2021-01-17 21:12:38
Άγνωστες και συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη δράση των Δυτικών στην Κωνσταντινούπολη μετά την άλωσή της (1204) Σε ένα άρθρο μας είχαμε αναφερθεί στην άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους (1204) και στην απελευθέρωσή της το 1261. Σε ένα τμήμα του άρθρου αυτού είχαμε αναφερθεί στις φρικαλεότητες των Καθολικών σταυροφόρων σε βάρος των Ορθόδοξων Χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα στις βέβηλες ενέργειές τους στην Αγία Σοφία. Δυστυχώς όμως οι πολιτισμένοι, υποτίθεται, Λατίνοι προέβησαν και σε πολλές ακόμα βάρβαρες πράξεις, στις οποίες θα αναφερθούμε εκτενέστερα σήμερα.
Οι επικεφαλής των σταυροφόρων
Στις 13 Απριλίου 1204 ημέρα Τρίτη έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Η απόρθητη ως τότε πόλη, που αντιστάθηκε σε Πέρσες, Αβάρους, Άραβες και Βούλγαρους, δεν άντεξε αυτή τη φορά. Η μωρία και η ανικανότητα της δυναστείας των Αγγέλων και η πανουργία του Δάνδολου οδήγησαν στην εύκολη άλωση της Πόλης
Οι σταυροφόροι προχώρησαν στην Πόλη χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση και οι Φράγκοι άρχοντες εγκαταστάθηκαν στα έρημα πλέον παλάτια της.
Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός προχωρούσε κατά μήκος της ακτής και ενώ ο κόσμος τον επευφημούσε στους δρόμους ως νέο αυτοκράτορα κινήθηκε προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Μόλις ο Βονιφάτιος έφτασε εκεί, οι υπεύθυνοι του παλατιού του το παρέδωσαν χωρίς καμία αντίσταση για να σωθούν. Όπως γράφει ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος στην «Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης», βρήκε εκεί τις περισσότερες και τις σπουδαιότερες κυρίες όλου του κόσμου, όπως την Μαρία της Ουγγαρίας, χήρα του Ισαάκ Άγγελου μαζί με τον ανήλικο γιο της Μανουήλ, καθώς και την Αγνή, την κόρη του Λουδοβίκου Ζ’ της Γαλλίας, σύζυγο του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού. Ο Βονιφάτιος βρήκε πολλούς θησαυρούς που δεν είχαν ούτε τέλος ούτε αρχή. Φέρθηκε ήπια στους αιχμαλώτους, καθώς δεν ήθελε να δημιουργήσει αντιπάθειες.
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας και του Ενό(άλλη γραφή Αινώ, ιστορική περιοχή της ΒΔ Ευρώπης) εγκαταστάθηκε στο παλάτι των Βλαχερνών, όπου βρήκε πολλούς θησαυρούς. Και αυτός, όπως και ο Βονιφάτιος, έβαλε ανθρώπους να τους φυλάνε.
Ακόμα και ο Λουδοβίκος του Μπλουά, που λόγω μιας ασθένειας δεν πήρε μέρος στις επιχειρήσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, διέταξε να τον μεταφέρουν σ’ ένα μεταγωγικό για να βλέπει τα κατορθώματα των φίλων του.
Στο μεταξύ πολλοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης κατέφυγαν στην Αγία Σοφία λέγοντας «άγιε βασιλεύ μαρκίων ελέησον ημάς». Πολλοί ιερείς με τα άμφιά τους, σταυρούς και Ευαγγέλια βγήκαν να υποδεχθούν τους κατακτητές ελπίζοντας να σωθούν. Ωστόσο, οι Φράγκοι βλοσυροί, αγέλαστοι και έξαλλοι τους έσφαξαν όλους και λεηλάτησαν την εκκλησία.
Εγκλήματα σε βάρος ανθρώπων
Όπως γράφει ο Guntherde Pairis στο βιβλίο του «Historia Constantinopolitana» «και αφού κατακτήθηκε η Πόλη και έγινε δική μας και με το δίκαιο της κατάκτησης οι νικητές ρίχθηκαν με ζήλο στη λεηλασία». Οι σταυροφόροι διασκορπίστηκαν σε όλα τα σημεία της Πόλης και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, γουναρικά, μεταξωτά κ. ά. Τίποτε δεν σεβάστηκαν. Ούτε εκκλησίες, ούτε λείψανα, ούτε μνημεία τέχνης, ούτε την ατομική ιδιοκτησία. «Λεηλατούσαν τα άγια των αγίων, τσαλαπατούσαν ιερά κειμήλια, βεβήλωναν ιερά σκεύη, πετούσαν στο πάτωμα ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, που από αιώνες ήταν αρεστές στον Κύριο», όπως αναφέρει ο χρονικογράφος Νικόλαος Μεσαρίτης.
Και φυσικά οι σταυροφόροι με τους ιππότες και τους στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι ηγούμενοι, κληρικοί και μοναχοί, έλαβαν μέρος σ’ αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις.
Πάντως οι αρχηγοί των σταυροφόρων προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους στρατιώτες από τις λεηλασίες. Οι μόνοι που υπάκουσαν ήταν οι Βενετοί. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί φοβούμενοι την πλεονεξία των συμπολεμιστών τους προσπαθούσαν να αποκομίσουν όσο περισσότερα λάφυρα μπορούσαν.
Αλλά και οι Γενοβέζοι, οι Σικελοί, οι Άπουλοι, οι Ούγγροι, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί κ. α. που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη τάχθηκαν με τους κατακτητές. Θρησκευτικά, εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά και εμπορικά πάθη βγήκαν στην επιφάνεια.
