2020-02-12 08:26:17
Σειρά κυριακάτικων κηρυγμάτων
του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία
Επειδή, αγαπητοί μου, τα προηγούμενα κηρύγματα, με την δογματική τους διδασκαλία, θεωρήθηκαν ως ακατάληπτα για τον λαό, αρχίζουμε νέα σειρά κηρυγμάτων με τον βίο και την διδασκαλία των αγίων μας.
Αρχίζουμε με τον άγιο Σιλουανό, ένα εκ των τελευταίων αγίων της Εκκλησίας μας.
Ο άγιος Σιλουανός, που το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών Ιβάνοβιτς, καταγόταν από μία πτωχή ρωσική οικογένεια, από το χωριό Σόβσκ της επαρχίας Λαμπεντάσκ. Γεννήθηκε το 1866 και έγινε μοναχός στον Άθωνα, στο Άγιο Όρος. Πέθανε την 24 Σεπτεμβρίου 1938. Λίγα γνωρίζουμε από την παιδική του και νεανική του ηλικία. Όταν ήταν μικρός, 4 ετών περίπου, ο πατέρας του μια παγερή νύκτα φιλοξένησε σπίτι του ένα πλανώδιο βιβλιοπώλη. Ο πατέρας είπε στην κουβέντα με τον ξένο κάτι για τον Θεό. Αλλά αυτός ήταν άθεος και είπε: «Ποιος βρήκε τον Θεό;.. Τρέχα-γύρευε να βρείς τον Θεό»! Και ο μικρός Συμεών, όταν έφυγε ο ξένος, είπε στον πατέρα του: «Εγώ, όταν θα μεγαλώσω, θα τρέξω να γυρέψω και θα βρω τον Θεό»!
Πέρασαν χρόνια και ο Συμεών μεγάλωσε. Έγινε ένας δυνατός νέος και εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του σε οικοδομές. Ο αρχηγός της οικοδομικής παρέας πήγε κάποτε ένα προσκύνημα. Επισκέφθηκε τον τάφο ενός μεγάλου ασκητού, του αγίου Ιωάννου του Σαζένωφ. Όταν επέστρεψε διηγείτο τον βίο του αγίου και τα θαύματά του. Ακούγοντάς τα αυτά ο Συμεών σκέφθηκε: «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας και δεν είναι ανάγκη λοιπόν να γυρίσω όλο τον κόσμο για να τον βρω». Και με αυτήν την σκέψη η καρδιά του Συμεών άναψε από αγάπη προς τον Θεό. Από τότε ο Συμεών άρχισε να προσεύχεται πολύ και με πολλά δάκρυα. Εκείνο τον καιρό ζήτησε την ευχή του πατέρα του, για να πάει στην Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Και ο πατέρας του του είπε: «Τελείωσε πρώτα την στρατιωτική σου θητεία και μετά είσαι ελεύθερος να πας». Μετά όμως εγκατέλειψε τον Συμεών η χάρη αυτή και γύρισε στις φιλίες και τους περιπάτους με τους νέους και τις νέες του χωριού, έπινε βότκα, έπαιζε ακορντεόν και ζούσε όπως οι άλλοι νεαροί. Ήταν ένας νέος δυνατός και ωραίος και οι κοπέλες τον έβλεπαν σαν ζηλευτό άνδρα. Ο ίδιος γοητεύθηκε από μια και πριν ακόμη τεθεί θέμα γάμου, έγινε το «συνηθισμένο». Βαθειά όμως εντύπωση του προξένησε ο λόγος του πατέρα του την άλλη μέρα. «Που ήσουν χθες παιδί μου; (Ήταν η ώρα που αμάρτησε). Με πονούσε η καρδιά μου»!
Ήταν πολυμελής οικογένεια. Πέντε γυιοί και δύο θυγατέρες. Οι γυιοί εργάζονταν μαζί με τον πατέρα. Μια μέρα, κατά τον θερισμό, ήταν η σειρά του Συμεών να ετοιμάσει φαγητό. Ξέχασε όμως ότι ήταν Παρασκευή και έβρασε χοιρινό κρέας και έφαγαν όλοι. Πέρασε μισός χρόνος. Τον χειμώνα, σε μία γιορτή, λέγει ο πατέρας στον Συμεών μ᾽ ένα γλυκό χαμόγελο: «Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή, ξέρεις, και το έτρωγα σαν να ήταν πτώμα»! – Και γιατί δεν μου το είπες τότε, πατέρα;» Και ο πατέρας απάντησε: «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου»!
