Στις αρχές του 19ου αιώνα, σε κάποια γερμανική πόλη, ζούσαν δύο νέοι, γόνοι πλούσιων οικογενειών, οι οποίοι είχαν κλίση στη ζωγραφική και περιηγούνταν σε διάφορα μέρη για καλλιτεχνικούς σκοπούς.
Μια βραδιά, λοιπόν, έφτασαν σε μια κωμόπολη κοντά σε κάποιο δάσος. Εκεί πληροφορήθηκαν από τους κατοίκους ότι στην άκρη του οικισμού δέσποζε ένας μεσαιωνικός μεγαλοπρεπής πύργος, όπου στο εσωτερικό του θα έβρισκαν σπουδαίες παλιές τοιχογραφίες για να τις αντιγράψουν, εξασκώντας έτσι το ταλέντο τους.
Τους προειδοποίησαν, όμως, ότι ο πύργος εκείνος ήταν παντελώς έρημος και για χρόνια ακατοίκητος, γιατί, σύμφωνα με μια παράδοση, τις νύχτες τον στοίχειωναν φαντάσματα. Μονάχα ένας γέρος επιστάτης κατοικούσε εκεί, αλλά κι αυτός είχε διαλέξει για κατοικία του ένα δωμάτιο κοντά στην αυλόπορτα.
Οι δύο φίλοι δεν έδωσαν καμία σημασία σε όλα αυτά, που τους φάνηκαν ως ανόητες προλήψεις χωρικών κι έτσι, κίνησαν κατά τον πύργο. Όταν έφτασαν, χτύπησαν την πόρτα.
-Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο γέρος επιστάτης.
-Είμαστε δυο ξένοι. Δε γνωρίζουμε κανέναν εδώ γύρω και δεν έχουμε μέρος να κοιμηθούμε. Γι’ αυτό, σε παρακαλούμε, να μας ανοίξεις την πόρτα, για να διανυκτερεύσουμε απόψε στον πύργο, είπαν οι δύο ζωγράφοι.
Ο γέρος, αν και δίστασε στην αρχή, αποφάσισε να τους ανοίξει και να τους αφήσει να περάσουν τη νύχτα στο παμπάλαιο και ερειπωμένο κτίσμα. Την ώρα που διέσχιζαν την αυλή, ο επιστάτης έδωσε στους δύο ξένους μια αναμμένη δάδα και τους είπε:
-Ανεβείτε αυτή τη σκάλα και θα βρείτε έναν μακρύ διάδρομο. Στην άκρη του θα δείτε μια μεγάλη αίθουσα, στην οποία μπορείτε να κοιμηθείτε. Καληνύχτα, παιδιά μου και με συγχωρείτε που δε δύναμαι να σας συνοδεύσω. Αλλά μόλις βραδιάζει, φοβάμαι να ανέβω επάνω. Τρέμω τα φαντάσματα…
Οι νέοι τον ευχαρίστησαν και, παίρνοντας τη δάδα, άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά, γελώντας για την πρόληψη και τον φόβο του γέροντα. Μα, κατά βάθος, και οι ίδιοι αισθάνονταν μια ανεξήγητη ανησυχία, μια ανομολόγητη και αδιευκρίνιστη αγωνία, που δεν ήξεραν πού να την αποδώσουν.
Σε λίγο, έφτασαν στο κεφαλόσκαλο και από εκεί, βαδίζοντας αργά και με επισταμένη την προσοχή τους, διέσχισαν τον διάδρομο και μπήκαν στην αίθουσα που τους είχε πει ο επιστάτης.
Στη σάλα, εκτός των άλλων επίπλων, υπήρχαν δύο κρεβάτια από τη μια και την άλλη πλευρά του πελώριου τζακιού, πάνω από το οποίο κρεμόταν μια εντυπωσιακή πανοπλία.
Οι δυο φίλοι, αφού περιεργάστηκαν τον χώρο και κουβέντιασαν για κάμποση ώρα, έκαναν την εξής συμφωνία: να κοιμηθεί ο ένας και ο άλλος, για κάθε ενδεχόμενο, να μείνει ξάγρυπνος. Έτσι, αλλάζοντας ρόλους κάθε δύο ώρες, θα ήταν ασφαλείς έως το πρωί.
Αυτό κι έγινε. Ο ένας από τους δυο ζωγράφους, αφού αποκοιμήθηκε ο σύντροφός του, κάθισε απέναντι από την περίτεχνη πανοπλία και ξεκίνησε να τη σχεδιάζει σ’ ένα χαρτί. Σχεδιάζοντας, όμως, τον πήρε ο ύπνος.
Τότε, είδε πως το τζάκι μετατοπίστηκε και η πανοπλία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Στη θέση του τζακιού παρουσιάστηκε μια ορθάνοιχτη πόρτα που οδηγούσε σε μια πολυτελέστατη αίθουσα. Μέσα εκεί ήταν στρωμένο ένα τραπέζι και γύρω από το τραπέζι κάθονταν και τραγουδούσαν δώδεκα νέοι και δώδεκα νέες.
Στην άκρη της σάλας βρισκόταν στρωμένο ένα χαλί, πάνω στο οποίο υπήρχε ένας θρόνος, όπου πήγε και κάθισε ένας σεβάσμιος γέροντας, με άσπρα γένια και αυστηρή όψη, ντυμένος παράξενα και βαστώντας στα χέρια του ένα βιβλίο.
Ο αλλόκοτος γέροντας, μόλις αντίκρισε τον νεαρό ζωγράφο, κατέβηκε μανιασμένος από τον θρόνο του και όρμησε με λύσσα εναντίον του, βγάζοντας άγριες κραυγές και χειρονομώντας απειλητικά.
Ο δυστυχής νέος, τρέμοντας από τον φόβο του, έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε κατά του γέροντα. Αλλά μόλις βρόντηξε ο πυροβολισμός, ο ζωγράφος, ο οποίος τα είχε δει όλα αυτά στο όνειρό του, μισοκοιμισμένος καθώς ήταν, και ο οποίος πυροβόλησε πάνω στην ταραχή που του προξένησε ο εφιάλτης του, τινάχτηκε όρθιος και ιδιαιτέρως τρομαγμένος, κοίταξε γύρω του σαν χαμένος.
Είδε τότε τον σύντροφό του πλημμυρισμένο στο αίμα και ψυχορραγούντα. Η σφαίρα, αντί να βρει τον φανταστικό γέρο, βρήκε τον φίλο του κατάστηθα.
Κι έτσι, ο στοιχειωμένος πύργος της Γερμανίας δικαιολόγησε την κακή του φήμη για άλλη μια φορά, καθώς πολλές παρόμοιες ιστορίες είχαν συμβεί μέσα στους τοίχους του, που ξεκινούσαν ως ένα άγριο όνειρο και κατέληγαν ως μια εφιαλτική πραγματικότητα.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 02/10/1930…
Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 02/10/1930Μοιραστείτε το άρθρο...
Let's block ads! (Why?)
ΠΗΓΗ
Ο στοιχειωμένος πύργος της Γερμανίας ΠΕΡΙΕΡΓΑ - STRANGE
periergaa