Για τρεις ολόκληρες ημέρες, σύμφωνα με τη συνήθεια, η Πόλη γνώρισε τα πάνδεινα από τους εισβολείς. Δολοφονίες, αγριότητες, λεηλασίες και ερήμωση.
Φόνοι, βιασμοί, αρπαγές, βεβηλώσεις και καταστροφές ξεπέρασαν κάθε όριο, όπως παραδέχονταν και οι αρχηγοί των σταυροφόρων.
Αμύθητοι θησαυροί, άγια λείψανα, πολύτιμα κειμήλια, σπουδαία έργα τέχνης αφαιρέθηκαν από τους κατακτητές, οι οποίοι τα μετέφεραν στις πατρίδες τους, τις οποίες κοσμούν μέχρι σήμερα. Όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης, ακόμα και οι Μωαμεθανοί μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ υπήρξαν ευσπλαχνικότεροι απέναντι στους Χριστιανούς απ’ αυτούς που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού.
Μόνο την πρώτη μέρα σφάχτηκαν 2.000 άνθρωποι και πολλοί ακόμα τις επόμενες μέρες: «όπου και αν γύριζες το κεφάλι έβλεπες Έλληνες να πέφτουν νεκροί» και ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των σκοτωμένων και των πληγωμένων που κανείς δεν μπορούσε να τους μετρήσει. Υπήρξε μία τρομερή σφαγή των Ελλήνων, οι δε σταυροφόροι δεν προλάβαιναν να σκοτώνουν και να στέλνουν πολλούς Έλληνες στον θάνατο. «Η λατινική επιδρομή λέκιασε με αίμα ξίφη χριστιανικά τα οποία θα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί κατά των απίστων. Οι σταυροφόροι έσφαζαν τα νεογέννητα, σκότωναν μανάδες, γύμνωναν μεγαλύτερες γυναίκες και κακοποιούσαν τις γριές. Τραβούσαν παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους και μάνες από τα παιδιά τους, ενώ συμπεριφέρονταν στις παρθένες με επαίσχυντο τρόπο μέσα στις εκκλησίες χωρίς να φοβούνται ούτε την οργή του Κυρίου ούτε την εκδίκηση των ανδρών». Τις φρικιαστικές αυτές πράξεις περιγράφει ο Νικόλαος Μεσαρίτης.
Οι περισσότερες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν φύγει από τη Βασιλεύουσα πριν την άλωση. Όσοι πλούσιοι είχαν μείνει υπέστησαν τις απάνθρωπες και αποτρόπαιες πράξεις των Λατίνων.
Αυτοί, για να σωθούν και να σώσουν τις γυναίκες και τις κόρες τους, σχημάτιζαν ένα προστατευτικό κλοιό γύρω τους. Οι Φράγκοι, όταν έβρισκαν ευκαιρία, ορμούσαν «όπως ο λύκος στην προβατίνα» και βίαζαν τις κοπέλες.
Οι γονείς πολλών κοριτσιών, άλειβαν τα πρόσωπα των παιδιών με πηλό (λάσπη), για να δείχνουν άσχημες! Το πρόσωπο τους ήθελαν «… τη νύκτα να μην προκαλεί σαν λαμπερό πυρ τους περιφερόμενους θεατές, έπειτα τους εραστές, εκ τούτων δε και τους βιαστές», γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης του 1204 Νικήτας Χωνιάτης. Άλλοι πάλι από τους κατοίκους της Πόλης, κρύβονταν στα πιο σκοτεινά μέρη ή μεταμφιέζονταν σε ζητιάνους και αλήτες.
Πολλοί άρχοντες έθαψαν τους θησαυρούς τους, όμως οι αδίστακτοι κατακτητές «έψαχναν το στήθος των γυναικών μήπως έκρυβαν χρυσά κοσμήματα στο σώμα τους, έλυναν τα μαλλιά τους και τα μαντίλια τους (ενν. των γυναικών) και πέταγαν τους άστεγους και τους πένητες στο έδαφος. Παντού αντηχούσε ο θρήνος, η οιμωγή (οδυρμός) και η κραυγή.
Προέβαιναν σε ανόσιες πράξεις εάν κάποιο όμορφο αντικείμενο ήταν κρυμμένο κάπου κάτω από τα ρούχα των ανθρώπων. Έτσι, οι ανελέητοι αυτοί κακοποιοί εγκληματούσαν κατά της ίδιας της φύσης», γράφει ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Σύμφωνα με το ρωσικό χρονικό του Νόβγκοροντ, «κατάκλεψαν τους μοναχούς και τις μοναχές ως την τελευταία πεντάρα και μερικούς τους τσάκισαν στο ξύλο».
Ενώ κατά τον Ν. Μεσαρίτη, άλλους «τους βασάνιζαν, τους γρονθοκοπούσαν και τους κλοτσούσαν στην κοιλιά, χαρακώνοντας τα σεβάσμια σώματα με μαστίγια».
Εύλογα ο Νικήτας Χωνιάτης αναρωτιέται: «Αυτοί οι παράφρονες που μιαίνουν με τα μανιασμένα χέρια τους τα ιερά και τα όσια, σεβάστηκαν άραγε τις έγγαμες γυναίκες, τα κορίτσια σε ηλικία γάμου ή τις παρθένες που, έχοντας επιλέξει τη ζωή της αγνότητας, είχαν αφιερωθεί στο Θεό;».
