. Ζυγίζω μόλις 27 κιλά! Την πρώτη μέρα έφαγα σαράντα λίτρα σούπα», θυμάται ο Βίκτωρ.
Όταν ανέκτησε τις δυνάμεις του, πήρε το δρόμο της επιστροφής για τη γενέτειρά του. Στο λιμάνι της Ρόδου, τον περίμενε ο μεγαλύτερος αδελφός του. Τα δύο αδέλφια με τη βοήθεια συγγενικών τους προσώπων εγκαταστάθηκαν στο πρώην Βελγικό Κογκό και ανέπτυξαν τεράστιες επιχειρήσεις που εξαπλώθηκαν στην Αμερική και στην Ευρώπη. Η Έλσα έζησε και σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Ωστόσο, οι Χασσόν δεν ξέχασαν ποτέ το νησί τους. Ο Βίκτωρ Χασσόν παραμένει Έλληνας υπήκοος και δημότης Ρόδου, ενώ κάθε καλοκαίρι επισκέπτεται τη γενέτειρά του με τα παιδιά και τα εγγόνια του.
mixanitouxronou.gr
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Past in Color
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