Χρόνια αργότερα, διηγούμενος ο μοναχός Σιλουανός το περιστατικό αυτό έλεγε: «Τέτοιο Γέροντα ήθελα να έχω, σαν τον πατέρα μου. Φανταστείτε: Έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να μου το πεί, για να διορθωθώ, χωρίς να με συγχύσει»!
Πάντως, στον θόρυβο της νεανικής ηλικίας, άρχισε πιά να σβήνει στην ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τον μοναχικό αγώνα. Αλλά ο Θεός τον κάλεσε και πάλι με ένα όραμα:
Μια μέρα, που την πέρασε με κοσμική σπατάλη, στον ύπνο του είδε ένα φίδι να σέρνεται μέσα από το στόμα του. Δοκίμασε αηδία και τινάχθηκε επάνω, οπότε ακούει μια φωνή που του έλεγε: «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε. Το ίδιο, δεν μου αρέσει και μένα να βλέπω τα έργα σου». Ο Συμεών πίστευσε ότι η φωνή αυτή ήταν της Παναγίας. Και μέχρι το τέλος της ζωής του ευχαριστούσε την Θεοτόκο, γιατί δεν τον σιχάθηκε, αλλά ήθελε να τον σηκώσει από την πτώση του.
Αυτή η δεύτερη κλήση του Συμεών έγινε πριν από την στρατιωτική του θητεία. Και με διπλή δύναμη τώρα ξαναέρχεται η επιθυμία του να μπεί σε μοναστήρι.
Από την περίοδο αυτή της ζωής του, της δεύτερης κλήσης του, δεν ξέρουμε πολλά πράγματα, παρά μόνο δύο περιστατικά, που τα καταγράφουμε:
(α) Σε μια γιορτή είδε ο Συμεών ένα μεσήλικα χωριανό του να παίζει ακορντεόν και να χορεύει. Τον πλησιάζει και τον ρωτά: «Πως, Στέφανε, μπορείς να παίζεις και να χορεύεις; Δεν είναι αλήθεια ότι σκότωσες άνθρωπο;». Τον είχε σκοτώσει σε μία συμπλοκή μεθυσμένων. Και ο Στέφανος είπε στον Συμεών: «Ξέρεις, όταν ήμουν στην φυλακή προσευχήθηκα πολύ στον Θεό να με συγχωρέσει και ο Θεός με συγχώρεσε. Και τώρα παίζω ήσυχος»!
Ο λόγος αυτός έκανε μεγάλη εντύπωση στον Συμεών, γιατί άκουσε από αμαρτωλό ότι ο Θεός συγχωρεί τα αμαρτήματά μας, όσο μεγάλα και να είναι, και γαληνεύει τις καρδιές μας.
(β) Ένας νεαρός από το χωριό του Συμεών ήρθε σε σχέση με μία κοπέλα, την άφησε έγκυο, αλλά την εγκατέλειψε. Ο Συμεών έκανε αγώνα για να τον πείσει να την παντρευτεί. Εκείνος, ενώ στην αρχή αρνείτο, στο τέλος όμως υπάκουσε στον Συμεών και την παντρεύτηκε. Ρώτησαν όμως και τον Συμεών για την δική του περίπτωση, γιατί δεν παντρεύτηκε την κοπέλα με την οποία είχε σχέση, όπως είπαμε. Και ο Συμεών είπε: «Όταν θέλησα να γίνω μοναχός, παρεκάλεσα πολύ τον Θεό, ώστε να οικονομήσει έτσι το πράγμα, για να πραγματοποιήσω ήσυχα τον σκοπό μου. Και ο Θεός τα τακτοποίησε άριστα. Όταν ήμουν στον στρατό, ένας σιτέμπορος ήρθε στο χωριό για να αγοράσει σιτάρι, είδε την κοπέλα ότι είναι ωραία και τραγουδάει ωραία, την αγάπησε και την πήρε για γυναίκα του. Έζησαν ευτυχισμένα και έκαναν πολλά παιδιά». Ο Γέροντας Σιλουανός ευχαριστούσε πάντοτε τον Θεό, που άκουσε την προσευχή του αυτή, αλλά και πάντοτε δεν ξεχνούσε την αμαρτία του.
https://www.pemptousia.gr
του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία
Επειδή, αγαπητοί μου, τα προηγούμενα κηρύγματα, με την δογματική τους διδασκαλία, θεωρήθηκαν ως ακατάληπτα για τον λαό, αρχίζουμε νέα σειρά κηρυγμάτων με τον βίο και την διδασκαλία των αγίων μας.