Όσοι είχαν διασωθεί, γυμνοί και απελπισμένοι, προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μανία των σταυροφόρων. Ακόμα και οι πλουσιότεροι άρχοντες κυκλοφορούσαν ρακένδυτοι στους δρόμους και αναζητούσαν απεγνωσμένα κάποιο καταφύγιο. Και ο απλός κόσμος όμως, δέχτηκε εξευτελισμούς, ταπεινώσεις, διαπομπεύσεις, βιασμούς, ακολασίες και κλοπές. Ορισμένοι απλοί πολίτες, συντασσόμενοι με τους σταυροφόρους, άρχισαν να βρίζουν και να ληστεύουν αυτούς που τους κυβερνούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό, θέλοντας έτσι να εκδικηθούν τους άρχοντες της Πόλης και να καταδικάσουν ως πρωταίτιους της καταστροφής.
Λεηλασίες των θησαυρών της Πόλης
Δεν αρκέστηκαν όμως στα εγκλήματα σε βάρος των κατοίκων της Κων/πολης και των περιουσιών τους οι Λατίνοι. Τα ανάκτορα, τα παλάτια και τα πλούσια σπίτια, λεηλατήθηκαν από τους αχόρταγους Φράγκους που «με τον πιο ανόσιο τρόπο άρπαζαν ό, τι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά, κοσμήματα χρυσά, μαργαριτάρια, λίθους πολύτιμους αστραφτερούς που ο καιρός δεν «έφθειρε» (Νικήτας Χωνιάτης, «Historia») καθώς και «αναρίθμητα άλογα, αμέτρητο χρυσό, ασήμι, μεταξωτούς τάπητες, κοσμήματα και όσα πράγματα θεωρούν οι άνθρωποι ως πολύτιμα πάρθηκαν», αναφέρει ο Βαλδουΐνος της Φλάνδρας σε επιστολή του προς τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’, έναν από τους βασικούς υπεύθυνος για όσα έγιναν στην Κων/πολη το 1204. Το ανάκτορο του Βουκουλέοντα, βρισκόταν μέσα στο παλάτι και σ’ αυτό υπήρχαν 500 (!) κτίρια συνεχόμενα μεταξύ τους, φτιαγμένα όλα με χρυσό μωσαϊκό.
Επίσης, υπήρχαν στο ανάκτορο 30 εκκλησίες μεγάλες και μικρές. Σε μία από αυτές, φυλασσόταν ο «θησαυρός του πάθους», που τον αποτελούσαν άγια λείψανα ανεκτίμητης αξίας.
Ανάμεσά τους δύο κομμάτια από Τίμιο Ξύλο, χοντρά όσο το πόδι ενός άντρα και μήκους σχεδόν ενός μέτρου, η σιδερένια αιχμή της λόγχης που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού, καθώς και δύο καρφιά που κάρφωσαν στα χέρια και τα πόδια Του. Σε μία φιάλη, υπήρχε πολύ από το αίμα Του. Ακόμα, υπήρχαν ο χιτώνας που φορούσε ο Ιησούς και τον έβγαλαν όταν τον ανέβασαν στον Γολγοθά καθώς και το ακάνθινο στεφάνι που του φόρεσαν, το φόρεμα της Παναγίας, η κάρα του Ιωάννη του Βαπτιστή και πολλά άλλα λείψανα και κειμήλια τεράστιας αξίας.
Και το παλάτι των Βλαχερνών όμως ήταν απαράμιλλης ομορφιάς. Είχε μία τεράστια αίθουσα υποδοχής, τουλάχιστον διακόσια κτίρια φτιαγμένα από χρυσό μωσαϊκό και είκοσι παρεκκλήσια. Οι κολόνες ήταν φτιαγμένες από χρυσό και ασήμι και είχαν πάνω τους χαραγμένες σκηνές από μάχες.
Μέσα στο παλάτι, υπήρχε ο αυτοκρατορικός θρόνος από χρυσό και πολύτιμες πέτρες, πάνω από τον οποίο ήταν αναρτημένη μια χρυσή κορόνα στηριγμένη με χρυσή αλυσίδα.
Ήταν επικαλυμμένη «με πολύτιμα πετράδια ανεκτίμητης αξίας και τη νύχτα δεν χρειάζονταν φώτα, αφού όλοι έβλεπαν από το φως που εξέπεμπαν τα πετράδια», γράφει ο Βενιαμίν εκ Τουλέδης. Στο παλάτι υπήρχε κι ένας βασιλικός θησαυρός ανεκτίμητης αξίας.
Οι λεηλασίες στις εκκλησίες της Πόλης
Εκτός από τα παλάτια, οι σταυροφόροι βεβήλωσαν και τους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Η Αγιά Σοφία, υπήρξε βασικός στόχος τους. Η Αγία Τράπεζα του ναού, ήταν ολόχρυση, διακοσμημένη με πολύτιμα πετράδια, 72 είδη αστραφτερών μαργαριταριών, θρυμματισμένα και λιωμένα όλα μαζί. Οι Λατίνοι, αφού πήραν τους πολύτιμους λίθους και τα μαργαριτάρια, τεμάχισαν την Αγία Τράπεζα και την μοίρασαν μεταξύ τους, ενώ «κομμάτιασαν τον ασημοντυμένο άμβωνα και άρπαξαν 12 στήλες και 4 εικονοστάσια και το τέμπλο και 12 σταυρούς που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο».
Φυσικά, υπήρχαν και πολλά ακόμα ανυπολόγιστης αξίας «λάφυρα» στην Αγία Σοφία, τα οποία οι σταυροφόροι φόρτωσαν σε υποζύγια που έβαλαν στον ναό. Τρομαγμένα τα υποζύγια, γλιστρούσαν στις στιλπνές πλάκες του δαπέδου, το οποίο μαγαρίστηκε από τα αίματα και τις κοπριές των ζώων. Μια πόρνη, εισήλθε στα άδυτα του ναού, ανέβηκε και κάθισε με ασέβεια στον πατριαρχικό θρόνο, όπου «τραγουδούσε πορνικά άσματα και δαιμονικά τραγούδια και λικνίσθηκε αισχρά και βέβηλα».
