2020-02-08 14:47:54
Ένας κλασσικός γυρολόγος της Αθηναϊκής γειτονιάς ήταν και ο Παλιατζής. Πέρα από την ευστροφία του, που θεωρείτο δεδομένη, έπρεπε να διαθέτει στεντόρεια φωνή και γερά
πόδια. Με ένα τσουβάλι στον ώμο δεν άφηνε γειτονιά για γειτονιά ¨ψαρεύοντας¨ οτιδήποτε παλιό... Φυσικά όλα κατέληγαν στους ¨χονδρεμπόρους¨ του Γουσουρούμ (διάβαζε Πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι) για τα περαιτέρω
«Τον ακούτε να ωρύεται, ξεγελιέστε και τον φωνάζετε. Σταματάει: Του παρουσιάζετε τα "παληά" που ζήτησε. Δεν τα κυττάζει καν, αλλά περιεργάζεται το υποκείμενόν σας. Είσθε εύπορος; Δεν ανοίγει συζήτησι. Φεύγει και δεν κάθεται ούτε να σας ακούση, έστω και αν του το προσφέρετε τζάμπα. Δεν είσθε ο άνθρωπός του. Είσθε της ανάγκης; Σταμάτησε. Σε ποια από της δύο κατηγορίες ανήκετε, θα το εξακριβώση με την πρώτη αλάνθαστη ματιά του.
Είνε απερίγραπτες η νοομαντικές δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος με τα άτακτα μαλλιά και το κακουχημένο πρόσωπο.
Του παρουσιάζετε ένα τριμμένο κοστούμι. Διαμαρτύρεται.
-Τι είνε αυτό; Δεν το πετάς στα σκουπίδια; ή δεν το δίνεις σε κανένα... φτωχό να σου συχωράη τον πατέρα; -Παληά δεν ζητήσατε εκλαμπρότατε;
-Παληά ναι, αλλά όχι και σ'αυτό το χάλι!
"Το χάλι" το λέει έστω και αν βγήκε το κοστούμι που του προσφέρετε εκείνη τη στιγμή από τον μάστορα. Θυμώνετε, βέβαια, για την κακοήθεια, αλλά δίνετε τόπο στην οργή και του λέτε "πολύ καλά, γι'αυτό, τέλος, που σας προσφέρω τι δίνετε;".
-Τίποτα!
Και αυθωρεί παίρνει το σακκί του και καμώνετε πως φεύγει.
Τον σταματάτε. Πέστε, τέλως πάντων, μια κουβέντα.
Αυτό θέλει ν'ακούση. "Ένδεκα δραχμές!", λέει και φεύγει πάλι...
Τον στέλνετε στο διάβολο φυσικά, αλλά ο δεύτερος που θα καλέσετε είνε απείρως χειρότερος από τον πρώτο! Έχει ειδοποιηθή από τον άλλο και το σπίτι σας έχει επισημανθή! Αν φωνάξετε τον δεύτερο θα έλθη τόσο εξαγριωμένος, ώστε πρέπει να του δώσετε το κοστούμι τσάμπα και ένα ποσό σημαντικό από πάνω για ψυχική του οδύνη, να του ζήτησετε και συγγνώμην για την ενόχλησιν και να ιδούμε αν θα γλυτώσετε. Μπήγει, βλέπετε, της φωνές και σας κάνει ρεζήλι σ'όλη την συνοικία.
Για να φύγη εν ειρήνη, πρέπει να του προσφέρετε το κατάστημα του Λαμπρόπουλου και να του ζητήσετε 2 και 20.
Αυτή είνε η τακτική του επαγγέλματος, η οποία φορτώνει εν τούτοις με παληά, διατηρημένα και εμφανίσιμα όλες της λεγεώνες των παληατζήδων που περιοδεύουν.
Η δεύτερη μάχη διεξάγεται στο στενάκι του Βαρβακείου, που ενώνει την οδόν Αθηνάς με την οδόν Σωκράτους και την πλατεία Αβυσσηνίας. Εδώ πολεμούν οι "περιοδεύοντες" με τους "βιομήχανους", αυτούς, δηλαδή, που έχουν παράγκα. Πόλεμος ανεξιλέωτος. Ό,τι έκαναν οι περιοδεύοντες στους πελάτες, τα υφίστανται πολλαπλάσια από τους βιομήχανους.
Εδώ η αλληλεγγύη του συναφιού χάνεται. Οι μεν θέλουν να τα πουλήσουν σε κάποια ανεκτή τιμή, οι άλλοι τα θέλουμε τζάμπα. "Είνε κρίσις στην πιάτσα" λέει με ύφος βαρυσήμαντο ο βιομήχανος. "Έχω τόσα που δεν πουλιούνται". Η αγοραπωλησίες συνάπτονται με πολλές δυσκολίες και άπειρη καχυποψία.
Μετά δύο μέρες, τα "παληά" κρέμονται στις παράγκες αγνώριστα. Τάχουν κάνει καινούργια· αστράφτουν· αλλά μην τα κινήσετε δυνατά, γιατί θα... αποσυντεθούν!