Αρχίζουμε με τον άγιο Σιλουανό, ένα εκ των τελευταίων αγίων της Εκκλησίας μας.
Ο άγιος Σιλουανός, που το κοσμικό του όνομα ήταν Συμεών Ιβάνοβιτς, καταγόταν από μία πτωχή ρωσική οικογένεια, από το χωριό Σόβσκ της επαρχίας Λαμπεντάσκ. Γεννήθηκε το 1866 και έγινε μοναχός στον Άθωνα, στο Άγιο Όρος. Πέθανε την 24 Σεπτεμβρίου 1938. Λίγα γνωρίζουμε από την παιδική του και νεανική του ηλικία. Όταν ήταν μικρός, 4 ετών περίπου, ο πατέρας του μια παγερή νύκτα φιλοξένησε σπίτι του ένα πλανώδιο βιβλιοπώλη. Ο πατέρας είπε στην κουβέντα με τον ξένο κάτι για τον Θεό. Αλλά αυτός ήταν άθεος και είπε: «Ποιος βρήκε τον Θεό;.. Τρέχα-γύρευε να βρείς τον Θεό»! Και ο μικρός Συμεών, όταν έφυγε ο ξένος, είπε στον πατέρα του: «Εγώ, όταν θα μεγαλώσω, θα τρέξω να γυρέψω και θα βρω τον Θεό»!
Πέρασαν χρόνια και ο Συμεών μεγάλωσε. Έγινε ένας δυνατός νέος και εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του σε οικοδομές. Ο αρχηγός της οικοδομικής παρέας πήγε κάποτε ένα προσκύνημα. Επισκέφθηκε τον τάφο ενός μεγάλου ασκητού, του αγίου Ιωάννου του Σαζένωφ. Όταν επέστρεψε διηγείτο τον βίο του αγίου και τα θαύματά του. Ακούγοντάς τα αυτά ο Συμεών σκέφθηκε: «Αν αυτός είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μαζί μας και δεν είναι ανάγκη λοιπόν να γυρίσω όλο τον κόσμο για να τον βρω». Και με αυτήν την σκέψη η καρδιά του Συμεών άναψε από αγάπη προς τον Θεό. Από τότε ο Συμεών άρχισε να προσεύχεται πολύ και με πολλά δάκρυα. Εκείνο τον καιρό ζήτησε την ευχή του πατέρα του, για να πάει στην Μεγάλη Λαύρα του Κιέβου. Και ο πατέρας του του είπε: «Τελείωσε πρώτα την στρατιωτική σου θητεία και μετά είσαι ελεύθερος να πας». Μετά όμως εγκατέλειψε τον Συμεών η χάρη αυτή και γύρισε στις φιλίες και τους περιπάτους με τους νέους και τις νέες του χωριού, έπινε βότκα, έπαιζε ακορντεόν και ζούσε όπως οι άλλοι νεαροί. Ήταν ένας νέος δυνατός και ωραίος και οι κοπέλες τον έβλεπαν σαν ζηλευτό άνδρα. Ο ίδιος γοητεύθηκε από μια και πριν ακόμη τεθεί θέμα γάμου, έγινε το «συνηθισμένο». Βαθειά όμως εντύπωση του προξένησε ο λόγος του πατέρα του την άλλη μέρα. «Που ήσουν χθες παιδί μου; (Ήταν η ώρα που αμάρτησε). Με πονούσε η καρδιά μου»!
Ήταν πολυμελής οικογένεια. Πέντε γυιοί και δύο θυγατέρες. Οι γυιοί εργάζονταν μαζί με τον πατέρα. Μια μέρα, κατά τον θερισμό, ήταν η σειρά του Συμεών να ετοιμάσει φαγητό. Ξέχασε όμως ότι ήταν Παρασκευή και έβρασε χοιρινό κρέας και έφαγαν όλοι. Πέρασε μισός χρόνος. Τον χειμώνα, σε μία γιορτή, λέγει ο πατέρας στον Συμεών μ᾽ ένα γλυκό χαμόγελο: «Θυμάσαι, παιδί μου, που μου έβρασες χοιρινό κρέας στο χωράφι; Ήταν Παρασκευή, ξέρεις, και το έτρωγα σαν να ήταν πτώμα»! – Και γιατί δεν μου το είπες τότε, πατέρα;» Και ο πατέρας απάντησε: «Δεν ήθελα να σε συγχύσω, παιδί μου»!