Την ίδια «τύχη», είχαν ο ναός των Αγίων Αποστόλων, όπου υπήρχαν τα λείψανα επτά Αποστόλων και ο μαρμάρινος στύλος στον οποίο δέθηκε ο Ιησούς πριν τον ανεβάσουν στον Σταυρό, η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, ο ναός των Αγίων Αποστόλων, η μονή Θεολόγου και η μονή του Παντροκράτορος Χριστού.
Το τραγικό είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που έκαναν όλα αυτά τα ανοσιουργήματα, ήταν και κληρικοί. Όχι μόνο απλοί ιερωμένοι αλλά και καρδινάλιοι! Κάποιοι μάλιστα ποδοπατούσαν άγιες εικόνες και άλλοι πέταξαν εικόνες , άγια λείψανα και κειμήλια στη θάλασσα!
Η καταστροφή των βιβλιοθηκών.
Οι άξεστοι και αμόρφωτοι σταυροφόροι, λαφυραγώγησαν και πυρπόλησαν πολλές βιβλιοθήκες γεμάτες χειρόγραφα και σπάνια βιβλία. Οι αγράμματοι βάρβαροι που δεν γνώριζαν ούτε το αλφάβητο και ήταν ανίκανοι να διαβάσουν ή να έχουν γνώση των επικών ποιημάτων, όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης χλεύαζαν τους Έλληνες ως λαό «γραμματικών και σχολαστικών». Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, να αφήσουν σπαθιά, λόγχες και ασπίδες και να κρατούν στα χέρια τους βιβλία, μελανοδοχεία και χαρτιά, θέλοντας να ειρωνευθούν τους Έλληνες και να παραστήσουν, κοροϊδευτικά βέβαια, τους λόγιους.
Όλα σχεδόν τα αγάλματα και τα άλλα έργα τέχνης που κοσμούσαν την Κων/πολη, καταστράφηκαν και αφανίστηκαν. Οι μόνοι που έδειξαν κάποιο σεβασμό, ήταν οι Βενετοί που γνώριζαν τον ελληνικό πολιτισμό και υπήρξαν θαυμαστές και αντιγραφείς τους. Ο Ερρίκος Δάνδολος, διέσωσε τα τέσσερα πανέμορφα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου, τα οποία μετέφερε στην πατρίδα του. Μέχρι σήμερα, κοσμούν την εξώθυρα του καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου.
Στον ίδιο ναό, αφιέρωσε και κάποια ιερά κειμήλια από την Αγία Σοφία, που διασώθηκαν. ‘Οσα άλλα κειμήλια δεν έμειναν αλώβητα, μεταφέρθηκαν στη Δύση, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου όμως, ορισμένοι από αυτούς τους θησαυρούς ,καταστράφηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Το τέλος των λεηλασιών
Μετά από τρεις μέρες ασυδοσίας, εγκλημάτων και λεηλασιών, οι επικεφαλής των σταυροφόρων διέταξαν να μεταφέρουν τα λάφυρα, που είχαν απομείνει, σε τρεις ναούς της Πόλης, απειλώντας τους με αφορισμό αν δεν το έκαναν.
Έβαλαν μάλιστα δέκα (θεωρούμενους) νομοταγείς Φράγκους και δέκα Ενετούς, να φυλάνε τους θησαυρούς. Τελικά, οι «νομοταγείς» Φράγκοι και Βενετοί, άρπαξαν μεγάλο μέρος από τους θησαυρούς που τους είχε ανατεθεί να φυλάνε! Ο θρήνος για την απώλεια της Βασιλεύουσας, ήταν μεγάλος. Το αβυσσαλέο μίσος μεταξύ Δυτικών και Βυζαντινών, βγήκε στην επιφάνεια. Δεν ήταν το σχίσμα του 1054 που διατάραξε τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, ούτε οι σφαγές των Λατίνων στην Πόλη το 1182(γράψαμε σχετικά στις 7 Ιουλίου 2019), αλλά όσα έγιναν το 1204 και περιγράψαμε, όχι όλα βέβαια, στο σημερινό μας άρθρο. Έτσι εξηγείται και γιατί βυζαντινοί προτιμούσαν «τουρκικό φέσι», παρά «λατινική τιάρα» το 1453. Πολλοί θησαυροί χάθηκαν για πάντα το 1204, ενώ άλλοι κοσμούν μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις μέχρι σήμερα Ο ελληνισμός έχει πέσει θύμα απίστευτων λεηλασιών και καταστροφών, εδώ, και 2.000 και πλέον χρόνια, όχι μόνο από «βάρβαρους» αλλά και από «πολιτισμένους». Από τον Σύλλα (87-86 π.Χ.), ως τον Έλγιν και την αρπαγή της Αφροδίτης της Μήλου και της Νίκης της Σαμοθράκης(19ος αιώνας).
Όσο για την άλωση της Πόλης το 1204, όπως γράφει εύστοχα ο Χρήστος Μιχαλόπουλος: «Ο Ελληνισμός υπέστη σκληρότατο χτύπημα (και) αυτοί οι ανήθικοι εισβολείς δέχθηκαν την κατακραυγή και την αποδοκιμασία όλων των χρονικογράφων και ιστορικών της τότε εποχής αλλά και του μέλλοντος».