Τώρα το φθινόπωρο, είνε η σαιζόν των παληατζήδων. Τα καταστήματα δεν κάνουν ούτε σεφτέ, τα παληατζήδικα όμως έχουν συμφορική κίνησι.
Κόσμος φτωχών διαβόλων παρελαύνει.
-Πόσο έχει αυτό το κοστούμι;
Ο Βιομήχανος τον κυττάζει με ύφος κακοποιού και απαντά 1.200 δραχμές.
Ο φτωχός διάβολος φεύγει τρομαγμένος σαν να ηπείλησε σοβαρός κίνδυνος την ζωή του.
-Τι, τσάμπα νομίζεις πως τα δίνουμε γιατί είνα παληατζήδικα; κραυγάζει από πίσω του ο βιομήχανος.
Το παζάρι εξακολουθεί. Νεαροί, έχοντες άμεσον ανάγκην ψιλών, πουλάνε τα γραμμόφωνα ή της φωτογραφικές μηχανές τους, ξεπεσμένοι παραγγελιοδόχοι γραφομηχανές και υφάσματα, ναύτες και φαντάροι τα κουστούμια της αποθήκης, διαρρήκτες τα κλοπιμαία, αλήτες ό,τι τους έτυχε. Όλα αυτά σε τιμές ευκαιρίας.
Ο πωλών είνε αδύνατο να πάρη πεντακοσάρικο από βιομήχανο, οτιδήποτε και να πουλήση. Ο αγοράζων, πάλιν, θέλει τουλάχιστον χιλιάρικο για να πλησιάση στην παράγκα.
Μέσα στο πλήθος δυο-τρεις αδιόρατοι αστυνομικοί. Ψάχνουν για κακοποιούς.
Οι "βιομήχανοι" τους διακρίνουν εύκολα. Και είνε τόσο έξυπνοι, που τους μεταβάλλουν σε όργανά τους ακούσια.
Παζαρεύει π.χ. με τον κακοποιόν την αγοράν των κλοπιμαίων του και συντηρεί την συζήτησι όσο να πλησιάση ο αστυνομικός που νομίζει πως δεν τον αναγνωρίζει. Όταν πάει αρκετά κοντά, τότε ο παληατζής ξεφωνίζει:
-Δεν μπορώ να το πάρω! Δεν το θέλω! Φοβάμαι! Αν με πιάσουν, τότε τι γίνεται!
Ο ατυχής λωποδύτης τον ικετεύει με τα μάτια να πάψη. Πού, αυτός, ξεφωνίζει πιο πολύ, όσο που να τον αναγκάση να του τα δώση όσο-όσο...».
(Κ., Οκτώβριος 1932, "Αθηναϊκά Νέα")
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
anatakti
πόδια. Με ένα τσουβάλι στον ώμο δεν άφηνε γειτονιά για γειτονιά ¨ψαρεύοντας¨ οτιδήποτε παλιό... Φυσικά όλα κατέληγαν στους ¨χονδρεμπόρους¨ του Γουσουρούμ (διάβαζε Πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι) για τα περαιτέρω
«Τον ακούτε να ωρύεται, ξεγελιέστε και τον φωνάζετε. Σταματάει: Του παρουσιάζετε τα "παληά" που ζήτησε. Δεν τα κυττάζει καν, αλλά περιεργάζεται το υποκείμενόν σας. Είσθε εύπορος; Δεν ανοίγει συζήτησι. Φεύγει και δεν κάθεται ούτε να σας ακούση, έστω και αν του το προσφέρετε τζάμπα. Δεν είσθε ο άνθρωπός του. Είσθε της ανάγκης; Σταμάτησε. Σε ποια από της δύο κατηγορίες ανήκετε, θα το εξακριβώση με την πρώτη αλάνθαστη ματιά του.
Είνε απερίγραπτες η νοομαντικές δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος με τα άτακτα μαλλιά και το κακουχημένο πρόσωπο.
Του παρουσιάζετε ένα τριμμένο κοστούμι. Διαμαρτύρεται.
-Τι είνε αυτό; Δεν το πετάς στα σκουπίδια; ή δεν το δίνεις σε κανένα... φτωχό να σου συχωράη τον πατέρα; -Παληά δεν ζητήσατε εκλαμπρότατε;
-Παληά ναι, αλλά όχι και σ'αυτό το χάλι!
"Το χάλι" το λέει έστω και αν βγήκε το κοστούμι που του προσφέρετε εκείνη τη στιγμή από τον μάστορα. Θυμώνετε, βέβαια, για την κακοήθεια, αλλά δίνετε τόπο στην οργή και του λέτε "πολύ καλά, γι'αυτό, τέλος, που σας προσφέρω τι δίνετε;".
-Τίποτα!
Και αυθωρεί παίρνει το σακκί του και καμώνετε πως φεύγει.
Τον σταματάτε. Πέστε, τέλως πάντων, μια κουβέντα.
Αυτό θέλει ν'ακούση. "Ένδεκα δραχμές!", λέει και φεύγει πάλι...