Χρόνια αργότερα, διηγούμενος ο μοναχός Σιλουανός το περιστατικό αυτό έλεγε: «Τέτοιο Γέροντα ήθελα να έχω, σαν τον πατέρα μου. Φανταστείτε: Έκανε υπομονή μισό χρόνο και βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να μου το πεί, για να διορθωθώ, χωρίς να με συγχύσει»!
Πάντως, στον θόρυβο της νεανικής ηλικίας, άρχισε πιά να σβήνει στην ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τον μοναχικό αγώνα. Αλλά ο Θεός τον κάλεσε και πάλι με ένα όραμα:
Μια μέρα, που την πέρασε με κοσμική σπατάλη, στον ύπνο του είδε ένα φίδι να σέρνεται μέσα από το στόμα του. Δοκίμασε αηδία και τινάχθηκε επάνω, οπότε ακούει μια φωνή που του έλεγε: «Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε. Το ίδιο, δεν μου αρέσει και μένα να βλέπω τα έργα σου». Ο Συμεών πίστευσε ότι η φωνή αυτή ήταν της Παναγίας. Και μέχρι το τέλος της ζωής του ευχαριστούσε την Θεοτόκο, γιατί δεν τον σιχάθηκε, αλλά ήθελε να τον σηκώσει από την πτώση του.
Αυτή η δεύτερη κλήση του Συμεών έγινε πριν από την στρατιωτική του θητεία. Και με διπλή δύναμη τώρα ξαναέρχεται η επιθυμία του να μπεί σε μοναστήρι.
Από την περίοδο αυτή της ζωής του, της δεύτερης κλήσης του, δεν ξέρουμε πολλά πράγματα, παρά μόνο δύο περιστατικά, που τα καταγράφουμε:
(α) Σε μια γιορτή είδε ο Συμεών ένα μεσήλικα χωριανό του να παίζει ακορντεόν και να χορεύει. Τον πλησιάζει και τον ρωτά: «Πως, Στέφανε, μπορείς να παίζεις και να χορεύεις; Δεν είναι αλήθεια ότι σκότωσες άνθρωπο;». Τον είχε σκοτώσει σε μία συμπλοκή μεθυσμένων. Και ο Στέφανος είπε στον Συμεών: «Ξέρεις, όταν ήμουν στην φυλακή προσευχήθηκα πολύ στον Θεό να με συγχωρέσει και ο Θεός με συγχώρεσε. Και τώρα παίζω ήσυχος»!
Ο λόγος αυτός έκανε μεγάλη εντύπωση στον Συμεών, γιατί άκουσε από αμαρτωλό ότι ο Θεός συγχωρεί τα αμαρτήματά μας, όσο μεγάλα και να είναι, και γαληνεύει τις καρδιές μας.
(β) Ένας νεαρός από το χωριό του Συμεών ήρθε σε σχέση με μία κοπέλα, την άφησε έγκυο, αλλά την εγκατέλειψε. Ο Συμεών έκανε αγώνα για να τον πείσει να την παντρευτεί. Εκείνος, ενώ στην αρχή αρνείτο, στο τέλος όμως υπάκουσε στον Συμεών και την παντρεύτηκε. Ρώτησαν όμως και τον Συμεών για την δική του περίπτωση, γιατί δεν παντρεύτηκε την κοπέλα με την οποία είχε σχέση, όπως είπαμε. Και ο Συμεών είπε: «Όταν θέλησα να γίνω μοναχός, παρεκάλεσα πολύ τον Θεό, ώστε να οικονομήσει έτσι το πράγμα, για να πραγματοποιήσω ήσυχα τον σκοπό μου. Και ο Θεός τα τακτοποίησε άριστα. Όταν ήμουν στον στρατό, ένας σιτέμπορος ήρθε στο χωριό για να αγοράσει σιτάρι, είδε την κοπέλα ότι είναι ωραία και τραγουδάει ωραία, την αγάπησε και την πήρε για γυναίκα του. Έζησαν ευτυχισμένα και έκαναν πολλά παιδιά». Ο Γέροντας Σιλουανός ευχαριστούσε πάντοτε τον Θεό, που άκουσε την προσευχή του αυτή, αλλά και πάντοτε δεν ξεχνούσε την αμαρτία του.
https://www.pemptousia.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο στοιχειωμένος πύργος της Γερμανίας…
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έρχονται αυτόματες επιστροφές φόρου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