Βασική πηγή για το σημερινό μας άρθρο, είναι το βιβλίο του Χρήστου Μιχ. Μιχαλόπουλου, «Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1204-1261)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΑΝΙΔΗ, ΞΑΝΘΗ, 2007. anatakti
Οι επικεφαλής των σταυροφόρων
Στις 13 Απριλίου 1204 ημέρα Τρίτη έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους. Η απόρθητη ως τότε πόλη, που αντιστάθηκε σε Πέρσες, Αβάρους, Άραβες και Βούλγαρους, δεν άντεξε αυτή τη φορά. Η μωρία και η ανικανότητα της δυναστείας των Αγγέλων και η πανουργία του Δάνδολου οδήγησαν στην εύκολη άλωση της Πόλης
Οι σταυροφόροι προχώρησαν στην Πόλη χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση και οι Φράγκοι άρχοντες εγκαταστάθηκαν στα έρημα πλέον παλάτια της.
Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός προχωρούσε κατά μήκος της ακτής και ενώ ο κόσμος τον επευφημούσε στους δρόμους ως νέο αυτοκράτορα κινήθηκε προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Μόλις ο Βονιφάτιος έφτασε εκεί, οι υπεύθυνοι του παλατιού του το παρέδωσαν χωρίς καμία αντίσταση για να σωθούν. Όπως γράφει ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος στην «Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης», βρήκε εκεί τις περισσότερες και τις σπουδαιότερες κυρίες όλου του κόσμου, όπως την Μαρία της Ουγγαρίας, χήρα του Ισαάκ Άγγελου μαζί με τον ανήλικο γιο της Μανουήλ, καθώς και την Αγνή, την κόρη του Λουδοβίκου Ζ’ της Γαλλίας, σύζυγο του Ανδρόνικου Α’ Κομνηνού. Ο Βονιφάτιος βρήκε πολλούς θησαυρούς που δεν είχαν ούτε τέλος ούτε αρχή. Φέρθηκε ήπια στους αιχμαλώτους, καθώς δεν ήθελε να δημιουργήσει αντιπάθειες.
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας και του Ενό(άλλη γραφή Αινώ, ιστορική περιοχή της ΒΔ Ευρώπης) εγκαταστάθηκε στο παλάτι των Βλαχερνών, όπου βρήκε πολλούς θησαυρούς. Και αυτός, όπως και ο Βονιφάτιος, έβαλε ανθρώπους να τους φυλάνε.
Ακόμα και ο Λουδοβίκος του Μπλουά, που λόγω μιας ασθένειας δεν πήρε μέρος στις επιχειρήσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, διέταξε να τον μεταφέρουν σ’ ένα μεταγωγικό για να βλέπει τα κατορθώματα των φίλων του.
Στο μεταξύ πολλοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης κατέφυγαν στην Αγία Σοφία λέγοντας «άγιε βασιλεύ μαρκίων ελέησον ημάς». Πολλοί ιερείς με τα άμφιά τους, σταυρούς και Ευαγγέλια βγήκαν να υποδεχθούν τους κατακτητές ελπίζοντας να σωθούν. Ωστόσο, οι Φράγκοι βλοσυροί, αγέλαστοι και έξαλλοι τους έσφαξαν όλους και λεηλάτησαν την εκκλησία.
Εγκλήματα σε βάρος ανθρώπων
Όπως γράφει ο Guntherde Pairis στο βιβλίο του «Historia Constantinopolitana» «και αφού κατακτήθηκε η Πόλη και έγινε δική μας και με το δίκαιο της κατάκτησης οι νικητές ρίχθηκαν με ζήλο στη λεηλασία». Οι σταυροφόροι διασκορπίστηκαν σε όλα τα σημεία της Πόλης και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: χρυσάφι, ασήμι, κοσμήματα, γουναρικά, μεταξωτά κ. ά. Τίποτε δεν σεβάστηκαν. Ούτε εκκλησίες, ούτε λείψανα, ούτε μνημεία τέχνης, ούτε την ατομική ιδιοκτησία. «Λεηλατούσαν τα άγια των αγίων, τσαλαπατούσαν ιερά κειμήλια, βεβήλωναν ιερά σκεύη, πετούσαν στο πάτωμα ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, που από αιώνες ήταν αρεστές στον Κύριο», όπως αναφέρει ο χρονικογράφος Νικόλαος Μεσαρίτης.
Και φυσικά οι σταυροφόροι με τους ιππότες και τους στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι ηγούμενοι, κληρικοί και μοναχοί, έλαβαν μέρος σ’ αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις.
Πάντως οι αρχηγοί των σταυροφόρων προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους στρατιώτες από τις λεηλασίες. Οι μόνοι που υπάκουσαν ήταν οι Βενετοί. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί φοβούμενοι την πλεονεξία των συμπολεμιστών τους προσπαθούσαν να αποκομίσουν όσο περισσότερα λάφυρα μπορούσαν.
Αλλά και οι Γενοβέζοι, οι Σικελοί, οι Άπουλοι, οι Ούγγροι, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί κ. α. που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη τάχθηκαν με τους κατακτητές. Θρησκευτικά, εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά και εμπορικά πάθη βγήκαν στην επιφάνεια.
Για τρεις ολόκληρες ημέρες, σύμφωνα με τη συνήθεια, η Πόλη γνώρισε τα πάνδεινα από τους εισβολείς. Δολοφονίες, αγριότητες, λεηλασίες και ερήμωση.
Φόνοι, βιασμοί, αρπαγές, βεβηλώσεις και καταστροφές ξεπέρασαν κάθε όριο, όπως παραδέχονταν και οι αρχηγοί των σταυροφόρων.
Αμύθητοι θησαυροί, άγια λείψανα, πολύτιμα κειμήλια, σπουδαία έργα τέχνης αφαιρέθηκαν από τους κατακτητές, οι οποίοι τα μετέφεραν στις πατρίδες τους, τις οποίες κοσμούν μέχρι σήμερα. Όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης, ακόμα και οι Μωαμεθανοί μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ υπήρξαν ευσπλαχνικότεροι απέναντι στους Χριστιανούς απ’ αυτούς που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού.
Μόνο την πρώτη μέρα σφάχτηκαν 2.000 άνθρωποι και πολλοί ακόμα τις επόμενες μέρες: «όπου και αν γύριζες το κεφάλι έβλεπες Έλληνες να πέφτουν νεκροί» και ήταν τόσο μεγάλος ο αριθμός των σκοτωμένων και των πληγωμένων που κανείς δεν μπορούσε να τους μετρήσει. Υπήρξε μία τρομερή σφαγή των Ελλήνων, οι δε σταυροφόροι δεν προλάβαιναν να σκοτώνουν και να στέλνουν πολλούς Έλληνες στον θάνατο. «Η λατινική επιδρομή λέκιασε με αίμα ξίφη χριστιανικά τα οποία θα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί κατά των απίστων. Οι σταυροφόροι έσφαζαν τα νεογέννητα, σκότωναν μανάδες, γύμνωναν μεγαλύτερες γυναίκες και κακοποιούσαν τις γριές. Τραβούσαν παιδιά από την αγκαλιά των μανάδων τους και μάνες από τα παιδιά τους, ενώ συμπεριφέρονταν στις παρθένες με επαίσχυντο τρόπο μέσα στις εκκλησίες χωρίς να φοβούνται ούτε την οργή του Κυρίου ούτε την εκδίκηση των ανδρών». Τις φρικιαστικές αυτές πράξεις περιγράφει ο Νικόλαος Μεσαρίτης.
Οι περισσότερες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν φύγει από τη Βασιλεύουσα πριν την άλωση. Όσοι πλούσιοι είχαν μείνει υπέστησαν τις απάνθρωπες και αποτρόπαιες πράξεις των Λατίνων.
Αυτοί, για να σωθούν και να σώσουν τις γυναίκες και τις κόρες τους, σχημάτιζαν ένα προστατευτικό κλοιό γύρω τους. Οι Φράγκοι, όταν έβρισκαν ευκαιρία, ορμούσαν «όπως ο λύκος στην προβατίνα» και βίαζαν τις κοπέλες.
Οι γονείς πολλών κοριτσιών, άλειβαν τα πρόσωπα των παιδιών με πηλό (λάσπη), για να δείχνουν άσχημες! Το πρόσωπο τους ήθελαν «… τη νύκτα να μην προκαλεί σαν λαμπερό πυρ τους περιφερόμενους θεατές, έπειτα τους εραστές, εκ τούτων δε και τους βιαστές», γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης του 1204 Νικήτας Χωνιάτης. Άλλοι πάλι από τους κατοίκους της Πόλης, κρύβονταν στα πιο σκοτεινά μέρη ή μεταμφιέζονταν σε ζητιάνους και αλήτες.
Πολλοί άρχοντες έθαψαν τους θησαυρούς τους, όμως οι αδίστακτοι κατακτητές «έψαχναν το στήθος των γυναικών μήπως έκρυβαν χρυσά κοσμήματα στο σώμα τους, έλυναν τα μαλλιά τους και τα μαντίλια τους (ενν. των γυναικών) και πέταγαν τους άστεγους και τους πένητες στο έδαφος. Παντού αντηχούσε ο θρήνος, η οιμωγή (οδυρμός) και η κραυγή.
Προέβαιναν σε ανόσιες πράξεις εάν κάποιο όμορφο αντικείμενο ήταν κρυμμένο κάπου κάτω από τα ρούχα των ανθρώπων. Έτσι, οι ανελέητοι αυτοί κακοποιοί εγκληματούσαν κατά της ίδιας της φύσης», γράφει ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Σύμφωνα με το ρωσικό χρονικό του Νόβγκοροντ, «κατάκλεψαν τους μοναχούς και τις μοναχές ως την τελευταία πεντάρα και μερικούς τους τσάκισαν στο ξύλο».
Ενώ κατά τον Ν. Μεσαρίτη, άλλους «τους βασάνιζαν, τους γρονθοκοπούσαν και τους κλοτσούσαν στην κοιλιά, χαρακώνοντας τα σεβάσμια σώματα με μαστίγια».
Εύλογα ο Νικήτας Χωνιάτης αναρωτιέται: «Αυτοί οι παράφρονες που μιαίνουν με τα μανιασμένα χέρια τους τα ιερά και τα όσια, σεβάστηκαν άραγε τις έγγαμες γυναίκες, τα κορίτσια σε ηλικία γάμου ή τις παρθένες που, έχοντας επιλέξει τη ζωή της αγνότητας, είχαν αφιερωθεί στο Θεό;».
Όσοι είχαν διασωθεί, γυμνοί και απελπισμένοι, προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μανία των σταυροφόρων. Ακόμα και οι πλουσιότεροι άρχοντες κυκλοφορούσαν ρακένδυτοι στους δρόμους και αναζητούσαν απεγνωσμένα κάποιο καταφύγιο. Και ο απλός κόσμος όμως, δέχτηκε εξευτελισμούς, ταπεινώσεις, διαπομπεύσεις, βιασμούς, ακολασίες και κλοπές. Ορισμένοι απλοί πολίτες, συντασσόμενοι με τους σταυροφόρους, άρχισαν να βρίζουν και να ληστεύουν αυτούς που τους κυβερνούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό, θέλοντας έτσι να εκδικηθούν τους άρχοντες της Πόλης και να καταδικάσουν ως πρωταίτιους της καταστροφής.