Τον στέλνετε στο διάβολο φυσικά, αλλά ο δεύτερος που θα καλέσετε είνε απείρως χειρότερος από τον πρώτο! Έχει ειδοποιηθή από τον άλλο και το σπίτι σας έχει επισημανθή! Αν φωνάξετε τον δεύτερο θα έλθη τόσο εξαγριωμένος, ώστε πρέπει να του δώσετε το κοστούμι τσάμπα και ένα ποσό σημαντικό από πάνω για ψυχική του οδύνη, να του ζήτησετε και συγγνώμην για την ενόχλησιν και να ιδούμε αν θα γλυτώσετε. Μπήγει, βλέπετε, της φωνές και σας κάνει ρεζήλι σ'όλη την συνοικία.
Για να φύγη εν ειρήνη, πρέπει να του προσφέρετε το κατάστημα του Λαμπρόπουλου και να του ζητήσετε 2 και 20.
Αυτή είνε η τακτική του επαγγέλματος, η οποία φορτώνει εν τούτοις με παληά, διατηρημένα και εμφανίσιμα όλες της λεγεώνες των παληατζήδων που περιοδεύουν.
Η δεύτερη μάχη διεξάγεται στο στενάκι του Βαρβακείου, που ενώνει την οδόν Αθηνάς με την οδόν Σωκράτους και την πλατεία Αβυσσηνίας. Εδώ πολεμούν οι "περιοδεύοντες" με τους "βιομήχανους", αυτούς, δηλαδή, που έχουν παράγκα. Πόλεμος ανεξιλέωτος. Ό,τι έκαναν οι περιοδεύοντες στους πελάτες, τα υφίστανται πολλαπλάσια από τους βιομήχανους.
Εδώ η αλληλεγγύη του συναφιού χάνεται. Οι μεν θέλουν να τα πουλήσουν σε κάποια ανεκτή τιμή, οι άλλοι τα θέλουμε τζάμπα. "Είνε κρίσις στην πιάτσα" λέει με ύφος βαρυσήμαντο ο βιομήχανος. "Έχω τόσα που δεν πουλιούνται". Η αγοραπωλησίες συνάπτονται με πολλές δυσκολίες και άπειρη καχυποψία.
Μετά δύο μέρες, τα "παληά" κρέμονται στις παράγκες αγνώριστα. Τάχουν κάνει καινούργια· αστράφτουν· αλλά μην τα κινήσετε δυνατά, γιατί θα... αποσυντεθούν!
Τώρα το φθινόπωρο, είνε η σαιζόν των παληατζήδων. Τα καταστήματα δεν κάνουν ούτε σεφτέ, τα παληατζήδικα όμως έχουν συμφορική κίνησι.
Κόσμος φτωχών διαβόλων παρελαύνει.
-Πόσο έχει αυτό το κοστούμι;
Ο Βιομήχανος τον κυττάζει με ύφος κακοποιού και απαντά 1.200 δραχμές.
Ο φτωχός διάβολος φεύγει τρομαγμένος σαν να ηπείλησε σοβαρός κίνδυνος την ζωή του.
-Τι, τσάμπα νομίζεις πως τα δίνουμε γιατί είνα παληατζήδικα; κραυγάζει από πίσω του ο βιομήχανος.
Το παζάρι εξακολουθεί. Νεαροί, έχοντες άμεσον ανάγκην ψιλών, πουλάνε τα γραμμόφωνα ή της φωτογραφικές μηχανές τους, ξεπεσμένοι παραγγελιοδόχοι γραφομηχανές και υφάσματα, ναύτες και φαντάροι τα κουστούμια της αποθήκης, διαρρήκτες τα κλοπιμαία, αλήτες ό,τι τους έτυχε. Όλα αυτά σε τιμές ευκαιρίας.
Ο πωλών είνε αδύνατο να πάρη πεντακοσάρικο από βιομήχανο, οτιδήποτε και να πουλήση. Ο αγοράζων, πάλιν, θέλει τουλάχιστον χιλιάρικο για να πλησιάση στην παράγκα.
Μέσα στο πλήθος δυο-τρεις αδιόρατοι αστυνομικοί. Ψάχνουν για κακοποιούς.
Οι "βιομήχανοι" τους διακρίνουν εύκολα. Και είνε τόσο έξυπνοι, που τους μεταβάλλουν σε όργανά τους ακούσια.
Παζαρεύει π.χ. με τον κακοποιόν την αγοράν των κλοπιμαίων του και συντηρεί την συζήτησι όσο να πλησιάση ο αστυνομικός που νομίζει πως δεν τον αναγνωρίζει. Όταν πάει αρκετά κοντά, τότε ο παληατζής ξεφωνίζει:
-Δεν μπορώ να το πάρω! Δεν το θέλω! Φοβάμαι! Αν με πιάσουν, τότε τι γίνεται!
Ο ατυχής λωποδύτης τον ικετεύει με τα μάτια να πάψη. Πού, αυτός, ξεφωνίζει πιο πολύ, όσο που να τον αναγκάση να του τα δώση όσο-όσο...».
(Κ., Οκτώβριος 1932, "Αθηναϊκά Νέα")
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