Λεηλασίες των θησαυρών της Πόλης
Δεν αρκέστηκαν όμως στα εγκλήματα σε βάρος των κατοίκων της Κων/πολης και των περιουσιών τους οι Λατίνοι. Τα ανάκτορα, τα παλάτια και τα πλούσια σπίτια, λεηλατήθηκαν από τους αχόρταγους Φράγκους που «με τον πιο ανόσιο τρόπο άρπαζαν ό, τι βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά, κοσμήματα χρυσά, μαργαριτάρια, λίθους πολύτιμους αστραφτερούς που ο καιρός δεν «έφθειρε» (Νικήτας Χωνιάτης, «Historia») καθώς και «αναρίθμητα άλογα, αμέτρητο χρυσό, ασήμι, μεταξωτούς τάπητες, κοσμήματα και όσα πράγματα θεωρούν οι άνθρωποι ως πολύτιμα πάρθηκαν», αναφέρει ο Βαλδουΐνος της Φλάνδρας σε επιστολή του προς τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’, έναν από τους βασικούς υπεύθυνος για όσα έγιναν στην Κων/πολη το 1204. Το ανάκτορο του Βουκουλέοντα, βρισκόταν μέσα στο παλάτι και σ’ αυτό υπήρχαν 500 (!) κτίρια συνεχόμενα μεταξύ τους, φτιαγμένα όλα με χρυσό μωσαϊκό.
Επίσης, υπήρχαν στο ανάκτορο 30 εκκλησίες μεγάλες και μικρές. Σε μία από αυτές, φυλασσόταν ο «θησαυρός του πάθους», που τον αποτελούσαν άγια λείψανα ανεκτίμητης αξίας.
Ανάμεσά τους δύο κομμάτια από Τίμιο Ξύλο, χοντρά όσο το πόδι ενός άντρα και μήκους σχεδόν ενός μέτρου, η σιδερένια αιχμή της λόγχης που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού, καθώς και δύο καρφιά που κάρφωσαν στα χέρια και τα πόδια Του. Σε μία φιάλη, υπήρχε πολύ από το αίμα Του. Ακόμα, υπήρχαν ο χιτώνας που φορούσε ο Ιησούς και τον έβγαλαν όταν τον ανέβασαν στον Γολγοθά καθώς και το ακάνθινο στεφάνι που του φόρεσαν, το φόρεμα της Παναγίας, η κάρα του Ιωάννη του Βαπτιστή και πολλά άλλα λείψανα και κειμήλια τεράστιας αξίας.
Και το παλάτι των Βλαχερνών όμως ήταν απαράμιλλης ομορφιάς. Είχε μία τεράστια αίθουσα υποδοχής, τουλάχιστον διακόσια κτίρια φτιαγμένα από χρυσό μωσαϊκό και είκοσι παρεκκλήσια. Οι κολόνες ήταν φτιαγμένες από χρυσό και ασήμι και είχαν πάνω τους χαραγμένες σκηνές από μάχες.
Μέσα στο παλάτι, υπήρχε ο αυτοκρατορικός θρόνος από χρυσό και πολύτιμες πέτρες, πάνω από τον οποίο ήταν αναρτημένη μια χρυσή κορόνα στηριγμένη με χρυσή αλυσίδα.
Ήταν επικαλυμμένη «με πολύτιμα πετράδια ανεκτίμητης αξίας και τη νύχτα δεν χρειάζονταν φώτα, αφού όλοι έβλεπαν από το φως που εξέπεμπαν τα πετράδια», γράφει ο Βενιαμίν εκ Τουλέδης. Στο παλάτι υπήρχε κι ένας βασιλικός θησαυρός ανεκτίμητης αξίας.
Οι λεηλασίες στις εκκλησίες της Πόλης
Εκτός από τα παλάτια, οι σταυροφόροι βεβήλωσαν και τους ναούς της Κωνσταντινούπολης. Η Αγιά Σοφία, υπήρξε βασικός στόχος τους. Η Αγία Τράπεζα του ναού, ήταν ολόχρυση, διακοσμημένη με πολύτιμα πετράδια, 72 είδη αστραφτερών μαργαριταριών, θρυμματισμένα και λιωμένα όλα μαζί. Οι Λατίνοι, αφού πήραν τους πολύτιμους λίθους και τα μαργαριτάρια, τεμάχισαν την Αγία Τράπεζα και την μοίρασαν μεταξύ τους, ενώ «κομμάτιασαν τον ασημοντυμένο άμβωνα και άρπαξαν 12 στήλες και 4 εικονοστάσια και το τέμπλο και 12 σταυρούς που ήταν πάνω στο θυσιαστήριο».
Φυσικά, υπήρχαν και πολλά ακόμα ανυπολόγιστης αξίας «λάφυρα» στην Αγία Σοφία, τα οποία οι σταυροφόροι φόρτωσαν σε υποζύγια που έβαλαν στον ναό. Τρομαγμένα τα υποζύγια, γλιστρούσαν στις στιλπνές πλάκες του δαπέδου, το οποίο μαγαρίστηκε από τα αίματα και τις κοπριές των ζώων. Μια πόρνη, εισήλθε στα άδυτα του ναού, ανέβηκε και κάθισε με ασέβεια στον πατριαρχικό θρόνο, όπου «τραγουδούσε πορνικά άσματα και δαιμονικά τραγούδια και λικνίσθηκε αισχρά και βέβηλα».
Την ίδια «τύχη», είχαν ο ναός των Αγίων Αποστόλων, όπου υπήρχαν τα λείψανα επτά Αποστόλων και ο μαρμάρινος στύλος στον οποίο δέθηκε ο Ιησούς πριν τον ανεβάσουν στον Σταυρό, η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, ο ναός των Αγίων Αποστόλων, η μονή Θεολόγου και η μονή του Παντροκράτορος Χριστού.
Το τραγικό είναι ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που έκαναν όλα αυτά τα ανοσιουργήματα, ήταν και κληρικοί. Όχι μόνο απλοί ιερωμένοι αλλά και καρδινάλιοι! Κάποιοι μάλιστα ποδοπατούσαν άγιες εικόνες και άλλοι πέταξαν εικόνες , άγια λείψανα και κειμήλια στη θάλασσα!
Η καταστροφή των βιβλιοθηκών.
Οι άξεστοι και αμόρφωτοι σταυροφόροι, λαφυραγώγησαν και πυρπόλησαν πολλές βιβλιοθήκες γεμάτες χειρόγραφα και σπάνια βιβλία. Οι αγράμματοι βάρβαροι που δεν γνώριζαν ούτε το αλφάβητο και ήταν ανίκανοι να διαβάσουν ή να έχουν γνώση των επικών ποιημάτων, όπως γράφει ο Νικήτας Χωνιάτης χλεύαζαν τους Έλληνες ως λαό «γραμματικών και σχολαστικών». Έφτασαν μάλιστα στο σημείο, να αφήσουν σπαθιά, λόγχες και ασπίδες και να κρατούν στα χέρια τους βιβλία, μελανοδοχεία και χαρτιά, θέλοντας να ειρωνευθούν τους Έλληνες και να παραστήσουν, κοροϊδευτικά βέβαια, τους λόγιους.
Όλα σχεδόν τα αγάλματα και τα άλλα έργα τέχνης που κοσμούσαν την Κων/πολη, καταστράφηκαν και αφανίστηκαν. Οι μόνοι που έδειξαν κάποιο σεβασμό, ήταν οι Βενετοί που γνώριζαν τον ελληνικό πολιτισμό και υπήρξαν θαυμαστές και αντιγραφείς τους. Ο Ερρίκος Δάνδολος, διέσωσε τα τέσσερα πανέμορφα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου, τα οποία μετέφερε στην πατρίδα του. Μέχρι σήμερα, κοσμούν την εξώθυρα του καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου.
Στον ίδιο ναό, αφιέρωσε και κάποια ιερά κειμήλια από την Αγία Σοφία, που διασώθηκαν. ‘Οσα άλλα κειμήλια δεν έμειναν αλώβητα, μεταφέρθηκαν στη Δύση, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου όμως, ορισμένοι από αυτούς τους θησαυρούς ,καταστράφηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Το τέλος των λεηλασιών
Μετά από τρεις μέρες ασυδοσίας, εγκλημάτων και λεηλασιών, οι επικεφαλής των σταυροφόρων διέταξαν να μεταφέρουν τα λάφυρα, που είχαν απομείνει, σε τρεις ναούς της Πόλης, απειλώντας τους με αφορισμό αν δεν το έκαναν.
Έβαλαν μάλιστα δέκα (θεωρούμενους) νομοταγείς Φράγκους και δέκα Ενετούς, να φυλάνε τους θησαυρούς. Τελικά, οι «νομοταγείς» Φράγκοι και Βενετοί, άρπαξαν μεγάλο μέρος από τους θησαυρούς που τους είχε ανατεθεί να φυλάνε! Ο θρήνος για την απώλεια της Βασιλεύουσας, ήταν μεγάλος. Το αβυσσαλέο μίσος μεταξύ Δυτικών και Βυζαντινών, βγήκε στην επιφάνεια. Δεν ήταν το σχίσμα του 1054 που διατάραξε τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, ούτε οι σφαγές των Λατίνων στην Πόλη το 1182(γράψαμε σχετικά στις 7 Ιουλίου 2019), αλλά όσα έγιναν το 1204 και περιγράψαμε, όχι όλα βέβαια, στο σημερινό μας άρθρο. Έτσι εξηγείται και γιατί βυζαντινοί προτιμούσαν «τουρκικό φέσι», παρά «λατινική τιάρα» το 1453. Πολλοί θησαυροί χάθηκαν για πάντα το 1204, ενώ άλλοι κοσμούν μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις μέχρι σήμερα Ο ελληνισμός έχει πέσει θύμα απίστευτων λεηλασιών και καταστροφών, εδώ, και 2.000 και πλέον χρόνια, όχι μόνο από «βάρβαρους» αλλά και από «πολιτισμένους». Από τον Σύλλα (87-86 π.Χ.), ως τον Έλγιν και την αρπαγή της Αφροδίτης της Μήλου και της Νίκης της Σαμοθράκης(19ος αιώνας).
Όσο για την άλωση της Πόλης το 1204, όπως γράφει εύστοχα ο Χρήστος Μιχαλόπουλος: «Ο Ελληνισμός υπέστη σκληρότατο χτύπημα (και) αυτοί οι ανήθικοι εισβολείς δέχθηκαν την κατακραυγή και την αποδοκιμασία όλων των χρονικογράφων και ιστορικών της τότε εποχής αλλά και του μέλλοντος».
Βασική πηγή για το σημερινό μας άρθρο, είναι το βιβλίο του Χρήστου Μιχ. Μιχαλόπουλου, «Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1204-1261)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΑΝΙΔΗ, ΞΑΝΘΗ, 2007. anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